Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 60/2024

Αριθμός     60/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………, όπου και διατηρεί ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «……..» και διακριτικό τίτλο «………» (ΑΦΜ ………), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Δαμίγου (ΔΕΚ Θεόδωρος Β. Σιούφας, Συνεταίροι και Συνεργάτες).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία διατηρεί γραφείο στον Πειραιά (……..) (ΑΦΜ 098026264) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ανδρέα Ντεντιδάκη (ΔΕ Ν. Γωγιός-Α. Νασίκας Δικηγορική Εταιρεια).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  18.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  3456/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  22.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2022-………../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 22.12.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2022 και αριθμό προσδιορισμού ………./2022 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3456/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης ………../2021 αγωγής και έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 του ΚΠολΔ), και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει η μη γνήσια διετής προθεσμία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 15.11.2022 (518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά το άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 φεκ α 87/23.7.2015), ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό …………. ύψους 100 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016.  Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική μ` αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνο αυτή του άρθρου 2 του Β. Διατάγματος της από 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητος Εμποροδικείων», σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η επιχείρηση πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το Π.Δ. 229/1995 και τα τροποποιητικά αυτού Π.Δ. 427/1995 και 163/2003, μόνον όμως ως προς την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και όχι ως προς τη σύμβαση καθ` εαυτή της ναυτικής πρακτορείας. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις η επιχείρηση πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΟλΑΠ 15/2013, ΑΠ 2219/2014, ΕφΘεσ 57/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Λουκόπουλο, ΕμπΔικ. Β΄ έκδ. σελ. 59, Αθ. Λιακόπουλο, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 1990, σελ. 561 επ. και ιδίως 569). Πράκτορες με την ανωτέρω έννοια είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πράκτορας – ανεξάρτητος επιχειρηματίας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος κρατάει θέσεις για αεροπορικό ταξίδι και εκδίδει το εισιτήριο για τον πελάτη του με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Η νομική φύση της εσωτερικής σχέσης της ως άνω ειδικότερης σύμβασης πρακτορείας, δηλαδή της σχέσης που συνδέει τον πράκτορα και τον πελάτη του, είναι, προεχόντως, αυτή της εντολής, οι δε διατάξεις του ΑΚ (713 επ.) που ρυθμίζουν την εντολή, διέπουν τις σχέσεις των προσώπων αυτών (ΕφΠατρ 257/2009 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δικαιούται, επομένως, ο πράκτορας να αξιώσει από τον κύριο των υποθέσεων, αφενός μεν οτιδήποτε δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής κατά το άρθρο 722 ΑΚ, αφετέρου δε την αμοιβή του με βάση τη σύμβαση μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον ΑΚ (ΕφΘεσ. 290/2010, ΕφΠειρ 257/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ως προς το ναυτικό πράκτορα σε Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμ. 1ος, έκδ. 2005, σελ. 298-301). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 713 και 722 ΑΚ συνάγεται ότι ο εντολοδόχος δικαιούται να αξιώσει από τον εντολέα τις δαπάνες που πραγματοποίησε από τη δική του περιουσία για την κανονική εκτέλεση της εντολής και ότι για τη θεμελίωση της αγωγής του, με αντικείμενο την απόδοση τέτοιων δαπανών, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα στο δικόγραφο αυτής, τη σύμβαση της εντολής και τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την κανονική εκτέλεση αυτής, δηλαδή την εκτέλεσή της σύμφωνα με τις ρητές και επιτακτικές οδηγίες του εντολέα ή σύμφωνα με τη φύση της υπόθεσης και το συμφέρον του τελευταίου Οι δαπάνες, εξάλλου, στις οποίες υποβλήθηκε ο εντολοδόχος προς κανονική εκτέλεση της εντολής αποδίδονται, κατ` άρθρο 301 παρ. 1 ΑΚ, έντοκα, και μάλιστα από του χρόνου καταβολής του ποσού τούτων, ανεξάρτητα από τυχόν υπερημερία του οφειλέτη εντολέα ή από τυχόν επίδοση της αγωγής (ΑΠ 1222/2010 ΔΕΕ 2011.62, ΤριμΕφΠειρ 498/2021, ΕφΠειρ 56/2018 δημοσιευμένες σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΑθ 380/2013 ΕλλΔνη 2013.459, ΕφΘεσ 290/2010 ό.π.).

