Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 24/2024

Αριθμός     24/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  KΣ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:   1) Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποια εδρεύει στο ……. Αττικής (………) (ΑΦΜ ……) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ……….., κατοίκου ……. Αττικής (οδός ………) (ΑΦΜ …….), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Παυλίνα Ζιάκα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., κατοίκου …… (οδός …….) (ΑΦΜ ……), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Βερβεσού.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  10.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2589/2020  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 19.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020-……./2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως, ερευνήθηκε η αγωγή σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ. 54/2013  Τρ. Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη άσκησε κατά των εκκαλούντων, ήτοι, της εδρεύουσας στο Κερατσίνι Αττικής και νόμιμα εκπροσωπούμενης, ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και του …………., την από 10-01-2019 (αριθμ. κατάθ. ………../2019 αγωγή, με την οποία ιστορούσε ότι την 01-03-2007, με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη και ήδη, πρώτη εκκαλούσα ετερόρρυθμη εταιρεία, η οποία διατηρούσε επιχείρηση αρτοποιϊας – ζαχαροπλαστικής, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της, ως πωλήτρια στο επί της οδού ….. αριθμ. …., στο Κερατσίνι, κείμενο κατάστημά της.΄Ότι οι όροι αμοιβής και εργασίας της συμφωνήθηκε να καθορίζονται από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας των εμπορικών επιχειρήσεων και ειδικότερα, το ωράριο εργασίας της συμφωνήθηκε για πέντε ημέρες την εβδομάδα, για οκτώ ώρες την ημέρα, έναντι των νομίμων(μικτών) αποδοχών, οι οποίες κατά την πρόσληψή της ανέρχονται στο ποσό των 775 ευρώ.Ότι επίσης, σύμφωνα με το νόμο εδικαιούτο να λαμβάνει την ετήσια άδεια αναψυχής καθώς και τα δώρα εορτών και το επίδομα άδειας.΄Οτι την 01-11-2012 και, παρά το γεγονός ότι η εναγόμενη ήταν ασυνεπής στη μισθοδοσία της, η ενάγουσα συμφώνησε σε μείωση των αποδοχών της, οι οποίες ορίστηκαν στο ποσό των 705 ευρώ, ενώ την 22-5-2015 συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη θα προχωρήσει σε λύση και εκκαθάριση και ο δεύτερος εναγόμενος θα συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης, μεταβιβαζόμενης της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη, δεύτερο εκκαλούντα, ο οποίος αναγνώρισε ότι η σύμβαση που τους συνέδεε ήταν αορίστου χρόνου, οι αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 705 ευρώ μικτά το μήνα, οι ημέρες απασχόλησής της ήταν πέντε εβδομαδιαίως, από Τρίτη έως Σάββατο και ρεπό θα λάμβανε τη Δευτέρα και την Κυριακή και οι ώρες απασχόλησής της καθορίστηκαν σε οκτώ ημερησίως και σαράντα εβδομαδιαίως. Επικαλούμενη, περαιτέρω, ότι τόσο η πρώτη εναγόμενη όσο και ο δεύτερος απ’αυτούς, της όφειλαν τις εκτιθέμενες αμοιβές και αποζημιώσεις, ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η, μεν, πρώτη ως εργοδότρια και ο δεύτερος ως διάδοχος εργοδότης, για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, υπερεργασία, παράνομη υπερωρία και εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, το συνολικό ποσό των 13.546,96 ευρώ και επιπλέον, ο δεύτερος από τους εναγόμενους, ως διάδοχος εργοδότης της, από 22-5-2015, που μεταβιβάστηκε σ’ αυτόν η επιχείρηση, μέχρι της οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας από την εργασία, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και άδειας, το ποσό των 8.724,55 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει για αποζημίωση άδειας, υπερεργασία, παράνομη υπερωρία και εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, το συνολικό ποσό των 30.533,20 ευρώ. Τα ως άνω ποσά ζήτησε η ενάγουσα, κύρια, με βάση την εργασιακή σύμβαση και επικουρικά, για την περίπτωση που κρινόταν ότι αυτή ήταν άκυρη, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.Η αγωγή συζητήθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ.3, 621, 622 ΚΠολΔ), ερήμην των εναγομένων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο με την εκκαλούμενη, υπ΄ αριθμ. 2589/22-7-2020 οριστική του απόφαση, που εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια βάση της και α)υποχρέωσε τους εναγόμενους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (13.542,54€), ήτοι, για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας 2014, το ποσό των 352,50€, για υπερεργασία το ποσό των 1.752,60 ευρώ, για κατ’εξαίρεση υπερωρία το ποσό των 7.876,35€, για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος, το ποσό των 3.036€ και για υπερωριακή απασχόληση κατά την ημέρα αυτή το ποσό των 525,09 ευρώ, νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της απόφασης διακρίσεις, έως την εξόφληση, β)υποχρέωσε τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και δώδεκα λεπτών (10.584,12€), ήτοι, για υπόλοιπο δεδουλευμένων μικτών αποδοχών το ποσό των 7.461,09 €, για Δώρα Χριστουγέννων 2016 και 2017, το ποσό των 1.410,00€, για Δώρο Πάσχα 2017, το ποσό των 352,50€, για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 2018, το ποσό των 705,00€, για επίδομα άδειας 2018, το ποσό των 352,50€ και για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των 303,03€, νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της απόφασης διακρίσεις, έως την εξόφληση και γ)αναγνώρισε την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των  είκοσι επτά χιλιάδων ογδόντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών(27.085,08€), ήτοι, για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 2015 και 2016, το ποσό των 705,00€, για υπερεργασία, το ποσό των 3.505,20€, για κατ’εξαίρεση υπερωρία, το ποσό των 15.752,70€, για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος, το ποσό των 6.072,00€ και για υπερωριακή εργασία κατά την ημέρα αυτή το ποσό των 1.050,18€, νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, έως την εξόφληση.Κατά της απόφασης αυτής, οι εκκαλούντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν την υπό κρίση έφεση, νομοτύπως και εμπροθέσμως νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1 και 591 παρ.1  ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και εφόσον αυτή ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην (ωσεί παρών), πρέπει, η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής έφεσης, με την οποία οι εναγόμενοι – εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι, στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω, δε, να διακρατηθεί η υπόθεση από το δικαστήριο τούτο και να δικασθεί και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο αυτής κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία. Κατάθεση, εκ μέρους των εκκαλούντων, του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, παραβόλου, δεν απαιτείται, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ΄ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως η προκείμενη.

Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 73, 74 ΑΚ, 268 παρ.5, εδ.α΄, 271, 272  και 281 Ν. 4072/2012, 62, 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης. Η λύση του νομικού προσώπου της ετερόρρυθμης εταιρίας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, ούτε καν επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρίας λογίζεται υφιστάμενη, εφόσον αυτό απαιτείται για τις ανάγκες και προς τον σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής, η εταιρία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρίας. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης, η εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 268 παρ.5 εδ.α΄Ν.4072/2012 και 10 παρ.1 στ.ε΄Ν.3419/2005 διαγράφεται από το Γ.Ε.ΜΗ., ύστερα από αίτηση του/των εκκαθαριστών, ενός από τους εταίρους ή και όποιων άλλων προσώπων, που έχουν ειδικό έννομο συμφέρον. Αν παρά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης και τη διαγραφή της εταιρίας από το Γ.Ε.ΜΗ. διαπιστωθεί η ύπαρξη εκκρεμοτήτων, που δεν είχαν τακτοποιηθεί κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, τότε- σε περίπτωση που δεν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό- η εκκαθάριση αναβιώνει και επαναλαμβάνονται οι εργασίες της, καθώς στην πραγματικότητα δεν έχει πραγματοποιηθεί ο σκοπός της, οι, δε, εκκαθαριστές, που είχαν αναλάβει τη διεκπεραίωση των εκκαθαριστικών διαδικασιών αποκτούν αυτοδικαίως ξανά την ιδιότητα του εκκαθαριστή και συνεχίζουν να εκπροσωπούν την εταιρία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι υποχρεωτικό ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρίας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση (ΑΠ 748/2017, ΑΠ 693/2008 Αρμ 2008, 1540, ΑΠ96/2005ΔΕΕ2005,819, ΕφΑθ531/2013 ΕλΔνη2014, 471 επ., σχετικές με εκκαθάριση ΕΠΕ και ΑΕ: ΑΠ 1669/2014 ΕπισκΕΔ 2014, 748, ΑΠ 1757/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1345/2013 ΔΕΕ 2014, 37, ΑΠ 216/2012 ΧρΙΔ 2012, 450, ΑΠ 30/2010 ΕΕμπΔ 2010, 618, βλ. και Μιχ.-Θεοδ. Μαρίνου, Γεώργιου Τριανταφυλλάκη «Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, ερμηνεία κατ’άρθρον (άρθρ.249-294Ν.4072/2012)). Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί τη λύση της εταιρίας και έχει ως σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν, διαφέρει της αναβίωσης, η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της υφιστάμενης για τις ανάγκες της εκκαθάρισης της εταιρίας, επερχόμενης έτσι, με την ομόφωνη απόφαση των εταίρων, συνέχισης της παλαιάς εταιρίας και όχι σύστασης νέας, ενώ επιπλέον για την ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρία απαιτείται και η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας (ΑΠ 2049/2013 ΧρΙΔ 2014, 628). Σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγείται, ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας που λύθηκε από τους εκκαθαριστές(ΤρΕφΑθ 2197/2019 ΤΝΠ Qualex, ΕφΠειρ81/2021, δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρεία έχει λυθεί και η εκκαθάρισή της έχει περατωθεί, από  την 28-5-2015, ημερομηνία, κατά την οποία διαγράφηκε από το Γ.Ε.ΜΗ.(άρθρ. 268 παρ.5 εδ.α΄Ν.4072/2012 και άρθρ.10 παρ.1 στ.ε΄Ν.3419/2005)(βλ. το απ’ τους εκκαλούντες προσκομιζόμενο, υπ’ αριθ. πρωτ. …./28.5.2015 έγγραφο Ανακοίνωσης του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, τμήμα μητρώου/Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ.). Ωστόσο, παρά την περάτωση των εργασιών της εκκαθάρισης και τη διαγραφή της εταιρίας από το Γ.Ε.ΜΗ., η εκκαθαριστική διαδικασία αναβιώνει και συνεχίζεται ως προς την ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη, ως εμφανιζόμενη πιστώτρια, με την άσκηση της αγωγής της. ΄Ετσι, νομίμως ενάγεται το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγόμενης, παρά την κήρυξη της εκκαθάρισής του, ως περαιωμένης και τη διαγραφή του από το Γ.Ε.ΜΗ., ο, δε, εκκαθαριστής της, που, σύμφωνα με την εταιρική σύμβαση είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση των εκκαθαριστικών διαδικασιών, αποκτά αυτοδικαίως ξανά την ιδιότητα του εκκαθαριστή. Κατόπιν αυτών, οι από τους εναγόμενους διαλαμβανόμενοι ισχυρισμοί ότι η αγωγή κατά το μέρος, που στρέφεται κατά της πρώτης απ’αυτούς ετερόρρυθμης εταιρίας, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, για το λόγο ότι η τελευταία, λόγω της λύσης και περάτωσης της εκκαθάρισής της και διαγραφής της από το Γ.Ε.ΜΗ. στερείται της ικανότητας να είναι διάδικος, παρίστανται ως μη νόμιμοι και είναι, έτσι, απορριπτέοι, της ικανότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας να είναι διάδικος, ως αποτελούσας διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, ερευνομένης και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο.

Κατά το άρθρο 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ οι αξιώσεις των εργαζομένων για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών τους, παραγράφονται σε πέντε χρόνια, αρχίζει, δε, η παραγραφή αυτή, κατά το άρθρο 253 του ίδιου Κώδικα, μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη αυτής.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι οι αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας για το έτος 2014 έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, διότι η αγωγή της επιδόθηκε την 14-11-2019. Ωστόσο, ενόψει του ότι η παραγραφή των αξιώσεων των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 250ΑΚ, αρχίζει την 31-12-2014 και λήγει την 31-12-2019, κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής δεν έχει συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή και  συνεπώς, η περί παραγραφής ένστασή τους, που συνιστούσε και τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, πρέπει, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη να απορριφθεί.

