Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 19/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης    19/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Νικήτα Γεωργουλέα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Νικόλαο Λύγουρη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../28.2.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1961/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ηττηθείς ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 29.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/1.11.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/1.11.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 29.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/1.11.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./1.11.2021 έφεση του εκκαλούντος, …………., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1961/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, την από 27.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../28.2.2020 αγωγή του κατά της εναγομένης, ήδη εφεσιβλήτου, ως νόμω αβάσιμη κατά την κύρια βάση της και κατά τις επικουρικές, ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της εναγομένης εταιρείας, στις 1.10.2021 στον ενάγοντα, σημειωμένου τούτου επί του σώματος ακριβούς αντιγράφου του επιδιδόμενου εγγράφου από τον επιδόσαντα δικαστικό επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ………., συντασσομένης της υπ’αριθμ…..΄/1.10.2021 έκθεσης επίδοσης του, που προσκομίζεται από την εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 1.11.2021, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. O εκκαλών, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθεσε ότι δυνάμει συμφωνίας, που συνήψε στις 15.6.2011 με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπήθηκε κατά την κατάρτιση της σύμβασης, από τον υπάλληλο και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, ………… και όπως οι όροι της σύμβασης αυτής αποτυπώθηκαν στο έγγραφο δελτίο παραγγελίας, που συντάχθηκε σχετικά, η αντίδικος του υποσχέθηκε να του πωλήσει, να του παραδώσει μέχρι την 1η. 1.2012 και να του μεταβιβάσει κατά κυριότητα το περιγραφόμενο ιστιοπλοϊκό σκάφος «ΑΝ» ιδιοκτησίας της, νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., αντί τιμήματος ανερχομένου σε 131.600 €, μέρος του οποίου, ύψους 40.000 €, συμφωνήθηκε να προκαταβληθεί κατά το χρονικό διάστημα, που θα μεσολαβούσε έως την παράδοση του σκάφους, το δε υπόλοιπο πιστώθηκε και η αποπληρωμή του διακανονίστηκε να γίνει σε 8 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 11.450 €, της πρώτης καταβλητέας μετά την πάροδο εξαμήνου από την παράδοση, δηλαδή στις 30.6.2012, συμφωνήθηκε δε μεταξύ άλλων, ότι οι δόσεις θα εξοφλούντο από τα έσοδα που θα προέκυπταν από τους ναύλους του σκάφους και ότι τις ναυλώσεις του θα εξασφάλιζε για λογαριασμό του ενάγοντος η πωλήτρια, ενώ κατά την υπογραφή του ως άνω δελτίου παραγγελίας, ο ενάγων της κατέβαλε τμήμα της προκαταβολής ύψους 5.000 €, στις 27.10.2011 της κατέβαλε επιπλέον το χρηματικό ποσόν των 30.000 € με την πληρωμή δύο ισόποσων επιταγών εκδόσεως του και στις 22.12.2011 η ως άνω προκαταβολή αποπληρώθηκε με την πληρωμή και τρίτης επιταγής, ποσού 5.000 €, που εξέδωσε σε διαταγή της εναγομένης και ότι κατά την παράδοση του σκάφους, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά, πριν τον ορισμένο προς τούτο χρόνο και συγκεκριμένα, περί το τέλος Οκτωβρίου 2011, έφερε πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις στον εξοπλισμό του και ότι το σχετικό κόστος, προκειμένου το πωληθέν σκάφος να καταστεί αξιόπλοο, κατάλληλο για ναύλους και επαγγελματική εκμετάλλευση, ανέλαβε ο ίδιος ο ενάγων, κατόπιν νέας συμφωνίας του με την εναγομένη, που επικαλέστηκε ταμειακή της δυσχέρεια και αποδέχθηκε ότι οι σχετικές δαπάνες θα αφαιρούνταν από το τίμημα της πώλησης, σε εκτέλεση δε της άτυπης αυτής συμφωνίας ο ενάγων κατέβαλε: α) κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.2011 έως 20.2.2013, το συνολικό ποσό των 9.106,71 € για την αγορά ανταλλακτικών και αναλώσιμων υλικών, β) κατά το χρονικό διάστημα από 21.12.2011 έως 19.11.2012, το συνολικό ποσό των 2.485 € για εργασίες επισκευής και συντήρησης του σκάφους, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 19.11.2011 έως 21.3.2013, το συνολικό ποσό των 4.056,92€ για λειτουργικές δαπάνες του σκάφους κατά την διάρκεια της πραγματοποίησης των ναυλώσεων του για την τουριστική περίοδο έτους 2012 και δ) στις 20.2.2012 και στις 20.8.2012, το συνολικό ποσό των 1.248 €, ως ασφάλιστρα για την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης από τη λειτουργία του και συνολικά το χρηματικό ποσό των 16.896,63 €, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά. Επιπλέον ισχυρίζεται, ότι κατά την τουριστική περίοδο του έτους 2012 (12.5.2012 έως 7.10.2012) η εναγόμενη προέβη σε ναυλώσεις του σκάφους, από τις οποίες αποκόμισε το καθαρό (μετ’ αφαίρεση του αναλογούντος ΦΠΑ) χρηματικό ποσό των 27.154,43 €, το οποίο κατά τη συμφωνία τους έπρεπε να παρακρατήσει σε εξόφληση πλήρως μεν των δύο πρώτων δόσεων του τιμήματος, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες στις 30.6.2012 και στις 31.12.2012 και μερικώς της επόμενης, που θα έπρεπε να καταβληθεί στις 30.6.2013, όμως, εξ αυτών εκείνη καταλόγισε σε εξόφληση του τιμήματος μόνον 18.765,23 €. Περαιτέρω, εκθέτει ότι κατά τον χρόνο σύναψης της μεταξύ τους πωλήσεως, η κυριότητα του πωληθέντος σκάφους ανήκε σε τρίτο πρόσωπο, ονόματι … …., μη διάδικο, στον οποίο η εναγομένη το είχε πωλήσει και μεταβιβάσει στις 26.3.2008, με την διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος και ότι στις 25.1.2012 η κυριότητα του σκάφους μεταβιβάστηκε, εν αγνοία του, από τον ανωτέρω στον ……….., εκπρόσωπο της εναγομένης και όχι στον ενάγοντα, προφανώς καθ’ υπόδειξη της εναγομένης, κατόπιν δε της διατάραξης των σχέσεων του με την εναγομένη, ο ……….., στις 19.2.2013, προσκάλεσε τον ενάγοντα με την επίδοση εξώδικης δήλωσης, σε απόδοση της χρήσης του σκάφους, ο οποίος συμμορφώθηκε στις 20.2.2013, επειδή δεν επιθυμούσε να εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατοχή του αναλαμβάνοντας και τους αντίστοιχους κινδύνους. Στη συνέχεια, άσκησε κατά της εναγομένης και του …….. την από 22.7.2013 προηγούμενη αγωγή του (με αρ. έκθ. κατ. ………./2013) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί και να κηρυχθεί η ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως του επίδικου σκάφους, λόγω εξαπάτησης του, ως προς τον πραγματικό κύριο αυτού, κατά τον χρόνο κατάρτισης της ως άνω σύμβασης πώλησης με την εναγομένη, να υποχρεωθούν οι ανωτέρω δύο τότε εναγόμενοι, σε ολόκληρο έκαστος, να του καταβάλουν ως αποζημίωση, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 104.051,06€, άλλως να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει το ποσό των 84.051,06€, ως αποζημίωση, λόγω υπόσχεσης αδυνάτου παροχής, καθόσον κατά την σύναψη της ένδικης πωλήσεως δεν ήταν κυρία του σκάφους, άλλως να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει το ποσό των 104.051,06 €, λόγω υπαναχώρησης του από την σύμβαση πώλησης, άλλως να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει το ποσό των 84.051,06 € κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της παραπάνω αγωγής του, μετά από παραπομπή, εκδόθηκε η με αριθμό 4781/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που την έκανε μερικώς δεκτή υποχρεώνοντας τους εναγομένους να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 40.000 ευρώ, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και μετά από άσκηση αντίθετων εφέσεων από τα διάδικα μέρη η με αριθμό 672/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα), η οποία απέρριψε την παραπάνω αγωγή του στο σύνολο της, ως νομικά αβάσιμη, δεχθείσα ότι η ένδικη σύμβαση πωλήσεως του ανωτέρω σκάφους είναι ισχυρή και δεν υφίσταται νόμιμος λόγος ακύρωσης της, ότι δεν υπήρξε εξαπάτηση του εκ μέρους της εναγόμενης πωλήτριας εταιρείας και εκ του λόγου αυτού ακυρωσία της ένδικης πωλήσεως, ότι η έλλειψη κυριότητας του πωλητή επί του πωληθέντος σκάφους δεν καθιστά την σύμβαση πώλησης ακυρώσιμη, ότι δεν υφίσταται νόμιμος λόγος υπαναχώρησης του από την σύμβαση πώλησης και ότι δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και ότι τα έννομα αποτελέσματα της συμβάσεως δεν έχουν ανατραπεί και δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη. Κατόπιν τούτων, όπως εκθέτει, στις 23.12.2019 προσκάλεσε με εξώδικο την εναγομένη να του παραδώσει το σκάφος και να του μεταβιβάσει την κυριότητα του, προσφερόμενος να της καταβάλει το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση, που η εναγομένη δεν συμμορφωθεί, επιφυλάσσεται για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του, η δε εναγομένη αγνόησε την παραπάνω πρόσκληση, αρνούμενη την παράδοση και την μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους και, ως εκ τούτου, ματαίωσε οριστικά την ολοκλήρωση της μεταξύ τους σύμβασης πώλησης και όπως αυτός διαπίστωσε από πρόσφατο έλεγχο, που πραγματοποίησε στο νηολόγιο του Λιμεναρχείου Πειραιά, η κυριότητα του πωληθέντος σκάφους έχει μεταβιβαστεί με το από 12.3.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό από τον ……….. στον …………, ο οποίος στις 11.4.2014 το μετονόμασε σε «ΜΧ» και στην συνέχεια με το από 21.2.