Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 7/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης:  7 /2024

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Βασίλειο Τζελέπη,  Εφέτη ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ (αριθμ. καταθ. εφέσεως: Γ.Α.Κ…./Ε.Α.Κ. …/2021 Πρωτοδικείου Πειραιώς και Γ.Α.Κ. …/Ε.Α…./2021 Εφετείου Πειραιώς): ………… τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του, Νικολίτσα Τσαφούλια, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ- ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : ………… τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλαος Κριθαράς, με δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγγων  ζήτησε να γίνει δεκτή η από 7.7.2016(……./2016)  αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1946/2021  οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών  – εναγόμενος προσέβαλε  την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 29.10.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με ΓΑΚ/ΕΑΚ …. αρχικώς για τη δικάσιμο της 16.2.2023 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου,  η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε τις έγγραφες προτάσεις της , ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας αμφότεροι να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 1946/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει  ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εφεσιβλήτου που συνίσταται στην έλλειψη επίδοσης της υπό κρίση έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι προκύπτει η με επιμέλεια του εκκαλούντος  επίδοση της έφεσης με τη συνημμένη στην έκθεση κατάθεσης κλήση αυτού του μετ’ αναβολή προς συζήτηση  της έφεσης  για τη παρούσα δικάσιμο, ως τούτο εμφαίνεται και προκύπτει από την προσαγόμενη με επίκληση με αριθμό …./5.9.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………. Έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντο κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, το παράβολο  του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου αυτού. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 57 Α.Κ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 Α.Κ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (Α.Π. 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει, λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά, κατά την έννοια των άρθρων 281 Α.Κ. και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (Α.Π. 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των αρθρ. 914, 919, 920 και 932 Α.Κ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 Α.Κ.), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των αρθρ. 361 – 363 Π.Κ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’  αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο, από αυτόν ενώπιον τρίτου, γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (Α.Π. 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (Α.Π. 1030/2009, 333/2010, 179/2011). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής, που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρο 367 παρ. 1γ’ Π.Κ.), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Κατ’ εξαίρεση όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 367 Π.Κ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (Α.Π. 167/2000, 1897/2006, 488/2010). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (Α.Π. 387/2005, Α.Π. 271/2012, Εφ.Αθ. 174/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί, για το παραδεκτό της αγωγής, να εκτίθενται στο δικόγραφό της τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα (Α.Π. 413/2017, Α.Π. 684/2017, Α.Π. 889/2017, Α.Π. 53/2015, Α.Π. 792/2014, 492/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η νομική αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα, που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (Ολ.Α.Π. 18/1998, Α.Π. 524/2018, Α.Π. 413/2017, Α.Π. 807/2017, Α.Π. 853/2017, Α.Π. 491/2015, Α.Π. 792/2014, Α.Π. 119/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή, ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση, απλώς, των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και ελέγχονται και οι δύο, αναφορικά με τους λόγους, από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 1573/1981, Α.Π. 266/2018, Α.Π. 492/2017, Α.Π. 100/2017, Α.Π. 1264/2017, Α.Π. 43/2016, Α.Π. 575/2015, Α.Π. 265/2015, 935/2014, 792/2014, 119/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην υπό κρίση αγωγή (με ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2016) αγωγή του ο ενάγων Βασίλειος Πετρίδης εξέθετε ότι κατοικεί, επί σειρά ετών, σε ιδιόκτητο διαμέρισμα του 3ου ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού ………….  Ότι ο εναγόμενος προέβη στην έναρξη εργασιών ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής επί οικοπέδου ιδιοκτησίας του που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών ………….., πλησίον και έναντι της πολυκατοικίας όπου διαμένει ο ενάγων, βάσει της υπ’ αριθ. …. /2009 οικοδομικής άδειας, η οποία τον Απρίλιο του έτους 2010 είχε περατωθεί από απόψεως σκελετού. Ότι ο ίδιος (ο ενάγων), θεωρώντας ότι υπάρχουν πολεοδομικές παραβάσεις στην εν λόγω οικοδομή (η οποία είχε υπερβολικό ύψος, πισίνα στον 7° όροφο υπό μορφή διακοσμητικού σιντριβανιού και τεράστιους εξώστες), που προκαλούν υποβάθμιση του περιβάλλοντος αλλά και πλήττουν τα περιουσιακά έννομα συμφέροντά του, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και προς υπεράσπιση αυτών, υπέβαλε προς τη Νομαρχία Πειραιά την υπ’ αριθ. πρωτ. …../21-4-2010 αίτησή του. Ότι σε συνέχεια της αίτησης αυτής, διενεργήθηκε αυτοψία στην οικοδομή, στις 27-4-2010 από την αρμόδια Πολεοδομία και εκδόθηκε το με αριθ. πρωτ. Π…../3-6-2010 έγγραφο διακοπής εργασιών με ταυτόχρονη θέση προθεσμίας τεσσάρων μηνών προς αποκατάσταση της νομιμότητας και η υπ’ αριθ. Π. 418811/20-5-2011 απόφαση επιβολής προστίμων για αυθαίρετες κατασκευές, αποδεικνυόμενης, εκ των εγγράφων αυτών, της αλήθειας των αναφερομένων στην ως άνω καταγγελία του ενάγοντος. Ότι, περαιτέρω,  ο τελευταίος, δια του με αρ. πρωτ………./4-5-2010 εγγράφου του προς τη Διευθύντρια του Πολεοδομικού Γραφείου, αιτήθηκε την ενημέρωσή του περί της πορείας της παραπάνω αρχικής καταγγελίας του, ενώ ταυτόχρονα με την με αριθ. πρωτ…./4-5-2010 αίτησή του προς το Νομάρχη και Αντινομάρχη Πειραιά ζήτησε την προώθηση της αρχικής από 21-4-2010 αναφοράς, όπως και δια της με αρ. πρωτ. …./11-5-2010 αίτησής του στο Νομάρχη Πειραιά, με τον οποίο ζήτησε προσωπική επικοινωνία. Ότι, με τις από 12-5-2010 (με αριθ.