Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 70/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    70/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……….”, η οποία εδρεύει στην …… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Χαρίσης [ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], με δήλωση κατ’ άρθρο 242 απρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Κοντοσέας [Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], με δήλωση κατ’ άρθρο 242 απρ.2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη – εκκαλούσα ………, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……/30.12.2021 αγωγή, σε βάρος της ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρείας, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 51/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή  έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “……..”, με την από 21.2.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …../21-2-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./21-2-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα ………., με την από 24.8.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../7-9-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./8-9-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 21.2.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……/21-2-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../21-2-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 24.8.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …../7-9-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../8-9-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας της ανωτέρω αγωγής, [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 51/10.01.2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../30.12.2021 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία  έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευσή της στις 10.01.2023 , ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ενάγουσα ……….. στην από 28.12.2021 ένδικη αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε δια δηλώσεως του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και στις έγγραφες προτάσεις της (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ισχυρίστηκε ότι, στα πλαίσια διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη εταιρία πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «ΝΡ», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 14.640,10, ναυτολογήθηκε διαδοχικά πέντε (5) φορές με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 24.1.2020 έως και 18.12.2020 και από 08.03.2021 έως και 16.09.2021, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες της στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινώς τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη περαιτέρω ότι, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως, χωρίς όμως να λάβει α] το σύνολο των αποδοχών της που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας της κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, β] το σύνολο των δώρων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2020 και 2021 και του δώρου Πάσχα των ετών 2020 και 2021, καθώς επίσης γ] αποζημίωση λόγω λύσεως της πρώτης και δεύτερης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως την 24.3.2020 και 18.12.2020, ένεκα διακοπής των πλόων του εν λόγω πλοίου και μη επαναυτολόγησής της εκ νέου εντός εξήντα (60) ημερών από την απόλυσή της, ζητούσε η ενάγουσα, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις της [άρθρα 223, 295§1 και 297 ΚΠολΔ], περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό της αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό, δια αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθεί η εναγομένη, για τις ανωτέρω αιτίες, να της καταβάλει για διαφορά υπερωριακής αμοιβής το ποσό των 22.999,49 € και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής, για τις ανωτέρω αιτίες, να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 4.837,61 για διαφορά δώρων εορτών και το ποσό των ευρώ 8.100,96 για αποζημίωση απολύσεως, νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυση της την 16.09.2021, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Η ανωτέρω αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) κατά τη δικάσιμο της 13.10.2022, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη, με αριθμό 51/2023 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι αρμοδίως καθύλην και κατά τόπο εισήχθη η ένδικη διαφορά προς εκδίκαση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, ως εκ του τόπου κατάρτισης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης (άρθρο 33 ΚΠολΔ), η ένδικη δε αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 907, 908 παρ.1 περ.3 ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της ΥΑ 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με τη με αριθμό ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019, πλην του αιτήματος όπως συνυπολογισθεί κατά τον προσδιορισμό της αιτούμενης αποζημιώσεως απολύσεως η κατά μήνα αναλογία των επιδομάτων εορτών, το οποίο κρίθηκε ως μη νόμιμο, εκ του λόγου ότι, όπως κρίθηκε, τα δώρα εορτών φέρουν έκτακτο χαρακτήρα, καλύπτοντας αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις των εργαζομένων στις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και δε δίδονται ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, καθώς επίσης και του παρεπομένου αιτήματος κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της απόφασης, καθό μέρος αυτή ετράπη σε αναγνωριστική, αίτημα το οποίο ομοίως απερρίφθη ως μη νόμιμο. Ακολούθως, με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 8.160,77, νομιμοτόκως από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολογήσεως της ενάγουσας, ως οφειλόμενη διαφορά αμοιβής της για την παρασχεθείσα υπ’ αυτής υπερωριακή εργασία, αφού έγινε δεκτό, από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι, η τελευταία απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα της θαλαμηπόλου, επί ένδεκα [11] ώρες ημερησίως, κατά τις ειδικότερα κατ’ αριθμό προσδιοριζόμενες στην απόφαση καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος και απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία του ο περί συμψηφισμού, κατ’ ακριβολογία καταλογισμού, στην εν λόγω απαίτηση του ποσού των ευρώ 1.250,56, κατά το έτος 2020 και του ποσού των ευρώ 1.098,60, κατά το έτος 2021, τα οποία (ποσά) η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα ως «έκτακτες αμοιβές», αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα η καταβολή των εν λόγω ποσών δεν αποτελούσαν επιμίσθιο. Περαιτέρω, αναγνωρίσθηκε ότι, η εναγομένη, οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 7.965,40, νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας και δη το ποσό των 402,97 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 1.409,98 για διαφορά Δώρου Χριστουγέννων 2020, το ποσό των ευρώ 336,29 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021, καθώς επίσης και το ποσό των 309,30 ευρώ που αναλογεί σε διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2021,  το οποίο επεδίκασε νομιμοτόκως από την 1.1.2022, αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την περί καταβολής ποσού ευρώ 1.601,08 ένσταση της εναγομένης, όσον αφορά στο Δώρο Χριστουγέννων 2021.Τέλος, αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 5.506,86 ως αποζημίωση απολύσεως αυτής την 24.3.2020 και 18.12.2020, λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του εν λόγω πλοίου και μη επαναυτολόγησης αυτής (ενάγουσας) εντός εξήντα ημερών, από της απολύσεώς της, νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας. Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε κατά ένα μέρος ως μη νόμιμη την περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ένσταση της εναγομένης, όσον δε αφορά τον ίδιο ισχυρισμό που προτάθηκε έναντι της απαίτησης της ενάγουσας προς καταβολή αποζημίωσης απολύσεως για τη μη επαναπρόσληψή της εντός εξήντα ημερών από την απόλυσή της την 24.3.2020 και 18.12.2020, ως αβάσιμη την ουσία της. Η ίδια απόφαση κηρύχθηκε στο σύνολό της προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, επεβλήθη δε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το οποίο ορίσθηκε στο ποσό των ευρώ 600 σε βάρος της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Η πρώτη εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Α έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται (i) σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του α) ότι τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της η, υπ’ αυτής (εναγομένης) υποβληθείσα, ένσταση περί αποσβέσεως της απαίτησης της ενάγουσας για υπερωριακή αμοιβή της, κατά το ποσό των ευρώ 1.250,56 κατά το έτος 2020 και κατά το ποσό των ευρώ 1.098,60, κατά το έτος 2021, ποσά τα οποία η ίδια κατέβαλε στην ενάγουσα ως «επιμίσθιο» και με τη ρητή συμφωνία των διαδίκων, που περιείχετο στις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ότι οι εν λόγω υπέρτερες των νομίμων αποδοχές θα συμψηφίζονται με τυχόν απαίτηση της ενάγουσας για αμοιβή της από υπερωριακή της απασχόληση, κρίση η οποία πλήττεται με τον πρώτο λόγο έφεσης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (β) επί του γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου αγωγικού κονδυλίου περί υπερωριακής απασχόληση της ενάγουσας, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτει στην έφεση της, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτή (ενάγουσα) ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή της, αντίθετα θα έπρεπε να δεχθεί ότι η εργασία που παρείχε δεν επεκτεινόταν συνολικά πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως {σελ. 9 ένδικης έφεσης) και τούτο μόνον κατ’ εξαίρεση (σελ. 11), κατά τη διάρκεια εκτέλεσης υπό του ενδίκου πλοίου «εξπρές» δρομολογίων, όπως επίσης και στην περίπτωση εκτέλεσης βάρδιας «πυρασφάλειας» (σελ. 16), εργασία για την οποία η ενάγουσα έχει πλήρως εξοφληθεί διά χρηματικών ποσών που ελάμβανε κάθε μήνα, όπως συνάγεται από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας της, αποδεικτική κρίση που προσβάλλεται και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, (γ) επί του γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου διαφορών αποδοχών δώρων εορτών, ως προς το οποίο (κονδύλιο), με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής της ενάγουσας για υπερωριακή αυτής απασχόληση, κονδύλια, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί των οποίων πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., ως προς τα οποία ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι στις τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν, ελήφθη υπόψη και το επίδομα αδείας αυτής, (δ) επί του γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αποζημίωσης απολύσεως άνευ υπαιτιότητος της ενάγουσας την 24/3/2020 και 18/12/2020, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ως προς το οποίο ισχυρίζεται ότι, το έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμο στην ουσία του για τους διαλαμβανομένους στην έφεση λόγους και σε κάθε περίπτωση, διότι υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής της ενάγουσας για υπερωριακή αυτής απασχόληση, κονδύλιο, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί του οποίου πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., καθόσον ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό,, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, ότι στις τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκε, ελήφθη υπόψη και το επίδομα αδείας αυτής και (ii) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με την κρίση του περί απορρίψεως ως μη νόμιμης της, υπ’ αυτής υποβληθείσας επικουρικώς, ενστάσεως περί καταχρηστικής άσκησης υπό της εναγούσης των ενδίκων αξιώσεών της και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος η ίδια ένσταση κρίθηκε νόμιμη και ορισμένη και απορρίφθηκε στην ουσία της. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή της. Επιπλέον, η εκκαλούσα της Α έφεσης, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στην αντίδικό της το χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων δέκα έξι ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών (9.216,14 ευρώ), που η εκκαλουμένη απόφαση της επιδίκασε προσωρινά, τα οποία ζητά νομιμοτόκως από της καταβολής, ήτοι από την 20-02-2023. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 2) Η ενάγουσα άσκησε, κατά της ως άνω απόφασης, την ανωτέρω υπό στοιχείο Β έφεσή της, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε (i) πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής της για παρασχεθείσα υπ’ αυτής υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής της στο πλοίο της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών της σ’ αυτό, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί ένδεκα [11] ώρες ημερησίως και όχι επί δεκαπέντε [15] ώρες, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή της, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, β) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων κονδυλίων δώρων εορτών των ετών 2020 και 2021, με τον δεύτερο λόγο έφεσης όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι της οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επιπλέον δε με τον τρίτο λόγο έφεσης, διότι εσφαλμένως, έγινε δεκτή, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως βάσιμη στην ουσία της σχετική, περί μερικής καταβολής, ένσταση της εναγομένης όσον αφορά στο Δώρο Χριστουγέννων 2021, για το ποσό των ευρώ 1.601,08, ενώ το ποσό το οποίο αυτή έλαβε για την εν λόγω αιτία, ανήρχετο μόνον στο ποσό των ευρώ 908,36, (γ) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων κονδυλίων αποζημίωσης απολύσεως, με τον τέταρτο λόγο έφεσης όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι της οφείλεται ως αποζημίωση, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επιπλέον δε με τον ίδιο (τέταρτο) λόγο έφεσης, διότι εσφαλμένως, στις τακτικές αποδοχές της κατά τον υπολογισμό της δικαιούμενης υπ’ αυτής αποζημίωσης απολύσεως δεν συνυπολογίσθηκε και η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών και (ii) σε κακή εφαρμογή του νόμου και δη των σχετικών διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 3 της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., ως προς το οποίο ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι τόκοι επί της απαίτησης της περί καταβολής διαφοράς Δώρου Χριστουγέννων 2021 οφείλονται από την 1.1.2022, ενώ εάν εφάρμοζε σωστά τις ανωτέρω διατάξεις, έπρεπε να δεχθεί ότι τόκοι οφείλονται από την τελευταία αποναυτολόγησή της από το επίδικο πλοίο, ήτοι από την 16.9.2021. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν την εκκαλούσα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι, στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα, είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου, είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Μάλιστα, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται τόσο στις συμβάσεις ναυτολόγησης αορίστου χρόνου όσο και στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (Ι. Κοροτζής, τόμος Ι, υπό του άρθρου 77, σελ. 388). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου, έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι, υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του, συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι, δεν δικαιούνται της, κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ, αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς, όπως και προηγουμένως όρους, εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Κατά την έννοιά της, η εν λόγω διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους, μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νομίμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο, ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό, ορίστηκε ότι, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία, είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό, κατά τα άρθρα 75 εδαφ.δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ, σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσης βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ, ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και στην εφαρμοζομένη εν προκειμένω κατά τον ενδιαφέροντα χρόνο ΣΣΝΕ 2019 η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.72019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170/2019), ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα (60) ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο (22) ημερών.». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Για τον υπολογισμό της εν λόγω αποζημιώσεως λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς, καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (Εφ Πειρ 73/2016, ΕφΠειρ 283/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερομένης ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/ 9.12.1981), προκύπτει ότι, οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό τη μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.).