Με τη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και με τη διάταξη του άρθρου 908 εδ. α΄ του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι ο λήπτης υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οιονδήποτε λόγο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, ανεξαρτήτως της ζημίας του τελευταίου, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης που αποσυνδέει ορισμένες μισθολογικές αξιώσεις από το κύρος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Επομένως, ο εργοδότης υποχρεούται να αποδώσει στον απασχοληθέντα δυνάμει άκυρης σύμβασης εργασίας εργαζόμενο την αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλε εάν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας υπό τις επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα γάμου, τέκνων και προϋπηρεσίας, δηλαδή επιδόματα που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού, εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως μισθωτού. Η ωφέλεια αυτή πάντως δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι τυχόν υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις (ΑΠ 575/2018, ΑΠ 58/2015, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 760/2003). Δικαιούται, όμως, ο εργαζόμενος τις παροχές εκείνες, που αναγνωρίζονται σ’ αυτόν απευθείας από ειδικές διατάξεις, ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης, όπως είναι τα δώρα εορτών και οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, οι οποίες (παροχές) υπολογίζονται με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες αποδοχές (ΑΠ 575/2018, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 14 §§ 1 εδ. α` & 10 εδ. β` της με αριθμ. Α1β/8557/1983 κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β` 526) “Υγειονομικός έλεγχος, γενικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών και ειδικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών”, η οποία εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/1940 , όπως η διάταξη του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε με την με αριθμ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665 Β`/11.11.1992) και ίσχυε κατά τον χρόνο πρόσληψης της ενάγουσας (1-3-2007) ορίσθηκε ότι “όσοι ασκούν ή επιθυμούν ν` ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, καθαριστήρια, κομμωτήρια, κουρεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία ή άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μή συμβατό με την απασχόλησή του” (§ 1 εδ. α`) και ότι “οι νομείς καταστημάτων, εργαστηρίων και εργοστασίων υγειονομικού ενδιαφέροντος ή οι νόμιμοι εκπρόσωποι τούτων οφείλουν να μην προσλαμβάνουν ή απασχολούν στην επιχείρησή τους άτομα, τα οποία δεν κατέχουν βιβλιάριο υγείας ή δεν έχουν θεωρήσει αυτό σύμφωνα με την παρ. 6 του παρόντος άρθρου” (§ 10 εδ. β`). Η ως άνω με αριθμ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β` 1199/11.4.2012) “Πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος”, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση επίσης του ΑΝ 2520/1940, με το οποίο (άρθρ. 1) ορίσθηκε στα εδάφια α` και β` αυτού ότι “όσοι απασχολούνται ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος ή/και έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τα τρόφιμα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας. Στο πιστοποιητικό υγείας θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του”, ενώ με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι τα ατομικά βιβλιάρια υγείας, τα οποία έχουν ήδη εκδοθεί, ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι με βιβλιάρια υγείας (ήδη πιστοποιητικά υγείας) πρέπει να εφοδιάζονται όχι όλοι όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά εκείνοι από αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με το χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνο υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθούν στον τελευταίο τα νοσήματα από τα οποία πάσχουν ή τα μικρόβια, οι ιοί και τα παράσιτα των οποίων είναι φορείς (ΑΠ 454/2019, ΑΠ 167/2018). Σημειώνεται ότι με το άρθρο 8 της ως άνω επικαλούμενης με αριθ. Υιγ/ΓΠ/οικ 96967/8.10.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας ορίσθηκε ρητά ότι πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας, σύμφωνα με την ως άνω Υγειονομική διάταξη με αριθ. Υιγ/ΓΠ/οικ 35797 (ΦΕΚ 1199/11.4.2012), όπως κάθε φορά ισχύει “όσοι ασκούν ή επιθυμούν ν` ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών ή να εργαστούν σε επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών”. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 §§ 1 εδ. α` & 10 εδ. β` της με αριθμ. Α1β/8557/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως αυτή αντικαταστάθηκε κατά τα άνω αρχικά με την με αριθμ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 ΑΚ, συνάγεται ότι η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας (ήδη πιστοποιητικού υγείας) ή η μή θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται με την παρασκευή, προετοιμασία και συσκευασία των τροφίμων και ποτών για τη διάθεσή τους στη κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών και έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του (ΑΠ 1667/2010). Για το ορισμένο όμως της αγωγής, που ερείδεται σε άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας αυτής και η επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας στον μισθωτό, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της αγωγής ότι ο εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό υγείας), διότι η αναφορά “σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας” στο δικόγραφο της αγωγής έχει την έννοια της έγκυρης σύμβασης, ενώ η έλλειψη του βιβλιαρίου υγείας αποτελεί ένσταση του εναγόμενου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης αυτής, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης και όχι ως αόριστης (ΑΠ 454/2019, ΑΠ 167/2018, ΑΠ 771/2017). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 ΑΚ κατά το οποίο “η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης” και 106 KΠολΔ, η άνω ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο δηλαδή και χωρίς να προταθεί από τον εναγόμενο εργοδότη, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας (ΑΠ 454/2019, ΑΠ 904/2004), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που έχουν τεθεί ενώπιόν του, δηλαδή με την επίκληση από τον εργαζόμενο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Στην προκειμένη περίπτωση, από το με τις προτάσεις της εφεσίβλητης-ενάγουσας προσκομιζόμενο από 27-2-2006 βιβλιάριο υγείας, η ισχύς του οποίου έχει παραταθεί για την πενταετία από 21-01-2013 έως 21-01-2017, προκύπτει ότι, ως εργαζόμενη σε αρτοποιείο-ζαχαροπλαστείο, δηλαδή, σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ήταν εφοδιασμένη με βιβλιάριο υγείας μέχρι την 21-01-2017, ενώ δεν προσκομίζει πιστοποιητικό υγείας, που προβλέπεται από το έτος 2012 και εφεξής. Επομένως, από 22-01-2017 και εφεξής, η σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη και έκτοτε, συνδεόταν με τον δεύτερο εναγόμενο με απλή σχέση εργασίας, στοιχείο ερευνόμενο αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Συνεπεία τούτου, από 22-01-2017 έως 28-2-2018, που η ενάγουσα αποχώρησε από την εργασία της, οι προβαλλόμενες αξιώσεις της για δεδουλευμένους μισθούς και αποζημιώσεις για υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση, εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, πρέπει να υπολογιστούν με βάση  τον ισχύοντα με βάση το ν.4093/2012  κατώτατο μισθό, ύψους 586,08 ευρώ, χωρίς το επίδομα προϋπηρεσίας (τριετίες), με εξαίρεση τα δώρα εορτών, τις αποδοχές άδειας και το επίδομα αδείας, που αναγνωρίζονται στην ενάγουσα απευθείας από ειδικές διατάξεις, ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης, παροχές, οι οποίες υπολογίζονται με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες αποδοχές.

