Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 35/2024

Αριθμός     35/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά  (οδός ………..)  (ΑΦΜ ………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξούσιούς της δικηγόρους Νικολέττα Βρυώνη και Κωνσταντίνο Κατσαδήμα (με δηλώσεις κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Μιχαήλ Νταλάκο.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  31.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2020) αγωγή,  επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 414/2022  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 2.3.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2022-………./2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση (αριθμ. κατ. ………./2022) κατά της υπ΄αριθμ. 414/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσης κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του  ν.  4335/2015, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 2 ΚπολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και από την δημοσίευσή της την 3.2.2022 μέχρι την κατάθεση της έφεσης την 8.3.2022 δεν παρήλθε διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524 παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ Κ.Πολ.Δ)

Με την από 31.12.2020 αγωγή του, που ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε, ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στις 13.11.2019 στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “………….”, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης για τη σύναψη ναυλώσεων εμπορικών πλοίων, προσελήφθη από την τελευταία στις 15.11.2019, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σαυτή με μερική απασχόληση ως ναυλομεσίτης, έναντι σταθερών μεικτών αποδοχών 535 ευρώ τον μήνα και, επιπλέον, πρόσθετης αμοιβής, συνιστάμενης σε ποσοστό επί της μεσιτικής αμοιβής της εναγομένης για κάθε σύμβαση ναυλώσεως που θα καταρτίζονταν με, νέες, εκτός του πελατολογίου της, πλοιοκτήτριες εταιρείες, εφόσον η σύμβαση αυτή ήταν ασυνέπεια της εκ μέρους του  υπόδειξης του πελάτη και διεκπεραίωσης της διαμεσολαβητικής διαδικασίας. Ότι η πρόσθετη αυτή αμοιβή του συμφωνήθηκε να ανέρχεται σε ποσοστό 40% επί της μεσιτικής αμοιβής της εναγομένης, εφόσον η όλη εργασία διεκπεραιωνόταν από τον ίδιο και σε ποσοστό 25% εφόσον συνέπραττε και άλλος υπάλληλος – ναυλομεσίτης της εναγομένης. Ότι, έκτοτε, παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη μέχρι την  16.1.2020, οπότε η τελευταία τον απέλυσε, χωρίς να του καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση, ποσού 535 ευρώ και 14.499,035 δολαρίων ΗΠΑ, στο οποίο (τελευταίο) ποσό ανέρχονταν ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών του. Ότι κατά τη διάρκεια της δίμηνης εργασίας του καταρτίσθηκαν με την διαμεσολάβησή του τα αναφερόμενα στην αγωγή του τέσσερα ναυλοσύμφωνα, εκ των οποίων τα τρία πρώτα διεκπεραιώθηκαν αποκλειστικά με δικές του ενέργειες, ενώ στο τέταρτο συνέπραξε και έτερος υπάλληλος της εναγομένης. Ότι η μεσιτική αμοιβή της εναγομένης από τις παραπάνω ναυλώσεις ανήλθε στα ποσά των 15.866,61, 28.755,83, 13.768,50 και 22.567,03 δολαρίων ΗΠΑ και επ΄αυτών οφείλει να του καταβάλει πρόσθετη αμοιβή κατά τα συμφωνηθέντα ποσοστά, (40% για τα τρεις πρώτες και  25% για την τελευταία), συνολικού ποσού 28.998,07 δολαρίων. Ότι επιπρόσθετα η εναγομένη δεν του έχει καταβάλλει μέχρι σήμερα τις δεδουλευμένες σταθερές αποδοχές του για όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, ποσού 1091,40 ευρώ, την αναλογία του δώρου Πάσχα και Χριστουγέννων, ποσού 35,6 και 102,72 ευρώ αντίστοιχα και του επιδόματος αδείας, ποσού 42,80 ευρώ, καθώς και την αποζημίωση για την μη ληφθείσα άδεια, ποσού 42,80 ευρώ. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλλει για τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό των 1.850,38 ευρώ, καθώς και το ισόποσο σε ευρώ των 43.497,105 δολαρίων ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία δολαρίου – ευρώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, άλλως της συζήτησης της αγωγής και, επικουρικότερα, κατά το χρόνο της καταβολής, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική του δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού απέρριψε το κονδύλιο της αγωγής που αφορά αποζημίωση απολύσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως της αγωγής, καθώς και ως ουσία αβάσιμα τα λοιπά κονδύλιά της, έκανε δεκτή την αγωγή μόνο ως προς το κονδύλιο της για καθυστερούμενες ποσοστιαίες  αμοιβές του, και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ισόποσο των 28.998,07 δολαρίων ΗΠΑ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της και τους διαλαμβανόμενους σαυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την παραδοχή της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.

Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων νοείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας, δηλαδή της πολιτειακής εξουσίας να ασκήσει τη δικαστική της λειτουργία προς το σκοπό πραγμάτωσης της έννομης τάξης, που προσνέμεται σε ορισμένο είδος δικαστηρίων ή σε συγκεκριμένο δικαστήριο για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών. Υπό την έννοια της πρώτης διάκρισης γίνεται λόγος για υλική και υπό την έννοια της δεύτερης για τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων (Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 32, σελ. 15 επομ.). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατανέμεται αποκλειστικά από το νομοθέτη με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς που εξαρτάται είτε από την αξία του ή τη φύση και το είδος της, σε συνδυασμό προς τη δυσχέρεια της διάγνωσής της (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 14, αρ. 1, σελ. 128 – 129) είτε από συνδυασμό των παραγόντων αυτών (βλ. άρθρο 14 ΚΠολΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα (ή δωσιδικία: η αυτή έννοια από την άποψη όχι πλέον του δικαστηρίου αλλά του διαδίκου ή της διαφοράς), όταν καθορίζεται νομίμως, όταν δηλαδή δεν παρεμβάλλεται συμφωνία των διαδίκων που την παρεκτείνει, κατανέμει τις αγωγές και γενικότερα τις υποθέσεις αστικής φύσεως σε ατομικά ορισμένο υλικά αρμόδιο δικαστήριο με κριτήριο την τοπική περιφέρειά του και τη σχέση προς αυτήν της υποθέσεως ή των διαδίκων (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, § 71, σελ. 156 επομ.) και, ανάλογα με το εύρος των διαφορών που αφορά, διακρίνεται σε γενική, στην οποία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, πλην εκείνων για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία και σε ειδικές δωσιδικίες είτε αποκλειστικές έναντι της γενικής είτε συντρέχουσες με αυτήν κατά την επιλογή του ενάγοντος (Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Α, 1972, σελ. 215). Για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υπόθεσης προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειμενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγομένου ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 100). Η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του αμυνόμενου εναγομένου αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδήλωσής της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επίθεσης του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης (Κ. Κεραμέας, ο.π., αρ. 40, σελ. 50, Κ. Μπέης, σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, Ι, Γενικό Μέρος, 1999, 16.3.1.1, σελ. 262, Ν. Κατηφόρης, Τελολογικοί στόχοι και αξιολογικές σταθμίσεις στη ρύθμιση των αποκλειστικών δωσιδικιών κατά τον ΚΠολΔ, 2005, σελ. 29). Αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της διαφοράς (Ν. Νίκας, ο.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170), δηλαδή με κριτήρια όμοια με αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Διάκριση της αρμοδιότητας αποτελεί και η λειτουργική τοιαύτη, η οποία εκφράζει την εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 303) και κύρια νομοθετική έκφανσή της αποτελεί ο δημοσίας τάξης κανόνας «των δύο βαθμών δικαιοδοσίας», που καθιερώνεται στο άρθρο 12 του ΚΠολΔ υπό την έννοια της δυνατότητας διπλής κρίσης της αυτής διαφοράς από πρωτοβάθμιο και υπερκείμενο δικαστήριο. Κατά τη βούληση του νομοθέτη, που διατυπώνεται τότε σε ειδικό νομοθέτημα, η εξουσία αυτή μπορεί να αναφέρεται κάποτε και σε συγκεκριμένο τμήμα ορισμένου δικαστηρίου, οπότε η προσνομή (λειτουργικής) αρμοδιότητας στο τμήμα αυτό καθιστά (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα του ιδίου, καταρχήν, δικαστηρίου (Αθ. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα – ειδικότερα η λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, του τμήματος πνευματικών διαφορών και του τμήματος κοινοτικών σημάτων, του κτηματολογικού δικαστή, καθώς και του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων, σε ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [573]), που άλλως θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Περίπτωση τέτοιας ειδικής νομοθεσίας αποτελεί το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 207/16.12.1993), με την § 1 του οποίου, και προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές, συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύστασή του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων (Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 = ΠειρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47). Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδίκασης των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238]). Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 = Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ. 442/2014, ΜονΕφΠειρ. 228/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος Ι, 1996, σελ. 45 επομ. [57]). Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η.3.1994 κατά την § 9 εδαφ. δ αυτού (ΕφΠειρ. 145/2006, ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διάταξης αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ. 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ. 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002, ο.π.) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 του ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1, 2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από, (δηλαδή αιτία έχουν), πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ. 253/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε), μεταξύ των οποίων αναμφίβολα συγκαταλέγονται και οι συμβάσεις ναύλωσης (ΕφΠειρ. 562/1995, ΕΝαυτΔ 1996/2270, βλ. και ΕφΠειρ. 1016/2001 και 1082/2001, σε ΕΝαυτΔ 2002/56 και 209 αντίστοιχα), αφού αυτές ως αντικείμενο έχουν την έναντι ανταλλάγματος χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω ή εν μέρει για θαλάσσιες μεταφορές (βλ. σχετ. Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 247, σελ. 138, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, ΙΙ, 2007, § 114, σελ. 19, Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 27, αρ. 1, σελ. 209, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος [Άρθρα 84 – 189], 2005, άρθρο 107, αρ. 1, σελ. 96, Δ. Μυλωνόπουλου, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2012, σελ. 293), υπό την έννοια της εμπορικής εκμετάλλευσής του (ΕφΑθ. 4969/2001, Δνη 2002/472, ΕπισκΕΔ 2001/1126, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ναυτικές είναι και οι διαφορές που αφορούν το κύρος, την ερμηνεία και την εκπλήρωση ή αναφύονται κατά την ανώμαλη εξέλιξη άλλων συμβάσεων, βοηθητικών της σύμβασης ναύλωσης, όπως είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλώσεων, που κατατείνει στην εξυπηρέτηση του ίδιου οικονομικού σκοπού (της εμπορικής εκμετάλλευσης πλοίου δια της ανεύρεσης ναυλωτή ή εκναυλωτή με σκοπό τη διενέργεια επ’ αμοιβή θαλάσσιων μεταφορών προσώπων ή πραγμάτων), καθόσον, άλλωστε, για τον χαρακτηρισμό μιας υπόθεσης ως ναυτικής δεν αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, αναγκαία προϋπόθεση η ενασχόληση των υποκειμένων της αντιδικίας με το θαλάσσιο εμπόριο (ΕφΠειρ. 403/2002, ΕΝαυτΔ 2002/129), καθώς αρκεί η μεταξύ τους διαφορά να έχει αιτία (να πηγάζει από) την χρησιμοποίηση του πλοίου για εμπορικό σκοπό. Επομένως, στο πλαίσιο της τέτοιας (οικονομικής – εμπορικής) χρησιμοποίησης του πλοίου εντάσσεται και η σύμβαση διαμεσολάβησης στη σύναψη ναυλοσυμφώνου, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε εξ αυτού ή εξ αφορμής του διαφορά μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της, ναυλωτή ή εκναυλωτή εμπορικού πλοίου, να είναι ναυτική κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, καθόσον μάλιστα για τη δικανική διάγνωση και αυτής είναι αναγκαίες οι ειδικές γνώσεις και η δικαστική εμπειρία που είναι