Ενόψει των αμέσως ανωτέρω αναφερομένων, η ένδικη αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα τυγχάνει νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρου μόνου της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.1982. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β’ 1/1982), της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019). Νόμιμα δε τυγχάνουν και τα επιμέρους αιτήματα αυτής (α) όπως συνυπολογισθεί, κατά τον προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών της ενάγουσας, για τον υπολογισμό των αιτουμένων διαφορών αναλογίας δώρων εορτών και της αιτούμενης αποζημίωσης απολύσεως , το επίδομα αδείας, με τη σαφώς υπονοούμενη επίκληση ότι αυτό (επίδομα αδείας) καταβάλλονταν κάθε μήνα, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων των αντίστοιχων δευτέρου και τετάρτου λόγων της έφεσης της εναγομένης ως αβασίμων στην ουσία τους, κατά το σκέλος που πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για μη ορθό συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές της ενάγουσας κατά τον προσδιορισμό της αιτούμενης αναλογίας δώρων εορτών και της αιτούμενης αποζημίωσης απολύσεως και του εν λόγω επιδόματος αδείας και (β) όπως συνυπολογισθεί κατά τον προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών της ενάγουσας, για τον υπολογισμό αιτούμενης αποζημίωσης απολύσεως, η κατά μήνα αναλογία των δώρων εορτών, όπως ζητείται με την ένδικη αγωγή με τη σαφώς υπονοούμενη επίκληση ότι η σχετική αναλογία καταβάλλονταν κάθε μήνα. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το βάσιμο τέταρτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας, κατά το σκέλος που πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα αυτής, όπως συνυπολογισθεί κατά τον προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών της για τον καθορισμό της δικαιούμενης αποζημίωσης απόλυσης και η κατά μήνα αναλογία των δώρων εορτών που εδικαιούτο η ενάγουσα. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, γενομένου δεκτού του τετάρτου λόγου της ένδικης έφεσης της ενάγουσας, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ).

ΙV. Από την εκτίμηση της περιεχομένης στην, από 11-4-2022, ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς ……., ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας …….., η οποία ελήφθη, με την επιμέλεια της ενάγουσας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/5-4-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, χωρίς το γεγονός ότι αυτή τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, εκ του λόγου ότι έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική της, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων της (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητημη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως η ίδια διατείνεται στα πλαίσια του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσής της, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, την περιεχομένη στη με αριθμό ……../12-10-2022 ένορκη βεβαίωση του Ειρηνοδίκη Πειραιά, ένορκη κατάθεση του μάρτυρος …………., η οποία ελήφθη με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …./7-10- 2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……., οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων ……… και ……….) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας τους, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις, επτά (7) συνολικά, παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας, Ελληνίδας, απογεγραμμένης ναυτικού και κατόχου του με αριθμό ….. ΔΕ ναυτικού φυλλαδίου και της εναγομένης, μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία “ΝΡ”, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……., ολικής χωρητικότητας 14.640,10 κόρων, η ενάγουσα ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα της θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα. Συγκεκριμένα, η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίσθηκε την 24η.1.2020 και δυνάμει αυτής η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 24η.3.2020, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιά, λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του ανωτέρω πλοίου. Επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη στον ίδιο λιμένα την 2.6.2020 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 1η.10.2020, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα, λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου. Ναυτολογήθηκε δε εκ νέου αυθημερόν (την 1η.10.2020) και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ειδικότητα μέχρι και την 18.12.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του εν λόγω πλοίου. Επακολούθησε νέα ναυτολόγησή της στο ίδιο πλοίο στον ίδιο λιμένα και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε από την 8.3.2021 έως και την 1.4.2021, οπότε η σύμβαση λύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου. Η ενάγουσα επαναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο αυθημερόν την 1.4.2021 και αποναυτολογήθηκε την 26.4.2021 λόγω αδείας, διαρκείας ενός μηνός, ήτοι μέχρι την 26.5.2021. Επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα την 1.6.2021 και παρείχε τις υπηρεσίες της μέχρι και την 27.7.2021, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω ασθενείας. Επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο, στον ίδιο λιμένα, με την αυτή ειδικότητα την 3.8.2021 και εργάσθηκε έως και την 16.9.2021 οπότε αποναυτολογήθηκε εκ νέου λόγω ασθενείας. Η διάρκεια των ναυτολογήσεων της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο και οι λόγοι της κάθε φορά λύσης της εργασιακής της σύμβασης, σαφώς προκύπτουν από τις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό της φυλλάδιο. Για δύο (2) από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα για τις καταρτισθείσες την 24.4.2020 και την 8.3.2021 συμβάσεις, τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό των 2.831,80 ευρώ. Επί των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης της ενάγουσας, που όλες ανάγονται στα έτη 2020 και 2021, τυγχάνει εφαρμογής, όσον αφορά στις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας της, η ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170/2019) δυνάμει σχετικής συμφωνίας των διαδίκων περί εφαρμογής της ΣΣΝΕ του αντίστοιχου έτους, κατά τη σύναψη των εργασιακών της συμβάσεων, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), η οποία εφαρμόζεται επί των ενδίκων ναυτολογήσεων της ενάγουσας, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το ημερήσιο αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €), δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) μηνιαίως, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά του ευρώ (36,64 €), οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια εβδομήντα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά {(1.204,77 € + 265,05 € + 599,40 €: 22 Χ 5 ημέρες = 470,28€ (κατόπιν στρογγυλοποίησης)}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις της στο πλοίο της εναγομένης, ανέρχονταν σε (1.204,77 € + 265,05 € + 599,40 € + 36,64 € + 470,28€=) δύο χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και δέκα τέσσερα λεπτά του ευρώ (2.576,14 ευρώ), πλην όμως, η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της προσδιορίζει το επίδομα αδείας σε ευρώ 433,95 μηνιαίως με αποτέλεσμα, κατά την αγωγή, οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας κατά το επίδικο διάστημα να ανέρχονται σε (1.204,77 € + 265,05 € + 599,40 € + 36,64 € + 433,95 €=) δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά του ευρώ (2.539,81 ευρώ), επί του οποίου ποσού υπολογίσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση και οι επίδικες απαιτήσεις (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Eκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι, ο συμφωνημένος «κλειστός» μηνιαίος μισθός της ενάγουσας, με τις ανωτέρω δύο έγγραφες συμβάσεις εργασίας υπερέβαινε τις συνολικές ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές της, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω και προσδιορίζονται με βάση την εφαρμοστέα, κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών της εντός των ιδίων ετών, ΣΣΝΕ. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας της, η εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής της σε αμφότερα τα επίδικα έτη (2020 και 2021) στο πλοίο της κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 της ιδίας ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στην ενάγουσα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 476,97 ευρώ πλην των μηνών Αυγούστου 2020, Οκτωβρίου 2020, Νοεμβρίου 2020 το οποίο ανήλθε σε 276,96 ευρώ και τον μήνα Ιούνιο 2021 το οποίο ανήλθε σε 476,98 ευρώ. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας της, προκύπτει ότι, η εναγόμενη της κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως και ανελλιπώς κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών της, χρηματικά ποσά κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή της απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές. Όπως κατέθεσε η μάρτυρας της ενάγουσας και δεν αμφισβητήθηκε υπό της εναγομένης το ανωτέρω πλοίο, διαθέτει 100 καμπίνες επιβατών, δίκλινες και τετράκλινες και έχει ικανότητα μεταφοράς πάνω από 2.200 επιβάτες. Οι χώροι των επιβατών εκτείνονται σε τρία επίπεδα, (“ντεκ”), διαθέτει δε τέσσερα μπαρ και ένα εστιατόριο τύπου “self service”, σαλόνια και καθίσματα αεροπορικού τύπου. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο, στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων του πλοίου απασχολείτο προσωπικό, που αριθμούσε δεκαπέντε (15) θαλαμηπόλους, πέντε (5) επίκουρους θαλαμηπόλους, έναν (1) αρχιθαλαμηπόλο και πέντε (5) τραπεζοκόμους, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.11 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α΄ 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου, οι θαλαμηπόλοι διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω β.δ./τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Αποδείχθηκε, επίσης, ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων της ενάγουσας σ’ αυτό, διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, οι οποίοι είχαν αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και κατά βάση κύριους προορισμούς τη νήσο Μυτιλήνη δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά και το λιμάνι του Ηρακλείου της Κρήτης, με επιστροφή στον Πειραιά. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 24.1.2020 έως 3.3.2020 κάθε Δευτέρα αφού κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρας 06.30, απέπλεε εκ νέου περί ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσες (αφ. 22.00 – αναχ. 22.10), Ψαρά όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα της Τετάρτης ώρα 00.10 απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.20 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 20.00, για Χίου όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της επομένης ημέρας Πέμπτης απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 04.45 της ίδιας ημέρας για Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής και απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Ψαρά όπου κατέπλεε ώρα 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου και απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 02.50 για Οινούσες (αφ. 04.45- αναχ. 04.55), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 05.55), Μυτιλήνη (αφ. 8.50, απ’ όπου αναχωρούσε την επομένη ημέρα Κυριακής ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30) για Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Δευτέρα και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την 27.2.2020 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, την επομένη δε ημέρα 28.2.2020 αναχώρησε από τη νήσο Μυτιλήνη για Πειραιά μεταφέροντας δυνάμεις των ΜΑΤ απ’ όπου απέπλευσε την επομένη ημέρα 29.2.2020 ημέρα Σάββατο ώρα 08.00 για Ψαρά (αφ. 14.40 – αναχ. 14.50), Οινούσσες (αφ. 16.45 – αναχ. 16.55), Χίο (αφ. 17.25 – αναχ. 17.55), Μυτιλήνη (αφ. 20.50). [Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.3.2020 το βράδυ έως και 24.3.2020, από 3.6.2020 έως 1.7.2020, από 20.9.2020 έως 17.12.2020 και από 18.3.2021 έως 26.4.2021:  Το πλοίο ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 με προορισμό το Ηράκλειο Κρήτης όπου ακτέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας απ’ όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 21.00 με προορισμό τον Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας. Κατά το χρονικό διάστημα από 15.11.2020 έως 17.12.2020 κάθε Κυριακή το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά και αναχωρούσε εκ νέου κάθε Δευτέρα ώρα 21.00 για Ηράκλειο Κρήτης όπου κατέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας. Κατά το χρονικό διάστημα από 18.3.2021 έως 17.5.2021 κάθε Κυριακή το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Ηρακλείου και αναχωρούσε εκ νέου κάθε Δευτέρα ώρα 21.