Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 27/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :      27/ 2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα …………..

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  :  Της εταιρείας με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στη ……… Αττικής, ΑΦΜ …………, υπό την ιδιότητά της ως Εταιρία Διαχείρισης απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, εντολοδόχος, ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (…………….), με έδρα το ………… Ιρλανδίας, όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει του από 17.12.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων  που καταχωρήθηκε νόμιμα την 20.12.2021 στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../20-12-2021 στον τόμο … και α.α. …., η οποία τελευταία αλλοδαπή εταιρεία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦM ……., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών (και ήδη μετονομασθείσα σε «………), η οποία είχε καταστεί καθολική διάδοχος της αρχικής καθ΄ής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», κατόπιν  διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρία πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει της από 8-10-2021 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, καταχωρηθείσας νομίμως στα βιβλία του Ενεχ/κείου Αθηνών την 11-10-2021 με αρ.πρωτ. ……./11-10-2021 στον τόμο …. και α.α. ….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000,  η οποία τελευταία αλλοδαπή εταιρία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….») και τον διακριτικό τίτλο «………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. ΑΦΜ ……, υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» (και ήδη μετονομασθείσας σε «………..>), ΑΦΜ ……….., διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρία πιστωτικό ίδρυμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Γεωργία Σκούρα.

ΤΩΝ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ :  1) Του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….» με έδρα το …… Αττικής, ΑΦΜ …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Ειδικό Εκκαθαριστή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» και με τον διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα την Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ευαγγελία Ξυπνητού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ). 2) Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την Α.Α.Δ.Ε. (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων), και ειδικότερα από τον Διοικητή αυτής με έδρα την Αθήνα και εν προκειμένω από τους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς, Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς και Δ.Ο.Υ. Πύργου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Βασιλική Τζίφα. 2) Του  υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος  με την επωνυμία «…………» με έδρα το Μοσχάτο Αττικής, ΑΦΜ …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Ειδικό Εκκαθαριστή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και με τον διακριτικό τίτλο «…………», με έδρα την Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ευαγγελία Ξυπνητού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ : 1)  Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ……., υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……. .» (και ήδη μετονομασθείσας σε «………), ΑΦΜ ………, κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρία — πιστωτικό ίδρυμα, υπό της ιδιότητά της ως δικαιοπαρόχου. 2)  Συμβολαιογράφο Αθηνών, ……….., η οποία κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Η εφεσίβλητη «……….» άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την ανακοπή  : (α)  από 18.6.2020 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ΕΑΚ/ ……./2020  και το εφεσίβλητο και ήδη ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο την  (β)  από 22.6.2020   και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020. Οι άνω υποθέσεις  συνεκδικάσθηκαν επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 2020/2021 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.  Κατά της τελευταίας  απόφασης η ήδη εκκαλούσα  με την ιδιότητα του προεκτέθηκε  άσκησε την από  25-5-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου, ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας και η Δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και η πληρεξούσια Δικηγόρος της πρώτης εφεσίβλητης στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 και 516 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, έφεση μπορεί να ασκήσει και ο ειδικός διάδοχος και, μάλιστα, ανεξαρτήτως του εάν, παρενέβη ή όχι στην πρωτοβάθμια δίκη (ΑΠ 1597/2018, ΑΠ 1655/2017 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/ 2015 «περί διαχειρίσεως των μη εξυπηρετούμενων δανείων….»: «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβαση τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου: «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/ 2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης».

Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται  η από 18.1.2022 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2022 έφεση της εκκαλούσας κατά της με αρ. 2020/2021  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων  με την ειδική  διαδικασία περιουσιακών διαφορών. Στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδικάσθηκαν  : α) η από 18.6.2020 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2020 ανακοπή  της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «……..» και β)  η από 22.6.2020   και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες στρέφονταν μεταξύ άλλων  κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (πρώτη των καθ’ ών στην  [α] ανακοπή και  δεύτερη  των καθ’ ών στην [β] ανακοπή, Την  επίδικη  έφεση άσκησε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» ενεργώντας με την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου και, συγκεκριμένα, ως διαχειρίστρια της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (……….), που εδρεύει στο …………. της Ιρλανδίας, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της αρχικής καθ’ ης η ανακοπή «……….», κατόπιν μεταβίβασης από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003.  Ειδικότερα, η  αρχική καθ΄ής η ανακοπή ήταν η ως άνω Τραπεζική ανώνυμη εταιρία «………..»  και μετά από διάσπαση αυτής, η οποία  εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 45.089/16.4.2021 απόφαση της Δ/νσης Εταιριών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της Διασπώμενης και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………» και τον δ.τ. «…..», που ήδη μ με έδρα την Αθήνα, οδός ………., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ….. και ΑΦΜ …….., κατέστη η τελευταία  καθολική της διάδοχος.  Η ως άνω εταιρία δυνάμει του από 17.12.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων  που καταχωρήθηκε νόμιμα την 20.12.2021 στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../20-12-2021 στον τόμο … και α.α. ….   πώλησε και μεταβίβασε ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις καταναλωτικής ή/και επιχειρηματικής πίστης,  σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι επίδικες  σε βάρος του πρωτοφειλέτη αυτής  που απορρέουν από τις με αρ. .., …/ 24.12.2007  …/4.4.2005 και με αρ. …./25.7.2006 συμβάσεις στεγαστικών δανείων στην ανώνυμη εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία  «………………» (………….), η οποία με τη σειρά της, δυνάμει του από 8.10.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων που καταχωρίστηκε νομίμως  στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών  την 10.11.2021 με αρ. πρωτ. ………./11.10.2021 στον τόμο 13 και αρ. 4,  ανέθεσε    τη διαχείριση των απαιτήσεών της, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 14 και  16 του ν. 3156/2003, στην ήδη εκκαλούσα, η οποία έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση 207/29.11.2016 Απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος). Συνεπώς η  ήδη εκκαλούσα έχει ασκήσει  παραδεκτά την ένδικη έφεση ως μη δικαιούχος διάδικος, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, σε συνδυασμό με αυτή του  άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.3156/2003 ως εντολοδόχος, ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και το άρθρο 516 του ΚΠολΔ.  Η άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς η  απόφαση επιδόθηκε στις 21.12.2021 η δε έφεση κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18.1.2022 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. τα με αρ.    ……… € e – paravolo). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).   Εξάλλου νομίμως η έφεση στρέφεται κατά των ανακοπτόντων   («………» [α] ανακοπή  και Ελληνικού Δημοσίου [β] ανακοπή) κι έχει νομίμως κοινοποιηθεί  στην «………», δικαιοπάροχο της εκκαλούσας και την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο (βλ. τις με αρ. ……./3.6.2022 και ……../2022 εκθέσεις επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………….).

Mε τις κρινόμενες υπό στοιχ. [α] και  [β] ανακοπές οι ανακόπτοντες  ……… και Ελληνικό Δημόσιο  ζήτησαν την μεταρρύθμιση του με αριθμό ………/2020 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ώστε να καταταγούν και ως εγχειρόγραφοι δανειστές από το ποσοστό 10 % του πλειστηριάσματος επιπλέον του ποσού που κατατάχθηκαν ως προνομιούχοι δανειστές.  Ειδικότερα η ανακόπτουσα της [α] ανακοπής ζήτησε  κυρίως να καταταγεί ως εγχειρόγραφη δανείστρια στο σύνολο του 10 % του πλειστηριάσματος κι επικουρικώς συμμέτρως με τους λοιπούς εγχειρόγραφους δανειστές.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε το κυρίως αίτημα της [α] ανακοπής έκανε δεκτό το επικουρικό αίτημα αυτής όπως και τη [β] ανακοπή   και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης,  αποβάλλοντας μεταξύ άλλων και  την   καθ΄ής η ανακοπή «……..» από το  ποσό των 6.557,62 €, που είχε καταταγεί ως εγχειρόγραφη δανείστρια.  Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται η ήδη εκκαλούσα, όπως  εκτέθηκε για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρο2υ 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, 2ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη θεωρία και τη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα : Α) Κατά μία άποψη από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας  και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους.  Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. ¨Οσο και με την εκδοχή ότι  μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online,  Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ. 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595,. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνο, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά τρίτη δε και μάλλον κρατούσα πλέον στη νομολογία άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, ενώ οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία (βλ. αμέσως προηγούμενες απόψεις) έρχεται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που χωρίς άλλο αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέρα όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής αυτής ratio είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της, αφού είναι επόμενο ότι δεν θα απέμεινε καθόλου ή ελάχιστο υπόλοιπο για τους εγχειρόγραφους δανειστές. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου  4842/2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  4855/ 2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν  σε μη προνομιακή κατάταξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008  www.areiospagos.gr Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (ΕφΑθ 1064/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, EφΠειρ 379/2023, EφΠειρ 363/2023, ΕφΠειρ 525/2022 σε https://www.efeteio-peir.gr/, ΕφΠειρ 1/2023, ΕφΘεσ 768/2022, ΕφΘεσ  297/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  Απαλαγάκη /Σταματόπουλος (Ρεντούλης) ο νέος ΚΠολΔ, 2022 άρθρο 977 αρ. 11. Αντ. Βαθρακοκοίλη- Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138 και την άποψη αυτή φαίνεται να ακολουθεί και η ΑΠ 524/2023 www.areiospagos.gr).

