Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 43/2024

Αριθμός     43/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Σταύρο Κατσούλη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Δημήτριο Καλλίγερο, 2) ……….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Δημήτριο Χρυσάφη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ), 3) …….. 4) ………και 5) ………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Καλλίγερο.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.1.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2013) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  123/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 12.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2022-…./2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος και των 1ου, 3ου, 4ης και 5ης εκ των εφεσιβλήτων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του 2ου εκ των εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  ανεπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  με  αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του  Εφετείου Πειραιώς ……../2022  έφεση  κατά της υπ΄αριθμόν  123/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε  κατά την  τακτική   διαδικασία,  αντιμωλία των διαδίκων,  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  13-1-2020  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πρωτοδικείου Πειραιά  στις  12-1-2022 δίχως να προηγηθεί επίδοση της απόφασης (άρθρα  495,  511,  513,  516  παρ 1, 517 εδαφ  α,  518  παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής  κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό ………../2022  παράβολο).

Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση ο ενάγων  ιστορούσε ότι  στα πλαίσια αντίκρουσης αγωγής που είχε ασκήσει συγγενικό του πρόσωπο οι δύο πρώτοι των εναγομένων  κατέθεσαν δικόγραφο προτάσεων με προσθήκη αντίκρουση, ενώ  ο τρίτος και η τέταρτη των εναγομένων  έδωσαν ένορκη βεβαίωση  και η πέμπτη εναγόμενη  κατέθεσε  στο ακροατήριο ως μάρτυρας    αναφέροντας   άπαντες  πλήθος συκοφαντικών,  δυσφημιστικών  και  προσβλητικών  για το πρόσωπό  του   γεγονότων  εμφανίζοντας τον σκοπίμως  ανίκανο να διεκπεραιώσει  και να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία και να συνεννοηθεί  για στοιχειώδη ζητήματα   συσχετίζοντας  την  βαρηκοΐα  από την οποία πάσχει  με νοητική υστέρηση.  Ζήτησε δε, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και την προσβολή της προσωπικότητάς του, να αναγνωριστεί, όπως παραδεκτά περιορίστηκε  το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι  να   καταβάλουν  σ’ αυτόν έκαστος  το ποσό των 25.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως  καθώς   και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι  στα δικαστικά του έξοδα. Επί της νομίμου αυτής  αγωγής (άρθρα  57,59, 299, 914,932 ΑΚ και  και 70, 176,191 παρ 2 και 176 ΚΠολΔ) εξεδόθη η εκκαλουμένη με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Ήδη κατά  της απόφασης αυτής βάλλει ο ενάγων    παραπονούμενος     για  εσφαλμένη  ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και  πλημμελή  εκτίμηση των αποδείξεων και  ζητεί   την εξαφάνιση της εκκαλουμένης  και την παραδοχή  της αγωγής του.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης, τις υπ΄αριθμούς …. και …../3-12-2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων, …… και την υπ΄αριθμόν ………/22-10-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά οι οποίες δόθηκαν επιμελεία του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του (βλ υπ΄αριθμούς …. και …../8-10-2018 εκθέσεις επίδοσης του  δικαστικού επιμελητή ………, υπ΄αριθμόν …./10-10-2018  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …….  