Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 45/2024

Αριθμός     45/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομιμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα (οδός ………) (ΑΦΜ ………….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του ΝΣΚ Παναγιώτα Κλουκίνα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) …. 2) ………3) …….. 4) ……… 5) ………. και 6)  ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Κωνσταντινιά Πούλια   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο αρχικός ενάγων …….., κάτοικος εν ζωή Κορυδαλλού Αττικής, ο οποίος, -κατά δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου Κωνσταντινιάς Πούλια, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δικάσιμο της  24ης.5.2021- απεβίωσε  στις 20.10.2020 και στη θέση του συνεχίζουν τη δίκη οι ήδη εφεσίβλητοι, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.12.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2013) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2012/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από  22.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2021-………../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 22.11.2021 (αριθ.καταθ. ………/22.11.2021) έφεση  του ηττηθέντος, ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου απευθύνεται κατά της με αριθ. 2012/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 6.12.2013 αγωγή του αρχικά ενάγοντα-καλούντα, την ανοιγείσα δίκη του οποίου με την ως άνω αγωγή συνεχίζουν οι ήδη εφεσίβλητοι ως νόμιμοι εκ δημόσιας διαθήκης κληρονόμοι του. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση έφεσης την 22.11.2021, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλούμενης που περάτωσε τη δίκη, όπως προκύπτει από τη σχετική από 22.10.2021 επισημείωση επί του αντιγράφου αυτής του δικαστικού επιμελητή Πειραιά, ………. (άρθρου 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν.3994/25.7.2004). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραβόλου που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ (όπως η διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν.4055/2012, έναρξη ισχύος την 2.4.2012), αφού το Δημόσιο δεν προκαταβάλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μ.Μαργαρίτης, ΕρμΚ.Πολ.Δ, Τόμος α΄, άρθ. 495 αριθ. 17 σελ. 849).

Στην από 6.12.2013 (αριθ.καταθ. ………/10.12.2013) αγωγή του αρχικά ενάγοντα ………….., την οποία επανέφερε νόμιμα με την από 6.2.2015 (αριθ.καταθ. ………../2015) κλήση του, μετά από ματαίωση της συζήτησής της την 26.1.2015, και ήδη από τον επισυμβάντα την 20.10.2020 θάνατό του, οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι συνεχίζουν παραδεκτά τη δίκη ως κληρονόμοι του, βάσει της υπ’ αριθ. …/2015 δημόσιας διαθήκης της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ……………, που δημοσιεύτηκε νόμιμα με το υπ’ αριθ. …./10.11.2020 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, ιστορούσε ότι έχει την αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή του επαρκώς περιγραφόμενου ακινήτου, μετά την επι αυτού κτισμάτων, ισογείου, υπογείου και πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, που βρίσκεται στο συνοικισμό …… της περιφέρειας του Δήμου Κορυδαλλού Αττικής, εντός του σχεδίου πόλης και επί της οδού … αριθμός …, έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ………. και έχει εμβαδόν, 150,01 τ.μ κατά νεότερη και ορθότερη καταμέτρηση, ενώ έχει καταχωρηθεί εσφαλμένα στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας με εμβαδόν 134 τ.μ. Ότι την κυριότητα επί αυτού απέκτησε τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο ως νεμόμενος τούτο από το έτος 1973 με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο, συνεχώς και αδιατάρακτα ασκώντας τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις δηλωτικές εξουσιάσεως. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, σε αυτό εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο αρχικά ενάγων-καλών επικαλείται ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του επί του επιδίκου και ζήτησε να αναγνωρισθεί αποκλειστικά κύριος του ακινήτου αυτού και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως αποκλειστικά κύριος του ακινήτου, παραιτούμενοι παραδεκτοί και καθολικοί του διάδοχοι ήδη εφεσίβλητοι, που συνεχίζουν τη δίκη, από το αίτημα διόρθωσης του αναγραφόμενου στο οικείο κτηματολογικό φύλλο εμβαδού του επιδίκου οικοπέδου (άρθρο 223 Κ.