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασε την κυριότητα αυτού στην εταιρεία με την επωνυμία «…………», με την διαλυτική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ως εκ τούτου, έχει απωλέσει με υπαιτιότητα της το δικαίωμα κυριότητας της επί του πωληθέντος σκάφους και την εξουσία διαθέσεως του και αδυνατεί υπαιτίως να του το παραδώσει, καθισταμένη υπερήμερη, ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της από την επίδικη σύμβαση πώλησης και σε κάθε περίπτωση η παροχή της εναγομένης κατέστη οριστικά αδύνατη από υπαιτιότητα της, αυτός δε πλέον δεν έχει συμφέρον στην εκπλήρωση της σύμβασης και δηλώνει ότι αποκρούει την παροχή. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων ζητούσε, μετά τη μετατροπή του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, που έγινε παραδεκτά με τις προτάσεις του, κατά την κύρια βάση της αγωγής, λόγω της υπερημερίας της εναγομένης και επικουρικά, λόγω της επιγενόμενης υπαίτιας αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής της, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης, να του καταβάλει, ως αποζημίωση, το ποσό των 40.000 ευρώ της προκαταβολής, που εξόφλησε, το ποσό των 27.154,43 €, που παρακρατήθηκε από την εναγομένη από τους ναύλους σε εξόφληση των δόσεων του τιμήματος και το ποσό των 16.896,63 € για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για ανταλλακτικά, την επισκευή και συντήρηση του σκάφους και τα λειτουργικά έξοδα του και συνολικά, το ποσό των 84.051,06 ευρώ, πλέον των νόμιμων τόκων από τον χρόνο καταβολής κάθε επιμέρους ποσού, κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις, άλλως από την επίδοση της αγωγής, έτι δε επικουρικότερα ζητούσε σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο κριθεί άκυρη η σύμβαση πώλησης ή ότι η εναγομένη δεν υποχρεούται σε εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, να του καταβληθεί το ανωτέρω ποσό νομιμοτόκως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία λήξασα ή μη επακολουθήσασα και να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

III. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη έκρινε την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως νόμω αβάσιμη και κατά τις επικουρικές βάσεις, ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’αριθμ.672/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί της προγενέστερης από 22.7.2013 αγωγής του ενάγοντος κατά της και νυν εναγομένης και του ……………, με την αιτιολογία ότι δεν μεταβλήθησαν τα πραγματικά περιστατικά της ιστορικής βάσης της αγωγής, στα οποία στηρίχθηκε η διάγνωση του νόμω αβασίμου των αξιώσεων του ενάγοντος, τόσο από επιγενόμενη αδυναμία παροχής, όσο και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με την τελεσίδικη, ως άνω, απόφαση, αφού επικαλέστηκε με την παρούσα αγωγή περαιτέρω, μεταγενέστερες της πρώτης αγωγής, μεταβιβάσεις του επίδικου σκάφους κατά τα έτη 2014 και 2019 αντίστοιχα, πλην όμως η πρώτη από 12.3.2014 μεταβίβαση προς τον ……….. ήταν ήδη γνωστή στον ενάγοντα κατά την πρώτη δίκη και απαραδέκτως δεν την επικαλέστηκε κατά τη συζήτηση της και την προβάλει με την παρούσα αγωγή, αλυσιτελώς δε επικαλείται την δεύτερη κατά το έτος 2019 προς την «…….» και ακολούθως, απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ενάγων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως του, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

IV. Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο, το οποίο, κατά το άρθρο 332 του ίδιου Κώδικα, λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ειδικότερα, ως ιστορική αιτία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το σύνολο των περιστατικών που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι υπήρξαν, ως ιστορικό συμβάν και είναι, σύμφωνα με το νόμο, αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό, δηλαδή την έννομη συνέπεια που είτε γίνεται δεκτή ότι υπάρχει είτε όχι. Σκοπός της ιστορικής αιτίας, όπως άλλωστε και της νομικής, είναι να καταστήσει απολύτως συγκεκριμένη και έτσι να διασφαλίσει την έννομη συνέπεια, που απαγγέλλει η απόφαση. Ανήκουν, συνεπώς, στην ιστορική αιτία εκείνα μόνο τα περιστατικά, που αναγκαίως δέχθηκε το Δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του ότι πληρούται ή ότι δεν πληρούται το “πραγματικό” της νομικής διάταξης που εφάρμοσε. Όσα, δηλαδή, είναι, κατά νόμο, αναγκαία για να στηρίξουν το διατακτικό – έννομη συνέπεια που απαγγέλθηκε και, συνακόλουθα, δεν ανήκουν στην ιστορική αιτία και δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα αναφερόμενα στην απόφαση περιστατικά που, χωρίς να στηρίζουν το διατακτικό αυτής, ερευνήθηκαν πλεοναστικά, στα οποία περιλαμβάνονται και εκείνα που θεμελιώνουν άλλη έννομη συνέπεια και όχι αυτή που ζητήθηκε και διαγνώστηκε με την απόφαση (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1226/2012, ΑΠ 406/2009, ΑΠ 77/2009). Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας, προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1255/2015, ΑΠ 1550/2010). Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321 και 324 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνης του άρθρου 322 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, δηλαδή εμποδίζει το Δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του, το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το, ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη (ΑΠ 2028/2014, ΑΠ 1415/2009), όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννοµη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συµψηφισµού. Έννοµη σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννoµες συνέπειες (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 1229/2015, ΑΠ 1397/2012, ΑΠ 1520/2010). Εξαίρεση από τη διπλή αυτή δέσμευση δικαιολογείται, όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση, αφού, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκληση τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος, που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση, που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 869/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή αν, αντίθετα, το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ` αυτό (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 2028/2014, ΑΠ 156/2013, ΑΠ 1135/2012). Επίσης, το δεδικασμένο, κατ` άρθρ. 331 ΚΠολΔ, εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το Δικαστήριο ήταν καθ` ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα (ΑΠ 1255/2015, ΑΠ 424/ 2015). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για να επεκταθεί το δεδικασμένο στο ζήτημα που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη παρεμπιπτόντως, πρέπει το ζήτημα αυτό να αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κρισιολόγηση του κύριου ζητήματος της διαφοράς της πρώτης δίκης. Δηλαδή, απαιτείται το μεν παρεμπίπτον ζήτημα να αποτελεί στοιχείο – όρο του πραγματικού του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, στον οποίο θεμελιώνεται το κύριο, ουσιαστικό ή δικονομικό, ζήτημα, το δε κύριο ζήτημα να αποτελεί την έννομη συνέπεια του κανόνα αυτού, την οποία δέχθηκε ή απέρριψε το Δικαστήριο. Ζήτημα, που κρίθηκε “παρεμπιπτόντως”, νοείται πάντοτε έννομη σχέση, υπό την έννοια που προεκτέθηκε, δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου. “Προδικαστικό ζήτημα” είναι η έννομη σχέση, η ύπαρξη της οποίας, σύμφωνα με το πραγματικό του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, είναι νομικά κρίσιμη για τη γένεση της έννομης σχέσης ή του δικαιώματος, που κατάγεται σε δίκη ως κύριο ζήτημα (ΑΠ 266/2022).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι ενστάσεις που προτάθηκαν, άσχετα από τη νομική τους θεμελίωση. Από εκείνες, που δεν προτάθηκαν, καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε απλά πραγματικά περιστατικά και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται σε απλό πραγματικό γεγονός, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιάφορα από το αν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης απ` αυτή. Η ένσταση, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαίτια ή ανυπαίτια. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του ίδιου άρθρου 330 εδάφ. β` του ΚΠολΔ, από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται οι καλούμενες γνήσιες μη αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις. Ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν κάποια από τις ενστάσεις αυτές, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το Δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος, που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση, που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 456/2018, ΑΠ 1214/2015, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 178/2013, ΑΠ 1397/2012). Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που, αν δεν προτάθηκαν κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται από το δεδικασμένο, ανήκει η κατ` άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΠ 1058/2019). Η ένσταση αυτή, παρά τη γινόμενη με το άρθρο 330 ΚΠολΔ ρύθμιση, δύναται επιτρεπτώς να προταθεί στην περίπτωση, κατά την οποία τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, είναι μεταγενέστερα της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 613/2007).