και υπ΄αριθμούς …./8-10-2018, …../8-10-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……… ) και όλα  τα  έγγραφα  που προσκομίζουν  και επικαλούνται  οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός από την υπ΄αριθμον πρωτ …../2018 βεβαίωση του Δημάρχου Κυθήρων στην οποία βεβαιώνεται ότι ο ενάγων διεκπεραιώνει αυτοπροσώπως κάθε υπόθεσή του στις υπηρεσίες του Δήμου Κυθήρων  και από τις  με ημερομηνία 24-12-2018 και 30-11-2018  βεβαιώσεις  της Εθνικής Τράπεζας της Ελλαδος, και  της Τραπεζας Πειραιώς, αντίστοιχα κατά το μέρος που αναφέρουν ότι ο ενάγων διεκπεραιώνει  αυτοπροσώπως τις συναλλαγές του και συνεννοείται με απόλυτα σαφή τρόπο καθόσον οι βεβαιώσεις αυτές  δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο για την απόδειξη των γεγονότων αυτών, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. Κρίνεται δε, απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι  δεν πρέπει να ληφθούν υποψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε ο ενάγων για το λόγο ότι δεν προέβη σε νόμιμη επικληση αυτών  καθώς   αναφέρει  στο δικόγραφο των προτάσεων ότι προσάγει και επικαλείται γενικά  τα έγγραφα τα οποία προσεκόμισε και επικαλέστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενώ  ενσωμάτωσε στο δικόγραφο των προτάσεων που κατέθεσε και  τις προτάσεις  που είχε καταθέσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα,  από την επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεων που κατέθεσε ο ενάγων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου   προκύπτει ότι στο κείμενο των προτάσεών της κατ΄εφεση δίκης  εμπεριέχεται αυτούσιο και το κείμενο των προτάσεων ενωπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  ενοποιημένο  σε ενιαίο συνολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται  μόνο ως προτάσεις ενώπιον του Εφετείου με αίτημα την παραδοχή της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαιο κείμενο των προτάσεων  από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος κατά την δίκη ενώπιον του Εφετείου. Στην περίπτωση αυτή είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του Εφετείου των εγγράφων τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ΄εφεση δίκης που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης αφού πρόκειται για άμεση επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις  και όχι για έμμεση επίκληση   με αναφορά στις προτάσεις  προηγούμενης  συζητησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη (ΑΠ 956/2021, ΑΠ437/2021, ΑΠ1401/2019). Ως εκ τούτου από τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την από 15-6-2010 και με αριθμό κατάθεσης …/2010 αγωγή που είχε ασκήσει  ο σύζυγος της αδελφής του ενάγοντος, ………… κατά των, μεταξύ άλλων,  ήδη  δύο πρώτων των εναγομένων,  αξίωσε χρηματική  ικανοποίηση  λόγω της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί από την ψευδή και συκοφαντική, κατά τους ισχυρισμούς του, μήνυση που είχε υποβάλει σε βάρος του και σε βάρος του ήδη θανόντα πεθερού του και πατέρα του ενάγοντος, . ……, ο επίσης  ήδη θανών ……,   με την οποία  ο τελευταίος είχε ισχυριστεί  ψευδώς ότι ο …….. από κοινού με τον ………..  