Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 569/2023

Αριθμός Απόφασης  569/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Λέκκου Κωνσταντίνα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ.

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιαννάτο (με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) [αριθμός προείσπραξης Π4383436 ΔΣΑ].

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» (πρώην επωνυμία «…………»), η οποία εδρεύει στο ……… και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο – Παναγιώτη Πλαζομίτη (με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) [αριθμός προείσπραξης Α508171 ΔΣΠ].

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», υπό την προηγουμένη επωνυμία της «………..», με την από 10.06.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/14-6-2013 αγωγή της, που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποία ήγειρε κατά του ήδη εκκαλούντος . …..  , ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο, εκδικάζοντας της ανωτέρω αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο της 11-12-2019, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 4543/2020 απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση, στο ναυτικό τμήμα, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το εν λόγω τμήμα του ανωτέρω Δικαστηρίου, στο οποίο επανήλθε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή, με την από 23-10-2020 κλήση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του με αριθμό κατάθεσης ………/29-10-2020, αφού εκδίκασε την ανωτέρω αγωγή κατά τη δικάσιμο της 19/10/2021, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε τη με αριθμό 1568/16-05-2022 οριστική του απόφαση, με την οποία, έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και στην ουσία της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ανωτέρω εκκαλών – εναγόμενος, με την ένδικη από 24.06.2022 έφεσή του, που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία κατέθεσε ενώπιον του εκδόσαντος την ανωτέρω απόφαση Δικαστηρίου, Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/25-06-2022, δικάσιμος προς συζήτηση επί της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/06.07.2022 πράξη του Γραμματέα, η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη.

Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθούν.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι παριστάμενοι κατά τα άνω, δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η  κρινόμενη από 24.06.2022 έφεση, κατά της με αριθμό  1568/16-05-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518  Κ.Πολ.Δ), με κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 25-06-2022, εντός της προβλεπομένης από τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως, επεδόθη στον εκκαλούντα, όπως αποδεικνύεται από σχετική σημείωση της επιδούσας αυτήν δικαστικής επιμελήτριας Ελισάβετ Τσονίδου, επί του προσκομιζομένου από αυτόν (εκκαλούντα) αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως, την 30-05-2022 (532 σε συνδ. με 495, 513 § 1 β`, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ), είναι δε πρόδηλο το, για την άσκησή της έννομο συμφέρον του εκκαλούντος, ως ηττηθέντος εν μέρει διαδίκου της πρωτοβάθμιας δίκης.  Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το υπ’ αριθμ. …… e- παράβολο (αρθρ. 495 παρ. 3 Κ.ΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την ένδικη από 10.06.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./14-6-2013  αγωγή της,  την οποία ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκθέτει ότι, ο εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρείας με την επωνυμία «……….», εξέδωσε στην Αθήνα, κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο, υπό την εταιρική επωνυμία της ανωτέρω εταιρείας, μια μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή, επιπλέον δε ως νόμιμος εκπρόσωπος της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρείας με την επωνυμία «…………..», κατά τους αναφερομένους στην αγωγή χρόνους, εξέδωσε στην Αθήνα, υπό την εταιρική επωνυμία της ανωτέρω εταιρείας, δύο μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, τα στοιχεία των οποίων μνημονεύονται στην αγωγή, ποσού ευρώ 10.000 η πρώτη, 10.000 η δεύτερη και 15.000 η τρίτη και συνολικά ποσού ευρώ 35.000, εις διαταγήν της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρίας με την επωνυμία «………….», η πρώτη και δεύτερη εξ αυτών και εις διαταγήν της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρίας με την επωνυμία «……….» η τρίτη εξ αυτών, των οποίων η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως και τις οποίες αυτή ακολούθως οπισθογράφησε περαιτέρω. Ότι οι εν λόγω τραπεζικές επιταγές, εμφανίσθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή τους από τους νόμιμες κομιστές αυτών, πλην όμως δεν πληρώθηκαν, γεγονός που βεβαιώθηκε από τις πληρώτριες τράπεζες, ελλείψει επαρκούς υπολοίπου. Επιπλέον, ότι η ενάγουσα, ως υπογραφέας επί των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, εξόφλησε τους τελευταίους κομιστές αυτών ως εξ αναγωγής υπόχρεη και τοιουτοτρόπως κατέστη νόμιμη κομίστρια αυτών. Ότι ο εναγόμενος εξέδωσε τις εν λόγω τραπεζικές επιταγές, εν γνώσει της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ισόποση ζημία. Με την επίκληση των περιστατικών αυτών, ζήτησε, κατόπιν νομίμου περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, κατά το ποσό των 10.000 ευρώ, αναφορικά με τη δεύτερη των ενδίκων υπ’ αριθ. …./25-11-2008 τραπεζική επιταγή και κατά το ποσό των 1.000 ευρώ, αναφορικά με το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, που έλαβε χώρα τόσο με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις της, όσο και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 223, 294 και 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, δι΄ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής και δι’ απαγγελίας προσωπικής κράτησης αυτού, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να της καταβάλει ως αποζημίωση το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό εκ των λοιπών δύο (2) επίδικων τραπεζικών επιταγών, ήτοι 25.