Πολ.Δ) ως ίσχυε προ της αντικατάστασής του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν.4335/2015). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη (όπως και είναι ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 947, 974, 999, 1000, 1041, 1042, 1045, 1046 ΑΚ, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 6 παρ. 2, 3 περ.στ, 11, 17, Ν.2664/1998 και παρ. 4 Ν.3127/2003, πλην της βάσεως της αγωγής της επιστηριζόμενης στον παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας, την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω επιγενόμενης αοριστίας, διότι ο ενάγων δεν προέβη, ως όφειλε κατόπιν αμφισβήτησης της κυριότητας αυτού και των δικαιοπαρόχων του από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, σε παραδεκτή συμπλήρωση της αγωγής του, ως προς τον τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους των απώτερων δικαιοπαρόχων του. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Ι)Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2, 3 του ν. 2664/1998 “Εθνικό Κτηματολόγιο” (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή “άγνωστος”, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό-διορθωτικό) και περιεχόμενο του αιτήματος της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019, Επιθ.Ακινη. 2019/521). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα οριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σε αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 141/2018, ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αρκεί να εκτίθενται οι υλικές πράξεις νομής του ιδίου ενώ ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας επ’ αυτού (επιδίκου ακινήτου) από τον δικαιοπάροχο του τελευταίου (ενάγοντος) δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιος δίκης αμφισβητήσει την κυριότητα όχι μόνον του ενάγοντος, αλλά και των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων του, ο τελευταίος οφείλει, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 224 εδ.β΄ του Κ.Πολ.Δ συμπλήρωση του δικογράφου της, να καθορίσει και τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας των προκτητόρων του εωσότου φθάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (ΑΠ 643/2017, ΝΟΜΟΣ).

Ι)Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2, 3 του ν. 2664/1998 “Εθνικό Κτηματολόγιο” (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή “άγνωστος”, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό-διορθωτικό) και περιεχόμενο του αιτήματος της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019, Επιθ.Ακινη. 2019/521). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα οριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σε αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 141/2018, ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αρκεί να εκτίθενται οι υλικές πράξεις νομής του ιδίου ενώ ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας επ’ αυτού (επιδίκου ακινήτου) από τον δικαιοπάροχο του τελευταίου (ενάγοντος) δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιος δίκης αμφισβητήσει την κυριότητα όχι μόνον του ενάγοντος, αλλά και των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων του ,ο τελευταίος οφείλει, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 224 εδ.β΄ του Κ.Πολ.Δ συμπλήρωση του δικογράφου της, να καθορίσει και τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας των προκτητόρων του εωσότου φθάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (ΑΠ 643/2017, ΝΟΜΟΣ).

