ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 700/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας «……….», που εδρεύει στην …. Αττικής (οδός ………………) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην …. Αττικής (οδός ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, τις οποίες στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Παρασκευάς Ζουρντός και
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Ανδρουλάκη.
Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/6.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2005/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες ναυτιλιακές εταιρείες, με την από 9.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./9.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/10.3.2022 έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 1.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./9.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../10.3.2022 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 9.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../9.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/10.3.2022 και β) από 1.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./9.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../10.3.2022 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός των εδρευουσών στην …… νομίμως εκπροσωπουμένων εναγομένων ανώνυμων ναυτικών εταιρειών «……..» και «…………», ήδη εκκαλουσών – εφεσιβλήτων και αφετέρου του ενάγοντος ………, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2005/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 5.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/6.12.2019 αγωγή του δεύτερου κατά των πρώτων, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 5.12.2019 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Β΄ Μαγείρου, στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά – οχηματαγωγά ακτοπλοϊκά πλοία «ΝΡ» και «ΝΜ», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, παρεκτός του διαστήματος από 2.10.2018 έως 17.12.2018 που ανατέθηκε ο εφοπλισμός του πρώτου, ως άνω, πλοίου στην δεύτερη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρεία και απασχολήθηκε σ’αυτά, στον μεν πρώτο, κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 26.5.2017 μέχρι τις 17.12.2018, που απολύθηκε τυπικά αμοιβαία συναινέσει στην πραγματικότητα όμως λόγω καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, χωρίς υπαιτιότητα του, στο δε δεύτερο, από 2.4.2019 έως 15.5.2019, που απολύθηκε ομοίως λόγω καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, άνευ υπαιτιότητας του, αντί του προβλεπομένου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια των ναυτολογήσεων του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης από το πρώτο πλοίο των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019, μήτε του χορηγούνταν οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, μήτε έλαβε την εκάστοτε αποζημίωση απόλυσης, που δικαιούνταν. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, επικαλούμενος περαιτέρω την εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπως παραδεκτά με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], περιόρισε τα εξ ολοκλήρου καταψηφιστικά αγωγικά κονδύλια, σε εν μέρει αναγνωριστικά με αναλογικό περιορισμό, κατά ποσοστό 1/2, κάθε αγωγικού κονδυλίου, αφενός: α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια, να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 15.456,41 ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 15.456,41 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά και αφετέρου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη, ως κυρία, του πλοίου «ΝΡ» και η δεύτερη, ως εφοπλίστρια, να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των 4.995,61 ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση τους να του καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό των 4.995,61 ευρώ, για τις προαναφερόμενες αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την απόλυση του στις 15.5.2019, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και αφενός, υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια των επίδικων πλοίων, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 11.718,39 €, αναγνώρισε δε την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 782,25 € και αφετέρου, υποχρέωσε τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, την μεν πρώτη, ως κυρία του πλοίου «ΝΡ», μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, τη δε δεύτερη, ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού, να του καταβάλουν το ποσό των 1.278,13 €, αναγνώρισε δε ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν επιπλέον το ποσό των 357,03 €, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως. Επιπλέον, οι εκκαλούσες-εναγόμενες ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 12.996,52 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εντόκως από την καταβολή του.
Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στα αναφερόμενα ακτοπλοϊκά πλοία, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, παρεκτός του αναφερόμενου διαστήματος, που τον εφοπλισμό του πρώτου ασκούσε η δεύτερη εναγομένη, ως μάγειρας Β΄, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτά τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 14 ώρες ημερησίως και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία έξι ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατεσσάρων ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγομένων, που προέβαλαν πρωτοδίκως και επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται ποιες συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου παρείχε την εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και την διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, ούτε τις ειδικότερες ανάγκες και συνθήκες που επέβαλαν την εκτέλεση τους, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.
ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/80350/2018 (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018» του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».
Περαιτέρω, με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίοι μισθοί ενεργείας των αξιωματικών και κατώτερων πληρωμάτων, που εργάζονται στα εν λόγω πλοία, περιλαμβανομένης της υπηρεσίας μαγειρείου, όπως και τα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες αμοιβές, αυξήθηκαν κατά 2% και ορίστηκαν για την ειδικότητα του μάγειρα Β΄ πλοίων άνω των 1500κ.ο.χ., ως ακολούθως: Ο μηνιαίος μισθός ενεργείας σε χίλια τριακόσια ενενήντα ευρώ και τριάντα λεπτά (1.390,30 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια πέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (305,87 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτά (19,59 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €) το μήνα και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια ογδόντα τρία ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά 483,45 € [(1.390,30 € + 305,87 € = 1.696,17 ) : 22 = 77,098 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)], το δε ωρομίσθιο του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των οκτώ ευρώ και τεσσάρων λεπτών (8,04 €). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ι 7, κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο, προκειμένου για μάγειρα Β΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., αυτή ορίστηκε για το έτος 2018, σε 10,05 € (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 12,06 € (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 550/2021, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).