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από της ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το ανωτέρω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) με τη με αριθμό 4543/2020 απόφασή του, αφού έκρινε εαυτό αναρμόδιο, παρέπεμψε την ένδικη αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο ναυτικό τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η εν λόγω αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 23.10.2020 κλήση της ενάγουσας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας την ανωτέρω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, την 19.10.2021, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1568/16-5-2022 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη, πλην του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο έκρινε μη νόμιμο και εκ του λόγου αυτού απορριπτέο, ακολούθως, έκανε δεκτή εν μέρει και στην ουσία της αυτή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ ως αποζημίωσή της, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 600 ως χρηματική της ικανοποίηση και συνολικά το ποσό των ευρώ 25.600, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 13.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των ευρώ 1.050. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, για λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των εγγράφων  που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων και η, περιεχόμενη στα από 11.12.2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ένορκη κατάθεση της μάρτυρος …………., τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 261 εδ. β, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αλλά και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στο …….., έχει ως αντικείμενο δραστηριότητάς της την εκτέλεση μηχανουργικών εργασιών και εργασιών επισκευών πλοίων παντός τύπου. Ο εναγόμενος, κατά τον επίδικο χρόνο εκδόσεως των ενδίκων, κατωτέρω αναφερόμενων, τραπεζικών επιταγών, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», καθώς επίσης και νόμιμος εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», αμφότερες ανήκουσες στον Όμιλο …. Μάλιστα, η πρώτη των ανωτέρω εταιρειών, κύριος μέτοχος της οποίας ήταν ο εναγόμενος, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν μητρική εταιρεία της δεύτερης των ανωτέρω εταιρείας και μετείχε σε αυτήν σε ποσοστό 100%. Ο εναγόμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», εξέδωσε στην Αθήνα, την 31.3.2008, εις διαταγήν της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», την υπ’ αριθ. ………… τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 10.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως την 5.9.2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Νέας Εγνατίας της Τράπεζας EFG Eurobank Ergasias AE, από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό ………. λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία «………». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή, η ανωτέρω λήπτρια εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία ακολούθως, ως νόμιμη κομίστρια αυτής, από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, οπισθογράφησε αυτή στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «………». Η τελευταία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, εμφάνισε αυτή προς πληρωμή της, την 05-09-2008, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στο υποκατάστημα Πειραιώς της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως υπολοίπου, όπως τούτο βεβαιώθηκε με την από 9.9.2008 βεβαίωση, επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής από την ανωτέρω τραπεζική εταιρεία ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης από την ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα. Επιπλέον, ο εναγόμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», εξέδωσε στην Αθήνα, την 5.6.2008, εις διαταγήν της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…….», την υπ’ αριθ. ……. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 15.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως την 10.11.2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Αλεξανδρούπολης της Τράπεζας Πειραιώς AE, από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό ……. λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία «……………». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή, η ανωτέρω λήπτρια εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία ακολούθως, ως νόμιμη κομίστρια αυτής, από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, οπισθογράφησε στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «………», η οποία, ακολούθως ως νόμιμη κομίστρια αυτής, από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, οπισθογράφησε στον μη διάδικο στην παρούσα δίκη ………… Ο τελευταίος, ως νόμιμος κομιστής αυτής, από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, εμφάνισε αυτή προς πληρωμή της, την 11-10-2008, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στο υποκατάστημα Πειραιώς της ανωτέρω πληρώτριας τράπεζας, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο βεβαιώνεται με την από 11.11.2008 βεβαίωση, επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής, από την ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα. Των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, όπως η ενάγουσα αναφέρει στην ένδικη αγωγή της και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό του εναγομένου, αυτή (ενάγουσα) κατέστη νόμιμη κομίστρια εξ αναγωγής αφού, όσον αφορά στην πρώτη εξ αυτών, κατέβαλε στην τελευταία νόμιμη κομίστρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία «……..», το ποσό των ευρώ 10.000 και όσον αφορά στη δεύτερη εξ αυτών, κατέβαλε στον τελευταίο νόμιμο κομιστή αυτής ………., το ποσό των ευρώ 15.000 και ανέλαβε αυτές. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος και κύριος μέτοχος της πρώτης των ανωτέρω εταιρειών «. …….», μητρικής εταιρείας με ποσοστό συμμετοχής 100% της δεύτερης των ανωτέρω εταιρειών ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «. ……», καθόν χρόνο εξέδωσε τις ένδικες δύο τραπεζικές επιταγές και δη την 31.3.2008 και 5.6.2008, αντίστοιχα, εγνώριζε την φθίνουσα οικονομική πορεία των ανωτέρω εταιρειών υπό την εταιρική επωνυμία των οποίων εξέδωσε τις ένδικες τραπεζικές επιταγές και για το λόγο αυτό, εγνώριζε ως ενδεχόμενο ότι δεν θα υπάρχουν κατά το χρόνο εμφάνισης αυτών (ενδίκων τραπεζικών επιταγών) προς πληρωμή τους, διαθέσιμα κεφάλαια στους αντίστοιχους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω εταιρειών, υπό την επωνυμία των οποίων εξέδωσε αυτές, γεγονός το οποίο και αποδέχθηκε. Τοιουτοτρόπως, προέβη σε έκδοση ακάλυπτων επιταγών, δηλαδή τέλεσε πράξη, η οποία είναι αξιόποινη, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933. Συνακόλουθα, απεδείχθη ότι, διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας εταιρείας και αδικοπραξία, κατά την έννοια της ΑΚ 914, αφού οι διατάξεις του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933 προστατεύουν και το ατομικό συμφέρον της ενάγουσας, ως δικαιούχου των εν λόγω επιταγών και δη ως εξ αναγωγής κομίστριας αυτών. Από την παράνομη και υπαίτια αυτή πράξη του εναγομένου, εξάλλου, προξενήθηκε σε βάρος της ενάγουσας περιουσιακή ζημία ισόποση με το συνολικό ποσό των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών που εξέδωσε και δη ζημία ανερχομένη στο ποσό των ευρώ 25.000, η εν λόγω δε ζημία της ενάγουσας εταιρείας ήταν απότοκη της μη πληρωμής των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μ’ αυτή. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, από την ανωτέρω σε βάρος της αδικοπραξία, η ενάγουσα εταιρεία υπέστη ηθική βλάβη, καθόσον ετρώθη η φήμη αυτής και μειώθηκε η εμπορική και επαγγελματική της πίστη, ενόψει μάλιστα του ότι, αυτή, ως νόμιμη κομίστρια των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, οπισθογράφησε περαιτέρω αυτές, με αποτέλεσμα να εκτεθεί στους συνεργαζομένους με αυτή επιχειρηματικούς κύκλους, ως διακινούσα ακάλυπτες επιταγές, για την αποκατάσταση της οποίας (ηθικής βλάβης), αφού ληφθούν υπόψη τα, κατά το νόμο, στοιχεία και δη το ύψος της ζημίας της ενάγουσας εκ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, η αποκλειστική υπαιτιότητα αυτού (εναγομένου) στο ένδικο συμβάν, οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη της ενάγουσας, όπως αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, το είδος της προσβολής, η βαρύτητα της βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, η οικονομική και κοινωνική θέση του εναγομένου και η οικονομική κατάσταση της ενάγουσας εταιρείας, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις και η συμπεριφορά του εναγομένου μετά τη ζημία της ενάγουσας, εφόσον κανένα ποσό δεν της κατέβαλε έναντι της απαίτησης της από τις ένδικες τραπεζικές επιταγές, κρίνεται ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτής (ενάγουσας) έπρεπε να της επιδικασθεί το ποσό των ευρώ 600,00, όπως έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ο εναγόμενος, δια των εγγράφων προτάσεων, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρισμούς που επαναφέρει ενώπιόν μας με το πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής του υπό τον τίτλο «μη λήψη υπόψιν αποδεικτικών μέσων που νομίμως επικαλέστηκα», ισχυρίσθηκε ότι, καθόν χρόνο εξεδόθησαν οι ένδικες τραπεζικές επιταγές, υπήρχαν ταμειακά διαθέσιμα στις ανωτέρω εταιρείες, όπως επίσης υπήρχαν και αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στους τραπεζικούς λογαριασμούς αυτών, γεγονός που επιβεβαίωσε και η μάρτυράς του Αικατερίνη Αναγνωστοπούλου, η κατάθεση της οποίας περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 11.12.2019, κατόπιν της οποίας εξεδόθη η προμνημονευόμενη με αριθμό 4543/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου. Προς απόδειξη των εν λόγω αιτιάσεών του, προσεκόμισε απόσπασμα της ετήσιας οικονομικής έκθεσης χρήσεως που έληξε την 31.12.2008 της εταιρείας ……………….   