Ο διαφορετικός χρόνος και τρόπος προσάρτησης των εδαφών που κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος καθιστά επιτακτική την ανάλυση ανά περιοχή της νομικής βάσης περιέλευσης στο Ελληνικό Δημόσιο των “εθνικών γαιών”, όπως ειδικότερα καλείται η ελληνική γη που είχε κατακτηθεί από τον Σουλτάνο και ανήκε κυρίως σε αυτόν ή στην περίπτωση των γαιών ελεύθερης ιδιοκτησίας στους Οθωμανούς που είχαν εγκατασταθεί κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Σύμφωνα δε με το Οθωμανικό δίκαιο  και συγκεκριμένα σύμφωνα με τα άρθρα 1-3 του σημαντικότερου οθωμανικού νόμου περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των γαιών, ήτοι του Οθωμανικού Νόμου “περί γαιών” της 7 Ραμαζάν 1274 (1858), οι γαίες διακρίνονταν σε:  (βλ. Την έννοια των εθνικών γαιών, εθνικών θεσσαλικών γαιών και γαιών Νέων Χωρών Ζαβρακλή Χρ., ό.π, υποσημ. 31, σελ. 271, 32α) γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), (οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες) την κυριότητα των οποίων είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β)δημόσιες γαίες (μιριγιέ), (καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), η κυριότητα των οποίων ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ)αφιερωμένες γαίες (βακούφια), η χρήση και εκμετάλλευση των οποίων γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ)εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες, (μετρουκιέ) (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε)νεκρές γαίες (μεβάτ) (βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Από τα ανωτέρω ρητώς προκύπτει ότι στο Οθωμανικό Κράτος όλη η γη, πλην των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες ανήκαν  σε ιδιώτες, περιερχόταν, κατά ο κοράνιο και το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, στην κυριότητα του κυρίαρχου Σουλτάνου, ως εκπροσώπου του τουρκικού δημοσίου και θεωρείτο, επομένως δημόσια. Ως “Παλαιό Βασίλειο” προσδιορίζονται τα εδάφη εκείνα που συγκρότησαν την αρχική εδαφική επικράτεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και είναι συγκεκριμένα η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η  Εύβοια, η Φθιώτιδα, οι Κυκλάδες, και οι Νήσοι του Σαρωνικού. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδας” και τα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου με τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίσθηκε, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως “Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων”, ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830), και είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων, τα οποία, κατά το χρόνο (Ελευθεριάδου Γνωμοδοτήσεις έκδ. Εθν.Τυπογραφείου 1915, Ι. Καραγιάννης στο ΝοΒ 25.1133) υπογραφής των Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίως τους Οθωμανούς, που είχαν αποχωρήσει και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6/3.7.1837 “Περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων”, περιεχόμενα, κατά το άρθρο 16 του νόμου αυτού, στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Από τις ρυθμίσεις που περιέρχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως “πολεμικώ δικαιώματι” και ειδικότερα με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με την γενόμενη δήμευση “δικαιώματι πολέμου”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς (βλ. ΑΠ 222/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ και Γ. Καριψιάδη “Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος”, έκδοσιν 2000, σελ. 137-145 και 178 επ.). Εξάλλου όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους(3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Πελοπόννησος, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί χοτζέτι ή βουργουρδί) αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Δηλαδή στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες καθώς και όσα εγκαταλείφθησαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα, η κτήση των οποίων έγινε δια δημεύσεως “πολεμικώ δικαιώματι”, ενώ όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής κατά την 3-2-1830 εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο Ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου έστω και με άκυρο κατά το Οθωμανικό δίκαιο τίτλο, αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Με βάση την προαναφερόμενη γενική διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαιώματα επί των δημοσίων γαιών, αλλά και της απόκτησης κυριότητας επί των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας “δικαιώματι πολέμου”, θεσπίστηκε μαχητά τεκμήριο κυριότητος υπέρ αυτού, σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα. Εξάλλου με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας ,με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίζει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν.της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν και επί τω εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ (7.39), Βας.9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν.ΔΞΗ΄/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926  και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν 1539/1938 “περί προστασίας δημοσίων κτημάτων” οι οποίες έκτοτε ανέστειλαν και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 Βας. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), οι οποίες, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για το προ της εισαγωγής του ΑΚ χρόνο, και επί των δημοσίων κτημάτων και άρα και επί των δημοσίων δασών ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από ιδιώτη. Προϋπόθεση της χρησικτησίας αυτής, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων,  σε συνδυασμό με εκείνες του ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δτος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν 1539/1938 “περί προστασία των δημοσίων κτημάτων”, ήταν η τριακονταετής καλόπιστη νομή, στην οποία ο χρησιδεσπόζων μπορούσε να συνυπολογίσει και τη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων του εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχός τους να είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (Ολ. ΑΠ 75/1987, ΑΠ 719/2015, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 1919/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ έκτοτε τα ακίνητα αυτά είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 267/2005) καλή πίστη δε, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 πανδ (5.3), ν.25 πανδ (24.1) ν.27 πανδ (18.1), ν.10,13 παρ. 1, 17, 48 πανδ. (41.3), ν.5 πανδ. (41.7) ν.3 πανδ (41.10), ν.7 παρ. 6 πανδ. (41.4), ν.109 πανδ. (50.16), αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, τη συνδρομή δε της καλής πίστης, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς ,από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Β.Δ/τος 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί”, εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.ΚΘ της 31.1718.2.1864 “περί βοσκήσιμων γαιών” με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.ΨΝΖ της 27.371.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκήσιμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το  έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του ΒΡΔ που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων και δασών από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τα νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετή εφόσον αυτή είχε συμπληρωθεί έως και τις  11.9.1915 (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018 ΚΑΙ 1753/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2019, 590/2019). Επομένως η ανωτέρω διάταξη του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε μαχητά τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, όπως ακριβώς και τα δάση (ΑΠ 987/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 16/2021). Ούτε τέλος, απαιτείτο από τις άνω διατάξεις ως προϋπόθεση τις αξιουμένης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου δάσους και γενικώς επί δημοσίων κτημάτων πραγμάτων, με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντας ή η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. Α΄ του άνω από 17-11-1836 β.δ/τος (ΑΠ 1355/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ. (47.1), εις.47 (2.1) προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα χωρίς πρόσθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται από την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταληφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου” ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, ΕφΠειρ 26/2020, ΕφΠειρ 435/2016, ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα λοιπόν, με τα παραπάνω, το ελληνικό δημόσιο μπορεί να επικαλεσθεί κυριότητα στα αδέσποτα ακίνητα θεμελιούμενη, με τους ακόλουθους πρωτότυπους τρόπους:α) με πραγματική κατάληψη των κτημάτων, ου είχαν καταστεί αδέσποτα λόγω της εγκατάλειψης τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σύμφωνα με το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαίκό δίκαιο, β)με ex lege κτήση των ίδιων κτημάτων, καθώς και αυτών που εγκαταλείψθηκαν