Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 97/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

97/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο δε συμφέρον για την άσκηση εφέσεως έχει ο διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, όταν η στρεφόμενη κατ’ αυτού αγωγή ή η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς, αντί ν’ απορριφθεί στην ουσία της ή όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως παράγεται βλαπτικό των συμφερόντων του δεδικασμένο (ΑΠ 1212/2010 ΕλλΔνη 2011.1001, ΕφΑθ 39/2011 ΕΦΑΔ 2011.969). Εξάλλου, αν η έφεση ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν νομιμοποιείται σε άσκηση αυτής ή δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, το οποίο αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, όπως συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ (Ναυτ) 300/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 6060/2013, ΕλλΔνη 2015.1435, ΕφΑθ 39/2011 ΕΦΑΔ 2011.969).

Στην κρινόμενη περίπτωση, αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), οι : Α)  από 18-10-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …….) έφεση της ενάγουσας και  Β) από  5-6-2018 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……) έφεση του εναγομένου, ως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων,  υπ’αριθμ. 2771/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 25-11-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ…….) αγωγή της ενάγουσας στρεφόμενη κατ’αυτού, περί αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 σε συνδυασμό με 524 § 1 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο. Όσον αφορά, όμως, την υπό στοιχ. Β έφεση του εναγομένου, αυτός στερείται εννόμου συμφέροντος στην άσκησή της, κατά το σκέλος της που αφορά την κατ’ουσίαν απόρριψη της αγωγής, ως προς το κονδύλιο της αποζημιώσεως και της εντεύθεν ηθικής βλάβης, λόγω της φερόμενης ανάληψης όλων των χρηματικών διαθεσίμων από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων, διότι θεωρείται νικήσας διάδικος και δεν παράγεται  ούτε άλλωστε επικαλείται βλαπτικό για τα συμφέροντά του δεδικασμένο από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης και, επομένως, η έφεσή του τυγχάνει απαράδεκτη κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη και ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση του ισχυρισμού του περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που αυτός επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής του. Κατά τα λοιπά οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495 § 1 εδ.α΄, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει καταβληθεί κατά την άσκησή τους, το νόμιμο παράβολο (σχετ. το από 19-10-2017 αποδεικτικό πληρωμής της Alpha Bank του με κωδικό ….. e-παραβόλου και από 12-6-2018 αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς, του με κωδικό … …… e-παραβόλου). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ), αφού σημειωθεί ότι με τις προτάσεις του επί της αντίθετης, υπό στοιχ. Α εφέσεως και προς απόκρουση αυτής ο εναγόμενος δεν επανυποβάλλει παραδεκτά τον ισχυρισμό του περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, αφού δεν γίνεται επίκληση ότι το περιστατικό που προβάλλει καθιστά την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, δεν διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, για την αιτία αυτή (ΑΠ 623/2013, ΑΠ 638/2012, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ούτε έστω υφίσταται σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεών του που τον περιέχουν, κατ’άρθρο 240 του ΚΠολΔ (ΑΠ 224/2016, 1420/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙ. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε στην αγωγή της ότι όρισε τον εναγόμενο, εν διαστάσει σύζυγό της, συνδικαιούχο του ειδικότερα μνημονευόμενου κοινού τραπεζικού λογαριασμού της  στην «…….»,  που τροφοδοτήθηκε από δικά της και μόνον χρήματα, με την εντολή αυτός να προβαίνει αποκλειστικά σε επωφελείς επενδύσεις δια προθεσμιακών καταθέσεων και αμοιβαίων κεφαλαίων, κατόπιν συγκεκριμένων εντολών της, άνευ αμοιβής, και ότι αυτός, κατά παράβαση της εντολής, ανέλαβε το σύνολο των χρημάτων του λογαριασμού, η κίνηση του οποίου παρατίθεται αναλυτικά με την ενσωμάτωση αντιγράφων της κίνησής του στο δικόγραφο της αγωγής από τις 4-1-2006 έως τις 3-11-2016, εν αγνοία της, χωρίς τη συναίνεση ή έγκρισή της, και συνολικά το ποσό των 305.608,34 (298.893,92 + 6.714,42) ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι επιπλέον υπεξαίρεσε τα ειδικότερα περιγραφόμενα οικογενειακά της κειμήλια, κοσμήματα και χρυσές λίρες Αγγλίας, συνολικής αξίας 29.000 ευρώ. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού και τροπής του αιτήματός της εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος της οφείλει το ποσό των 305.608,34 ευρώ, με βάση τις διατάξεις περί εντολής και επικουρικά εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, των 29.000 ευρώ, ως αποζημίωση, λόγω της παράνομης αφαίρεσης κινητών πραγμάτων,  καθώς και το ποσό των 49.956 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη συνεπεία της παράνομης συμπεριφοράς του, συνιστάμενη στην παράνομη ιδιοποίηση των χρηματικών διαθεσίμων της αλλά και των περιγραφόμενων κινητών πραγμάτων,   επιφυλασσόμενη για το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, όλα δε τα παραπάνω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνωρίστηκε ότι ο εναγόμενος υποχρεούτο να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των 29.000 ευρώ, και των 3.000 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, αντίστοιχα, συνεπεία της τελεσθείσας σε βάρος της υπεξαίρεσης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση ενώ επιβλήθηκε σε βάρος του και μέρος των δικαστικών εξόδων της, που καθορίστηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται η ενάγουσα και ο εναγόμενος με τις ένδικες εφέσεις τους, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και, επικουρικά, η ενάγουσα ζητεί τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή και να απορριφθεί αυτή, αντίστοιχα.

ΙΙΙ. α.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 934 και 935 του ΑΚ προκύπτει, ότι, στην περίπτωση που αφαιρέθηκε πράγμα με παράνομη πράξη, ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει αποκλειστικά την αυτούσια απόδοση αυτού, καθώς και αποζημίωση για τη στέρησή του. Πλήρη αποζημίωση δικαιούται να ζητήσει μόνο σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του πράγματος ή έλλειψης συμφέροντος αυτού στην αυτούσια απόδοσή του (ΑΠ 542/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 41/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010.41, ΕφΔωδ 43/2007 αδημ.  ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 7283/2004 ΕλλΔνη 2005.510).

β. Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), ως προς την αγωγή για ζητήματα, όπως ιδίως για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 § 1  του ΚΠολΔ). Έτσι, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή στο σύνολό της ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις ελλείψεις, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εναγόμενος, αφού με τον τρόπο αυτό δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του (ΕφΠειρ 136/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Με βάση όσα προεκτέθηκαν, στην κρινόμενη περίπτωση, σε σχέση προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης από τη ζημία της ενάγουσας, λόγω της παράνομης αφαίρεσης κινητών της πραγμάτων, η αγωγή τυγχάνει ορισμένη μεν, όπως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις του εναγομένου, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, αφού ο ακριβής προσδιορισμός αυτών μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις, αλλά μη νόμιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙΙα σκέψη, αφού δεν είχε ως αίτημα την αυτούσια απόδοσή τους ούτε η ενάγουσα επικαλέστηκε έλλειψη συμφέροντος σε αυτήν. Κατά το μέρος, ωστόσο, που με την ίδια αγωγή ζητήθηκε και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα από την ίδια ως άνω παράνομη αφαίρεση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 934, 932 και 914 του ΑΚ.

Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ως νόμιμο και στη συνέχεια και ως ουσιαστικά βάσιμο το σχετικό κονδύλιο της αποζημίωσης, και πρέπει, εφόσον ο εναγόμενος ζητεί την απόρριψή της για άλλο λόγο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη (μετ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του νόμω βασίμου της αγωγής), ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, δηλαδή τη διάταξή της για το σχετικό αίτημα παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 1822/2017, ΑΠ 207/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), να διακρατηθεί η αγωγή και να απορριφθεί ως μη νόμιμη, ως προς αυτό. Απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της δεν αρκεί, αφού η απόρριψη της αγωγής εν μέρει ως μη νόμιμης, οδηγεί σε διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο.

  1. IV. α. Κατά το άρθρο 1 §§ 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ ΝΔ 118/1973, “χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοιχτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte joint, joint account) είναι εν τη έννοια του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις, είτε τινές και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι” (άρθρο 1 παρ. 1). “Η χρηματική κατάθεσις περί ης η προηγούμενη παράγραφος επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν” (άρθρο 1 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός, και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (ΑΠ 2032/2017,ΑΠ 1764/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΕφΑθ 1277/2014 ΔΕΕ 2014.600, ΕφΘεσ 1120/2009 Αρμ 2011.51). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα (ΑΠ 1764/2017, ό.π, ΑΠ 405/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 1120/2009 ό.π). Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων-καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλυτέρου ποσοστού. Από αυτήν εξαρτάται η έκταση της εξουσίας του κάθε δικαιούχου να διαθέσει και να ωφεληθεί από τις ευχέρειες που του παρέχονται, ως δικαιούχου του κοινού διαζευκτικού λογαριασμού (ΑΠ 1764/2017 ό.π, ΕφΘεσ 76/2010, ΕΠΙΣΚΕΜΠ 2010.540, ΕφΔυτΜακ 31/2006, Αρμ 2006.1449) και το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Τέλος, η σχέση που συνδέει τους δικαιούχους μπορεί να είναι σύμβαση εντολής, με βάση την οποία ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Σ’ αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ. του ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι ο εντολοδόχος δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση συνδικαιούχο του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό του (ΑΠ 1764/2017, ΕφΑθ 1277/2014 ό.π). Εξάλλου, η παράδοση της νομής, για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος, συντελείται και με την προαντιφώνηση της νομής του, όταν στα πλαίσια συμβάσεως εντολής ο εντολοδόχος, ως αντιπρόσωπος του εντολέα του για ενέργεια νομικών πράξεων διαχειρίσεως της περιουσίας του τελευταίου, αποκτά από κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους τα κατατεθέντα χρήματα, εξ ιδίου μεν δικαίου όσον αφορά στη σχέση με τη θεματοφύλακα τράπεζα, αλλά δυνάμει της έννομης σχέσης της εντολής. Στην περίπτωση αυτή γεννάται αμέσως υποχρέωσή του να παραδώσει την με αντιφώνηση νομής κατοχή των χρημάτων από τον ίδιο προς τον αντιπροσωπευόμενο αληθινό νομέα και κύριο τούτων, με αποτέλεσμα, αν δεν το πράξει, να διαπράττει, κατά την άποψη που υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, υπεξαίρεση (ΑΠ 1800/2012, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2013.56, ΑΠ 580/2006, ΠοινΧρ 2007.53).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα-ενάγουσα μετ’επικλήσεως-ένδεκα (11) συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά,  καθώς και των υπ’αριθμ. … ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, των μαρτύρων, ……., αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 422 παρ.1 του ΚΠολΔ- κλήτευση του εναγομένου, που δεν παρέστη (υπ’αριθμ…….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….), των υπ’αριθμ. …….. ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της ως άνω Ειρηνοδίκου, των μαρτύρων ……., που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, ομοίως μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατά τα  άνω, κλήτευση του εναγομένου, που δεν παρέστη (υπ’αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή), προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγομένου, που διατυπώθηκαν στις από 13-3-2017 προτάσεις του, με σχετική μνεία στην από 28-3-2017 προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων της ενάγουσας, καθώς και της υπ’αριθμ. ……. ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, που ελήφθη ομοίως με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης και αφού προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, κατά τα άνω (υπ’αριθμ…….. έκθεση επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή) και λαμβάνεται υπόψη εφόσον στην κατ’έφεση δίκη είναι επιτρεπτή, κατ’άρθρο 529 παρ.1 εδ.