Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 34/2024

Αριθμός     34/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1)   1)—-εως και 6)—- οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «2η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας (Δ.Υ.Π.Ε) Πειραιώς  και Αιγαίου,  το οποίο εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη (οδός ……..) (ΑΦΜ ……..),  το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αγγελική Σκουτέρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες (καθώς και η  Νικολέττα Ευστρατίου του Ευστρατίου, κάτοικος Νίκαιας Αττικής) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  24.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  861/2021  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι (πλην της  6ης– Νικολέττας Ευστρατίου του Ευστρατίου) και ήδη εκκαλούντες με την από  14.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …./2021-………/2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση (αριθμ. κατ. ……./2021) κατά της υπ’ αριθμ. 861/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του  ν.  4335/2015, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 2 ΚπολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και από την δημοσίευσή της την 20.4.2021 μέχρι την κατάθεση της έφεσης την 21.7.2021 δεν παρήλθε διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524 παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚπολΔ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ Κ.Πολ.Δ)

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 24.3.2020 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρίστηκαν ότι, κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 3329/2005, εγκρίθηκαν από τη Διοικήτρια της 2ης Υ.ΠΕ. Πειραιώς και Αιγαίου οι σχετικές αποφάσεις πρόσληψης τους ως επικουρικού προσωπικού των αναφερόμενων στο δικόγραφο φορέων της τελευταίας για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών και υπεγράφησαν διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου δυνάμει των οποίων απασχολήθηκε: α) η πρώτη ενάγουσα ως ………….. κατά τα χρονικά διαστήματα από 16-11-2016 μέχρι 15-11-2017, από 16-11-2017 έως 31-12-2018, από 1-1-2019 έως 31-5-2019 και από 1-6-2019 έως την έκδοση του ΦΕΚ διοριστέων της προκήρυξης 2Κ/2019 του Α.Σ.Ε.Π., β) ο δεύτερος ενάγων ως ………………… κατά τα χρονικά διαστήματα από 22-11-2016 μέχρι 21-11-2017, από 22-11-2017 έως 31-12-2018, από 1-1-2019 έως 31-5-2019, από 1-6-2019 έως την έκδοση του ΦΕΚ διοριστέων της προκήρυξης 2Κ/2019 του Α.Σ.Ε.Π., γ) η τρίτη ενάγουσα ως ……………… κατά τα χρονικά διαστήματα από 6-4-2017 έως μέχρι 17-11-2017, από 17-11-2017 έως 31-12- 2018, από 1-1-2019 έως 31-5-2019, από 1-6-2019 μέχρι την έκδοση του ΦΕΚ διοριστέων της προκήρυξης 2Κ/2019 του Α.Σ.Ε.Π., δ) ο τέταρτος ενάγων ως ……………, κατά τα χρονικά διαστήματα από 4-11-2016 έως 3-11-2017, από 4-11-2017 έως 31-12-2018, από 1-1-2019 έως 31-5-2019 και από 1-6-2019 έως την έκδοση του ΦΕΚ διοριστέων της προκήρυξης 2Κ/2019 του Α.Σ.Ε.Π., ε) ο πέμπτος ενάγων ως ……………, κατά τα χρονικά διαστήματα από 28-11-2016 έως 27-11-2017, από 28-11-2017 έως 31-12- 2018, από 1-1-2019 έως 31-5-2019 και από 1-6-2019 έως την έκδοση του ΦΕΚ διοριστέων της προκήρυξης 2Κ/2019 του Α.Σ.Ε.Π., στ) η έκτη ενάγουσα ως ……………, κατά τα χρονικά διαστήματα από 9-11-2016 μέχρι 8-11-2017, από 17-11-2017 έως 31-Ί2-2018, από 1-1-2019 έως 31-5-2019 και από 1-6-2019 έως την έκδοση του ΦΕΚ διοριστέων της προκήρυξης 2Κ/2019 του Α.Σ.Ε.Π. και η) η έβδομη ενάγουσα ………….., κατά τα χρονικά διαστήματα από 10-11-2016 έως 10-11-2017, από 11-11-2017 έως 31-12-2018, από 1-1-2019 έως 31-5-2019 και από 1-6-2019 έως την έκδοση του ΦΕΚ διοριστέων της προκήρυξης 2Κ/2019 του Α.Σ.Ε.Π. Ότι από την υπογραφή των συμβάσεών τους μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής, καθένας εξ αυτών παρείχε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο με τους ίδιους όρους και την ίδια ειδικότητα, δεδομένου ότι, μέχρι και την άσκηση της αγωγής τους δεν έχουν εκδοθεί οι προσωρινοί πίνακες διοριστέων της άνω προκήρυξης του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία προβλέπεται να καλυφθούν με μόνιμο προσωπικό και οι θέσεις εργασίας που μέχρι σήμερα κατέχουν οι ίδιοι. Ότι οι ως άνω αρχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι εν συνεχεία διαδοχικές ανανεώσεις τους καταρτίσθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 5 και  6 του π.