Στην προκειμένη περίπτωση με την προηγούμενη από 22.7.2013 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./2013 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων επικαλούμενος τα ανωτέρω εκτιθέμενα και στην παρούσα αγωγή περιστατικά περί αδυναμίας παροχής της οφειλέτριας πωλήτριας – πρώτης εναγομένης και δη αφενός, αρχικής, υφισταμένης κατά την κατάρτιση της από 15.6.2011 επίδικης συμβάσεως πωλήσεως, εφόσον του είχε αποκρυβεί ότι η κυριότητα του εν λόγω σκάφους είχε πιο πριν μεταβιβαστεί από την πρώτη εναγόμενη στο ………., υπό τη διαλυτική αίρεση της μη αποπληρωμής εκ μέρους του τότε αγοραστή του τιμήματος της πωλήσεως εκείνης, που κατά τους ισχυρισμούς του, θεμελίωναν συνάμα απατηλή σε βάρος του συμπεριφορά των τότε εναγομένων, επιπλέον δε ότι κατά το χρόνο της πραγματικής παραδόσεως της νομής του σκάφους στον ενάγοντα, η αίρεση αυτή είχε πληρωθεί, με αποτέλεσμα η κυριότητα του σκάφους να έχει επανακάμψει ήδη τότε στην πωλήτρια και αφετέρου, επιγενόμενης, λόγω της μεταβίβασης του σκάφους από τον ως άνω τρίτο, όχι προς την πρώτη εναγομένη, αλλά προς τον δεύτερο εναγόμενο, ………….., που είχε λάβει χώρα εν αγνοία του στις 25.1.2012, όπως εκτίθεται και στην ένδικη αγωγή, περαιτέρω δε συμφωνία του ενάγοντος με τους εναγομένους το μήνα Απρίλιο του έτους 2012, ότι θα αποκτούσε την κυριότητα του σκάφους από το δεύτερο των εναγομένων, κατ’εντολή της πρώτης τούτων, όποτε το ζητούσε και αποστολή τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2012 από την πρώτη εναγόμενη στον ενάγοντα σχεδίου ιδιωτικού συμφωνητικού για τη μεταβίβαση σ’αυτόν της κυριότητας του σκάφους, στο οποίο η ίδια εμφανιζόταν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη και εκδοχέας, αφενός μεν του πωλητή ως προς το τίμημα της πωλήσεως και αφετέρου του αγοραστή ως προς το δικαίωμα είσπραξης των ναύλων από την εμπορική εκμετάλλευση του σκάφους προς αποπληρωμή του τιμήματος της πωλήσεως, πλην όμως με διάφορους των αρχικώς συμφωνηθέντων όρων, που τον έβλαπταν, με αποτέλεσμα να υπαναχωρήσει της συμβάσεως, ζητούσε με εκείνη την αγωγή να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί η ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως του πιο πάνω ιστιοπλοϊκού σκάφους, που καταρτίστηκε στις 15.6.2011 και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στη νομιμότοκη από της επιδόσεως της αγωγής του και εις ολόκληρον καταβολή εκατόν τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και έξι λεπτών (104.051,06 €) προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών, που στις 15.6.2011 προέβησαν σε αναληθείς παραστάσεις, ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του υπό πώληση πράγματος και με τον τρόπο αυτό τον παρέσυραν σε δήλωση βούλησης, με αποτέλεσμα, αφενός, να ζημιωθεί κατά τα χρηματικά ποσά της προκαταβολής (40.000 €) που εξόφλησε, των δόσεων του τιμήματος (27.154,43 €) που παρακρατήθηκαν από την πρώτη εναγομένη και των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε (16.896,63 €) για την επισκευή και συντήρηση του σκάφους και, αφετέρου, να υποστεί ψυχικό άλγος και ψυχολογική πίεση, για την αποκατάσταση των οποίων υποστήριξε ότι δικαιούται είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €). Κατά δε τις επικουρικές βάσεις της αγωγής του, για την περίπτωση που δεν κριθεί άκυρη λόγω απάτης η από 15.6.2011 πωλητήρια σύμβαση και δεν καταφαθεί ούτε η αδικοπρακτική ευθύνη των αντιδίκων του, επικαλέστηκε ευθύνη της πρώτης μόνον από αυτούς, που ανέλαβε να εκπληρώσει παροχή, που ήταν με υπαιτιότητα της εξαρχής αδύνατη και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει, ως αποζημίωση, το συνολικό χρηματικό ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και έξι λεπτών (84.051,06 €), στο οποίο συμπεριέλαβε τη δοθείσα προκαταβολή, τις παρακρατηθείσες δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος και την αξία των δαπανών στις οποίες προέβη, ενώ, για την περίπτωση παραδοχής της εγκυρότητας της αυτής ως άνω συμβάσεως, δήλωσε ότι υπαναχωρεί από αυτήν, λόγω αδυναμίας παροχής της πρώτης εναγομένης εταιρίας από υπαιτιότητα της και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσά και, επιπλέον αυτών, είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €), ως εύλογη αποζημίωση της ζημίας, που υπέστη λόγω της αδυναμίας αγοράς και εκμετάλλευσης εμπορικά άλλου ανάλογου σκάφους κατά την  τουριστική περίοδο 2013. Περαιτέρω, για την περίπτωση που κριθεί ότι δεν εξαπατήθηκε από τους εναγομένους ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη από αυτούς να του αποδώσει το συνολικό χρηματικό ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και έξι λεπτών (84.051,06 €), κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του για μη νόμιμη αιτία άλλως για αιτία λήξασα και μη επακολουθήσασα.