α΄του ΚΠολΔ,  η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων –χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδική αιτιολογία ως προς το ότι αυτά δεν προσκομίστηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 1600/2017, ΑΠ 175/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), σημειούμενου ότι η τελευταία αυτή ένορκη βεβαίωση δεν δόθηκε καθ’υπέρβαση του  επιτρεπόμενου αριθμού στη λήψη ένορκων βεβαιώσεων, δεδομένου ότι εκ των έξι συνολικά προσκομιζόμενων τέτοιων βεβαιώσεων από την ενάγουσα, οι δύο (2) αφορούν αντίκρουση ισχυρισμών, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 13-1-2007 στον Πειραιά και αρχικά μέχρι το τέλος περίπου του 2008 εγκαταστάθηκαν στην εκεί ευρισκόμενη ιδιόκτητη οικία της ενάγουσας. Τον Δεκέμβριο του 2005, δηλαδή ένα περίπου έτος προ του γάμου τους, ανοίχθηκε στην «……. BANK», ο υπ’αριθμ. ……… λογαριασμός, με αρχικό ποσό κατάθεσης 600 ευρώ, από τον οποίο πραγματοποιήθηκαν όλες οι επίδικες αναλήψεις. Ο λογαριασμός αυτός ήταν εξαρχής κοινός (σχετ. η από 16-3-2017 βεβαίωση της ……. Bank) και είναι γεγονός, χωρίς αυτό να ασκεί ουσιώδη επιρροή, ότι δεν χρησιμοποιείτο έκτοτε για τη μισθοδοσία του εναγομένου-μέχρι τουλάχιστον το έτος 2015-αφού ούτε τέτοια αιτιολογία αναγράφεται στα προσκομιζόμενα και από τον ίδιο αντίγραφα της κίνησής του ούτε προκύπτει η πίστωσή του έστω, σε μηνιαία βάση, με σταθερό ποσό, που να αντιστοιχεί στα δηλωθέντα ή προκύπτοντα εισοδήματά του. Μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2008 δε, δεν εμφάνισε αξιόλογη κίνηση, και το υπόλοιπό του τον Μάρτιο του έτους 2008 ήταν μηδενικό. Ο λογαριασμός αυτός τροφοδοτήθηκε ως επί το πλείστον από χρηματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, χωρίς και το γεγονός αυτό να είναι πρωταρχικής σημασίας, αφού δεν επιδρά στη λειτουργία του κοινού λογαριασμού, κατά τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, αλλά έχει αποδεικτική αξία για την αξιολόγηση της εσωτερικής σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα, μετά από προτροπή του εναγομένου και λόγω της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, αλλά όχι με διάθεση δωρεάς προς αυτόν, και προκειμένου να καταστεί δυνατή η αξιοποίηση των διαθέσιμων κεφαλαίων της, δια της τοποθετήσεώς τους σε προθεσμιακό λογαριασμό, η ενάγουσα μετέφερε σταδιακά στον συγκεκριμένο λογαριασμό σημαντικά ποσά, που προέρχονταν είτε από κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε με τη μητέρα της και το θείο της …. ….., είτε από εκποίηση περιουσιακών της στοιχείων, είτε τέλος από μισθώματα οικίας που η ίδια είχε εκμισθώσει σε τρίτους. Έτσι,  στις 30-4-2008 πιστώθηκε με το ποσό των 25.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από ανάληψη στις 29-4-2008 από τον υπ’αριθμ. ……. λογαριασμό της μητέρας της ενάγουσας στην …. Τράπεζα της Ελλάδος, στον οποίο είχε οριστεί και η ίδια ως συνδικαιούχος, στις 27-8-2008 πιστώθηκε με το ποσό των 50.000 ευρώ,  μετά από ανάληψη στις 26-8-2008 από τον υπ’αριθμ. ……….. λογαριασμό στην Τράπεζα «….»  του προαναφερθέντος θείου της, στον οποίο είχε επίσης οριστεί αυτή ως συνδικαιούχος, και την ίδια ημέρα το ποσό των 28.800,91 ευρώ, από τον υπ’αριθμ. … λογαριασμό της μητέρας της στην ….. Τράπεζα, με συνδικαιούχο και πάλι την ίδια, και συνολικά με το ποσό των 103.800, 91 ευρώ. Σημειώνεται ότι στο κείμενο της εκκαλουμένης, παρ’ότι ορθώς μνημονεύεται το συγκεκριμένο ποσό, δεν γίνεται καμία αναφορά στο ότι το επιμέρους ποσό των 25.000 ευρώ μεταφέρθηκε, ως ανωτέρω, στις 30-4-2008. Επίσης, αποδείχθηκε ότι στις 2-7-2009, η ενάγουσα προέβη στην πώληση του  υπ’αριθμ. 3 διαμερίσματός της του α΄ορόφου της επί της διασταυρώσεως των οδών .. αρ… και … αρ…. στον Πειραιά, πολυκατοικίας, επιφάνειας 87,60 τμ,  στην …….,  αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ, εκ του οποίου, κατά τη συμφωνία των συμβαλλομένων, 10.000 ευρώ καταβλήθηκαν στις 16-6-2009, 40.000 ευρώ σε μετρητά κατά την υπογραφή του συμβολαίου ενώ το απομένον ποσό των 50.000 ευρώ θα καταβάλλετο μέσω δανείου που η αγοράστρια επρόκειτο να λάβει από την «….» Τράπεζα. Το ποσό της πρώτης και τελευταίας δόσης, μεταφέρθηκαν και αυτά στον επίμαχο λογαριασμό, στις 22-6-2009 και στις 14-9-2009, αντίστοιχα. Επιπλέον, στον ίδιο λογαριασμό κατατέθηκε και το ποσό των 103.768 ευρώ, που αποτελούσε το αναλογούν, στο εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητάς της επί του υπό στοιχ. Α1 διαμερίσματος του α΄ορόφου της επί της οδού …. στον Πειραιά πολυκατοικίας, επιφάνειας 66 τμ, τίμημα αγοράς του από τους ………. και ………. Οι ανωτέρω άλλωστε καταθέσεις, με εξαίρεση εκείνη των 25.000 αλλά και των 40.000 ευρώ, συνομολογήθηκαν από τον εναγόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις του, στο περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται και με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατατεθείσες. Στον ίδιο λογαριασμό κατατίθετο το ενοίκιο του διαμερίσματος του β΄ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού Φαβιέρου, που η ενάγουσα εκμίσθωσε για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως και τον Ιούλιο του 2014 στον … … και στη συνέχεια στο ……, ύψους αρχικά 600 ευρώ και στη συνέχεια 550 και τελικώς 500 ευρώ. Συνολικά, για την αιτία αυτή κατατέθηκαν από τον ….., 7.200 ευρώ για καθένα από τα έτη 2009, 2010 και 2011, 6.018,80 ευρώ το έτος 2012, 5.525,50 ευρώ το έτος 2013, 3.495,14 ευρώ το έτος 2014, έως τον Σεπτέμβριο, και  1.670 ευρώ από τον Ιούλιο έως το τέλος του έτους 2015 από τον μετέπειτα μισθωτή ……., μέσω τραπέζης, ήτοι συνολικά το ποσό των 38.310,44 ευρώ. Παράλληλα, η ενάγουσα διατήρησε και το λογαριασμό της μισθοδοσίας της στη … (υπ’αριθμ. ……). Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε η κατάθεση ή μεταφορά χρηματικών ποσών, προερχόμενων από ίδια κεφάλαια του εναγομένου, με εξαίρεση ενδεχομένως το ποσό των 6.000 ευρώ συνολικά, που κατατέθηκε στις 2-2-2009 δηλαδή 3 ημέρες μετά την εκποίηση  ακινήτου του (οικοπέδου μετά ισόγειας οικίας) στη Σαλαμίνα, αντί του τιμήματος των 50.000 ευρώ, από το οποίο έλαβε προκαταβολή ύψους 8.000 ευρώ από τον αγοραστή σε μετρητά κατά την υπογραφή του συμβολαίου. Αναφορικά δε με τις λοιπές, 98 συνολικά μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες από την 1-2-2009 και εντεύθεν, ποσού 300 ευρώ οι 36 πρώτες και 500 ευρώ οι λοιπές, δεν αποδείχθηκε κατάθεσή τους, ολικά ή μερικά στον επίμαχο λογαριασμό. Άλλωστε, ο εναγόμενος την εποχή που εισέπραττε τις δόσεις ήταν τυπικά άνεργος, και ελάμβανε από τον Απρίλιο  του έτους 2009 και για ένα έτος, το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ, ύψους 450 ευρώ μηνιαίως, ενώ εργαζόταν άτυπα σε μία επιχείρηση «τατουάζ» και συνεργαζόταν και με έναν τεχνικό υπολογιστών για τη δημιουργία ιστοσελίδων, αποκομίζοντας συνολικά το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, τα οποία, όπως και το ποσό της εκάστοτε καταβληθείσας δόσης, συνεισέφερε, όπως είναι ευνόητο, για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών. Επισημαίνεται πάντως, ότι, μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2008, που ο λογαριασμός εμφάνιζε ήδη μηδενικό υπόλοιπο, έγιναν και κάποιες καταθέσεις με την κάρτα αυτόματης ανάληψης που κατείχε ο εναγόμενος και ήταν συνδεδεμένη με τον λογαριασμό, και συγκεκριμένα, το ποσό των 200 ευρώ στις 7-11-2006, των 600 ευρώ, στις 17-4-2007, των 500 ευρώ στις 2 και 3-7-2007, των 800 ευρώ στις 3-8-2007 των 700 ευρώ στις 4-9-2007,  ήτοι συνολικά το ποσό των 3.300 ευρώ.