και του Ομίλου ………………., στο οποίο (απόσπασμα) αναφέρεται από τον συντάκτη της, αφενός μεν ότι τα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία ΕΛ, ΣΙΙ, ΠΣ, ΝΜ, ΕΛ, ΑΡ,  ΠΚ, ΠΑ, κατά το έτος 2008, δραστηριοποιήθηκαν στις αναφερόμενες στο εν λόγω έγγραφο δρομολογιακές γραμμές, αφ’ ετέρου δε ότι, κατά το ίδιο έτος 2008, ο μεικτός ναύλος του Ομίλου από την εκμετάλλευση των ανωτέρω πλοίων, για τους επιβάτες ανήλθε σε 7.706.214 ευρώ, για τα ΙΧ σε 4.695.748 και για τα φορτηγά σε 4.665.408 ευρώ. Ωστόσο, στο εν λόγω προσκομιζόμενο απόσπασμα, δεν περιέχονται τα ακριβή οικονομικά στοιχεία των ανωτέρω δυο εταιριών. Επιπλέον, ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι, αυτός και οι ανωτέρω  εταιρείες τις οποίες αυτός εκπροσωπούσε, είχαν προβεί σε όλα τα προπαρασκευαστικά μέτρα προς διασφάλιση της οικονομικής ευρωστίας αυτών (ανωτέρω εταιρειών) και με βάση τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αλλά και την πολυετή αυτών εμπορική πρακτική, προσδοκούσε βάσιμα και εύλογα την είσπραξη εσόδων και την αποκομιδή κέρδους, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι συμβατικές υποχρεώσεις των ανωτέρω εταιρειών. Παρά ταύτα, ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, όλως αιφνιδίως και απρόβλεπτα, από λόγους ανωτέρας βίας, επήλθε ακολούθως οικονομική αδυναμία των ανωτέρω εταιρειών, συνεπεία παράνομης και τιμωρητικής μεταχείρισης αυτού, από φορείς του Δημοσίου, αλλά και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι δεν του κατεβλήθησαν οφειλόμενα μισθώματα από το Υπουργείο Ναυτιλίας, ύψους 2.500.000 ευρώ, παράλληλα δε κατέπεσαν εγγυητικές επιστολές συνεπεία αναίτιας διακοπής των χρηματοδοτικών γραμμών από κρατική τράπεζα και αναίτια δεν του χορηγούντο καύσιμα από κρατική πετρελαϊκή εταιρεία, πράξεις που έλαβαν χώρα, με στόχο να αποσύρει τις, από μηνός Δεκεμβρίου 2007, καταγγελίες του σε βάρος κυβερνητικών στελεχών, όπως ειδικότερα αναλύει και στον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής του, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν την 1.8.2008. Εν τούτοις, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του, κρίνονται αβάσιμοι και ως τέτοιοι ορθά απερρίφθησαν υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πέμπτου λόγου εφέσεως, ως αβασίμου στην ουσία του, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε τους αρνητικούς της υπαιτιότητός του ισχυρισμούς, καθώς επίσης και τους ισχυρισμούς του ότι από ανωτέρα βία δεν πληρώθηκαν οι εν λόγω τραπεζικές επιταγές, διότι απεδείχθη ότι ήδη, προ του χρόνου εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, η οικονομική πορεία των ανωτέρω εταιρειών ήταν φθίνουσα, γεγονός που εγνώριζε ο εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος των ανωτέρω εταιρειών, αλλά και ως κύριος μέτοχος της εταιρείας ……………….  , μητρικής εταιρείας της εταιρείας ……………….  . Στην κρίση του αυτή, το Δικαστήριο άγεται, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και ιδίως: (α) από το αντίγραφο των συνοπτικών οικονομικών στοιχείων και πληροφοριών της ……………….   και του Ομίλου ………………., το οποίο προσκομίζει η ενάγουσα ως σχετικό (α), από το οποίο προκύπτει ότι η πρώτη των ανωτέρω εταιρειών (……………….  ) κατά τη χρήση από 1.1.2007 έως 31.12.2007 εμφάνιζε ζημίες, ενώ ο όμιλος ………………. εμφάνιζε ζημίες τόσο κατά τη χρήση από 1.1.2007 έως 31.12.2007, όσο και κατά τη λήξη του έτους 2006, (β) από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα με αριθμό 888/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, επί αιτήσεως της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, αλλά ανήκουσας στον Όμιλο ………………. εταιρείας ……, σύμφωνα με την οποία, η ανωτέρω εταιρεία ………………. ., στην από 30.9.2008 απαντητική επιστολή αυτής (εταιρείας ………………. .) προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανέφερε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2007 έως 31.3.2008, είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τρίτων κατά του ανωτέρω Ομίλου, συνολικού ποσού ευρώ 2.556.000. Επιπλέον, στην ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας ……….., αλλά και του Ομίλου ………………., είχε υπερτριπλασιαστεί, κατά το χρονικό διάστημα από 31.3.2008 έως 30.9.2008. Τις ανωτέρω παραδοχές της εν λόγω αποφάσεως, ουσιαστικά ο εναγόμενος αρνείται, πλην όμως δεν προσκομίζει την ανωτέρω μνημονευόμενη απαντητική επιστολή της εταιρείας ………………. ., όπως επίσης δεν προσκομίζει τις οικονομικές καταστάσεις του έτους 2008 της ίδιας εταιρείας αλλά και του Ομίλου ………………., δεδομένου ότι η δεύτερη των ανωτέρω εταιρειών «………………. ……», ως θυγατρική της πρώτης, δεν εκδίδει ιδιαίτερες οικονομικές καταστάσεις, (γ) από την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα από 5.9.2008 αίτηση της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρείας με την επωνυμία …………, την οποία η τελευταία ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία ……., μέλους του Ομίλου ………………., με την οποία η ανωτέρω εταιρεία (….) ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας αυτής. Η εν λόγω εταιρεία (…), στην εν λόγω αίτηση, ανέφερε ότι, διατηρούσε απαίτηση μεταξύ άλλων και έναντι της ανωτέρω εταιρείας ………………. …., από την πώληση και παράδοση καυσίμων που έλαβαν χώρα έως την 31.5.2008, ποσού ευρώ 696.001,64, την οποία είχε αναδεχθεί και η ανωτέρω εταιρεία ………. Στην εν λόγω αίτηση αναφέρεται περαιτέρω ότι, η συνολική απαίτηση αυτής (εταιρείας ….) από πώληση και παράδοση καυσίμων έως την 31.5.2008 προς τις εταιρείες του Ομίλου ………………. και δη προς την εταιρεία ………………. ΑΝΕΣ, της οποίας ο εναγόμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά και προς τις εταιρείες μέλη του ανωτέρω Ομίλου ……………, ανήρχετο στο ποσό των 6.971.266,70 ευρώ, ποσό το οποίο, κατά την εν λόγω αίτηση, αναγνώρισαν οι ανωτέρω εταιρείες την 31.7.2008 και αποδέχθηκαν όπως καταβάλουν αυτό άπασες, ως ενεχόμενες εις ολόκληρον. Μάλιστα, κατόπιν αιτήσεως της ίδιας εταιρείας με την επωνυμία ………, εξεδόθη και σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας ………………. ., η με αριθμό 68/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της, έως του ποσού των 7.000.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της, εκ ποσού ευρώ 6.751.266,70, απαίτησης της ανωτέρω εταιρείας (..), ποσό στο οποίο είχε ανέλθει εν τω μεταξύ, η ανωτέρω εκ ποσού ευρώ 6.971.266,70 απαίτηση αυτής από πώληση καυσίμων στις εταιρείες του ανωτέρω Ομίλου έως την 31.5.2008, κατόπιν της καταβολής του ποσού των ευρώ 220.000 η οποία (καταβολή) έλαβε χώρα την 7.8.2008. Επιπλέον, από την ίδια ως άνω αίτηση, προκύπτει ότι, για την καταβολή του εν λόγω ποσού των ευρώ 6.971.266,70 εγγυήθηκε με το από 3.7.