πρωτ. …./1512) και από 11-5-2010 αιτήσεις του -επιστολές προς τον Υπουργό και Υφυπουργό Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης και προς το Πρωθυπουργικό Γραφείο, αντίστοιχα, εναντιώθηκε κατά των υπαλλήλων της Πολεοδομίας και Νομαρχίας που ολιγώρησαν αναφορικά με την προαναφερθείσα από 21-4-2010 καταγγελία του ως προς την επιβολή κυρώσεων. Ότι με τις από 7-6-2010 και 8-6-2010 αιτήσεις του προς την Πολεοδομία κατήγγειλε επιπλέον την παράνομη καλούπωση τοιχίων. Ότι, οι εν λόγω αιτήσεις του προς τις αρμόδιες αρχές συνιστούσαν ενάσκηση δικαιώματος του ως Έλληνα πολίτη, ο οποίος είχε έννομο προς τούτο συμφέρον. Ότι, ταυτόχρονα, με τις ως άνω επιστολές του, ζητούσε προστασία, διότι εκφοβιζόταν και πιεζόταν με διάφορους τρόπους από τον εναγόμενο και το περιβάλλον του να αποσύρει τις παραπάνω νόμιμες και αληθείς αναφορές του. Ότι ο εναγόμενος, αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την καταγγελία του, προέβη και αυτός στις 30-4-2010, σε καταγγελία σε βάρος του στην Πολεοδομία, η οποία αφορούσε ολόκληρη την πολυκατοικία στην οποία κατοικεί ο ίδιος ο ενάγων, ζήτησε δε (ο εναγόμενος), με την από 6-5-2010 αίτησή του τη διενέργεια αυτοψίας στο διαμέρισμα του ενάγοντος, καταγγέλλοντας ψευδώς ότι ένα στέγαστρο που είχε κατασκευάσει το 2002 στο μπαλκόνι του είναι παράνομο και κατασκευασμένο μετά το 2005, ζητώντας την καθαίρεσή του. Ότι, ο εναγόμενος, πέραν των παραπάνω, προέβη και σε άλλες ενέργειες άσκησης πίεσης προς τον ενάγοντα, και συγκεκριμένα, δια τηλεφωνικών κλήσεων του επιβλέποντος μηχανικού του ………… στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας του, με επίσκεψη του τελευταίου στην είσοδο της πολυκατοικίας της οικογένειάς του, καθώς και με ενέργειες για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το πρόσωπο του από  περιοίκους της περιοχής, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, επιπλέον ο εναγόμενος άρχισε να ενοχλεί τηλεφωνικά το χώρο εργασίας της συζύγου του …………, η οποία είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, με συνέπεια αυτή να υποστεί νευρική κρίση και να νοσηλευτεί στο Γ.Ν.Ν Νίκαιας. Ότι, προκειμένου να εκθέσει τον ενάγοντα σε διώξεις, ο εναγόμενος υπέβαλε εις βάρος του την από 29/7/2011 μήνυσή ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά για δήθεν παράβαση των άρθρων 229, 361 και 363 ΠΚ, ισχυριζόμενος για αυτόν τα ψευδή και δυσφημιστικά γεγονότα, τα οποία παραθέτει, παρουσιάζοντας τον ενάγοντα ως άτομο εμπαθές, που προβαίνει αναίτια σε καταγγελίες, εν γνώσει της αναλήθειάς των ισχυρισμών του, οι οποίοι, περιερχόμενοι σε γνώση τρίτων, έτρωσαν την τιμή και την υπόληψη του, πρoσβάλλoντας έτσι παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του. Ότι επί της εν λόγω μήνυσης εκδόθηκε η υπ’αριθ. …../16.6.2014 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, δια της οποίας η εις βάρος του ενάγοντα μήνυση κρίθηκε νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα κατ’ άρθρο 47 παρ.3 ΚΠοινΔ.  Ζητούσε δε ακολούθως, ο ενάγων, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής, με τις πρωτόδικες προτάσεις του, μετατρέποντάς το από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι ο εναγόµενος οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη, εξαιτίας των ισχυρισµών του στα ως άνω έγγραφα και µηνύσεις, με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής µέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε την άνω αγωγή ορισμένη και απέρριψε την άνω ένσταση αοριστίας του εναγομένου, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών με τον πρώτο ο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα.   Επιπλέον έκρινε αυτή και νόμιμη, πλην των  αιτημάτων της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής και απειλής προσωπικής κράτησης ως μέσον εκτέλεσης αυτής, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα, καθώς καθίστανται άνευ αντικειμένου μετά την τροπή των αιτημάτων των ως άνω αγωγών σε αναγνωριστικά, εφόσον τα ως άνω αιτήματα προσιδιάζουν σε καταψηφιστικές αποφάσεις.  Ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεση, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε, να απορριφθεί συνολικά η αγωγή.

Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο, το οποίο κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνον το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει ως ενιαίο όλο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό. Εξάλλου κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, όπως συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί κάθε τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνον με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολ) (βλ. ΕφΑθ 2825/2007, ΕΦΑΔ 2008, σ.697, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Έτσι δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση παράγεται και όταν το αντικείμενο της διεξαγόμενης δίκης είναι διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με το ήδη κριθέν στην προηγούμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο που δίκασε είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφασίσει για το παρεμπίπτον ζήτημα (ΕφΑαρ 441/2006, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2006, σ.519).

Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …./2017 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης του εναγομένου (βλ. ………/4.4.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………), της ……./25.4.2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγομένου κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την …../19.4.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς . ………),  καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για τη διάγνωση της διαφοράς, ανεξάρτητα αν γίνεται ειδική μνεία κάποιων εξ αυτών παρακάτω, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 99/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε και οι ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις που δόθηκαν στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών είναι κύριος ενός οικοπέδου που βρίσκεται επί των οδών ………., στον Δήμο ……., εντός του οποίου άρχισε να ανεγείρει εξαώροφη οικοδομή, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα μηχανικού και μη διαδίκου στη παρούσα δίκη …….., δυνάμει της υπ’ αριθ ……./12-5-2009 οικοδομικής άδειας, που εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος  κατοικεί, επί σειρά ετών μαζί με τη σύζυγό του και μη διαδίκου στη παρούσα δίκη ……….. στο Πέραμα και συγκεκριμένα σε ιδιόκτητο διαμέρισμα του 3ου  ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού …………, η οποία βρίσκεται πλησίον και ειδικότερα απέναντι (διαγωνίως) της ως άνω ανεγειρόμενης οικοδομής. Ο ενάγων – εφεσίβλητος, ο οποίος ενοχλήθηκε από το μεγάλο μέγεθος (όγκο και ύψος) της οικοδομής αυτής, που θεωρούσε ότι υποβάθμιζε το περιβάλλον, παρεμπόδιζε δε τη θέα από το διαμέρισμά του προς τη θάλασσα, μειώνοντας την αξία του και θίγοντας τα περιουσιακά του έννομα συμφέροντα, προέβη, προς το σκοπό της διερεύνησης τυχόν πολεοδομικών παραβάσεων στην εν λόγω οικοδομή, στην υποβολή της από 21-4-2010 και με αριθμό πρωτοκόλλου ………./2010 αίτησής του, προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά, με το εξής περιεχόμενο: «Στοιχεία αιτούντος: ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΚPAΤΗΘΟΥN ΑΠΟΡΡΗΤΑ … Αξιότιμοι κύριοι έχετε εκδώσει την υπ’ αριθ. …./09 Οικοδομική ΄Αδεια δήμου Περάματος. Επειδή ο κατασκευαστής και ο συντάξας και επιβλέπων μηχανικός έχουν κατά την προσωπική μου άποψη έχουν παρανομήσει σε μεγάλο βαθμό παρακαλώ πολύ όπως το συντομότερο δυνατό πραγματοποιήσετε αυτοψία (έλεγχο) τώρα που είναι ακόμη υπό κατασκευή (σκυρόδεμα) σκελετό … 5ος  και 6ος  όροφος.  Με τόσους μεγάλους εξώστες και από τις δύο πλευρές !!! Ακόμη το κλιμακοστάσιο να βγαίνει μέσα στο διαμέρισμα 6ο   όροφο!!! Και 7oς όροφος διακοσμητική πισίνα !!! … Παρακαλώ πολύ όπως ελεγχθεί το συντομότερο δυνατό … ». Κατόπιν αυτής της αίτησης – καταγγελίας, διενεργήθηκε, στις 27-4-2010, αυτοψία στην επίμαχη οικοδομή ιδιοκτησίας του ………..  από τους τεχνικούς υπαλλήλους της ως άνω Διεύθυνσης Πολεοδομίας, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι, σχετικά με το στάδιο εργασιών αυτής, είχε περατωθεί ο φέρων οργανισμός από οπλισμένο σκυρόδεμα υπογείου, χωρίς διαμορφωμένο δάπεδο, καθώς και ο φέρων οργανισμός ισογείου Α, Β, Γ, Δ ορόφων, ενώ ο Ε όροφος ήταν σκυροδετημένος με ενσωματωμένο ξυλότυπο και ο ΣΤ όροφος καλουπωμένος. Ακόμη, διαπιστώθηκαν οι κάτωθι υπερβάσεις της με αριθ. …./2009 οικοδομικής άδειας (όπως αναφέρονται στην από 27-4-2010 έκθεση αυτοψίας) και ειδικότερα: α) κατασκευή εξωστών προς την οδό .. … διαστάσεων 5,15 χ 1,60 μ. αντί 2,85 χ 1,40 σε Α,Β, Γ και Δ ορόφους και 5,15 χ 1,60 αντί αρχιτεκτονικής προεξοχής διαστάσεων 2,85 χ 0,40 μ. στον Ε όροφο, ενώ, προς την οδό ……, είχαν κατασκευαστεί εξώστες διαστάσεων 6,20 χ 2,50μ. σε Α, Β, Γ και Δ ορόφους και εξώστης διαστάσεων 6,20 χ 2,50 μ. αντί αρχιτεκτονικής προεξοχής διαστάσεων 6,20 χ 0,40 στον Ε όροφο, β) υπέρβαση ύψους στο υπόγειο κατά 1,00 μ. Ακολούθως, με το υπ’αριθ. πρωτ. ………./3-5-2010 έγγραφό της προς το Αστυνομικό Τμήμα Περάματος, που κοινοποιήθηκε σε αμφότερους τους διαδίκους  η Διεύθυνση Πολεοδομίας (Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών) της Νομαρχίας Πειραιά έδωσε εντολή διακοπής εργασιών στην παραπάνω οικοδομή, τάσσοντας συγχρόνως προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών στον ιδιοκτήτη να προσκομίσει στοιχεία νομιμότητας ή να υποβάλλει δικαιολογητικά για τυχόν άδεια ή αναθεώρηση της ήδη υπάρχουσας σχετικά με όσες από τις ως άνω κατασκευές ήταν δυνατό να εκδοθεί άδεια κατά τις τότε ισχύουσες διατάξεις. Περαιτέρω, ύστερα από την με αρ. ……./5-5-2010 αίτηση του μηχανικού ………  το Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά, επέτρεψε τη λήψη μέτρων ασφαλείας με την κατασκευή πρόχειρης περίφραξης στην ιδιοκτησία του εναγομένου υπό την επίβλεψη του άνω μηχανικού προς αποφυγή ατυχήματος από την είσοδο τυχόν εισερχομένου στην οικοδομή (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. πρωτ. Π ………../5-5-2010 έγγραφο του ως άνω Τμήματος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά). Επίσης, με την υπ’ αριθ. πρωτ. …../20-5-2011 απόφασή της, η Υπηρεσία Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιά, επέβαλε στον εναγόμενο πρόστιμο ανέγερσης αυθαίρετης κατασκευής και πρόστιμο διατήρησης, μετά την διαπίστωση της συμμόρφωσης του υπόχρεου (δια του υπ’ αρ. πρωτ. …………../22-2-2011 εγγράφου της). Ειδικότερα, μετά την ως άνω διακοπή των εργασιών, ο εναγόμενος ζήτησε τη χορήγηση άδειας για εργασίες προκειμένου να συμμορφωθεί με το παραπάνω έγγραφο της Πολεοδομίας (για απομάκρυνση ξυλότυπου έκτου ορόφου, καθαίρεση τμημάτων των εξωστών που κατασκευάστηκαν καθ’ υπέρβαση της …./2009 οικοδομικής αδείας και επίχωση υπογείου για την αποκατάσταση της οριστικής στάθμης του), καθώς επίσης την αναθεώρηση της αρχικής οικοδομικής άδειας με υλοποιημένο φέροντα οργανισμό για μερική αλλαγή όψεων και μελέτη ανελκυστήρα. Εκδόθηκε δε σχετικά από την ανωτέρω Πολεοδομία, η υπ’ αριθ. …./2010 αναθεώρηση της …./2009 αρχικής οικοδομικής άδειας, με βάση την οποία, συνέχισε ο εν λόγω ιδιοκτήτης τις οικοδομικές εργασίες στην οικοδομή του, μετά από αυτοψία της αρμόδιας υπηρεσίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας που διενεργήθηκε στις 15-2-2011, αφού διαπιστώθηκε η αποκοπή των αυθαιρέτων τμημάτων των εξωστών. Ο ενάγων στις 4-5-2010 και ενώ ακόμη δεν είχε ενημερωθεί σχετικά με την τύχη της αρχικής ως άνω από 21-4-2010 αίτησης – καταγγελίας του, προέβη στην υποβολή της υπ’ αριθ. πρωτ… ./4-5-2010 αίτησής του προς την Διευθύντρια του Πολεοδομικού Γραφείου Πειραιά, αιτούμενος να ενημερωθεί εγγράφως για την πορεία της, υποβάλλοντας και την από 4-5-2010 με αριθ. πρωτ. …, με όμοιο περιεχόμενο, αίτησή του προς το Νομάρχη Πειραιά. Η Νομαρχία Πειραιά με το υπ’ αριθ. πρωτ. ……./6-5-2010 έγγραφό της προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας διαβίβασε προς την τελευταία την ανωτέρω από 4-5-2010 αίτηση για τις δικές της περαιτέρω ενέργειες. Στη συνέχεια, στις 11-5-2010 (και προφανώς πριν λάβει το υπ’αριθ.