είχαν καταπατήσει  κατά το χρονικό διάστημα του  Ιουλίου – Αυγούστου 2005 ακίνητο ιδιοκτησίας του και είχαν  αναθέσει στον τοπογράφο ………. την σύνταξη τοπογραφικού για το ακίνητο αυτό   προκειμένου να το οικειοποιηθούν. Στα πλαίσια αντίκρουσης της αγωγής αυτής επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 1424/2012 απόφαση του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς  με την οποία επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση στον  εκεί ενάγοντα, οι ήδη  δύο πρώτοι των εναγομένων κατέθεσαν δικόγραφο  προτάσεων  με προσθήκη – αντίκρουση και  προσκόμισαν μετ΄επικλήσεως  ένορκες βεβαιώσεις  του τρίτου και  της τέταρτης  των ήδη εναγομένων,  ενώ  εξέτασαν  στο  ακροατήριο ως μάρτυρα  και την ήδη πέμπτη εναγόμενη, ισχυριζόμενοι  τα ακόλουθα  προκειμένου να δικαιολογήσουν την καταγγελία  που είχε υποβάλει ο ………..  εναντίον και του ………….. Συγκεκριμένα, ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος είναι αδελφός του ενάγοντος  βεβαίωσε ενόρκως στις 9-11-2011 ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων ………..  και  προς τούτο συντάχθηκε η υπ΄αριθμόν ……../2011 ένορκη βεβαίωση  τα  ακολουθα: « Το Καλοκαίρι του έτους 2005, ο πατέρας μου …. και ο αδελφός μου …. μπήκαν και όργωναν το χωράφι αυτό, γιατί το διεκδικούσαν για δικό τους, ενώ ταυτόχρονα ανέθεσαν στον μηχανικό ……… να το τοπογραφήσει για λογαριασμό τους … ΄Όπως έμαθα από τον …….. και τον ……, ο πρώτος επισκέφθηκε τότε τον παραπάνω μηχανικό, με την σύζυγο του, για να  ζητήσουν εξηγήσεις από τον μηχανικό που τοπογράφησε το κτήμα τους και αυτός είπε ότι τον επισκέφθηκε και του ανέθεσε την εργασία αυτή ο ……… με τον «…….». Ο …. γνωρίζοντας ότι ο αδελφός μου ……. είναι εκ γενετής κωφός και κάθε συνεννόηση μαζί του πολύ δύσκολη…θεώρησε  ότι αναφέροντας  ο μηχανικός «……..» εννοούσε τον γαμβρό μου …. ……….. Έτσι ο ξάδελφός μου, πιστεύοντας ότι και ο γαμβρός μου εμπλεκόταν στην υποθέση αυτή, υπέβαλε τη μήνυση που έκανε και εναντίον του, ενώ άφησε έξω απ΄αυτήν τον αδελφό μου ….. τον λυπόταν που ήταν ανάπηρος….. Επειδή εγώ έχω παντρευτεί από χρόνια και έχω αποχωρήσει από την οικογένειά μου ο πατέρας μου (που πέθανε) αλλά και η μητέρα μου ήταν αγρότες  και αγράμματοι, ο δε αδελφός μου ……. εκ γενετής κωφός , όπως προανέφερα, από τότε που ο ………  παντρεύτηκε την αδελφή μου ….., αυτός πλέον κανει κουμάντο και αυτόν οι δικοί μου ρωτούν και συμβουλεύονται πάντοτε  για κάθε θέμα που αφορά την οικογένειά μας και μάλιστα περιουσιακό. …. Επειδή δεν γνωρίζω πολύ καλά τα γεγονότα και το χαρακτήρα του ξαδέλφου μου αυτού, αποκλείω κάθε περίπτωση να ήθελε ο ξάδελφός μου να μηνύσει τον γαμπρό μου για μια πράξη που δεν έκανε ή να τον συκοφαντήσει και να τον εκθέσει στην υπηρεσία του». Η τέταρτη των εναγομένων βεβαίωσε ενόρκως στις 10-11-2011 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ….. και συντάχθηκε η υπ΄αριθμόν …../2011 ένορκη βεβαίωση τα παρακάτω: «Όταν τον Αύγουστο του 2005 μεταβήκαμε για διακοπές στα Κύθηρα, διαπιστώσαμε ότι κάποιος είχε μπεί στα χωράφια αυτά και τα είχε οργώσει …. Ρωτώντας ο σύζυγός μου ιδιοκτήτες αγρών της γύρω περιοχής, όπως τον …… (ήδη δεύτερο εναγόμενο) του είπαν ότι είδαν τον ….. με τον γιό του ……. να καλλιεργούν με τρακτέρ τα χωράφια αυτά και επιπλέον τον μηχανικό ……….. να τα τοπογραφεί. Αμέσως επισκεφθήκαμε με τον σύζυγό μου τον εν λόγω  μηχανικό στο γραφείο του … Αυτός μας είπε ότι πρίν λίγες  ημέρες τον είχε επισκεφθεί ο ……. …. με τον «….» οι οποίοι του ανέθεσαν τη τοπογράφηση αυτή …. Ποτέ δεν φανταστήκαμε  ούτε μία στιγμή, ότι ο τοπογράφος, αναφερόμενος στον «….» εννοούσε τον γιό του ……, ο οποίος και αυτός  μεν λέγεται …. πλην όμως  αντιμετωπίζει  σοβαρό πρόβλημα αναπηρίας  γιατι είναι εκ γενετής κωφός με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται και να μην μπορεί να συνεννοηθεί ώστε να είναι ικανός  να δώσει οδηγίες  για την τοπογράφηση ενός ακινήτου. Πέρυσι … έκπληκτοι ακούσαμε να μας εξηγεί (ο τοπογράφος) ότι όταν τότε (το 2005) μας ανέφερε για «…………» εννοούσε τον κωφό ………. και όχι τον ………..! … Για το παραπάνω επεισόδιο του καλοκαιριού του 2005 ο σύζυγός μου δεν θέλησε να κάνει μήνυση κατά κανενός … αναγκασθήκαμε πλέον να υποβάλει μήνυση εναντίον τους,, πλην όμως  δεν μήνυσε και τον …….,  γιατί τον λυπόταν λόγω της αναπηρίας του ….. Όταν όμως η καταπάτηση των αγρών επαναληφθηκε τον Οκτώβριο του ιδίου έτους αναγκασθήκε πλέον να το κάνει και πάλι όμως μη μηνήυοντας τον …….. επειδή τον λυπόταν που ήταν ανάπηρος … ο ……..  