στη συνέχεια από οποιονδήποτε ιδιώτη με πρόθεση παραίτησης από την κυριότητα, σύμφωνα με το νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, γ)με κτήση, σύμφωνα με την ΑΚ 972, των ακινήτων τα οποία κατέστησαν αδέσποτα λόγω της παραίτησης των κυρίων τους από την κυριότητα με νομίμως μετεγεγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο, με αντίστοιχα κρίσιμες ημερομηνίες τα έτη 1830 (διαδοχή του Ελληνικού κράτους στα δικαιώματα του οθωμανικού δημοσίου), 1838 (έναρξη ισχύος του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”) και 1946 (έναρξη ισχύος ΑΚ), βαρυνόμενο δικονομικώς με την απόδειξη συνδρομής των όρων του καθενός από τους παραπάνω τρόπους. Ειδικά για τους δύο πρώτους προαναφερόμενους τρόπους κτήσης κυριότητας ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή όταν πρόκειται για ακίνητο που έχει καταστεί αδέσποτο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, η κυριότητα του οποίου επικαλείται το Ελληνικό Δημόσιο επί του ανήκει, είναι προφανής η δυσχέρεια όχι μόνο να προβληθεί ορισμένα, αλλά και να αποδειχθεί ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός του, καθώς τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατή η εξειδίκευση (αλλά και η απόδειξη) των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν τις βάσεις αυτές. Συγκεκριμένα το ενάγον Δημόσιο οφείλει να προσδιορίσει πως το επίδικο ακίνητο κατέστη αδέσποτο, εάν πρόκειται για εξ αρχής αδέσποτο ή όχι, οπότε στην τελευταία περίπτωση που αυτό έχει προϋπάρξει υπό την δεσποτεία άλλου οφείλει περαιτέρω να προσδιορίσει ποιο ήταν αυτό το πρόσωπο και πως απέβαλε την κυριότητά του. Περαιτέρω και εφόσον το Δημόσιο επικαλείται ότι το αδέσποτο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του πριν την ισχύ του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, πρέπει επιπλέον να επικαλεστεί και όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την πραγματική κατάληψή του ακινήτου από αυτό, η οποία απαιτείτο κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητάς του (Εφ.Θεσσαλ. 731/2023, Εφ.Αθ. 946/2023, Εφ.Πατρών 62/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ)Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 Ν.998/1979 οποιοσδήποτε επικαλείται ή αξιώνει δικαίωμα εμπράγματο ή μη επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 74 του νόμου αυτού εδαφών, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του. Με τη διάταξη αυτή, δηλαδή, εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή του από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας, επί των δασών, δασικών εκτάσεων κ.α και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας. Αφετέρου με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ της 17/29-11-1986 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση εκτός από εκείνες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Με το άρθρο δε 24 παρ. 1 του Συντάγματος όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: “Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός…….Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων……..Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δημοσίων δασικών εκτάσεων, εκτός εάν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον”. Εξάλλου, στο άρθρο 3 του ν.998/1979 “Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας” (Α΄ 289), όπως οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν από την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3208/2003 “Περί προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις” (Α΄ 303) ορίζονται τα εξής: “1…….5.Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, καθώς και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ή έχουν κηρυχθεί με πράξη της αρμόδιας αρχής ως δασωτέες ή αναδασωτέες. 6.Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου: α)……..β)………γ)…….δ)……….ε) Αι περιοχαί δια τας οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923 ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του Ν. 947/1979 και στ)…..”. Στο άρθρο 4 παρ.2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “Από της απόψεως της θέσεως των δασών και δασικών εκτάσεων εν σχέσει προς τους χώρους ανθρώπινης εγκαταστάσεως και δραστηριότητας, διακρίνονται: α) Πάρκα και άλση εντός των πόλεων ή των οικιστικών περιοχών…….” και στο άρθρο 49 παρ 1 ότι “Τα εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή πολεοδομικής ζώνης ή εντός οικιστικής περιοχής υφιστάμενα πάρκα, άλση και δενδροστοιχίαι,…..