Από τα έγγραφα τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της  [α] ανακόπτουσας «…….» και σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ……../2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο επιδόθηκε στον καθ΄ού η εκτέλεση στις 23.3.2018,  κάτω από την  από 21.3.2018  επιταγή προς πληρωμή,  εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικά, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. ένα ακίνητο (οικόπεδο μετά της εντός αυτού οικίας), πρώην κυριότητας του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη .. ……., το οποίο έκτασης 337,50 τμ βρίσκεται στον Δήμο Πειραιώς Αττικής στη θέση «…» ή «…», επί της ………… Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ………/18-12-2019 έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης της ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, το εκλειστηριασθέν στις 18-12-2019 ακίνητο κατακυρώθηκε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: «………….», έναντι συνολικού ποσού 850.001,00 €, Στον εν λόγω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν: α) στις 11-12-2019 ο Προϊστάμενος της Δ,Ο.Υ Α Πειραιώς για το ποσό του 1.583.314,16 € (αριθμός αναγγελίας ……../2019), β) o Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ Πλοίων Πειραιώς για το συνολικό ποσό των 2.988.048,86 € (αριθμός αναγγελίας ……../2019), γ) ο Προϊστάμενος της Δ.Ο,Υ Πύργου για το ποσό των 12.066,30 € δ) το ΕΦΚΑ (Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιώς), με αριθμ. πρωτ. ……./27-12-2019, ……../27-12-2019, ΕΞ/420/27-12-2Ο19 αναγγελίες για συνολικό ποσό 60.524,70 € ε) το ΚΑ (Περιφερειακό ΚΕΑΟ Χαλκίδας), με την υπ’ αριθμ. ………./18-12-2019 αναγγελία του για συνολικό ποσό 35.559,95 €, ε) Η [α] ανακόπτουσα τραπεζική εταιρεία (επισπεύδουσα δανείστρια), με την από 20-12-2019 αναγγελία της για συνολικό ποσό 12.148.277,31 € και ειδικότερα  για ποσό 9.083.143,72 € ως ενυπόθηκη δανείστρια και για το ποσό των 3.065.133,59 € ως εγχειρόγραφη δανείστρια,  στ) η καθ’ ης η ανακοπή με την επωνυμία: «………..» με την από 27-12-2019 αναγγελία της για ποσό 2.480.491,10 € ως εγχειρόγραφη δανείστρια, ζ) η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία: «……….» και με τον  διακριτικό τίτλο: «……….», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: «………», και με το διακριτικό τίτλο: «………., η οποία ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία: «………..», η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία: «………….», δια της από 23-12-2019 αναγγελίας της, για συνολικό ποσό 80.978,63 € ως εγχειρόγραφη δανείστρια, η) η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: «……..», όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: «………» και με τον διακριτικό τίτλο: «………», με την από 24-12-2019 αναγγελία της για το συνολικό ποσό των 80.978,63 €, ως εγχειρόγραφη δανείστρια, ι) η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία: «………», με την από 26-11-2018 αναγγελία της για συνολικό ποσό των 171.171,80 €, ως εγχειρόγραφη δανείστρια κ) ο καθ’ ου η ανακοπή ……. ………, με την από 2-1-2020 αναγγελία του για το συνολικό ποσό των 79.109,75 €, ως εγχειρόγραφος δανειστής. Λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (συνολικού ποσού 850.001,00 €) για την κάλυψη των απαιτήσεων των αναγγελθέντων πιστωτών, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο με την παρούσα ανακοπή πίνακα κατάταξης. Αφού προαφαίρεσε, για τα έξοδα εκτέλεσης, το ποσό των 9.165,36 € απέμεινε καθαρό προς διανομή υπόλοιπο το ποσό των 840.835,64 €. Στον επίδικο πίνακα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κατέταξε τους  ακόλουθους δανειστές με την εξής σειρά: Στο 25% του πλειστηριάσματος (γενικώς προνομιούχοι δανειστές), ήτοι στο ποσό των (840.835,64 Χ 25%)=210.208,91 €, κατατάχθηκαν: Ι) η Δ.Ο.Υ Α Πειραιά (οριστικά και προνομιακά) σύμμετρα με τους λοιπούς γενικώς προνομιούχους δανειστές στο ποσό των 71.124,21 €. ΙΙ) η Δ.