Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 33/2024

Αριθμός     33/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  ΤΛ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., κατοίκου Πειραιά (οδός ……….) (ΑΦΜ ……..), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Άννα Κούπα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στα …… Πειραιώς (οδός ……….) (ΑΦΜ ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Χατζηγιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  19.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ   ………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ  2283/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που   απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγων και ήδη εκκαλών με την από 25.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……/2020-………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση έφεση (αριθμ. κατ. ………/2020) κατά της υπ’ αριθμ. 2283/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (ΚΠολΔ 614 αριθμ. 1) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1), δεδομένου ότι αυτή κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 28.9.2020 και η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 1.9.2020 (βλ.την από 1.9.2020 επισημείωση στο σώμα της του δικαστικού επιμελητή ……..) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο (υπ΄αριθμ. ………./27.11.2020 e- παράβολο). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία.

Με την από 19.10.2018 αγωγή του, που ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγορο του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι είναι συγκύριος κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός 5όροφου εργοστασιακού – επαγγελματικού βιομηχανικού χώρου, συνολικής επιφάνειας 2.506,45 τ.μ., ο οποίος βρίσκεται επί των οδών ………. και ……….. στον Πειραιά. Ότι δυνάμει του από 30.6.2004 ιδιωτικού συμφωνητικού που συνυπέγραψαν όλοι οι συγκύριοι  με την εναγομένη εταιρεία εκμίσθωσαν στην τελευταία το σύνολο του βιομηχανικού αυτού χώρου για χρονικό διάστημα εννέα (9) ετών, έναντι συνολικού μισθώματος 2.403,48 ευρώ το μήνα, συμπεριλαμβανομένου και του χαρτοσήμου εκ 3,6%, το οποίο έπρεπε να προκαταβάλετε το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός. Ότι μολονότι η εναγομένη παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο ακίνητο  από την έναρξη της μισθωτικής συμβάσεως και έκτοτε ποιείται ανενόχλητα χρήση του μισθίου ακινήτου, δεν του κατέβαλε το αναλογούν στο ποσοστό συνιδιοκτησίας του μίσθωμα για ολόκληρο το έτος 2014, το οποίο, συνυπολογιζομένου και του χαρτοσήμου, ανέρχεται στο ποσό των 801,16 ευρώ κατά μήνα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.613,92 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, την απέρριψε στην ουσία της κατά παραδοχή  της ενστάσεως της εναγομένης περί εικονικότητας της μισθωτικής συμβάσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του και τους διαλαμβανόμενους σαυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της και την παραδοχή της αγωγής του ως βασίμου και στην ουσία της.

) Ο νόμος 813/1978 “περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων”, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 34/1995, εισήγαγε ειδικό σύστημα ιδιαίτερης προστασίας της επαγγελματικής στέγης, στην ειδική δε αυτή προστασία υπήχθησαν όλες οι δραστηριότητες και τα επαγγέλματα που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 αντίστοιχα του π.δ. 34/1995, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του εκμισθωτή. Έτσι, επί των επαγγελματικών μισθώσεων, επί μη διαδικαστικών ζητημάτων, όπως είναι η νόμιμη διάρκεια της μίσθωσης, εφαρμοστέες, ως ειδικότερες, είναι οι διατάξεις του π.δ. 34/1995. Με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2041/1992, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2235/1994, οι αναφερόμενες στα άρθρα 1 και 2 του ν. 813/1978 μισθώσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1962/1991 και την 13992/1992 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 132 Β), έληγαν στις 30-04-1992, παρατάθηκαν αναγκαστικά ως ακολούθως: α) μέχρι την 31 Αυγούστου 1995, αν ο μισθωτής έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα (30) ετών, β) μέχρι την 31 Αυγούστου 1996, αν ο μισθωτής έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι (20) ετών, γ) μέχρι την 31 Αυγούστου 1997, αν ο μισθωτής έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα (12) ετών. Ως χρόνος παραμονής στη χρήση του μισθίου, κατά το άρθρο 58 παρ. 11 του π.