βρισκόταν στα Κύθηρα και το γνωστό σε όλους τους συγγενείς  και γνωστούς ότι η οικογένεια του …………. σε όλα τα θέματα της συμβουλεύεται και καθοδηγείται από τον γαμβρό του …….. …».  Η πέμπτη των  εναγομένων εξεταζόμενη ενόρκως κατά την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής στις 2-12-2011 κατέθεσε τα εξής: « Του 2005, το επίμαχο έτος. Βρήκε λοιπόν το οικόπεδο αυτό οργωμένο και του είπαν ότι γίνονται και τοπογραφικά σχέδια. Ποίος το έκανε αυτό, η οικογένεια ….. Απευθύνθηκε λοιπόν στον τοπογράφο από όσο  ξέρω  και του λεει ότι ναι ήταν εδώ, έκαναν δηλαδή τοπογραφήσεις ο …. και ο …., σημειωτέον ότι …. και ……..  ο γαμπρός  δηλαδή ο αδελφός  της …  το μικρό όνομα συμπίπτει. Πλην όμως  ο ενας εξ αυτών  είναι κωφός εκ γενετής  και έχει μία αδυναμία στην συνεννόηση και ασχολείται με αγροτικές δουλειές . Ο δε ……… που λέμε είναι υπερήλικας, είναι ο πατέρας. Θεώρησε λοιπόν στο άκουσμα .  … αφού ο άλλος  αδελφός  είχε απομακρυνθει και ότι επειδή θα υπήρχε μία αδυναμία  συνεννόησης  με τον τοπογράφο στο όνομα του … και … θεώρησε ότι ο …… εννόησε μάλλον άμέσως στο άκουσμα αυτό ότι είναι ο …….. …..Στην ερώτηση δε του δικηγορου: Ο άλλος δεύτερος ….  που υπάρχει στην οικογένεια, ο ……. τι πρόβλημα αντιμετωπίζει και αν μπορεί να συνεννοηθεί κάποιος μαζί του; Απάντησε : είναι εκ γενετής κωφός, ασχολείται με αγροτικές …  και στην ερώτηση: Μπορεί να μιλήσει ή διαβάζει τα χείλη; Απάντησε: «δεν έχω ακούσει  ιδιαίτερα. Δηλαδή αν είναι τοπογράφος εδώ και εκείνος εκεί ….» σε επόμενη ερώτηση του δικηγόρου: Μπορεί να δώσει εντολές, μπορεί να δώσει αυτός ο άνθρωπος  εντολές σε ένα τοπογράφο που να πάει και τι να κάνει και να συνεννοηθεί μαζί του; Απάντησε «Απ΄όσο ξέρω όχι». Σε επόμενη ερώτηση: Αρα λοιπόν και εσάς το μυαλό όταν σας έλεγε ο τοπογράφος ότι ήρθε ο …….. με τον …….. που θα πήγαινε το μυαλό σας; Απάντησε: Εμένα θα πήγαινε εκεί. Και στην ερώτηση: Αναγκάσθηκε σε αυτή τη μήνυση γαιτί δεν έβαλε μέσα στον …….. έβαλε μέσα τον ……. και τον κύριο ……. δεν έβαλε όμως τον ……… τον ανάπηρο, γιατί δεν τον συμπεριέλαβε; Απάντησε «για λόγους ευνόητους». Και σε επόμενη ερώτηση: Τον …… γιατί δεν τον έβαλε ο κος ……..; Απάντησε: για λόγους ανθρωπισμού και στην ερώτηση : επειδή ήταν ανάπηρος; Απάντησε : εντάξει. Εξάλλου, ο  ήδη πρώτος εναγόμενος (………) κατέθεσε  στη δίκη εκείνη από κοινού με τον ήδη θανόντα ………  το  με ημερομηνία 11-11-2011  κοινό δικόγραφο  Προτάσεων  με Προσθήκη Αντίκρουση στο οποίο  ο ……..   ανέφερε: Α) στη σελίδα 5 των Προτάσεων : «πλην όμως επειδή εγώ εγνώριζα ότι ο ………. είναι εκ γενετής κωφός, μάλιστα για το λόγο αυτό είναι συνταξιούχος αναπηρίας με συνέπεια η οποιαδήποτε συνεννοηση μαζί του να είναι από δυσχερέστατη έως αδύνατη καθώς και ότι ο προαναφερόμενος πατέρας του, ……..  