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό και η δεύτερη των ανωτέρω εταιρειών «………………. …», όπως επίσης ότι οι ανωτέρω εταιρείες, ανέλαβαν να αποπληρώσουν την εν λόγω οφειλή τους σταδιακά, με καταβολή δέκα μηνιαίων δόσεως, αρχής γενομένης από την 30.7.2008 και τελευταίας καταβλητέας την 30.4.2009, μεταξύ των οποίων ανέλαβαν να καταβάλουν το ποσό των ευρώ 1.000.000 την 30.7.2008, το ποσό των ευρώ 1.500.000 την 29.8.2008, το ποσό των ευρώ 1.000.000 την 30.9.2008 και το ποσό των 500.000 ευρώ την 30.10.2008. Εν τούτοις, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σε αντίγραφο προμνημονευθείσα με αριθμό 68/9.1.2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για την εν λόγω απαίτηση της εταιρείας ………, έως τη δικάσιμο της 31.10.2008, είχε καταβληθεί μόλις το ποσό των ευρώ 220.000, με ημερομηνία καταβολής του την 7.8.2008. Επιπλέον, (δ) όσον αφορά στην οικονομική κατάσταση ειδικώς της δεύτερης των ανωτέρω εταιρειών «………………. .», η οποία πράγματι, όπως ο εναγόμενος αναφέρει στα πλαίσια του τρίτου λόγου εφέσεως υπό τον τίτλο «παραμόρφωση εγγράφου», αυτή συνεβλήθη στο προαναφερόμενο από 31.7.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώριση χρέους, ως εγγυήτρια για την καταβολή του ποσού των ευρώ 6.971.266,70 που αφορούσε απαίτηση της μη διαδίκου εταιρείας …. από την πώληση καυσίμων σε εταιρείες του Ομίλου ………………., ως αναλύεται ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, πλην της ανωτέρω δεύτερης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, αυτή είχε εκδώσει εις διαταγήν της μη διαδίκου στην παρούσα ναυτικής εταιρείας «……..», την 20.6.2008 και τη με αριθμό 00000213-5 τραπεζική επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, μεταχρονολογημένη, με ημερομηνία εκδόσεως την 25.11.2008, ποσού 10.000 ευρώ, την οποία η λήπτρια εταιρεία οπισθογράφησε περαιτέρω στην ενάγουσα και η οποία εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή της την 25.11.2008, αλλά δεν πληρώθηκε, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, η επιταγή δε αυτή εξοφλήθηκε, όπως αποδεικνύεται από το από 2.2.2016 προσκομιζόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, την 2.2.2016, αφού ήδη η ενάγουσα είχε ζητήσει και είχε εκδοθεί η με αριθμό …../2008 διαταγή πληρωμής. Μάλιστα, κατά το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό της 2.2.2016, για το οφειλόμενο με την εν λόγω τραπεζική επιταγή ποσό των 10.000 ευρώ, συμφωνήθηκε και παραδόθηκε στην ενάγουσα μία τραπεζική επιταγή ποσού 1.800 ευρώ. Παράλληλα, (ε) απεδείχθη ότι, η απαίτηση για την οποία παρεδόθησαν οι ένδικες τραπεζικές επιταγές, όπως η ενάγουσα ανέφερε στην αγωγή της και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό του εναγομένου, αφορούσε αμοιβές από παρασχεθείσες υπ’ αυτής (εναγούσης) εργασίες επισκευών στις κύριες μηχανές του πλοίου «Ε Λ», πλοιοκτησίας της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ανήκουσας στον Όμιλο ………………., ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία ………., η συνολική αμοιβή των οποίων (εργασιών) ανήλθε σε 50.000 ευρώ, καθώς επίσης μέρος αμοιβής της ενάγουσας για εργασίες επισκευής των κυρίων μηχανών του πλοίου ΑΡ, πλοιοκτησίας της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «…………», εταιρείας ομοίως ανήκουσας στον ανωτέρω όμιλο, η συνολική αμοιβή των οποίων (εργασιών) ανήλθε σε 94.557,60 ευρώ. Μάλιστα, κατά την αγωγή, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε υπό του εναγομένου, οι εν λόγω εργασίες εκτελέσθηκαν στα ανωτέρω πλοία, κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου 2008 έως μηνός Ιουνίου 2008. Αποδεικνύεται, επομένως ότι, η οικονομική κατάσταση των εταιρειών του Ομίλου ………………. και ειδικώς των ανωτέρω δύο εταιρειών που η ένδικη υπόθεση αφορά, ήταν τέτοια ώστε αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τρέχουσες οικονομικές υποχρεώσεις των πλοίων του Ομίλου, όπως καύσιμα και επισκευές στις μηχανές αυτών, αναγκαία για τη λειτουργία τους, με δεδομένο ότι το εισόδημα του Ομίλου προήρχετο από την εκμετάλλευση των πλοίων του, ο δε εναγόμενος ως κύριος μέτοχος της ………………. ., αλλά και ως νόμιμος εκπρόσωπος των ανωτέρω εταιρειών, εγνώριζε την φθίνουσα οικονομική πορεία των ανωτέρω εταιρειών, η οποία μάλιστα οδήγησε την πρώτη εξ αυτών (εταιρεία ………………. .) να υποβάλλει αρχικώς την από 2.12.2008 αίτηση, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής που προεβλέπετο από τις διατάξεις του άρθρου 99 επ. του Ν. 3588/2007, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη και ακολούθως, την από 15.4.2009 όμοια αίτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, η οποία έγινε δεκτή και η οποία αποφάνθηκε για το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής της ανωτέρω εταιρείας (………………. .), κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του Ν 3588/2007. Επομένως, υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλυσιτελώς επιχειρείται η θεμελίωση της έλλειψης του αναγκαίου στοιχείου του δόλου του εναγομένου, στη μη πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών από ανωτέρα βία, που συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς του, στην αιφνίδια παράνομη και τιμωρητική μεταχείριση από φορείς του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με σκοπό τον οικονομικό αφανισμό αυτού, κυρίου μετόχου της ανωτέρω εταιρείας ………………. ., καθόσον η υπάρχουσα κατά τον χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών φθίνουσα οικονομική