Με βάση όσα προεκτέθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, εκτιμάται ότι, αρχικά, κατά το άνοιγμα του λογαριασμού, δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη συμφωνία ρυθμίζουσα την εσωτερική σχέση των διαδίκων, ως συνδικαιούχων του λογαριασμού και, επομένως, καθένας από αυτούς είχε αξίωση έναντι του άλλου στο ήμισυ του αναληφθέντος από αυτόν ποσού, που την επίδικη περίοδο περιορίζεται, κατά τον αντίστοιχο αγωγικό ισχυρισμό, στο ποσό των 600 ευρώ. Ως εκ τούτου, με βάση τη σχετική σκέψη περί κοινού λογαριασμού, η ενάγουσα δικαιούται το ήμισυ τουλάχιστον των 600 ευρώ, που είχε αρχικά κατατεθεί σε αυτόν, δηλαδή 300 ευρώ. Στη συνέχεια, όμως, από τη στιγμή δηλαδή που ο λογαριασμός αυτός άρχισε να τροφοδοτείται με σημαντικά χρηματικά ποσά, υπήρξε και μάλιστα προηγήθηκε συμφωνία των διαδίκων, που αποτέλεσε και την αιτία των μεταφορών, ότι ο εναγόμενος, ο οποίος εκδήλωνε έντονο ενδιαφέρον για τις αποδόσεις τραπεζικών καταθέσεων εν γένει και φαινόταν γνώστης αυτών, διατηρώντας μάλιστα, κατά τα λεγόμενά του, σχέσεις με άτομα από τον τραπεζικό χώρο, μεταξύ των οποίων και ο τότε διευθυντής της …. Bank στο υποκατάστημα της Δραπετσώνας,  θα διαχειριζόταν το συγκεκριμένο λογαριασμό, προκειμένου να προβεί σε επωφελή τοποθέτηση των χρηματικών διαθεσίμων του, κυρίως δια προθεσμιακής κατάθεσης, χωρίς να μπορεί να προβαίνει κατά βούληση σε αναλήψεις χρημάτων για οποιονδήποτε λόγο ακόμη και για την κάλυψη καθημερινών κοινών αναγκών των διαδίκων, παρά μόνον μετά από προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή της ενάγουσας. Άλλωστε, η συγκέντρωση όλων των χρηματικών αποθεμάτων σε έναν λογαριασμό ενισχύει την παραδοχή αυτή, καθώς μάλιστα, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα ενδιαφερόταν για την απόκτηση νέου ακινήτου στο μέλλον, που θα χρησιμοποιείτο ως οικογενειακή στέγη, με δεδομένο ότι τα δύο διαμερίσματα που είχε λάβει ως αντιπαροχή, ήταν μικρής σχετικά επιφάνειας (66 και 87 τμ), και ευελπιστούσε ότι με την αυξημένη απόδοση του κεφαλαίου της αυτό θα καθίστατο δυνατό. Η διαχείριση αυτή, όμως, όπως είναι ευνόητο, προϋπέθετε δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας εκ μέρους του, ώστε να μπορεί αυτός να αξιολογεί τα οικονομικά δεδομένα κάθε χρονική στιγμή και να προβαίνει αναλόγως σε τοποθέτηση των χρημάτων σε μία ή περισσότερες προθεσμιακές καταθέσεις, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κατά τη γνώμη του, χρόνο διάρκειας καθεμίας, αλλά έχοντας παράλληλα υποχρέωση να ενημερώνει την ενάγουσα και να συμμορφώνεται προς τις τυχόν αντίθετες υποδείξεις της. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε, ο ισχυρισμός του εναγομένου, προταθείς και πρωτοδίκως, περί σύναψης σύμβασης δωρεάς μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με το ποσό του κοινού λογαριασμού, το οποίο, επομένως, αυτός, ως συνδικαιούχος, μπορούσε να διαθέσει ελεύθερα και, σε κάθε περίπτωση, περί ανάλωσης των χρηματικών διαθεσίμων του, κατόπιν συμφωνίας τους, για την εξυπηρέτηση κοινών αλλά και ατομικών αναγκών αμφοτέρων, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, με το προαναφερθέν περιεχόμενο, καθ’όλη τη διάρκεια λειτουργίας του κοινού λογαριασμού, και ότι όλα τα χρήματα του λογαριασμού διατέθηκαν, για την κάλυψη των αναγκών των διαδίκων, κατόπιν συμφωνίας τους, όπως ισχυρίστηκε ο εναγόμενος, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν. Τελικώς, διαρκούσης της οικονομικής κρίσης, μέχρι τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο τον Απρίλιο του έτους 2016, η ενάγουσα δεν ενδιαφέρθηκε να προβεί σε τέτοια αγορά ακινήτου, γιατί θεωρούσε ευλόγως ότι η ανάλωση ολόκληρου του κεφαλαίου της ή σημαντικού μέρους αυτής ήταν επίφοβη. Η ίδια δε, δείχνοντας εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου της και έχοντας την πεποίθηση ότι τα χρήματα του κοινού λογαριασμού είχαν τοποθετηθεί πράγματι σε προθεσμιακή κατάθεση, όπως αυτός τη διαβεβαίωνε, ουδέποτε τον ήλεγξε, δεν χρησιμοποίησε τη χρεωστική κάρτα που εκδόθηκε στο όνομά του και ήταν συνδεδεμένη με αυτόν, ούτε διέθετε άλλη πιστωτική ή χρεωστική κάρτα στην ίδια Τράπεζα συνδεδεμένη επίσης με αυτόν. Μάλιστα η ίδια φέρεται ότι αγνοούσε ότι είχε ζητηθεί η έκδοση χρεωστικής κάρτας στο όνομα του εναγομένου, δεδομένου ότι επρόκειτο ουσιαστικά για έναν λογαριασμό αποταμιευτικό, από τον οποίο δεν θα αντλούνταν χρήματα.   