Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 59/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     59/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…………», πρώην με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ..

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική εταιρία», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική εταιρία», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…..», πρώην με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην …….. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 11-11-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ../6-12-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εκκαλούσας στην Α έφεση – εφεσίβλητης στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 1966/2021 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 7-6-2022 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./8-6-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……./8-6-2022 έφεση (υπό στοιχείο Α) και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 16-6-2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……../17-6-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/28-6-2022 ΕΦΕΤΕΙΟΥ έφεση, οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την 16-3-2023 και κατόπιν νόμιμης αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 7-6-2022 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……../8-6-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……./8-6-2022 έφεση της εταιρίας «…….», πρώην με την επωνυμία «……..», κατά του ………. (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 16-6-2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……../17-6-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/28-6-2022 ΕΦΕΤΕΙΟΥ έφεση του εφεσίβλητου στην Α έφεση κατά της εκκαλούσας στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1966/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 11-11-2019 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ………/6-12-2019 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση κατά της εκκαλούσας στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άνω άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23.7.2015),  λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 447/2023, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 11-11-2019 αγωγή του, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εξέθεσε ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν διαδοχικά μεταξύ αυτού και της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «BH», ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων, ναυτολογήθηκε τις αναλυτικά αναφερόμενες ημερομηνίες ως θαλαμηπόλος στο ως άνω πλοίο και οι συμβάσεις εργασίας του συμφωνήθηκε να διέπονται από την ελληνική ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, όπως αυτή ίσχυε κατ’ έτος. Ότι κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο εντός των ετών 2018 και 2019 εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως, εκτός από τις αναφερόμενες ημέρες που το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο, κατά τις οποίες εργαζόταν επί 17 ώρες. Ότι από τις ένδικες ναυτολογήσεις του διατηρεί σε βάρος της εναγόμενης απαιτήσεις για διαφορές βασικών αποδοχών του, υπερωριακής αμοιβής του, δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ευθύνη της εναγόμενης πλοιοκτήτριας από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ζήτησε, μετά από παραδεκτή μετατροπή μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ποσό 25.128,19 ευρώ για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ακόμη να του καταβάλει ποσό 735,31 ευρώ για διαφορές βασικών αποδοχών του, ποσό 5.926,04 ευρώ για διαφορές των άνω δώρων εορτών και ποσό 1.086,32 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές,  τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορές βασικών αποδοχών του, δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές κατά τα έτη 2018 και 2019, το συνολικό ποσό των 3.934,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της επίδικης εργασιακής σχέσης (25-10-2019) (πλην των κονδυλίων που αφορούν στη διαφορά επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, τα οποία επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από την 1η Μαΐου και την 1η Ιανουαρίου αντίστοιχα του επόμενου έτους που αφορούν), υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 4.799,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της επίδικης εργασιακής σχέσης (25-10-2019) και κήρυξε την απόφαση, κατά την αμέσως ανωτέρω διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή για ποσό 3.000,00 ευρώ. Επίσης, καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 300,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως. Επιπλέον, η εκκαλούσα – εναγόμενη, με την έφεσή της ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, με την επιστροφή του ποσού των 3.000,00 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε η τελευταία προσωρινά εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του. Σημειώνεται εδώ ότι το άνω αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο (άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ.), ενώ το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον, πριν την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 Α.Κ, απαιτείται επίδοση της απόφασης για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 447/2023, Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr).

4. Με το άρθρο 1 παρ. 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν.32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να ισχύει, όπως συνάγεται έμμεσα (Εφ.Πειρ. 383/2023, Eφ.Πειρ. 234/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 739/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. α’ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (Εφ.Πειρ. 117/2023, Εφ.Πειρ. 447/2023, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 739/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν.1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (Φ.Ε.Κ. Α’ 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (Α.Π. 87/2000, ΕλλΔνη 2000, 967, Εφ.Πειρ. 383/2023, Εφ.Πειρ. 234/2022, www.efeteio-peir.gr). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν.1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειας τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας (ΥΕΝ) και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψη της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωση της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών, δεσμεύοντας έκτοτε  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (Α.Π. 1905/1987, Ε.Ε.Δ. 1989, 275, Α.Π. 1263/1987, Ε.Ε.Ν. 1988, 669, Α.Π. 1267/1987, Ε.Ε.Ν. 1988, 673, Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (Α.Π. 1702/1991, Ε.Ν.Δ. 1993, 383). Ειδικότερα, η δια του άρθρου 5 παρ. 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως  (Εφ.Πειρ. 285/2015, Εφ.Πειρ. 459/2015, Εφ.Πειρ. 591/2014, Εφ.Πειρ. 842/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, επιτρέποντας το μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψη τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (Εφ.Πειρ. 371, 2016, Εφ.Πειρ. 376/2016, Εφ.Πειρ. 719/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 1132/2005, Ε.Ν.Δ. 2005, 425, Εφ.Πειρ. 457/2000, Δ.Ε.Ε. 2000, 895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α’ 24, αναδημ. Α’ 172, 1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο, ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό».  Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των παρ. παρ. 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (Α.Π. 1107/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ, παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της [Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008, 444 επομ. (447)]. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (Α.Π. 1109/2017, Α.Π. 1150/2017, Α.Π. 51/2017,  Α.Π. 228/2014, Α.Π. 251/2012, Α.Π. 1494/2010, Α.Π. 637/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (Α.Π. 256/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 447/2023, ό.α, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (Α.Π. 567/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 383/2023, Εφ.Πειρ. 177/2023, www.efeteio-peir.gr). Για να καταστεί όμως οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (Α.Π. 98/2023, Α.Π. 1041/2020, Α.Π. 256/2016, Α.Π. 251/2012, Α.Π. 860/2010, Α.Π. 277/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ.Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αριθ. 1050α, σ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση.  Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το Δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (Εφ.Πειρ. 447/2023,  Εφ.Πειρ. 299/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 160/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (Εφ.Πειρ. 544/2022, Εφ.Πειρ. 485/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 740/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (Α.Π. 1385/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 177/2023, Εφ.Πειρ. 225/2022, Εφ.Πειρ. 205/2019, www.efeteio-peir.gr).

5. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr, Α.Π. 139/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), την υπ’ αριθ. ……./4-2-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, την υπ’ αριθ. ……./4-2-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και την υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΣΠ EB ……./13-3-2023 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……….. ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά ………., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. …../27-1-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά,  ….. για τις δυο πρώτες ένορκες βεβαιώσεις και την υπ’ αριθ. ……./7-3-2023 έκθεση επίδοσης της ίδιας άνω δικαστικής επιμελήτριας), τις υπ’ αριθ. …./27-11-2020 και υπ’ αριθ. …./27-11-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …… και ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εναγόμενης μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ………/20-11-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …….) [χωρίς το γεγονός ότι οι άνω μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, η οποία άλλωστε προσκομίζει ένορκη βεβαίωση ναυτικών που βρίσκονται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης απ’ αυτή], σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν  στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων,  απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό Β’ 40878 ναυτικού φυλλαδίου, προσλήφθηκε από την εναγόμενη για να εργαστεί με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ανήκον στην πλοιοκτησία της υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκό πλοίο «BH», νηολογίου Πειραιά, αριθ. νηολ. ……, κ.ο.χ. 13.615,17, ΔΔΣ …… Συγκεκριμένα, η πρώτη από τις παραπάνω συμβάσεις καταρτίστηκε την 4-1-2018 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο άνω πλοίο με την άνω ειδικότητα μέχρι τις 20-2-2018, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη την 1-4-2018 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 1-11-2018, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «αμοιβαία συναινέσει». Επακολούθησε νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας του στις 13-2-2019, δυνάμει της οποίας απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 11-8-2019, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «λόγω αδείας έως 11-9-2019». Τέλος, προσλήφθηκε εκ νέου στις 10-9-2019 προκειμένου να εργαστεί με την ίδια ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκε, ασκώντας τα καθήκοντα της άνω ειδικότητάς του έως και τις 25-10-2019, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον ίδιο λιμένα, επίσης με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Για τις από 4-1-2018 και από 13-2-2019 συμβάσεις ναυτικής εργασίας του τηρήθηκε έγγραφος τύπος (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη συμβάσεις) και προκύπτει, μεταξύ άλλων συμβατικών ρυθμίσεων, ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε κλειστός, ανερχόμενος αντίστοιχα στο ποσό των 2.721,87  και 2.776,28 ευρώ (μικτών), συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίσθηκε, του βασικού μισθού (οριζομένου από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο), επιδόματος Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, αδείας μετά τροφοδοσίας, υπερωριών, τυχόν επιδόματος της εταιρείας και όλων των διάφορων προβλεπόμενων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας, καθώς, επίσης, ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Κατά το πρώτο ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος (4-1-2018 έως 20-2-2018) ίσχυσε αποκλειστικά η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε στις 27-10-2017 με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οπότε κατέστη γενικά υποχρεωτική (μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της) και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 17-11-2017 (Φ.Ε.Κ. Β’ 4005/17-11-2017) ως η τελευταία ισχύσασα, δοθέντος ότι με την από 4-1-2018 έγγραφη σύμβαση εργασίας είχε συμφωνηθεί ρητά να καταστούν περιεχόμενό της οι όροι της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 4 νομική σκέψη της παρούσας, ενώ οι ρυθμίσεις της διάδοχης ΣΣΝΕ του έτους 2018, που υπογράφηκε στις 4-9-2018, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 14-11-2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018), ουδέποτε κατέλαβαν την εν λόγω σύμβαση εργασίας, καθώς είχε λυθεί ήδη πριν την υπογραφή της. Κατά το δεύτερο ως άνω διάστημα της ναυτολόγησής του (1-4-2018 έως 1-11-2018) όμως, ίσχυσε η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ του έτους 2018, στην οποία περιελήφθη ρήτρα (ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1-1-2018 ισχύος της, οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της αλλά και, ενοχικώς, πριν από αυτήν, δεδομένου ότι υπεγράφη διαρκούσης ακόμη της σύμβασης εργασίας και αμφότεροι ήταν μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιθαλαμηπόλων – Θαλαμηπόλων Εμπορικού Ναυτικού, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ). Η ιδιότητά τους αυτή προκύπτει, για μεν τον ενάγοντα, ο οποίος δεν αμφισβητεί ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ήταν μέλος της ΠΕΑΘΕΝ, από το γεγονός της παρακράτησης από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), υπερκείμενης οργάνωσης στην οποία υπαγόταν η κλαδική επαγγελματική οργάνωση των ναυτικών της ειδικότητάς του, για δε την εναγόμενη, που επίσης δεν προβάλλει σχετικά συγκεκριμένο αρνητικό ισχυρισμό, από το από τον αντίδικό της προσκομιζόμενο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του ΣΕΕΝ στο Διαδίκτυο και αναφέρονται τα μέλη του. Περαιτέρω, κατά το τρίτο (από 13-2-2019 έως 11-8-2019) και τέταρτο (από 10-9-2019 έως 25-10-2019) διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος ίσχυσε η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ του έτους 2019 (ΥΕΝ 2242.5-1.5/56040/2019 – ΦΕΚ 3170/12-8-2019), η οποία καταρτίστηκε στις 8-7-2019, ενόσω διαρκούσε η τρίτη ναυτολόγησή του εντός του έτους 2019 και δεν είχε ξεκινήσει ακόνη η τέταρτη ναυτολόγησή του εντός του ιδίου έτους.  