πορεία των ανωτέρω εταιρειών, δεν αναιρεί τη γνώση του εναγομένου, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών ότι ενδεχομένως να μην εξοφληθούν αυτές καθόν χρόνο θα εμφανισθούν προς πληρωμή τους, ενδεχόμενο το οποίο και αποδέχθηκε, διότι η άσχημη οικονομική κατάσταση των ανωτέρω εταιρειών, δεν αποδείχθηκε ότι προέκυψε αίφνης, μετά τον χρόνο πραγματικής έκδοσης των επίμαχων επιταγών, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος και συνεπώς, μπορούσε βάσιμα να προβλεφθεί από αυτόν το γεγονός της μη πληρωμής των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, κατά τους χρόνους εμφάνισης τους, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται ανωτέρα βία, ως αβασίμως ουσιαστικά υποστηρίζει ο εναγόμενος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την κατάφαση των απαιτουμένων για τη θεμελίωση της αποδιδομένης σε βάρος του αδικοπρακτικής ευθύνης προϋποθέσεων, με συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου, που διαλαμβάνονται (α) στον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για αντιφατικές αιτιολογίες και με τον οποίο βάλλεται ουσιαστικά το αποδεικτικό πόρισμα αυτής, περί υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου κατά την έκδοση των ενδίκων ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών, με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απερρίφθησαν οι αρνητικοί της υπαιτιότητος του εναγομένου ισχυρισμοί αυτού. Οι αιτιάσεις του εναγομένου που περιέχονται στον πρώτο υπό κρίση λόγο έφεσης κατά τις οποίες, η δήλωση της πρώτης των ανωτέρω εταιρειών ότι αυτή είχε έως την 31.3.2008, οφειλές έναντι τρίτων (αναφερόμενος προφανώς στην από 31.9.2008 απαντητική επιστολή της ανωτέρω εταιρείας ………………. . προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς), δεν καταδεικνύει ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα στους εταιρικούς λογαριασμούς της εταιρείας που εξέδωσε τη δεύτερη των ανωτέρω επιταγών, εφόσον αυτή εξεδόθη μεταγενέστερα και δη την 5.6.2008, με αποτέλεσμα η ύπαρξη οφειλών σε χρόνο από τρεις έως εννέα μήνες προ της εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, να μην δύναται να οδηγήσει, ως η εκκαλουμένη απόφαση εδέχθη, με λογική συνέπεια και κατά λογική αλληλουχία των πραγμάτων, σε γνώση αυτού (εναγομένου) ότι, μετά την παρέλευση τριών έως εννέα μηνών, δεν θα υπάρχουν ταμειακά διαθέσιμα, ενόψει του γεγονότος ότι η μητρική εταιρεία του ομίλου ………………. . είχε συνάψει συμβάσεις εκτέλεσης υπηρεσίας με το Ελληνικό Δημόσιο, εξυπηρετώντας άγονες γραμμές, οπότε και διέθετε σταθερό εισόδημα και έσοδα, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο. Τούτο διότι, όπως αναλύεται ανωτέρω, προέκυψε ότι ο όμιλος ………………., στον οποίο εντάσσονταν και οι ανωτέρω εταιρείες, εμφάνιζε ζημίες κατά το τέλος του έτους 2007, ήδη έως την 31.3.2008 είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τρίτων ποσού ευρώ 2.556.000, όπως η ίδια η εταιρεία ………………. . είχε δηλώσει, καμία απόδειξη δεν προσκομίσθηκε ότι οι εν λόγω απαιτήσεις εξοφλήθησαν, αντίθετα επιπλέον, οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις αυξήθηκαν, ακολούθως όπως αναλύεται παραπάνω, με αποτέλεσμα η οικονομική κατάσταση αμφοτέρων των ανωτέρω εταιρειών, ως μελών του ανωτέρω Ομίλου να ευρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, γεγονός που εγνώριζε ο εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτών και επομένως εγνώριζε ως ενδεχόμενο τη μη πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών κατά την εμφάνισή τους, οπότε και πράγματι αυτές δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων,  αποδέχθηκε δε το ενδεχόμενο αυτό, (β) στον δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο, υπό τον τίτλο «ανεπάρκεια αιτιολογίας» πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου ήταν εκτός από παράνομη και υπαίτια, με τον οποίο αμφισβητείται ιδίως ότι οι οφειλές του ανωτέρω ομίλου, εκ ποσού ευρώ 2.556.000 που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2007 έως 31.3.2008, όπως η ανωτέρω εταιρεία ………………. . εδήλωσε προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, υφίσταντο και κατά το χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, ισχυριζόμενος κατ’ εκτίμηση ότι αυτές είχαν εξοφληθεί και ότι σε κάθε περίπτωση οι εν λόγω οφειλές εξαντλούσαν κάθε εισόδημα και διαθέσιμο των ανωτέρω εταιρειών. Εν τούτοις, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, η χρήση του έτους 2007 έκλεισε με ζημίες τόσο για την ανωτέρω εταιρεία ………………. . όσο και για τις λοιπές εταιρείες του Ομίλου, όπως προκύπτει από τα συνοπτικά οικονομικά στοιχεία αυτών που προσκομίσθηκαν από την ενάγουσα, επιπλέον δε, όπως δέχθηκε η ανωτέρω με αριθμό 888/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του ανωτέρω Ομίλου τριπλασιάστηκαν έως την 30.9.2008, παράλληλα δε οι ένδικες τραπεζικές επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους, ενώ η εταιρεία ………………. . μητρική της δεύτερης των ανωτέρω εταιρειών, επεδίωξε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Επομένως, τυγχάνουν αβάσιμες άπασες οι ανωτέρω αιτιάσεις του εναγομένου. Επιπλέον, στα πλαίσια του ιδίου (δευτέρου) λόγου έφεσης, αμφισβητείται υπό του εναγομένου ότι η απαίτηση ποσού ευρώ 6.751.266,70 της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας …., υφίστατο καθόν χρόνο εξεδόθησαν οι ένδικες τραπεζικές επιταγές και δη την 31.3.2008 και την 25.6.2008, αντίστοιχα και επιπλέον ότι η εν λόγω οφειλή εξαντλούσε κάθε εισόδημα και διαθέσιμο της δεύτερης των ανωτέρω εταιρειών ………………. …, υπονοώντας ο εναγόμενος παράλληλα ότι, η τελευταία αυτή εταιρεία, κατά την έκδοση της