ήταν 80ετής και αγράμματος θεώρησα καλόπιστα ότι η παραπάνω αναφορά του εν λόγω τοπογράφου μηχανικού στον «….» αφορούσε τον ενάγοντα …….. …. αυτός ήταν  ο ιθύνων νούς … ο οποίος έτσι συμβουλεύει,  καθοδηγεί και κατευθύνει ως προς όλα τα θέματα και μάλιστα  τα περιουσιακά την εν λόγω οικογένεια η οποία και ενεργεί βέβαια ανάλογα. Αλλωστε ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό τότε, ότι ήταν ποτέ δυνατόν ένας 80ετής αγράμματος αγρότης (………) να επισκέφθηκε με τον κωφό γιό του «…..» ένα τοπογράφο μηχανικό για συνεννόηση, υπόδειξη και τοπογράφηση ακίνητης περιουσίας …»  Β) στην σελίδα 9 των Προτάσεων (ανέφερε) :   Επίσης, η σύζυγος του α΄από εμάς ………. ήταν παρούσα και ως εκ τούτου έχει προσωπική αντίληψη της εσφαλμένης αντίληψης  που μας δημιουργήθηκε, όταν ο τοπογράφος- μηχανικός ………. μας δήλωσε ότι τον επισκέφθηκε στο γραφείο του ο ………. με τον «…..» και του ζήτησαν να τοπογραφήσει  τα ακίνητά μας, με συνέπεια εμείς να εκλάβουμε τότε, ότι ως «……….» εννοούσε τον ενάγοντα που είναι γαμβρός του …… αφού ο γιός του ……..  είναι κωφός εκ γενετής  και ανίκανος για μια τέτοια συμφωνία, ως εκ τούτου δεν πέρασε από το μυαλό μας , ότι θα μπορούσε να εννοούσε αυτόν …. ». Γ) στην σελίδα 11 των Προτάσεων  (ανέφερε): «μου δημιούργησε την πεποίθηση ότι ως «…..» ο εν λόγω μηχανικός εννοούσε τον ενάγοντα (……) γαμβρό του …….. και όχι τον εκ γενετής κωφό – ανάπηρο γιό τούτου. Μάλιστα η πεποίθησή μου αυτή ήταν εύλογη και εκ του γεγονότος  που εγνώριζα ότι δηλαδή ο ενάγων είναι ο ιθύνων νούς της οικογένειας του ……. για όλα τα θέματα που την απασχολούν ότι αυτόν αποκλειστικά συμβουλεύονται και ότι έτσι καθοδηγούμενοι ενεργούν …». Δ) στην σελίδα 12 των Προτάσεων  (ανέφερε): «ότι ο πρώτος από μας αποκλειστικά και μόνο από λόγους επιείκειας και αναγνωρίσεως του προβλήματος ασθενείας (εκ γενετής κωφός) του ………, δεν τον συμπεριέλαβε στην κρίσιμη μήνυσή μου αν και ήταν συναυτουργός ..». Ε) στην σελίδα 21 των Προτάσεων  (ανέφερε): «Ο εξετασθείς  με ένορκη βεβαίωση μάρτυρας του αντιδίκου μου – κουνιάδος του, ……. όπως είχε αναφερθεί κατ΄επανάληψη και βεβαιώνεται και από τους εξετασθέντες  με ένορκη βεβαίωση μάρτυρές μου – και ιδιαίτερα τον αδελφό του ……….- είναι εκ γενετής κωφός, δεν ομιλεί και φυσικά δεν αντιλαμβάνεται ευχερώς το περιβάλλον. … Ενόψει των προαναφερομένων και μόνο, ας κριθεί το περιεχόμενο  της ένορκης βεβαώσεως του ενώ είναι βέβαια προφανές και υπο ποίες συνθήκες ελήφθη αυτή (!) παρ΄ότι δε εγώ, από λόγους συμπόνοιας  για την αναπηρία του αυτή, δεν τον συμπεριέλαβα στην μήνυσή μου ο αντίδικος τον χρησιμοποιεί ως μάρτυρά του …», ενώ στο δικόγραφο της Προσθήκης – Αντίκρουσης ο ήδη πρώτος εναγόμενος (…..) ανέφερε από κοινού με τον ομόδικό του (……..) :  « ο …… είναι εκ γενετής κωφός , δεν ομιλεί και δεν αντιλαμβάνεται ευχερώς το περιβάλλον.» Επιπρόσθετα, ο ήδη δεύτερος εναγόμενος (……..) στην δίκη εκείνη είχε καταθέσει ξεχωριστό  με ημερομηνία 9-11-2011 δικόγραφο προτάσεων με προσθήκη αντίκρουση στο οποίο ανέφερε τα εξής: Α) στην σελίδα 4-5 των Προτάσεων: «Τον Αύγουστο όμως του έτους 2005 ο ………. θεώρησε ότι ο ως άνω τοπογράφος εννοούσε με το όνομα «Γιώργος» τον εναγόμενο ……… και όχι τον υιό του ……. αφού ο ……….. είναι εκ γενετής κωφός και είναι δύσκολο να συνεννοηθεί κάποιος μαζί του ….. Λαμβάνοντας δε υπόψιν ότι α) ο …….. ήταν 80 χρονών και αγράμματος …. Β) ότι ο ενάγων ήταν γαμβρός του ……… και μάλιστα με μεγάλη επιρροή στον πεθερό του …» Β) στην σελίδα 6 των Προτάσεων : « Τα ανωτέρω αναφερθέντα αποδεικνύονται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά μας ………..» Γ) στην σελίδα  8 του δικογράφου των Προτάσεων  γίνεται αναφορά και  επίκληση  της ένορκης βεβαίωσης που έδωσε  η ήδη τέταρτη εναγόμενη καθώς αναφέρεται : «Επίσης η ……… σύζυγος του συνεναγομένου μου …… κατέθεσε ενόρκως ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων …….., ότι  ήταν παρούσα και ως εκ τούτου   έχει προσωπική αντιληψη της εσφαλμένης αντιλήψέως  που δημιουργήθηκε  στον …….. …. Με συνέπεια ο ……. και η σύζυγός του να εκλάβουν ότι ως … εννοούσε τον ενάγοντα – γαμβρό του ………… αφού ο γιός  του … είναι κωφός εκ γενετής και ανίκανος για μία τέτοια συμφωνία ως εκ τούτου δε δεν πέρασε καν από το μυαλό τους ότι θα μπορούσε να εννοούσε αυτόν ως «….» …» . Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι εναγόμενοι θέλοντας να δικαιολογήσουν τον μηνυτή …….. που θεώρησε ότι όταν ο τοπογράφος ……. ανέφερε σ΄ αυτόν, κατόπιν ερωτήσεώς του, ότι έλαβε εντολή για σύνταξη τοπογραφικού από τον …….. και τον …., όπως ο ίδιος (……….) είχε αναφέρει σ΄ αυτούς, εννοούσε  (ο τοπογράφος) τον ……. και όχι τον ……… και επομένως, κατεμήνυσε (ο …………) τον ….. … από πλάνη και όχι από δόλο, εμφάνισαν τον …….., ηλικίας τότε  58 ετών, ως εντελώς ανίκανο να προβεί σε ενέργειες  για την προστασία της περιουσίας του μεταξύ των οποίων και η ανάθεση εντολής σε τοπογράφο για σύνταξη τοπογραφικού και υπόδειξη των ορίων του ακινήτου του  και γενικά  ανίκανο  να συνεργαστεί με τρίτο πρόσωπο  για  να ζητήσει λύση για το πρόβλημα που τον απασχολούσε και ένεκα της ανικανότητας  αυτής  όλες τις απαιτούμενες  ενέργειες  είχε αναλάβει  ο γαμβρός του ….., ο  οποίος  και  κατηύθυνε τις  ενέργειες  της  οικογένειας. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ο ενάγων (……) πάσχει εκ γενετής  από βαρεία κώφωση για την οποία χρησιμοποιεί ακουστικό και εξαιτίας της οποίας απαλλάχθηκε από την υποχρέωση στράτευσης. Δύναται, ωστόσο,  να επιμελείται αυτοπροσώπως των υποθέσεών του χωρίς βοήθεια τρίτων και να διαχειρίζεται την περιουσία του ανταποκρινόμενος στις υποχρεώσεις του έναντι των υπηρεσιών. Ειδικότερα, έχει τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο με βαθμό 7,  μεταβαίνει αυτοπροσώπως στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του και υποβάλλει μηνύσεις σε βάρος όσων καταπατούν τα δικαιώματά του εκθέτοντας με σαφήνεια τις άδικες πράξεις που έχουν τελεσθεί σε βάρος του  δίδοντας και συμπληρωματικές καταθέσεις αυτοπροσώπως εφόσον χρειασθεί  ενωπιον των αρμοδιων αστυνομικών οργάνων (βλ  με ημερομηνία  8-12-2005, 26-1-2006,5-3-2006 και 19-4-2006 αποσπάσματα του βιβλίου συμβάντων για  μηνύσεις για κλοπή  και  φθορά ξένης ιδιοκτησίας), δίδει ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογραφου  για την προστασία δικαιωμάτων συγχωριανών του χωρίς την βοήθεια τρίτου προσώπου  (βλ υπ΄αριθμούς ……../2011 ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογραφου …….), συμβάλλεται αυτοπροσώπως σε εμπράγματες δικαιοπραξίες και συντάσσονται συμβόλαια  (βλ υπ΄αριθμόν ………/2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κυθήρων  ……… γονικής παροχής, υπ΄αριθμόν ……./2005 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Κυθήρων ……, υπ΄αριθμόν ……/2012 συμβόλαιο της αυτής συμβολαιογράφου) δίχως η εγκυρότητα των συμβολαίων αυτών να έχει αμφισβητηθεί λόγω μερικής ή ολικής  δικαιοπρακτικής  ανικανότητας  αυτού,  είναι κάτοχος αδείας οδήγησης επιβατικού οχήματος, καθώς και  αδείας γεωργικού ελκυστήρα  (βλ υπ άριθμόν …../2011 άδειας του Υπουργείου Γεωργίας), είναι κάτοχος άδειας χρήσεως δίκαννου, είναι κατοχος άδειας για θήρα (βλ υπ΄αριθμον 19,20/2010 άδεια της Δασικής Αρχης Κυθηρων), διετέλεσε Κοινοτικός Σύμβουλος από 1-1-1995 μέχρι 31-1-1998 και  διατηρεί λογαριασμούς σε Τράπεζες. Επίσης,  καταθέτει ως μάρτυρας   εξεταζόμενος ενώπιον  αστυνομικών οργάνων χωρίς την βοήθεια άλλου προσώπου (βλ με ημερομηνια 8-12-2005 ένορκη εξέταση ενωπιον του Αρχιφυλακα ……..) και τον Φεβρουάριο του έτους 2009  δίδει  εντολή στον Πολιτικό Μηχανικό ….. για σύνταξη τοπογραφικού σχεδιαγράμματος ακινήτου του  στη θέση ……… Δ.