Αριθμός 48/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αυγούστα-Μαρία Μαλικούτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/6.2.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1530/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλουσα με την από 4.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021-………/2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 4.10.2021 (αριθ.καταθ. ………/2021) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, απευθύνεται κατά της υπ’ αριθ. 1530/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 5.2.2015 (αριθ.καταθ. …./2015) αγωγή της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση έφεσης εντός τριάντα ημερών (αριθ.καταθ. ……/11.10.2021) από την επίδοση της εκκαλούμενης που περάτωσε τη δίκη, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, ….. .., επί του αντιγράφου αυτής (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 518 παρ., 591 παρ. 2, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα το παράβολο e-παράβολο … …, ποσού 100 ευρώ, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 (όπως η διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2022).
Στην από 5.2.2015 (αριθ.καταθ. ……/2015) αγωγή της, η οποία νομίμως επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 12.6.2019 (αριθ.καταθ. …../2019) κλήση, η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα, ιστορούσε ότι έχει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της το επαρκώς περιγραφόμενο εδαφικό τμήμα επιφάνειας μ.τ 1951, που αποτελεί τμήμα του μείζονος αγροτεμαχίου, συνολικής επιφάνειας μ.τ 3030, που βρίσκεται στη θέση “……” της κτηματικής περιφέρειας του χωρίου και της τότε Κοινότητας ……. Αιγίνης. Ότι την κυριότητα επί του ευρύτερου αγροτεμαχίου τμήμα του οποίου αποτελεί και το επίδικο απέκτησε κατά τον εκτιθέμενο λεπτομερώς παράγωγο τρόπο όσο και πρωτοτύπως με διακατοχικές πράξεις δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού ως τμήματος ευρύτερης έκτασης από το έτος 1880, κατά τα ειδικότερον ιστορούμενα σε αυτή (αγωγή).
Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε: α)να αναγνωριστεί η αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της σε τμήμα αγροτεμαχίου εκτάσεως 1951 τ.μ, που βρίσκεται στη θέση “…….” της περιοχής ….. Νήσου Αίγινας, β)να απαγορευτεί η διενέργεια οποιαδήποτε πράξης διατάραξης της κυριότητας, νομής και κατοχής της από το Ελληνικό Δημόσιο και οποιονδήποτε τρίτο ενεργεί κατ’ εντολή αυτού, γ)να διαταχθεί η απόδοση του επιδίκου ακινήτου στην ενάγουσα, δ)να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστεί και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην δικαστική της δαπάνη το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά και ότι είναι νόμιμη ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1033, 1045, 1046, 1051, 1094, 1193-1195, 1199 ΑΚ, 70, 218 παρ. 1, 176 Κ.Πολ.Δ πλην των αιτημάτων περί απόδοσης του επιδίκου στην ενάγουσα, απαγόρευσης κάθε μελλοντικής διατάραξης και κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, τα οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, δεδομένου ότι για να στοιχειοθετηθεί διεκδικητική αγωγή ακινήτου πρέπει, μεταξύ άλλων, να υπάρχει κατάληψη του ακινήτου και κατακράτηση αυτού από τον εναγόμενο, αν ο τελευταίος δεν είναι νομέας ή κάτοχος του ακινήτου, αλλά απλώς ισχυρίζεται ότι η κυριότητα του ανήκει ή αν αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος, τότε δεν είναι δυνατή η έγερση κατ’ αυτού της διεκδικητικής αγωγής, αλλά μόνον της αναγνωριστικής αγωγής (70 Κ.Πολ.Δ) (ΑΠ 927/2002 ΕλΔ 44/1272), το αίτημα για απαγόρευση κάθε μελλοντικής διατάραξης προσιδιάζει στην αρνητική αγωγή (ΑΚ 1108) και όχι στη διεκδικητική, με την οποία εξάλλου δεν μπορεί να σωρευθεί λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η τελευταία προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η πρώτη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής (ΑΠ 1347/2010 ΝοΒ 2011.391, ΕφΑθ 3223/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 1004/2003 ΑχΝομ 2004.140), ενώ ως προς το παρεπόμενο αίτημα της ένδικης αγωγής να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, όσον αφορά τα αναγνωριστικά αιτήματα, επισημαίνεται ότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΑθ 628/2003 ΕλΔ 2004.1470 ΤΝΠ Νόμος), απέρριψε αυτή (αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσία δεχόμενη ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα αποτελεί δημόσια δασική έκταση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.