δ. 34/1995, νοείται ο συνολικός χρόνος που συμπληρώνεται στο πρόσωπο του μισθωτή, συνυπολογιζομένου και του χρόνου των τυχόν δικαιοπαρόχων του. Με το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2741/1999 αντικαταστάθηκαν οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του π.δ. 34/1995 περί ελάχιστης διάρκειας της εμπορικής μίσθωσης και ορίστηκε ότι η εμπορική μίσθωση ισχύει για δώδεκα έτη, ακόμη και αν συμφωνήθηκε για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την παρ. 15 του αυτού άρθρου του ίδιου νόμου (2741/1999), με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 61 του π.δ. 34/1995, ορίστηκε, εκτός των άλλων, ότι εάν δεν ασκηθεί αγωγή απόδοσης του μισθίου εντός εννέα μηνών από τη λήξη της μίσθωσης, αυτή θεωρείται ότι έχει παραταθεί για τέσσερα χρόνια (ΑΠ 297/2021 δημοσιευμένη στην οικεία ιστοσελίδα)

(ΙΙ) Από τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, που ορίζει ότι η δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνον φαινομενικά (εικονική), είναι άκυρη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 180 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, προκύπτει ότι η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη, η δε ακυρότητά της μπορεί να προταθεί όχι μόνον από τους συμβληθέντες για την κατάρτιση αυτής, αλλά και από τους τρίτους που έχουν έννομο συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1738/2005 ΕλλΔνη 2007.1668). Για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται (ΑΠ 2185/2007 ΕλλΔνη 2008.441, ΑΠ 713/2006 ΕλλΔνη 2008.1025). Ως εκ τούτου δεν είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός εάν υποκρύπτεται άλλη δικαιοπραξία και μόνον για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου (ΑΠ 47/2003). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 619, 638, 180 και 181 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: Σε περίπτωση εκμισθώσεως ακινήτου, αν οι αντίστοιχες για τη μίσθωση δηλώσεις βουλήσεως αφενός του εκμισθωτή και αφετέρου του μισθωτή ήταν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνον έγιναν φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν είτε να μην υπάρχει υποχρέωση του εκμισθωτή να παραδώσει το εκμισθούμενο ακίνητο και η υποχρέωση του μισθωτή να πληρώσει το μίσθωμα, είτε να μην υπάρχει μία μόνον από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση αυτή λόγω της εικονικότητας είναι άκυρη, θεωρούμενη γι` αυτό ως μη γενόμενη. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι απόλυτη είναι η εικονικότητα της μισθώσεως, όταν αυτή δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία καμιά έννομη μεταβολή. Αντιθέτως, σχετική είναι η εικονικότητα, όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία (ΑΠ 1332/2005 ΕλλΔνη 2007.1056). Ακολούθως, έχει γίνει δεκτό ότι είναι εικονική η μίσθωση, η οποία έχει συναφθεί για καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του νέου κτήτορα του μισθίου. Στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στην εικονικότητα της μίσθωσης είναι: η μεγάλη, σε σχέση με τη συνηθιζόμενη στις συναλλαγές, διάρκειά της, η προκαταβολή μισθωμάτων πολλών μηνών, το μικρό μίσθωμα σε σχέση με το ελεύθερο της αγοράς, η μη καταβολή εγγύησης, η πρόβλεψη μικρής αναπροσαρμογής του μισθώματος (βλ. Ιωάννη Ν. Κατρά, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2008, παρ. 1. Ε. σελ. 67). Η ανωτέρω ακυρότητα χωρεί ipso jure και δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για να κηρυχθεί η ακυρότητα αυτή από το δικαστήριο.

(ΙΙΙ) Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 249 και 251 ν. 4072/2012, 72, 759, 777 εδάφ. α’, 780 εδάφ. α’, 781, 782 και 784 ΑΚ προκύπτει ότι οι εταιρείες που έχουν νομική προσωπικότητα, την οποία διατηρούν μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, έχουν δική τους περιουσία. Κύριος των εισφορών των εταίρων, αλλά και των αποκτημάτων από τη διαχείριση και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν την εταιρική περιουσία, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΑΠ 1648/ 2014, ΑΠ 1947/2006). Κατά συνέπεια, στην ομόρρυθμη εταιρεία, δικαιούχος – κύριος των κερδών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΑΠ 1036/2007), ενώ οι εταίροι έχουν απλώς δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρείας ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στην περιουσία αυτής, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία (ΑΠ 522/2014), ήδη, κατά την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 255 εδάφ. γ’ ν. 4072/2012. Η αξίωση, πάντως, του εταίρου για την καταβολή των κερδών συγκεκριμένων διαχειριστικών περιόδων, ακόμη και μελλοντικών, εκχωρείται ελεύθερα, κατ’ άρθρ. 760 παρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1688/1998) και αποτελεί αντικείμενο κατάσχεσης.