Αυτό, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αφενός λόγω της αναδρομικής υποχρεωτικής ισχύος της άνω ΣΣΝΕ από της κυρώσεώς της, ακόμα και στους τρίτους μη συμβληθέντες  και αφετέρου λόγω της συμβατικής πρόβλεψης ισχύος τους, αφού από το κείμενο της σχετικής έγγραφης ατομικής σύμβασης του ενάγοντος προκύπτει σαφώς  η παραπομπή αυτής  στην εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Επομένως,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, εφαρμόζοντας τη ΣΣΝΕ 2019 για τις αξιώσεις του ενάγοντος κατά την τρίτη και την τέταρτη περίοδο ναυτολόγησής του και τη ΣΣΝΕ 2017 για τις αξιώσεις του κατά την πρώτη περίοδο ναυτολόγησής του, ωστόσο, όπως βάσιμα παραπονείται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, εσφαλμένα εφάρμοσε τη ΣΣΝΕ 2017 για τις αξιώσεις του κατά τη δεύτερη περίοδο ναυτολόγησής του, για την οποία, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμοστέα αναδρομικά είναι εκείνη του έτους 2018 και όχι η ατομική του σύμβαση καθαυτή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Επομένως, οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που δικαιούνταν να λάβει ο ενάγων όσον αφορά την πρώτη σύμβαση ναυτολόγησής του, καθορίζονταν κατά την ΣΣΝΕ του έτους 2017 (άρθρα 1, 3, 6, 8 παρ.  13, 10 παρ. 4 και 15 παρ. 2), βάσει της οποίας ανέρχονταν στο ποσό των 1.865,10 ευρώ, ήτοι 1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 417,13 ευρώ [(1.157,99 ευρώ + 254,76 ευρώ = 1.412,75 ευρώ / 22=) 64,215 + 19,21 = 83,425 Χ 5 ημέρες] αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας. Οι δε ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που δικαιούνταν να λάβει όσον αφορά την δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησής του, καθορίζονταν κατά την ΣΣΝΕ του έτους 2018 (άρθρα 1, 3, 6, 8 παρ. 13, 10 παρ. 4 και 15 παρ. 2), ανερχόμενες στο ποσό των 1.902,38 ευρώ, ήτοι 1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 425,45 ευρώ [(1.181,15 ευρώ + 259,86 ευρώ = 1.441,01 ευρώ / 22=) 65,50 + 19,59 = 85,09 Χ 5 ημέρες] αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας. Όσον αφορά δε την τρίτη και την τέταρτη σύμβαση ναυτολόγησής του, οι  ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που δικαιούνταν να λάβει καθορίζονταν κατά την ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 παρ. 13, 10 παρ. 4 και 15 παρ. 2), ανερχόμενες στο ποσό των 1.940,41 ευρώ, ήτοι 1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 433,95 ευρώ [(1.204,77 ευρώ + 265,05 ευρώ = 1.469,82 ευρώ / 22=) 66,81 + 19,98 = 85,09 Χ 5 ημέρες] αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας. Σημειωτέον ότι στις άνω ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που δικαιούνταν να λάβει ο ενάγων δεν περιλαμβάνεται επίδομα ιματισμού για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία ο ενάγων υποχρεούνταν να φέρει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 περ. Ε, 5 παρ. 1 και 20 των προαναφερόμενων ΣΣΝΕ, ως μέλος του κατώτερου πληρώματος, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, και ορθά δεν συνυπολογίσθηκε (σιγήν) με την εκκαλουμένη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν παρείχε εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό, ώστε να καταβάλλει το ανωτέρω επίδομα (άρθρο 5 παρ. 3 των ΣΣΝΕ). Επίσης, δεν περιλαμβάνεται κατ’ αρχήν το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, λόγω της σίτισης του ενάγοντος εντός του πλοίου. Μετά ταύτα ο ενάγων δικαιούταν α) για το πρώτο άνω χρονικό διάστημα (4-1-2018 έως 20-2-2018) το ποσό των 2.909,55 ευρώ [1.865,10 Χ 1,56 μήνες (47 ημέρες/30)], β) για το δεύτερο άνω χρονικό διάστημα (1-4-2018 έως 1-11-2018) το ποσό των 16.094,13 ευρώ [1.902,38 Χ 8,46 μήνες (254 ημέρες/30)], γ) για το τρίτο άνω χρονικό διάστημα (13-2-2019 έως 11-8-2019) το ποσό των 11.564,84 ευρώ  [1.940,41 Χ 5,96 μήνες (179 ημέρες/30)] και δ) για το τέταρτο άνω χρονικό διάστημα (10-9-2019 έως 25-10-2019) το ποσό των 2.910,61ευρώ  [1.940,41 Χ 1,5 μήνες (179 ημέρες/30)] και συνολικά δικαιούταν το ποσό των 33.479,13 ευρώ. Όπως δε ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, κρίθηκε με την εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται με ειδικό λόγο έφεσης α) κατά τις δυο ναυτολογήσεις του το έτος 2018 λάμβανε από την εναγόμενη μηνιαίως 1.157,99 ευρώ ως μισθό ενέργειας, 254,76 ευρώ για επίδομα Κυριακών, 35,22 ευρώ για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και 417,13 ευρώ για αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, ήτοι έλαβε συνολικά 16.360,40 ευρώ (1.865,10 ευρώ Χ 8,7 μήνες (261 ημέρες /30) σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και ενόψει του ότι δικαιούταν, κατά τα προαναφερθέντα 16.226,37 ευρώ, δεν του οφείλεται κάποιο υπόλοιπο και β) κατά την πρώτη ναυτολόγησή του το έτος 2019 λάμβανε από την εναγόμενη μηνιαίως τα ποσά των 1.181,15 ευρώ ως μισθό ενέργειας, 259,86 ευρώ για επίδομα Κυριακών, 35,92 ευρώ για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και 425,45 ευρώ για αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, ήτοι έλαβε συνολικά 16.806,72 ευρώ και ενόψει του ότι δικαιούταν συνολικά το ποσό των 12.865,11 ευρώ (6,63 μήνες (199 ημέρες / 30), απομένει υπόλοιπο 58,40 ευρώ.

6. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 των ως άνω εφαρμοζόμενων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (Εφ.Πειρ. 328/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 626/2014, ΕλλΔνη 2015, 508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 630/2014, Εφ.Πειρ. 735/2006, Εφ.Πειρ. 567/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 παρ. 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 εδάφ. β’ και γ’ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 παρ. 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 ποαρ. 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 παρ. 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Εξάλλου, τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118, στα οποία οι θαλαμηπόλοι διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω Β/Δ/τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του  ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου, εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 119 του ιδίου ως άνω β.δ./τος προβλέπεται ότι: «Διά την καθαριότητα και τον ευπρεπισμόν εν γένει των διαμερισμάτων και των κοιτωνίσκων του Πλοιάρχου και των Αξιωματικών του πλοίου και διά την περιποίησιν και εξυπηρέτησιν αυτών διατίθενται θαλαμηπόλοι των θέσεων, οίτινες άμα τω πέρατι της ειδικής ταύτης αργασίας των ασχολούνται εις τα κύρια καθήκοντά των».

7. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω Ε.Γ-Ο.Γ πλοίο  BH, κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος εκτελούσε κατά κανόνα διήμερα τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, με αφετηρία το λιμένα του Πειραιά και προορισμό το λιμένα του Ηρακλείου της Κρήτης, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, με επιστροφή στον άνω  λιμένα της αφετηρίας του, στον οποίο κατέπλεε την επόμενη ημέρα, χωρίς προσέγγιση ενδιάμεσων λιμένων, ούτε στο δρομολόγιο προς Ηράκλειο, ούτε στο δρομολόγιο της επιστροφής με προορισμό τον Πειραιά. Ειδικότερα: α) Από 4-1-2018 έως 20-2-2018 και από 1-4-2018 έως 1-11-2018, αναχωρούσε από τον Πειραιά περί ώρα 21.00 και κατέπλεε στο Ηράκλειο περί ώρα 6.15 της επομένης. Περί ώρα 21.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από το λιμένα του Ηρακλείου, με προορισμό το λιμένα του Πειραιώς, όπου κατέπλεε περί ώρα 6.15 της επομένης ημέρας, κ.ο.κ. Κατ’ εξαίρεση, κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες τα δρομολόγια του πλοίου τροποποιήθηκαν ως εξής: Την 27-4-2018, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.15 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αναχ. 8.00) – Πειραιάς (αφ. 17.00). Στις 6-4-2018, 12-7-2018, 19-7-2018, 26-7-2018, 31-7-2018, 4-8-2018, 7-8-2018, 11-8-2018, 21-8-2018, 23-8-2018, 28-8-2018 και μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 6.15 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 10.00) – Ηράκλειο (αφ. 18.45). Στις 5-7-2018, 28-7-2018, 2-8-2018, 9-8-2018, 16-8-2018, 19-8-2018 και 2-9-2018, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.15, εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αναχ.10.00) – Πειραιάς (αφ.18.45). Στις 13-8-2018, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.15, εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο, ως εξής: Ηράκλειο (αναχ. 8.30) – Θήρα (αφ. 12.10 – αναχ.14.00) – Ηράκλειο (αφ.17.40). Στις 3-9-2018 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο και το πλοίο παρέμεινε στο λιμένα του Πειραιώς. Την επομένη 4-9-2018 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 10.00) – Ηράκλειο (αφ.19.30 – αν.22.00) – Πειραιάς (αφ.7.30 της επομένης ημέρας 5-9-2018). Δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο 24-1-2018 (απαγορευτικό), την 7-4-2018 (Μ. Σάββατο), την 18-4-2018 και την 19-4-2018 (απεργία ΠΝΟ), την 3-9-2018 (απεργία ΠΝΟ), την 26-9-2018 και την 29-9-2018 (απαγορευτικό)  Και β) Από 2-4-2019 έως 25-10-2019 ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 21.00 με προορισμό το λιμένα του Ηρακλείου, όπου κατέπλεε περί ώρα 06.00 της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από το λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 21.00 της ίδιας ημέρας για το λιμένα του Πειραιώς, όπου κατέπλεε περί ώρα 06.00 της επόμενης ημέρας, κ.ο.κ. Κατ’ εξαίρεση, κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες τα δρομολόγια του πλοίου τροποποιήθηκαν ως εξής: Στις 4-7-2019, 11-7-2019, 12-7-2019, 30-7-2019, 3-8-2019, 6-8-2019, 10-8-2019, 13-8-2019 και 22-8-2019, μετά την άφιξή του στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 06.00 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ.10.00) – Ηράκλειο (αφ.18.45). Στις 18-7-2019, 25-7-2019, 26-7-2019, 1-8-2019, 8-8-2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.00, εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αναχ.9.00) – Πειραιάς (αφ.17.45). Δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο την 23-2-2019 (απαγορευτικό) και την 27-4-2019 (Μ. Σάββατο). Η οργανική σύνθεση του πλοίου ως προς το προσωπικό υπηρεσίας ενδιαιτημάτων αποτελούνταν κατά τη μεν χειμερινή περίοδο, ήτοι από 1 Νοεμβρίου μέχρι 31 Μαρτίου, από 13 θαλαμηπόλους και 10 επίκουρους, κατά δε τη θερινή περίοδο, ήτοι από 1 Απριλίου μέχρι 31 Οκτωβρίου, από 25-27 θαλαμηπόλους και 16-17 επίκουρους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του Π.Δ. 177/1974, όπως αποδεικνύεται τόσο από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, όσο και από τους προσκομιζόμενους καταλόγους εργαζομένων, που προσκόμισε η εναγόμενη πρωτόδικα. Ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο απασχολούνταν με καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του, ως θαλαμηπόλος ενδιαιτημάτων και εστιατορίου, βοηθούμενος από έναν επίκουρο θαλαμηπόλο. Ειδικότερα, κατά κανόνα, όταν οι πλόες ήταν οι συνήθεις νυχτερινοί, η πρωινή βάρδιά του ξεκινούσε από τις 06:00 π.μ, όταν εκκενώνονταν οι καμπίνες επιβατών, απασχολούμενος ως διαμεριστής με το καθάρισμα και την αλλαγή του ιματισμού των ανατιθέμενων σε αυτόν καμπινών, περίπου σε αριθμό 25-28 τη χειμερινή περίοδο και 11-13 τη θερινή περίοδο, χωρητικότητας εκάστης δύο ή τεσσάρων κλινών, καθώς και των κοινόχρηστων χώρων έξωθεν αυτών, εργασία που διαρκούσε το αργότερο μέχρι τις 10:00 π.μ., και άρχιζε εκ νέου εργασία στις 18:00 μ.μ. απασχολούμενος στην υποδοχή των επιβατών και την υπόδειξη σε αυτών των θέσεών τους ή των καμπινών τους και μετά τον απόπλου, στο εστιατόριο «a la carte» του πλοίου που λειτουργούσε για το επιβατικό κοινό μέχρι ώρα 23:00 μ.μ., ο ίδιος, όμως, έπρεπε να επιμεληθεί για το κλείσιμο του εστιατορίου και τον καθαρισμό του χώρου, αποχωρώντας προς ανάπαυση περίπου μια ώρα αργότερα. Κατά δε τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο έπρεπε να τελειώσει συντομότερα τον καθαρισμό των καμπίνων, ώστε να υποδεχθεί τους επόμενους επιβάτες μέχρι τον απόπλου του πλοίου στις 10:00 π.μ, ενώ πλέον των ανωτέρω, αναλάμβανε καθήκοντα εξυπηρέτησης των επιβατών στην τραπεζαρία τις μεσημβρινές ώρες, η οποία τις ημέρες εκείνες λειτουργούσε 12:00 με 14:00 μ.