Δ. ……… Δ.Ν.  Κυθήρων,  ενώ  επί μακρό χρονικό διάστημα διέμενε  στην πατρική οικία με την υπερήλικη μητέρα του την οποία και φρόντιζε μέχρι του θανάτου της που επισυνέβη το έτος 2022.  Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο ενάγων έχει ομολογήσει εξωδίκως όσα περιέλαβαν στα ανωτέρω δικόγραφα και στις καταθέσεις τους   καθώς στην τρίτη σελίδα της με αριθμό καταθ. ……/2011 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που είχε ασκήσει ο ενάγων ανέφερε ότι « … ήθελαν  να με βοηθήσουν για τούτο και μου το παραχώρησαν λογω της αναπηρίας μου (είμαι εκ γενετής κωφός…) ενώ στην Προσθήκη – Αντίκρουση  ανέφερε «.. παράλληλα ήμουν βαρήκοος» αλλά  και ότι «  … γιατί είμαι ανάπηρος με εκ γενετής βαρηκοϊα» και τέλος ότι « ….. αν κατέθεταν τη μήνυση και τις καταγγελίες αυτές εναντίον μου, εναντίον δηλαδή ενός εκ γενετής ανάπηρου και φτωχού συντοπίτη τους …». Ωστόσο, ο ενάγων μέμφεται όσα αναφέρουν οι εναγόμενοι  σχετικά με την αδυναμία του να  αναθέσει σε τοπογράφο την σύνταξη τοπογραφικού σε ακίνητό του  και να υποδείξει τα όρια του  και  την  ανικανότητα του να εκθέσει σε τρίτο το πρόβλημα  που τον απασχολεί  και να ζητήσει λύση και όχι για όσα αναφέρουν σχετικά με την βαρηκοια του. Ως εκ τούτου οι ανωτέρω εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο ενάγων σε δικόγραφο δεν δύναται να θεωρηθούν εξώδικη ομολογία και επομένως η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που επιχειρείται να θεμελιωθεί από τους εναγόμενους  στον ισχυρισμό αυτό είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι  όσα εξέθεσαν  είτε ως διάδικοι είτε ως μάρτυρες  τα ανέφεραν από καθήκον αληθείας στα πλαίσια αστικής δίκης  χρησιμοποιώντας  εκφράσεις που  δεν υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο και δεν είχαν σκοπό εξύβρισης του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον αποδείχθηκε  ότι οι  εναγόμενοι εκ των οποίων ο τρίτος είναι αδελφός του ενάγοντος ενώ οι λοιποί συντοπίτες αυτού, γνώριζαν   ότι ο ενάγων   δεν εμφάνιζε   αδυναμία  να  αναθέσει σε τοπογράφο την σύνταξη τοπογραφικού για  ακίνητό του  και να  υποδείξει τα όρια του, ούτε ανικανότητα στην επικοινωνία του με τρίτα πρόσωπα  και παρά ταύτα κατέθεσαν τα αντίθετα. Εξάλλου, το γεγονός ότι διέμενε με την υπερήλικη μητέρα του η οποία απεβίωσε το έτος 2022  σε ηλικία 87 ετών  αποδεικνύει ότι είχε την ικανότητα να επιμελείται του εαυτού του και της μητέρας του και να φροντίζει τα του οίκου τους αφού η μητέρα του λόγω της ηλικίας της δεν θα μπορούσε ν΄ανταποκριθεί με επάρκεια στις υποχρεώσεις συντήρησης της  οικίας τους και επομένως και εξ αυτού του λόγου προκύπτει ότι δεν  αντιμετώπιζε πρόβλημα επικοινωνίας και  συνεννόησης  με έτερα πρόσωπα αφού θα ήταν αδύνατη η συμβίωση  δυο μη επαρκώς  αυτοεξυπηρετούμενων ατόμων  και μάλιστα επί μακρό χρονικό διάστημα.  Συνεπώς, απορριπτέα τυγχάνει και η ένσταση άρσεως του αδίκου της πράξεως που προέβαλαν οι εναγόμενοι αφού η ένσταση αυτή δεν δύναται να προβληθεί επί συκοφαντικής δυσφημήσεως δοθέντος ότι οι διατάξεις των άρθρων 361 και 367 ΠΚ εφαρμόζονται για την ενότητα της έννομης τάξης αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των  άρθρων 57 -59 και 914 ΑΚ ώστε αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των παραπάνω αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 367 ΠΚ) αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης δικαιοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 899/2011, ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τους ανωτέρω  ισχυρισμούς των εναγομένων οι οποίοι είναι προσβλητικοί