απαραίτητες και για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των μερών στη σύμβαση ναύλωσης. Το γεγονός ότι η δραστηριότητα (διαμεσολάβηση στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλοσυμφώνου), από την οποία ανακύπτει η διαφορά, αναπτύσσεται στην ξηρά δεν ασκεί έννομη επιρροή για το χαρακτηρισμό της ως ναυτικής, δεδομένου ότι η νομοθετική ρύθμιση καταλαμβάνει και συμβατικές σχέσεις που εξελίσσονται σε χερσαίο χώρο, αρκεί να σχετίζονται με εμπορικό πλοίο ή με πράξεις θαλάσσιου εμπορίου (βλ. γνμδ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 235). Ο χαρακτήρας της διαφοράς μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της ως ναυτικής δεν παραλλάσσει έστω και αν στη δίκη κατάγεται συμβατική αξίωση ή υποχρέωση της πρώτης, που γενεσιουργό αιτία έχει τη δράση υπαλλήλου της, από την οποία αυτή, αντιστοίχως, είτε αντλεί οφέλη αποκομίζοντας κέρδος από το προϊόν της εργασίας του είτε υφίσταται τις αστικές συνέπειες του πταίσματός του, που καταλογίζονται στην ίδια κατ’ άρθρο 334 του ΑΚ. Όταν η διαφορά ανακύπτει μεταξύ της διαμεσολαβούσας σε ναυλώσεις πλοίων, δηλαδή σε πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, επιχείρησης και υπαλλήλου της, απασχολούμενου σ’ αυτήν με σύμβαση εξαρτημένης (χερσαίας) εργασίας και αιτία έχει την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης αυτής, κρίσιμο για την υπαγωγή της στην έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 αποβαίνει το αντικείμενο της παρεχόμενης εργασίας και το περιεχόμενο της συμβατικής υποχρέωσης εκάστου συμβαλλομένου, η επικαλούμενη παραβίαση της οποίας υπήρξε η αιτία της αντιδικίας. Εφόσον για την επάρκεια της συμβατικής παροχής του εργαζομένου απαιτείται ανάλυση και εκτίμηση της κατάστασης και των τάσεων της σχετικής αγοράς (ναυλαγοράς), σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο και στο βαθμό που το αντικείμενο της εργασίας του μισθωτού συνίσταται στον, για λογαριασμό του εργοδότη, εντοπισμό ευκαιριών κερδοφόρας συναλλαγής και στην προσέλκυση ενδιαφερομένων για τη ναύλωση ή την εκναύλωση πλοίου για εμπορικό σκοπό, στη διαπραγμάτευση των όρων της σκοπούμενης σύμβασης με βάση τις διατάξεις της ειδικής εμπορικής νομοθεσίας, τα ναυτικά συναλλακτικά ήθη και τις ιδιαίτερες, στο συγκεκριμένο τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας επικρατούσες, εμπορικές αντιλήψεις, στην παρακολούθηση της συμβατικής εξέλιξης και στη συμμετοχή στο διακανονισμό, με βάση και τις σχετικές διεθνείς συνήθειες, των αμφισβητήσεων που ενδεχομένως ανακύψουν μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναύλωσης, που μετέχουν στη θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα που αναπτύσσεται με επίκεντρο το πλοίο, το δε παρεχόμενο στον υπάλληλο αντάλλαγμα του εργοδότη για το αποτέλεσμα της εργασίας του αυτής αποτιμάται με βάση τα ιδιαίτερα οικονομικά συμφέροντα που στο συγκεκριμένο κύκλο συναλλαγών εξυπηρετούνται και καθορίζεται [και] με βάση διεθνώς αποδεκτή στις ναυτικές συναλλαγές πρακτική, είναι αναμφίβολο ότι η εκ της παροχής της εν λόγω εργασίας ή η επ’ αφορμή της αναφυόμενη διένεξη μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου έχει ναυτική την καταγωγή και προκαλεί ως εκ τούτου την εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 51 § 3Α του Ν. 2172/1993, αφού κατ’ουσίαν σχετίζεται με την οικονομική χρησιμοποίηση πλοίου, κατ’ αποτέλεσμα επηρεάζεται από το οικονομικό εξ αυτής όφελος και από τη φύση της προϋποθέτει, για τη διάγνωσή της, ειδικές γνώσεις των (πραγματικών, νομικών και οικονομικών) δεδομένων της συγκεκριμένης ναυτικής συναλλαγής (Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2016, σελ. 201), προς εξυπηρέτηση, άλλωστε, της οποίας συνάπτεται τελικά η σύμβαση εργασίας, εξ ης απορρέει η διαφορά. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι ο νόμος για να διευκολύνει την κρίση υπαγωγής ή μη μιας διαφοράς στη λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, απαριθμεί ενδεικτικά τις αιτίες από τις οποίες μπορεί να προκύψουν ναυτικές διαφορές (51 παρ. 3 εδαφ. Β περ. α – ιζ του Ν. 2172/1993). Στον κατάλογο αυτόν καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3 του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές, οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου κ.λπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου, από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης, της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα, ή εκ του νόμου. Ναυτικές είναι και οι διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, δηλαδή γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, αδιακρίτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα του. Ο όρος νομικό γεγονός δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά το νομικό γεγονός που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου και του θαλασσίου εμπορίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια, η οποία εκτέθηκε ανωτέρω, ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά, ώστε να κριθεί από Δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 253/2016 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, Πολυχρόνης Τσιρίδης, «Η ποινική δικαιοδοσία των πειραϊκών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών επί αδικημάτων σχετικών με ναυτικές διαφορές ή τελουμένων επί πλοίου», ΠειρΝομ.1/2013 σελ.6, Α.Αντάπασης, ΕΕμπΔ 2015, σελ.233 και εκεί αναφερόμενη θεωρία και νομολογία]. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 § 2 και 614 § 3 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ποσού δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 παρ.3 και 621 του ΚΠολΔ, κάθε διαφορά, από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, μεταξύ των εργοδοτών και των υπ’αυτών προστηθέντων και των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. σχετ. ΑΠ 182/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος,  όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ.2 του ΚΠολΔ, το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, και χωρίς την υποβολή με την έφεση ειδικού παραπόνου, τόσο την ιδία αυτού υλική αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, (η κατά τόπον αναρμοδιότητα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσβάλλεται μόνο με σχετικό λόγο έφεσης και δεν ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Εφετείο, όπως αντίθετα συμβαίνει για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα-ΕφΠειρ 124/2016 ΝΟΜΟΣ), και εάν κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν υλικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, υποχρεούται, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 46 Κ.ΠολΔ. Έτσι, αν η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανιστεί, κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης ή και αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, λόγω καθ` ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τα άρθρα 46 και 535 παρ.2α του ΚΠολΔ, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης. Η παραπομπή δε στην περίπτωση αυτή είναι υποχρεωτική, κατά την άνω διάταξη, η οποία αναφέρεται ειδικώς σ` αυτήν και αποκλείεται η κατ` εφαρμογήν της παρ.1 δυνατότητα διακράτησης της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου, κατά τις παραγράφους 5 στοιχείο α΄ και 6 του άρθρου 51 του ν. 2172/1993, διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιώς και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του παραπάνω άρθρου 46 του ΚΠολΔ για την παραπομπή από αναρμόδιο σε αρμόδιο δικαστήριο (βλ. ΑΠ 1296/2012 Τρ. Νομ. Πλ. Δ,Σ.Α., ΑΠ 1602/2012 Τρ. Νομ. Πλ. NOMOS, ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007 978, ΑΠ 338/2003 ΕλλΔνη 2004 407, ΤρΕφΠειρ 425/2021, ΤρΕφΠειρ 34/2021, Μ.ΕφΠειρ. 488/2023, ιστοσελ. Εφετ.Πειρ, Α. Αντάπαση «Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς» ΕΕμπΔ 2015 σελ. 233).