Ι) Ο διαφορετικός χρόνος και τρόπος προσάρτησης των εδαφών που κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος καθιστά επιτακτική την ανάλυση ανά περιοχή της νομικής βάσης περιέλευσης στο Ελληνικό Δημόσιο των “εθνικών γαιών”, όπως ειδικότερα καλείται η ελληνική γη που είχε κατακτηθεί από τον Σουλτάνο και ανήκε κυρίως σε αυτόν ή στην περίπτωση των γαιών ελεύθερης ιδιοκτησίας στους Οθωμανούς που είχαν εγκατασταθεί κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Σύμφωνα δε με το οθωμανικό δίκαιο και συγκεκριμένα σύμφωνα με τα άρθρα 1-3 του σημαντικότερου οθωμανικού νόμου περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των γαιών, ήτοι του Οθωμανικού Νόμου “Περί γαιών” της 7 Ραμαζάν 1274 (1858), οι γαίες διακρίνονταν σε: (βλ.για την έννοια των εθνικών γαιών, εθνικών θεσσαλικών γαιών και γαιών Νέων Χωρών Ζαβρακλή Χρ., ό.π υποσημ. 31, σελ. 271, 32 α)γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), (οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), την κυριότητα των οποίων είχε αυτός που τις εξουσιάζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β)δημόσιες γαίες (μιριγιέ), (καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), η κυριότητα των οποίων ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξρυσίασης (τεσσαρούφ), γ)αφιερωμένες γαίες (βακούφια), η χρήση και εκμετάλλευση των οποίων γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ)εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκιέ) (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε)νεκρές γαίες (μεβάτ) (βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Από τα ανωτέρω ρητώς προκύπτει ότι στο Οθωμανικό Κράτος όλη η γη, πλην των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες ανήκαν σε ιδιώτες, περιεχόταν, κατά το κοράνιο και το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, στην κυριότητα του κυρίαρχου Σουλτάνου, ως εκπροσώπου του τουρκικού δημοσίου και θεωρείτο, επομένως, δημόσια. Ως “Παλαιό Βασίλειο” προσδιορίζονται τα εδάφη εκείνα που συγκρότησαν την αρχική εδαφική επικράτεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και είναι συγκεκριμένα η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Εύβοια, η Φθιώτιδα ,οι Κυκλάδες και οι Νήσοι του Σαρωνικού. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και τα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου με τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίσθηκε, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως “Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων”, ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830) και είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων, τα οποία, κατά το χρόνο (Ελευθεριάδου Γνωμοδοτήσεις έκδ. Εθν.Τυπογραφείου 1915, Ι.Καραγιάννης στο ΝοΒ 26.1133), υπογραφής των Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, που είχαν αποχωρήσει και δεν εξουσιάζονταν πλεόν από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6/3.7.1837 “Περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων”, περιερχόμενα, κατά το άρθρο 16 του νόμου αυτού, στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως “πολεμικώ δικαιώματι” και ειδικότερα με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με την γενόμενη δήμευση “δικαιώματι πολέμου”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς (βλ.ΑΠ 222/2017 ΤΝΠΔΣΑ καΙ Γ.Καριψιάδη “Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος”, έκδοσιν 2000, σελ.137-145 και 178 επ.). Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Πελοπόννησος, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί) αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Δηλαδή, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθησαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα, η κτήση των οποίων έγινε δια δημεύσεως “πολεμικών δικαιώματι”, ενώ όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική, είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής κατά την 3-2-1830 εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο Ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου έστω και με άκυρο κατά το Οθωμανικό δίκαιο τίτλο, αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Με βάση την προαναφερόμενη γενική διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαιώματα επί των δημοσίων γαιών, αλλά και της απόκτησης κυριότητας επί των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας “δικαιώματι πολέμου”, θεσπίστηκε μαχητό τεκμήριο κυριότητος υπέρ αυτού, σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται όχι έχει αποκτήσει δικαίωμα. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.30 του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που έχουν εφαρμογή ,κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν.της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν, και επί των εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βας.9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν.ΔΞΗ΄/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από τ ων κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν 1539/1938 “Περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”, οι οποίες έκτοτε ανέστειλαν και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Βας (50.140, 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.30 οι οποίες , κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον προ της εισαγωγής του ΑΚ χρόνο, και επί των δημοσίων κτημάτων και άρα και επί των δημοσίων δασών ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από ιδιώτη. Προϋπόθεση της χρησικτησίας αυτής, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε συνδυασμό με εκείνες του ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δτος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ήταν η τριακονταετής καλόπιστη νομή, στην οποία ο χρησιδεσπόζων μπορούσε να συνυπολογίσει και τη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχός τους να είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (Ολ ΑΠ 75/1987, ΑΠ 719/2015, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 1919/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ έκτοτε τα ακίνητα αυτά είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 267/2005) καλή πίστη δε, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 πανδ. (5.3), ν.25 πανδ (24.1), ν.27 πανδ (18.1), ν.10,13 παρ. 1, 17, 48 πανδ. (41.3), ν.5 πανδ. (41.7), ν.3 πανδ (41.10), ν.7 παρ. 6 πανδ. (41.4), ν.109 πανδ (50.16), αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, τη συνδρομή δε της καλής πίστης, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Β.Δ/τος 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοπο, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί”, εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.ΚΘ της 31.1718.2.1864 “περί βοσκήσιμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προς της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βοσκής των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.ΨΝΖ της 27.371.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκήσιμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του ΒΡΔ που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί, λιβαδιών ή βοσκοτόπων και δασών από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τα νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία εφόσον αυτή είχε συμπληρωθεί έως και τις 11.8.1915 (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018 και 1753/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2019, 590/2019). Επομένως, η ανωτέρω διάταξη του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, όπως ακριβώς και τα δάση (ΑΠ 987/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 16/2021). Ούτε τέλος, απαιτείτο από τις άνω διατάξεις ως προϋπόθεση της αξιουμένης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου δάσους και γενικώς επί δημοσίων κτημάτων πραγμάτων, με έκτακτη χρησικτησία η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντο ή η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. Α΄ του άνω από 17-11-1836 β.δ/τος (ΑΠ 1355/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ. (47.1),εις.47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου) αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται από συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “περί διακρίσεως κτημάτων”, τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1) έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθη κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή απαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων τα οποία είχαν εγκαταληφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου” ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, ΕφΠειρ 26/2020, ΕφΠειρ 435/2016, ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα λοιπόν, με τα παραπάνω, το ελληνικό δημόσιο μπορεί να επικαλεσθεί κυριότητα στα αδέσποτα ακίνητα θεμελιούμενη με τους ακόλουθους πρωτότυπους τρόπους: α)με πραγματική κατάληψη των κτημάτων, που είχαν καταστεί αδέσποτα λόγω της εγκατάλειψης τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σύμφωνα με το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, β) με ex lege κτήση των ίδιων κτημάτων, καθώς και αυτών που εγκαταλείφθηκαν στη συνέχεια από οποιονδήποτε ιδιώτη με πρόθεση παραίτησης από την κυριότητα, σύμφωνα με το νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, γ)με κτήση, σύμφωνα με την ΑΚ 972 των ακινήτων τα οποία κατέστησαν αδέσποτα λόγω της παραίτησης των κυρίων τους από την κυριότητα με νομίμως μεταγεγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο, με αντίστοιχα κρίσιμες ημερομηνίες τα έτη 1830 (διαδοχή του Ελληνικού κράτους στα δικαιώματα του οθωμανικού δημοσίου), 1838 (έναρξη ισχύος του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”) και 1946 (έναρξη ισχύος ΑΚ), βαρυνόμενο δικονομικώς με την απόδειξη συνδρομής των όρων του καθενός από τους παραπάνω τρόπους. Ειδικά για τους δύο πρώτους προαναφερόμενους τρόπους κτήσης κυριότητας ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή όταν πρόκειται για ακίνητο που έχει καταστεί αδέσποτο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, η κυριότητα του οποίου επικαλείται το Ελληνικό Δημόσιο, ότι του ανήκει, είναι προφανής η δυσχέρεια όχι μόνο να προβληθεί ορισμένα, αλλά και να αποδειχθεί, ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός του, καθώς τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατή η εξειδίκευση (αλλά και η απόδειξη) των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν τις βάσεις αυτές. Συγκεκριμένα, το ενάγον Δημόσιο οφείλει να προσδιορίσει πως το επίδικο ακίνητο κατέστη αδέσποτο, εάν πρόκειται για εξ αρχής αδέσποτο ή όχι,οπότε στην τελευταία περίπτωση που αυτό έχει προϋπάρξει υπό την δεσποτεία άλλου, οφείλει περαιτέρω να προσδιορίσει ποιο ήταν αυτό το πρόσωπο και πως απέβαλε την κυριότητά του. Περαιτέρω και εφόσον το Δημόσιο επικαλείται ότι το αδέσποτο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του πριν την ισχύ του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, πρέπει επιπλέον να επικαλεστεί και όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την πραγματική κατάληψή του ακινήτου από αυτό, η οποία απαιτείτο κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητάς του (Εφ.Πατρ. 62/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρα 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ’ ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανομένου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2. Το Εφετείο, όμως του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α)να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ ,μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, β)να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης, παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση,να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ’ επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά απ’ αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αλλά τουναντίον: α)από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, και στην κατ’ έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β)από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι’ αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη(ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΕφΛαμ 139/2011 ΕΑ 1597/2011, ΕφΘες 91/2009, ΕφΔωδ 131/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διευκόλυνση των εριστών σημείων της διαφοράς (ΕΑ 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές”, αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1009/2014, Εφ.Αθ. 2106/2022, Εφ.Πατρ. 382/2022, δημοσιευμένες στη Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, το αμφισβητούμενο ζήτημα της κυριότητας του επίδικου εδαφικού τμήματος επιφανείας 1951 τ.μ, (1.677 τ.μ κατά το Εθνικό Κτηματολόγιο) ως τμήματος της μείζονος έκτασης επιφανείας μ.τ 3030 (3044 τ.μ κατά το Εθνικό Κτηματολόγιο) που εμπίπτει στην ευρύτερη έκταση επιφανείας 44.500 τ.μ, τεκμαίρεται ότι εμπίπτει σε ευρύτερη δημόσια δασική έκταση, από το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του από 17/29.11.1836 διατάγματος και το οποίο τεκμαίρεται ότι ανήκει κατά κυριότητα στο Ελληνικο Δημόσιο, λόγος για τον οποίο παραπονείται με τους σχετικούς λόγους της υπό κρίση εφέσεως της η ενάγουσα, αποτελεί ζήτημα ουσιώδες που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συντελεί στη διάγνωση της βασιμότητάς της (κρινόμενης έφεσης) ως προς την άνω επίδικη εδαφική έκταση, που η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ανήκει στην κυριότητά της ως τμήμα της αρχικής ευρύτερης αγροτικής έκτασης καλλιεργήσιμης με αμπέλια και πεύκα για την παραγωγή ρετσινιού. Το Δικαστήριο, μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων (………., μάρτυρας εξετασθείσα επιμελεία του εναγομένου και περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης / υπ’ αριθ. …/20.5.2019 ένορκη βεβαίωση ληφθείσα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά . . …., επιμελεία της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου με την υπ’ αριθ. …./24.5.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας Εφετείου Πειραιά) και συνεκτιμώντας όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, δεν μπορεί να αχθεί σε βέβαιη και ασφαλή δικανική πεποίθηση για το αμφισβητούμενο ως άνω ουσιώδες γεγονός, ήτοι αυτό του χαρακτήρα της επίδικης εδαφικής έκτασης δημόσιας δασικής έκτασης είτε ως τμήματος της μείζονος (3.030 τ.μ) που εμπίπτει στο ευρύτερο αγροτεμάχιο που καλλιερούνταν αμπέλια και πεύκα επιφανείας μ.τ 44.500. Συνεπώς, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι προς ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, είναι αναγκαίο, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, να αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης, να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία είναι περαιωμένη, προκειμένου περαιτέρω να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από αγρονόμο τοπογράφο μηχανικό, περιλαμβανόμενο στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου τούτου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, καθώς και να προσκομιστεί κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση το δικόγραφο της κρινόμενης από 6.2.2015 αγωγής, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, πλην όμως δεν προσκομίζεται στο Δικαστήριο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 4.10.2021 (αριθ.καταθ. ……./2021) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1530/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Δέχεται τυπικά την από 4.10.2021 έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.