μ, απασχολούμενος κατά δύο ώρες παραπάνω σε σχέση με τα υπόλοιπα διαστήματα της ναυτολόγησής του. Τέλος, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, όπως όλοι οι θαλαμηπόλοι του πλοίου, εκτελούσαν φυλακές πυρασφάλειας δύο φορές την εβδομάδα τη χειμερινή περίοδο και δύο φορές το μήνα το υπόλοιπο διάστημα, λόγω της αύξησης του προσωπικού των θαλαμηπόλων, πλην όμως, η εν λόγω υπηρεσία δεν ήταν υπερωριακή εργασία, πλέον του νόμιμου ωραρίου, αλλά συνέπιπτε με τη βάρδια που κάθε φορά εκτελούσε. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και της κίνησης των επιβατών. Για να ανταποκριθεί, όμως, στα προαναφερόμενα καθήκοντά του, εργαζόταν, κατ’ εντολή του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκε και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του. Τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και δη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης, αποδεικνύονται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, οι οποίοι είχαν εργασθεί στο ίδιο πλοίο, συνυπηρετώντας με τον ενάγοντα εντός των επίδικων χρονικών διαστημάτων με την ίδια ειδικότητα (Ο …….. από το Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο 2019, ο …….. από τον Αύγουστο 2016 μέχρι τον Οκτώβριο 2019 και ο ………… από το Σεπτέμβρη 2018 μέχρι τα μέσα Απριλίου 2020), όσο και αναφορικά με την ανάγκη παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τις ημέρες που το πλοίο έκανε πρόσθετους πλόες, ενόψει της λειτουργίας της μεσημεριανής τραπεζαρίας «a la carte», που δεν αναιρείται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης που συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα τα επίδικα διαστήματα (Ο   ….. ως προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος το έτος 2018 και μέχρι τον Απρίλιο 2019 και ο ……. ως αρχιθαλαμηπόλος τα έτη 2018 και 2019), αντίθετα επιρρωνύεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, του καταβάλλονταν χρηματικά ποσά για απασχόληση «Σάββατα και αργίες» και για «αμοιβή υπερωριών». Βάσει των προεκτεθέντων και ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, β) των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος, δοθέντος ότι τη θερινή περίοδο που ήταν αυξημένη η επιβατική κίνηση ήταν ναυτολογημένο μεγαλύτερο προσωπικό, γ) τη μεταφορική δυνατότητα του πλοίου 1.380 επιβατών, δ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του [με την υπόμνηση εδώ ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 699/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160)], δ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κρίνεται ότι ο ενάγων, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του απασχολούνταν στο πλοίο της εναγόμενης επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, με εξαίρεση τις ημέρες που πραγματοποιούνταν πρόσθετο δρομολόγιο εντός της ημέρας, οπότε κρίνεται ότι απασχολούνταν επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί της μη ανάγκης απασχόλησής του πέραν του οκταώρου και λήψης μηνιαίως ποσών προς κάλυψη τυχόν υπερωριακής εργασίας του σταθερά και ανεξάρτητα των πραγματικά παρασχεθεισών ωρών υπερωριακής εργασίας, δεν βρίσκεται σε λογική ακολουθία με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ήτοι την εκτέλεση συνεχών πλόων καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας και τα καθήκοντα του ενάγοντος, που δεν ήταν εφικτό να εκτελούνται μέσα στο νόμιμο οκτάωρο, ενώ από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να γίνει δεκτός και ο ισχυρισμός του τελευταίου περί 14ωρης και 17ωρης καθημερινής εργασίας αντίστοιχα, καθώς κρίνεται υπερβολικός και δεν συνάδει ούτε με την ειδικότητά του και τα καθήκοντα που είχε αναλάβει, ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθώς η εξακολουθητική απασχόληση του ενάγοντος επί τόσες πολλές ώρες καθημερινά θα επέφερε οπωσδήποτε την φυσική του εξάντληση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το ως άνω πλοίο, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, είχε πλήρη σύνθεση πληρώματος, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 398/2023, Εφ.Πειρ. 442/2023, Εφ.Πειρ. 166/2022, Εφ.Πειρ. 54/2022, www.efeteio-peir.gr). Ομοίως, δεν αναιρεί τα παραπάνω αποδειχθέντα και ο ισχυρισμός της εναγόμενης, ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυετούς ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του, ενώ λάμβανε κάθε μήνα τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, καθόσον τούτο δικαιολογείται αφενός από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, αφετέρου διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 Α.Ν. 539/1945 και 8 παρ. 4 Ν.Δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη και θεωρείται μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζόμενου, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (Α.Π. 875/2018, Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 55/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), απορριπτομένων κατά συνέπεια των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, καθόσον αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, για την οποία του οφείλεται αμοιβή κατά τα παρατιθέμενα παρακάτω. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων εκτελούσε υπερωριακή εργασία για δέκα ώρες όταν εκτελούνταν τα συνήθη δρομολόγια και δώδεκα ώρες όταν πραγματοποιούνταν πρόσθετα δρομολόγια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων του πρώτου μέρους του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και του πρώτου και δεύτερου μέρους του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγόμενης αναφορικά με την παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος. Αντίθετα, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό των ημερών εργασίας του ενάγοντος, κρίνοντας α) ότι την 6-4-2018 (αργία Μ. Παρασκευής) το πλοίο έκανε διπλό δρομολόγιο, ενώ αποδείχθηκε από τους πίνακες δρομολογίων του ότι την ημέρα εκείνη το πλοίο μετέθεσε τα δρομολόγιά του ως εξής: αναχώρηση από Πειραιά 10.00 αντί 21.00 για Ηράκλειο 18.45 και αναχώρηση από Ηράκλειο 10.00 της επομένης για Πειραιά 18.45 και άρα δεν έκανε διπλό δρομολόγιο, β) ότι ο ενάγων εργάστηκε τα Σάββατα 7-4-2018 (Μ. Σάββατο – ανεκτέλεστο δρομολόγιο) και 29-9-2018 (απαγορευτικό), ενώ αποδείχθηκε από τους πίνακες δρομολογίων του πλοίου ότι τις ημέρες εκείνες το πλοίο δεν ταξίδεψε. γ) ότι η 15-5 ήταν αργία (ενώ δεν ήταν), δ) ότι το πλοίο έκανε διπλά δρομολόγια την 13-8-2018 (ενώ αυτό από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται, ενώ αναιρείται από τους πίνακες δρομολογίων του πλοίου) και την 3-9-2018 (ενώ τότε δεν ταξίδεψε λόγω απεργίας Π.Ν.Ο.), ε) ότι ο συνολικός αριθμός των καθημερινών και Κυριακών που το πλοίο δεν έκανε διπλά δρομολόγια μέσα στο 2018 ήταν 199 ενώ το ορθό άθροισμα ήταν 192 ημέρες, αφού αποδεικνύεται ότι το πλοίο δεν ταξίδεψε τις 24-1-2018 (απαγορευτικό), 18-4-2018 (απεργία ΠΝΟ), 19-4-2018 (απεργία ΠΝΟ), 8-8-2019, 26-9-2018 (απαγορευτικό), 29-9-2018 (απαγορευτικό), όπως προκύπτει και από τους πίνακες δρομολογίων του. στ) ότι ο ενάγων εργάστηκε 29 Σάββατα το 2019, ενώ στην πραγματικότητα εργάστηκε 27 Σάββατα, καθώς αποδεικνύεται ότι το πλοίο δεν ταξίδεψε την 23-2-2019 (απαγορευτικό) και την 27-4-2019 (Μ. Σάββατο – ανεκτέλεστο δρομολόγιο), όπως προκύπτει και από τους πίνακες δρομολογίων του.

8. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε, είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).

9. Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ισχυρίζεται ότι πρόβαλε νόμιμα κατά την πρωτοβάθμια δίκη και επαναφέρει και στη δευτεροβάθμια δίκη την ένσταση καταλογισμού των καταβληθέντων απ’ αυτήν στον ενάγοντα, πέραν των νόμιμων, «έκτακτων αμοιβών», συνολικού ποσού 2.763,61 ευρώ, στο ένδικο κονδύλι καταβολής αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ισχυριζόμενη ότι, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, ερμηνευμένα σύμφωνα με την καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη και των χρηστών ηθών, του κατέβαλε πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του το άνω συνολικό ποσό ως «επιμίσθιο», δηλαδή ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του, με τη συμφωνία να συμψηφίζεται το ποσό αυτό με την τυχόν οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία του. Ακόμη, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα αφαίρεσε μόνο το ποσό των 2.682,61 ευρώ από το ποσό αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, καίτοι, κατά τις προσαγόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του, το άθροισμα των έκτακτων αμοιβών που του καταβλήθηκαν ανέρχεται σε 2.763,61 ευρώ. Από την άλλη ο ενάγων, με το δεύτερο λόγο της έφεσής του κατά το σχετικό μέρος του, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη χωρίς απόδειξη, άλλως κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, πέραν των αποδοχών των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ, και επιπλέον ποσά συνολικού ύψους 2.682,61 ευρώ ως «επιμίσθιο», το οποίο ακολούθως εσφαλμένα έκρινε, κατ’ αποδοχή σχετικής ένστασης της εναγόμενης, ότι πρέπει να συμψηφιστεί με την οφειλόμενη σ’ αυτόν υπερωριακή αμοιβή βάσει των όρων της ατομικής του σύμβασης. Για την απόδειξη της ένστασης αυτής η εναγόμενη προσκόμισε πρωτόδικα με τις έγγραφες προτάσεις της και προσκομίζει, παραδεκτά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος για τις περιόδους των ένδικων ναυτολογήσεών του στο πλοίο «BH».  Από τις αποδείξεις αυτές αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια των άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν μηνιαίως διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους (124,67 + 86,93  + 125,54 + + 103,72 + + 116,38 + 184,34+ 303,28 + 117,73 + + 110,04 + 95,14 +  + 276,13 + + 178,92 + 188,96  + 198,51 + 284,91 + 145,00 + 123,41=) 2.763,61 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην υπ’ αριθ. 8 άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών  πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού, η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου των από 4-1-2018 και 13-2-2019 άνω έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας του στο πλοίο αυτό: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ. (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν υποχρεώσεις της εναγόμενης από τη σύμβαση για υπερωριακή αμοιβή ή για δώρα εορτών (Εφ.Πειρ. 205/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 465/2009, ό.α.). Σε κάθε περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου, διανεμόμενο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαίτησης και σε μικρότερο βαθμό μεταξύ μελών του προσωπικού μαγειρείου και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικά προβλεπόμενων. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά αυτά των «έκτακτων αμοιβών» προέκυψε ότι δεν καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……..», στην οποία είχε παραχωρηθεί με σύμβαση η εκμετάλλευση των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης απ’ αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης και σε μικρότερο βαθμό σε μέλη του προσωπικού μαγειρείου, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαίτησης (Α.Π. 1703/2008, Α.Π. 955/1995, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, παρ. 7, σ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, υπ’ άρθρο 440, ΙΙ, αριθ. 1489, σ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση συμψήφισε τα καταβληθέντα στον ενάγοντα ποσά έκτακτων αμοιβών, με την οφειλόμενη σ’ αυτόν υπερωριακή αμοιβή, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του. Μετά ταύτα αλυσιτελώς παραπονείται η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος της, για το ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα αφαίρεσε από το ποσό αμοιβής υπερωριακής εργασίας ως καταβληθέν κονδύλι έκτακτων αμοιβών το ποσό των 2.682,61 ευρώ μόνον, καίτοι από τις προσαγόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι το άθροισμα των έκτακτων αμοιβών που του καταβλήθηκαν ανέρχονταν σε 2.763,61 ευρώ. Με βάση, επομένως, τα παραπάνω αποδειχθέντα και σύμφωνα με το οικείο αγωγικό αίτημα και τα προβλεπόμενα στις προαναφερόμενες Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο «BH» με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, τα ακόλουθα ποσά: Α) για το διάστημα από 41-2018 έως 202-2018: α) 7 Σάββατα (6, 13, 20, 27/1, 3/2, 10, 17/2) εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι 70 ώρες υπερωρίας Χ 10,04 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 669,60 ευρώ και β) 40 καθημερινές και Κυριακές εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 2 ώρες υπερωρίες, ήτοι 80 ώρες υπερωρίας Χ 8,37 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 683,20 ευρώ, Β) για το διάστημα από 14-2018 έως 111-2018: α1) 3 Σάββατα (28/7, 4/8 και 11/8), κατά τα οποία το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, οπότε εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι 36 ώρες υπερωρίας Χ 10,25 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 369,00 ευρώ και α2) 24 Σάββατα  (14, 21, 28/4, 5, 12, 19, 26/5, 2, 9, 16, 23, 30/6, 7, 14, 21/7, 18, 25/8, 1, 8, 15, 22/9 και 6/13, 20, 27/10) και 7 αργίες (9, 23/4, 1, 17/5, 15/8, 14/9 και 28/10), οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι 310 ώρες υπερωρίας Χ 10,25 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 3.177,50 ευρώ και β1) 17 καθημερινές και Κυριακές (27/4, 5, 12, 19, 26, 31/7, 2, 7, 9, 16, 19, 21, 23, 26, 28, 30/8, 2/9), κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 4 ώρες υπερωρίες, ήτοι 68 ώρες υπερωρίας Χ 8,54 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 580,72 ευρώ και β2) 152 καθημερινές και Κυριακές, οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 2 ώρες υπερωρίες, ήτοι 304 ώρες υπερωρίας Χ 8,54 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 2.596,16 ευρώ [ήτοι συνολικά για το 2018 δικαιούται 8.076,18 ευρώ], Γ) για το διάστημα από 132-2019 έως 118-2019: α1)  2 Σάββατα (3/8 και 10/8), κατά τα οποία το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, οπότε εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι 24 ώρες υπερωρίας Χ 10,44 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 250,56 ευρώ και α2) 22 Σάββατα (16/2, 2, 9, 16, 23, 30/3, 6, 13, 20/4, 4, 11, 18, 25/5, 1, 8, 15, 22, 29/6, 6, 13, 20, 27/7) και 6 αργίες (11, 25/3, 26, 29/4, 1/5 και 6/6), οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι 280 ώρες υπερωρίας Χ 10,25 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 2.870,00 ευρώ και β1) 10 καθημερινές και Κυριακές (4, 11, 12, 18, 25, 26, 30/7, 1, 6 και 8/8), κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 4 ώρες υπερωρίες, ήτοι 40 ώρες υπερωρίας Χ 8,70 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 348,00 ευρώ και β2) 137 καθημερινές και Κυριακές, οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 2 ώρες υπερωρίες, ήτοι 274 ώρες υπερωρίας Χ 8,70 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 2.383,80 ευρώ, Και Δ) για το διάστημα από 109-2019 έως 2510-2019: α)  5 Σάββατα (21, 28/9, 5, 12, 19/10) και 1 αργία (14/9), οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι 60 ώρες υπερωρίας Χ 10,25 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 615 ευρώ και β) 39 καθημερινές και Κυριακές, οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 2 ώρες υπερωρίες, ήτοι 78 ώρες υπερωρίας Χ 8,70 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 678,60 ευρώ [ήτοι συνολικά για το 2019 δικαιούται 7.145,96 ευρώ]. Επομένως, ο μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του που δικαιούταν ανερχόταν για το έτος 2018 σε (8.076,18 ευρώ / 261 ημέρες συνολικής διάρκειας της ναυτολόγησής του Χ 30 =) 928,20 ευρώ και για το έτος 2019 σε (7.145,96 ευρώ / 224 ημέρες συνολικής διάρκειας της ναυτολόγησής του Χ 30 =) 957,00 ευρώ. Εξάλλου, έναντι των άνω οφειλών για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, συνολικού ποσού (8.076,18 + 7.145,96=) 15.222,14 ευρώ, ο ενάγων έλαβε ως υπερωριακή αμοιβή για τα παραπάνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των 9.393,90 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη αντίγραφα των αναλυτικών αποδείξεων πληρωμής μισθοδοσίας του, γενομένης δεκτής της ένστασης μερικής εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που πρόβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και ήδη επαναφέρει με την έφεσή της, και επομένως, αφού οι συμφωνημένες και καταβαλλόμενες σε αυτόν αποδοχές υπολείπονταν των νόμιμων, δικαιούται να λάβει την διαφορά, ποσού (12.096,86 – 9.393,90 =) 5.828,24 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι ο ενάγων δικαιούται το μεγαλύτερο ποσό των 7.482,04 ευρώ για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού των ημερών υπερωριακής εργασίας του, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη σκέψη 7 της παρούσας και λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της ΣΣΝΕ του έτους 2017 αντί αυτής του 2018 όσον αφορά τα ωρομίσθια με βάση τα οποία υπολόγισε τις υπερωρίες του δεύτερου διαστήματος εργασίας του, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην ορθή εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου αντίστοιχα ως ουσία βάσιμου του σχετικού μέρους του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγόμενης και του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος.

10. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού θα συνυπολογιστούν, εκτός άλλων, ο καθορισθείς ανωτέρω  μέσος όρος της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία και η αποζημίωση άδειας, ενόψει του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη – εκκαλούσα. Δεν θα συνυπολογιστεί όμως, όπως και πρωτόδικα, η πρόσθετη αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές, επειδή δεν την ελάμβανε αδιαλείπτως και τα δρομολόγια εξπρές δεν πραγματοποιούνταν τακτικά, ενώ και ο ίδιος δεν τη συνυπολογίζει στις τακτικές αποδοχές του στο δικόγραφο της αγωγής του. Επίσης, δεν θα συνυπολογιστεί η κατά μέσον όρο μηνιαία αμοιβή έκτακτων εργασιών, που, όπως προαναφέρθηκε, δεν συνιστούσε τακτικά καταβαλλόμενες αποδοχές αλλά διανεμόμενο σε μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης και μαγειρείου ποσοστό επί των εισπράξεων των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου. Μετά ταύτα οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό των δώρων εορτών αυτού ανέρχονται Α) για την πρώτη περίοδο ναυτολόγησής του (4-1-2018 έως 20-2-2018) (εφαρμοστέα η ΣΣΕ 2017) σε 3.369,60 ευρώ [1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 417,13 ευρώ  αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 576,30 ευρώ αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος – άρθρο 18 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ) + 928,20 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας=3.369,60 ευρώ], Β) για τη δεύτερη περίοδο ναυτολόγησής του (1-4-2018 έως 1-11-2018) (εφαρμοστέα η ΣΣΕ 2018) σε 3.418,28 ευρώ [1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 425,45 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος – άρθρο 18 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ) + 928,20 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας=3.418,28 ευρώ Και Γ) για την τρίτη και την τέταρτη περίοδο ναυτολόγησής του (13-2-2019 έως 11-8-2019 και 10-9-2019 έως 25-10-2019 αντίστοιχα – εφαρμοστέα ΣΣΕ 2019) σε 3.496,81 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος – άρθρο 18 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ) + 957,00 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας= 3.496,81 ευρώ]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται: Α) για αναλογία δώρου Πάσχα 2018 3.369,60 ευρώ / 2 / 15 = 112,32 ευρώ Χ 6 οκταήμερα (48 ημέρες διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησής του από 4-1-2018 έως 20-2-2018 με τη ΣΣΕ 2017 : 8) = 673,92 ευρώ + 3.418,28 ευρώ / 2 / 15 = 113,94 ευρώ Χ 3,75 οκταήμερα [30 ημέρες διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησής του από 1-4-2018 έως 30-4-2018 με τη ΣΣΕ 2018 : 8] = 427,27 ευρώ, ήτοι συνολικά δικαιούται 1.101,19 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 657,63 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 443,56 ευρώ. Β) για αναλογία δώρου Πάσχα 2019:  3.496,81 ευρώ / 2 / 15 = 116,56 ευρώ Χ 9,62 οκταήμερα (77 ημέρες διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησής του από 13-2-2019 έως 11-8-2019, με τη ΣΣΕ 2019 : 8) = 1.121,30 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 527,09 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 594,21 ευρώ. Γ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018:  3.418,28 ευρώ / 25 Χ 2 Χ 9,73 δεκαεννεαήμερα  (185 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 1-5-2018 έως 1-11-2018 / 19) = 2.660,79  ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.589,47 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.071,32 ευρώ. Και Δ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019:  3.496,81 ευρώ / 25 Χ 2 Χ 7,84 δεκαεννεαήμερα  (149 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 1-5-2019 έως 11-8-2019 και από 10-9-2019 έως 25-10-2019 / 19) = 2.193,20 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.097,49 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.095,71 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα μεγαλύτερα ποσά για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2018 και 2019, αφού εσφαλμένα συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του περισσότερες ημέρες υπερωριακής εργασίας του, καθώς και το μέσο όρο της πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές και έκρινε εσφαλμένα εφαρμοστέα κατά τη δεύτερη περίοδο ναυτολόγησής του τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 αντί αυτής του 2018, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος (τέταρτος) να γίνει δεκτός, κατά το σχετικό μέρος του, ως βάσιμος κατ’ ουσία, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία ο ίδιος λόγος έφεσης, κατά το μέρος με το οποίο ο ενάγων παραπονείται επειδή δεν συνυπολογίστηκαν στις τακτικές αποδοχές του οι «έκτακτες αμοιβές» που του καταβάλλονταν κάθε μήνα. Επίσης, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος με το οποίο αυτή παραπονείται ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής και επίδομα αδείας, ενώ πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία ο ίδιος λόγος έφεσης, κατά το μέρος με το οποίο αυτή παραπονείται για τον υπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος του μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές.

11. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγόμενης, κατά το σχετικό μέρος του, πλήττεται επίσης η εκκαλουμένη, διότι εσφαλμένα επιδίκασε αναλογία δώρων εορτών με το νόμιμο τόκο από 1η-5 και 1η-1 αντίστοιχα του επόμενου έτους που αφορούσαν και όχι από την ημέρα της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος (25-10-2019), όπως αιτείτο με την αγωγή του. Ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος όσον αφορά τα δώρα Πάσχα 2018 και 2019 και το δώρο Χριστουγέννων 2018, δοθέντος ότι, ναι μεν κατέστησαν απαιτητά το Δώρο Πάσχα 2018 από την 1η-5-2018, το Δώρο Πάσχα 2019 από την 1η-5-2019 και το δώρο Χριστουγέννων 2018 από την 1η Ιανουαρίου 2019, πλην, όμως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.), και να απορριφθεί ως αβάσιμος όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2019, το οποίο ορθά με την εκκαλουμένη επιδικάσθηκε με το νόμιμο τόκο από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους εκείνου κατά το οποίο κατέστη απαιτητό, ήτοι από 1η-1-2020 (Ολ.Α.Π. 39-40/2002, Α.Π. 233/2004, Εφ.Αθ. 3734/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

12. Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια. Για τον υπολογισμό της αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ακολούθως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή υπολογίζεται ως εξής (παρ. 7): Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο. Στις αποδοχές αυτές, με βάση τις οποίες υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής, το επίδομα άδειας (Εφ.Πειρ. 149/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 216/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 117/2016, Εφ.Πειρ. 120/201653/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής, η αναλογία επί των δώρων εορτών (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 557/2022, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr), πλην του επιδόματος ιματισμού, το οποίο παρέχεται είτε σε είδος είτε σε χρήμα για τις λειτουργικές ανάγκες του πλοίου και όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας των ναυτικών (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 603/2015,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

13. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης, το άνω πλοίο, κατά τη δεύτερη και την τρίτη από τις ως άνω χρονικές περιόδους απασχόλησης του ενάγοντος (1-4-2018 έως 1-11-2018 και από 13-2-2019 έως 11-8-2019), πραγματοποιούσε έως και πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σε αυτό και επέστρεφε σε αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες, εν προκειμένω, δε, πραγματοποίησε συνολικά  57,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά το δεύτερο διάστημα ναυτολόγησής του το έτος 2018 (και όχι τις 59 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά το αγωγικό αίτημα, διότι κατά την 6-4-2018 και την 27-4-2018 το πλοίο δεν πραγματοποίησε εξπρές δρομολόγια, σύμφωνα και με τους πίνακες δρομολογίων του) και 27,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά το έτος 2019 (κατά το τρίτο διάστημα ναυτολόγησής του), που αντιστοιχούν σε δρομολόγια εξπρές (57,5/8) 7,187 για το έτος 2018 και σε (27,75 / 8) 3,468 για το έτος 2019. Υπό τα δεδομένα αυτά ο ενάγων, ως πλήρωμα του άνω πλοίου, δικαιούταν πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 7α του άρθρου 33 των εφαρμοστέων άνω ΣΣΝΕ ετών 2018 και 2019 και συγκεκριμένα Α) για το διάστημα από 1-4-2018 έως 1-11-2018, κατά το οποίο οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν συνολικά σε 3.850,69 ευρώ [1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 425,45 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος – άρθρο 18 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ) + 928,20 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 432,41 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών 2018 = 3.850,69 ευρώ], το ποσό των (3.850,69 Χ 1 / 30 Χ 7,1875 δρομολόγια εξπρές=) 922,56 ευρώ και Β) για το διάστημα από 13-2-2019 έως 11-8-2019, κατά το οποίο οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν συνολικά σε 3.940,71 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος – άρθρο 18 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ) + 957,00 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 443,90 μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών = 3.940,71 ευρώ], το ποσό των (3.940,71 ευρώ Χ 1 / 30 Χ 3,468 δρομολόγια εξπρές =) 455,54 ευρώ. Έναντι της άνω οφειλής, συνολικού ύψους 1.378,10 ευρώ, έλαβε από την εναγόμενη, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό του 1.081,64 ευρώ (724,79 ευρώ για το 2018 και 356,85 ευρώ για το 2019), γενομένης δεκτής της ένστασης μερικής εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που πρόβαλε πρωτόδικα η εναγόμενη και ήδη επαναφέρει με τις προτάσεις της, απομένοντος υπολοίπου 296,46 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι οφείλεται ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές μόνο το ποσό των 233,27 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς οδηγήθηκε σε εσφαλμένους εν μέρει υπολογισμούς ως προς το μέσο μηνιαίο όρο υπερωριακής αμοιβής και κατ’ επέκταση αποδοχών του ενάγοντος, προσμετρώντας εσφαλμένα εξπρές δρομολόγια στις 6-4-2018 και στις 27-4-2018, υπολογίζοντας εσφαλμένα τις τακτικές αποδοχές του την περίοδο από 1-4-2018 έως 1-11-2018 με βάση τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 αντί αυτής του έτους 2018 και μη συμπεριλαμβάνοντας στις αποδοχές αυτές, για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, το μέσο όρο μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί σχετικά ως βάσιμοι κατ’ ουσία τόσο ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, όσο και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, καθ’ ο μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη προσμέτρηση εξπρές δρομολογίων στις αμέσως παραπάνω ημερομηνίες και να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία ο ίδιος λόγος έφεσης, καθ’ ο μέρος αναφέρεται σε εσφαλμένη προσμέτρηση στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος του αντιτίμου τροφής, των αποδοχών αδείας και μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του.