δ. 164/2004 και δεν δικαιολογούνταν από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας τους, ούτε υπαγορεύονταν από κάποιον ειδικό λόγο, αλλά χαρακτηρίστηκαν κατ’ επίφαση ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και με σκοπό καταστρατήγησης των δικαιωμάτων τους ως τέτοιες, ενώ στην πραγματικότητα υποκρύπτουν ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού με αυτές καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Με το ιστορικό αυτό, που αναλύεται διεξοδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής, και, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, διότι, αμέσως μετά την ανάρτηση των οριστικών πινάκων κατατάξεως και την δημοσίευση του ΦΕΚ διοριστέων της 2Κ/2019 προκήρυξης, οι μέχρι τότε ενεργές συμβάσεις εργασίας τους ορισμένου χρόνου θα λυθούν αυτοδικαίως και αζημίως για το εναγόμενο, χωρίς δηλαδή να προηγηθεί καταγγελία και να τους καταβληθεί αποζημίωση, οι ενάγοντες ζητούσαν, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ, 1 και 8 του ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ,: α) να αναγνωρισθεί ότι αυτοί συνδέονταν εξ υπαρχής με το εναγόμενο με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και με τις ειδικότητες που προσέλαβε έκαστος εξ` αυτών, με την απειλή απαγγελίας σε βάρος του χρηματικής ποινής ποσού εκατό  (100,00) ευρώ, για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής του με το διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης, γ) να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά τους έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκρινε την ως νόμω αβάσιμη την αγωγή, με το αιτιολογικό ότι η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος, στην περίπτωση των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται με εργοδότη το Δημόσιο ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εξακολουθεί και μετά την έκδοση της Οδηγίας 1999/70 να αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, ενώ δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού των ενδίκων συμβάσεων ως αορίστου χρόνου με βάση το π.δ. 164/2004, με το οποίο ο εθνικός νομοθέτης ενσωμάτωσε το ενωσιακό δίκαιο, καθώς αυτές καταρτίσθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του προεδρικού αυτού διατάγματος, η δε οδηγία 1999/70, στην οποία επιχειρείται ευθέως θεμελίωση της αγωγής, δεν έχει άμεση εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες με την υπό κρίση έφεσή τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως νόμω και ουσία βάσιμη.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται να λάβει χώρα καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης (ΑΠ 217/2017, ΑΠ 509/2016, 104/2016,). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί με το άρθρο 11 του ΑΝ 547/1937, ορίζεται ότι “είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον… Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”. Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, ενώ κατά τη γραμματική της διατύπωση αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την καταγγελία ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, στις περιπτώσεις ιδίως των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που στη πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εργοδότη, οπότε ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, παρέχοντας μάλιστα πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης με αριθμό 1999/70 κοινοτικής Οδηγίας (ΟλΑΠ 7/2011). Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ακυρότητα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 907/2017, 509/2016, 1664/2007). Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994, όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 61 παρ.1α ν. 4765/2021 (ΦΕΚ 6/15-1-2021 τ. Α) και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής, ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10 περ. ε΄ του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται αυτεπαγγέλτως για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και παραπέμπονται υποχρεωτικά στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία. Αντίστοιχες ρυθμίσεις, διαφέρουσες αυτών ως προς τη διάρκεια του χρόνου των συμβάσεων εργασίας (πέντε μήνες για την κάλυψη εποχιακών ή περιοδικών αναγκών, ένα έτος για τη κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών, δυνάμενες να ανανεωθούν για τρεις μήνες και ένα έτος αντίστοιχα) περιείχαν και οι διατάξεις των άρθρων 65 (σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 64) και 72 παρ. 1 και 73 του Π.