Από την επανεκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα της εφεσιβλήτου, που εξετάσθηκε ενόρκως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντα ………….. ενώπιον του ιδίου (πρωτοβαθμίου) δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και από όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών ………., καθώς και οι αδελφοί του … και …………  είναι συγκύριοι σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός εργοστασιακού – επαγγελματικού και βιομηχανικού κτιρίου πέντε ορόφων, συνολικής επιφάνειας 2.506,45 τ.μ., το οποίο βρίσκεται επί της συμβολής των οδών ………. και ……… στον Πειραιά. Το όλο ακίνητο περιήλθε στους τρεις ως άνω αδελφούς με το υπ΄αριθμ. …………/13.4.1992 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., οι οποίοι στην συνέχεια εκμίσθωσαν από κοινού το ακίνητο αυτό δυνάμει του από 30.4.2004 ιδιωτικού συμφωνητικού στην εφεσίβλητη, τότε ετερόρρυθμη, και ήδη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, στην οποία μετείχαν άπαντες οι εκμισθωτές σε ποσοστό 33,33% ο καθένας.  Με τον όρο 2 του μισθωτηρίου συμφωνήθηκε ότι το μίσθιο θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση που να συνάδει με το σκοπό της μισθώτριας εταιρείας και ειδικότερα ως αποθηκευτικός χώρος των προϊόντων παραγωγής της και για την εγκατάσταση των γραφείων της έδρας της. Με τον ίδιο όρο απαγορεύθηκε ρητά κάθε άλλη χρήση του μισθίου ή και η στέγαση εντός αυτού άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων πλην της μισθώτριας, καθώς και η ολική ή μερική υπομίσθωση ή η παραχώρηση της χρήσης του έστω και χωρίς αντάλλαγμα. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε  σε εννέα έτη, αρχόμενη την 1.8.2004 και λήγουσα την 1.8.2013,  το δε συνολικό μίσθωμα καθορίσθηκε στο ποσό των 2.320 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου εκ 3,6% και συνολικά στο ποσό των 2.403,48 ευρώ. Το μίσθωμα συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται κατ΄ έτος ισόποσα με το ποσοστό του πληθωρισμού του προηγουμένου έτους (όρος 3 του μισθωτηρίου) και έπρεπε να προκαταβάλλεται το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός. Από την έναρξη της μισθώσεως η εφεσίβλητη εγκατέστησε την επιχείρησή της στο μίσθιο ακίνητο και έκτοτε έκανε ανενόχλητα χρήση του μισθίου ακινήτου όχι μόνο μέχρι την συμβατική της λήξη την 1.8.2013, αλλά και μετά από αυτήν και τουλάχιστον μέχρι και την 1.8.2016, που συμπληρώθηκε δωδεκαετία, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε στην με αριθμό (Ι) μείζονα σκέψη, ως επαγγελματική μίσθωση η ελάχιστη διάρκειά της οριζόταν εκ του ισχύοντος τότε νόμου σε δώδεκα έτη (άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2741/1999, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 13 του Ν. 4242/2014). Παρά ταύτα η εφεσίβλητη δεν κατέβαλε στον εκκαλούντα και αρνείται να του καταβάλει τα μισθώματα που αναλογούν στο ποσοστό της συγκυριότητάς του επί του μισθίου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014, τα οποία ανέρχονται μαζί με το χαρτόσημο στο συνολικό ποσό των (2.320 : 3 = 773,33 χ 3,6% = 801,16 χ 12 =) 9.613,92 ευρώ. Ο ισχυρισμός της εφεσιβλήτου, ότι μετά την εννεαετή συμβατική λήξη της μισθώσεως δεν οφείλονται μισθώματα, αλλά μόνο αποζημίωση χρήσης. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι κατά το επίμαχο ως άνω χρονικό διάστημα του έτους 2014 ήταν ενεργής η μισθωτική σύμβαση δυνάμει της εκ του άνω νόμου προβλεπόμενης δωδεκαετούς διάρκειάς της. Περαιτέρω η εφεσίβλητη υποστήριξε πρωτοβαθμίως και επαναλαμβάνει με τις προτάσεις της και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, ότι δεν οφείλει στον εκκαλούντα μισθώματα για το παραπάνω έτος, αλλά ούτε και για το σύνολο της μισθωτικής περιόδου, διότι η ένδικη σύμβαση μισθώσεως είναι απολύτως άκυρη λόγω εικονικότητας. Ειδικότερα υποστηρίζει, ότι η εγκατάστασή της στο μίσθιο ακίνητο έγινε ατύπως και χωρίς αντάλλαγμα από το έτος 1997,  το δε ένδικο μισθωτήριο συμφωνητικό υπεγράφη μεταξύ αυτής και των συνιδιοκτητών του ακινήτου, οι οποίοι ετύγχαναν και οι μοναδικοί εταίροι της, κατά φαινόμενον μόνον και χωρίς πρόθεση των συμβαλλομένων να παράγει υποχρέωση της εφεσίβλητης μισθώτριας για καταβολή μισθωμάτων στους συνεκμισθωτές, καθώς υποκρύπτονταν σύμβαση παραχώρησης της χρήσης του μισθίου χωρίς αντάλλαγμα. Δικαιολογεί δε τον ισχυρισμό της, υποστηρίζοντας ότι το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό υπεγράφη αποκλειστικά και μόνον κατ΄ απαίτηση της φορολογικής αρχής, προκειμένου να δηλώνεται το μίσθιο ως νόμιμη έδρα της επιχείρησή της, αλλά και, επιπρόσθετα, για να επωφελείται φορολογικά η ίδια, και κατ΄ επέκταση και οι εταίροι της που είχαν δικαίωμα στην διανομή των κερδών της, από την διαφορά μεταξύ του αυξημένου συντελεστή φορολογίας επί των κερδών της, (ύψους 29% έως 45%), σε σχέση με τον μικρότερο συντελεστή φορολογίας των μισθωμάτων (15%), αφού, εμφανίζοντας στις φορολογικές της δηλώσεις διογκωμένα τα έξοδά της κατά το ποσό των ετήσιων μισθωμάτων και αντίστοιχα μειωμένα τα κέρδη της κατά το ποσό αυτό, απέφευγε την φορολογία του με τον αυξημένο ως άνω συντελεστή των κερδών, ενώ, αντίθετα, καθένας εκ των εταίρων της, που δήλωνε πλασματικά την είσπραξη των μισθωμάτων, φορολογούνταν για το ποσό τους με τον μικρότερο συντελεστή μισθωμάτων εκ 15%, το δε ποσό φόρου που προέκυπτε σε βάρος τους το κατέβαλε για λογαριασμό τους η ίδια. Υποστηρίζει δε περαιτέρω, ότι η εικονικότητα της σύμβασης προκύπτει αφενός μεν από το γεγονός ότι ταυτίζονται εν προκειμένω τα πρόσωπα των εκμισθωτών και της μισθώτριας, αφού τα ομόρρυθμα μέλη της είναι ταυτόχρονα και οι συνεκμισθωτές του ακινήτου, και δεν είχαν κατ΄αυτήν συμφέρον να εκμισθώσουν το ακίνητο στον εαυτό τους, αφετέρου δε από το γεγονός ότι δεν έγινε ποτέ η προβλεπόμενη στο μισθωτήριο συμφωνητικό αναπροσαρμογή του μισθώματος, και, κυρίως, δεν καταβλήθηκαν ποτέ  μισθώματα είτε στον εκκαλούντα μέχρι την έξοδό του από την εταιρεία το έτος 2018 είτε και στους λοιπούς συνεκμισθωτές. Οι εν λόγω ισχυρισμοί της εφεσιβλήτου δεν αποδεικνύονται βάσιμοι, διότι: Οι όροι του μισθωτηρίου συμφωνητικού είναι οι συνήθεις όροι παρόμοιων συμφωνητικών επαγγελματικής μίσθωσης, η δε απαγόρευση της περαιτέρω υπομίσθωσης και οι περιορισμοί στην χρήση του μισθίου εντός των πλαισίων της επιχειρηματικής δραστηριότητας της μισθώτριας είναι κοινοί όροι σε παρόμοια συμφωνητικά και εντάσσονται στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων και στην στοιχειώδη πρόνοια κάθε εκμισθωτή για την προστασία του από την κακή χρήση του μισθίου. Περαιτέρω και η εφεσίβλητη μισθώτρια, ως ομόρρυθμη ήδη προσωπική εταιρεία, και τότε, (κατά την κατάρτιση της μισθωτικής συμβάσεως), ετερόρρυθμη