Α)Διατάσσει την προσκομιδή στο Δικαστήριο της κρινόμενης με αριθμό κατάθεσης ………./6.2.2015 αγωγής.
Β)Διορίζει πραγματογνώμονα τον …….., Τοπογράφος Μηχανικός ΕΜΠ, κάτοικος ………….. Ο τελευταίος θα δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του νεώτερου κατά διορισμό Εφέτη Πειραιά και αυτού κωλυομένου του νεώτερου αναπληρωτή του σε ημέρα και ώρα που θα ορισθεί εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών) από τη νόμιμη επίδοση της απόφασης σε αυτόν. Εν συνεχεία, ο πραγματογνώμονας, αφού λάβει γνώση της αγωγής, των προτάσεων των διαδίκων, όλων των εγγράφων της δικογραφίας καθώς και κάθε άλλο απαραίτητο στοιχείο ή έγγραφο που θα του εγχειρίσουν οι διάδικοι και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή δημόσιας αρχής και μεταβεί προς επιτόπια έρευνα και θεώρηση της γεωμορφολογίας και φυσικών φαινομένων της επίδικης περιοχής και τη λήψη φωτογραφιών, παρουσία των διαδίκων, στο επίδικο ακίνητο, που περιγράφεται στην με αριθ.καταθ. ……./2015 αγωγή, και εμφαίνεται στο προσαρτημένο σε αυτή (αγωγή) από Μαρτίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …….., κατόπιν εφαρμογής επί του εδάφους των διαλαμβανόμενων στην υπό κρίση αγωγή (αριθ.καταθ. ……./2015) συμβολαιογραφικών εγγράφων (τίτλων ιδιοκτησίας άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, …/1868, …/1993, …/1898, …./1908 και των τοπογραφικών τους διαγραμμάτων, εφαρμόζοντας την προσφορότερη κατά την κρίση του επιστημονική και τεχνική μέθοδο, να αποφανθεί με πλήρη και ειδικώς αιτιολογημένη έκθεσή του, η οποία θα συνοδεύεται από τη δέουσα φωτοερμηνεία όλων των σχετικών αεροφωτογραφιών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ) και ορθοφωτοχαρτών, τη μελέτη του οικείου χάρτη (Γ.Υ.Σ) και τοπογραφικό διάγραμμα που απεικονίζει την ευρύτερη έκταση (44.500 τ.μ), το επίμαχο ακίνητο εμβαδού 1951 τ.μ, (ακριβή θέση, όρια και έκταση σε σχέση με την έκταση 3.030 τ.μ στρεμμάτων και την προαναφερθείσα ευρύτερη έκταση), τον ΚΑΕΚ του επιδίκου και τους όμορους του εν λόγω ΚΑΕΚ, συνταγμένο σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδοτικό Σύστημα Αναφοράς (Ε.Γ.Σ.Α 87): α)περί της ακριβούς θέσης και ταυτότητας του ακινήτου με εμβαδόν 1951 τ.