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως και 19.9.2020: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 και απέπλεε ώρα 20.00 για Χίο όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 05.00 για Μυτιλήνη (αφ. 07.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 07.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20 για Πειραιά όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Σάββατο ώρα 07.25 και απέπλεε εκ νέου ώρα 20.00 της ημέρας Κυριακής για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 07.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50- αναχ. 22.00) Πειραιάς (αφ. ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Τρίτης απ’ όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την 1.7.2020, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο αναχώρησε από Πειραιά ώρα 20.00′ για Σύρο (αφ. 00.40 – αναχ. 01.05) – Πάρο (αφ. 02.30 – αναχ. 03.00) – Νάξο (αφ. 04.00 – αναχ. 04.30) – Πειραιάς (αφ. 10.15 – αν. 20.00 της Πέμπτης 2.7.2020) – Χίο (αφ. 04.15 –  αναχ. 05.00’ της Παρασκευής 3.7.2020) – Μυτιλήνη (αφ. 07.50′ – αναχ. 19.00) – Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) – Πειραιά όπου κατέπλευσε ώρα 07.25 της ημέρας Σαββάτου της 4.7.2020, Κατά τις ημέρες Σαββάτου της 18.7.2020 και 25.7.2020, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.30 για Σύρο (αφ. 16.10 – αναχ. 16.30), Πάρο (αφ. 17.55 – αναχ. 18.20), Νάξο (αφ. 19.20 – αναχ. 19.50), Πειραιάς, όπου κατέπλευσε ώρα 01.35 της ημέρας Κυριακής (19.7.2020 και 26.7.2020, αντίστοιχα). Κατά τις ημέρες Σαββάτου της 1.8.2020 και 8.8.2020, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.00 για Χιο (αφ. 19.00 – αναχ. 19.30), Μυτιλήνη (αφ. 22.20 – αναχ. 23.59), Χίο (αφ. 02.50 – αναχ. 03.20), Πειραιά (αφ. 11.20) απ’ όπου συνέχισε το ίδιο ως άνω δρομολόγιο. Τέλος την ημέρα Σαββάτου της 22.8.2020, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 19.00 για Χίο όπου κτέπλευσε ώρα 02.50 της επομένης ημέρας Κυριακής (23.8.2020 και απέπλευσε ώρα 03.10 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50 – αναχ. 08.00), Χίο (αφ. 10.40 – αναχ. 11.10 ), Πειραιάς (αφ. 19.00 – αναχ. 21.00), Χίο (αφ. 05.15 – αναχ. 06.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Δευτέρας της 24.8.2020 και συνέχισε το ως άνω δρομολόγιο. [Δ] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.3.2020 έως 17.3.2021 : Κάθε Δευτέρα κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.30 και απέπλεε από αυτό την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.00 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αναχ. 22.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 00.20), Πειραιά (αφ. 06.55) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.00 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιάς (αφ. 06.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αναχ. 04.55), Χίος (αφ. 05.25 – αναχ. 06.10), Μυτιλήνη (αφ. 09.05) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2021 έως 13.6.2021: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.20 και απέπλεε ώρα 20.00 για Πάρο όπου κατέπλεε ώρα 00.25 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 00.55 για Χίο (αφ. 05.40 – αναχ. 06.10), Μυτιλήνη (αφ. 08.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.20 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 05.00 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.30), Μυτιλήνη (αφ. 08.20 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 11.00 για Κώ (αφ. 21.45 – αναχ. 22.30) Ρόδο (αφ. 01.40 επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.40) Πειραιάς (αφ. 15.50 της ίδιας ημέρας, απ’ όπου απέπλεε ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας για Χίο (αφ. 03.30 της επομένης ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.20 – αναχ. 19.00), Χίο Μεστά (αφ. 23.20 – αναχ. 23.59 για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.20 της επομένης ημέρας Τρίτης και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την 10.6.2021 ημέρα Πέμπτη το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.00 για Χίο όπου κατέπλευσε ώρα 07.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής  – αναχ. 07.45) για Μυτιλήνη (αφ. 10.50 – αναχ. 19.00) συνέχισε δε το ίδιο ως άνω δρομολόγιο. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 14.6.2021 έως 4.7.2021: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 και απέπλεε ώρα 20.00 για Χιο όπου κατέπλεε ώρα 06.25 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα  06.55 για, Μυτιλήνη (αφ. 09.35 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.55 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.25), Μυτιλήνη (αφ. 08.25 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Σαββάτου και αναχωρούσε την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 20.00για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.30 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Τρίτης και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την 16.6.2021 ημέρα Τετάρτη το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι της Λέσβου ώρα 22.00 για Χίο όπου κατέπλευσε ώρα 00.50 της επομένης ημέρας Πέμπτης  – αναχ. 01.20) για Πειραιά όπου κατέπλευσε ώρα 09.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης (17.6.2021) και ακολούθως συνέχισε το ανωτέρω δρομολόγιο. [Ζ] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.7.2021 έως 27.7.2021 και από 3.8.2021 έως 16.9.2021: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 και απέπλεε ώρα 20.00 για Χίο όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα  05.00 για Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Σαββάτου και αναχωρούσε την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.45 της επομένης ημέρας Δευτέρας– αναχ. 05.15), Μυτιλήνη (αφ. 07.30 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Τρίτης και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Κατά τις ημέρες Σαββάτου 10.7.2021, 24.7.2021, 7.8.2021 και 28.8.2021 το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά και απέπλευσε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 11.00 για Χίο (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45) Μυτιλήνη (αφ. 22.45.). Κατά τις ημέρες Κυριακής 11.7.2021, 25.7.2021, 8.8.2021 και 29.8.2021 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Μυτιλήνης ώρα 08.00 για Χίο (αφ. 11.000 – αναχ. 11.30) Πειραιά, όπου κατέπλευσε ώρα 19.30 και αναχώρησε εκ νέου ώρα 22.00 για Χίο (αφ. 06.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 06.45) Μυτιλήνη (αφ. 09.30) και ακολούθως συνέχισε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την ημέρα Σαββάτου της 11.9.2021 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.00 για Κω (αφ. 02.10 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.40), Πειραιά (αφ. 13.55) απ’ όπου απέπλευσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 και ακολούθως εκτέλεσε το ανωτέρω δρομολόγιο. Τέλος την Κυριακή 12.9.2021 κατά το ταξίδι του πλοίου από Πειραιά προς Μυτιλήνη το πλοίο δεν προσέγγισε το λιμάνι της Χίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών της στο εν λόγω πλοίο, απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος ενδιαιτημάτων και εστιατορίου self – service («διαμεριστής θαλαμηπόλος»). Με την ένδικη αγωγή, η ενάγουσα, υποστηρίζει ότι, απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο υπερωριακά, όλες τις ημέρες των ναυτολογήσεών της, επί δεκαπέντε ώρες ημερησίως. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι απασχολείτο στην επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών, στην καθαριότητα καμπινών και κοινοχρήστων χώρων, στο εστιατόριο «self – service» του πλοίου, στην επιβίβαση – αποβίβαση των επιβατών στο λιμάνι της νήσου Χίου, καθόν χρόνο το πλοίο πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη, πραγματοποιούσε φυλακές στη ρεσεψιόν του πλοίου εκ περιτροπής με τους λοιπούς θαλαμηπόλους, κάθε δε Σάββατο που το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι από ώρας 05.00 έως ώρας 16.00 απασχολείτο και με εργασίες γενικής καθαριότητας του πλοίου. Η εναγομένη, υποστήριξε ότι, τα καθήκοντα της ενάγουσας ήταν η καθαριότητα των καμπινών των επιβατών, η υποδοχή των επιβατών στη σκάλα, απασχολείτο δε και στο εστιατόριο σελφ σέρβις. Η εργασία της ήταν κατά κανόνα οκτάωρη, σπάνια δε και σε περίπτωση εκτάκτων συνθηκών έφθανε τις εννέα ώρες και δη κατά την καλοκαιρινή περίοδο, οπότε πραγματοποιούντο εξπρές δρομολόγια και σε περίπτωση βάρδιας πυρασφάλειας. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι, η ενάγουσα δεν μετείχε στις εργασίας αποβίβασης των επιβατών, ξεκινούσε δε την εργασία της μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι προορισμού και με τη συνδρομή ενός Επικούρου προέβαινε στο καθαρισμό κατά μέσο όρο τριάντα πέντε κρεβατιών, εργασία στην οποία απασχολείτο επί τρεις ώρες συνολικά. Μετείχε στις εργασίες επιβίβασης των επιβατών, η οποία στα δρομολόγια Πειραιάς – Μυτιλήνη ξεκινούσε δυόμισι ώρες προ του απόπλου και στα δρομολόγια Πειραιάς – Ηράκλειο τρεις ώρες προ του απόπλου. Μετά το πέρας των εργασιών επιβίβασης αυτή απασχολείτο στο ανωτέρω εστιατόριο, βοηθώντας και στην καθαριότητα αυτού η οποία ολοκληρώνονταν περί ώρας 22.30. Εάν, εν τούτοις, έπρεπε να εκτελέσει βραδινή βάρδια, απαλλάσσονταν νωρίτερα από την απασχόλησή της στο εστιατόριο, κατά τον αντίστοιχο χρόνο απασχόλησής της κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Η βάρδια της ενάγουσας στη ρεσεψιόν κατ’ ανώτατο όριο ήταν μία φορά εβδομαδιαίως, οπότε η ενάγουσα ευρίσκετο σε απλή ετοιμότητα εργασίας δηλαδή δεν παρείχε συγκεκριμένη εργασία αλλά μόνον εάν προέκυπτε ανάγκη, όπως να απαντήσει σε κάποιο τηλέφωνο ή να απαντήσει σε κάποιο αίτημα επιβάτη. Η εναγομένη επιπλέον αναφέρει ότι κατά τη χρονική περίοδο από μηνός Μαρτίου έως μηνός Οκτωβρίου 2020 λόγω covid, η επιβατική κίνηση στα πλοία ήταν ελάχιστη και αντίστοιχα μειωμένη η πληρότητα των καμπίνων και σε συνάφεια αυτών και η εργασία της ενάγουσας. Η μάρτυρας της ενάγουσας, Επίκουρη θαλαμηπόλος, η οποία κατά τη μη αμφισβητούμενη κατάθεση αυτής εργάσθηκε στο εν λόγω πλοίο συνυπηρετώντας με την ενάγουσα για μεγάλα χρονικά διαστήματα και τα έτη 2020 και το 2021, κατέθεσε ότι, η ενάγουσα είτε το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη, είτε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, ξεκινούσε την εργασία της περί ώρας 05.00 πρωινής και απασχολείτο με την καθαριότητα των καμπινών των επιβατών έως ώρας 11.30′ το λιγότερο και ακολούθως με την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου. Αφού ξεκουράζονταν, αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία περί ώρας 16.00 – 16.30′ όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη και ώρα 17.00 όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, απασχολούμενη με τον έλεγχο των διαμερισμάτων των επιβατών και τη μεταφορά του καθαρού ιματισμού που είχε παραλάβει ο αποθηκάριος. από το σημείο της παραλαβής, στην αποθήκη ιματισμού του πλοίου. Ακολούθως, απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών, η οποία ξεκινούσε τρεις ώρες προ του απόπλου του πλοίου στα λιμάνια του Πειραιά και του Ηρακλείου και δύο ώρες προ του απόπλου του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Ακολούθως, απασχολείτο στο εστιατόριο των επιβατών έως ώρας κατά κανόνα 23.00′ – 23.30′. Όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη απασχολείτο επί δίωρο και στην αποβίβαση των επιβατών στη Χίο, εκ περιτροπής με τους άλλους θαλαμηπόλους. Ότι η ενάγουσα επιπλέον εκτελούσε δύο φορές την εβδομάδα 24ωρη υπηρεσία πυρασφάλειας, οπότε κατά τη διάρκεια της πυρασφάλειας, πραγματοποιούσε και τέσσερες ώρες υπηρεσία στη ρεσεψιόν του πλοίου. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη, το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια εξπρές, με αποτέλεσμα κατά τις ημέρες Πέμπτη έως και Δευτέρα το πλοίο να μην παραμένει στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού. Κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, αν το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγιο εξπρές τα Σάββατα, πραγματοποιούντο εργασίες γενικής καθαριότητας από ώρας 05.00 έως 16.00, με λίγα μόνο λεπτά διακοπής για φαγητό. Κατά τη διάρκεια που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια Πειραιάς – Ηράκλειο, τα Σαββατοκύριακα στο πλοίο φιλοξενούντο αθλητικές ομάδες, μαζί με όλο το βοηθητικό τους προσωπικό, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα πλοίο ως ξενοδοχείο, όπου και γευμάτιζαν, με αποτέλεσμα οι θαλαμηπόλοι και οι επίκουροι να εξυπηρετούν αυτούς και να καθαρίζουν τις καμπίνες τους, όταν αυτοί απουσίαζαν. Η ίδια μάρτυρας, κατέθεσε ότι, κατά τα τελευταία δύο έτη, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, οι εργασίες γενικής καθαριότητας επιβαρύνθηκαν διότι, καθημερινά, σε κάθε ταξίδι, εκτός από τις συνηθισμένες εργασίες καθαριότητας, οι θαλαμηπόλοι και οι επίκουροι επιμελούντο της απολυμάνσεως όλων των επιφανειών με τις οποίες έρχονταν σε επαφή οι  επιβάτες, με ιδιαίτερη σχολαστικότητα. Κατά τον μάρτυρα της εναγομένης ….., ο οποίος υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο ως Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος και ο οποίος κατά τη μη αμφισβητούμενη ένορκη κατάθεσή του συνυπηρέτησε με την ενάγουσα κατά τα χρονικά διαστήματα από 24.1.2020 έως 24.3.2020, από 12.9.2020 έως 3.11.2020, από 8.3.2021 έως 22.7.2021 και από 5.9.2021 έως 16.9.2021, κατά τους πρώτους επτά με οκτώ μήνες του έτους 2020, η επιβατική κίνηση ήταν ελάχιστη. Η ενάγουσα ξεκινούσε την εργασία της περίπου μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι και απασχολείτο με τη βοήθεια ενός επικούρου στον καθαρισμό καμπινών και δη στον καθαρισμό περίπου τριάντα πέντε κλινών, εργασία που διαρκούσε συνολικά όχι πλέον των τριών ωρών. Στις καμπίνες που άδειαζαν στα ενδιάμεσα λιμάνια του δρομολογίου δεν εργάζονταν η ενάγουσα αλλά οι θαλαμηπόλοι βάρδιας. Μετά το πέρας των εργασιών καθαριότητας των καμπινών, η ενάγουσα αναπαύονταν. Αναλάμβανε δε εκ νέου υπηρεσία, εάν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη, δύο ώρες και μισή προ του απόπλου, εάν δε αυτό εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο τρεις ώρες προ της αναχωρήσεως, απασχολούμενη με την εξυπηρέτηση των επιβατών, την τοποθέτησή τους στις καμπίνες και την παροχή των απαραίτητων πληροφοριών για την καλύτερη εξυπηρέτηση και διαμονή τους. Ακολούθως, μετέβαινε και εργαζόταν στο εστιατόριο self service, μετέχοντας και στην καθαριότητα του χώρου έως ώρας 22.30. Η ενάγουσα δεν μετείχε στις εργασίες καθαριότητας των κοινοχρήστων χώρων, παρά μόνον κατ’ εξαίρεση, ενώ εάν εκτελούσε βραδινή βάρδια, αποδεσμευόταν από την βραδινή βάρδια στο εστιατόριο, ώστε να μπορέσει να ξεκουραστεί. Ο πραγματικός χρόνος απασχόλησης της ενάγουσας, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, δεν ξεπερνούσε τις οκτώ ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, σπάνια δε και μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις έφτανε τις εννέα ώρες, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν και γίνονταν κάποια εξπρές δρομολόγια, καθώς επίσης και με την εκτέλεση βάρδιας «πυρασφάλειας». Φυλακή δε στη ρεσεψιόν παρείχε η ενάγουσα μόνον μια φορά την εβδομάδα, οπότε δεν παρείχε κάποια συγκεκριμένη εργασία παρά μόνον εάν συνέβαινε κάτι, όπως για παράδειγμα να απαντήσει σε κάποιο τηλέφωνο. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, η καθημερινή διάρκεια της εργασίας της ενάγουσας στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Επισημαίνεται ότι, οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επί του θέματος αυτού, επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών η υπέρ της ενάγουσας μάρτυρας διεκδικεί την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγόμενη διά της άσκησης σε βάρος της αγωγής, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ ο υπέρ της καταθέτων εξακολουθεί να απασχολείται σε πλοία της εναγομένης και να μισθοδοτείται απ’ αυτήν. Αποδεικνύεται, εν τούτοις ότι, για την εκτέλεση των καθηκόντων της η ενάγουσα, κατ’ εντολή του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, εργαζόταν συχνά πέραν του νομίμου ωραρίου, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται από το ότι σύμφωνα με τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της ενάγουσας, η εναγομένη της κατέβαλε παγίως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση (147,99 δια 8,70=) 17 ώρες κατά τις καθημερινές και Κυριακές για κάθε πλήρη μήνα απασχόλησης αυτής. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα ήταν επιφορτισμένη με τον καθαρισμό των κοιτωνίσκων (καμπινών) των επιβατών, που της είχαν ανατεθεί, καθώς και με την υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους στο πλοίο και την εν γένει εξυπηρέτησή τους, ενώ επιπροσθέτως απασχολείτο και στο εστιατόριο self service, που λειτουργούσε στο πλοίο κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του. Πλέον συγκεκριμένα, απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών, συνδράμοντάς τους με τις αποσκευές τους, συνοδεύοντάς τους στις καμπίνες τους, υποδεικνύοντάς τους τις θέσεις τους στα σαλόνια του πλοίου και εν γένει φροντίζοντας για την έγκαιρη και αποτελεσματική εξυπηρέτησή τους έως ότου τακτοποιηθούν στους χώρους του πλοίου, εργασία, που εκκινούσε τουλάχιστον τρεις (3) ώρες προ του απόπλου του πλοίου από το λιμένα του Πειραιά και του Ηρακλείου και δύο (2) ώρες προ του απόπλου του από το λιμένα της Μυτιλήνης. Περαιτέρω, στα καθήκοντά της περιλαμβάνονταν και εργασίες, οι οποίες εκτελούνταν με τη συνδρομή ενός (1) Επίκουρου Θαλαμηπόλου, ενδελεχούς και σχολαστικού καθαρισμού και ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών, που της ανατίθεντο κάθε φορά από τον Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο, ο αριθμός των οποίων κατά περιόδους προσέγγιζε τις είκοσι μία (21) και των διαδρόμων αυτών και αφορούσαν, σύμφωνα με τις αναλυτικές και λεπτομερείς οδηγίες του ανωτέρω Προϊσταμένου της, σε αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων τους, των πετσετών, στον γενικό καθαρισμό αυτών, πλύσιμο οροφής κλιματιστικού, μπουλμέδων και καθρεπτών, τακτοποίηση χαρτικής ύλης, πλύσιμο εξαεριστικού οροφής μπάνιου, πλύσιμο μπαταριών λαβωμάνου, αλλαγή κουρτίνας μπάνιου, έλεγχο φωτιστικών κρεβατιών και τυχόν ζημιών και αναφοράς αυτών, καθώς επίσης και εργασίες καθαρισμού των διαδρόμων έξωθεν των καμπινών. Οι ανωτέρω εργασίες καθαρισμού στις οποίες μετείχε η ενάγουσα, ξεκινούσαν μισή ώρα προ της αφίξεως του ανωτέρω πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού και διαρκούσαν κατά μέσο όρο επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, διενεργούνταν δε στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού του πλοίου, δηλαδή στον Πειραιά και, αναλόγως του δρομολογίου του, στη Μυτιλήνη ή στο Ηράκλειο. Μετά το πέρας των εν λόγω εργασιών η ενάγουσα εργάζονταν και στην καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων επί μία ώρα. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, η ενάγουσα εργαζόταν και κατά την αποβίβαση των επιβατών επί δίωρο στη νήσο Χίο, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη. Επιπροσθέτως, η ενάγουσα απασχολείτο καθημερινά και στο ανωτέρω εστιατόριο του πλοίου, εξυπηρετώντας τους επιβάτες, από το πέρας της επιβίβασης των επιβατών κατά κανόνα έως ώρας 23.00 καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη και αντιστρόφως και έως ώρας 23.30 όταν εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο και αντίστροφα, εφόσον με το πέρας της λειτουργίας του η ενάγουσα μετείχε και στις εργασίες καθαρισμού αυτού. Πέραν των ανωτέρω, η ενάγουσα μετείχε εβδομαδιαίως τουλάχιστον τέσσερις ώρες σε υπηρεσία βάρδιας στη ρεσεψιόν του πλοίου, οπότε ευρίσκοντο σε εγρήγορση οι πνευματικές και σωματικές της δυνάμεις, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, εφόσον έπρεπε να απαντά στα διάφορα τηλεφωνήματα και να εξυπηρετεί τους επιβάτες του πλοίου. Τέλος, όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, πολλές από τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής στο πλοίο φιλοξενούντο αθλητικές ομάδες με το βοηθητικό τους προσωπικό, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα πλοίο ως ξενοδοχείο και για το λόγο τούτο δεν αποβιβάζονταν, αλλά παρέμεναν στο πλοίο, γευμάτιζαν και η ενάγουσα μετά των λοιπών θαλαμηπόλων και επικούρων εξυπηρετούσαν αυτούς και καθάριζαν τις καμπίνες τους. Έτσι, η ενάγουσα κρίνεται ότι πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής της, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή της επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών της, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες η ενάγουσα ήταν ναυτολογημένη (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι κατά τους πρώτους επτά μήνες του έτους 2020 η πληρότητα του εν λόγω πλοίου ανήρχετο σε 65% και από τον μήνα Αύγουστο του 2020 σε 80% λόγω της πανδημίας covid, των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών του πλοίου, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’ αυτήν κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός της αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής της και των καθηκόντων της ειδικότητάς της, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των μελών της ανωτέρω υπηρεσίας, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, των εγγραφών στις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών πληρώματος και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, της διάταξης του άρθρου 12 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, που προβλέπει ότι η οκτάωρη εργασία των μελών του προσωπικού γενικών καθηκόντων του πλοίου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι θαλαμηπόλοι, κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι 22.00 ώρας με μία διακοπή, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας της ενάγουσας στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε ένδεκα (11) ώρες. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο άγεται από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων μεταξύ των οποίων και από [α] τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ως σχετικά 8, 8α, 8β, 8γ, 8δ, 8ε ανυπόγραφα αποκόμματα αναφορικά με την κατανομή της εργασίας καθαρισμού των καμπινών του πλοίου με χειρόγραφες σημειώσεις ομοίως ανυπόγραφες, συνταχθείσες κατά την αγωγή, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε υπό της εναγομένης, από τον προϊστάμενο της ενάγουσας Αρχιθαλαμηπόλο, φέρουσες το όνομα ή κατά περίπτωση το επώνυμο της ενάγουσας και έντυπα τον αριθμό των καμπινών με τις οποίες ήταν χρεωμένη αυτή (ενάγουσα), [β] τα προσκομιζόμενα υπό της εναγούσης ως σχετικό εννέα ανυπόγραφα έγγραφα – γραπτές οδηγίες και χειρόγραφες σημειώσεις, συνταχθείσες κατά την αγωγή, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε υπό της εναγομένης από τον Προϊστάμενο της ενάγουσας Αρχιθαλαμηπόλο, όπου αναφέρονται οι εργασίες που όφειλαν να εκτελούν οι θαλαμηπόλοι κατά τον καθαρισμό των καμπινών, όπως επίσης στο τρίτο επισυναπτόμενο έγγραφο και αναφορά ότι οι θαλαμηπόλοι διαμεριστές ώρα 10.00 π.μ. όφειλαν να μεταβούν στη ρεσεψιόν του πλοίου για καθαρισμούς στους κοινόχρηστους χώρους, [γ] τέσσερις αποδείξεις ταμειακής μηχανής του εστιατορίου self service του ανωτέρω πλοίου, με ημερομηνία 5.11.2020, η πρώτη και δεύτερη και 31.10.2020 η τρίτη και τέταρτη και ώρα 22.04, 21.50, 21.57 και 21.48 αντίστοιχα, και [δ] τα έντυπα ανυπόγραφα  έγγραφα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ως σχετικό (7) που αποτελούν κατά την ενάγουσα πλάνα τήρησης φυλακών πυρασφάλειας του ανωτέρω πλοίου, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε υπό της εναγομένης. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα εργάσθηκε ως διαμεριστής θαλαμηπόλος στο πλοίο της εναγομένης υπερωριακά κατά κανόνα επί τρεις (3) ώρες την ημέρα κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών της, ενώ η ενδεκάωρη αντίστοιχα εργασία της κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στην ίδια ΣΣΝΕ αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το γεγονός ότι κατά τους πρώτους επτά μήνες του έτους 2020 η πληρότητα των επιβατών στο εν λόγω πλοίο έφθανε το 65% και από μηνός Αυγούστου 2020 στο 85%, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της εναγομένης, δεν δύναται να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση ως προς τις ανωτέρω αποδειχθείσες ώρες απασχόλησης της ενάγουσας, ενόψει του ότι, όπως αποδείχθηκε από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας, κατά την εν λόγω περίοδο οι θαλαμηπόλοι όφειλαν να προβαίνουν σε σχολαστικότερο καθαρισμό. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων της ενάγουσας το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος όσον αφορά τα μέλη της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία της, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η υπερωριακή εργασία της ενάγουσας δεν αναγραφόταν στο σύνολό της στις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι η ενάγουσα υπέγραφε στις εν λόγω καταστάσεις χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτής (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας της, καθώς και η μη διατύπωση επιφύλαξης ως προς την ορθότητα αυτών και ως προς την ακρίβεια των μηνιαίως καταβαλλομένων αποδοχών της, όπως και η μη έκφραση παραπόνων σχετικά με το ύψος των αποδοχών της και των ωρών εργασία της, συμπεριφορά της ενάγουσας η οποία δικαιολογείται απολύτως από την επιθυμία της να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή της θέση, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτής από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά της. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των ως άνω αποδείξεων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις της για καταβολή αμοιβής υπερωριακής εργασίας, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε, με την εκκαλουμένη απόφασή του, ότι η ενάγουσα απασχολείτο κατά κανόνα στο πλοίο της εναγομένης ως θαλαμηπόλος επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης και πρώτου λόγου της έφεσης της ενάγουσας με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων στα πλαίσια της οποίας η εναγομένη κάνει λόγο και για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση αυτή. Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα εδικαιούτο για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τα ακόλουθα . ποσά: [α] Κατά το χρονικό διάστημα από 24.1.2020 έως 24.3.2020 συνολικά το ποσό των (1.305,00 + 1.148,40 =) 2.453,40 και δη α) Για 42 ημέρες καθημερινές και 8Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.305,00 (50 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 150 ώρες  Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 9 Σάββατα και 1 ημέρα αργίας (2.3.2020), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 1.148,40 ευρώ (10 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 110 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες. [β] Κατά το χρονικό διάστημα από 2.6.2020 έως 18.12.2020 συνολικά το ποσό των (4.437,00 + 3.560,04 =) 7.997,04 και δη α) Για 143 ημέρες καθημερινές και 27 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 4.437,00 (170 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 510 ώρες  Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 27 Σάββατα και 4 ημέρες αργίας (15.8, 14.9, 28.10 και 6.12), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 3.560,04 ευρώ (31 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 341 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες. [γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 8.3.2021 έως 26.4.2021 συνολικά το ποσό των (1.070,10 + 1.033,56 =) 2.103,66 και δη α) Για 34 ημέρες καθημερινές και 7 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.070,10 (41 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 123 ώρες  Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 6 Σάββατα και 3 ημέρες αργίας (15.3, 25.3 και 10.4), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 1.033,56 ευρώ (9 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 99 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες. [δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2021 έως 27.7.2021 συνολικά το ποσό των (1.252,80 + 1.033,56 =) 2.286,36 και δη α) Για 40 ημέρες καθημερινές και 8 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.252,80 (48 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 144 ώρες  Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 8 Σάββατα και 1 ημέρα αργίας (10.6), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 1.033,56 ευρώ (9 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 99 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες. [ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 3.8.2021 έως 16.9.2021 συνολικά το ποσό των (965,70 + 918,72=) 1.884,42 και δη α) Για 32 ημέρες καθημερινές και 5 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 965,70 (37 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 111 ώρες  Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 6 Σάββατα και 2 ημέρες αργίας (15.8 και 14.9), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 918,72 ευρώ (8 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 88 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Συνολικά, για την προαναφερομένη υπερωριακή της εργασία, η ενάγουσα εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ (2.453,40 + 7.997,04 + 2.103,66 + 2.286,36 + 1.884,42=) 16.724,88, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα έλαβε ως αμοιβή της για την ανωτέρω υπερωριακή της εργασία από την εναγόμενη, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το συνολικό ποσό των 8.564,11 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται να της καταβληθεί η διαφορά ποσού 8.160,77 ευρώ(16.724,88- 8.564,11  = 8.160,77 ευρώ). Η εναγομένη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, υποστήριξε ότι, στην από 24.01.2020 πρώτη σύμβαση ναυτικής εργασίας και στην από 08.03.2021 τρίτη των ενδίκων συμβάσεων εργασίας, που κατήρτισε με την ενάγουσα, περιελήφθη υπό τον τίτλο «Συμπληρωματικοί όροι» όρος, κατά την ακριβή διατύπωση του οποίου «Κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ότι με τον όρο αυτό, συμπεριελήφθη στις ανωτέρω συμβάσεις, ρητή και σαφής συμφωνία ότι, κάθε ποσό που θα κατέβαλε η ίδια (εναγόμενη εταιρία) στην ενάγουσα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες (κατά την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ), αποδοχές της, μπορούσε να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από την ενάγουσα υπερωρίες. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι, η ίδια (εναγομένη) κατέβαλε στην ενάγουσα τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ, νόμιμες αποδοχές και δη της κατέβαλλε α) το μισθό ενεργείας, β) το επίδομα Κυριακών 22%, γ) το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας δ) το επίδομα τροφής, (ε) την αμοιβή για την υπερωριακή της απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές, (στ) την αμοιβή για την εργασία της τα Σάββατα και τις αργίες, (ζ) την αμοιβή της για τα διπλά δρομολόγια (εξπρές) και (η) το επίδομα άγονης γραμμής. Επιπλέον δε των νομίμων αποδοχών της, ισχυρίσθηκε ότι, αυτή κατέβαλε στην ενάγουσα, χωρίς να έχει υποχρέωση ως «έκτακτες αμοιβές», το ποσό των ευρώ 29,80 τον μήνα Ιανουάριο 2020, ευρώ 135,25 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, ευρώ 111,07 τον μήνα Μάρτιο 2020, ευρώ 111,00 τον μήνα Ιούνιο 2020, ευρώ 209,58 τον μήνα Ιούλιο 2020, ευρώ 299,26 τον μήνα Αύγουστο 2020, ευρώ 103,53 τον μήνα Σεπτέμβριο 2020, ευρώ 122,07 τον μήνα Οκτώβριο 2020, ευρώ 89,26 τον μήνα Νοέμβριο 2020, ευρώ 29,74 τον μήνα Δεκέμβριο 2020, ευρώ 64,40 τον μήνα Μάρτιο 2021, ευρώ 45,28 τον μήνα Απρίλιο 2021, ευρώ 135,19 τον μήνα Ιούνιο 2021, ευρώ 270,35 τον μήνα Ιούλιο 2021, ευρώ 485,26 τον μήνα Αύγουστο 2021 και ευρώ 98,12 τον μήνα Σεπτέμβριο 2021 και συνολικά το ποσό των ευρώ 2.349,16. Κατά τον ίδιο ισχυρισμό, τα ανωτέρω ποσά κατεβλήθησαν στην ενάγουσα ως επιμίσθιο, δηλαδή ως αντάλλαγμα της παρασχεθείσας υπ’ αυτής εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου της στην εκτέλεση των καθηκόντων της. Από δε τον ανωτέρω όρο που περιελήφθη στις ανωτέρω συμβάσεις και περιέχει συμφωνία περί συμψηφισμού των ποσών αυτών με την τυχόν οφειλόμενη αμοιβή της ενάγουσας για υπερωριακή εργασία, όπως η συμφωνία αυτή ερμηνεύεται κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι, αποδεικνύεται πως τα συμβληθέντα μέρη συμφωνήσαν να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή αυτής (εναγούσης) για υπερωριακή εργασία. Διότι διαφορετικά, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπήρχε άλλο ποσό το οποίο η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της, ώστε να συμψηφίζεται με τις υπερωρίες, που τυχόν πραγματοποιούσε. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του. Ειδικότερα, αφού με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο ανωτέρω όρος, περιελήφθη μόνον σε δύο από τις επίδικες συμβάσεις εργασίας, κατόπιν ερμηνείας αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, έγινε δεκτό ότι, αυτός δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές της ενάγουσας που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες αυτής ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εναγομένης. Κατά το αποδεικτικό δε πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, εν προκειμένω, δεν συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές της ενάγουσας, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτήν προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία, διότι, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως αντιθέτως θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλέπονταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή της ενάγουσας. Ήδη, η εναγομένη, με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεώς της, ισχυρίζεται ότι, η εκκαλουμένη απόφαση, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 173 και 200 ΑΚ, καθώς επίσης και κατά πλημμελή εκτίμηση των περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων, απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της περί συμψηφισμού με τις επίδικες απαιτήσεις της ενάγουσας περί αμοιβή της για την υπερωριακή της απασχόληση, τις ανωτέρω εκ μέρους της καταβολές με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές». Επί των ανωτέρω ισχυρισμών θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Εν προκειμένω, από τις προσκομιζόμενες από 24.01.2020 και 08.03.2021, ήτοι πρώτη και τρίτη των ενδίκων εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, αποδεικνύεται ότι, πράγματι σε αυτήν συμπεριελήφθη όρος με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές της ενάγουσας, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες της ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εναγομένης. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) της ενάγουσας, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτήν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …»), δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των ποσών που κατεβλήθησαν υπό της εναγομένης με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή της ενάγουσας (ΕφΠειρ. 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον ισχυρισμό της εναγομένης, περί μερικής καταβολής δια συμβατικού συμψηφισμού μέρους της ένδικης εκ ποσού ευρώ 8.160,77 απαίτησης της ενάγουσας, για αμοιβή της από την υπερωριακή της απασχόληση, ως ανωτέρω αναλύεται, του ποσού των ευρώ 2.349,16 που η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα, κατά τη λειτουργία των επιδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως, με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», το οποίο κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα, δεχόμενο ως αβάσιμο στην ουσία του τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εναγομένη με τον πρώτο λόγο έφεσης πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμα στην ουσία τους. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, η ενάγουσα, εδικαιούτο για αναλογία δώρων εορτών για το διάστημα που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο,  τα ακόλουθα ποσά: (α) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, ενόψει του ότι η ενάγουσα εργάσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 24.1.2020 έως 24.3.2020: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 € + επίδομα αδείας 433,95€  + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (2.453,40 δια 61 ημέρες επί 30=) 1.206,59 € =] 3.746,40 δια 2 επί 1/15  επί (61 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 7,625 οκταήμερα=} 952,21 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.247,83 όπως αναφέρει η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ούτε το ποσό των ευρώ 954,31 όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Έναντι του ποσού αυτού, το οποίο αποτελεί το μικτώς καταβαλλόμενο Δώρο Πάσχα 2020, η ενάγουσα έλαβε, όπως έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένη αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το ποσό των ευρώ 551,34, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (952,21  μείον 551,34=) 400,87 και όχι το ποσό των ευρώ 402,97, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, ούτε το ποσό των ευρώ 696,49 όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα στα πλαίσια του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσής της. Οι ισχυρισμοί, εν τούτοις, της εναγομένης ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη το επίδομα αδείας κατά τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών της ενάγουσας προς υπολογισμό του αναλογούντος σε αυτή Δώρου Πάσχα 2020, που περιέχονται στον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της τυγχάνουν αβάσιμοι στην ουσία τους, ενόψει του ότι, από τις προσκομισθείσες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι πράγματι κάθε μήνα καταβάλλονταν στην ενάγουσα επίδομα αδείας, με αποτέλεσμα, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, το εν λόγω επίδομα, να συμπεριλαμβάνεται στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές της ενάγουσας. [β] Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020,η ενάγουσα εδικαιούτο, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 2.6.2020 έως 18.12.2020 το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 € + επίδομα αδείας 433,95€  + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (7.997,04 δια  201  επί 30 =} 1.193,59 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 3.733,40 επί 2/25 επί (199 ημέρες εργασίας, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται με την αγωγή της κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 10,47 δεκαεννιαήμερα=} 3.127,09  ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 4.112,30, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, η οποία δέχθηκε ότι το ποσό της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων 2020 που εδικαιούτο η ενάγουσα ανήρχετο, στο ποσό των ευρώ 3.159,94. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των ευρώ 1.749,96 και επομένως, η ενάγουσα δικαιούται υπόλοιπο αμοιβής για την εν λόγω αιτία εκ ποσού ευρώ (3.127,09 μείον 1.749,96 =) 1.377,13 και όχι το ποσό των ευρώ 1.409,98, όπως εσφαλμένως και δη κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Θα πρέπει να σημειωθεί, ως αναλύεται ανωτέρω, ότι τυγχάνει αβάσιμος ο αντίστοιχος τρίτος λόγος έφεσης της εναγομένης καθό μέρος αυτή ισχυρίζεται ότι στις τακτικές αποδοχές της ενάγουσας δεν πρέπει να υπολογισθεί το επίδομα αδείας, εφόσον από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι κατά το εν λόγω διάστημα η εναγομένη κάθε μήνα κατέβαλε στην ενάγουσα επίδομα αδείας. Κατά συνέπεια, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του ο δεύτερος λόγος της ενάγουσας με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον καθορισμό της αναλογίας του ανωτέρω δώρου εορτών. (γ) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2021, ενόψει του ότι η ενάγουσα εργάσθηκε κατά  το χρονικό διάστημα από 8.3.2021 έως 26.4.2021, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 € + επίδομα αδείας 433,95€ + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (2.103,66 δια 50 ημέρες επί 30=) 1.262,20 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 3.802,01 δια 2 επί 1/15  επί (50 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 6,25 οκταήμερα=} 792,08 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 780,35 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της ενάγουσας με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου κατά τα λοιπά του ιδίου λόγου έφεσης της ενάγουσας με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται, όπως και με την αγωγή της, ότι δικαιούται για Δώρο Πάσχα 2021 το ποσό των ευρώ 1.022,81. Έναντι του ποσού αυτού, το οποίο αποτελεί το μικτώς καταβαλλόμενο Δώρο Πάσχα 2021, η ενάγουσα έλαβε, όπως έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το ποσό των ευρώ 444,06, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (792,08 μείον 444,06=) 348,02 και όχι το ποσό των ευρώ 336.29, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της ενάγουσας, απορριπτομενου του αντίστοιχου τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη το επίδομα αδείας κατά τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών της ενάγουσας προς υπολογισμό του αναλογούντος σε αυτή Δώρου Πάσχα 2021, που περιέχονται στον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της τυγχάνουν αβάσιμοι στην ουσία τους, εφόσον από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας της εν λόγω χρονικής περιόδου, αποδεικνύεται ότι κάθε μήνα καταβάλλονταν στην ενάγουσα επίδομα αδείας. [δ] Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2021,η ενάγουσα εδικαιούτο, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1.6.2021 έως 27.7.2021 και από 3.8.2021 έως 16.9.2021, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 € + επίδομα αδείας 433,95€ + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (2.286,36 + 1.884,42 = 4.170,78 δια 102 επί 30 =} 1.226,70 € =] 3.766,51 επί 2/25 επί (102 ημέρες εργασίας, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται με την αγωγή της κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 5,368 δεκαεννιαήμερα=} 1.617,49 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.910,38, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου στην ουσία του του αντίστοιχου τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης. Έναντι του ποσού αυτού, όπως αποδεικνύεται από τις προκομιζόμενες από την εναγομένη, ως σχετικά [13] έως και [16] αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με τις επισυναπτόμενες στις εν λόγω αποδείξεις εντολές προς την τράπεζα μισθοδοσίας της ενάγουσας (ΕΤΕ) και τη μη ειδική αμφισβήτηση της ενάγουσας ότι πράγματι έλαβαν χώρα οι κατωτέρω αναφερόμενες καταβολές στο λογαριασμό μισθοδοσίας της από την εναγομένη, αποδεικνύεται ότι η τελευταία κατέβαλε στην ενάγουσα για την εν λόγω αιτία τα ακόλουθα ποσά: (ι) το ποσό των ευρώ (184,71 + 4,60 + 59,94 + 18,99=) 268,24 τον μήνα Ιούνιο 2021, (ιι) το ποσό των ευρώ (165,60 + 4,13 + 53,73 + 16,67=) 240,13, (ιιι) το ποσό των ευρώ (177,85 + 4,43 +57,71 + 17,91=) 257,90 τον μήνα Αύγουστο 2021 και (ιv) το ποσό των ευρώ (97,99 + 2,44 + 31,80+ 9,86=) 142,09 τον μήνα Σεπτέμβριο 2021 και συνολικά το ποσό των ευρώ 908,36 και όχι το ποσό των ευρώ 1.601,08 όπως ισχυρίσθηκε η εναγομένη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η εναγομένη, δεν προσεκόμισε έγγραφες αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι επιπλέον του ανωτέρω ποσού των ευρώ 908,36, κατέβαλε για την εν λόγω αιτία στην ενάγουσα και το ποσό των ευρώ 266,44 τον μήνα Οκτώβριο 2021, το ποσό των 266,41 τον μήνα Νοέμβριο 2021 και το ποσό των ευρώ 159,87 τον μήνα Δεκέμβριο 2021. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση η οποία έκανε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής, έναντι της απαίτησης της ενάγουσας για καταβολή της οφειλόμενης αναλογίας δώρου Χριστουγέννων του 2021, ένταση της εναγομένης για το ποσό των 1.601,08 ευρώ, ενώ από τις έγγραφες αποδείξεις που η εναγομένη προσεκόμισε απεδείχθη ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης, αυτή κατέβαλε στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των ευρώ 908,36, το οποίο η ενάγουσα είχε αφαιρέσει ήδη από το αιτούμενο κονδύλιο με την ένδικη αγωγή της. Ως εκ τούτου, πρέπει, κατά το βάσιμο τρίτο λόγω έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αποδοχή της ανωτέρω ένστασης μερικής καταβολής της εναγομένης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση καθό μέρος δέχθηκε, ως βάσιμο τον ισχυρισμό της εναγομένης περί καταβολής έναντι της ένδικης απαίτησης (καταβολής του υπολοίπου της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων 2021) το ποσό των ευρώ 1.601,08 και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) να δικάσει αυτή και να απορρίψει την περί καταβολής ένσταση της εναγομένης έναντι του Δώρου Χριστουγέννων 2021 για το πέραν του ποσού των ευρώ 908,36 ποσό που συνομολογείται υπό της εναγούσης ότι αυτή έλαβε ποσό ήτοι για το ποσό των ευρώ (1.601,08 μείον 908,36= ) 692,72. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι έναντι τα οφειλόμενης εκ ποσού ευρώ 1.617,49 αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2021 το οποίο εδικαιούτο η ενάγουσα, ως ανωτέρω απεδείχθη, αυτή έλαβε το ανωτέρω ποσό των 908,36 και ως εκ τούτου, η εναγομένη συνεχίζει να της οφείλει το ποσό των ευρώ (1.617,49 μείον 908,36=) 709,13. Περαιτέρω, κατά τον βάσιμο πέμπτο λόγο έφεσης της ενάγουσας, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 709,13, η εναγομένη, οφείλει να καταβάλει νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, ήτοι από την 17.09.2021, δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.3 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων έτους 2019 (ΥΑ 2242.5/-1.5/56040/2019 ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019), υπό τον τίτλο «Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα» ορίζεται ότι «3. Κατά την απόλυση του ο Ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας τού Δώρου Εορτών». Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο πέμπτο   λόγο έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εφαρμογή νόμου και δη της ανωτέρω διατάξεως της ανωτέρω ΣΣΝΕ, καθό μέρος με αυτήν (εκκαλουμένη απόφαση), η αναλογούσα διαφορά του εν λόγω Δώρου Χριστουγέννων 2021, επιδικάσθηκε νομιμοτόκως από την 1.1.2022, απερρίφθη δε το αίτημα της ενάγουσας που περιείχετο στην ένδικη αγωγή της, για επιδίκαση του εν λόγω ποσού, νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεώς της, το οποίο ως έλασσον αίτημα περιέχεται στο μείζον αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης τόκων από της ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεώς της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, την 24-3-2020 και την 18.12.2020, η ενάγουσα απολύθηκε λόγω (προσωρινής) διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων του ενδίκου πλοίου και δη εξαιτίας της ετήσιας επιθεώρησης αυτού, χωρίς αυτή να επαναναυτολογηθεί εντός της οριζομένης με το άρθρο 27 της, εφαρμοζομένης εν προκειμένω, ΣΣΝΕ, προθεσμίας των εξήντα ημερών από την απόλυσή της και χωρίς να αποδεικνύεται, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη ότι αυτή κάλεσε την ενάγουσα πριν την παρέλευση της ανωτέρω, θεσπισθείσας με το άρθρο 27 της, εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, προθεσμίας των εξήντα ημερών από εκάστη των ανωτέρω ημερών απόλυσής της, να επαναυτολογηθεί. Ειδικότερα, το γεγονός της απόλυσης της ενάγουσας την 24.3.2020 και 18.12.2020 ενόψει της εν λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του ανωτέρω πλοίου, συνομολογείται και υπό της εναγομένης (σχετικά σελ. 32 και 33 ένδικης έφεσης). Επιπροσθέτως, αποδεικνύεται ότι, η ενάγουσα δεν επαναναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την 24.3.2020, καθώς επίσης και εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την 