Με τη με αριθμό κατάθεσης ………./2021 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ενάγων κάτοικος Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι, στο πλαίσιο άσκησης της εµπορικής του δραστηριότητας, µε αντικείµενο την παροχή υπηρεσιών γενικού τουρισµού, συνήψε µε την εναγοµένη και ήδη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία με υποκατάστημα στον Πειραιά που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, µε αντικείµενο την εκµετάλλευση εµπορικών πλοίων, κατά τα έτη 2018 έως 2021, διαδοχικές συµβάσεις παροχής υπηρεσιών, έναντι αµοιβής, και συγκεκριµένα έκδοσης, για λογαριασµό της, αεροπορικών εισιτηρίων. Ότι εξέδωσε και απέστειλε στην εναγοµένη τα επισυναπτόµενα στην αγωγή δεκαοκτώ (18) τιµολόγια, πληρωτέα, κατόπιν συµφωνίας, εντός ενός (1) µήνα από την έκδοσή τους, µε αριθµούς …./03.03.2021, …/17.03.2021, …/17.03.2021, …/17.03.2021, …/22.03.2021, …./22.03.2021, …/22.03.2021, …/22.03.2021, …/22.03.2021, …/22.03.2021, …/24.03.2021, …/24.03.2021, …/26.03.2021, …./26.03.2021, …./30.03.2021, …./01.04.2021, …./05.04.2021, …./06.04.2021, συνολικού ποσού είκοσι οκτώ χιλιάδων διακοσίων εβδοµήντα πέντε (28.275) ευρώ [1.900 + 2.340 + 1.830 + 1.300 + 650 + 1.860 + 1.480 + 690 + 690 + 720 + 2.160 + 6.900 + 720 + 790 + 675 + 720 + 2.160 + 690], στα οποία αναγράφονταν ο αριθµός των εκδοθέντων εισιτηρίων, η τιµή µονάδας εκάστου, το όνοµα του επιβάτη/υπαλλήλου της εναγοµένης και ο προορισµός της πτήσης. Ότι, παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις του προς το νόµιµο εκπρόσωπο της εναγοµένης, η τελευταία δεν εξόφλησε τα προαναφερόμενα τιµολόγια, και για το λόγ αυτό έχει περιέλθει σε υπερημερία οφειλέτη. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγοµένη με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να του καταβάλει το συνολικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων διακοσίων εβδοµήντα πέντε (28.275) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την εποµένη έκδοσης κάθε ένδικου τιµολογίου, και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής, και µέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζοντας κατά τη lex fori το ελληνικό δικονοµικό δίκαιο έκρινε ότι η αγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόµενης, στη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, εξηκονθήµερης προθεσµίας ενέργειας µε την επίδοση αντιγράφου της στο νόµιµο εκπρόσωπο του εγκαταστηµένου στην ηµεδαπή γραφείου της εναγοµένης. Επίσης έκρινε ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της τηρήθηκε η προβλεπόµενη στις διατάξεις του άρθρου 3 ν. 4640/2019 διαδικασία, περί ενηµέρωσης για τη δυνατότητα διαµεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και περαιτέρω έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα (άρθρα 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περιπτ. α’, 2 και 3Α και Β περιπτ. ε’ ν. 2.172/1993), και επομένως και διεθνή δικαιοδοσία, (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 εδ. β’ ΚΠολΔ) προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά  την τακτική διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ). Έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο λόγω µετασυµβατικής σιωπηρής επιλογής του σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 Καν (ΕΚ) αριθ. 593/2008 (“Ρώµη Ι») «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συµβατικές ενοχές»,  αλλά στη συνέχεια έκρινε ότι η αγωγή είναι δικονομικά απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της διότι ο ενάγων παρέλειψε να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο σε ποιο ποσό, από το συνολικό αναγραφόµενο σε έκαστο τιµολόγιο, αντιστοιχεί η εκάστοτε αποδοτέα σ’ αυτόν, µε βάση το συµφωνηθέν ποσοστό αυτής, προµήθεια, την οποία δικαιούται ως αντάλλαγµα για τις παρασχεθείσες στην εναγοµένη ταξιδιωτικές υπηρεσίες του ως µεσάζοντος, και ότι δεν αρκεί μόνο η αναφορά του συνολικού ποσού των πραγµατοποιηθεισών, εκ µέρους του, συναλλαγών/συµβάσεων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ενάγων ήδη εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του και τον ένα και μοναδικό αναφερόμενο σε αυτή λόγο, παραπονούμενος για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση του προκειμένου να γίνει δεκτή νόμω και ουσία η αγωγή του. Μάλιστα τονίζει ότι η εφεσίβλητη επικαλούμενη ότι αυτός δεν αναφέρει το ύψος της προμήθειας του που είναι το ελάχιστο μέρος της οφειλής αρνείται να του καταβάλει τις δαπάνες στις οποίες αυτός έχει προβεί.

Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή ήταν δικονομικά απαράδεκτη διότι σε αυτή σωρεύονταν δύο αξιώσεις: α) η αξίωση των δαπανών στις οποίες προέβη ο ενάγων ως εντολοδόχος της εφεσίβλητης αλλά και β) η αξίωση περί της ειθισμένης αμοιβής του δηλαδή η προμήθεια που καταβάλλεται σε αυτόν ως ναυτικό πράκτορα. Επομένως ο ενάγων και ήδη εκκαλών θα έπρεπε πέραν της καταρτισθείσας μεταξύ αυτού και της εναγομένης σύμβασης εντολής να αναφέρει αφενός επακριβώς τις δαπάνες στις οποίες αυτός υποβλήθηκε για την κανονική εκτέλεσή της, στοιχείο που είναι αναγκαία για την πληρότητά της αγωγής και ειδικότερα να προσδιορίζει την τιμή των αεροπορικών εισιτηρίων έστω κατά τη μέση τιμή αγοράς και μάλιστα τα προσδιοριστικά στοιχεία της μέσης αυτής τιμής και τον τρόπο ανεύρεσης της, δεδομένου ότι πλέον, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν πρόκειται για μέγεθος προσδιορίσιμο με αντικειμενικά κριτήρια και μάλιστα σταθερά, αλλά με ευμετάβλητους και πολλές φορές αστάθμητους παράγοντες, αφού, όσον αφορά μεν τις αεροπορικές εταιρείες, κάθε αεροπορική εταιρεία καθορίζει την τιμή του εισιτηρίου μεταφοράς των επιβατών της, μεταξύ άλλων, ανάλογα με το κόστος λειτουργίας του αεροπορικού της μέσου, το μερίδιο της στην αγορά μιας συγκεκριμένης πόλης, τον όγκο των πωλήσεων της και εν γένει την επιχειρησιακή και αναπτυξιακή της πολιτική, ενώ η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (International Air Transport Association, IATA), καθορίζει τις τιμές των εισιτηρίων μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών μελών της, όσον αφορά δε τους τουριστικούς πράκτορες, που μεσολαβούν, αντί προμήθειας, στην πώληση των εισιτηρίων των αερομεταφορέων, βάσει της σχέσης εντολής, που τους συνδέει (βλ. την ΠΟΛ 1102/16.3.1993 περί έκδοσης ειδικών στοιχείων κατά την πώληση αεροπορικών εισιτηρίων από τους πράκτορες, τα τουριστικά γραφεία και τις αεροπορικές επιχειρήσεις, τις υποχρεώσεις των πρακτόρων σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 20 του