Επί της παραπάνω αγωγής, μετά από παραπομπή στο αρμόδιο Δικαστήριο, εκδόθηκε η με αριθμό 4781/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή κατά την πρώτη και δεύτερη επικουρικές της βάσεις, ακολούθως, την έκανε μερικώς δεκτή υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 40.000 ευρώ, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατόπιν άσκησης αντίθετων εφέσεων από τα διάδικα μέρη εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 672/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα), που έκρινε ότι, περί ακυρωσίας της από 15.6.2011 υποσχετικής συμβάσεως (πρώτο αίτημα της αγωγής κατά την κύρια βάση της) δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού κατά το χρόνο παραδόσεως του πωληθέντος σκάφους στον αγοραστή ενάγοντα η κυριότητα του, ανήκε στην πωλήτρια του, έχοντας επανακάμψει αυτοδικαίως σ’αυτήν, όπως ακριβώς ανακοινώθηκε στον ενάγοντα κατά την κατάρτιση της σύμβασης. Ελλείψει δε εξαπατήσεως του ενάγοντος, δεν παράγεται αξίωση αποζημιώσεως του, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 149 και 914 ΑΚ (δεύτερο αίτημα της πρώτης βάσης της αγωγής) και τούτο ανεξαρτήτως του ότι από τα αναζητούμενα κονδύλια της αποζημιώσεως το τελευταίο τμήμα της προκαταβολής, που αποπληρώθηκε στις 22.12.2011, καθώς και όλες οι δαπάνες στις οποίες προέβη ο ενάγων σε χρόνο μεταγενέστερο της άρσεως του επικαλούμενου ελαττώματος της βουλήσεως του, όπως και η ηθική του βλάβη, δε συνδέονται αιτιωδώς με πράξη εξαπάτησης εκ μέρους των εναγομένων, αφού κατά το χρόνο της επελεύσεως εκάστης από αυτές ζημίας ο ενάγων είχε, όπως παραδέχεται, γνώση της πραγματικότητας και, επομένως, αυτές δεν υπήρξαν αποτέλεσμα της αρχικής του πλάνης, που φέρεται ότι προκλήθηκε συνεπεία απάτης. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου κρίθηκε με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση, ότι ούτε δικαίωμα αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 382 ΑΚ παράγεται υπέρ του ενάγοντος, λόγω αρχικής νομικής αδυναμίας παροχής της πρώτης εναγομένης (πρώτη επικουρική βάση της αγωγής), διότι τέτοια αδυναμία ουδέποτε υπήρξε με δεδομένο το (συνομολογούμενο) γεγονός της αυτοδίκαιης επαναφοράς της κυριότητας του πωληθέντος στον ενάγοντα σκάφους στην πωλήτρια ανώνυμη εταιρία, μετά την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως υπό την οποία τελούσε η προηγούμενη πώληση του από αυτήν προς το ……….., ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να αντιτάξει κανένα εμπράγματο ή άλλο δικαίωμα ούτε στον ενάγοντα ούτε στην πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι ούτε η μεταγενέστερη μεταβίβαση του σκάφους στο δεύτερο εναγόμενο συνιστά επιγενόμενη αδυναμία παροχής της πωλήτριας, ιδρύουσα δικαίωμα υπαναχωρήσεως του, όπως ο ενάγων υποστηρίζει (δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής), αφού ο ίδιος εκθέτει ότι το μήνα Απρίλιο του έτους 2012 συμφώνησε να αποκτήσει τελικά το σκάφος από το νέο κτήτορα του, που θα ενεργούσε, κατά τα ιστορούμενα, για λογαριασμό της πωλήτριας, με αποτέλεσμα να μην ανακύπτει περίπτωση συμβατικής παράβασης, ούτε νόμιμος λόγος υπαναχωρήσεως του από την υποσχετική σύμβαση, ο σκοπός της οποίας δεν τέθηκε σε διακινδύνευση. Τέλος, κρίθηκε ότι με δεδομένη την έλλειψη επικλήσεως λόγου επαγόμενου κατά νόμο την ακυρότητα ή την ακυρωσία ή το ανίσχυρο της από 15.6.2011 συμβάσεως, τα έννομα αποτελέσματα της δεν έχουν ανατραπεί, με αποτέλεσμα η αιτία κάθε περιουσιακής διάθεσης του ενάγοντος να διατηρεί τη νομιμότητα της και, ως εκ τούτου, να αποκλείεται η θεμελίωση αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατ’ άρθρο 904 ΑΚ (τρίτη επικουρική βάση της αγωγής).

Ενόψει τούτων, όσον αφορά την υπό δίκη καταγομένη ένδικη διαφορά με το ως άνω περιεχόμενο, το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’αριθμ.672/2019 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καλύπτει μόνο την έννομη συνέπεια, που απαγγέλθηκε, ήτοι της μη πλήρωσης του πραγματικού της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 382 ΑΚ, ήτοι της μη ύπαρξης δικαιώματος αποζημιώσεως του ενάγοντος, λόγω αρχικής νομικής αδυναμίας παροχής της πρώτης εναγομένης, ένεκα της προγενέστερης μεταβίβασης του σκάφους στον …………, λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αιρέσεως, υπό την οποία τελούσε η πώληση αυτή, με συνέπεια την αυτοδίκαιη επαναφορά της κυριότητας του πωληθέντος στον ενάγοντα σκάφους στην πωλήτρια εναγομένη ανώνυμη εταιρία, καθώς επίσης καλύπτεται με δύναμη δεδικασμένου ότι δεν συνιστά επιγενόμενη αδυναμία παροχής της εναγομένης πωλήτριας, η μεταγενέστερη μεταβίβαση του σκάφους στον ……………., τότε δεύτερο των εναγομένων,  αφού συμφωνήθηκε να αποκτήσει τελικά το σκάφος ο ενάγων από το νέο κτήτορα του, που θα ενεργούσε, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, για λογαριασμό της πωλήτριας, και συνεπώς, δεν θεμελιώνεται το εκ του άρθρου 382 ΑΚ προβλεπόμενο δικαίωμα υπαναχώρησης, που είχε ασκήσει ο ενάγων με την προηγούμενη αγωγή, αλλά ούτε κάποιο από τα άλλα διαζευκτικά προβλεπόμενα για την ίδια δικαιολογική σχέση και δη το δικαίωμα αποζημίωσης, που ζητεί να του καταγνωσθεί με την ένδικη αγωγή, καθόσον όμως στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής, δεδομένου ότι μόνο ως προς αυτά έχουμε ταυτότητα ιστορικής αιτίας,  που απαγορεύει τη συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ανυπαρξία του οποίου υπάρχει δεδικασμένο από την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση. Ανήκουν, συνεπώς, στην ιστορική αιτία εκείνα μόνο τα περιστατικά, που αναγκαίως δέχθηκε το παρόν Δικαστήριο με την τελεσίδικη απόφαση του για να καταλήξει στην κρίση  ότι δεν πληρούται το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφάρμοσε. Όσα, δηλαδή, είναι, κατά νόμο αναγκαία για να στηρίξουν το διατακτικό – έννομη συνέπεια που απαγγέλθηκε και, συνακόλουθα, δεν ανήκουν στην ιστορική αιτία και δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο, τα επικαλούμενα στη κρινόμενη αγωγή  νέα πραγματικά περιστατικά, που συντελέστηκαν σε χρόνο, που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκληση τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης, ήτοι οι μεταγενέστερες επικαλούμενες στην προκειμένη περίπτωση από 12.3.2014 και από 21.2.2019 μεταβιβάσεις του επίδικου σκάφους, στις οποίες επιχειρεί να θεμελιώσει ο ενάγων την υπαίτια αδυναμία παροχής της εναγομένης και εντεύθεν το δικαίωμα αποζημίωσης του, κατά την πρώτη επικουρική βάση της υπό κρίση αγωγής. Το παρόν Δικαστήριο με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του δεν στηρίχθηκε σ’αυτές τις μεταγενέστερες μεταβιβάσεις, ως ιστορικά συμβάντα, προκειμένου να θεμελιώσει το διατακτικό του, δηλαδή την έννομη συνέπεια, που αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται, εφόσον δεν συγκροτούσαν την ιστορική βάση της προηγούμενης αγωγής, μήτε θα μπορούσε να γίνει παραδεκτά συμπλήρωση της με την επίκληση τους με τις τότε κατατεθείσες, κατά την συζήτηση εκείνης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου αρμόδιου Δικαστηρίου, προτάσεις του ενάγοντος, στην προσθήκη επί των οποίων αναφέρθηκε στην από 12.3.2014 μεταβίβαση, που είχε εντωμεταξύ περιέλθει σε γνώση του, διότι τούτο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής του (224 ΚπολΔ), που την στήριξε στις, ως άνω, δύο πρώτες μεταβιβάσεις, την μεν πρώτη υπό διαλυτική αίρεση και επάνοδο με την πλήρωση της, της κυριότητας στην εναγομένη πωλήτρια, την δε δεύτερη μετά συμφωνίας των διαδίκων και του νέου κτήτορα για την μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους στον ενάγοντα, γεγονότα, που δεν καθιστούσαν αδύνατη την παροχή της εναγομένης, ήτοι σε διαφορετικά γεγονότα, που δεν ήταν επιτρεπτό να αντικατασταθούν με τα οψιγενή περιστατικά των ακόλουθων επικαλούμενων μεταβιβάσεων ή να προστεθούν ως νέα ιστορική βάση. Μεταβολή δε της ιστορικής βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 ΚΠολΔ αρχής της τηρήσεως προδικασίας και επάγεται το απαράδεκτο, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη νέων περιστατικών παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 473/2022, ΑΠ 1183/2015, ΑΠ 962/2012, ΑΠ389/2010).