14. Με τη διάταξη του άρθρου 2 Ν. 4055/6.3.2012 (Φ.Ε.Κ. Α’ 51/12.3.2012) αντικαταστάθηκε από 2-4-2012 (άρθρο 113) η διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ. ως εξής: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγόμενου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει αν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4055/2012). Συνεπώς, μετά την τροποποίηση του άρθρου 346 Α.Κ, τα μοναδικά κριτήρια, τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας (και όχι επιδικίας) είναι: α) ρητό αίτημα του εναγόμενου και β) εύλογη αντιδικία ανεξαρτήτως του καταψηφιστικού ή αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής (Εφ.Αθ. 4052/2021, Εφ.Αθ. 3809/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δε συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας (Α.Π. 609/2020, Α.Π. 1207/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το πότε υφίσταται εύλογη αντιδικία θα κριθεί in concreto από το δικάζον Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων λ.χ. αν αντικείμενο της δίκης είναι ερμηνεία νέας νομικής διατάξεως ή αν υφίστανται εν γένει κατά την δικαστική διάγνωση της υποθέσεως σοβαρές ερμηνευτικές δυσχέρειες (Α.Π. 1207/2017, ό.α, Εφ.Αθ. 3699/2021, Εφ.Αθ. 2413/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα λοιπόν με τη νέα ρύθμιση που εισάγεται με το άρθρο 346 Α.Κ, ο νόμιμος τόκος μετά την επίδοση της αγωγής είναι ο τόκος επιδικίας, χωρίς να απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό (Α.Π. 1479/2021, Α.Π. 553/2019, Α.Π. 1207/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, ρητή αναφορά στη δικαστική απόφαση απαιτείται, όταν το Δικαστήριο κατ’ εξαίρεση, επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας (Α.Π. 1207/2017, ό.α, Εφ.Πατρ. 29/2023, Εφ.Αθ. 3809/2021, Εφ.Αθ. 3699/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη σχετική περί τούτου κρίση του Δικαστηρίου, με βάση τα αιτούμενα με την υπό κρίση αγωγή ποσά, η εναγόμενη αντιδίκησε εύλογα, όπως άλλωστε μαρτυρεί και ο συσχετισμός των πιο πάνω ποσών με αυτά που επιδικάζονται με την παρούσα. Εσφαλμένα, συνεπώς, απορρίφθηκε σιγή από την εκκαλουμένη το παραδεκτά υποβληθέν αίτημα της εναγόμενης περί εξαιρέσεως από τον τόκο επιδικίας, και συνεπώς, γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσία βάσιμου του συναφούς πέμπτου λόγου της έφεσής της, με τον οποίο επαναφέρεται το άνω αίτημα, πρέπει αυτό να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσία και να επιδικαστούν τα αιτούμενα ποσά με τόκο υπερημερίας.

15. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του στο πλοίο «BH» ανέρχεται στο ποσό των (58,40 + 5.828,24 + 443,56 + 594,21 + 1.071,32 + 1.095,71 + 296,46) 9.387,90 ευρώ. Ακολούθως, μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου των συνεκδικαζόμενων Α και Β εφέσεων, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω λόγους τους που ευδοκίμησαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 700/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 238/2023, www.efeteio-peir.gr),  συμπεριλαμβανομένης και της διάταξής της περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή η από 11-11-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./6-12-2019 αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία κατά τη μόνη βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας (κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 1, 2, 39, 53, 54, 60 εδ. α’, 82 και 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ. (ως ίσχυε πριν το ν. 5020/2023), 361, 648, 649, 653, 655 εδ. α, β’, 297 εδ. α’, 330, 341, 345 εδ. α’, 346  Α.Κ, 1 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, και των προαναφερόμενων Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017, 2018 και 2019 και, με βάση το αίτημα του ενάγοντος, όπως περιορίστηκε παραδεκτά με το δικόγραφο των πρωτόδικων προτάσεών του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 5.828,24 ευρώ ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής εργασίας και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει περαιτέρω χρηματικό ποσό (58,40 + 443,56 + 594,21 + 1.071,32 + 1.095,71 + 296,46) 3.559,66 ευρώ ως υπόλοιπο βασικών αποδοχών, δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, τα δε άνω ποσά, συνολικού ύψους 9.387,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, για μεν ποσό 8.292,19 ευρώ (58,40 + 5.828,24+ 443,56 + 594,21 + 1.071,32 + 296,46) από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος [ήτοι από την 25η-10-2019, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ A.K. – Α.Π. 493/2019, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1150/2023, areiospagos.gr)], για δε υπόλοιπο ποσό 1.095,71 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αναλογία δώρου  Χριστουγέννων 2019 και το οποίο κατά το χρόνο της τελευταίας άνω απόλυσής του δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό, από την 1η-1-2020 (για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής του δώρου Χριστουγέννων, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, βλ. Ολ.Α.Π. 40/2002, A.Π. 286/2013, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το αίτημα της εκκαλούσας – εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 3.000,00 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, ενόψει του ότι το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1966/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 11-11-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../6-12-2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων, οκτακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (5.828,24). Και

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό τριών χιλιάδων, πεντακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (3.559,66), τα δε άνω ποσά, συνολικού ύψους εννέα χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ενενήντα λεπτών (9.387,90), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, για μεν ποσό οκτώ χιλιάδων, διακοσίων ενενήντα δυο ευρώ και δέκα εννέα λεπτών (8.292,19), από την 25η-10-2019, για δε υπόλοιπο ποσό χιλίων ενενήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (1.095,71), από την 1-1-2020 και έως την ολοσχερή εξόφληση.

Απορρίπτει το αίτημα της εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 52-2024, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