και υποτιμητικοί  αφού εμφανίζεται ο ενάγων  ανίκανος  να υποδείξει ακόμη και τα όρια  ενός  ακινήτου του  ο τελευταίος  υπέστη  ηθική  βλάβη καθώς  καταρρακώθηκε η προσωπικότητα του, βασανίστηκε ψυχολογικά  και έχασε την  αυτοπεποίθησή του, βίωσε θλίψη, στεναχώρια και άγχος και εξουθενώθηκε ψυχικά  διότι  έλαβαν γνώση των ισχυρισμών αυτών  όλοι οι παράγοντες της δίκης  και όσοι  παρευρίσκονταν  στο ακροατήριο  οι οποίοι μετέφεραν  όσα  διαδραματίστηκαν  στην μικρή κοινωνία των Κυθήρων. Προς αποκατάσταση δε αυτής πρέπει ν΄αναγνωριστεί ότι  δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, η οποία λαμβανομένου υπόψη της είδους της προσβολής που δέχτηκε ο ενάγων, της έκτασης και των συνεπειών αυτής, των ειδικών περιστάσεων, του βαθμού υπαιτιότητας των εναγομένων και  της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, πρέπει να οριστεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλεται να τηρείται κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού ως γενική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (ΟλΑπ 9/2015)  στο ποσό των  τριών χιλιάδων (3000) ευρώ για καθένα των εναγομένων. Κρίνεται δε, απορριπτέος ο ισχυρισμός του πρώτου εναγόμενου σχετικά με το ότι ο ιδιος δεν υπέχει ευθύνη  διότι  στο δικόγραφο των Προτάσεων  εκτίθεται  η άποψη του  ομοδίκου του …….. και όχι η δική του   καθόσον στο δικογραφο της Προσθήκης – Αντίκρουσης που συνοδεύει το δικόγραφο των Προτάσεων αναφέρει (ο πρώτος εναγόμενος) από κοινού με τον ομόδικό του ότι « …. Ο ……. είναι εκ γενετής κωφός, δεν ομιλεί και δεν αντιλαμβάνεται ευχερώς το περιβάλλον.»  και επομένως  δεν διαφοροποιήθηκε ο ίδιος σε σχέση με  όσα υποστήριξε ο ομόδικός του και οι λοιποί εναγόμενοι, αλλά συντάχθηκε με την θέση τους.  Συνακόλουθα, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν  καθένας εξ αυτών στον ενάγοντα  το  ανωτέρω ποσό  με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα αντίθετα και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις  κατά παραδοχή σχετικού λόγου της εφέσεως η οποία, κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί κατ΄ουσίαν. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ν΄αναγνωριστεί ότι  έκαστος των εναγομένων  υποχρεούται  να καταβάλει  στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσο με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Μέρος των δικαστικών εξόδων  αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί  σε βάρος των εναγομένων λόγω της μερικής  ήττας αυτών (άρθρο 178 και 183 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει   να  διαταχθεί και  η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου  άσκησης έφεσης  στον εκκαλούντα λόγω της παραδοχής της εφέσεως (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία ΔΕΧΕΤΑΙ  έφεσηΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την με αριθμό 123/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)ΚΡΑΤΕΙ   και  ΔΙΚΑΖΕΙ   την αγωγήΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει την αγωγή ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ  ότι έκαστος των εναγομένων  υποχρεούνται  να καταβάλει   στον ενάγοντα   το ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  τον εναγόμενο σε μέρος των   δικαστικών   εξοδων   του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας,  το οποίο καθορίζει στο ποσό των   χιλίων  (1000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την  επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης   στον    εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 30 Ιανουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