ΚωδΒΣ και για τη διαφύλαξη κατ’άρθρο 21 των μηνιαίων εκκαθαρίσεων που εκδιδει η ΙΑΤΑ). Εξάλλου πρέπει να αναφερθεί ότι οι μέθοδοι τιμολόγησης για την αγορά μεταφορικής υπηρεσίας με την έκδοση του εισιτηρίου της αντίστοιχης αεροπορικής εταιρείας, είναι ανάλογες με το λειτουργικό κόστος, το ύψος του επιδιωκόμενου κέρδους, τον υφιστάμενο ανταγωνισμό και το πρόγραμμα στρατηγικής της κάθε επιχείρησης τους και προσέλκυσης πελατών, δηλαδή καθορίζεται ελεύθερα. Τέλος, υφίστανται και άλλοι ρυθμιστικοί παράγοντες της τιμής των επίδικων αεροπορικών εισιτηρίων, όπως ο χρόνος της δοθείσης εντολής αγοράς τους συνακόλουθα κράτησης τους εκ μέρους του ενάγοντος εκκαλούντος εντολοδόχου, σε σχέση με την πτήση, που αφορούσαν αντιστοίχως, εφόσον η τιμή πώλησης ενός αεροπορικού εισιτηρίου μεταβάλλεται από τον χρόνο, που αυτή ανακοινώνεται από την αεροπορική εταιρεία μέχρι την πραγματοποίηση της σχετικής πτήσης, ούτως ώστε όσο μικρότερο διάστημα μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κράτησης του μέχρι την ημερομηνία πτήσης, να αυξάνεται η αξία του, καθώς επίσης η τιμή του εξαρτάται από την διαθεσιμότητα της πτήσης και εάν πρόκειται για απευθείας πτήση ή με ενδιάμεσους σταθμούς, περιστατικά, που συναρτώνται, εκτός άλλων, με τις απαιτήσεις των πλοιοκτητριών εταιρειών για την έγκαιρη μετάβαση των στελεχών τους και των προστηθέντων τους, μελών των πληρωμάτων των πλοίων τους, στον τόπο προορισμού τους, προς κάλυψη των λειτουργικών αναγκών τους (ΕφΠειρ 263/2021 δημοσιευμένη σε ιστοσελιδα Εφετείου Πειραιώς). Όλα αυτά τα στοιχεία καθόλου δεν προσδιόριζε στο δικόγραφο της αγωγή ο εκκαλών ο οποίος ακολούθως δεν προσδιόριζε το αγωγικό αίτημα της περί καταβολής της προμήθειας του δηλαδή της ειθισμένης αμοιβής του  με βάση τη σύμβαση μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Λόγω της σώρευσης όμως των δύο αξιώσεων καθίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέφικτη τόσο η δυνατότητα άμυνας της εφεσίβλητης που ισχυρίζεται ότι ο ενάγων χρέωνε προμήθεια μεγαλύτερη από τη συμφωνημένη άλλως την ειθισμένη αμοιβή, όσο και ο έλεγχος από το Δικαστήριο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Το γεγονός ότι η εναγομένη είχε αποδεχθεί τα εκδοθέντα τιμολόγια, όπως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του, δεν διορθώνει το δικονομικά απαράδεκτο της αγωγής του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι στην αγωγή σωρεύονται περισσότερες αγωγικές αξιώσεις και ότι η αγωγή είναι αόριστη, αν και με συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μη απαιτώντας περισσότερα από όσα αυτός αξιώνει για την θεμελίωση της, και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον μοναδικό λόγο της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 22.12.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2022 (……./2022) έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3456/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης ………./2021 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ουσίαν

Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …………… ύψους 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία προσδιορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    9 Φεβρουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