δεύτερης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, είχε χρηματικά διαθέσιμα. Εν τούτοις, όπως απεδείχθη, η απαίτηση της ανωτέρω εταιρείας ….. αφορούσε απαίτηση από την πώληση καυσίμων στις ανωτέρω εταιρείες του Ομίλου ………………. έως την 31.5.2008, από τη συνεκτίμηση δε του συνόλου των αποδείξεων, όπως ανωτέρω αναλύεται, αυτή συνέχισε να υφίσταται τουλάχιστον έως το έτος 2009, οπότε εξεδόθη η προμνημονευθείσα με αριθμό 68/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έναντι της οποίας είχε καταβληθεί μόλις το ποσό των 220.000 ευρώ, η οικονομική δε κατάσταση αμφοτέρων των ανωτέρω εταιρειών, ήταν σε φθίνουσα πορεία, γεγονός το οποίο εγνώριζε ο εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτών και επομένως εγνώριζε ως ενδεχόμενο τη μη πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών κατά την εμφάνισή τους, αποδέχθηκε δε το ενδεχόμενο αυτό. (γ) του τρίτου λόγου έφεσης στα πλαίσια του οποίου πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι η έκδοση υπό του εναγομένου της δεύτερης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……», αποδίδεται σε υπαιτιότητα αυτού, δεδομένου ότι και η εν λόγω εταιρεία, ως μέλος του ανωτέρω ομίλου, απεδείχθη ότι καθόν χρόνο εξεδόθη η δεύτερη των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, ευρίσκετο σε φθίνουσα οικονομική πορεία, εφόσον από το προσκομιζόμενο αντίγραφο των συνοπτικών οικονομικών στοιχείων και πληροφοριών του ανωτέρω Ομίλου, για τη χρήση από 1.1.2007 έως 31.12.2007 ο ανωτέρω όμιλος εμφάνιζε ζημίες, γεγονός που εγνώριζε ο εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και εκ του λόγου τούτου εγνώριζε ως ενδεχόμενο ότι η δεύτερη των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών δεν θα εξοφληθεί κατά την εμφάνισή της και το αποδέχονταν, δεδομένου μάλιστα ότι από τις αποδείξεις δεν προέκυψε ότι η εν λόγω εταιρεία διέθετε κάποιο περιουσιακό στοιχείο, εφόσον περί τούτου, καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε ο εναγόμενος. (δ) του τέταρτου λόγου έφεσης, με τον οποίο, υπό τον τίτλο «παράβαση νόμου (αρ. 559 παρ.1 περ.1)» πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, εφόσον το εν λόγω άρθρο ορθά εφαρμόσθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και (ε) του πέμπτου λόγου έφεσης με τον οποίο, υπό του τίτλου «μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που νομίμως επικαλέσθηκα», ο εναγόμενος πλήττει το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως καθό μέρος απερρίφθησαν οι αρνητικοί της ευθύνης του ισχυρισμοί και δη του στοιχείου της υπαιτιότητός του κατά την έκδοση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών και οι περί ανωτέρας βίας αιτιάσεις του, ως αβασίμων στην ουσία τους ως ανωτέρω εκτενώς αναλύεται. Ο εναγόμενος, με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσής του, υπό τον τίτλο «παράλειψη απάντησης αυτοτελών ισχυρισμών αρ. 559 περ.8 ΚΠολΔ», πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα περί της κατάφασης των απαιτουμένων για τη θεμελίωση της αποδιδομένης σε βάρος του αδικοπρακτικής ευθύνης προϋποθέσεων και ιδίως του στοιχείου της υπαιτιότητος αυτού, εκ του λόγου ότι, αν και ο ίδιος είχε επικαλεσθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η έλλειψη δόλου αυτού στην έκδοση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών αναγνωρίσθηκε και υπό του ποινικού Δικαστηρίου, εφόσον με τη με αριθμό 56084/2013 απόφαση του ΣΤ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε αθώος του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106η του Ν. 3588/2007 το οποίο προσετέθη με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, κατά το οποίο «Με την επικύρωση της συμφωνίας (ενν. συνδιαλλαγής) αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή κώλυμα έκδοσης επιταγών… εξαλείφεται επίσης το αξιόποινο των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών … που έχουν τελεσθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης», η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητος, δέχθηκε ότι βαρύνει αυτόν υπαιτιότητα, κατά την έκδοση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, ενώ εάν ορθά εφάρμοζε τον νόμο και ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις έπρεπε να δεχθεί ότι, έλλειπε στην προκειμένη περίπτωση, ο δόλος τελέσεως του αδικήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. Εν τούτοις, από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 10 απόσπασμα της ανωτέρω ποινικής αποφάσεως και το προσκομιζόμενο ως σχετικό 11 κατηγορητήριο, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, μόνον όσον αφορά στην πρώτη των ενδίκων τραπεζικών επιταγών. Αντίθετα, όσον αφορά στην δεύτερη αυτών (ενδίκων τραπεζικών επιταγών), ο εναγόμενος δεν επικαλείται, αλλά ούτε προσκομίζει απόφαση ποινικού Δικαστηρίου (το προσκομιζόμενο ως σχετικό 12 αφορά την με αριθμό 771/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει ότι δεν αφορά την ένδικη υπόθεση). Περαιτέρω, από την ανωτέρω αθωωτική απόφαση, ενόψει του γεγονότος ότι η απαλλαγή του εναγομένου αφορά σε λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου μεταγενεστέρου της ανωτέρω συμπεριφοράς αυτού (εναγομένου) και δη, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στα πλαίσια του υπό κρίση (έκτου) λόγου εφέσεως, της εφαρμογής του άρθρου 106η του Ν. 3588/2007, ουδόλως αναιρείται η αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου όσον αφορά στην εν λόγω πρώτη των ενδίκων τραπεζικών επιταγών (για την οποία και μόνον αφορά η ανωτέρω ποινική απόφαση) και την υποχρέωσή του προς αποζημίωση της ενάγουσας, διότι η ανωτέρω υποχρέωση αυτού (εναγομένου) θεμελιώνεται ανεξαρτήτως της