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε την αγωγή, κατά τις επικουρικές της βάσεις, ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’αριθμ.672/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί της προγενέστερης από 22.7.2013 αγωγής του ενάγοντος κατά της και νυν εναγομένης και του ………, με την αιτιολογία ότι δεν μεταβλήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά της ιστορικής βάσης της πρώτης αγωγής, στα οποία στηρίχθηκε η διάγνωση του νόμω αβασίμου των αξιώσεων του ενάγοντος, τόσο από επιγενόμενη αδυναμία παροχής, όσο και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με την τελεσίδικη, ως άνω, απόφαση, αν και ο ενάγων επικαλέστηκε με την παρούσα αγωγή περαιτέρω, μεταγενέστερες της πρώτης αγωγής, μεταβιβάσεις του επίδικου σκάφους κατά τα έτη 2014 και 2019 αντίστοιχα, πλην όμως η πρώτη από 12.3.2014 μεταβίβαση προς τον ………. ήταν ήδη γνωστή στον ενάγοντα κατά την πρώτη δίκη και απαραδέκτως δεν την επικαλέστηκε κατά τη συζήτηση της και την προβάλει με την παρούσα αγωγή, αλυσιτελώς δε επικαλείται την δεύτερη κατά το έτος 2019 προς την «……..», εφόσον ήδη η εναγομένη είχε απωλέσει, εξαιτίας της γενόμενης μεταβίβασης κατά το έτος 2014, την δυνατότητα να μεταβιβάσει το σκάφος στον ενάγοντα, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του πραγματικού των ρηθέντων εφαρμοστέων διατάξεων, δέχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και υπάρχει δεδικασμένο, που καλύπτει το αντικείμενο της παρούσας δίκης, κατά τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, ενώ δεν υπάρχει και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, όσον αφορά τα, ως άνω, νέα πραγματικά περιστατικά, που περιλαμβάνονται στην ιστορική βάση της  κρινόμενης αγωγής, με αποτέλεσμα, ως προς αυτά, να μην υπάρχει ταυτότητα ιστορικής αιτίας, δεκτών γενομένων των τρίτου και έκτου λόγων της έφεσης, ως ουσιαστικά βασίμων. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς έρευνα των λοιπών λόγων της έφεσης, η εξέταση των οποίων πλέον παρέλκει και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ).

V. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 – 337 και 362 -364 του ΑΚ, που ρυθμίζουν την αδυναμία παροχής, συνάγονται τα εξής: Όταν η παροχή δεν μπορεί οριστικά να εκπληρωθεί, δυνατόν να οφείλεται είτε σε γεγονότα υφιστάμενα ήδη κατά τη γένεση της ενοχής, (αρχική αδυναμία παροχής) είτε σε γεγονότα επιγενόμενα αυτής (επιγενόμενη αδυναμία παροχής). Κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο αυτή πρέπει να εκπληρωθεί. Η αδυναμία που συνέβη κατά το χρόνο εκπληρώσεως, οφείλεται όμως σε λόγο που υπάρχει ήδη κατά την κατάρτιση της σύμβασης, δεν είναι επιγενόμενη αλλά αρχική. Η ευθύνη του οφειλέτη που περιήλθε στην κατάσταση αυτή υπάρχει, κατά βάση, μόνο όταν η αδυναμία οφείλεται σε υπαιτιότητα του. Αλλιώς, δηλαδή επί ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, ο οφειλέτης απαλλάσσεται. Το περιεχόμενο όμως της υπαιτιότητας για την αδυναμία σε καθεμιά από τις ανωτέρω δύο κατηγορίες γεγονότων, που εμποδίζουν την εκπλήρωση είναι διαφορετικό. Για επιγενόμενα γεγονότα, που ματαιώνουν την εκπλήρωση, ο οφειλέτης ευθύνεται αν προκάλεσε αυτά με υπαίτια πράξη ή παράλειψή του, ενώ απαλλάσσεται αν τυχαίο [ανυπαίτιο] γεγονός εμποδίζει την εκπλήρωση [άρθ. 336 σε συνδυασμό προς 330 ΑΚ]. Όταν όμως τα γεγονότα που εμποδίζουν την εκπλήρωση υπήρχαν ήδη κατά την γένεση της ενοχής, είναι αδιάφορο για τον καθορισμό της απαλλαγής ή της ευθύνης του οφειλέτη, αν αυτά οφείλονται σε πράξη ή παράλειψη του οφειλέτη ή σε άλλο συμβάν. Το προέχον στην περίπτωση αυτή είναι η γνώση ή η άγνοια του οφειλέτη, σε περίπτωση δε άγνοιας η ύπαρξη ή ανυπαρξία υπαιτιότητας ως προς αυτή [άρθ. 363 ΑΚ]. (ΑΠ 1811/2007). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 287, 362, 364, 365, 336, 381 και 382 του ΑΚ συνάγεται, ότι η οριστική αδυναμία της προς παροχή υποχρεώσεως από σύμβαση, αδιαφόρως αν είναι αντικειμενική ή υποκειμενική, ολική ή μερική ή η υπόσχεση της απαγορεύεται από το νόμο (νομική αδυναμία), εάν μεν είναι αρχική, δηλαδή υπήρχε κατά τη γένεση της ενοχής, συνεπάγεται τη μερική ή ολική (αναλόγως) απαλλαγή του οφειλέτη από την υποχρέωση του, εφόσον αποδεικνύει ότι χωρίς υπαιτιότητα του αγνοούσε την αδυναμία παροχής, εάν δε είναι επιγενόμενη, δηλαδή δεν υπήρχε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως και ανέκυψε μεταγενέστερα, συνεπάγεται ανάλογη απαλλαγή του οφειλέτη από την υποχρέωση του, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 330-334ΑΚ, αποδεικνύει την έλλειψη υπαιτιότητας του, οπότε απαλλάσσεται και ο αντισυμβαλλόμενος -κατά το αντίστοιχο μέρος της αδύνατης παροχής-από την προς αντιπαροχή υποχρέωση του και αναζητεί την τυχόν καταβληθείσα κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Καθιερώνεται ο γενικός κανόνας ότι στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις καθένας από τους συμβαλλόμενους φέρει τον κίνδυνο της δικής του παροχής. Περαιτέρω, σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας παροχής (αρχικής ή επιγενόμενης), ο δανειστής δικαιούται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 382ΑΚ, είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380ΑΚ και να απαλλαγεί από την υποχρέωση να καταβάλει την αντιπαροχή του, ή αν τυχόν την κατέβαλε, να την αναζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, είτε να ζητήσει αποζημίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Το βάρος απόδειξης, σχετικά με την υπαιτιότητα του οφειλέτη της αδύνατης παροχής, στην περίπτωση του άρθρου 382 ΑΚ, φέρει ο ίδιος, αφού η υπαιτιότητα του τεκμαίρεται, σύμφωνα, άλλωστε, με τον γενικό κανόνα που ισχύει στην ενδοσυμβατική ευθύνη. Ο δανειστής δηλαδή αρκεί να αποδείξει μόνο ότι η παροχή έγινε αδύνατη, όχι όμως και ότι η αδυναμία οφείλεται σε πταίσμα του οφειλέτη. Αντίθετα, ο οφειλέτης, αποκρούοντας την αξίωση της αγωγής, οφείλει αυτός να αποδείξει ότι η αδυναμία του οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη, κατ` άρθ. 336 ΑΚ. (ΑΠ 1811/2007, ΑΠ 497/2010). Η αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, συνίσταται στο λεγόμενο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως και περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 298 AK, τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και άρα αυτοτελή αξίωση, ενώ ως ζημία, που πρέπει να αποκατασταθεί, νοείται κάθε επιβλαβής μεταβολή της περιουσίας του δικαιούχου από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου του, η οποία μπορεί να συνίσταται στην αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής π.χ. την αξία του απολεσθέντος γι` αυτόν πράγματος, υπολογιζόμενη με κρίσιμο χρόνο αυτόν της συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε. (ΑΠ 568/2014, ΑΠ 1100/2010, ΑΠ 349/2010, ΑΠ 249/2009, ΑΠ 1547/2007).