εταιρεία, που συνομολογείται ότι έχει δημοσιευθεί νόμιμα στο ΓΕΜΗ, έχει περιουσιακή αυτοτέλεια έναντι των εταίρων της κατά τα αναφερόμενα στην με αριθμό (ΙΙΙ) νομική σκέψη και, επομένως, δεν ταυτίζονται εν προκειμένω τα φυσικά πρόσωπα των συνεκμισθωτών με αυτό της μισθώτριας εφεσίβλητης, η οποία συνεβλήθη στην ένδικη σύμβαση ως νομικό πρόσωπο με περιουσιακή αυτοτέλεια και όχι στο όνομα των συνεκμισθωτών εταίρων της. Εξ άλλου, κατά την διάρκεια της μισθωτικής συμβάσεως και μέχρι το έτος 2012 τουλάχιστον, η εφεσίβλητη κατέβαλε  κανονικά τα μισθώματα σε όλους τους συνεκμισθωτές, και οπωσδήποτε στον εκκαλούντα, και μάλιστα απευθείας ως μίσθωμα, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τον τελευταίο υπ΄αριθμ. …/5.1.2010, …/5.2.2010, ../5.3.2010, ../9.4.2010, ../7.5.2010, …/4.6.2010, …/9.7.2010, ../6.8.2010, ../3.9.2010 και ../8.10.2010 αποδείξεις πληρωμής του μισθώματος, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται. Επίσης, συνομολογείται ρητά από την εφεσίβλητη ότι, μετά την έξοδο του εκκαλούντα από το εταιρικό σχήμα της τον Αύγουστο του 2018, και πριν ακόμα ασκηθεί η ένδικη αγωγή, εκείνη του καταβάλει κανονικά τα μισθώματα κάθε μήνα, έστω κι αν τα χαρακτηρίζει “τεκμαρτό μίσθωμα” και “κατ΄ουσίαν αποζημίωση χρήσης”. Την καταβολή άλλωστε των μισθωμάτων μέχρι το έτος 2013, και, επομένως, και την εγκυρότητα της ένδικης μισθωτικής συμβάσεως ομολόγησαν εξωδίκως και οι λοιποί εταίροι της και συνεκμισθωτές (… και …………), αφού άσκησαν κατά της εφεσίβλητης εταιρείας και κατά του εκκαλούντα, ως εις ολόκληρον ευθυνόμενου ομορρύθμου εταίρου της, την με αριθμό ΓΑΚ …../2019 αγωγή τους, με την οποία, επικαλούμενοι το ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν τα οφειλόμενα μισθώματα για το χρονικό διάστημα  από 1.1.2014 έως 31.7.2018. Το γεγονός δε ότι οι ενάγοντες της αγωγής αυτής παραιτήθηκαν στην συνέχεια από το δικόγραφό τους, όπως υποστηρίζει η εφεσίβλητη,  και αληθές υποτιθέμενο, δεν αλλάζει τα πράγματα σε σχέση με την διαλαμβανόμενη σαυτό παραδοχή τους, ότι θεωρούν έγκυρη και στα σοβαρά την δήλωση της βουλήσεώς τους που εμπεριέχεται στο μισθωτήριο συμφωνητικό. Εξ άλλου, και ο ισχυρισμός της εφεσιβλήτου ότι οι συνεκμισθωτές δεν απέβλεψαν εν προκειμένω στο μίσθωμα καθ΄ εαυτό, αλλά στα αυξημένα κέρδη που θα εισέπρατταν από την λειτουργία της επιχειρήσεώς της εντός του μισθίου, εμπεριέχει  αναγκαίως και την παραδοχή για καταβολή του μισθώματος στους συνεκμισθωτές έστω και μέσω της διανομής των κερδών της, αφού μέχρι το έτος 2012 τουλάχιστον που η επιχείρησή της λειτουργούσε κερδοφόρα, το τυχόν μη καταβληθέν κατά μήνα μίσθωμα προσαύξανε τα διανεμόμενα στους εταίρους της – συνεκμισθωτές κέρδη και εισπράττονταν μέσω της διανομής αυτής.  Δεν προκύπτει, επομένως, ούτε από την τελευταία αυτή εκδοχή της εφεσιβλήτου δωρεάν παραχώρηση της χρήσης του μισθίου ακινήτου στην ίδια, αλλά μόνο πιθανή διαφοροποίηση του τρόπου καταβολής του μισθώματος. Επίσης, και το έτερο επιχείρημα της εφεσιβλήτου, ότι δηλαδή το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό υπεγράφη μόνο και μόνο για να θεωρηθεί από την αρμόδια ΔΟΥ, ώστε να μπορεί να δηλώνεται το μίσθιο ως νόμιμη έδρα και εγκατάσταση της επιχειρήσεώς της, δεν αποδεικνύεται βάσιμο, καθώς η δηλούμενη έδρα της δεν επιβάλλεται από τον νόμο να αποδεικνύεται οπωσδήποτε με μισθωτήριο συμβόλαιο, αλλά