Επειδή κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη(ΑΠ393/2005, ΔΕΝ 2005, 1424, ΑΠ633/2004ΧρΙΔ2004,833, ΑΠ1017/2003ΕΕργΔ2003,1277), το Σάββατο(ή άλλη έκτη ημέρα ανάπαυσης λόγω πενθημέρου) θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός της εβδομαδιαίας εργασίας και συνεπώς, οι ώρες απασχόλησης κατά την ημέρα αυτή δεν συναριθμούνται με τις ώρες απασχόλησης των πέντε ημερών εργασίας, προκειμένου να εξευρεθεί η οφειλόμενη γι’αυτήν αμοιβή. Η υπερεργασία και η υπερωρία υπολογίζονται με βάση την απασχόληση που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και σ’αυτές δεν ανήκουν, εκτός από την ημέρα υποχρεωτικής αργίας (Κυριακή), η ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, λόγω της εξάντλησης της πενθήμερης εργασίας (Σάββατο). Η απασχόληση, στο σύστημα πενθήμερης εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας είναι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, παράνομη και συνεπώς άκυρη, ως απασχόληση κατά μη εργάσιμη ημέρα και, ως τέτοια, πρέπει να αμείβεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, έστω και αν ο εργαζόμενος απασχολήθηκε, κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, λιγότερες ώρες από το εβδομαδιαίο ωράριό του (ΑΠ1413/2009, ΑΠ925/2008, ΑΠ804/2003, 1389).Εννοείται βέβαια ότι αν απασχόληση κατά το Σάββατο ή την Κυριακή υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης, τότε οι επιπλέον ώρες συνιστούν υπερωρία (ΑΠ 247/2003 ΕΕργΔ 2003,858, ΑΠ 655/2002 ΔΕΝ 2004,19). Κατά την άποψη, έτσι, που επικράτησε στη νομολογία, οι ώρες εργασίας κατά το Σάββατο δεν συναριθμούνται και αμείβονται, εφόσον δεν υπερβαίνουν τις οκτώ, με απλό ωρομίσθιο, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού.΄Ηδη, όμως, για την ανωτέρω παράνομη απασχόληση θεσπίστηκε ως αμοιβή  για την ημέρα αυτή, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30%. Ορθότερο θα ήταν να γίνεται αναφορά στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, όπως άλλωστε συμβαίνει στην περίπτωση της υπερωρίας και της υπερεργασίας και όχι στο ημερομίσθιο. Και αυτό γιατί το ημερομίσθιο αντιστοιχεί κατά κανόνα σε 6,66 ώρες απασχόλησης(40 ώρες εβδομαδιαίως:6 ημέρες), στις οποίες αντιστοιχούν οι εβδομαδιαίες αποδοχές, ενώ η απασχόληση την έκτη ημέρα επί πενθημέρου μπορεί να αφορά λιγότερες ώρες, πλήρες 8ωρο ή ακόμη και περισσότερες των 8 ώρες (βλ.Δημητρίου Ζερδελή «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις»,έκδ.2019). Με τη ρύθμιση αυτή, από την οποία εξαιρούνται οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις και συνεπώς, αυτοί σε περίπτωση απασχόλησής τους κατά την έκτη ημέρα υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας, εξακολουθούν να έχουν αξίωση με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ.Δημητρίου Ζερδελή, ό.π., με παραπομπή σε Λεβέντη/Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ.430σημ.1), διατηρείται το παράνομο της εργασίας κατά την έκτη ημέρα, όταν γίνεται κατά παράβαση νόμου ή άλλων κανονιστικών ρυθμίσεων (ΣΣΕκλπ), η ακυρότητα, όμως της σχετικής συμφωνίας δεν αποβαίνει σε βάρος του εργαζόμενου, αφού διατηρεί την αξίωση για τον καταβαλλόμενο μισθό και επιπλέον, αποκτά δικαίωμα για προσαύξηση. Εφ’όσον η εργασία κατά την έκτη ημέρα και την πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση, εξακολουθεί να παραμένει παράνομη, κατ’ακριβολογία δεν πρόκειται για αμοιβή αλλά για αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή, ακόμη και όταν η απασχόληση την έκτη ημέρα της εβδομάδας κατά παράβαση του πενθημέρου παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν εντάσσεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και της αποζημίωσης απόλυσης.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης, ….  , που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόμενων και ήδη, εκκαλούντων, …………., που περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου τούτου δικαστηρίου, όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη κι αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου και από την υπ’αριθμ. …../09-03-2020 ένορκη βεβαίωση της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει νόμιμα η εφεσίβλητη-ενάγουσα και δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων και ήδη, εκκαλούντων (βλ. τις υπ’αριθμ. …. Ε΄και …. Ε΄/4-3-2020 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή  του Πρωτοδικείου Πειραιά, … ….), προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων-εκκαλούντων, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με την από 4-3-2020 εξώδικη κλήση προς αυτούς), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 01-03-2007, από την πρώτη εναγόμενη και ήδη, λυθείσα ετερόρρυθμη εταιρεία, η οποία διατηρούσε επιχείρηση αρτοποιίας-ζαχαροπλαστικής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, με πενθήμερο εβδομαδιαίο σύστημα εργασίας, από Τρίτη έως και Σάββατο) και με οκτάωρο ωράριο, από 07.00΄έως 15.00΄, προκειμένου να απασχοληθεί, με την ειδικότητα της πωλήτριας, στο κείμενο επί της οδού ……, στο ………. Αττικής κατάστημά της, αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών, ποσού 775,00 ευρώ, με ρητή συμφωνημένη υπαγωγή, ως προς τους όρους αμοιβής και εργασίας στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, των εμπορικών επιχειρήσεων. Την 01-11-2012, οι μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, κατόπιν συμφωνίας των μερών, μειώθηκαν στο ποσό των 705,00 ευρώ, ενώ στις 22-05-2015, η εργασιακή σχέση της ενάγουσας, λόγω συνταξιοδότησης του ενός εκ των δύο εταίρων, ……….. και διακοπής της δραστηριότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, μεταβιβάστηκε στον δεύτερο εναγόμενο, έκτοτε, δε, την επιχείρηση ασκούσε,  ατομικά, ο  δεύτερος  εναγόμενος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις περί μεταβίβασης επιχείρησης, όπως προβλέπονται στο Π.Δ.178/2002 και όπως προκύπτει και από την από 22-5-2015 έγγραφη συμφωνία  μεταξύ της ενάγουσας και του δεύτερου εναγόμενου, ο τελευταίος αναγνώρισε ότι η σύμβαση, που τον συνέδεε, ως διάδοχο με την εργαζόμενη ενάγουσα ήταν αορίστου χρόνου, οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 705 ευρώ, μικτά, οι ημέρες απασχόλησής της ήταν πέντε εβδομαδιαίως, από Τρίτη έως Σάββατο, με ημέρα ανάπαυσης την Δευτέρα και την Κυριακή, ενώ το ωράριο απασχόλησής της θα ήταν οκτώ(8)ώρες, από 07.00΄έως 15.00΄, ημερησίως και σαράντα (40), εβδομαδιαίως. Ωστόσο, η ενάγουσα,  παρείχε την εργασία της, πέραν του συμβατικού και νομίμου ωραρίου της και καθ’υπέρβαση της συμφωνημένης πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Ειδικότερα, εκτελούσε υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, καθώς από Τρίτη έως Παρασκευή εργαζόταν επί δέκα ώρες, δηλαδή, από ώρας 06.00΄ έως 16.00΄ και το Σάββατο, επί εννέα ώρες, από ώρας 06.00 ΄έως 15.00΄, επιπλέον, δε, εργαζόταν και τη Δευτέρα, ως έκτη ημέρα της εβδομάδος, που είχε συμφωνηθεί ως ημέρα ανάπαυσης, από ώρας 06.00΄ έως 14.00΄, μη αποδεικνυόμενου του αγωγικού ισχυρισμού ότι από Τρίτη έως Παρασκευή, η ενάγουσα εργαζόταν έως την ώρα 18.00΄, αντί έως την ώρα 16.00΄, που κατά τα παραπάνω γίνεται δεκτό, καθώς, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του εταίρου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και μάρτυρος απόδειξης, ………., τις απογευματινές ώρες, παρείχαν την εργασία τους, ο ίδιος και ο γιός του, …………, εταίροι και οι δύο της πρώτης εναγόμενης εταιρείας.

Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 22-5-2015, οπότε μεταβιβάστηκε η επιχείρηση στον δεύτερο εναγόμενο, η ενάγουσα, δοθέντος και ότι λάμβανε κάθε έτος δύο εβδομάδες άδεια, δικαιούτο για υπερεργασία: Για  5 ώρες εβδομαδιαίως ( από 41η έως και 45η) Χ 50 εβδομάδες, το έτος 2014 και Χ 19 εβδομάδες,  έως 22-5-2015= 345 ώρες υπερεργασίας Χ (705€ X6:25:40= 4,23 ευρώ, ωρομίσθιο + προσαύξηση 20%-άρθρ.74 παρ.10 του ν.3863/2010- =) 5,08€, ήτοι, το ποσό των 1.752,60€. Για κατ’εξαίρεση υπερωρία: για 4 ώρες εβδομαδιαίως(από 46η έως και 49η εβδομαδιαίως) Χ 50 εβδομάδες το έτος 2014 και Χ 19 εβδομάδες έως 22-5-2015= 200 ώρες  το 2014 και 76 ώρες το 2015=) 276 ώρες, κατ’εξαίρεση υπερωρίας Χ 705€Χ6:25:40= 4,23€ το ωρομίσθιο + προσαύξηση 80%-άρθρ.74 παρ.10 του ν.3863/2010- =)7,61€, ήτοι, το ποσό των 2.100,3€.

Η επιχείρηση των εναγομένων, ως αρτοποιείο, στο οποίο πωλούνται είδη αρτοποιείου, ζαχαροπλαστικής, τυποποιημένων γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, αναψυκτικών, ποτών και λοιπών αρτοπαρασκευασμάτων (πίτες, κρουασάν) και αναλαμβάνει το ψήσιμο και διάθεση φαγητού, ο νόμος 3846/2010 αναφέρει τον όρο επισιτιστικές επιχειρήσεις με την εννοια που ετυμολογικά έχει η λέξη αυτή και δεν παραθέτει κατάλογο με αυτές, στις οποίες μάλιστα να μην συμπεριλαμβάνεται το αρτοποιείο με το τμήμα ζαχαροπλαστικής, που διαθέτει, ενόψει και του ότι σε όλες τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων στα αρτοποιεία συμμετέχει ως συμβαλλόμενο μέρος και η ομοσπονδία των εργαζομένων στον επισιτισμό και τον τουρισμό, στη, δε, Σ.Σ.Ε. 12.12.2019 αναφέρεται ότι στη ρύθμισή του υπάγεται το προσωπικό κάθε εν γένει καταστήματος, στο οποίο λειτουργεί τμήμα ζαχαροπλαστείου και λοιπών μικτών ή συναφών τοιούτων, ανεξάρτητα της άδειας λειτουργείας τους καθώς και το προσωπικό γαλακτοπωλείων και καταστημάτων ποικίλων εδεσμάτων. Δεν υπάγεται, επομένως, η ενάγουσα στη ρύθμιση του άρθρου 8 του ν.3846/2010, αλλά, λόγω του παράνομου της εργασίας της, κατά την έκτη ημέρα, αφού είχε συμφωνηθεί με τους εναγόμενους παροχή της εργασίας της επί πενθήμερο, συμφωνία, η οποία και δεν τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και επομένως, δικαιούται, αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δικαιούμενη να λάβει το ποσό, που αναγκαίως θα κατέβαλε αρχικά η πρώτη εναγόμενη και στη συνέχεια, ο δεύτερος εναγόμενος-διάδοχος, για την παροχή της ίδιας εργασίας, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, σε άλλον εργαζόμενο, που θα διέθετε τα ίδια προσόντα και ικανότητες για την εκτέλεσή της, ποσό, κατά το οποίο και ωφελήθηκε.