Στην προκειμένη περίπτωση, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής, προκύπτει ότι η ένδικη διαφορά απορρέει μεν καταρχήν από σύμβαση χερσαίας εργασίας, στα πλαίσια όμως της οποίας διενεργούνταν πράξεις της παραγράφου 3Α του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 (συμβάσεις ναυλώσεως), καθόσον, με βάση τις συμβατικές υποχρεώσεις του, ο ενάγων, ο οποίος  απασχολήθηκε στην εναγόμενη με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως ναυλομεσίτης (broker), υποδείκνυε στην εναγομένη, (η οποία διαμεσολαβεί έναντι αμοιβής για λογαριασμό των πελατών της – πλοιοκτητριών εταιρειών προς κατάρτιση συμβάσεων ναύλωσης των πλοίων τους), τους ενδιαφερόμενους ναυλωτές ή και τις ενδιαφερόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες και διεκπεραίωνε για λογαριασμό της όλη την διαμεσολαβητική εργασία, διαθέτοντας, όπως  υποστηρίζει, εξειδικευμένες γνώσεις και προϋπηρεσία στο συγκεκριμένο απαιτητικό αντικείμενο, καθώς και προσωπικές γνωριμίες, επαφές και διασυνδέσεις με ανθρώπους του χώρου σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες του επέτρεπαν τον εντοπισμό ευκαιριών κερδοφόρας συναλλαγής και την προσέλκυση νέων πελατών, πλοιοκτητών ή ναυλωτών, καθώς και τη διαπραγμάτευση των όρων της σκοπούμενης ναύλωσης με βάση τις διατάξεις της ειδικής εμπορικής νομοθεσίας, τα ναυτικά συναλλακτικά ήθη και τις ιδιαίτερες, επικρατούσες στο συγκεκριμένο τομέα, εμπορικές αντιλήψεις, την παρακολούθηση της συμβατικής εξέλιξης και τη συμμετοχή στο διακανονισμό των αμφισβητήσεων που ενδεχομένως ανέκυπταν μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναύλωσης. Με τα χαρακτηριστικά αυτά η σύμβαση εργασίας του ενάγοντα ταυτίζεται ουσιαστικά εν πολλοίς με το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της  εναγομένης ως διαμεσολαβήτριας μεταξύ  πλοιοκτητών και ναυλωτών με σκοπό την σύναψη επικερδών ναυλοσυμφώνων και ο μισθός του, ανερχόμενος μηνιαίως σε ελάχιστο καθαρό ποσό, αλλά κυρίως σε υψηλό ποσοστό επί της αμοιβής της εναγομένης, καθορίζεται με βάση την επικρατούσα στην αγορά πρακτική για την αμοιβή των ναυλομεσιτών. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν στην πραγματικότητα τη σύμβαση της (χερσαίας) εργασίας του ενάγοντα εξυπηρετική νομικών πράξεων σχετικών με το θαλάσσιο εμπόριο και την οικονομική χρησιμοποίηση πλοίου και την εντάσσουν στην έννοια της ναυτικής διαφοράς του άρθρου 51 παρ.3 του ν.2172/1993, όπως η έννοια αυτή παρατίθεται στην μείζονα σκέψη. Κατά συνέπειαν, ανεξαρτήτως της νομικής βάσης της αξίωσης, της οποίας ζητείται η δικαστική προστασία, για τη δικαστική εκτίμησή της, πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας. Επομένως, ανεξάρτητα από την νομική της βάση, εφόσον πηγάζει, κατά την ευρύτατη έννοια που προεκτέθηκε, ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και ως εκ τούτου, αρμόδιο για την εκδίκασή της σε πρώτο και δεύτερο βαθμό είναι κατά τα προεκτεθέντα τα αντίστοιχα τμήματα του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς. Το δε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι είχε λειτουργική καθ΄ύλην αρμοδιότητα για την εκδίκασή της και, διακρατώντας την υπόθεση στο τμήμα των εργατικών διαφορών, στο οποίο εισήχθη, εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, αντί να κηρυχθεί καθ` ύλην αναρμόδιο και να παραπέμψει την υπόθεση,  κατ` άρθρο 46 ΚΠολΔ, στο καθ` ύλη αρμόδιο τμήμα των Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου, ήτοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων.

Συνακόλουθα, ενόψει του ότι η διαδικαστική αυτή προϋπόθεση της καθ` ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του εκ του άρθρου 522 ΚΠολΔ, μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, πρέπει, και χωρίς προς τούτο ειδικό παράπονο της εκκαλούσας, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια και τις διατάξεις της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθισταμένης έτσι κατ` αποτέλεσμα δεκτής της κρινόμενης έφεσης (παρελκούσης της έρευνας των λόγων της εφέσεως). Ακολούθως, κατ’ εφαρμογή του  άρθρου 535 παρ.2 εδ. α του ΚΠολΔ, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση, στο έχον αποκλειστική καθ’ ύλην (αλλά και τοπική) αρμοδιότητα, “Τμήμα Ναυτικών Διαφορών” του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να δικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών του άρθρου 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, Ενόψει, δε, του ότι η απόφαση αυτή είναι οριστική, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, να συμψηφισθούν εν όλω μεταξύ τους, γιατί η ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν  την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 414/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση

Παραπέμπει  την  ένδικη από 31-12-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2020) αγωγή, προς εκδίκαση, στο αρμόδιο καθ΄ ύλην (και κατά τόπο) τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  25 Ιανουαρίου 2024, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ.,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