V. Από την υπ’αριθμ…../12.6.2020 ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά και την υπ’αριθμ…../15.6.2020 ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Μεσσήνης Μεσσηνίας …………., που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων- εκκαλουσών-εφεσιβλήτων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. … και …../4.6.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..) και τις υπ’αριθμ….. και …../16.11.2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …….. και ………., που συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά και της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης, …….. αντίστοιχα, ομοίως με την επιμέλεια του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου-ενάγοντος στην κατ’εφεση δίκη, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εκκαλουσών – εφεσιβλήτων – εναγομένων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ….. και …./11.11.2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ….. .), οι οποίες είναι παραδεκτές ως νέα αποδεικτικά στοιχεία, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (529 παρ.1 ΚΠολΔ), χωρίς να μπορούν αυτές να αποκρουστούν, ως απαράδεκτες, κατ’ άρθρο 529 παρ. 2 ΚΠολΔ, λόγω της μη προσκόμισης τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από βαριά αμέλεια, καθόσον η απόκρουση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο των νέων αποδεικτικών στοιχείων, λόγω της μη προσκόμισης τους πρωτοδίκως από βαριά αμέλεια, αφορά μόνο τα αποδεικτικά μέσα που υπήρχαν κατά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό και όχι αυτά που σχηματίστηκαν μετά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης (ΑΠ 1718/2022), όπως στην προκειμένη περίπτωση, που οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης με προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων, δεν ήταν δε υποχρεωμένος ο εκκαλών να αιτιολογήσει τη βραδύτητα διενέργειας και προσκόμισης τους, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εκκαλουσών – εναγομένων, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως αβασίμου. Περαιτέρω, από τις υπ’αριθμ…../26.11.2020 και ………/27.11.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ………. και …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. και του Ειρηνοδίκη Πειραιά αντίστοιχα, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια των εναγομένων-εκκαλουσών-εφεσιβλήτων, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ. ……./23.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2009, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εδρεύουσας στην ….. Αττικής πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας με την τότε επωνυμία «……………..» και ήδη «…………..», πλοιοκτήτριας των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών οχηματαγωγών (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκών πλοίων «ΝΡ», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 14640,10, μέχρι 2.10.2018, που ο εφοπλισμός και η διαχείριση τούτου ανατέθηκε με κοινή δήλωση των εναγομένων-εκκαλουσών στην δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «……………» και ήδη «……….», η δε πρώτη παρακράτησε την κυριότητα του και «ΝΜ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……, 8.128,98 κ.ο.χ. και του ενάγοντος, ………., απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του μάγειρα Β΄, στα ως άνω πλοία αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της εκάστοτε ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και παρείχε τις υπηρεσίες του στο μεν πρώτο από 5.2017 έως 2.10.2017, που απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων, από 24.1.2018 έως 10.4.2018, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει και από 14.5.2018 έως 17.12.2018, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, ενώ στις 2.4.2019 ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα στο δεύτερο, ως άνω, πλοίο, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 15.5.2019, που απολύθηκε λόγω διακοπής δρομολογίων για ετήσια επιθεώρηση. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατά το έτος 2018 και μέχρι 15.5.2019, που απολύθηκε, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε η από 4.9.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στις 14.11.2018 (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018), εξακολούθησαν δε να ισχύουν τα οριζόμενα σ’αυτήν και μετά την λήξη ισχύος της, μέχρι την οριστική απόλυση του, εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους, κατά τα συνομολογηθέντα ρητά στις οικείες επίδικες εργασιακές του συμβάσεις με ταυτόσημο περιεχόμενο, ως προς την εφαρμογή της ισχύουσας ΣΣΝΕ, εκ του οποίου συνάγεται σαφώς η βούληση των συμβαλλομένων να ισχύουν τα προβλεπόμενα σ’αυτήν, το δε γεγονός ότι είχε λήξει η οριζόμενη διάρκεια ισχύος της, δεν αναιρεί την ελεύθερη συμφωνία των συμβαλλόμενων, που περιλαμβάνεται στις επίδικες συμβάσεις, να διέπει τους όρους εργασίας του ενάγοντος, μέχρι την σύναψη και κύρωση νεώτερης Σ.Σ.Ν.Ε., καθόσον η μεταγενέστερη από 8.7.2019 τοιαύτη ΣΣΝΕ του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019), καταρτίστηκε, κυρώθηκε και δημοσιεύθηκε, κατά χρόνο που έπεται της οριστικής απόλυσης του ενάγοντος και λύσης της σύμβασης εργασίας του και συνεπώς, δεν κατέστη εφαρμοστέα σε μη ενεργή εργασιακή σχέση.
Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των κρίσιμων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, κατά το έτος 2018, το πλοίο «ΝΡ» εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά) δρομολόγια, από τον Πειραιά προς τα λιμάνια της Χίου και της Μυτιλήνης και ειδικότερα εκτελούσε, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως: κάθε Παρασκευή το πλοίο επέστρεφε από Μυτιλήνη και Χίο στον Πειραιά στις 19:45 και αναχωρούσε πάλι στις 21:55 προς Χίο – Μυτιλήνη – Χίο και επέστρεφε στον Πειραιά στις 20.45 του Σαββάτου, αναχωρούσε δε από τον Πειραιά πάλι στις 22:55 για Χίο – Μυτιλήνη – Χίο – Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 21.45 της επομένης μέρας Κυριακής. Κάθε Κυριακή το πλοίο αναχωρούσε στις 23:55 από τον Πειραιά προς Χίο – Μυτιλήνη – Χίο και επέστρεφε στον Πειραιά την Τρίτη στις 6.45 το πρωί, αναχωρούσε δε στις 21:00 το βράδυ της ίδιας ημέρας για Χίο – Μυτιλήνη – Χίο, όπου κατέπλεε στις 22:45 της Τετάρτης. Την Τετάρτη αναχωρούσε πάλι από Χίο στις 23:15, προς Πειραιά, όπου έφτανε στις 6:45 το πρωί της Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια μέρα για Χίο στις 21:00 το βράδυ. Το πλοίο «ΝΜ» κατά το επίδικο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια από Πειραιά προς Σύρο – Τήνο – Μύκονο και επιστροφή στον Πειραιά, εκκινώντας στις 7:25 το πρωί και ολοκληρώνοντας το δρομολόγιο του στις 20:30 το βράδυ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, ο ενάγων απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητα του, δηλαδή του μάγειρα Β΄ (άρθρα 123 και 124 του ΒΔ 683/1960) όντας άμεσος υφιστάμενος και κύριος βοηθός του Α΄ μάγειρα. Ειδικότερα, στα καθήκοντα του περιλαμβάνονταν η μέριμνα και η αντίστοιχη ευθύνη για την απόλυτη καθαριότητα και την καλή συντήρηση των διαμερισμάτων του μαγειρείου, των ψυγείων και των εντός αυτών τροφίμων, των πλυντηρίων και εν γένει των μαγειρικών σκευών, καθώς επίσης επιμελούνταν της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων στο μαγειρείο, του καθαρισμού των τροφίμων και της έγκαιρης και σύμφωνης με τους κανόνες της μαγειρικής τέχνης παρασκευής των εδεσμάτων, που προορίζονταν για το πλήρωμα του πλοίου και τους επιβάτες.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ.1 και 4 του Π.Δ.177/1974 περί οργανικής σύνθεσης πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων, η σε μαγείρους και χυτροκαθαριστές οργανική σύνθεση του προσωπικού του μαγειρείου των επιβατηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας ανώτερης των 8.000 και έως 12.000 κόρους, όπως το «ΝΜ», καθορίζεται σε έναν (1) αρχιμάγειρα, έναν (1) μάγειρα Α΄, δύο (2) μαγείρους Β΄, δύο (2) μαγείρους Γ΄ και τρεις (3) χυτροκαθαριστές, σύνολο εννέα (9), ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο αφαιρείται ένας (1) μάγειρας Γ΄. Οι εναγόμενες προσκομίζουν μόνο τον πίνακα της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του δεύτερου ένδικου πλοίου «ΝΜ», πλην όμως, όπως παραδέχονται, όμοια ήταν η οργανική σύνθεση του προσωπικού μαγειρείου και του έτερου πλοίου «ΝΡ» άνω των 12.000 κ.ο.χ. και δη 14.535,38, αποτελούνταν δε από έναν αρχιμάγειρα, πέντε (5) μαγείρους (έναν με βαθμό Α΄, δύο Β΄ και δύο Γ΄) και τρεις (3) χυτροκαθαριστές, δηλαδή συνολικά εννέα (9) άτομα, πλην όμως προκύπτει ότι κατά την χειμερινή περίοδο υπηρετούσαν δύο μάγειροι λιγότεροι με βαθμό Β΄ και Γ΄ αντίστοιχα και δύο χυτροκαθαριστές αντί για τρεις, δηλαδή σύνολο έξι (6) άτομα, ήτοι υπολειπόταν της προβλεπομένης. Στο πλοίο «ΝΡ», που κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα αριθμούσε, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση, κατά την θερινή περίοδο περίπου ενενήντα (90) μέλη και περί τα εβδομήντα πέντε (75) την χειμερινή, υπήρχε μία τραπεζαρία πληρώματος και μία τραπεζαρία αξιωματικών, που λειτουργούσαν καθημερινά από τις 07:00 έως τις 08:30 για πρωϊνό, από τις 11:30 έως τις 13:30 το μεσημέρι για γεύμα και από τις 18:00 έως τις 21:00 το απόγευμα για δείπνο. Επιπλέον, στο εν λόγω πλοίο μεταφορικής ικανότητας περίπου 2.200 επιβατών, παρέχονταν τροφή στους επιβάτες παρασκευασμένη στο πλοίο και για τον σκοπό αυτό διέθετε προς εξυπηρέτηση τους, ένα εστιατόριο self service, που λειτουργούσε από την έναρξη του δρομολογίου και για δύο ώρες περίπου. Όταν όμως το πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια, εκτός από το βραδινό, που παρεχόταν στους επιβάτες προτού το πλοίο καταπλεύσει στον Πειραιά, παρεχόταν πάλι βραδινό γεύμα για τους νέους επιβάτες, μετά την αναχώρηση του πλοίου το ίδιο βράδυ από τον Πειραιά για το δεύτερο δρομολόγιο, το οποίο διαρκούσε ομοίως δύο ώρες περίπου. Στο πλοίο «ΝΜ» παρεχόταν πρωινό, γεύμα και δείπνο για την σίτιση του πληρώματος, που αριθμούσε περίπου εξήντα (60) μέλη και μεσημεριανό και βραδινό για τους επιβάτες.
Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών επαρκούς σίτισης του πληρώματος και των επιβατών των επίδικων πλοίων, κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων τους, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις εργασίες αυτές, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, πραγματοποιώντας καθημερινά υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε, που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από τις εναγόμενες – εκκαλούσες – εφεσίβλητες (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται, από το γεγονός ότι, κατά τις αναφερόμενες δύο ημέρες κάθε εβδομάδα, το πλοίο επέστρεφε στον Πειραιά το πρωί και αναχωρούσε για το δρομολόγιο του το βράδυ, εφόσον ο ενάγων εξακολουθούσε να εκτελεί τα καθήκοντα του μαγείρου Β΄, κατά τα εκτιθέμενα, καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, για την κάλυψη των αναγκών σίτισης του πληρώματος, που δεν αποκλειόταν, αφού μέλη του πληρώματος παρέμεναν στο πλοίο μη επιθυμώντας να διημερεύσουν εκτός, είτε ήταν αναγκασμένα να παραμείνουν εκτελώντας υπηρεσίες φυλακής ή άλλες εργασίες.
Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως, τόσο οι μάρτυρες του, ………………, συντασσομένων των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, που συνυπηρέτησαν ορισμένα χρονικά διαστήματα στο «ΝΡ», ως μάγειροι Β΄, Γ΄ και χυτροκαθαριστής αντίστοιχα, με τον ενάγοντα, όσο και οι μάρτυρες των εναγομένων, ……………….., συντασσομένων των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων, που ομοίως συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στα εν λόγω πλοία αντίστοιχα, ορισμένα χρονικά διαστήματα, ως αρχιμάγειρες και εξακολουθούν να εργάζονται για την πρώτη εναγομένη εταιρεία, διαφοροποιούνται όμως ως προς την παροχή υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα, καθόσον σύμφωνα με την κατάθεση των μαρτύρων των εναγομένων, η απασχόληση τούτου δεν υπερέβαινε το κανονικό ωράριο εργασίας του, αφού, κατά τους ισχυρισμούς τους, ο ενάγων απασχολούνταν στο μαγειρείο κάθε πλοίου, εναλλασσόμενος ανά εβδομάδα με τον έτερο μάγειρα Β΄, την μία εβδομάδα με διακεκομμένο ωράριο από τις 6.00π.μ. έως τις 11.00π.μ. ή 11.30 αντίστοιχα, μετά αναπαυόταν και επανερχόταν στις 18.00μ.μ. έως τις 21.00μ.μ. ή 20.30 αντίστοιχα και την επόμενη εβδομάδα με συνεχόμενο ωράριο από τις 12.00 έως τις 20.00, δηλαδή παρουσιάζεται βασικά να απουσιάζει ακόμα και από την προετοιμασία και ολοκλήρωση της παρασκευής του γεύματος και αντίστοιχα του βραδινού, που ήταν στην ευθύνη του, κατά την εναλλασσόμενη βάρδια, όπως και να μην συμμετέχει με τους άλλους μαγείρους στην καθαριότητα, τακτοποίηση και συντήρηση των χώρων του μαγειρείου, επικουρούμενοι υπό τους χυτροκαθαριστές, δηλαδή να μην διενεργεί ασχολίες, που εμπίπτουν στα καθήκοντα του, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, επιπλέον εμφαίνεται να μην απασχολείται στην παρασκευή των εδεσμάτων για τους επιβάτες του πλοίου, που ομοίως αφορούσε τα καθήκοντα του, χωρίς αφενός τούτο να δικαιολογείται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και αφετέρου, δεν δικαιολογείται η απόληψη κατ’αποκοπή αμοιβής για υπερωρίες, εφόσον, κατά τα κατατιθέμενα από τους μάρτυρες της εναγομένης, ουδόλως υπερέβαινε το νόμιμο ωράριο. Οι ένορκες αυτές μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη, κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός μάρτυρος και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι οι ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες του ενάγοντος, …………., βρίσκονται σε αντιδικία με την εναγομένη εταιρεία σε άλλες εκκρεμείς δίκες επί ασκηθεισών αγωγών τους για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία τους, ούτε τους καθιστά αναξιόπιστους, μήτε εξαιρετέους, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες-εκκαλούσες.
Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί των εν λόγω πλοίων, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, τα πολύωρα δρομολόγια τους, τις μόνιμες ανάγκες σίτισης των μελών του πληρώματος και των επιβατών, που ικανοποιούσε το μαγειρείο, ειδικά των πρώτων ανεξαρτήτως αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε στο λιμάνι, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης του προσωπικού μαγειρείου, συνάγεται ότι προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας των ένδικων πλοίων και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητας του, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού των εναγομένων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης τους, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στα ανωτέρω πλοία της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 270/2018, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από τις εναγόμενες και επαναφέρεται με την έφεση τους ενώπιον του Εφετείου, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στα επίδικα πλοία, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 550/2021, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, επί έντεκα (11) ώρες στα ανωτέρω πλοία, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με τις κρινόμενες εφέσεις.
Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του μάγειρα Β΄, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 10,05 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 12,06 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: A) Από 24.1.2018 έως 10.4.2018 και 14.5.2018 έως 1.10.2018 στο πλοίο «ΝΡ» και από 2.4.2019 έως 15.5.2019 στο πλοίο «ΝΜ»: α) για υπερωριακή αμοιβή 217 καθημερινών και Κυριακών Χ 3 ώρες υπερωρίας = 651 ώρες Χ 10,05 ευρώ το ωρομίσθιο = 6.542,55 ευρώ, β) για υπερωριακή αμοιβή 37 Σαββάτων και 10 αργιών = 47 ημέρες Χ 11 ώρες υπερωρίας = 517 ώρες Χ 12,06 το ωρομίσθιο = 6.235,02 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 12.777,57 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγομένη συνολικά 5.292,81 ευρώ (4.142,52 € για Σάββατα και αργίες + 1.150,29 € για καθημερινές και Κυριακές), όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη, ποσού 7.484,76 ευρώ και Β) από 2.10.2018 έως 17.12.2018 στο πλοίο «ΝΡ», που η δεύτερη εναγομένη ασκούσε τον εφοπλισμό και την οικονομική διαχείριση τούτου για λογαριασμό της : α) για υπερωριακή αμοιβή 65 καθημερινών και Κυριακών Χ 3 ώρες υπερωρίας = 195 ώρες Χ 10,05 ευρώ το ωρομίσθιο = 1.959,75 ευρώ και όχι 382,15 ευρώ, που εκ παραδρομής έκρινε η εκκαλουμένη, β) για υπερωριακή αμοιβή 11 Σαββάτων και 2 αργιών = 13 ημέρες Χ 11 ώρες υπερωρίας = 143 ώρες Χ 12,06 το ωρομίσθιο = 1.724,58 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 3.684,33 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την δεύτερη εναγομένη συνολικά 1.645,05 ευρώ (1.391,14 € για Σάββατα και αργίες + 253,91 € για καθημερινές και Κυριακές), όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης των εναγομένων, που επαναφέρεται με την έφεση τους, ως ουσιαστικά βάσιμης, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη, ποσού 2.039,28 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε, κατ’εσφαλμένο υπολογισμό, ότι οφείλεται από τις εναγόμενες εις ολόκληρον για την αιτία αυτή το ποσό των 461,68 ευρώ, έσφαλε, κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, που πλήττει τα εν λόγω επιδικασθέντα ποσά, ως ουσιαστικά βάσιμου.
VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του επίκουρου θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 213/2016, ΕφΠειρ 50/2016, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 322/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).
Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 2.4.2019 και 8.4.2019 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης και αφορούσαν την ναυτολόγηση του στο πλοίο «ΝΜ», περιελήφθησαν οι με αριθμό 1 και 2 συμπληρωματικοί όροι με το εξής περιεχόμενο: ««Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του στο πλοίο «ΝΜ», διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους 83,05 ευρώ (62,21 € + 20,84 €), με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», όπως διαλαμβάνεται στις αντίστοιχες προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας Απριλίου και Μαΐου 2019, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των καθαρών εισπράξεων του εστιατορίου και των μπαρ του πλοίου και κατανέμονταν στα μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης και του προσωπικού μαγειρείου με την μισθοδοσία τους. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε μόνο τις ανωτέρω εργασιακές του συμβάσεις, μη περιλαμβανομένων των επίδικων διαστημάτων ναυτολόγησης του στο πλοίο «ΝΡ» κατά το έτος 2018, εφόσον δεν αποδείχθηκε αναφορικά με αυτά η ύπαρξη τέτοιας ειδικής συμφωνίας στις οικείες εργασιακές του συμβάσεις, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγομένων, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση, ως άνω, συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, επιπλέον δε η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωρίες στο δεύτερο πλοίο και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από τις μισθώτριες εταιρείες εστίασης, που είχαν αναλάβει, βάσει συμφωνίας με την πρώτη εναγομένη, την λειτουργία και εκμετάλλευση των μπαρ και κυλικείων του πλοίου, ως αμοιβή των υπηρεσιών, που τους παρείχε για τον σκοπό αυτό το προσωπικό ενδιαιτημάτων και μαγειρείου, εφόσον συμβαλλομένη εργοδότρια τούτου ήταν κατά το επίμαχο διάστημα η πρώτη εναγομένη εταιρεία, που τους κατέβαλε τα ποσά αυτά με την μισθοδοσία τους και όχι οι μισθώτριες των χώρων εστίασης, που ουδόλως συνδέονταν συμβατικά με το εν λόγω προσωπικό και συνεπώς, μπορούν αυτά να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε στο πλοίο «ΝΜ». Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη αυτή επικουρικά ένσταση περί αποσβέσεως της εν λόγω οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη με τον πρώτο λόγο της έφεσης των εναγομένων και με τις προτάσεις τους, καθόσον αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 83,05 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη, συνολικά, 7.401,71 ευρώ (7.484,76 – 83,05), που πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλλει η πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού των καταβαλλομένων τον Απρίλιο και Μάϊο 2019 επιμίσθιων ποσών ύψους, κατ’εσφαλμένο υπολογισμό, 95,35 €, με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία μόνο τις καθημερινές και Κυριακές και ακολούθως, αφού δέχθηκε μερικώς, ως ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της πρώτης εναγομένης, έκρινε ότι το ποσό της υπερωριακής αμοιβής, που οφείλεται στον ενάγοντα από την πρώτη εναγομένη, ανέρχεται συνολικά σε 7.389,41 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει, κατ’ουσίαν, του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένων των λοιπών διαλαμβανομένων αιτιάσεων του, περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων συμψηφισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
VII. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262). Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Β΄, ανέρχονταν στο ποσό των 4.254,94 ευρώ [1.390,30 € μισθός ενεργείας + 305,87 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,59 € Χ 30 ημέρες) + 483,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.390,30 € + 305,87 € = 1.696,17 ) : 22 = 77,098 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.451,7 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (12.777,57 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 264 ημέρες απασχόλησης Χ 30)]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του από 24.1.2018 έως 10.4.2018 και από 14.5.2018 έως 30.5.2018, δηλαδή 1.364,40 ευρώ (4.254,94 € μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.127,47 € Χ 1/15 = 141,83 € ανά οκταήμερο Χ 9,62 οκταήμερα) έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογεί και αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 673,60 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται διαφορά ποσού 690,8 ευρώ, εκ του οποίου 499,02 ευρώ, πρέπει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει και επιπλέον να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 191,78 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, για το χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 14.5.2018 έως 1.10.2018, δικαιούτο να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι το ποσό των 2.525,69 € [4.254,94 € σύνολο μηνιαίων αποδοχών Χ 2/25 = 340,39 € Χ 7,42 δεκαεννεαήμερα], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.207,60 €, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή 1.318,09 ευρώ, που πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η πρώτη εναγομένη, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, γ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, για το χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 2.10.2018 έως 17.12.2018, δικαιούτο να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι το ποσό των 1.361,56 € [4.254,94 € σύνολο μηνιαίων αποδοχών Χ 2/25 = 340,39 € Χ 4 δεκαεννεαήμερα], εκ του οποίου 816,45 ευρώ, πρέπει να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον οι εναγόμενες και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση τους καταβολής του υπολοίπου εκ 545,11 ευρώ, δ) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή 510,58 ευρώ (4.254,94 € μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.127,47 € Χ 1/15 = 141,83 € ανά οκταήμερο Χ 3,6 οκταήμερα) έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 282,40 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται διαφορά ποσού 228,18 ευρώ, που πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η πρώτη εναγομένη, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης και ε) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019, δεδομένου ότι απασχολήθηκε εντός του χρονικού διαστήματος από 1.5.2019 έως 15.5.2019, ήτοι για 15 ημέρες, δικαιούνταν το ποσό των 265,50 ευρώ [4.254,94 € σύνολο μηνιαίων αποδοχών Χ 2/25 = 340,39 € Χ 0,78 δεκαεννεαήμερα], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 142,65€, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή 122,85 ευρώ, που πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η πρώτη εναγομένη, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019, τα ποσά των 502,34 ευρώ, 969,2 ευρώ, 1.173,48 ευρώ, 145,44 ευρώ και 86,17 ευρώ αντίστοιχα, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το αντίτιμο τροφής, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται αντίστοιχα στον τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές της μείζονος αναλογίας υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επίσης απορριπτέος κρίνεται και ο τρίτος λόγος της έφεσης των εναγομένων-εκκαλουσών, καθόσον παραπονούνται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, προς ανεύρεση των επιδομάτων εορτών, με βάση την μηνιαία αναλογία υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις επιδικασθείσες υπερωρίες και όχι βάσει εκείνη, που αναλογούσε στην κατ’ αποκοπή καταβληθείσα στον ενάγοντα μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας και εντεύθεν την μερική παραδοχή των σχετικών αγωγικών αξιώσεων αντί της ολικής απόρριψης τους, ως ουσιαστικά αβασίμου.