΄Ετσι, για την εργασία της κατά τη Δευτέρα, ημέρα ανάπαυσης, ως έκτη ημέρα (από 06.00΄ έως 14.00΄), η ενάγουσα δικαιούται για την οκτάωρη απασχόλησή της, το ποσό των (705Χ0,048=)33,84 ευρώ, το ημερομίσθιο των 8 ωρών Χ 69 ημέρες( οι ημέρες της Δευτέρας είναι 77, αλλά το σχετικό αγωγικό αίτημα θα γίνει δεκτό, κατ’ άρθρ. 106 ΚΠολΔ, για τις 69 ημέρες, όπως και ζητείται)= 2.334 €. Επίσης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, η ενάγουσα δικαιούτο αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 15 εργασίμων ημερών, για το έτος 2014, το ποσό των 352,50€. Για τις ως άνω οφειλές προς την ενάγουσα ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη των εναγομένων και ο δεύτερος εξ αυτών, ως διάδοχος εργοδότης.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξακολούθησε να είναι ασυνεπής ως προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις έναντι της ενάγουσας, η οποία συνέχισε να παρέχει την εργασία της υπό τις ίδιες συνθήκες, ήτοι, από ώρας 06.00΄ έως 16.00΄, από Τρίτη έως Παρασκευή, από ώρας 06.00΄έως 15.00΄ το Σάββατο και από ώρας 06.00΄ έως 14.00΄, τη Δευτέρα, ως έκτη ημέρα ανάπαυσης, χωρίς να λαμβάνει αμοιβή για την πρόσθετη χρονικά απασχόλησή της, αλλά ούτε και το σύνολο των βασικών αποδοχών της.

Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο του 2016 έως την οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας από την εργασία της, την 22-2-2018, όπως ομολόγησε ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, αναγνωρίζοντας ότι της οφείλει «κάποιο ποσό». Ειδικότερα, για το διάστημα αυτό, οι καθαρές αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 635,05 ευρώ, το οποίο όφειλε ο δεύτερος εναγόμενος να της καταβάλει στον τραπεζικό της λογαριασμό, το οποίο, όμως, δεν έκανε, αλλά της κατέβαλε έναντι της μηνιαίας μισθοδοσίας της, όπως η ίδια συνομολογεί με την αγωγή της και αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη κίνηση του λογαριασμού της, τα παρακάτω ποσά: Mε {400€ καθαρά, ήτοι, μικτά:} 439,72€=) Τράπεζα Eurobank και καθαρές μηνιαίες αποδοχές της, ποσού 635,05€, οι  οποίες ωστόσο, πρέπει  να αναχθούν από το δικαστήριο σε μικτές, καθώς αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή, εκείνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού και συνεπώς και οι γενόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία, κατά πάγια νομολογία, αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές, κατόπιν τούτων, ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα, για δεδουλευμένες αποδοχές, για τον Δεκέμβριο του 2016, το ποσό των 705€, κατ’αποδοχήν, όμως του ζητούμενου ποσού των 635,05 ευρώ, θα της επιδικαστεί, κατ’άρθρ.106ΚΠολΔ, το εν λόγω ποσό, για τον Ιανουάριο του 2017, από 1-1 έως 21-1-2017, το ποσό των 705€: 25 ημέρες Χ 17= 479,4  και από 22-1 έως 31-1-2017 το ποσό των (586,07€ : 25 X 8=)187,54 ευρώ και συνολικά, για τον Ιανουάριο το ποσό των (479,4+187,54=) 667 ευρώ, κατ’αποδοχήν, όμως του ζητούμενου ποσού των 635,05 ευρώ, θα της επιδικαστεί, τελικά, το εν λόγω ποσό. Για τον Φεβρουάριο 2017(586,07 – {400€ καθαρά, ήτοι μικτά:} 439,72€=) 146,35€, για τον Μάρτιο 2017(586,07 – {400€ καθαρά, ήτοι μικτά:}439,72€=) 146,35€, για τον Απρίλιο 2017, 586,07€, για τον Μάϊο 2017, 586,07€, για τον Ιούνιο 2017, 586,07€, για τον Ιούλιο 2017, 586,07 €, για τον Αύγουστο 2017, 586,07€, για τον Σεπτέμβριο 2017, 586,07€, για τον Οκτώβριο 2017, 586,07€, για τον Νοέμβριο 2017( 586,07€-{-300€ καθαρά, ήτοι μικτά:}329,79€=) 256,28€, για τον Δεκέμβριο 2017 (586,07- {450€ καθαρά, ήτοι, μικτά:} 494,68€=)91,39€, ήτοι, για δεδουλευμένες αποδοχές, της οφείλει, συνολικό υπόλοιπο, ποσού 6.012,96€

Επίσης, ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για Δώρο Χριστουγέννων 2016 το ποσό των 705€, κατ’αποδοχήν, όμως, του σχετικού αγωγικού αιτήματος, για το ποσό των 635,05 ευρώ, πρέπει να της επιδικαστεί το ποσό αυτό. Για Δώρο Πάσχα 2017, το ποσό των (586,07:2=) 293,03 € και για Δώρο Χριστουγέννων 2017, το ποσό των 586,07 ευρώ. Για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 2018, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των (586,07€:2=)293,03€, για επίδομα άδειας 2018, το ποσό των 293,03€ και για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018 το ποσό των {(293,03€:15X4,875=)152,75€-(45€ καθαρά, ήτοι μικτά:) 49,47€=} 45,76€.

Επιπλέον, επειδή οι αποδοχές της ενάγουσας από 23-5-2015 έως 31-1-2016 ανέρχονταν στο ποσό των 705 ευρώ, μικτά, από 1-2-2016 έως 21-1-2017, στο ποσό των 762 ευρώ και από 22-1-2017, λόγω της, κατά τα ως άνω, ακυρότητας της σύμβασης εργασίας της, έως 22-2-2018, που αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, στο ποσό των 586,07 ευρώ, ο δεύτερος εναγόμενος της οφείλει, για το χρονικό διάστημα από 23-5-2015 έως 22-2-2018: για υπερεργασία: για 5 ώρες εβδομαδιαίως ( από 41η έως και 45η) Χ 31 εβδομάδες, το έτος 2015(23-5-2015 έως 31-12-2015) και Χ  50 εβδομάδες το έτος 2016(1-1-2016 έως 31-12-2016) και Χ 3 εβδομάδες από 1-1-2017 έως 21-1-2017 και Χ 49 εβδομάδες από 22-1-2017 έως 31-12-2017 και Χ 7 εβδομάδες από 1-1-2018 έως 22-2-2018:{(5Χ31=155 και  5Χ50=250 και 5Χ3=15)=} 420 ώρες υπερεργασίας Χ (705:25X6:540=4,23€ ωρομίσθιο + προσαύξηση 20%=)5,08€, ήτοι, από 23-5-2015 έως 21-1-2017, το ποσό των 2.133,6€ και από 22-1-2017 έως 22-2-2018 {( 5Χ49=245 και 5Χ7=35)=}280 ώρες υπερεργασίας Χ (586,07€:25Χ6:40=3,51€ ωρομίσθιο + προσαύξηση 20%=) 4,21€, ήτοι, το ποσό των 1.178,8 ευρώ και συνολικά για υπερεργασία, για όλο το το ως άνω χρονικό διάστημα, οφείλεται στην ενάγουσα το ποσό των (2.133,6+1.178,8=)3.312,4 ευρώ.