Δ/τος 410/1988, που κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ. 3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά τη κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Εξ άλλου, με το Ν. 3329/2005 “Εθνικό Σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λοιπές διατάξεις” ορίζονται οι προϋποθέσεις πρόσληψης επικουρικού προσωπικού για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών των δημόσιων Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας, μεταξύ των οποίων και των Δ.Υ.ΠΕ., στο άρθρο 10 του οποίου προβλέπονται, (παρ. 2, όπως αυτή αντικ. με την παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 4052/2012 και τροπ. με τα άρθρα 9 και 20 παρ 1 των ν. 4210/2013 και 4283/2014 αντίστοιχα, τα ακόλουθα:  «2. Στη Διεύθυνση Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Μονάδων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της κάθε Δ.Υ.ΠΕ. καταρτίζονται κατάλογοι επικουρικού προσωπικού, κατά κλάδο, για τους κλάδους …. ΠΕ ή ΤΕ Πληροφορικής …  ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ Διοικητικού Λογιστικού, ΤΕ Λογιστικής …. ΔΕ Προσωπικού Η/Υ, ΠΕ, για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών των ΦΠΥΥΚΑ της οικείας Υγειονομικής Περιφέρειας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων. Στους καταλόγους αυτούς εγγράφονται όσοι κατέχουν αντίστοιχο τίτλο σπουδών και άδεια άσκησης επαγγέλματος, όπου απαιτείται…..Οι υποψήφιοι που εγγράφονται στους καταλόγους επικουρικού προσωπικού δεν μπορούν να παραμείνουν στον κατάλογο πέραν του επόμενου έτους από το έτος εγγραφής τους. Η πρόσληψη του επικουρικού αυτού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου τελεί υπό τον έλεγχο του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.).» Το Α.Σ.Ε.Π. κατά την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητάς του εφαρμόζει, όπου είναι απαραίτητο, τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Υγείας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, μετά από πρόταση του Α.Σ.Ε.Π. 3. Η πρόσληψη επικουρικού προσωπικού εγκρίνεται από τον Διοικητή της Υγειονομικής Περιφέρειας …. 5. Για καθέναν από τους κλάδους αυτούς καταρτίζεται ξεχωριστός κατάλογος. Αρμόδια για τον έλεγχο της νομιμότητας των δικαιολογητικών και την κατάρτιση των καταλόγων είναι τριμελής Επιτροπή ….. 6. Το χρονικό διάστημα απασχόλησης του επικουρικού προσωπικού δεν μπορεί να είναι μικρότερο των έξι μηνών και μεγαλύτερο του ενός έτους. Το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του ανωτέρω προσωπικού ορίζεται στη σύμβαση που συνάπτει με τον φορέα στον οποίο θα απασχοληθεί ….». Επιπλέον, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17.4.2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: “Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει”. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1988 και στη συνέχεια του Ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος (Ν. 2190/1994) για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (ΟλΑΠ 19, 20/2007).  Συνεπώς στις συναφθείσες μετά τις 17-4-2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β. Δ/τος 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19 και 20/2007). Επίσης, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη – μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη – μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C-212/2004, ΔΕΕ C-184/15 και C-197/15). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Ειδικότερα με το Π.Δ/μα 164/2004 “Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα” (ΦΕΚ Α 134) που άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004 θεσπίσθηκαν νομοθετικά μέτρα που λήφθηκαν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 του Ν. 1892/1990 ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν, καθώς και για το προσωπικό δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων (άρθ. 2 παρ.1 και 3 στοιχ. γ αυτού), με σκοπό την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των ρυθμίσεων της ως άνω με αριθμό 1999/70 Οδηγίας. Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ/μα 164/2004 των μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω με αριθ.1999/70 Οδηγίας έγινε, αφού αυτή έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Σημειώνεται δε, ότι με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ. α, 2 εδ. α και β, 3 και 5 του πιο πάνω Προεδρικού Διατάγματος, που κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (ΟλΑΠ 16/2017), ρυθμίσθηκε το ζήτημα του χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένης διάρκειας κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος (δηλαδή διαδοχικών συμβάσεων με αντικείμενο την ίδια ή παρεμφερή εργασία μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί διάστημα μικρότερο των τριών μηνών), που είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του και ήσαν ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού (19.7.2004) ή είχαν λήξει εντός του προηγουμένου τριμήνου, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εφεξής χρόνο, υπό τις τασσόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα απασχόλησης και έλεγχο από το ΑΣΕΠ. Η διάταξη αυτή όμως δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής εφόσον η αρχική πρόσληψη έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα μετά τις 19-7-2004. Ενόψει δε των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ.1999/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ’ επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004 (19.7.2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007). Περαιτέρω το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την C-760/18 της 21ης Φεβρουαρίου 2021 απόφασή του έκρινε προσφάτως επί προδικαστικού ερωτήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου ότι “η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας – πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα”. Όμως η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό (ελληνικό) δίκαιο, για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια, υπάρχει πράγματι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω C-760/18 απόφαση). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 288 εδ. 3 της ΣΛΕΕ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας των εθνικών δικαστηρίων ως προς την επαρκή ή μη αποτελεσματικότητά τους, στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας, όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου, έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (C-212/04, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 123, C-282/2019, σκέψη 123). Όπως προεκτέθηκε, έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν υφίσταται μετά την έναρξη εφαρμογής (18.4.2001) της πιο πάνω Συνταγματικής Αναθεώρησης. Την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία για τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του πδ 164/2004, με τα οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1 αυτής, και προβλέπουν για τις συμβάσεις που συνάπτονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Διατάγματος (με μοναδική εξαίρεση τις υπαγόμενες στη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 αυτού περιπτώσεις) α) την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, β) την δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπου για τον προσδιορισμό της ωφέλειας του εργοδότη δεν συνυπολογίζονται παροχές εξαρτώμενες από τις προσωπικές ιδιότητες του απασχοληθέντος) τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές και γ) τη δυνατότητα αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα λάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής (εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις), ενώ παράλληλα προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν από δόλο ή από αμέλεια τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του πδ 164/2004. Σημειωτέον ότι το προδικαστικό ερώτημα στο οποίο απαντά η C-760/18 απόφαση του ΔΕΕ αφορά σε συμβάσεις (για τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι με διάταξη νόμου συνεχόμενες παρατάσεις της ίδιας σύμβασης ορισμένου χρόνου εξομοιώνονται, ως προς το επίπεδο προστασίας του εργαζόμενου, με περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου) οι οποίες συνήφθησαν πέραν των ανωτάτων χρονικών ορίων που προβλέπει το πδ 164/2004, καθώς η ανανέωση αυτών έλαβε χώρα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω πδ, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως λ.