πρωτ. ………/11-5-2010 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Πειραιά), που του απεστάλη την ίδια ημερομηνία, με το οποίο τον ενημέρωνε για την ανωτέρω απόφαση διακοπής εργασιών στην επίμαχη οικοδομή, κατόπιν της καταγγελίας του και της γενομένης ως άνω αυτοψίας), ο εναγόμενος προέβη στην κατάθεση της με αρ. πρωτ. …../11-5-2010 αίτησής του ενώπιον του Νομάρχη Πειραιά, επισυνάπτοντας την αρχική του αίτηση – καταγγελία προς την Πολεοδομία και επισημαίνοντας την υποβολή της προγενέστερης με αρ. πρωτ. …../4-5-2010 αίτησής του προς το Νομάρχη, ζητώντας επιπλέον την προσωπική επικοινωνία με αυτόν, αναφέροντας, μεταξύ άλλων: «Θα παρακαλούσα … εάν μπορέσετε να διαθέσετε λίγο χρόνο να σας δω προσωπικά να σας ενημερώσω προσωπικά. Διότι υπάρχει κίνδυνος δια την σωματική ακεραιότητα την δική μου και της οικογενείας μου … ». Την ίδια δε ως άνω ημερομηνία (11-5-2010) κατέθεσε την από 11-5-2010 επιστολή του προς το Πρωθυπουργικό Γραφείο, κοινοποιώντας αυτήν στον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Βουλής, καθώς και στους Υπουργούς και Υφυπουργούς Οικονομικών και Οικονομίας, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Περιβάλλοντος και Χωροταξίας και Προστασίας του Πολίτη, όπου στην οποία περιέχονταν τα εξής: « … κατήγγειλα συγκεκριμένες παραβάσεις της υπ’ αριθ. …./2009 οικ. Αδείας δήμου … οδός .……… Συγκεκριμένα ο κατασκευαστής και επιβλέπων μηχανικός παραβίασαν την ανωτέρω άδεια σε μεγάλο βαθμό και ζήτησα το συντομότερο δυνατόν να πραγματοποιηθεί αυτοψία και έλεγχος προκειμένου να αποφευχθούν τετελεσμένα γεγονότα. Δυστυχώς παρά την καταγγελία μου αυτή και της συνέχεια από 4-5-2010 καταγγελίας  προς το Νομάρχη Πειραιά και την Δ/τρια Πολεοδομικού Γραφείου Πειραιά εντούτοις δεν έσπευσαν, ως όφειλαν, να ελέγξουν και να διακόψουν τις παράνομες εργασίες. Ούτω με την αβελτηρία που επέδειξαν έδωσαν τον χρόνο στους παρανομούντες να αποπερατώσουν το παράνομο έργο τους!!! Ενόψει των ανωτέρω παρακαλώ όπως ερευνήσετε τα καταγγελλόμενα και να διατάξετε την επιβολή των νομίμων κυρώσεων εναντίον Δ.Υ. οι οποίοι δυστυχώς δεν εκτέλεσαν τα καθήκοντά τους. Σημειωτέον ότι από του χρόνου της άνω καταγγελίας μου υφίσταμαι συνεχώς εκφοβισμούς και απειλές προκειμένου να αποσύρω την καταγγελία μου … ». Στη συνέχεια, στις 17-5-2010 ο ……….  υπέβαλε προς τον Υπουργό και Υφυπουργό Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης την από 12-5-2010 και με αρ.πρωτ. …./2010 αίτησή του όπου αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Σήμερα που ο Ελληνικός λαός υπόκειται σε τεράστιες οικονομικές θυσίες για να μπορέσει η πατρίδα μας να σταθεί στα πόδια της κάποιοι άλλοι παρανομούντες θησαυρίζουν, με την μικρή αδιαφορία και ολιγωρία των κρατικών και νομαρχιακών φορέων και παραγόντων. Αν και είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα γραπτά και προφορικά (Δ/ντρια Πολεοδομίας Πειραιά – Προϊστάμενος Αυθαιρέτων – Προϊσταμένη έκδοσης Οικ. Αδειών – Αντ/ρχης Πειραιά) δια την παρανομία εν τη γενέσει της ολιγώρησαν, με αποτέλεσμα να ολοκληρωθεί η παρανομία και μετά να επέμβουν (κατόπιν εορτής). Θα παρακαλούσα πολύ να ενδιαφερθείτε και να υποστούν κάθε νόμιμη συνέπεια οι παρανοµούντες. Διότι αν και είχα ζητήσει εγγράφως να κρατηθούν απόρρητα τα στοιχεία µου ΟΧΙ µόνο δόθηκαν αλλά και συμπληρώθηκαν µε αποτέλεσμα να εκφοβίζομαι και να πιέζομαι και να φοβάμαι για την ζωή την δική µου και της οικογενείας µου. . … ». Μετά τις ως άνω ενέργειες – καταγγελίες του ενάγοντος εναγόμενος προέβη στις από 30-4-2010 και 6-5-2010 καταγγελίες στη Διεύθυνση Πολεοδομίας Νομαρχίας Πειραιά, προκειμένου να διερευνηθεί η νομιμότητα του συνόλου της επί της οδού ……… πολυκατοικίας, όπου κατοικεί ο ενάγων  και σχετικά με το στέγαστρο που ο  τελευταίος είχε κατασκευάσει στον 3ο όροφο της ως άνω πολυκατοικίας, όπου βρίσκεται το διαμέρισμά του, αντίστοιχα, καθώς και στην από 18-5-2010 καταγγελία του στην Πολεοδομία Κρανιδίου, προς έρευνα τυχόν παράνομων κατασκευών στο εξοχικό της κόρης του ενάγοντος στο χωριό ………, οι οποίες (καταγγελίες του εναγομένου) δεν ευδοκίμησαν. Επίσης, προέκυψε ότι, ο εναγόμενος περί τα τέλη Απριλίου του 2010 προσέγγισε τον τότε διαχειριστή της πολυκατοικίας, που κατοικεί ο ενάγων, ζητώντας πληροφορίες για το πρόσωπο αυτού Επίσης, ο προρρηθείς μηχανικός …. επισκέφθηκε, κατά τον ίδιο περίπου χρόνο, το κατάστημα ψιλικών του …….., ο οποίος επίσης διέμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον ενάγοντα, ζητώντας ομοίως πληροφορίες για τον τελευταίο. Πέραν των ανωτέρω ο ενάγων είχε τηλεφωνήσει στα γραφεία της τεχνικής εταιρείας (…………), όπου εργαζόταν η σύζυγος του ενάγοντος και ζήτησε να μιλήσει με τον εργοδότη της, για κάποιο προσωπικό θέμα, ήτοι για μία καταγγελία που την αφορούσε, πλην, όμως, αυτός αρνήθηκε να γίνει αποδέκτης των ως άνω πληροφοριών, παραπέμποντας αυτόν στην υπεύθυνη υπάλληλο της άνω τεχνικής εταιρείας. Ακολούθως, ο ενάγων μαζί  με την προαναφερόμενη σύζυγό του κοινοποίησαν στις 24-6-2010 στον ενάγοντα και στον μη διάδικο στη παρούσα δίκη …………, μηχανικό, την από 21-6-2010 εξώδικη δήλωση -πρόσκληση και διαμαρτυρία τους, υπογεγραμμένη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, στο κείμενο της οποίας ισχυρίσθηκαν ότι: « … αφ’ ης στιγμής υμείς πληροφορηθείτε την άνω καταγγελία … απεδύθητε σε μια ανίερη προσπάθεια υπαναχώρησης μου, δια ποικίλων απειλών και πιέσεων. Η ως άνω όμως, παράνομη συμπεριφορά σας, κατέστη πλέον απροκάλυπτη μετά την έκδοση υπό της αρμοδίας Πολεοδομίας, της υπ’ αριθ. …./3-5-2010 αποφάσεως περί παύσεως των εργασιών της άνω οικοδομής. Ούτω αφήσατε κατά