Άλλωστε, σύμφωνα με μαρτυρίες στενών φιλικών προσώπων της ενάγουσας, με τα οποία οι διάδικοι διατηρούσαν και οικογενειακές σχέσεις, το ζευγάρι ζούσε μετρημένα, χωρίς υπερβολές, δεν πραγματοποιούσε ταξίδια στο εξωτερικό ούτε προέβαινε σε πολυτελείς δαπάνες. Έτσι, το οικογενειακό τους εισόδημα αρκούσε για την κάλυψη των πάσης φύσεως αναγκών τους. Συγκεκριμένα, από τις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις των διαδίκων αποδεικνύεται ότι τα δηλωθέντα καθαρά εισοδήματα της ενάγουσας από την εργασία της αλλά και την είσπραξη ενοικίων από το 2009 και μετά, και του εναγομένου, ανήλθαν αντίστοιχα, μετά και την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, για το οικονομικό έτος 2008, στο ποσό των 14.163,73 (14.943,27 – 779,54) και των 16.758,35 (18.572,35 – 1.814) ευρώ,  ήτοι συνολικά 30.922,08 ευρώ άλλως 2.576 ευρώ μηνιαίως, για το οικονομικό έτος 2009, στο ποσό των 13.603,67 (14.025,30 – 421,63) ευρώ και των 17.789,65 (19.619,87 – 1.830,22) ευρώ, ήτοι συνολικά  31.393,32 ευρώ άλλως 2.616 ευρώ μηνιαίως, για το οικονομικό έτος 2010, στο ποσό των 29.699  (35.166,94 -5.468,21) και των 4.265 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 33.964 ευρώ άλλως 2.830 ευρώ μηνιαίως, και στη συνέχεια, τα εισοδήματα της ενάγουσας, αφού ο εναγόμενος ήταν τυπικά άνεργος,  για το οικονομικό έτος 2011 ανήλθαν στο ποσό των 30.135,71 (35.727,81 – 5.592,10) ευρώ άλλως 2.511 ευρώ μηνιαίως, για το οικονομικό έτος 2012,  στο ποσό των 25.826 (36.340,04 – 7.513,67) ευρώ, άλλως 2.152 ευρώ μηνιαίως, για το οικονομικό έτος 2013 στο ποσό των 27.197 (33.903,30 – 6.706,68)  ευρώ άλλως 2.266 ευρώ μηνιαίως, για το οικονομικό έτος 2014 στο ποσό των 29.687(34.057,11- 4.370,27) άλλως 2.474 ευρώ μηνιαίως, και για το φορολογικό έτος 2014, στο ποσό των 29.020 (33.437,56 – 4.417,24) ευρώ άλλως 2.418 ευρώ μηνιαίως, για το φορολογικό έτος 2015, τα δηλωθέντα εισοδήματα από την εργασία της ανήλθαν σε 20.968 (24.538,23 – 3.570) ευρώ και από μισθώματα,  στο ποσό των 11.700 ευρώ, και συνολικά, αφαιρούμενου του αποτελέσματος της εκκαθάρισης που ήταν χρεωστικό, στο ποσό των 30.938 (20.968 + 11.700 – 1.730) ευρώ άλλως των 2.578 ευρώ μηνιαίως και για το φορολογικό έτος 2016, εντός του οποίου επήλθε και η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, στο ποσό των 30.070 (20.769 + 11.760- 2.459) άλλως 2.506 ευρώ μηνιαίως. Για τον υπολογισμό, ωστόσο, του πραγματικού εισοδήματος των διαδίκων με το οποίο καλύπτονταν οι οικογενειακές ανάγκες τους, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το μίσθωμα του ενός εκ των διαμερισμάτων κατατίθετο στον κοινό λογαριασμό και ότι ο εναγόμενος ακόμη και την περίοδο που εμφανιζόταν ως άνεργος είχε εισοδήματα. Έτσι, το διαθέσιμο μέσο μηνιαίο εισόδημά τους από την τέλεση του γάμου τους, ανήλθε σε 2.576 ευρώ το έτος 2007, σε 2.616 το έτος 2008, σε 3.480 [2.830-600 ευρώ (ενοίκιο) + 1.250 (300 δόση εκ του τιμήματος πώλησης ακινήτου του εναγομένου + 450 επίδομα ΟΑΕΔ + 500 αμοιβή από εργασία] ευρώ το έτος 2009,  σε 3.161 (2.511 – 600 + 1.250) ευρώ μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2010, που επιδοτείτο από τον ΟΑΕΔ και σε 2.711 (2.511- 600 + 800) ευρώ έκτοτε και μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, σε 2.352 [2.152-600+ 800] ευρώ  για το έτος 2011,  σε 2.766 [2.266 –501 (6.018 : 12) + (500 ευρώ δόση τιμήματος + 500 ευρώ εισόδημα εργασίας)] ευρώ το έτος 2012, σε 2.974 [2.474- 500 + 1.000 (500 ευρώ δόση τιμήματος + 500 ευρώ εισόδημα εργασίας)] ευρώ το έτος 2013, σε 3.127 [2.418 – 291 (3.495,14 : 12) + 1.000] ευρώ το έτος 2014  και σε 3.539 [2.578 – 139 (1.670  12) + 1.100 (500 δόση τιμήματος + 600 ευρώ από νέα μισθωτή εργασία)] ευρώ, το έτος 2015. Παράλληλα,  από την τέλεση του γάμου τους δηλώνονται δύο οχήματα, το ένα εκ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και σε προηγούμενη φορολογική δήλωση της ενάγουσας, αμφότερα δε τα οχήματα αυτά δηλώνονται σταθερά μέχρι το φορολογικό έτος 2014. Κατά το έτος αυτό, ένα εκ των δύο αυτών οχημάτων μεταβιβάζεται από τον εναγόμενο ο οποίος προβαίνει μετά τη μεταβίβαση αυτή σε αγορά έτερου μεταχειρισμένου (τύπου Opel Corsa). Οι διάδικοι, όπως ήδη εκτέθηκε, μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2008 διέμεναν στην πατρογονική οικία της ενάγουσας, απαλλασσόμενοι από τη δαπάνη ενοικίου και έκτοτε σε μισθωμένα διαμερίσματα, και, συγκεκριμένα, αρχικά σε διαμέρισμα στην Καστέλα, επιφάνειας 145 τμ, προβαίνοντας στην αλλαγή της εξωτερικής του πόρτας, με κόστος 1.000 ευρώ, το οποίο συμψήφισαν με οφειλόμενα μισθώματα, ύψους 600 ευρώ μηνιαίως, και από τον Ιούλιο του έτους 2013, σε διαμέρισμα στον Πειραιά, αντί μηνιαίου μισθώματος 630 ευρώ. Επιπλέον, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2008 έως τον Ιανουάριο του 2010 εκμίσθωναν επιπλωμένη εξοχική οικία στη Σύρο, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 300 ευρώ.  Ο εναγόμενος, επίσης, κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους και μέχρι το τέλος του έτους 2014, προέβη σε  αγορές-14 συνολικά- δικύκλων, τα οποία μεταπωλούσε μετά από χρήση τους εντός χρονικού διαστήματος κατά κανόνα συντομότερου του έτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανά διαστήματα φέρεται ότι κατείχε περισσότερες από μία δίκυκλες μοτοσικλέτες, τις οποίες μάλιστα ουδέποτε δήλωσε στις φορολογικές του δηλώσεις. Η ενασχόλησή του αυτή υποδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξοικείωση με την αγορά των μοτοσικλετών, και, κατά τα λεγόμενά του, ουδέποτε χρειάστηκε να δαπανήσει χρήματα εξ ιδίων κεφαλαίων για την αγορά τους. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα στις 2-5-2007 αγόρασε  ένα αυτοκίνητο, εργοστασίου προέλευσης, Ford, τύπου Maverick, αντί του τιμήματος των 29.789 ευρώ, δίδοντας προκαταβολή 8.000 ευρώ και λαμβάνοντας για το απομένον ποσό χρηματοδότηση, η εξόφληση της οποίας θα γινόταν σε 48 μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του έτους 2007, ύψους 351,21 ευρώ η καθεμία, τις οποίες αρχικά και μέχρι και τον Ιούνιο του 2009 κατέβαλε τοις μετρητοίς από τα τρέχοντα εισοδήματά της και από τον Ιούλιο του έτους 2009 μέσω πάγιας εντολής από τον κοινό λογαριασμό, ενώ η τελευταία δόση, ήταν ποσού 10.655,70 ευρώ. Τελικώς, φέρεται ότι διακανονίστηκε και αυτή, σε μηνιαίες δόσεις των 358,30 ευρώ η καθεμία, που εξακολούθησαν να καταβάλλονται μέσω όμοιας πάγιας εντολής, έως και τον Αύγουστο του έτους 2013, κατά τον οποίο η καταβληθείσα δόση ανήλθε σε 25 ευρώ. Οι πάγιες εντολές δόθηκαν, ενόσω κατατίθετο στον κοινό λογαριασμό το ένα εκ των δύο ενοικίων που η ενάγουσα εισέπραττε και υπερκάλυπτε το ποσό της δόσης, και το συνολικό ποσό τους ανήλθε σε 15.985,43 [8.077,83 (351,21 Χ 23 μήνες ) + 7.882,6 (358,30 Χ 22 μήνες) + 25] ευρώ. Ακόμη, μετά από εντολή της προς τον εναγόμενο ο τελευταίος εξόφλησε στις 14-10-2009 τον οφειλόμενο από την ίδια ΦΠΑ στην εργολήπτρια εταιρεία «……..», ύψους 31.600 ευρώ, για την κατασκευή της πολυκατοικίας της οδού …. που ανεγέρθη με το σύστημα της αντιπαροχής. Πεισθείσα από τις υποδείξεις του εναγομένου μάλιστα, ρύθμισε οφειλές της προς την Εφορία των ετών 2014-2015,  για την αποπληρωμή τους επίσης σε δόσεις.

Τον Απρίλιο του έτους 2016, διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, με την αποχώρηση του εναγομένου από τη συζυγική οικία. Τότε η ενάγουσα απευθύνθηκε στην Τράπεζα που τηρείτο ο κοινός λογαριασμός, του οποίου έλαβε αντίγραφο με αναλυτική κίνηση. Διαπίστωσε έτσι ότι ο εναγόμενος, είχε προβεί σε αναλήψεις χρημάτων μέσω ΑΤΜ και Τραπέζης ενώ έχουν καταχωρηθεί και αγορές μέσω της χρεωστικής κάρτας που είχε στη διάθεσή του, και ότι τελικώς το διαθέσιμο υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν 71,16 ευρώ. Οι αναλήψεις χρημάτων μέσω ΑΤΜ, από τον Μάιο του έτους 2008 έως και τον Μάρτιο του έτους 2016,  έχουν ως εξής : 1) για το έτος 2008, 7.630, 1.700, 500, 1.010, 1.600, 5.100, 2.000 και 1.480 ευρώ, κατά τους αντίστοιχους μήνες και συνολικά  21.020 ευρώ, άλλως 2.627,5 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 2) για το έτος 2009, 1.260, 3.100, 3.300, 2.150, 2.500, 4.700, 3.800, 2.300, 3.050, 3.180, 3.860 και 2.970 ευρώ κατά τους αντίστοιχους μήνες και συνολικά 36.170 ευρώ άλλως 3.014 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 3) για το έτος 2010,  2.810, 4.200, 3.280, 2.200, 4.390, 5.730, 5.080, 4.160, 3.580, 4.090, 4.240 και 6.330 ευρώ κατά τους αντίστοιχους μήνες και συνολικά 50.090 ευρώ άλλως 4.174,16 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 4) για το έτος 2011, 6.659, 3.600, 6.180, 3.380, 5.170, 5.030, 4.400, 3.960, 7.160, 4.110, 7.280 και 5.260 ευρώ κατά τους αντίστοιχους μήνες και συνολικά 62.189 ευρώ άλλως 5.182,41 ευρώ μηνιαίως, κατά μέσο όρο, 5) για το έτος 2012, 50.070 ευρώ άλλως 4.172,5 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 6) για το έτος 2013, 5.090 ευρώ άλλως 424 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαίως, 7) για το έτος 2014, 3.115 άλλως 260 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 8) για το έτος 2015, 2.630 ευρώ άλλως 219,16 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, και για το έτος 2016, μέχρι τον Απρίλιο, το ποσό των 1.400 ευρώ άλλως 350 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Επομένως, οι συνολικές αναλήψεις ανήλθαν στο ποσό των 231.774 ευρώ. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν αγορές, ύψους : 1)  το έτος 2008, 2.852,7 ευρώ από τον Ιούνιο έως και τον Δεκέμβριο, άλλως 407,5 ευρώ μηνιαίως, κατά μέσο όρο, 2) το έτος 2009, 9.452,27 ευρώ άλλως 787,68 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 3) το έτος 2010, 9.413,25 ευρώ, άλλως 784,43 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 4) το έτος 2011, 10.183,28 ευρώ άλλως 848,60 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 5) το έτος 2012, 9.574,30 ευρώ, άλλως 797,85 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, 6) το έτος 2013, το ποσό των 293,72 ευρώ, το έτος 2014, 55 ευρώ, το έτος 2015, 109,47 ευρώ και το 2016, μέχρι τον Απρίλιο, 328,66 ευρώ, δηλαδή συνολικά 42.262,65 ευρώ.  