VI. Aπό την υπ’αριθμ…./23.10.2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος, ……….., που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης της εναγομένης- εφεσιβλήτου (υπ’αριθ……./19.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), που εκτιμάται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως της μάρτυρος και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες καταθέσεις και βεβαιώσεις στα πλαίσια άλλων δικών, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της από 15.6.2011 συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, όπως οι όροι της αποτυπώθηκαν στο έγγραφο δελτίο παραγγελίας που συντάχθηκε σχετικά, η εναγομένη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία, εισηγμένη στο ΧΑΑ, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την αγορά για εκμετάλλευση πλοίων αναψυχής, εκπροσωπουμένη από τον …. …., ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και παραδώσει στον ενάγοντα, ………., μεταβιβάζοντας σ’αυτόν την κυριότητα ενός ιστιοπλοϊκού σκάφους ιδιοκτησίας της, εργοστασίου κατασκευής BAVARIA τύπου 44 Vision με την ονομασία «ΑΝ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κοχ. 28,18, αντί συνολικού τιμήματος 131.600 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ο δε ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, ως προκαταβολή, το ποσό των 40.000 ευρώ και δη 5000 ευρώ κατά την υπογραφή του δελτίου παραγγελίας και 35.000 ευρώ μέχρι την παράδοση του σκάφους σ’αυτόν, που συμφωνήθηκε να γίνει την 1η.1.2012 στη μαρίνα …… Το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς, ήτοι ποσό ύψους 91.600 ευρώ, συμφωνήθηκε να το καταβάλει ο ενάγων σε 8 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, ύψους εκάστης δόσης 11.450 ευρώ, της πρώτης καταβλητέας στις 30.6.2012, ήτοι 6 μήνες μετά την παράδοση του σκάφους. Σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες της παραπάνω πωλήσεως, που αποτυπώθηκαν στο από 15.6.2011 δελτίο παραγγελίας, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το σκάφος θα δανειοδοτηθεί από τράπεζα με εγγυήσεις της εναγομένης, η οποία, ως πωλήτρια, θα υπέγραφε Α΄ υποθήκη επί του πλοίου υπέρ της τράπεζας και ο ενάγων, ως αγοραστής, Β΄ υποθήκη υπέρ της πωλήτριας για το πιστούμενο οφειλόμενο ποσό, ότι η οριστική μεταβίβαση του σκάφους στον αγοραστή θα γινόταν με τη συναίνεση της τράπεζας μετά την νηολόγηση του πλοίου στα ελληνικά νηολόγια και την εγγραφή της υποθήκης, ότι θα πωληθεί το σκάφος με όλο τον εξοπλισμό του σε πλήρη λειτουργία καθώς και ότι αν διαπιστωνόταν κάποια βλάβη πριν την παράδοση και με την τελική επιθεώρηση, ο αγοραστής θα έχει το δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση και να του επιστραφεί η προκαταβολή στο ακέραιο. Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι απετέλεσε όρο της ως άνω συμβάσεως μεταξύ των διαδίκων, ότι οι δόσεις θα εξοφλούντο από τα έσοδα των ναυλώσεων του σκάφους, που θα εξασφάλιζε μέχρι την εξόφληση η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό του ενάγοντος, ως ιδιοκτήτη του σκάφους, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου ισχυρισμού του.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, προς εξόφληση της συμφωνηθείσας προκαταβολής, κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη στις 27.10.2011 το ποσό των 30.000 ευρώ, με δύο [2] ισόποσες επιταγές εκδόσεως του,  που πληρώθηκαν κανονικά και με την πληρωμή και τρίτης επιταγής ποσού πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), που εξέδωσε σε διαταγή της στις 22.12.2011, αποπληρώθηκε η συμφωνηθείσα  προκαταβολή. Κατά την σύναψη της επίδικης σύμβασης πώλησης, στην μεν από 9.5.2007 άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής αναφερόταν, ως πλοιοκτήτρια αυτού η εναγομένη, ενώ στο από 26.3.2008 έγγραφο εθνικότητας του σκάφους, αναφερόταν ότι πλοιοκτήτης, υπό τη διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος, ήταν ο ………., ομοίως δε βεβαιώνεται με το με αριθμ.πρωτ……../21.6.2013 πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, επιπλέον δε ότι στις 25.1.2012 η κυριότητα του εν λόγω πλοίου περιήλθε από τον ………. στον ……….. Ειδικότερα, δυνάμει του από 20.2.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης και μεταβίβασης πλοίου, το επίδικο σκάφος το είχε μεταβιβάσει και παραδώσει η εναγομένη στον ……….., υπό τη διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος, γεγονός γνωστό στον ενάγοντα, κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης στις 15.6.2011, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι ο προηγούμενος αγοραστής δεν ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του για την αποπληρωμή του τιμήματος, με αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη επάνοδο της κυριότητας τούτου στην εναγομένη πωλήτρια, που σε κάθε περίπτωση είχε συντελεστεί κατά την παράδοση του σκάφους στον νέο αγοραστή ενάγοντα το τέλος Οκτωβρίου 2011, γι’αυτό άλλωστε ο ενάγων προέβη τότε στην εξόφληση του μεγαλύτερου μέρους της προκαταβολής, κατά τα προεκτιθέμενα. Τα ανωτέρω περί της γνώσης του ενάγοντος, προκύπτουν εναργώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, στα πλαίσια της προηγούμενης δίκης, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως και ιδίως το από 28.6.2011 ναυλοσύμφωνο, που καταρτίστηκε μεταξύ του …………, ως πλοιοκτήτη και του ενάγοντα, ως ναυλωτή, για την ναύλωση του πωληθέντος σκάφους, από τις 28.6.2011 μέχρι τις 1.7.2011, που πραγματοποίησε αυτός τον πλου Κω-Αθήνα για να διαπιστώσει την αξιοπλοϊα του, απορριπτομένου, ως ουσία αβασίμου, του αντιθέτου ισχυρισμού του, ότι το πρώτον ενημερώθηκε για τον πραγματικό ιδιοκτήτη, κατά την παράδοση του σκάφους το τέλος Οκτωβρίου 2011, οπότε η εναγομένη του παρέδωσε τα ναυτιλιακά έγγραφα του, πλην όμως τα εν λόγω έγγραφα από τα οποία προέκυπτε το ακριβές ιδιοκτησιακό καθεστώς τούτου, βρίσκονταν υποχρεωτικά μέσα στο σκάφος, ήτοι στην κατοχή του, όταν πραγματοποιούσε τον απόπλου από την Κω και τον πλου με προορισμό τον Πειραιά. Άλλωστε, δεν επρόκειτο για τον αδαή συναλλασσόμενο, που μπορούσε εύκολα να εξαπατηθεί, για το κρίσιμο αυτό θέμα, ένεκα της  επαγγελματικής του ιδιότητας και της πείρας του, ως ναυπηγός, εργασθείς μάλιστα σε επιθεωρήσεις σκαφών στον ελληνικό και αγγλικό νηολόγιο και της εξοικείωσης του με τα ναυτιλιακά έγγραφα.