Ο.Υ Πλοίων Πειραιά (οριστικά και προνομιακά) σύμμετρα με τους λοιπούς γενικώς προνομιούχους δανειστές στο ποσό των 134.226,44 €. ΙΙΙ) η Δ.Ο.Υ Πύργου (οριστικά και προνομιακά) σύμμετρα με τους λοιπούς γενικώς προνομιούχους δανειστές στο ποσό των 542,03 €. IV) o ΕΦΚΑ (Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιώς) οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα με τους λοιπούς γενικώς προνομιούχους δανειστές για το ποσό των 2.718,84 €. V) ο ΕΦΚΑ (Περιφερειακό ΚΕΑΟ Χαλκίδας) οριστικά, προνομιακά, σύμμετρα με τους λοιπούς γενικώς προνομιούχους πιστωτές, στο ποσό των 1.597,39 €. Β) Στο 65% του πλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 546.543,17 €, κατατάχθηκε οριστικά και προνομιακά (ως ενυπόθηκη δανείστρια), η  [α] ανακόπτουσα τράπεζα (………….), σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών ενυπόθηκων απαιτήσεών της. Στο δε 10% του πλειστηριάσματος, ποσού 84.083,56 € (εγχειρόγραφες απαιτήσεις) κατατάχθηκαν οι ακόλουθοι: 1) η ίδια [α]  ανακόπτουσα τράπεζα, οριστικά και σύμμετρα με τους λοιπούς εγχειρόγραφους δανειστές, για το συνολικό ποσό των 60.002,78 €, ως μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών (εγχειρόγραφων μη προνομιακών) απαιτήσεών της, 2) Η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία (……….), οριστικά και σύμμετρα για το συνολικό ποσό των 7.655,71 €. 3) Η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία με την επωνυμία: «……..» οριστικά και σύμμετρα για το συνολικό ποσό των 1.418,56 € 4). Ο καθ’ ού η ανακοπή ……., οριστικά και σύμμετρα για το συνολικό ποσό των 655,61 €.  Ομοίως ως εγχειρόγραφοι δανειστές, κατατάχθηκαν σύμμετρα και τυχαία, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών, οι εξής: 5) Η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία ……., για το συνολικό ποσό των 12.901,01 €. 6)Η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: «……..», για το συνολικό ποσό των 778,79 €’. 7). Η καθ’ ής η ανακοπή, υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: «………», για το συνολικό ποσό των 671,10 €. Εξάλλου η  ανακόπτουσα της [α] ανακοπής  «………»  ισχυρίστηκε ότι ορθώς η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κατέταξε αυτήν προνομιακά στο 65 % του πλειστηριάσματος για τις ενυπόθηκες απαιτήσεις της  συνολικού ποσού   9.083.143,72 €, που απέρρεαν από τις με αρ. …/18.5.2009 σύμβαση δανείου,  …/18.5.2009  σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και …/26.5.2010 σύμβαση δανείου και ως εγχειρόγραφη δανείστρια στο 10 % του πλειστηριάσματος για την απαίτησή της ύψους για το ποσό των 3.065.133,59 € που απέρρεε από την με αρ. …./11.11.2011 σύμβαση δανείου, για την  οποία δεν  είχε εμπράγματη ασφάλεια (προσημείωση υποθήκης ή οριστική υποθήκη). Ότι όμως  εσφαλμένα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν κατέταξε αυτήν στο 10 % του πλειστηριάσματος  και για το υπόλοιπο των απαιτήσεών της ποσού 9.083.143,72 €, οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν προνομιακά από το 65 % του πλειστηριάσματος, με δεδομένο ότι είχε ζητήσει την επικουρική της κατάταξη και για το ποσό αυτό ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Ζήτησε τη μεταρρύθμιση του επίδικου πίνακα κατάταξης δανειστών να αποβληθούν οι καθ΄ών από το 10 % αυτού και να καταταγεί στο σύνολο του 10 % (84.083,56 €), άλλως να καταταγεί συμμέτρως στο με τους λοιπούς στο ποσό των 67.250,03 €.  