Οι παραπάνω αναλήψεις ανά μήνα αλλά και οι αγορές υπερβαίνουν τα αντίστοιχα καθαρά εισοδήματα των διαδίκων, δεν δικαιολογούνται πειστικά από τον εναγόμενο, ο οποίος δεν προβαίνει, ούτε ενδεικτικά έστω, σε επεξήγηση του τρόπου ή  λόγου ανάλωσης σημαντικών ποσών (πχ. για ταξίδια, αγορές επίπλων, ηλεκτρικών ειδών κλπ), ενώ ακόμη και αν κάποιες αγορές αφορούσαν γυναικεία είδη, δεν αποδεικνύεται ότι έγιναν από την ενάγουσα ή για λογαριασμό της, κατόπιν σχετικής εντολής προς τον εναγόμενο. Εξάλλου, αντίκειται στη λογική η ενάγουσα να ήταν σύμφωνη με τη σταδιακή ανάλωση όλων των χρηματικών διαθεσίμων της, και μάλιστα σε διάστημα λίγων μόλις ετών. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν γνώριζε τις ενέργειες του εναγομένου και δεν είχε κανένα λόγο να ελέγξει το λογαριασμό, αφενός λόγω της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του και αφετέρου διότι είχε την εντύπωση ότι αυτός είναι αποταμιευτικός και μόνον, οπότε οι μόνες κινήσεις θα ήταν εκείνες των προθεσμιακών καταθέσεων. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν και οι ακόλουθες αναλήψεις από υποκαταστήματα Τραπεζών, αυτοπροσώπως από τον εναγόμενο, για τις οποίες εκδόθηκαν σχετικά παραστατικά, που φέρουν την υπογραφή του και συγκεκριμένα, στις 5-5-2008, 3.000 ευρώ, στις 8-5-2008 12.000 ευρώ, στις 8010-2008 1.500 ευρώ, στις 8-12-2008, 300 ευρώ, στις 22-12-2008, 1.000 ευρώ, στις 4-2-2009, 200 ευρώ, στις 20-2-2009, 300 ευρώ, στις 17-9-2009, 2.100 ευρώ, την 1-10-2009, 1.400 ευρώ, στις 28-12-2009, 606 ευρώ, την 1-4-2010, 800 ευρώ, στις 8-4-2010, 500 ευρώ, στις 6-12-2010, 15.900 ευρώ, στις 16-12-2010, 1.600 ευρώ, στις 31-1-2011, 1.500 ευρώ, στις 16-3-2011, 1.000 ευρώ, στις 31-5-2011, 3.600 ευρώ, στις 28-7-2011, 2.000 ευρώ, στις 10-8-2011, 3.500 ευρώ, στις 10-10-2011, 1.500 και στις 14-5-2012, 3.600 ευρώ, δηλαδή συνολικά 54.906 ευρώ.

Από όλα όσα προεκτέθηκαν αποδεικνύεται ότι τα χρήματα που μεταφέρθηκαν στον κοινό λογαριασμό και αναλήφθηκαν από τον εναγόμενο, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 305.879,35 (25.000 + 50.000+ 28.800,91 + 10.000 + 103.768 + 50.000 + 38.310,44) ευρώ. Μέρος αυτών, τοποθετήθηκε πράγματι, κατά τα συμφωνηθέντα, σε προθεσμιακές καταθέσεις, χωρίς, όμως, να επαναμεταφερθεί στο σύνολό του μαζί  με ολόκληρο το προϊόν της αποδόσεώς τους, στον κοινό λογαριασμό, κατά το περιεχόμενο της εντολής. Αφαιρουμένου δε του ποσού της πάγιας εντολής για την πληρωμή του αυτοκινήτου της ενάγουσας και εκείνου που ο εναγόμενος ανέλαβε κατ’εντολή της για την πληρωμή ΦΠΑ, κατά τα άνω, προκύπτει υπόλοιπο 258.293, 92 (305.879,35 – 15.985,43- 31.600) ευρώ, το οποίο αυτός ανέλαβε-είτε από τον ίδιο τον λογαριασμό είτε από τις προθεσμιακές καταθέσεις- κατά παράβαση της δοθείσας προς αυτόν εντολής, ιδιοποιούμενος αυτό  παρανόμως, δηλαδή εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας, δια της ενσωματώσεώς του στην περιουσία του, διότι, μετά την, εξ ιδίου δικαίου ως συνδικαιούχου κοινού λογαριασμού, ανάληψη επί μέρους ποσών αυτού και μέρους του προϊόντος ρευστοποίησης των προθεσμιακών καταθέσεων, γεννήθηκε αυτομάτως η από τη σύμβαση εντολής και προαντιφωνήσεως της νομής των χρημάτων, που ενυπήρχε στη συμφωνία των συμβαλλομένων, υποχρέωση παραδόσεως της κατοχής τους στη δυνάμει της συμβατικής σχέσης κυρία και νομέα αυτών ενάγουσα. Στο ποσό αυτό, θα πρέπει να προστεθεί το ήμισυ του αρχικώς υπάρχοντος υπολοίπου των 600 ευρώ, και εκείνο των 40.000 ευρώ, που αφορούσε τη δεύτερη δόση του τιμήματος της πώλησης του προαναφερθέντος διαμερίσματος της ενάγουσας προς την ……….., και τοποθετήθηκε σε προθεσμιακό λογαριασμό αλλά ουδέποτε αποδόθηκε στην ενάγουσα, καθώς και  :  το ποσό των 346,72 ευρώ, που πιστώθηκε στις 29-12-2008 και αφορούσε τόκους, των 335,89 ευρώ, που πιστώθηκε στις 29-1-2009 ως απόδοση προθεσμιακής κατάθεσης, των 227,54 ευρώ, που πιστώθηκε στις 3-3-2009,  των 171,58 ευρώ, που πιστώθηκε στις 3-4-2009, των 177,30 ευρώ, που πιστώθηκε στις 4-5-2-2009, των 106,02 ευρώ, που πιστώθηκε στις 3-7-2009, των 83,70 ευρώ, που πιστώθηκε στις 6-8-2009, των 254,40 ευρώ, που πιστώθηκε στις 30-9-2009, των 288,58 ευρώ, που πιστώθηκε στις 2-11-2009, των 270,30 ευρώ, που πιστώθηκε στις 2-12-2009, των 306,07 ευρώ, που πιστώθηκε στις 4-1-2010, των 1.000,52, που πιστώθηκε στις 26-4-2010,  των 371,67 ευρώ, που πιστώθηκε στις 21-6-2010, των 485,29 ευρώ, που πιστώθηκε στις 23-7-2010, των 334,95 ευρώ, που πιστώθηκε στις 23-8-2010, των 327,08 που πιστώθηκε στις 23-9-2010, των 450,13 ευρώ, που πιστώθηκε στις 25-10-2010, των 424,97 ευρώ, που πιστώθηκε στις 25-11-2010, των 402,34 ευρώ, που πιστώθηκε στις 27-12-2010 και των 349,37 ευρώ, που πιστώθηκε στις 27-1-2011 ως απόδοση προθεσμιακών καταθέσεων, δηλαδή συνολικά 6.714,42 ευρώ, καθώς και ως προς τα επιμέρους αυτά ποσά, αφής στιγμής μεταφέρθηκαν στον κοινό λογαριασμό, ο εναγόμενος δεν είχε δικαίωμα ανάληψής τους, παρά μόνον στο πλαίσιο της δοθείσας προς αυτόν εντολής, την οποία και παρέβη αναλαμβάνοντάς τα στο σύνολό τους, αφού ουδέποτε του δόθηκε τέτοια εντολή. Επομένως, το συνολικό ποσό που ο εναγόμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως και κατά παράβαση της σχέσης εντολής που τον συνέδεε με την ενάγουσα, ανήλθε σε 305.236,73  [305.308,34  (258.293,92 + 300 + 40.000 + 6.714,42) – 71,61]  ευρώ.