18.12.2020, αλλά ναυτολογήθηκε εκ νέου την 2.6.2020 και την 8.3.2021, αντίστοιχα. Τούτο, αποδεικνύεται από το ναυτικό της φυλλάδιο, αλλά συνομολογείται και από την εναγομένη, η οποία εν τούτοις, υποστηρίζει ότι, κάλεσε την ενάγουσα εμπρόθεσμα, ήτοι προ της παρέλευσης προθεσμίας εξήντα ημερών από την  24.3.2020 και 18.12.2020 να επαναυτολογηθεί, πλην όμως αυτή αρνήθηκε και δεν μετέβη στο ανωτέρω πλοίο. Εν τούτοις, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δεν προέκυψε ότι πράγματι η εναγομένη εκάλεσε την ενάγουσα, εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από τις ανωτέρω αποναυτολογήσεις της την 24.3.2020 και την 18.12.2020, προκειμένου να επαναυτολογηθεί. Ειδικότερα, η μάρτυρας της ενάγουσας …….. στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή της όσον αφορά στην από 24.3.2020 απόλυση της ενάγουσας, κατέθεσε ότι, αν και η ίδια (μάρτυρας) επέστρεψε στην εργασία της μετά από είκοσι ημέρες, την ενάγουσα η εναγομένη επαναπροσέλαβε τον μήνα Ιούνιο του έτους 2020 όταν αυξήθηκε η σύνθεση του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου. Η ίδια μάρτυρας, κατέθεσε ότι, η ενάγουσα ζητούσε επίμονα την επαναπρόσληψή της. Περαιτέρω, η ίδια μάρτυρας, κατέθεσε ότι, όσον αφορά στην απόλυση της ενάγουσας την 18.12.2020, το πλοίο σταμάτησε τα δρομολόγιά του και το πλοίο παρέμεινε δεμένο έως τον μήνα Φεβρουάριο. Τέτοια πρόσκληση της ενάγουσας προς επαναπρόσληψή της εντός της ανωτέρω προθεσμίας των εξήντα ημερών από την αποναυτολόγησή της, δεν αποδεικνύεται ούτε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης ……… ο οποίος επί του εν λόγω κρισίμου θέματος κατέθεσε σχετικά «… Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι η ……… ουδέποτε μου παραπονέθηκε ότι η εταιρεία δεν την προσέλαβε ούτε άλλωστε μου εξέφρασε ποτέ τη σχετική της επιθυμία να επαναυτολογηθεί στο «ΝΡ», αντίθετα οι ναυτολογήσεις της γίνονταν σε συνεννόηση με το τμήμα πληρωμάτων της εταιρείας. Μπορώ να βεβαιώσω, πάντως, από την εμπειρία μου ότι η εταιρεία δεν καθυστερεί τις ναυτολογήσεις των πληρωμάτων και ποτέ δεν έχουν ακούσει κάποιο παράπονο για καθυστέρηση…». Επομένως, εφόσον απεδείχθη ότι οι ανωτέρω από 24.3.2020 και 2.6.2020 δύο συμβάσεις ναυτικής εργασίας ήταν αορίστου χρόνου και η ενάγουσα αποναυτολογήθηκε λόγω καταγγελίας των ανωτέρω δύο επιδίκων συμβάσεων εργασίας εκ μέρους του πλοιάρχου ενόψει της εν λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του ανωτέρω πλοίου την 24.3.2020 και 18.12.2020, χωρίς παράλληλα να αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, κάλεσε αυτήν (ενάγουσα) εντός της ανωτέρω εξηκονθήμερης προθεσμίας προκειμένου να την επαναυτολογήσει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης ίση, προς τις αποδοχές 22 ημερών. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου έφεσης της εναγομένης, κατά το πρώτο του σκέλος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά την κρίση της ότι η ενάγουσα δικαιούται στην ένδικη περίπτωση αποζημίωση απολύσεως,, αφού απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της ότι αυτή (εναγομένη) κάλεσε εμπρόθεσμα την ενάγουσα για την επαναυτολόγησή της και η ενάγουσα ήταν αυτή που δεν μετέβη στο ανωτέρω πλοίο να ναυτολογηθεί. Εξάλλου, οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον ίδιο τέταρτο λόγο έφεσης ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι εζήτησε από την εναγομένη να επαναυτολογηθεί, σε κάθε περίπτωση δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή, δεδομένου ότι προϋπόθεση γένεσης της αξίωσης της ενάγουσας προς αποζημίωση απολύσεώς της λόγω μη επαναπρόσληψής της εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την αποναυτολόγησή της λόγω επιθεώρησης του πλοίου, δεν είναι η προηγούμενη υπ’ αυτής υποβολή αίτησης επαναπρόσληψης. Η εναγομένη, εκκαλούσα, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίσθηκε επικουρικώς ότι, η καθυστέρηση επαναπρόσληψης της ενάγουσας ήταν εξαιρετικά μικρής διάρκειας και δη μόλις επτά ημερών, οφειλόμενη αποκλειστικά στις ακραίες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί κατά τον επίδικο χρόνο λόγο έξαρσης της πανδημίας του Covid – 19, γεγονός το οποίο εγνώριζε η ενάγουσα και παρά το γεγονός αυτό, αλλά και το γεγονός ότι επαναυτολογήθηκε με αμελητέα χρονική καθυστέρηση αξιώνει καταχρηστικά ένα αδικαιολόγητα και δυσανάλογα μεγάλο ποσό ως αποζημίωση απόλυσης. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του με την εκκαλουμένη απόφαση. Ήδη, η εναγομένη με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος απέρριψε την επικουρικώς ασκηθείσα υπ’ αυτής ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (σελ. 35 ένδικης έφεσης). Η ανωτέρω επικουρικώς ασκηθείσα ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης εκ μέρους της ενάγουσας της αξίωσής της περί καταβολής της αιτούμενης αποζημίωσης απολύσεως, ορθώς απερρίφθη ως αβάσιμη στην ουσία της υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ανωτέρω λόγου έφεσης της εναγομένης. Ειδικότερα, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων δεν απεδείχθη ότι συνέτρεξε εν προκειμένω ιδιαίτερος λόγος μη επαναυτολόγησης της ενάγουσας εντός της ανωτέρω προθεσμίας για τον οποίο η εναγομένη δεν φέρει ευθύνη, εφόσον δεν απεδείχθη ότι η έξαρση της επικαλούμενης πανδημίας άνευ άλλου τινός εμπόδισε την εναγομένη να επαναυτολογήσει την ενάγουσα. Άλλωστε, για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως (αρθ. 27) είναι αδιάφορο εάν ο ναυτικός επαναπροσλήφθηκε σε μεταγενέστερο του οριζομένου με τη διάταξη αυτή χρόνου. Ως εκ τούτου, απεδείχθη ότι, συνεπεία της μη επαναυτολόγησης της ενάγουσας εντός της ανωτέρω προθεσμίας των εξήντα ημερών από την αποναυτολόγηση της λόγω επιθεωρήσεως του εν λόγω πλοίου την 24.3.2020 και 18.12.2020 η ενάγουσα δικαιούται αποζημιώσεως είκοσι δύο ημερών, υπολογιζομένης επί των μηνιαίων τακτικών αποδοχών της, στις οποίες, ως αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, περιλαμβάνεται και ο μέρος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση, καθώς επίσης και οι αποδοχές αδείας της μετά τροφοδοσίας και η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών που αυτή εδικαιούτο, εφόσον, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας της ενάγουσας σε αυτήν, κάθε μήνα, καταβάλλονταν και το επίδομα αδείας και η μηνιαία αναλογία δώρων εορτών. Κατόπιν των ανωτέρω, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης της ενάγουσας λόγω απολύσεώς της την 24.3.2020 θα πρέπει να συνυπολογισθεί το αναλογούν κάθε μήνα επίδομα αδείας, εκ ποσού ευρώ 433,95 κατά την αγωγή, ο μέσος όρος σε μηνιαία βάση της δικαιούμενης και αποδειχθείσας ανωτέρω αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από της ναυτολογήσεώς της την 24.1.2020 έως της αποναυτολογήσεώς της την 24.3.2020, καθώς και ο μέσος όρος σε μηνιαία βάση του αναλογούντος στην εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης Δώρου Πάσχα 2020. Επιπλέον, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης της ενάγουσας λόγω απολύσεώς της την 18.12.2020, θα πρέπει να συνυπολογισθεί το αναλογούν κάθε μήνα επίδομα αδείας εκ ποσού ευρώ 433,95, ο μέσος όρος σε μηνιαία βάση της δικαιούμενης και αποδειχθείσας ανωτέρω αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από της ναυτολογήσεώς της την 1.10.2020 έως της αποναυτολογήσεώς της την 18.12.2020, καθώς επίσης και ο μέσος όρος, σε μηνιαία βάση, του αναλογούντος στην εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης Δώρου Χριστουγέννων 2020. Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση απολύσεως [α] για τη μη επαναυτολόγησή της εντός εξήντα ημερών από την 24-3-2020, το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επ. Κυρ. 265,05 € + επίδομα, βαρείας και ανθυγιεινής εργ. 36,64 € + αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 €  + μηνιαίο επίδομα αδείας 433,95€ + μέσος όρος υπερωριών κατά μήνα {(στα πλαίσια της ενδίκου συμβάσεως ναυτολογήσεως από 24.1.2020 έως 24.3.2020} ευρώ 2.453,40 δια 61 επί 30=} 1.206,59 + μηνιαία αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 ){[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 € + επίδομα αδείας 433,95€  + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (2.453,40 δια 61 ημέρες επί 30=) 1.206,59 € =] 3.746,40 δια 2 επί 1/15 επί (61 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 7,625 οκταήμερα=} 952,21 ευρώ δια 61 επί 30=) 468,30= 4.214,70 ευρώ/30 X 22 =] 3.090,78 ευρώ. Έσφαλε, επομένως η εκκαλουμένη απόφαση κατά τον εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της ενάγουσας με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αλλά και κακή εφαρμογή του νόμου, εφόσον στις τακτικές αποδοχές της ενάγουσας για τον προσδιορισμό της εν λόγω αποζημίωσης δεν συμπεριέλαβε και την αναλογία του δώρου εορτών και δέχθηκε εσφαλμένως ότι, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 2.753,43 και όχι, όπως ανωτέρω αποδείχθηκε, το ποσό των ευρώ 3.090,78. Ο αντίστοιχος τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος δέχθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση απολύσεως λόγω της μη επαναπρόσληψής της εντός εξήντα ημερών από την αποναυτολόγησή της την 24.3.2020 λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του πλοίου, αλλά για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου καθόσον ελήφθη υπόψη και το αναλογούν επίδομα αδείας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. [β] για τη μη επαναυτολόγησή της εντός εξήντα ημερών από την 18.12.2020 το ποσό των [μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επ. Κυρ. 265,05 € + επίδομα, βαρείας και ανθυγιεινής εργ. 36,64 € + αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 €  + μηνιαίο επίδομα αδείας 433,95€ + μέσος όρος υπερωριών κατά μήνα {(στα πλαίσια της ενδίκου συμβάσεως ναυτολογήσεως από 1.10.2020 έως 18.12.2020} α) Για 56 ημέρες καθημερινές και 10 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.722,60 (66 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 198 ώρες  Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 11 Σάββατα και 2 ημέρες αργίας (28.10 και 6.12), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 1.492,92 ευρώ (13 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 143 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες συνολικά το ποσό των ευρώ (1.722,60 + 1.492,92=) 3.215,52 δια 79 ημέρες επί 30 ημέρες = 1.221,08 +μηνιαία αναλογία Δώρου Χριστουγένων 2020 ){[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 € Χ 30 ημέρες =) 599,40 € + επίδομα αδείας 433,95€  + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.221,08 € =] 3.760,89 επί 2/25 επί (79 ημέρες εργασίας, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται με την αγωγή της κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 4,157 δεκαεννιαήμερα=} 1.250,72, πλην όμως για την εν λόγω αιτία ήτοι αναλογία δώρου εορτών η ενάγουσα αξιώνει το ποσό των ευρώ 613,71 το οποίο και πρέπει να υπολογισθεί = 4.374,60 ευρώ/30 X 22 =] 3.208,04 ευρώ. Έσφαλε, επομένως η εκκαλουμένη απόφαση κατά τον εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της ενάγουσας με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αλλά και κακή εφαρμογή του νόμου, εφόσον στις τακτικές αποδοχές της ενάγουσας για τον προσδιορισμό της εν λόγω αποζημίωσης δεν συμπεριέλαβε και την αναλογία του δώρου εορτών και δέχθηκε εσφαλμένως ότι, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 2.753,43 και όχι, όπως ανωτέρω αποδείχθηκε, το ποσό των ευρώ 3.208,04. Ο αντίστοιχος τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος δέχθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση απολύσεως λόγω της μη επαναπρόσληψής της εντός εξήντα ημερών από την αποναυτολόγησή της την 18.12.2020, λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του πλοίου, αλλά και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθόσον ελήφθη υπόψη και το αναλογούν επίδομα αδείας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι, η άσκηση της ένδικης αγωγής υπό της εναγούσης, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση των ενδίκων υπέρογκων αξιώσεών της που της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, τυγχάνει καταχρηστική. Ειδικότερα, [πέραν των αναφορών της ειδικώς όσον αφορά στην απαίτηση της ενάγουσα προς καταβολή αποζημίωσης απολύσεως κατά τις οποίες η ίδια (εναγομένη) καθυστέρησε μεν την επαναυτολόγησή τα στο επίδικο πλοίο, πλην όμως η καθυστέρηση ήταν εξαιρετικά μικρής διάρκειας και δη μόλις επτά ημερών οφειλόμενη αποκλειστικά και μόνον στις ακραίες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί λόγω της έξαρσης της πανδημίας του covid, ισχυρισμός ο οποίος ερευνήθηκε αμέσως ανωτέρω και απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του], η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 26), αφού ισχυρίσθηκε, παραθέτοντας και σχετική νομολογία, ότι η άσκηση αξίωσης από εκτέλεση εργασίας πάνω από τα νόμιμα όρια, ελέγχεται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και επιπλέον ότι, δύναται να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική εργασία που εκτελέσθηκε, πέραν των νομίμων ορίων υπό του εργαζομένου, παρά τη ρητή προηγούμενη απαγόρευση του εργοδότη, ακολούθως ισχυρίσθηκαν ότι, με βάση ρητές εντολές της, η εκτέλεση υπερωριακής εργασίας στο ανωτέρω πλοίο, τελούσε υπό ορισμένη, απαρέγκλιτα τηρούμενη, διαδικασία, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε υπό της εναγούσης. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, η ενάγουσα με θετικές ενέργειές της, δημιούργησε σε αυτήν την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες απαιτήσεις της και δη (1) η ενάγουσα ουδέποτε την όχλησε ως προς την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων και ειδικότερα ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής της, αντίθετα ελάμβανε τις οικειοθελείς παροχές που της κατέβαλε, καθώς και την αμοιβή της υπερωριακής της απασχόλησης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα επιπλέον απαιτήσεων, (2) η ενάγουσα παρέλαβε και υπέγραψε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις της, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή προσθέτων αμοιβών οι οποίες της καταβάλλονταν δια κατάθεσης σε τραπεζικό του λογαριασμό, (3) η ίδια (ενάγουσα) υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως της μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής της απασχόλησης, με τη σύνταξη δε και υπογραφή υπ’ αυτής των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας της, κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε αυτήν (εναγομένη) ότι δεν υπάρχουν ώρες εργασίας της που δεν περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, (4) η ίδια (ενάγουσα), ουδέποτε κατά την πολυετή εργασιακή σχέση τους, προέβαλε οιαδήποτε αξίωση, παρά οψίμως, αφού αποχώρησε από την εργασία της, άσκησε τις ένδικες αξιώσεις της, ως προς τις οποίες υπήρχε η ανά μισθολογική περίοδο άμεση και ρητή διαβεβαίωση της εναγομένης υπό της εναγούσης ότι δεν υφίστανται αξιώσεις σε βάρος της και (5) καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, η εναγομένη κατέβαλε σε αυτήν αποδοχές ανώτερες των νομίμων. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, το ύψος των ενδίκων απαιτήσεων είναι υψηλό, με αποτέλεσμα να της προκαλείται τεράστιο βάρος, σε μια περίοδο οικονομικά δυσχερή, τυχόν δε καταβολή των ποσών που αιτείται η ενάγουσα, θα έχει δυσβάσταχτες συνέπειες για την ίδια και τους εργαζομένους της. Τέλος, ισχυρίσθηκε ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που συνθέτουν την καταχρηστική άσκηση των ενδίκων απαιτήσεων και δη παρέλευση μακρού χρόνου χωρίς έγερση καμίας αξιώσεως υπό της εναγούσης, δημιουργία της πεποίθησης σε αυτήν ότι η ενάγουσα δεν θα προβάλει τυχόν αξιώσεις της και πρόκληση σε αυτήν σημαντικής ζημίας από την έγερση της ένδικης αγωγής. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί, απερρίφθησαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως μη νόμιμοι (πλην των ισχυρισμών που έβαλαν ειδικώς κατά της αξιούμενης αποζημίωσης απολύσεως που απερρίφθησαν ως αβάσιμοι στην ουσία τους και για τους οποίους έγινε αναφορά ανωτέρω). Συγκεκριμένα, με την εκκαλουμένη απόφαση, κρίθηκε ως μη νόμιμη η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης  των ενδίκων αξιώσεων υπό της εναγούσης, διότι τα επικαλούμενα υπό της εναγομένης περιστατικά, στα οποία επεχείρησε να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού η ενάγουσα, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματος της στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών της από την παροχή της εργασίας της. Επιπροσθέτως διότι, η περιγραφόμενη στάση της ενάγουσας συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε η ίδια η ενάγουσα και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και ακολούθως εκείνη (ενάγουσα) αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που η ίδια υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Με τον υπό κρίση (πέμπτο) λόγο της έφεσής της, η εναγομένη διατείνεται ότι, ο ανωτέρω ισχυρισμός της, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή, απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης, ο οποίος ασκήθηκε επικουρικώς και δη υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι θα γίνει δεκτή ως βάσιμη η ένδικη αγωγή, τυγχάνει μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο σκέλος του, ήτοι καθό μέρος η εναγομένη ισχυρίσθηκαν ότι, με βάση ρητές εντολές της, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών της, η εκτέλεση υπερωριακής εργασίας τελούσε υπό ορισμένη, απαρεγκλίτως τηρούμενη διαδικασία, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε υπό της εναγούσης, τυγχάνει μη νόμιμος διότι, πέραν του γεγονότος ότι δεν παρατίθεται η ορισμένη αυτή διαδικασία η οποία έπρεπε να τηρείται προκειμένου να πραγματοποιηθεί υπερωριακή εργασία υπό της εναγούσης, η εναγομένη δεν αναφέρει ότι, εν προκειμένω, ρητώς απαγόρευσε στην ενάγουσα, προ της παροχής υπ’ αυτής της ανωτέρω αποδειχθείσας υπερωριακής εργασίας, την παροχή αυτής. Τέτοια αναφορά, δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι περιέχεται από την παράθεση υπ’ αυτής, νομολογίας των Δικαστηρίων [κατά την οποία, η παροχή υπερωριακής εργασίας παρά τη ρητή απαγόρευση της εργοδότριας προς παροχή αυτής δεν γεννά αξιώσεις στον εργαζόμενο], εφόσον η ίδια, δεν αναφέρει, ως προεκτέθηκε, ότι εν προκειμένω ρητώς αυτή απαγόρευσε στην ενάγουσα, προ της παροχής υπ’ αυτής της αποδειχθείσας ανωτέρω υπερωριακής εργασίας, την παροχή της αυτής και παρά ταύτα η ενάγουσα αυτοβούλως επέλεξε να εκτελέσει εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου. Κατά τα λοιπά, τα επικαλούμενα υπό της εναγομένης περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, διότι και υπό την εκδοχή ότι η ενάγουσα ρητά διαβεβαίωνε την εναγομένη ανά μισθολογική περίοδο ότι δεν διατηρεί αξιώσεις σε βάρος της, όπως η εναγομένη διατείνεται, αυτή (ενάγουσα), δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός της στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών της από την παροχή της εργασίας της, έστω και αν υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας και τις καταστάσεις υπερωριών, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς οι απαιτήσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εργασίας, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται, αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019,www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση της ενάγουσας και δη η μη όχλησή της (εναγομένης) ως προς την εξόφληση των ενδίκων απαιτήσεών της, η μη διαμαρτυρία της για τη μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής της, η υπ’ αυτής (ενάγουσας) λήψη των οικειοθελών παροχών που της κατέβαλε η εναγομένη, καθώς και της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, η υπό της ιδίας (ενάγουσας) παραλαβή και ανεπιφύλακτη υπογραφή των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας, η μη διατύπωση υπ’ αυτής αντιρρήσεων ως προς το ύψος των αμοιβών της, που η εναγομένη κατέβαλε στον τραπεζικό της λογαριασμό, η ανεπιφύλακτη υπ’ αυτής υπογραφή των μηνιαίων καταστάσεων της υπερωριακής της απασχόλησης και των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας, η άσκηση των ενδίκων αξιώσεών της με τη λήξη της συνεργασίας της με την εναγομένη, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά της, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εναγομένη της εύλογης πεποίθησης υπό της εναγούσης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό της εναγομένης, περί κατάχρησης δικαιώματος, θα συνιστούσε η υπογραφή της ενάγουσας σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής της απασχόλησης ή μηνιαία δελτία ωρών εργασίας, αν τα εν λόγω έγγραφα συνέτασσε η ενάγουσα και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά της, η οποία θα τις ενέκρινε και ακολούθως εκείνη αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που η ίδια υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού ή στα μηνιαία δελτία ωρών εργασίας, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς οι αιτιάσεις της εναγομένης ότι κατεβλήθησαν στην ενάγουσα, αμοιβές υπέρτερες των νομίμων, άνευ άλλου τινός δεν οδηγεί σε καταχρηστική εκ μέρους της τελευταίας αξίωση της αμοιβής της για την παρασχεθείσα επ’ αυτής ανωτέρω αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία αλλά και των λοιπών επιδίκων απαιτήσεών της. Τέλος, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγομένη η ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022 www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως), κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος (πέμπτος) λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου εφέσεως προς διερεύνηση πρέπει να γίνουν δεκτές ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους αμφότερες οι ένδικες εφέσεις, απορριπτομένων αυτών, κατά τα λοιπά, ως αβασίμων στην ουσία τους, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης, ήτοι και ως προ το ποσό των ευρώ 8.160,77, το οποίο επιδικάσθηκε στην ενάγουσα ως αμοιβή της για την υπερωριακή της απασχόληση, κατά το οποίο η ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση δεν εξαφανίσθηκε, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω μνημονευόμενες διατάξεις, να γίνει μερικώς δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και (α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα, κατά τα προεκτεθέντα για αμοιβή της ανωτέρω αποδειχθείσας υπερωριακής της εργασίας το ποσό των ευρώ 8.160,77, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς της και δη από την 17.9.2021 και (β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 το ποσό των ευρώ 400,87, για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020 το ποσό των ευρώ 1.377,13, για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021 το ποσό των ευρώ 348,02, για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2021 το ποσό των ευρώ 709,13 και για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των ευρώ 6.298,82 και συνολικά να αναγνωρισθεί ότι της οφείλει το ποσό των ευρώ το ποσό των ευρώ 9.133,97, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως της ενάγουσας και δη από την 17-9-2021 μέχρι εξοφλήσεως. Το αίτημα της εναγομένης, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, με την επιστροφή του ποσού των 9.216,14 ευρώ, το οποίο κατέβαλε προς εξόφληση του ποσού των 8.160,77 κατά το οποίο κηρύχθηκε η τελευταία προσωρινά εκτελεστή και το οποίο αυτή κατέβαλε στην ενάγουσαα, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολής μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2017), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 51/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει, την ένδικη από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……./30.12.2021 αγωγή.

Δέχεται, την ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.

Υποχρεώνει την εναγομένη, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (ευρώ 8.160,77), νομιμοτόκως από την 17-9-2021 έως εξοφλήσεως.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει, επιπλέον των ανωτέρω, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εννέα χιλιάδων εκατόν τριάντα τριών ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (ευρώ 9.133,97), νομιμοτόκως από την 17-9-2021 έως εξοφλήσεως.

Απορρίπτει την με την υπό στοιχεία Α έφεση ασκηθείσα από την εκκαλούσα – εναγομένη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 14.2.2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