Ακολούθως, στις 25.1.2012, η εναγομένη αξίωσε από τον … … να μεταβιβάσει την κυριότητα του σκάφους προς τον …….., γεγονός που κατέστησε γνωστό στον ενάγοντα, ο οποίος δεν αντέλεξε. Σημειωτέον, ότι για τη μεταβίβαση του σκάφους στον ….. και την έκδοση εγγράφου εθνικότητας στο όνομα του, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν το σύνολο των ναυτιλιακών εγγράφων του ως άνω σκάφους να κατατεθούν στα νηολόγια Πειραιώς και ο μόνος τρόπος για να περιέλθουν στον ανωτέρω αγοραστή τα έγγραφα αυτά ήταν να τα παραδώσει ο ενάγων, ως νομέας και κάτοχος του επίδικου σκάφους, στο χώρο του οποίου βρίσκονταν υποχρεωτικά, ως προαναφέρθηκε προκειμένου το σκάφος να μπορεί να εκτελεί πλόες, καθόσον ο ενάγων προέβαινε στην ναύλωση του, γεγονός που καταδεικνύει την γνώση του ενάγοντος, κατά τον χρόνο της εν λόγω μεταβίβασης και όχι κατά τον Απρίλιο του έτους 2012, όπως αβασίμως υποστηρίζει. Επίσης, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, η εναγομένη δια του ως άνω εκπροσώπου της, αγοραστή, τον διαβεβαίωσαν ότι  η μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους σ’αυτόν έγινε για φορολογικούς λόγους και ότι θα του μεταβίβαζε το σκάφος όποτε το επιθυμούσε, γεγονός που επανέλαβε και με το από 11.5.2012 ηλεκτρονικό μήνυμα του προς τον ενάγοντα. Στην από 13.5.2012 απάντηση με ηλεκτρονικό μήνυμα, που απέστειλε ο ενάγων προς τον εκπρόσωπο της εναγομένης, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε αντίρρηση να παραμείνει το σκάφος στο όνομα αυτού και ότι «απλά περίμενε βοήθεια στο θέμα των ναυλώσεων» καθώς και ότι δεν υπονόησε ότι του πούλησε ένα ελαττωματικό σκάφος. Ακολούθως, λίγες ημέρες αργότερα, στο από 18.5.2012 ηλεκτρονικό μήνυμα, που απέστειλε στον εκπρόσωπο της εναγομένης, ο ενάγων του ανέφερε ότι το μόνο που θα ήθελε, ήταν να του βρει κάποιο αγοραστή στο τέλος της σεζόν, πριν γίνει η μεταβίβαση σε αυτόν (τον ενάγοντα), να πωληθεί το σκάφος. Ομοίως στο από 13.7.2012 ηλεκτρονικό μήνυμα, που απέστειλε στον ίδιο, ο ενάγων του ζήτησε να βάλει τιμή πώλησης του σκάφους  105.000 ευρώ και τον κάλεσε να υπολογίσει ενδεχόμενη προμήθεια του επιπλέον αυτού του ποσού, ενώ στο από 11.10.2012 ηλεκτρονικό  μήνυμα που απέστειλε ο εκπρόσωπος της εναγομένης στον ενάγοντα, τον κάλεσε να γίνει η μεταβίβαση το συντομότερο, μόλις ετοιμάσει ο ενάγων την ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής (ΝΕΠΑ) στην οποία επιθυμούσε αυτός να μεταβιβασθεί η κυριότητα του άνω σκάφους και προς απάντηση με το από 13.12.2012 ηλεκτρονικό μήνυμα και ομοίως το από 20.12.2012 ηλεκτρονικό μήνυμα, που του απέστειλε ο ενάγων, ανέφερε ότι όλα θα είναι  έτοιμα για τη μεταβίβαση του σκάφους σε ΝΕΠΑ και του ζήτησε να του στείλει σχέδιο συμφωνητικού μεταβίβασης. Ο δε εκπρόσωπος της εναγομένης με το από 13.12.2012 ηλεκτρονικό μήνυμα, που απέστειλε στον ενάγοντα, ανέφερε την πρόθεση του να γίνει η μεταβίβαση στον ίδιο τον ενάγοντα και επιπλέον ότι η εναγομένη ήταν έτοιμη να μεταβιβάσει σ’αυτόν και τυπικά την κυριότητα αποστέλλοντας του σχέδιο συμφωνητικού, στο οποίο όμως δεν αναφερόταν το όνομα του πωλητή και δη της πρώτης εναγομένης ως πωλήτριας, αντιθέτως, προβλέφθηκε ποινική ρήτρα 5% για την περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οιασδήποτε δόσης εκ μέρους του ενάγοντος.  Στη συνέχεια ο ενάγων στις 8.1.2013 απέστειλε στην εναγομένη  το από Ιανουαρίου 2013 σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο  αναφέρεται ότι συνετάγη μεταξύ των συμβαλλομένων σχέδιο συμφωνητικού μεταβίβασης του σκάφους προς τον ενάγοντα  από τον εκπρόσωπο της εναγομένης με εκδοχέα της απαίτησης της προκαταβολής την πρώτη εναγόμενη, με διαλυτική αίρεση, η οποία μεταβίβαση όμως ματαιώθηκε οριστικά. Ακολούθως, με την από 11.2.2013 εξώδικη διαμαρτυρία- πρόσκληση, που απέστειλε στις 12.2.2013 ο ενάγων προς την εναγομένη, την κάλεσε να του επιστρέψει  το ποσό της προκαταβολής των 40.000 ευρώ, επικαλούμενος αορίστως πραγματικά ελαττώματα του σκάφους. Σε απάντηση ο εκπρόσωπος της εναγομένης του επέδωσε στις 12.2.2013 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία και πρόσκληση να του καταβάλει τις δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος ύψους 22.900 ευρώ και με το από 15.2.2013 εξώδικο, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 19.2.2013, λόγω της άρνησης του να συμπράξει στις αναγκαίες διαδικασίες για την μεταβίβαση του σκάφους στο όνομα του ή σε νομικό πρόσωπο της επιλογής του, ζήτησε την απόδοση της χρήσης του σκάφους, που έλαβε χώρα στις 20.2.2013 εκ μέρους του ενάγοντος, που δεν επιθυμούσε να το’χει πλέον στην κατοχή του.

Με την υπ’αριθμ.672/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί της προγενέστερης από 22.7.2013 ασκηθείσης αγωγής του ενάγοντος κατά της και νυν εναγομένης και του    ……, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, ότι δεν θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημιώσεως, κατ’ άρθρο 382 ΑΚ, υπέρ του ενάγοντος λόγω αρχικής νομικής αδυναμίας παροχής της εναγομένης, διότι τέτοια αδυναμία ουδέποτε υπήρξε με δεδομένο το συνομολογούμενο γεγονός της αυτοδίκαιης επαναφοράς της κυριότητας του πωληθέντος στον ενάγοντα σκάφους στην πωλήτρια ανώνυμη εταιρία, μετά την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως υπό την οποία τελούσε η προηγούμενη πώληση του από αυτήν προς το ………, ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να αντιτάξει κανένα (εμπράγματο ή άλλο) δικαίωμα ούτε στον ενάγοντα ούτε στην πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι ούτε η μεταγενέστερη μεταβίβαση του σκάφους στον ….. συνιστά επιγενόμενη αδυναμία παροχής της πωλήτριας, ιδρύουσα δικαίωμα υπαναχωρήσεως του, όπως ο ενάγων υποστήριζε, αφού ο ίδιος εξέθετε και εκθέτει ότι συμφώνησε να αποκτήσει τελικά το σκάφος από το νέο κτήτορα του, που θα ενεργούσε, κατά τα και τότε ιστορούμενα, για λογαριασμό της εναγομένης πωλήτριας, με αποτέλεσμα να μην ανακύπτει περίπτωση συμβατικής παράβασης, ούτε νόμιμος λόγος υπαναχωρήσεως του από την υποσχετική σύμβαση, ο σκοπός της οποίας δεν τέθηκε σε διακινδύνευση. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου καλύπτονται από την λειτουργία του δεδικασμένου και τα άλλα διαζευκτικά προβλεπόμενα για την ίδια δικαιολογική σχέση δικαιώματα και δη το δικαίωμα αποζημίωσης, που ζητεί ο ενάγων να του καταγνωσθεί με την ένδικη αγωγή, όσον αφορά τις ανωτέρω μεταβιβάσεις, εφόσον θα οδηγούσε σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό ή άλλου παρεχόμενος  δικαιώματος, που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι την μη ύπαρξη δικαιώματος του ενάγοντος, ένεκα υπαίτιας αδυναμίας παροχής της εναγομένης, που στηρίχθηκε στις εν λόγω μεταβιβάσεις.

Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως τα υπ’αριθμ…./2.5.2017 και …/28.2.2020 πιστοποιητικά κυριότητας πλοίου του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, προκύπτει ότι με το από 12.3.2014 συμφωνητικό, καταχωρημένο στο νηολόγιο στις 11.4.2014, ο ……. μεταβίβασε το επίδικο σκάφος στο …….., ο οποίος το μετονόμασε σε «ΜΧ» και στην συνέχεια με το από 21.2.2019 συμφωνητικό, καταχωρημένο στο νηολόγιο στις 12.4.2019, μεταβίβασε την κυριότητα αυτού στην εταιρεία με την επωνυμία «……», υπό την διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος, πλήρωση της οποίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα. Παρόλα αυτά, ο ενάγων, κατόπιν έκδοσης της ως άνω τελεσίδικης απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε στο σύνολο της η προηγούμενη αγωγή του, ως μη ερειδόμενη στον νόμο, με την από 23.12.2019 εξώδικη πρόσκληση, που επιδόθηκε αυθημερόν στην εναγομένη, ζήτησε την παράδοση του σκάφους και την κάλεσε να συμπράξει στην μεταβίβαση της κυριότητας του σ’αυτόν, επιφυλασσόμενος των δικαιωμάτων του από την ματαίωση ολοκλήρωσης της σύμβασης. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η εναγομένη στερείται πλέον την εξουσία διαθέσεως του σκάφους, μη έχουσα την κυριότητα του, στοιχειοθετημένης αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής της, μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους στον ενάγοντα με την εγγραφή της υποσχετικής και της εκποιητικής συμφωνίας στο οικείο νηολόγιο και όχι υπερημερία της, ως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την κύρια βάση της αγωγής του, που κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, που όμως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της, αλλά στην εκτιθέμενη συμπεριφορά του ίδιου του ενάγοντος, που δεν συνέπραξε στην ολοκλήρωση των διαδικασιών μεταβίβασης, αφού δεν επιθυμούσε να εμφανίζεται στην εκποιητική σύμβαση, που θα καταχωριζόταν στο νηολόγιο, ως αγοραστής και εντεύθεν ιδιοκτήτης του σκάφους ή νομικό πρόσωπο συμφερόντων του, αν και συνέστησε τέτοιο για τον σκοπό αυτό παρελκύοντας έτσι ακόμη περισσότερο την διαδικασία μεταβίβασης, αλλά η αληθής βούληση του ήταν να εκμεταλλεύεται το εν λόγω σκάφος αποκομίζοντας τα κέρδη από την ναύλωση του, ευρισκόμενος στην νομή του, δηλώνοντας μεν προσχηματικά την πρόθεση του για την μεταβίβαση της κυριότητας με την υποβολή της έγγραφης συμφωνίας για καταχώρηση στο οικείο νηολόγιο, δημιουργώντας όμως εξακολουθητικά καθυστερήσεις και κωλύματα στις σχετικές προσκλήσεις της εναγομένης δια του εκπροσώπου της, επικαλούμενος τελικά ακυρωσία της σύμβασης, εξαπάτηση του και προβαίνοντας σε δήλωση υπαναχώρησης με την πρώτη από 22.7.2013 αγωγή του, χωρίς όμως να συντρέχει νόμιμος λόγος,  όντας μάλιστα υπερήμερος στην αποπληρωμή των δόσεων, με συνέπεια να μην παρέχεται στον αγοραστή ενάγοντα δικαίωμα αποζημιώσεως, εκ του άρθρου 382 ΑΚ, για την μη εκπλήρωση της σύμβασης, λόγω επιγενόμενης αδυναμίας παροχής της εναγομένης πωλήτριας από τις μεταγενέστερες, ως άνω, μεταβιβάσεις, απορριπτομένης της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Μετά ταύτα, απαλλασσομένης της εναγομένης από κάθε υποχρέωση, εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, που οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, όσον αφορά την καταβληθείσα προκαταβολή, ποσού 40.000 ευρώ και το ποσό των 18.765,23 ευρώ από τα έσοδα από τους ναύλους, που καταλογίστηκε σε εξόφληση της 1ης δόσης του τιμήματος του σκάφους καταβλητέας στις 30.6.2012 και σε μερική εξόφληση της 2ης δόσης, καταβλητέας στις 30.12.2012, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη οικεία «Καρτέλα Λογαριασμού» σε συνδυασμό με τις σχετικές ηλεκτρονικές επιστολές του ενάγοντος, η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη για αιτία, που έληξε και δεν επακολούθησε, επί ζημία του ενάγοντος, υφισταμένου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του πλουτισμού και της ζημίας και συνεπώς, πρέπει να υποχρεωθεί να επιστρέψει στον ενάγοντα το ποσό των 58.765,23 ευρώ, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεκτής γενομένης εν μέρει της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής, ως ουσιαστικά βάσιμης. Για τα λοιπά αιτούμενα ποσά ανερχόμενα σε 16.896,63 ευρώ, δεν υπάρχει περιουσιακή μετακίνηση χωρίς νόμιμη αιτία, μήτε πλουτισμός της ενάγουσας, εφόσον αφορούν δαπάνες για την αγορά ανταλλακτικών, επισκευή, συντήρηση, ασφάλιση και λειτουργία του σκάφους, αναφορικά με το χρονικό διάστημα από την παράδοση του στον ενάγοντα, τον Οκτώβριο του 2011 μέχρι τις 20.2.2013, που απέδωσε την νομή του και είχε την εκμετάλλευση και διαχείριση του αποκομίζοντας τα κέρδη από την ναύλωση του επιβαρημένος με τις σχετικές δαπάνες, που δεν ενεργούνταν επ’ωφελεία της εναγομένης αλλά του ίδιου του ενάγοντος και δεν προέρχονταν από πραγματικά ελαττώματα και ουσιώδεις ελλείψεις του σκάφους, που ενυπήρχαν κατά την παράδοση του, ως αορίστως αυτός ισχυρίζεται, κατά συνέπεια τα σχετικά κονδύλια πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμα, παρελκομένης της εξέτασης της προβαλλομένης επικουρικά ένστασης άφεσης χρέους για τα ποσά αυτά, κατ’άρθρο 454 ΑΚ.

Ενόψει των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά την δεύτερη επικουρική βάση της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 58.765,23 ευρώ, απορριπτομένων των ενστάσεων διετούς παραγραφής του άρθρου 554 ΑΚ και επικουρικά, συμψηφισμού της ανταπαίτησης της εναγομένης, ύψους 15.637,56 ευρώ, όπως αναλύεται στα επιμέρους ποσά, που εισέπραξε ο ενάγων από την εκναύλωση του σκάφους σε τρίτους, κατά το διάστημα από τον Απρίλιο 2012 έως και τον Νοέμβριο 2012, εκδιδομένων των αναφερομένων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών και συντρέχοντος πταίσματος του, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ουσιαστικά αβασίμων. Όσον αφορά την προβαλλόμενη πρωτοδίκως ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, που επαναλαμβάνεται με τις παρούσες προτάσεις της εναγομένης-εφεσίβλητης, καθόσον επιχειρείται να θεμελιωθεί στην αντιφατική συμπεριφορά του εναγομένου, όπως εκδηλώθηκε με την πρώτη, ως άνω, αγωγή του και την ένδικη, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, διότι τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της επίδικης αξίωσης εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ούτε στοιχειοθετείται σ’αυτά συμπεριφορά του ενάγοντος, που δημιούργησε στην εναγομένη-εφεσίβλητη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα διεκδικήσει τα ένδικα δικαιώματα του, ούτε μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής θεμελιώνεται μακρά αδράνεια του, ως δικαιούχου τούτων, μήτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως εκτίθενται, ούτε προσδιορίζονται, οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, ένεκα της ικανοποίησης του.

VII. Κατ’ακολουθίαν, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της έφεσης, η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά τους αναφερόμενους λόγους, ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά την δεύτερη επικουρική βάση της, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη-εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 58.765,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος –εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 178 παρ.1, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει, την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.1961/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 27.2.2020 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει κατ’ουσίαν.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εξήντα πέντε και είκοσι τριών λεπτών (58.765,23) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 15 Ιανουαρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