Περαιτέρω, για κατ’εξαίρεση υπερωρία, για το ίδιο χρονικό διάστημα από 23-5-2015 έως 22-2-2018, για 4 ώρες εβδομαδιαίως(από 46η έως και 49η) Χ 31 εβδομάδες το έτος 2015(23-5-2015 έως 31-12-2015) και Χ 50 εβδομάδες το έτος 2016(1-1-2016 έως 31-12-2016) και Χ 3 εβδομάδες από 1-1-2017 έως 21-1-2017 και Χ 49 εβδομάδες από 22-1-2017 έως 31-12-2017 και Χ 7 εβδομάδες από 1-1-2018 έως 22-2-2018: (4Χ31=124 και 4Χ50=200 και 4Χ3=12 και συνολικά=336 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, από 23-5-2015 έως 21-1-2017 Χ (705€:25Χ6:40=4,23€ ωρομίσθιο και προσαύξηση 80%=)7,61€ Χ 336=2.556,96 ευρώ και από 22-1-2017 έως 22-2-2018 (4Χ49=196 και 4Χ7=28 και συνολικά, (196 + 28=) για 224 ώρες κατ’εξαίρεση υπερωρίας Χ (586,07€ Χ6:25:40=3,51€ ωρομίσθιο+ προσαύξηση 80%=6,32€ ωρομίσθιοΧ224 ώρες = 1.415,68 ευρώ και συνολικά για κατ’εξαίρεση υπερωριακή εργασία,  για όλο το ως άνω χρονικό διάστημα, οφείλεται στην ενάγουσα το ποσό των (2.556,96 +  1.415,68=)3.972,64 ευρώ.

Για  την οκτάωρη εργασία της ενάγουσας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος (από 06.00΄έως 14.00΄) οφείλεται στην ενάγουσα, α)για το χρονικό διάστημα από 23-5-2015 έως 31-1-2016, με μηνιαίο μισθό 705 ευρώ, το ποσό των (705€Χ0,048€=)33,84€Χ44 = 1.488,96 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 1-2-2016 έως 21-1-2017, με μηνιαίο μισθό 762 ευρώ, το ποσό των(762€Χ0,048€=)36,57€Χ 46=) 1.682,49 ευρώ και γ)για το χρονικό διάστημα από 22-1-2017 έως 22-2-2018, με μηνιαίο μισθό 586,07 ευρώ, το ποσό των (586,07€ Χ0,048€=)28,13€ Χ 51=1.434,69 ευρώ και συνολικά, για εργασία κατά την έκτη ημέρα, δικαιούται η ενάγουσα από 23-5-2015 έως 22-2-2018, το συνολικό ποσό των (1.488,96+1.682,49+1.434,69=) 4.551,87 ευρώ.

Τέλος, ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 15 εργασίμων ημερών, για το έτος 2015, το ποσό των (705:2=)352,50 ευρώ, για το έτος 2016, το ποσό των (762:2=)381 ευρώ και για το έτος 2017, το ποσό των (586,07:2=)293,03 ευρώ.

Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι η πρώτη των εναγομένων, ετερόρρυθμη εταιρεία, της οποίας ο δεύτερος απ’αυτούς υπήρξε  ομόρρυθμος εταίρος, κατέβαλε το έτος 2013, διά του πατρός του, ετερόρρυθμου εταίρου, …….., στον ………, που διατηρεί Γραφείο Τελετών στον Πειραιά, για λογαριασμό της εργαζόμενης ενάγουσας, το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ, προκειμένου αυτή να ανταπεξέλθει στα έξοδα της κηδείας του πατρός της. Τα χρήματα αυτά τα κατέβαλε τμηματικά και συγκεκριμένα, στις 15-3-2013, 1.000 ευρώ, στις 21-3-2013, 500 ευρώ και στις 5-4-2013, 500 ευρώ. Το εν λόγω ποσό, που καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη, στα πλαίσια της εργασιακής σχέσης της ενάγουσας, η οποία και μεταβιβάστηκε στον δεύτερο απ’τους εναγόμενους μαζί με την επιχείρηση στις 22-5-2015, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι καταβλήθηκε κατ’εντολήν και προς το συμφέρον της ενάγουσας, η οποία δεν τους το απέδωσε και ζητούν να τους το καταβάλει, εντόκως, ήτοι με το νόμιμο τόκο  υπερημερίας, από τότε που καταβλήθηκε κάθε επιμέρους ποσό, μέχρι την κατάθεση της αγωγής, στις 19-10-2020  και ειδικότερα, το ποσό των 1.000 ευρώ, νομιμοτόκως, από 15-3-2013 μέχρι 19-10-2020, το ποσό 500 ευρώ, από 21-3-2013 μέχρι 19-10-2020 και το ποσό των 500 ευρώ από 5-4-2013 μέχρι 19-10-2020 και εφ’εξής όλα τα εν λόγω επιμέρους  ποσά, με το νόμιμο τόκο, από τότε που το καθένα καταβλήθηκε μέχρι και την ολοσχερή εξόφληση. Την απαίτηση αυτή μαζί με τους  τόκους, προτείνουν οι εναγόμενοι σε συμψηφισμό με τις αντίστοιχες ισόποσες ομοειδείς απαιτήσεις της ενάγουσας. Επί των ισχυρισμών αυτών, που στοιχειοθετούν τη νόμιμη, κατ’΄΄άρθρ. 440ΑΚ, ένσταση συμψηφισμού, η ενάγουσα, βάλλοντας, με βάση το άρθρο 664εδ.α΄ΑΚ, κατά της νομιμότητας της ως άνω ένστασης, ανταπαντά αορίστως ότι ο μισθός που λάμβανε από την πρώτη εναγόμενη αρχικά και από τον δεύτερο εναγόμενο, στη συνέχεια, ήταν απλώς και όχι απολύτως αναγκαίος  για τη διατροφή της, χωρίς, επιπλέον, να επικαλείται κάποιες ειδικές περιστάσεις(κοινωνική θέση, μέλη της οικογένειας, άλλα εισοδήματά της κ.α. (ΕφΑθ2752/2005ΔΕΕ2006, 673), από τα οποία το δικαστήριο θα μπορούσε, με βάση την αρχή της καλής πίστης, να δικαιολογήσει τον απόλυτα αναγκαίο χαρακτήρα του μισθού της και να απορρίψει ως μη νόμιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση συμψηφισμού. Ωστόσο, ενόψει του ότι η πρώτη εναγόμενη όφειλε στην ενάγουσα μισθούς από την έναρξη της εργασιακής της σχέσης μαζί της, όπως τούτο αποδεικνύεται από χειρόγραφη απόδειξη του εταίρου της πρώτης εναγόμενης και εξετασθέντος μάρτυρα, ……….., ο οποίος ιδιοχείρως αναφέρει ότι «Ο λογαριασμός μέχρι 28-2-2009 ενημερώθηκε και έμεινε υπόλοιπο 4.000 ευρώ», προκύπτει, δηλαδή, ότι εντός δύο ετών από την έναρξη της εργασίας της ενάγουσας, η πρώτη εναγόμενη, ήδη, της όφειλε 4.000 ευρώ και, καθ’όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης, της όφειλε χρήματα, από τον μισθό της, λόγο για τον οποίο και, τα επόμενα χρόνια, κατέβαλε κατ’εντολήν και για λογαριασμό της ενάγουσας το ως άνω ποσό των 2.000 ευρώ, για  τα έξοδα κηδείας του πατέρα της, ποσό το οποίο, για το λόγο αυτό και δεν αποδεικνύεται ότι οφείλεται από την ενάγουσα, απορριπτομένης, έτσι, ως κατ’ουσίαν αβάσιμης της προβληθείσας από τους εναγόμενους ένστασης συμψηφισμού.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και κατ’ουσίαν βάσιμη και Α.να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, η πρώτη ως εργοδότρια και ο δεύτερος ως διάδοχος εργοδότης, να καταβάλουν στην ενάγουσα για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας 2014, το ποσό των 352,50 ευρώ, για υπερεργασία το ποσό των 1.752,60 ευρώ, για κατ’εξαίρεση υπερωρία το ποσό των 2.100 ευρώ και για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος, καθ’υπέρβαση του πενθημέρου, το ποσό των 2.334 ευρώ  καθώς και να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος  να της καταβάλει για υπόλοιπο δεδουλευμένων μεικτών αποδοχών, το ποσό των (€ 635,05 +635,05 +146,35 +146,35 +586,07 +586,07 +586,07 +586,07 +586,07 +586,07 +586,07 +256,28 +91,39=)6.013,32 ευρώ, για Δώρο Χριστουγέννων 2016, το ποσό των 635,05 ευρώ, Δώρο Χριστουγέννων 2017, το ποσό των 586,07 ευρώ, για Δώρο Πάσχα 2017 το ποσό των 293,03 ευρώ, για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 2018 το ποσό των 293,03 ευρώ, για επίδομα άδειας 2018, το ποσό των 293,03 ευρώ και για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των 45,76 ευρώ  και Β.Να αναγνωριστεί η υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να της καταβάλει, για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 2015, το ποσό των 352,50 ευρώ, 2016, το ποσό των 381 ευρώ και, 2017, το ποσό των 293,03 ευρώ, για υπερεργασία, το ποσό των (2.133,6€ + 1.178,8 €=) 3.312,4 ευρώ, για κατ’εξαίρεση υπερωρία, το ποσό των (2.556,96€ + 1.415,68€=)3.972,64 ευρώ και για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος, το ποσό των (1.488,96+1.682,49+1.434,69=)4.606,14 ευρώ, όλα, δε, τα ανωτέρω ποσά, νομιμότοκα, ως ακολούθως: Για τις δεδουλευμένες αποδοχές, την αμοιβή λόγω υπερεργασίας και λόγω εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος  από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός για τον οποίον οφείλονται, για τα δώρα εορτών Πάσχα από την 1η Μαϊου του έτους εντός του οποίου οφείλονται, για τα δώρα εορτών Χριστουγέννων, τα επιδόματα άδειας και τις αποδοχές άδειας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους, εντός του οποίου οφείλονται και για την αποζημίωση λόγω κατ’εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης από την επομένη επίδοσης της ένδικης αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Πρέπει, τέλος, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας σε βάρος των εκκαλούντων-εναγομένων, μειωμένα, όμως, λόγω του ότι η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή(άρθρ.178, άρθρ.180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2589/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση, διακρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον τον καθέναν, να καταβάλουν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και ενός λεπτού (6.539,1€), ήτοι, για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας 2014, το ποσό των 352,50 ευρώ, για υπερεργασία το ποσό των 1.752,60 ευρώ, για κατ’εξαίρεση υπερωρία το ποσό των 2.100 ευρώ και για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος, καθ’υπέρβαση του πενθημέρου, το ποσό των 2.334 ευρώ, όλα, δε, τα παραπάνω ποσά, νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν πενήντα εννέα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (8.159,29€), ήτοι, για υπόλοιπο δεδουλευμένων μεικτών αποδοχών, το ποσό των 6.013,32 ευρώ, για Δώρο Χριστουγέννων 2016, το ποσό των 635,05 ευρώ, Δώρο Χριστουγέννων 2017, το ποσό των 586,07 ευρώ, για Δώρο Πάσχα 2017 το ποσό των 293,03 ευρώ, για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 2018 το ποσό των 293,03 ευρώ, για επίδομα άδειας 2018, το ποσό των 293,03 ευρώ και για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των 45,76 ευρώ, όλα, δε, τα παραπάνω ποσά, νομιμοτόκως, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δέκα έξι χιλιάδων εξήντα έξι ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (16.066,57€), ήτοι, για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας 2015, το ποσό των 352,50 ευρώ, 2016, το ποσό των 381 ευρώ και, 2017, το ποσό των 293,03 ευρώ, για υπερεργασία, το ποσό των (2.133,6€ + 1.178,8 €=) 3.312,4 ευρώ, για κατ’εξαίρεση υπερωρία, το ποσό των (2.556,96€ + 1.415,68€=)3.972,64 ευρώ και για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος, το ποσό των 4.606,14 ευρώ,

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων-εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 16 Ιανουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