Πλέον αυτών, αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος κατά την αποχώρησή του αφαίρεσε 30 χρυσές λίρες Αγγλίας που ανήκαν στην ενάγουσα, αξίας, κατά τν χρόνο της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων (16-4-2017), οπότε εκδηλώθηκε οριστικά η βούληση ιδιοποιήσεώς τους, με βάση την ισοτιμία χρυσής λίρας-ευρώ, σύμφωνα με το δελτίο τιμών χρυσού και χρυσών νομισμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος της 15-4-2017, 299,14 ευρώ εκάστη και συνολικά 8.974 ευρώ. Αντιθέτως, και δεδομένης της ρητής και κατηγορηματικής άρνησης του εναγομένου, με το δικόγραφο της έφεσής του αλλά και με τις προτάσεις του, δεν αποδείχθηκε η αφαίρεση κοσμημάτων της ενάγουσας εκ μέρους του και μάλιστα η τοποθέτησή τους αρχικά σε τραπεζική θυρίδα κατά το βάσιμο σχετικό πρώτο λόγο της υπό στοιχ. Β έφεσής του, με την εξαίρεση που ήδη αναφέρθηκε (χρυσές λίρες), καθώς και εκείνη που ακολουθεί. Πέραν της σχεδόν πανομοιότυπης διατύπωσης στις ένορκες βεβαιώσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων, η μαρτυρία τους είναι εξόχως αόριστη και δεν αποδεικνύεται ούτε ο αριθμός, ούτε το είδος αλλά ούτε και η αξία των κοσμημάτων αυτών, με εξαίρεση ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, 18 καρατίων, κρεμαστά με διαμάντια και ζαφείρια, αξίας 800 ευρώ περίπου, τα οποία είχε δωρίσει στην ενάγουσα το ζεύγος …., όταν εκείνη βάφτισε τον υιό τους.  Αποδείχθηκε, τέλος, ότι, από τις παραπάνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις του εναγομένου, η ενάγουσα στενοχωρήθηκε και ταλαιπωρήθηκε, συνεπώς, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές τελέσθηκαν, το είδος της προσβολής, ο αντίκτυπός τους, η έκταση της βλάβης της ενάγουσας και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, να της επιδικασθεί, το ποσό των 1.000 ευρώ, αναφορικά με την υπεξαίρεση των χρυσών λιρών και του ζεύγους των σκουλαρικιών, και των 10.000 ευρώ,  αναφορικά με τα υπεξαιρεθέντα χρήματα, και συνολικά των 11.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, και, λόγω της γενομένης εκ μέρους της επιφύλαξης, των 10.956 ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση,  απορρίπτοντας αφενός την αγωγή, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, αναφορικά με τα επιμέρους ποσά που, κατά παράβαση της δοθείσας εντολής, ο εναγόμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως, και το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της εντεύθεν ηθικής βλάβης της ενάγουσας, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, και  αφετέρου, δεχόμενη αυτήν, ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που η ενάγουσα υπέστη από την υπεξαίρεση χρυσών λιρών, κοσμημάτων και οικογενειακών κειμηλίων, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίστοιχα. Συνεπώς, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού μοναδικού λόγου της υπό στοιχ. Α έφεσης της ενάγουσας, όπως αυτός αναπτύσσεται σε ένδεκα επιμέρους συνολικά λόγους, και της υπό στοιχ. Β έφεσης, ως βάσιμων και κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, το ποσό των 305.236,73  ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την παράνομη και αντισυμβατική ιδιοποίηση του συγκεκριμένου ποσού, και το ποσό των 10.956 ευρώ, όπως αναλύεται στο σκεπτικό, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, από την υπεξαίρεση του παραπάνω ποσού αλλά και των μνημονευόμενων στο σκεπτικό κινητών πραγμάτων (χρυσών λιρών και κοσμημάτων), ήτοι συνολικά το ποσό των 316.192,73 με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.  Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα και τον εκκαλούντα, το προκαταβληθέν παράβολο λόγω της μερικής νίκης τους (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων, εφόσον δεν αποδεικνύεται ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση της λύσης του γάμου τους μέχρι σήμερα (106, 176, 179, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 18-10-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) έφεση της ενάγουσας και  την από  5-6-2018 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 2771/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 25-11-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……….) αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων δεκαέξι χιλιάδων εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (316.192,73) με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέβαλε κάθε εκκαλών κατά την άσκηση της έφεσής του.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών  δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 6-12-2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις   14 -2-2019.

               Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