μ, το οποίο εμφαίνεται στο από Μαρτίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……….. που προσαρτάται στην ένδικη αγωγή, και συνορεύει βόρεια επί πλευράς μέτρων 15,00 περίπου Ε-Ζ με ιδιοκτησία …….. και σε τεθλασμένη πλευρά Δ-Γ-Β-Α με αγροτική έκταση που ανήκει στην ενάγουσα, Νότια σε πλευρά Δ-Ε επιφανείας 37,00 μέτρων, εν μέρει με ιδιοκτησία …… ή ………. και εν μέρει με δάσος …., Ανατολικά σε τεθλασμένη πλευρά μήκους 35 μέτρων Α-Β-Γ-Δ με κοινοτική οδό πλάτους τριών μέτρων δρόμο και πέραν αυτού με αγροτική έκταση που ανήκει στην ενάγουσα και Δυτικά σε πλευρά μήκους 53,00 μέτρων Ζ-Ε με ιδιοκτησία ………….. και δάσος πεύκης, αφού ο προμνηνευθείς πραγματογνώμονας προσδιορίσει με απεικόνιση και στο τοπογραφικό διάγραμμα που θα συντάξει, την ακριβή θέση, την έκταση και τα όρια του ανωτέρω ακινήτου με αναφορά στην μείζονα και ευρύτερη έκταση (3.030 τμ, 44.500 τ.μ), στον ΚΑΕΚ και στους όμορους αυτού ΚΑΕΚ, 2)εάν το επίμαχο ακίνητο επιφανείας 1951 τ.μ, περιλαμβάνεται εν όλω ή εν μέρει και σε ποιά έκταση, στους τίτλους κτήσης των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, άμεσων και απώτερων, 3)εάν το επίμαχο ακίνητο συνιστά εν όλω ή εν μέρει, σε ποιά έκταση και με βάση ποια χαρακτηριστικά καλλιεργήσιμη έκταση, βοσκήσιμη έκταση χέρσο, δασική κατά την έννοια του άρθρου 3 ν.998/1979 (Α΄ 289) και μέχρι πότε στο παρελθόν διαπιστώνονται ενόψει της μορφολογίας του, της βλαστήσεώς του, ιχνών καλλιέργειας και με τι είδους φυτεύματα, 4)ποιά τυγχάνει η φύση των ακινήτων, με τα οποία συνορεύει το επίδικο ακίνητο, 5)ποια είναι η δέουσα ερμηνεία όλων των σχετικών αεροφωτογραφιών του Γ.Υ.Σ και ορθοφωτοχαρτών και του αντίστοιχου χάρτη του Γ.Υ.Σ ως προς την κατά τους χρόνους εκείνους διαπιστωμένη φύση του επιδίκου ακινήτου, της μείζονος έκτασης και της ευρύτερης έκτασης από τις οποίες, κατά τα ιστορούμενα από την ενάγουσα, προέρχεται ως καλλιεργήσιμου αγροτεμαχίου ή δασικού, με συμπερασματική εκτίμηση και της προηγούμενης χρονικά κατάστασης του αναδρομικά από το έτος 1880, 6)εάν το επίδικο ακίνητο έως και το έτος 1915 και μεταγενέστερα είχε χαρακτήρα δασικής βλάστησης (άρθ. 3 ν.998/197) και άρα από πότε μέχρι πότε, 7)οποιοδήποτε άλλο ζήτημα κρίνει ο πραγματογνώμονας αναγκαίο. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διοριζομένου πραγματογνώμονα συνοδευόμενη από το προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα που θα συντάξει αυτός κατά την φωτοερμηνεία των ανωτέρω αναφερόμενων αεροφωτογραφιών και ορθοφωτοχαρτών, στην οποία θα προβεί, πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την όρκισή του, συντασσομένης εκθέσεως καταθέσεώς της.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιανουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κι αντ΄ αυτής λόγω
μεταθέσεως
και αναχωρήσεώς της,
ο Πρόεδρος του
Τριμελούς Συμβουλίου
Διεύθυνσης του Εφετείου
Πειραιώς, Ιωάννης
Αποστολόπουλος,
Πρόεδρος Εφετών