VIII. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).
Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 16.9.2018, που υπηρετούσε ο ενάγων στο πλοίο «ΝΡ», πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το επίδικο πλοίο εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή το πλοίο απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 16.9.2018, το ανωτέρω πλοίο, κάθε Παρασκευή κατέπλεε στο λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά στις 19.45 και αναχωρούσε για νέο ταξίδι στις 21:55, ήτοι τέσσερις ώρες πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών από τον κατάπλου, κάθε Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 20.45 και αναχωρούσε πάλι στις 22.55, ήτοι τέσσερις ώρες πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών από τον κατάπλου και κάθε Κυριακή επέστρεφε στον Πειραιά στις 21.45 και αναχωρούσε για το νέο δρομολόγιο στις 23.55, ήτοι τέσσερις ώρες πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών από τον κατάπλου και συνολικά πραγματοποιούσε 12 ώρες πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα.
Συνεπώς, το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια εξπρές, υπό την έννοια των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, για τα οποία ο ενάγων δικαιούτο πρόσθετης αμοιβής, που ισούνται προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από της αφίξεως στο λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8, ήτοι εκτέλεσε 21 εξπρές δρομολόγια (12 ώρες αναχώρησης προ του εξαώρου εβδομαδιαίως : 8 = 1,5 εξπρές Χ 14 εβδομάδες). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262), οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022).
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Β΄, ανέρχονταν στο ποσό των 4.254,94 ευρώ. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται για το εν λόγω διάστημα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.978,43 ευρώ [4.254,94 € : 30 = 141,83 € Χ 21 δρομολόγια εξπρές], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.562,76 €, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή 1.415,67 ευρώ, εκ του οποίου 1.362,52 ευρώ, πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η πρώτη εναγομένη, αναγνωριζομένης της υποχρέωσης της να του καταβάλλει το υπόλοιπο ποσό των 53,15 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές το ποσό των 781,8 ευρώ, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το αντίτιμο τροφής, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται αντίστοιχα στον πέμπτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές της μείζονος αναλογίας υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες, ως ουσιαστικά αβασίμου, καθώς επίσης απορριπτέες, ως αβάσιμες, κρίνονται οι διαλαμβανόμενες στον τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγομένων-εκκαλουσών αιτιάσεις περί εσφαλμένου υπολογισμού στις τακτικές αποδοχές της αναλογίας της υπερωριακής αμοιβής, που υπερέβαινε την κατ’αποκοπή καταβαλλομένη, καθώς και του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας.
IX. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§3).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του στα επίδικα πλοία, όπως αορίστως ισχυρίζεται, χωρίς όμως να επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου μήτε στο λιμάνι αφετηρίας μήτε στο λιμάνι προορισμού παρά την τοιαύτη επιθυμία του. Ο ισχυρισμός του δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων του, συνεπεία της εγγενούς αοριστίας τους στο ζήτημα αυτό, αφού δεν διευκρινίζουν αν ήταν επιλογή του ενάγοντος να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει στο πλοίο, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, τα σχετικά αγωγικά κονδύλια παρίστανται αναπόδεικτα και συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμα. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του συναφούς τέταρτου λόγου της ένδικης εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμου.
X. Κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ ορίζεται ότι “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441, 448 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μόνο όμως αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή, λιμενική ή προξενική, ή έγιναν ενώπιον της, όπως τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του. Επίσης, την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου έχει για τις καταχωρίσεις σ` αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ναυτικού, που υπηρετεί στο πλοίο ή τη δική του με κοινή συναίνεση, εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώριση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 212/2016, ΕφΠειρ 353/2015, ΕφΠειρ 456/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121 σελ. 85-86, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β` έκδοση, 1994). Επομένως, η αναγραφή από τον πλοίαρχο στο ναυτικό φυλλάδιο του λόγου απολύσεως του ναυτικού, είναι δεκτική ανταποδείξεως με κοινά ανταποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 977/2003, δημ.ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, όπ.π., Ι. Τέντε, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ι (2000), άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792,).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ν.δ.187/1973), προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, είτε είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας. Η κατ` άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ` άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕΠ 143/2011 ΕΝΔ 2012.30, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355). Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επομ.ΑΚ, 672 ΑΚ και εκείνες του ν.2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213.220). Η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 176/2016, ΕφΠειρ 366/2016, δημ.Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213.220, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007.406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34.355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003.128, Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αναγραφόμενη στο ναυτικό του φυλλάδιο αιτία απόλυσης του «αμοιβαία συναινέσει» στις 17.12.2018 από το πλοίο «ΝΡ», είναι εικονική και ότι στην πραγματικότητα απολύθηκε συνεπεία καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους του πλοιάρχου, λόγω μείωσης της σύνθεσης του πληρώματος. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αντίθετα από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε, ότι επήλθε με κοινή συμφωνία αμφοτέρων των διαδίκων πλευρών η συναινετική λύση της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος που είχε διαρκέσει ήδη επτά μήνες, προς ανάπαυλα του και συνεπώς, δεν έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον πλοίαρχο, ούτως ώστε αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου, ως κατ’ουσίαν αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου, ο κρινόμενος έβδομος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στο πλοίο «ΝΜ» λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης στις 15.5.2019, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, λόγω διακοπής των δρομολογίων του επίδικου πλοίου πέραν των 60 ημερών, γεγονός που ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο, ένεκα εργασιών ετήσιας επιθεώρησης. Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, ίσης προς τις αποδοχές 22 ημερών, κατ’ άρθρο 27 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του πέμπτου κύριου λόγου της έφεσης των εναγομένων, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου και δη το ποσό των 3.120,26 ευρώ (4.254,94 € : 30 = 141,83 € Χ 22 ημέρες), εκ του οποίου 1.910,37 ευρώ, πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η πρώτη εναγομένη, αναγνωριζομένης της υποχρέωσης της να του καταβάλλει το υπόλοιπο ποσό των 1.209,89 ευρώ.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα, ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 2.689,28€ ευρώ, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το αντίτιμο τροφής, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται αντίστοιχα στον έκτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές της μείζονος αναλογίας υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες, ως ουσιαστικά αβασίμου, καθώς επίσης απορριπτέος κρίνεται ο πέμπτος λόγος της έφεσης των εναγομένων και κατά το επικουρικό του σκέλος, αναφορικά με τις αιτιάσεις περί εσφαλμένου μη υπολογισμού των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν της αποζημίωσης απόλυσης, με βάση την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή και μη συνυπολογισμού σ’αυτές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Τέλος, όσον αφορά την ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης των εναγομένων, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του και υπογραφή των σχετικών αποδείξεων και των τηρούμενων καταστάσεων υπερωριών, χωρίς όχληση της για απλήρωτες υπερωρίες και άλλες απαιτήσεις, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες των εναγομένων, ένεκα της ικανοποίησης τούτων, απορριπτομένου του κρινόμενου έκτου λόγου της έφεσης τους, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.
XI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση του ενάγοντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας των επίδικων πλοίων, το ποσό των 842,74 ευρώ, ως υπερωριακή αμοιβή, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019, αμοιβή δρομολογίων εξπρές και αποζημίωση απόλυσης, να αναγνωρισθεί δε η υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 1.454,82 ευρώ και αφετέρου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη, ως κυρία του πλοίου «ΝΡ», μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του και η δεύτερη, ως ασκούσα τον εφοπλισμό τούτου για το χρονικό διάστημα από 2.10.2018 έως 17.12.2028, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 2.855,73 ευρώ, ως υπερωριακή αμοιβή και αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, να αναγνωρισθεί δε η υποχρέωση τους να του καταβάλουν επιπλέον το ποσό των 545,11 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 15.5.2019. Το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, καθ’ο μέρος κρίθηκε νόμιμο, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι μείζον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την απορριφθείσα έφεση, πρέπει να επιβληθούν στις εκκαλούσες, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και όσον αφορά την έφεση που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.
Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 9.3.2022 έφεση των εναγομένων.
Επιβάλλει στις εκκαλούσες τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 1.3.2022 έφεση του ενάγοντος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 2005/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 5.12.2019 αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα δύο και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (12.842,74) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης – εφεσίβλητης να καταβάλλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα, το ποσό των χιλίων τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων και ογδόντα δύο λεπτών (1.454,82) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες – εφεσίβλητες εις ολόκληρον, την πρώτη, ως κυρία του πλοίου «ΝΡ», μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού και την δεύτερη, ως ασκούσα τον εφοπλισμό τούτου, να καταβάλουν στον ενάγοντα -εκκαλούντα το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα πέντε και εβδομήντα τριών λεπτών (2.855,73) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγομένων – εφεσιβλήτων εις ολοκληρον, με τις ανωτέρω ιδιότητες, να καταβάλλουν στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των πεντακοσίων σαράντα πέντε και έντεκα λεπτών (545,11) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του.
Απορρίπτει κατ’ουσίαν το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσίβλητες μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 27 Δεκεμβρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