δεν δύναται να μεταβάλουν προορισμόν ή χρήσιν”. Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ. 2 του ν.3208/2004 ορίζεται ότι “Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων, δημοσίων και ιδιωτικών, εκτός εάν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον κατά τις ειδικές προβλέψεις της εν γένει δασικής νομοθεσίας”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ως πάρκα ή άλση, που βρίσκονται σε περιοχές εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του Συντάγματος και των διατάξεων του ν. 998/1979, θεωρούνται οι αντίστοιχοι χώροι που προβλέπονται από το ισχύον στην περιοχή ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου. Οι ανωτέρω προστατευτικές των δασών και δασικών εκτάσεων συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις δεν καταλαμβάνουν ,κατά συνέπεια, χώρους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται στο οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ως οικοδομήσιμοι, έστω και αν η τυχόν υφιστάμενη επ’ αυτών βλάστηση θα δικαιολογούσε, ενδεχομένως την εισαγωγή ρυμοτομικής ρυθμίσεως περί χαρακτηρισμού των ως κοινοχρήστων χώρων πράσινου. Και τούτο διότι για να θεωρηθεί μια ρυμοτομική ρύθμιση ως μη ισχύουσα, δεν αρκεί η συνδρομή λόγων που θα δικαιολογούσαν ή θα επέβαλαν την άρση της, αλλά απαιτείται, σύμφωνα άλλωστε και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2 του Ν. 3127/2003, σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α)νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε καλή πίστη ή β)νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τμ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1042 ΑΚ ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003, πρέπει ο νομέας, μεταξύ άλλων, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθηση του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπάροχου, συνυπολογίζεται στον χρόνο νομής του διαδόχου. Με την άνω ρύθμιση εισάγεται μια σημαντική τομή στις διατάξεις για την προστασία των δημοσίων κτημάτων, καθώς υπό τους εκεί ειδικά προβλεπόμενους όρους θεσπίζεται ένα είδος χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου σε αστικά ακίνητα. Οι παραπάνω διατάξεις τέθηκαν κατά τροποποίηση των ν.2308/1995 και 2664/1998, προκειμένου να αρθούν οι αμφισβητούμενες που είχαν προκύψει κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου των διαφορών κυριότητας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών και αμφισβητούσε την κυριότητά τους το Ελληνικό Δημόσιο και με αυτές αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα να επικαλεστούν τρόπο κτήσης κυριότητας την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του δημοσίου, υπό τους ειδικούς όρους του εν λόγω άρθρου, με διαφοροποίηση, όπως, από το άρθρο 1045 ΑΚ, ότι πρέπει να συντρέχει κατά την κτήση της νομής το στοιχείο της καλής πίστης (ΑΠ 111/2023, ΑΠ 487/2014, Εφ.5861/2022 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του αρχικά ενάγοντος, ……… ., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθ. 444 παρ. 1 περ.γ΄,448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ όπως η πρώτη των διατάξεων αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 Ν. 3994/2011) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία ορισμένα αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 16823/2003, ΑΠ 1068/2002), καθώς και από όλα όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των  διαδίκων συνομολογούνται (άρθ. 261 Κ.Πολ.Δ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο που βρίσκεται στον συνοικισμό … … της περιφέρειας του Δήμου Κορυδαλλού, εντός του σχεδίου πόλεως και επί της οδού ………… Το οικόπεδο αυτό εμφαίνεται υπό τον αριθμό 1 στο από Μαΐου 1973 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………… καθώς και υπό τα περιμετρικά στοιχεία Α1, Α2, Α3…..Α11, Α12, Α1 στο νεότερο από Μαΐου 2013 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……..  , σύμφωνα με το οποίο έχει έκταση 150,01 τ.