μέρος τα προσχήματα και αρχίσατε να απειλείτε τον γηραιό και ασθενή διαχειριστή της πολυκατοικίας μας και τινές ιδιοκτήτες … Ωσαύτως προέβητε σε ψευδείς και αβάσιμες καταγγελίας για δήθεν πολεοδομικές παραβάσεις τόσο στο διαμέρισμά μου, στο …., όσο και εις την εξοχική μου κατοικία στην περιοχή ………… Αργολίδος. Τέλος, σε μία επίδειξη απροκάλυπτου εκβιασμού, προέβητε σε τηλεφωνικές οχλήσεις στον χώρο εργασίας της δευτέρας εξ ημών, η οποία σημειωτέον έχει σοβαρότατα προβλήματα υγείας και κυρίως τυγχάνει καρδιοπαθής. Αποτέλεσμα των εν λόγω οχλήσεων, που σκοπό και στόχο έχουν την απόσυρση των καταγγελιών του πρώτου από την Πολεοδομία, ήτοι να υποστεί η δευτέρα εξ ημών, νευρική κρίση και  να νοσηλευτώ επί 10 ήμερον στην νευροχειρουργική μονάδα του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νικαίας … ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΜΕ Υμάς να παύσετε πάραυτα τις παντός είδους ενοχλήσεις, πιέσεις, απειλές και εκβιασμούς … ». Για τα ως άνω αναφερόμενα στο εξώδικο αυτό, κατόπιν, της ασκηθείσας από τους ενάγοντες, από 21-9-2010 μήνυσης (με ΑΒΜ ……../23-9-2010) καταδικάστηκαν πρωτοδίκως ο ενάγων και η σύζυγός του με την υπ΄αριθ. 4801/2015 απόφαση του Α’ Μονοµελούς Πληµμελειοδικείου Πειραιά, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών ο καθένας, κατά συγχώνευση, για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού εις βάρος του εναγόμενου και του ………. (6 μήνες για κάθε έναν από αυτούς). Με την υπ΄αριθ. 5728/2016 δε απόφαση του Α’ Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Πειραιά έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, που ασκήθηκε εκ µέρους των εναγόμενων κατά της παραπάνω απόφασης και παραγράφηκε υφ’ όρον η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής κατ΄ άρθρο 9 του Ν. 4411/2016, χωρίς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης. Επίσης, πριν την ως άνω μήνυση, που αφορούσε το παραπάνω εξώδικο έγγραφο, ο εναγόμενος είχε καταθέσει, κατά του πρώτου των εναγόμενων, την από 2-8-2010 μηνυτήρια αναφορά του (ΑΒΜ ……..) επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. …./10-9-2013 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, καθώς και, η υπ΄αρ. …./2014 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την προσφυγή του μηνυτή κατά της ως άνω διάταξης. Εξάλλου, στις 7 και 8 Ιουνίου 2010 ο ενάγων απέστειλε, μέσω τηλεoμoιoτυπίας, στη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά νέες επιστολές, δια των οποίων εφιστούσε την προσοχή των αρμόδιων υπαλλήλων στις εργασίες που διενεργούνταν στην επίμαχη οικοδομή ιδιοκτησίας του εναγομένου, διότι κατά την άποψη του, παρά τη διαταχθείσα διακοπή εργασιών και τη θέση προθεσμίας στον ιδιοκτήτη για την αφαίρεση του ξυλότυπου του 6ου ορόφου, ο τελευταίος διενεργούσε περαιτέρω οικοδομικές εργασίες.  Όπως προαναφέρθηκε, όμως, ο εναγόμενος είχε ζητήσει, διά του προαναφερόμενου μηχανικού του, από την Πολεοδομία (μετά την διακοπή των εργασιών στην εν λόγω οικοδομή) και είχε λάβει άδεια για την αφαίρεση του εν λόγω ξυλότυπου, αλλά και την κατασκευή πρόχειρης περίφραξης για λόγους ασφαλείας. Από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυψε ότι προέβαινε σε άλλες επιπλέον, πλην αυτών, εργασίες (όπως καλούπωμα κ.λπ), όπως υποστήριζε ο εναγόμενος. Ακόμη, κατατέθηκαν από τον ενάγοντα προς την Πολεοδομία Πειραιά αιτήσεις αντιστοίχου περιεχομένου (με αριθ. πρωτ. …./7.6.2010, …/8.6.2010, …/13.4.2011, ../4.5.2011, ../10.5.2011), καθώς επίσης και η 7-6-2011 ενώπιον του Εισαγγελέα Υπηρεσίας Πειραιά αίτηση για χορήγηση εισαγγελικής παραγγελίας. Με τις ως άνω δε αιτήσεις προς την Πολεοδομία Πειραιά ο πρώτος εναγόμενος ζητεί διευκρινίσεις: α) για το ύψος του υπογείου, εκάστου ορόφου και συνολικά της οικοδομής, β) για ημιυπαίθριους – υπαίθριους – εξώστες, με έμφαση στους εξώστες του 5ου  ορόφου, γ) για τις διαστάσεις που έχουν οι οπές που έχουν ανοιχθεί στους εξώστες από       …… στον 5° και 6° όροφο, καθώς και το μπετό. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο εναγόμενος κατέθεσε εκ νέου σε βάρος του ενάγοντος την από 29-7-2011 μήνυσή του (ΑΒΜ …….), για συκοφαντική δυσφήμηση επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθ. …/16-6-2014 απορριπτική διάταξη της Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά και η υπ΄αριθ. ……./2014 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή του εναγομένου κατά της ως άνω απορριπτικής διάταξης. Επιπλέον, στις 14-5-2013 κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο και τον προαναφερθέντα μηχανικό του από την Υπηρεσία Πολεοδομίας Πειραιά, το υπ΄αριθ.πρωτ. …/26-4-2013 έγγραφό της, καθώς και η συνηµµένη µε αριθ.πρωτ. ΓΕΔΔ/Φ …./…./8-4-2013 εντολή ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δηµόσιας Διοίκησης, η οποία εκδόθηκε μετά από την µε αριθ.πρωτ. ΓΕΔΔ/…./26.3.2013 αναφορά του ενάγοντος εις βάρος τους. Από το περιεχόμενο της άνω αναφοράς, ο εναγόμενος και ο προαναφερόμενος αρχιτέκτων μηχανικός εξέλαβαν ως συκοφαντικά τα αναφερόμενα σχετικά με: α) τις καταγγελθείσες πολεοδοµικές παραβάσεις, που φέρονται ότι τέλεσαν, ο εναγόμενος ως ιδιοκτήτης της ως άνω υπό ανέγερση οικοδομής, ο δε δεύτερος ως επιβλέπων αρχιτέκτων µηχανικός, δυνάµει της υπ’ αριθ. …../2009 άδειας και της υπ΄αριθ. …./2010 εκδοθείσας αναθεώρησης επ’ αυτής, οι οποίες βεβαιώθηκαν µε το µε αρ. πρωτ……. έγγραφο της Πολεοδοµίας του δήµου Πειραιά και διεκόπησαν οι εργασίες για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών προς το σκοπό της νομιμοποίησης των διαπιστωθεισών παραβάσεων, β) το ότι φέρονται να έχουν εμφανίσει ψευδείς δηλώσεις τακτοποίησης βάσει του Ν. 4014/2011 των πολεοδομικών αυτών παραβάσεων και ειδικότερα ότι φέρονται να επιχειρούν να νομιμοποιήσουν αυθαίρετες κατασκευές, οι οποίες έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία της 28ης-7-2011, ημερομηνία ορόσημο για τη νομιμοποίηση και μόνο των μέχρι τότε ανεγερθεισών οικοδομών, γ) το ότι για την αποτροπή διερεύνησης του ακριβούς χρόνου κατασκευής αυτών, ο εναγόμενος αρνήθηκε τη διενέργεια νόμιμης αυτοψίας από το αρμόδιο τμήμα