χ. με το άρθρο 167 του Ν. 4099/2012, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 76 του Ν. 4386/2016 και το άρθρο 10 παρ. 4 ν. 4506/2017, δηλαδή με διατάξεις νεότερες, ειδικότερες και αυξημένης τυπικής ισχύος σε σχέση με το πδ 164/2004. Το ζήτημα τίθεται επειδή με τις ως άνω διατάξεις αφενός δεν προβλέπεται ρητά η καταβολή αποζημιώσεως στους απασχοληθέντες, αφετέρου, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 και 3 του ν. 4528/2018, ουσιαστικά αίρεται αναδρομικά η πειθαρχική και ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των φορέων που τους απασχόλησαν με τον πιο πάνω τρόπο, ματαιώνοντας τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 7 πδ 164/2004 ποινικό και δημοσιονομικό καταλογισμό. Υπό την έννοια αυτή, στις ως άνω συμβάσεις θα μπορούσε κατ’αρχήν να υποστηριχθεί ότι ελλείπουν τα “ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα” που επιβάλλει η ρήτρα 5 σημείο 1 της από 18.3.1999 συμφωνίας – πλαισίου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP), για την υλοποίηση της οποίας εκδόθηκε η Οδηγία 1999/70/ΕΚ και ότι, ελλείψει των ισοδύναμων μέτρων, ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε ενδεχομένως να ενεργοποιήσει τον ερμηνευτικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 και να χαρακτηρίσει τις ως άνω διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ως μια ενιαία αορίστου χρόνου σύμβαση, η οποία θεωρείται ότι καταγγέλλεται ατύπως με τη μη ανανέωση της τελευταίας από τις διαδοχικές συμβάσεις και την άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί, έκτοτε, τις υπηρεσίες του μισθωτού, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες σχετικά με την εγκυρότητα της καταγγελίας και τις υποχρεώσεις που γεννώνται από αυτήν. Όμως η ως άνω θέση εκκινεί από την άποψη ότι ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να εφαρμόσει αναλογικά τη διάταξη του άρθρου του 7 πδ 164/2004 στις περιπτώσεις εκείνες που η ορισμένου χρόνου εργασία υπερβαίνει τα ανώτατα όρια απασχόλησης, όταν η παράταση της λήξης των συμβάσεων λαμβάνει χώρα δυνάμει ειδικών ρυθμίσεων του νόμου, οι οποίες της στερούν το χαρακτήρα της άκυρης σύμβασης εργασίας. Τούτο επειδή η ακυρότητα της σύμβασης συνιστά, κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, προϋπόθεση για την καταβολή αποζημιώσεως, λόγω της μη περαιτέρω ανανέωσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Η άποψη αυτή είναι τελολογικώς εσφαλμένη, καθώς η πρόβλεψη στην ως άνω διάταξη για καταβολή αποζημίωσης – σε αντίθεση με την πρόβλεψη του καταλογισμού των σχετικών δαπανών στους υπευθύνους των φορέων που συνήψαν τις άκυρες συμβάσεις εργασίας, η οποία έχει αμιγώς αποτρεπτικό χαρακτήρα – συνιστά ταυτόχρονα και μέτρο προστασίας του εργαζόμενου, που αν και απασχολούμενος με άκυρη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβάνει την αποζημίωση που θα λάμβανε στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (καταγγελία), εξάλλου, επιτρέπεται κατά το εσωτερικό μας δίκαιο και ουδόλως εξασφαλίζει τη “μονιμοποίηση” εργαζομένου, συνδεόμενου με το Δημόσιο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου. Με τον όρο “άκυρη σύμβαση” ο νομοθέτης επιθυμεί να στερήσει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που επαναλαμβάνεται παρανόμως, από τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και ταυτόχρονα να διασφαλίσει την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης του μισθωτού, η σχέση εργασίας του οποίου διακόπτεται αιφνιδίως, ως εάν είχε καταγγελθεί, όχι όμως να θέσει την ακυρότητα της σύμβασης που διακόπτεται ως προϋπόθεση για την λήψη της αποζημίωσης, στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η κατ’ όνομα σύμβαση ορισμένου χρόνου υποκρύπτει σύμβαση αόριστης διάρκειας. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ που έκρινε ότι με την καταβολή της αποζημίωσης αντισταθμίζονται οι συνέπειες της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (πρβλ. και την C-619/17, σκέψεις 94 και 95). Σημειώνεται δε ότι κατά την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος, επί του οποίου απάντησε η εν λόγω απόφαση (C-760/18), δεν τέθηκε υπόψη του ΔΕΕ -το οποίο επαναλαμβάνει ρητά τη θέση πως δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι απαιτήσεις τις οποίες θέτει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (C-619/17, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 89) και ότι στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται, εν προκειμένω, να εκτιμήσουν εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, για την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (C-103/18, C-429/18, σκέψη 90)- η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 7 πδ 164/2004, σε αντίθεση με τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, που προτάθηκε ευθέως από το αιτούν δικαστήριο, ως το μοναδικό εφαρμόσιμο ισοδύναμο μέτρο που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Αλλά, και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΕ, καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι συντρέχει η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της, που είναι η πρόθεσή του εργοδότη να καταστρατηγήσει την προστασία του μισθωτού, η οποία του παρέχεται από τις διατάξεις για την σύμβαση αορίστου χρόνου. Η καταστρατήγηση θεωρείται ότι τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνο ότι επιλέγεται η σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκεια από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Το τεκμήριο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν αποκλειστεί αιτιολογημένα η εκδοχή ότι η νομοθετική επιταγή για την με νόμο παράταση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (όπως συνέβη με τις προμνησθείσες διατάξεις για το ειδικό καθεστώς των οποίων απεφάνθη το ΔΕΕ με την C-760/1918 απόφασή του) δεν εξυπηρετεί υφιστάμενες δημοσιονομικές ανάγκες. Οι τελευταίες, εξάλλου, μπορεί να προκληθούν αιφνιδίως και από νομοθετήματα άσχετα με την δια νόμου παράταση υφιστάμενων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως η διάταξη του άρθρου 63 ν. 4430/2016, η οποία θεσπίστηκε, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου, λόγω “της ανορθολογικής λειτουργίας των κανόνων ανταγωνισμού”, των “εκτεταμένων παθογενειών” και της “ενίσχυσης της εργατικής ανασφάλειας”, κατά το σύστημα ανάθεσης των υπηρεσιών καθαριότητας στο δημόσιο τομέα μέσω δημόσιων ανοιχτών διαγωνιστικών διαδικασιών, καθώς και της ανάγκης διασφάλισης του δημοσιονομικού οφέλους και η οποία οδήγησε σε παράταση των συμβάσεων των εργαζομένων στην καθαριότητα σε συγκεκριμένους φορείς του Δημοσίου, δημιουργώντας έκτακτες και απρόβλεπτες καταστάσεις (πρβλ. ΟλΣτΕ 943/2020).
Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι, υπό το πρίσμα της οδηγίας, κάμπτεται η αντίθεση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στις συνταγματικές επιταγές, η τελευταία δεν θα μπορούσε, άνευ ετέρου, να αναχθεί σε ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 του παραρτήματος της Οδηγίας, χωρίς την ταυτόχρονη διαπίστωση της πρόθεσης του εργοδότη (Δημοσίου) να καταστρατηγήσει την αυξημένη εργασιακή ασφάλεια που παρέχεται σε κάθε εργαζόμενο από τη σύμβαση εργασίας αορίστου σε σχέση με τις αντίστοιχης διάρκειας διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Επομένως, ούτε υπό την εκδοχή αυτή καταλείπεται πεδίο γενικής και άνευ όρων εφαρμογής της ως άνω διάταξης, ως υποκατάστατης ελλείποντος ισοδύναμου μέτρου. Αντιθέτως, ορατός είναι ο κίνδυνος η υιοθέτηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 ως ισοδύναμου προς την Οδηγία 70/1999 μέτρου να οδηγήσει στην παράκαμψη της ειδικής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 103 παρ. 8, καταλείποντας ευρύτατο περιθώριο μη ορθής εφαρμογής της και στο μέλλον, με προφανή βλάβη του σημαντικού δημόσιου σκοπού που υπηρετείται από τη διάταξη αυτή, πριν από τη θεσμοθέτηση της οποίας υπήρχαν πράγματι, στον τομέα αυτό, διαπιστωμένες κατ’ επανάληψη παθογένειες. Σποραδικές δε, πρόσκαιρες και μεμονωμένες, νομοθετικές ή μη επιλογές, που καταστρατηγούν τον ως άνω συνταγματικό κανόνα, δεν είναι ικανές για να χαρακτηρίσουν, στην κρίση του Έλληνα Δικαστή, τις ρυθμίσεις του πδ 164/2004 ως αναποτελεσματικά ισοδύναμα μέτρα της ρήτρας 5 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας (ΑΠ 640/2023 δημ στον ιστότοπο του ΑΠ)