στοιχειοθέτησης του ποινικού αδικήματος του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, το γεγονός ότι, κατόπιν αιτήσεως της ανωτέρω εταιρείας ………………., έλαβε χώρα άνοιγμα διαδικασίας συνδιαλλαγής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του Ν. 3588/2007, δυνάμει της προσκομιζόμενης σε απόσπασμα με αριθμό 114/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και ακολούθησε επικύρωση της σχετικής συμφωνίας των πιστωτών, δυνάμει της με αριθμό 107/2010 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία ομοίως προσκομίζεται σε απόσπασα, ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς το δόλο του εναγομένου, διότι οιαδήποτε μεταβολή στη νομική κατάσταση του νομικού προσώπου, ακόμη και η υποβολή αίτησης συνδιαλλαγής από το νομικό πρόσωπο, υπό την εταιρική επωνυμία του οποίου ο εναγόμενος εξέδωσε τις ένδικες τραπεζικές επιταγές και η επικύρωση τυχόν συμφωνίας των πιστωτών, δεν επάγεται την άρση του στοιχείου της υπαιτιότητας, ούτε και του στοιχείου του παρανόμου χαρακτήρα της πράξεως της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου αυτού ως παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά στα πλαίσια του άρθρου 914 ΑΚ και ως εκ τούτου, ο εναγόμενος δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση της ενάγουσας, αφού αυτή είναι πρόσθετη με αυτή του νομικού προσώπου προς αποζημίωση (πρβλ. ΑΠ 271/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ αφορά πτώχευση). Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, δεν δεσμεύεται από την ανωτέρω ποινική απόφαση, εφόσον δεν παράγεται δεδικασμένο από αυτήν για την ένδικη υπόθεση. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ανωτέρω έκτος λόγος της ένδικης έφεσης. Τέλος, ο εναγόμενος, με τον έβδομο λόγο της ένδικης εφέσεώς του, υπό τον τίτλο «έλλειψη αιτιολογίας», πλήττει το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτό ότι ο εναγόμενος με παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, όπως αναλύεται και αποδείχθηκε ανωτέρω, ζημίωσε την ενάγουσα, αν και ο ίδιος, κατά τον υπό κρίση (έβδομο) λόγο έφεσης απέδειξε τον ισχυρισμό του περί ύπαρξης σταθερού εισοδήματος των ανωτέρω εταιρειών εκ της επιδότησης του Υπουργείου Ναυτιλίας, αλλά και τον ισχυρισμό του περί έλλειψης δόλου, αφού αυτό αναγνωρίσθηκε από το ποινικό Δικαστήριο, αναφερόμενος στον αμέσως προηγούμενο έκτο λόγο έφεσης και επομένως απέδειξε ότι, τουλάχιστον όσον αφορά στην πρώτη των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, υπήρχαν ταμειακά διαθέσιμα προς πληρωμή της, χωρίς αντίστοιχα η ενάγουσα να προσκομίσει κάποιο αποδεικτικό μέσο ανταπόδειξης των ανωτέρω γεγονότων, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και χωρίς ειδική αιτιολογία, έγινε συμπερασματικά δεκτό ότι, επειδή ο εναγόμενος εγνώριζε την γενικότερη οικονομική κατάσταση της εταιρείας τρεις έως έξι μήνες προ της εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, ο οποίος μάλιστα είχε προγραμματίσει τη μεταγενέστερη εκπλήρωση ή έστω καθυστερημένη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, εγνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κατά την έκδοση των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, συνέδεσε δε (η εκκαλουμένη απόφαση) ετεροχρονισμένες καταστάσεις και δη γνώση της οικονομικής κατάστασης των εταιρειών σε χρόνο τρεις έως έξι μήνες προ της εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών με τη γνώση αυτού για την έλλειψη διαθεσίμων, κατά το χρόνο έκδοσης αυτών έξι έως εννέα μήνες μετά, κατά παραγνώριση του μεγάλου κύκλου εργασιών των ανωτέρω εταιρειών και του σταθερού εισοδήματος των ανωτέρω εταιρειών, λόγω των επιδοτήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο, άρα και το μεγάλο όγκο εισοδημάτων αυτών. Εν τούτοις, και ο υπό κρίση λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, εφόσον απεδείχθη ότι η οικονομική κατάσταση των ανωτέρω εταιρειών και του Ομίλου ………………. γενικότερα, μέλος του οποίου ετύγχανε η δεύτερη των ανωτέρω εταιρειών «……………….» έβαινε φθίνουσα, ως αναλύεται ανωτέρω, γεγονός που ο εναγόμενος εγνώριζε ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτών, όπως εγνωριζε και αποδέχονταν ότι, εκ της φθίνουσας οικονομικής πορείας των εν λόγω εταιρειών, οι ένδικες τραπεζικές επιταγές ήταν ενδεχόμενο να μην εξοφληθούν κατά την εμφάνισή τους, το οποίο και αποδέχονταν. Οι αιτιάσεις δε του εναγομένου περί σταθερού εισοδήματος και μεγάλου κύκλου εργασιών, δεν αποδεικνύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο, εφόσον ο εναγόμενος καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε ως προς τα οικονομικά στοιχεία των ανωτέρω εταιρειών κατά το έτος 2008, δεδομένου μάλιστα ότι η ενάγουσα προσεκόμισε τα δημοσιευμένα συνοπτικά οικονομικά στοιχεία του ανωτέρω ομίλου, στα οποία η χρήση από 1.1.2007 έως 31.12.2007 εμφανίζεται ζημιογόνα για όλο τον Όμιλο και ειδικά για την πρώτη των ανωτέρω εταιρειών ……………….. Ως εκ τούτου, άπαντες οι υπό κρίση λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του, υπό του εκκαλούντος κατατεθέντος κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης, ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού εκατό ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ. Τέλος, ο εκκαλών – εναγόμενος, πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσιβλήτου – ενάγουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτή στην ουσία της.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου ασκήσεως της ένδικης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στον Πειραιά, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων την 4.10.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