Το Ελληνικό Δημόσιο στην [β] ανακοπή ισχυρίστηκε ομοίως ότι ορθώς κατετάγη προνομιακά στο 25 % του πλειστηριάσματος συμμέτρως η ΔΟΥ Α Πειραιά,  ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και ΔΟΥ Πύργου για μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών τους ποσών 1.583.314,16 €,  2.988.048,86 € και 12.066,30 €, για παρακρατούμενος φόρους, που τυγχάνουν προνομιακές κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (άρθρο 977 αρ.5), όμως εσφαλμένα δεν κατέταξε  τις απαιτήσεις αυτές κατά το μέρος που δεν ικανοποιήθηκαν και στο 10 % του πλειστηριάσματος συμμέτρως με τους εγχειρόγραφους δανειστές. Ζήτησε δε να μεταρρυθμισθεί ο επίδικος πίνακας κατάταξης δανειστών, ώστε οι  το Ελληνικό Δημόσιο να καταταγεί και ως εγχειρόγραφος δανειστής στο επιπλέον  συνολικό ποσό των 35.568,00 €. (12.286,19, 23.188,25 και 93,63 € για τις άνω ΔΟΥ αντίστοιχα). Οι άνω όμως ταυτόσημοι λόγοι των ανακοπών πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι, διότι  με βάση τα όσα μόλις αναφέρθηκαν,  η βούληση του  νομοθέτη, (άρθρο  977 παρ.3  του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015, καθώς η εκτέλεση ξεκίνησε με την από 21.3.2018  επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο  της με αρ. …./2015 διαταγής πληρωμής του Μ.Πρωτοδικείου Πειραιώς), δεν ήταν  να κατατάσσονται διπλά στο 10% του πλειστηριάσματος σε βάρος των εγχειρόγραφων δανειστών,  όσοι  προνομιούχοι  αναγγελθέντες δανειστές δεν μπόρεσαν  να ικανοποιηθούν  εν όλω  από το 25% και 65% αυτού, απονέμοντας και σ’ αυτούς την ιδιότητα εγχειρόγραφου δανειστή εκ των υστέρων, καθώς αυτοί παραμένουν προνομιούχοι δανειστές. Η απάντηση δεν είναι διάφορη ως προς την ανακόπτουσα της {α} ανακοπής, η οποία στην αναγγελία της στην υπάλληλο πλειστηριασμού είχε ζητήσει για τις προνομιούχες απαιτήσεις της να ικανοποιηθεί επικουρικώς και ως εγχειρόγραφη δανείστρια, διότι ο χαρακτήρας των απαιτήσεών της ποσού 9.083.143,72 € ως προνομιακών με βάση τα όσα προεκτέθηκαν δεν αναιρείται,  αφού  είχε ζητήσει την  ικανοποίησή της ως ενυπόθηκη δανείστρια,  με το  επικουρικό της δε αίτημα δεν παραιτείτο του προνομίου της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι των άνω ανακοπών είναι νόμιμοι και αφού τους  εξέτασε ως προς το ουσιαστικό τους μέρος μεταρρύθμισε τον επίδικο πίνακα κατάταξης, αποβάλλοντας μεταξύ άλλων την εκκαλούσα από το ποσό των 6.557,62 €, που είχε καταταχθεί ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Όμως έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 977 παρ.3  του ΚΠολΔ και κατά συνέπεια  θα πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης  έφεσης και να γίνει και αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση  κατά το αντίστοιχο μέρος ως προς την    καθ’ ών η ανακοπή «……»  (πρώτη των καθ’ ών στην [α] και δεύτερη των καθ’ ών στη [β] ανακοπή), όπως εκπροσωπείται από την εκκαλούσα ως μη δικαιούχο διάδικο. Να διακρατηθούν οι υποθέσεις το παρόν Δικαστήριο, να συνεκδικασθούν  οι ανακοπές  και να  απορριφθούν  ως  προς την  καθ’ ών η ανακοπή  «………»,  κατά το μέρος, με το οποίο ζητήθηκε ως προς αυτήν η μεταρρύθμιση του αριθμό ……/2020 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., και αποβολή αυτής από το 10 % του πλειστηριάσματος. Με δεδομένο ότι εξαφανίστηκε η απόφαση πρέπει να   διαταχθεί η επιστροφή του e-παραβόλου για την κατάθεση της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας ποσού 100 ευρώ,  στην εκκαλούσα (495 παρ. 4 εδ. ε’ του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, με αρ. 2020/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς   την  καθ’ών η ανακοπή  «………», όπως που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στο σκεπτικό της παρούσας στην εκκαλούσα που κατέθεσε αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  τις (α)  από 18.6.2020 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ΕΑΚ/ ………/2020   και (β)  από 22.6.2020   και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020 ανακοπές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές ως προς την ως  προς την άνω  καθ’ ών η ανακοπή  «……..»,  κατά το μέρος, με το οποίο ζητήθηκε ως προς αυτήν η μεταρρύθμιση του αριθμό ………/2020 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., και αποβολή αυτής από το 10 % του πλειστηριάσματος.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την    19.1.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