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή, έχουσα το προεκτεθέν περιεχόμενο παρίσταται ως μη νόμιμη και τούτο διότι, και υπό την εκδοχή ότι οι εκκαλούντες κάλυπταν, και καλύπτουν ακόμα με την προσφερόμενη εργασία τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εφεσιβλήτου, οι επίδικες συμβάσεις (αρχικές και οι ανανεώσεις τους) καταρτίστηκαν μετά την ισχύ των διατάξεων των παρ.7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (έναρξη ισχύος 17-4-2001), από δε τις διατάξεις αυτές,  σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επομ. ΑΚ, 21 του ν. 2190/1994 και 10 παρ.2 του Ν. 3329/2005 προκύπτει, με βάση τα όσα αναλυτικά εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ότι έκτοτε (17.4.2001) δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και  δη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες, αφού κάτι τέτοιο προσκρούει στις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, ακόμη και εάν αυτοί εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εφεσιβλήτου. Ούτε είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, διότι βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων το εναγόμενο ως εργοδότης δεν είχε την ευχέρεια να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, ούτε κατ΄εφαρμογή του άρθ. 8 Ν. 2112/1920. Εξ άλλου, με την μη εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση του εν λόγω άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920 δεν παραβιάζονται οι (κατά πάσα περίπτωση μη συνιστώσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου) ρυθμίσεις της υπ΄αριθμ. 1999/70 Οδηγίας, οι οποίες αφενός μεν δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου δε τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και, εν προκειμένω των εκκαλούντων, προστατεύονται αποτελεσματικά και επαρκώς με τις προβλεπόμενες από το άρθρο 7 του Π.Δ/τος 164/2004 κυρώσεις,  όπως αυτές προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, και δη με την αυτοδίκαιη ακυρότητα των κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ιδίου π.δ/τος, διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου  που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου φορέα και την υποχρέωση καταβολής στον εργαζόμενο με τέτοια σύμβαση τόσο των αποδοχών του για την παροχή της εργασίας του, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Τέλος, δεν συντρέχει και περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ. 164/2004, και ειδικότερα της (μεταβατικού χαρακτήρα) διάταξης του άρθρου 11 αυτού, αφού οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις καταρτίστηκαν μεταγενέστερα του χρόνου έναρξης ισχύος του (19-7-2004), ήτοι από 16-11-2016 και εφεξής. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με παρόμοια αιτιολογία, κατά την οποία συμπληρώνεται και με την παρούσα, αποφάνθηκε ομοίως και απέρριψε την αγωγή των εκκαλούντων ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν έσφαλε κατά τούτο, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της εφέσεώς τους.

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς τους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ως αποδεικτικά μέσα τα προσκομισθέντα με επίκληση ενώπιόν του (σχετ. Γ1 έως Γ8) δημόσια έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε η νομιμότητα της αγωγής τους. Ειδικότερα υποστηρίζουν ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις βεβαιώσεις των προϊσταμένων των εκκαλούντων και του διοικητή της 2ης ΥΠΕ, με τις οποίες βεβαιώνεται ότι οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εφεσιβλήτου.  Ο ανωτέρω λόγος, παρεκτός του ότι δεν αποτελεί λυσιτελή λόγο εφέσεως, αφού και αληθής υποτιθέμενος, δεν οδηγεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, εφόσον το διατακτικό της είναι ορθό, ελέγχεται ως απαράδεκτος, καθόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη και δεν προέβη σε έρευνα των πραγματικών ισχυρισμών των εκκαλούντων και στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού.

Κατ΄ακολουθίαν όλων των παραπάνω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν οι λόγοι της κρινόμενης έφεσης, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (183 και 179) ΚΠολΔ, γεγονός που μαρτυρεί η επανειλημμένη ενασχόληση του Αρείου Πάγου και μάλιστα σε ολομέλεια, με την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων (όπως ενδεικτικά παρατίθενται τέτοιες αποφάσεις στο σκεπτικό τις παρούσας), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 861/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

Απορρίπτει αυτήν κατ` ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 25 Ιανουαρίου 2024, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