μπορεί να αποδεικνύεται και με παραχωρητήριο, που μάλιστα δεν χρειαζόταν καν να συνταχθεί εγγράφως, καθώς αρκούσε στην περίπτωση αυτή και απλή υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 περί δωρεάν παραχώρησης του μισθίου χώρου (άρθρο 3 παρ.1 της ΠΟΛ. 1169/9.6.1998, άρθρο 3 της ΠΟΛ 1102/14.7.2005 και άρθρο 6 παρ. 1 της ΠΟΛ 1006/2013). Δεν είχε, επομένως, η εφεσίβλητη συμφέρον να επιλέξει την προσυπογραφή ενός εικονικού μισθωτηρίου συμβολαίου για τον παραπάνω λόγο, αν πράγματι οι συνεκμισθωτές της και η ίδια απέβλεπαν στην δωρεάν παραχώρηση του μισθίου, αφού μπορούσε με την απλούστερη διαδικασία της απλής υπεύθυνης δήλωσης του νομίμου εκπροσώπου της να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Τέλος, και το γεγονός ότι δεν αναπροσαρμόσθηκε το μίσθωμα κατά την διάρκεια της μισθωτικής συμβάσεως σύμφωνα με τον τρίτο όρο του συμφωνητικού, δεν αποτελεί ένδειξη εικονικότητας της μισθωτικής συμβάσεως, αλλά δικαιολογείται στα πλαίσια της στάθμισης των συμφερόντων των συνεκμισθωτών που τύγχαναν και εταίροι της, οι οποίοι για τους ίδιους λόγους δεν απήτησαν την αναπροσαρμογή  του μισθώματος ούτε μετά την έξοδο του εκκαλούντα από την εταιρεία αυτή τον Αύγουστο του 2018. Αντιθέτως, με το να επιλέξουν οι συμβαλλόμενοι την υπογραφή της ένδικης μισθωτικής συμβάσεως εξέφρασαν ρητά την πραγματική βούλησή τους να δεσμεύονται από αυτήν σύμφωνα με τους όρους της, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η υποχρέωση της εφεσίβλητης για την καταβολή του μισθώματος που συμφωνήθηκε, η οποία δεσμεύθηκε όχι κατά φαινόμενον, αλλά στα σοβαρά για την προσήκουσα πληρωμή του. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν αποδεικνύεται εικονικότητα της ένδικης μισθωτικής συμβάσεως υπό τις προεκτεθείσες στην υπ΄ αριθμόν (ΙΙ) νομική σκέψη προϋποθέσεις και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε αντιθέτως έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων και πρέπει κατά παραδοχή των λόγων της εφέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Εφόσον δε συνομολογείται από την εφεσίβλητη και η μη καταβολή των αιτούμενων με την αγωγή μισθωμάτων για το έτος 2015, συνολικού ποσού μαζί με το χαρτόσημο 9.613,92 ευρώ, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ΄ουσίαν, να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το παραπάνω ποσό με το νόμιμο τόκο επιδικίας από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό (από την 5η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα). Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚπολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει  να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2283/2019     οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ΄ουσίαν

Δέχεται την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων δεκατριών ευρώ και εννενήντα δύο λεπτών (9.613,92), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την ημέρα που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επιμέρους ποσό

Επιβάλλει την δικαστική δαπάνη του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσιβλήτου, το ποσό της οποίας καθορίζει σε  επτακόσια (700) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    25 Ιανουαρίου 2024, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως  Τ.Λ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