της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο έως Νοέμβριο του έτους 2011, μεταχειριζόμενος προφάσεις αποφυγής αυτής, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι αυθαίρετες εργασίες επί της οικοδομής και δ) το ότι οι ίδιοι ως άνω έπραξαν τα ανωτέρω «υπό τις ευλογίες των υπαλλήλων της αρμόδιας Πολεοδομίας». Αναφορικά με τις πολεοδομικές παραβάσεις, προέκυψε ότι, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …./11 ΚΑΙ  από 25-11-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιά και κατόπιν της από 24-11-2011 νέας αυτοψίας, μετά από τις νέες καταγγελίες του πρώτου εναγόμενου, διαπιστώθηκαν πράγματι υπερβάσεις της υπ΄αριθ. …./2010 αναθεώρησης της αρχικής οικοδομικής άδειας, που αφορούσαν: α) επέκταση υπογείου στην πρασιά, β) εκσκαφή τμήματος υπογείου, γ) επέκταση στους Α, Β, Γ ορόφους και μετατροπή πέργκολων σε εξώστες σε όλους τους ορόφους επί της οδού …….., δ) ομοίως επέκταση των Δ, Ε, ΣΤ ορόφων, κλείσιμο ημιυπαίθριων χώρων σε αυτούς, καθώς και μετατροπές πέργκολας σε εξώστες αντίστοιχα, ε) επέκταση της απόληξης του δώματος και του διακοσμητικού σιντριβανιού, μετατροπή πέργκολας σε εξώστη και κατασκευή νέου εξώστη στην στάθμη του δώματος, και διεκόπησαν οι εργασίες που εκτελούνταν στην οικοδομή ιδιοκτησίας του πρώτου ενάγοντος, τέθηκε δε προθεσμία 4 μηνών για τη νομιμοποίησή τους. Στη συνέχεια, ο εναγόμενος υπέβαλε αίτηση για νομιμοποίηση με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ΓΟΚ, όπως είχε τροποποιηθεί, συμπεριλαμβάνοντας δηλώσεις ένταξης με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Ν. 4014/2011 περί αυθαιρέτων κατασκευών, ενώ στην από 20-11-2012 εγκεκριμένη αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω μηχανικού, υπό την ιδιότητά του ως επιβλέποντα μηχανικού, (η οποία υποβλήθηκε μαζί με τα δικαιολογητικά της υπ΄αριθ. …./2013 αναθεώρησης της  υπ΄αριθ. …./2009 αρχικής οικοδομικής αδείας και της υπ΄αριθ. …../2010 αναθεώρησης αυτής), αναγράφεται ότι, όλες οι αυθαίρετες κατασκευές που περιέχονται στις δηλώσεις ένταξης του Ν. 4014/2011, έχουν κατασκευαστεί πριν από τις 28-7-2011, γεγονός που αποτελούσε προϋπόθεση για την υπαγωγή τους στο νόμο αυτό (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. πρωτ. Π …./10-6-2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης και Γενικού Σχεδιασμού Πόλης του Δήμου Πειραιά προς τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά την με αρ. πρωτ. ΓΕΔΔ/Φ …./../8-4-2013 εντολή ελέγχου του τελευταίου). Επιπλέον με το υπ΄αριθ. πρωτ. …. από 8-6-2015 έγγραφο της ίδιας ως άνω Διεύθυνσης της Πολεοδομίας, διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.) της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά σύντομο ιστορικό και απόψεις επί της επανεξέτασης της υπόθεσης που αφορούσε στην ορθότητα των δηλώσεων ένταξης στις διατάξεις του Ν. 4014/2011 και κατ’ επέκταση στις διατάξεις του Ν. 4178/2013, αυθαίρετων κατασκευών στην οικοδομή ιδιοκτησίας του εναγομένου. Σύμφωνα με την εισήγηση της υπηρεσίας και για τους λόγους που αναγράφονται σε αυτήν (διότι μεταξύ άλλων τα υποβληθέντα στοιχεία κρίθηκε ότι δεν αποτελούν ικανά αποδεικτικά στοιχεία για το χρόνο κατασκευής των αυθαίρετων κατασκευών πριν τις 28-7-2011), εκδόθηκε η από 8-9-2015 απόφαση του ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. με την οποία ακυρώθηκαν οι εν λόγω δηλώσεις ένταξης. Κατά της ως άνω απόφασης ο εναγόμενος υπέβαλε την από 8-10-2015 αίτηση αναστολής και ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, το οποίο με την υπ’ αριθ. 7/2016 από 19-1-2016 απόφασή του, απέρριψε την αναστολή εκτέλεσης του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης του ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Στις 6-9-2016, μετά από σχετική αίτηση του εναγομένου   η αρμόδια Διεύθυνση της Πολεοδομίας προχώρησε στη θεώρηση της υπ΄αριθ. …/2009 οικοδομικής άδειας, µε τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, µε σημείωση ότι, η εν λόγω θεώρηση ισχύει εφόσον δεν εκδοθεί απόφαση ακύρωσης από το Διοικητικό Εφετείο, στο οποίο εκκρεμούσε η ως άνω υπόθεση. Στις 18-8-2017 εκδόθηκε προσωρινή διαταγή του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά µε την οποία ανεστάλη προσωρινά και µέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από το Δικαστήριο η εκτέλεση της από 8-9-2015 απόφασης του ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Στις 14-12-2017 πρωτοκολλήθηκε στη Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόµησης του Δήµου Πειραιά η µε α.α. Ν137/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά µε την οποία απορρίφθηκε η από 7-7-2017 αίτηση αναστολής κατά της από 8-9-2015 απόφασης του ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α, για την οποία είχε εκδοθεί η ως άνω από 18-8-2017 προσωρινή διαταγή. Ακολούθως, η ως άνω Υπηρεσία της Πολεοδοµίας προέβη στην ακύρωση των σχετικών δηλώσεων του Ν. 4178/2013, στην ανάκληση της θεώρησης της υπ’ αριθ. …./2009 οικοδομικής άδειας µε τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, στην ανακοίνωση στον Εισαγγελέα Πληµμελειοδικών Πειραιά των ακυρώσεων των σχετικών δηλώσεων του Ν.4178/2013, στην ανάκληση της με αριθ. …/2014 αναθεώρησης της με αριθ. …/2009 οικοδομικής άδειας, στη διαβίβαση στον Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών Πειραιά των υπεύθυνων δηλώσεων του Ν. 1599/86 των επιβλεπόντων µμηχανικών ……. και ………, καθώς και του ιδιοκτήτη – εναγομένου, που είχαν υποβληθεί ως δικαιολογητικά για την θεώρηση της οικοδομικής αδείας και της σύνδεσης της οικοδομής µε τα δίκτυα κοινής ωφέλειας. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεώρησαν συκοφαντικά, ο εναγόμενος και ο προαναφερόμενος αρχιτέκτων μηχανικός κατέθεσαν σε βάρος του ενάγοντος την από 22-7-2013 και με ΑΒΜ …… μηνυτήρια αναφορά τους, επί της οποίας εκδόθηκε η …../5.3.2014 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά. Όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διαδικαστικό πλαίσιο ενεργειών αμφοτέρων των διαδίκων ενώπιον των διοικητικών και δικαστικών Αρχών της περιφέρειας Πειραιώς έχουν αποδειχθεί πλήρως και επικαλύπτονται από το δεδικασμένο που παράγει η 386/202020 τελεσίδικη  απόφαση του Τριμελούς Πολιτικού Εφετείου Πειραιώς. Να σημειωθεί ότι δεν προκύπτει ο αμετάκλητο αυτής μολονότι έχει ασκηθεί από τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο της παρούσας δίκης αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, η τύχη της οποίας δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας. Περαιτέρω η 386/202020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, σύμφωνα με όσα έχουν αναλυτικά εκτεθεί στη νομική σκέψη της παρούσας αποτελεί δεδικασμένο για την παρούσα δίκη (άρθρα 321, 322 και 325 ΚΠολΔ), αφού το σύνολο των ενεργειών που κρίθηκαν στη δίκη εκείνη αποτελεί το αναγακαίο πρόκριμα  για την αποδεικτική τεκμηρίωση της ιστορικής βάσης της υπό κρίση αγωγής  και θα ληφθούν  αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 332 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι το δεδικασμένο  προέκυψε από τη συνεκδίκαση δύο αγωγών που ασκήθηκαν μεταξύ των ίδιων διαδίκων και των μη διαδίκων στη παρούσα δίκη ……. και ……… με στοιχεία α) από 20-4-2015 (με Ε.Α.Κ …../2015) αγωγή και β) από 7-7-2015 (με Ε.Α.Κ ……../2015) συνεκδικασθείσα αγωγή, ερειδόμενες στο ίδιο βιοτικό συμβάν των πολεοδομικών παραβάσεων και υπερβάσεων της …./2009 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά.  Υπό τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πρέπει να κριθεί και η ένδικη από 29.7.2011 (ΑΒΜ ……../4.8.2011) έγκληση του εναγομένου ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά κατά του ενάγοντος για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, το ιστορικό της οποίας αποτελεί το αποδεικτέο θέμα της υπό κρίση αγωγής. Από την επισκόπηση της εγκλήσεως αυτής ο εναγόμενος προσδιορίζει το αναληθές αλλά και συκοφαντικά δυσφημιστικό των γενόμενων από τον ενάγοντα καταγγελιών στα εξής σημεία: 1) αιτήσεις – καταγγελίες του ενάγοντος σχετικά με τις πολεοδομικές παραβάσεις στην υπό ανέγερση οικοδομή του εναγομένου. Σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω το μεγαλύτερο μέρος των καταγγελιών προέκυψε ότι δεν ήταν ψευδείς, καθώς από τη  διενεργηθείσα από την αρμόδια ως άνω Πολεοδομία, κατόπιν της αρχικής καταγγελίας του ενάγοντος, αυτοψία (από 27-4-2010), διαπιστώθηκαν πράγματι παραβάσεις, ειδικά ως προς το μέγεθος των εξωστών, όπως επίσης παραπάνω εκτέθηκαν.  Επιπλέον κάποιες παρατυπίες διαπιστώθηκαν και με την μετέπειτα από 24-11-2011 αυτοψία, που διενεργήθηκε κατόπιν νέων καταγγελιών του εναγόμενου κατά τα ανωτέρω  αναφερθέντα. Επίσης και οι κατασκευές της εν λόγω οικοδομής, τις οποίες επιχείρησε να υπαγάγει ο πρώτος ενάγων ιδιοκτήτης διά του επιβλέποντος μηχανικού, στη διαδικασία νομιμοποίησης του Ν.4014/2011, τελικά κρίθηκε αρμοδίως ότι δεν ενέπιπταν στο νόμο αυτό. Μερικές, βέβαια, από τις αναφερόμενες στις καταγγελίες του (ενάγοντος) αιτιάσεις περί τυχόν παραβάσεων (όπως π.χ σχετικά με την πισίνα της οικοδομής ή το ύψος αυτής, αλλά και εργασίες που διενεργούνταν παρά τη διακοπή εργασιών), δεν αποδείχθηκαν βάσιμες, ενώ ο εναγόμενος αθωώθηκε με την υπ΄αριθ. 352/2017 απόφαση του Πταισματοδικείου Πειραιά για την καταγγελθείσα εις βάρος τους παράβαση του άρθρου 3 Ν. 1080/80, σχετικά με εργασίες στο πεζοδρόμιο έμπροσθεν της οικοδομής. Αναφορικά, όμως και με αυτές τις καταγγελίες, δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος γνώριζε την αναλήθειά τους, καθώς πίστευε, ενόψει ότι είχε διαταχθεί η διακοπή εργασιών και έβλεπε να διενεργούνται εργασίες, ότι αυτές ήταν παράνομες, χωρίς να γνωρίζει ότι είχε χορηγηθεί σχετικά συγκεκριμένη άδεια ή ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερέβαιναν την άδεια αυτή (όπως για την αφαίρεση του ξυλοτύπου του 6ου ορόφου, κατά τα προεκτεθέντα). Την πεποίθησή του αυτή ενίσχυε και το γεγονός ότι, ως προς την προηγηθείσα αρχική αίτηση- καταγγελία του, είχε, εν πολλοίς, δικαιωθεί.  Όλα τα ανωτέρω τα είχαν τεθεί προς κρίση και στο πλαίσιο των προαναφερθεισών  δύο αγωγών επί των οποίων εκδόθηκε η 386/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με τη επισήμανση ότι το παρόν Δικαστήριο δεν αποστασιοποιείται  από την κρίση της τελευταίας απόφασης  αφού δεν προέκυψαν μεταγενέστερα στοιχεία που θα ανέτρεπαν το υφιστάμενο δεδικασμένο της 386/202020 απόφασης του Τριμελούς Πολιτικού Εφετείου Πειραιώς. Σημειωτέον  ότι και η εκκαλουμένη που δέχθηκε τα ίδια δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εκκαλών με τους λόγους της έφεσης του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν. Όσον αφορά την επίδικη μήνυση, προέκυψε ότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο εναγόμενος αυτής κατέθεσε στις 8.4.2011, την από 29.7.20111 έγκλησή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά κατά του ενάγοντος, για το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως  κατ’ εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, στην οποία (έγκληση) εξέθετε ότι ο τελευταίος (ενάγων) προέβη σε σωρεία ψευδών καταγγελιών και αναφορών σε δημόσιες υπηρεσίες αναφορικά με την ανέγερση, δυνάμει της υπ’αριθ. …./2009 οικοδομικής άδειας, της επίµαχης οικοδομής ιδιοκτησίας του, µε σκοπό να τον διασύρει και να τον βλάψει κοινωνικά και ηθικά. Στην ως άνω μήνυση ο εναγόµενος ανέφερε µμεταξύ άλλων: …<< έχει εισβάλλει εξαναγκαστικά στη ζωή μου, εκδηλώνοντας  πρωτοφανή και ανεξήγητη εμπάθεια και προσωπική  επίθεση>> ……<<επινοήσεις της νοσηρής φαντασίας του μηνυομένου..>…..<<ξαφνικά και χωρίς αφορμή ή πρόκληση, καταδιώκει τις ζωές μας με επίμονες και επαναλαμβανόμενες καταγγελίες μυθεύματα του μυαλού του…..>> ……<<καταδιωκτική συμπεριφορά του μηνυομένου η οποία εγγίζει της εμμονής και της εκδικητικότητας  προς το πρόσωπό μου…>> ………<<δέον όπως τιμωρηθεί υποδειγματικά ο μηνυόμενος>>. Η εν λόγω έγκληση δυνάμει της ……/16.6.2014 διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς τέθηκε στο αρχείο καθώς θεωρήθηκε αβάσιμη κατ’ ουσίαν ενώ με την …./2014 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως  προσφυγής από τον εναγόμενο κατά της ως άνω απορριπτικής διάταξης.  Κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, ναι μεν οι προαναφερθείσες, μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της επίμαχης μήνυσης, καταγγελίες του ενάγοντος σχετικά με την οικοδομή ιδιοκτησίας του εναγόμενου δεν ήταν (τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος τους) αβάσιμες, καθώς διαπιστώθηκαν κάποιες πολεοδομικές παραβάσεις με την ως άνω από 27-4-2010 έκθεση αυτοψίας της Πολεοδομίας, αν και όχι στην έκταση που ανέφερε ο ενάγων, οπότε τα αναφερόμενα στη μήνυση περί συκοφαντικών καταγγελιών εκ μέρους του ενάγοντος-τότε μηνυόμενου εις βάρος του εναγόμενου – τότε μηνυτή, δεν ήταν ακριβή, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος (μηνυτής), είχε γνώση της αναλήθειάς τους και ότι προέβη στην εν λόγω μήνυση με σκοπό την καταδίωξη του μηνυόμενου – ήδη ενάγοντος. Κι αυτό διότι, πίστευε ότι πράγματι ο ενάγων προέβη σε αβάσιμη καταγγελία, η οποία αφορούσε αρχικά το ύψος της οικοδομής, την πισίνα και το κλιμακοστάσιο, για τα οποία δεν προέκυψαν πολεοδομικές παραβάσεις, οι οποίες διαπιστώθηκαν με την ως άνω έκθεση αυτοψίας κυρίως ως προς το μέγεθος των εξωστών. Σχετικά δε με τα όσα ανέφερε ο ενάγων στις καταγγελίες του περί εκφοβισµού και απειλής της σωματικής ακεραιότητας του ιδίου και της οικογενείας του, αυτά δεν αποδείχθηκαν αληθή, ως άλλωστε εδέχθη και η προαναφερθείσα 386/202020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς της οποίας το δεδικασμένο εκτείνεται στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής.  Θεώρησε δε πρόσφορο και νόμιμο μέσο ο εναγόμενος την άσκηση της εν λόγω μήνυσης, ώστε να αμυνθεί στις κατηγορίες εναντίον του εκ μέρους του ενάγοντος, ότι δηλ. προβαίνει σε πλήθος παρανομιών και κυρίως ότι απειλεί τη ζωή ανθρώπων, γεγονός που είναι εξαιρετικά προσβλητικό για την προσωπικότητά του, τις οποίες ο ενάγων κοινοποίησε σε όλα τα προαναφερόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Νομάρχης, Υφυπουργοί και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, που δεν ήταν άμεσα αρμόδια, ούτε για την έρευνα των πολεοδομικών παραβάσεων, ούτε, πολύ περισσότερο, για το θέμα των απειλών κατά της σωματικής του ακεραιότητας. Ενόψει δε του ότι, τα γεγονότα που αναφέρονται στην επίμαχη μήνυση, ακόμα κι αν δεχθούμε ότι είναι ανακριβή, σε καμία περίπτωση δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος γνώριζε το ψεύδος τους, δεν στοιχειοθετείται ψευδής καταμήνυση ούτε συκοφαντική δυσφήμηση εκ μέρους του εις βάρος του ενάγοντος – μηνυόμενου.  Ο δε εναγόμενος καταρχήν, προέβη στη μήνυση αυτή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και προς διαφύλαξη νομίμου δικαιώματός του και προστασίας της τιμής και της υπόληψής του, όπως την αντιλαμβανόταν, δεδομένης και της έντονης αντιδικίας του με τον ενάγοντα και τον υπερβάλοντα ζήλο που έδειξε ο τελευταίος, δυσανάλογο, στα μάτια του εναγόμενου, σε σχέση με το αντικείμενο της πολεοδομικής υπόθεσης, δημιουργώντας του την εντύπωση καταδίωξης του από αυτόν. Πλην όμως, όπως προκύπτει από την ίδια την ανάγνωση του περιεχομένου της εν λόγω μήνυσης, του οποίου έλαβαν γνώση ο Εισαγγελέας, ο αρμόδιος γραμματέας κ.α, που εμπίπτουν στην έννοια του τρίτου ενώπιον του οποίου διαδίδονται τα δυσφημιστικά γεγονότα, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου – εκκαλούντος, αυτός (εναγόμενος – μηνυτής) υπερέβη το αναγκαίο μέτρο για την προστασία του δικαιώματός του, διότι θα μπορούσε να επιδιώξει τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιώντας πιο ήπιες εκφράσεις από τις ως άνω αναφερθείσες που παρουσιάζουν τον ενάγοντα ως ένα πρόσωπο που τον καταδιώκει εμμονικά, και ‘’επινοεί μυθεύματα με τη νοσηρή φαντασία του’’ κ.λπ. Οι ως άνω εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, οι οποίοι είναι έντονα απαξιωτικοί και μειωτικοί της τιμής και της υπόληψή του μηνυόμενου, περιέχουν καταφρόνηση στο πρόσωπό του, γεγονός που καταδεικνύει τον, σε κάθε περίπτωση, εξυβριστικό σκοπό του εναγόμενου, οπότε ο σχετικός ισχυρισμός – ένσταση του τελευταίου, στηριζόμενη στο άρθρο 367 παρ.1 Π.Κ, περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της εν λόγω πράξης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, γενομένης δεκτής της σχετικής αντένστασης της διάταξης του άρθρου 367 παρ.2 Π.Κ, που προέβαλε ο ενάγων και ως ουσιαστικά βάσιμης. Συνεπώς, η ως άνω συμπεριφορά του εναγόμενου, που συνιστά αδικοπραξία, πρόσβαλε την προσωπικότητα της ενάγοντος και παρέχει σ` αυτόν την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Για την αποκατάσταση, δε, αυτής προσήκει, ενόψει του είδους, της βαρύτητας, του τρόπου της προσβολής, του βαθμού της υπαιτιότητας του εναγόμενου, του μέσου που τελέσθηκε και των εν γένει συνθηκών καθώς και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων (όπως παραπάνω αναφέρθηκε, ο ενάγων είναι συνταξιούχος, ενώ ο εναγόμενος ασχολείται με τον εφοπλισμό), η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης ποσού 4.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, γενομένης εν μέρει δεκτής, ως προς το ποσό αυτό, της αγωγής. Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια ούτε εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο ούτε και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ ουσία αβάσιμη.  Όσον αφορά δε στη δικαστική δαπάνη τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  θα επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο διατακτικό.  Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών αυτής (άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιµωλία των διαδίκων την από 29.10.2021 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …../2021 έφεση.

Δέχεται, τυπικά αυτή.

Απορρίπτει στην ουσία την έφεση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην έφεση αυτή, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του, κατατεθέντος από τον εκκαλούντα, παραβόλου της ως άνω έφεσης.

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις  8 Ιανουαρίου 2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ. απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

      Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