μ, βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κορυδαλλού, μεταξύ των οικοδομικών τετραγώνων Ω4 και Ω1, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησίες αγνώστων, βορειοδυτικά με την οδό ….., νοτιοδυτικά με ιδιοκτησίες αγνώστων και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου. Το ίδιο ως άνω οικόπεδο έχει καταχωριστεί σήμερα στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νικαίας με ΚΑΕΚ ….., και σύμφωνα με το απόσπασμα του κτηματολογικού του διαγράμματος έχει έκταση 134 τ.μ και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησίες που φέρουν ΚΑΕΚ …, … και …., βορειοδυτικά με την οδό … (….), νοτιοδυτικά με ιδιοκτησίες που φέρουν ΚΑΕΚ … και ….. και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……… Οι ……. και ……… με το υπ’ αριθμ. ……./1973 προσύμφωνο αγοραπωλησίας οικοπέδου του τότε συμβολαιογράφου Πειραιά ………, αφού δήλωσαν ότι έχουν στη νομή, κατοχή και κυριότητά τους το ως άνω επίδικο οικόπεδο φερόμενης έκτασης 150,85 τ.μ και κατά νεώτερη καταμέτρηση έκτασης 150,01 τ.μ, που περιήλθε σε αυτούς ως τμήμα μείζονος έκτασης με το υπ’ αριθμ. …../14.11.1969 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νίκαιας (τ…. α.α ……) λόγω αγοράς  από τον ……. στον οποίον είχε περιέλθει σε μείζονα έκταση λόγω αγοράς με το υπ’ αριθμ. ……./1937 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τ. …. α.α …) συμφώνησαν να πωλήσουν και μεταβιβάσουν το άνω επίδικο οικόπεδο στον αρχικά ενάγοντα ………, αντί συνολικού τιμήματος 300.000 δρχ. Για την μεταβολή του τιμήματος οι πωλητές έλαβαν έναντι του τιμήματος και λόγω αρραβώνα το ποσό των 10.000 δρχ και συμφώνησαν να λάβουν ποσό, α)190.000 δρχ εντός δύο ημερών από την ημέρα σύναψης του προσυμφώνου και β)ποσό 10.000 δρχ με 29 άτοκες μηνιαίες δόσεις εκ 3.500 δρχ η κάθε μία από τις 28 πρώτες και 2.000 δρχ της τελευταίας. Με το προσύμφωνο (άρθ. 166 ΑΚ), βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), οι πωλητές παρέδωσαν εκουσίως την κατοχή και νομή του παραπάνω οικοπέδου στον αρχικά ενάγοντα-αγοραστή, αφήνοντας σε εκκρεμότητα τη σύναψη του οριστικού συμβολαίου για την ολοκλήρωση της εμπράγματης δικαιοπραξίας την κατάρτιση της οποίας συμφώνησαν με το προσύμφωνο να συνυπογράψουν μέχρι την 31.12.1975, με την ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης. Ακολούθως, με αίτηση του αρχικά ενάγοντα, ……., εκδόθηκε από την Διεύθυνση Πολεοδομίας Δυτικής Αττικής, η υπ’ αρ. …./74 οικοδομική άδεια, δυνάμει της οποίας ανεγέρθηκαν στο ισόγειο δύο διαμερίσματα, επιφανείας 43,75 τ.μ και 48,90 τ.μ, η χρήση των οποίων παραχωρήθηκε από αυτόν (αρχικά ενάγοντα) στους υιούς του, … και …, ως κατοικία αυτών (υιών του). Περαιτέρω, το έτος 1978 με το υπ’ αριθ. …/29.6.1978 οριστικό αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, σε εκτέλεση του προαναφερθέντος προσυμφώνου πωλήσεως, ολοκληρώθηκε η εμπράγματη δικαιοπραξία μεταβίβασης της κυριότητας στον αρχικά ενάγοντα, … …, και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας (τ. … α.α …./4.7.1978). Το έτος 1983 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../1983 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας – Διαμέρισμα Δυτικού, βάσει της οποίας προστέθηκε από τον αρχικά ενάγοντα, επί του ήδη διαμορφωμένου ισογείου, πρώτος όροφος και ανεγέρθηκε, το Α1 διαμέρισμα επιφανείας μ.τ 48,71 και το Α2 διαμέρισμα επιφανείας μ.τ 49,58, όπως εμφαίνονται στο από Μαΐου 2013 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……………, την χρήση ενός από τα άνω διαμερίσματα παραχώρησε δωρεάν στον υιό του …………., ο οποίος διαμένει με την οικογένειά του, και του άλλου διαμερίσματος παραχώρησε την χρήση στον υιό του ……….. Επίσης, το ως άνω (επίδικο ακίνητο) βρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Κορυδαλλού στο Ο.Τ  που περικλείεται από τις οδούς ………. στη διεύθυνση …….. , έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλης με το από 26.2.1956 Β.Δ/γμα Ρυμοτομίας (ΦΕΚ 80 Α/1956). Μετά δε την κατά τα άνω ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως είναι και άρτιο και κατά παρέκκλιση οικοδομήσιμο εφόσον προϋφίστανται της 9/6/1973, σύμφωνα με τη δήλωση Ν.651/1977 του πολιτικού μηχανικού ……….. Περαιτέρω δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Ν. 1337/83 περί εισφοράς σε γη και χρήμα. Από τα παραπάνω επίσης αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι με την υπ’ αριθ. 352/3/23.12.2005 απόφαση του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ 1/Β/2.1.2006),  εντάχθηκε σε αυτό η περιοχή του Δήμου Κορυδαλλού από 2.1.2006. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε την υπ’ αριθ. …../7.3.2003 ένσταση προς τον Ο.Κ.Χ.Ε περί της κυριότητας του ως άνω ακινήτου, λόγω του τεκμηρίου κυριότητας αυτού, ενόψει δασικού χαρακτήρα. Εν συνεχεία δε καταχωρήθηκε ως αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο που τηρείται στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας ως κύριος αυτού (αληθούς έκτασης μ.τ 134) με ΚΑΕΚ ……… το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Το τελευταίο επικαλείται την κυριότητά του λόγω του δασικού του χαρακτήρα σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ………/6.10.2020 έγγραφο του Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων της Διεύθυνσης Δασών Δυτικής Αττικής, κατά το οποίο στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 και 1998 το επίδικο (αληθούς εμβαδού 134 τ.μ) αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης. Όμως από την ένταξη του επιδίκου στο σχέδιο πόλεως, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρονται, ενόψει του ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν ισχυρίστηκε για το επίδικο ακίνητο ότι σύμφωνα με το ισχύον πολεοδομικό πρόκειται για κοινόχρηστο χώρο ή χώρο πρασίνου, δεν υπάγεται στο ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας. Αποδείχθηκε εξάλλου ότι από το έτος 1973 (7.6.1973), όταν περιήλθε στον αρχικά ενάγοντα η νομή και κατοχή του επίδικου ακινήτου (οικοπέδου) με το προαναφερόμενο προσύμφωνο πώλησης, αυτός το νέμονταν συνεχώς, αδιατάρακτα και αδιαλείπτως, δηλαδή το κατείχε με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, αφού αυτό βρισκόταν εντός του ρυμοτομικού σχεδίου υφισταμένου από το έτος 1956, σε κατοικημένη περιοχή, ενεργώντας τις συνήθεις, αρμόζουσες στον προορισμό του πράξεις έναντι του Δημοσίου και ιδιωτών ,ώστε να μην υπάρχει καμμία αμφιβολία σε αυτόν (αρχικά ενάγοντα) ότι δεν εντάσσεται σε δασική έκταση, και την 4.7.1978 μετέγραψε νόμιμα το ως άνω αναφερόμενο οριστικό αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με την ειλικρινή και άδολη πεποίθηση ότι έχει κατέστει κύριος αυτού. Της πεποίθησης τούτης στηριζόμενης επιπλέον και στο γεγονός ότι αυτό (επίδικο ακίνητο) είχε περιέλθει στους άμεσους ως άνω δικαιοπαρόχους του με τους προαναφερόμενους συμβολαιογραφικούς τίτλους που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, ως τμήμα μείζονος έκτασης αστικών οικοπέδων ενταγμένων στο σχέδιο πόλεως. Ακόμη, αυτός (αρχικώς ενάγων) αναφέρονταν στις δημόσιες αρχές (Πολεοδομία, Δ.Ο.Υ, Δ.Ε.Η, Ε.Υ.Δ.Α.Π κλπ)και κατέβαλε όλους τους φόρους και τέλη που βαρύνουν αυτό (επίδικο ακίνητο). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το εναγόμενο δεν αμφισβήτησε ποτέ το δικαίωμα του αρχικά ενάγοντος, αφού μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν είχε προβεί στην έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής αυτού από το επίδικο ακίνητο ή στην επίδοση εμπράγματης αγωγής ή στην υποβολή μήνυσης για κατάληψη δημοσίου κτήματος, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε η άσκηση άλλων θετικών εμφανών πράξεων νομής και κατοχής που να έχουν γνωστοποιηθεί στον αρχικώς ενάγοντα τόσο έως το έτος 2003 όσο και έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Το γεγονός δε ότι ο αρχικά ενάγων, αμέσως μόλις απέκτησε τη νομή του επιδίκου, ζήτησε, όπως προαναφέρθηκε, την έκδοση αδειών οικοδομής, καταδεικνύει την καλή του πίστη κατά τους επίμαχους χρόνους (73/78) ότι έγινε πράγματι κύριος του εν λόγω ακινήτου, γιατί, αν γνώριζε ότι αξιώνει σε αυτό δικαιώματα το εναγόμενο, δεν θα διακινδύνευε απευθυνόμενο σε δημόσια υπηρεσία, προκειμένου να τους χορηγηθεί οικοδομική άδεια, ώστε να προβεί στην άμεση ανοικοδόμησή του και περαιτέρω στην άτυπη διανομή και την δωρεάν παραχώρηση των άνω κτισμάτων στα τέκνα του δηλώνοντας τα άνω στην αρμόδια δημόσια αρχή.

Το εκκαλούν επαναφέρει τους ισχυρισμούς που είχε προβάλλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (που αποτελούν ενστάσεις και όχι απλή άρνηση της αγωγής) ότι το επίδικο είχε περιέλθει σε αυτό: α)ως κτήμα ανήκον στο Οθωμανικό Δημόσιο βάσει της Συνθήκης Κωνσταντινουπόλεως, ως καταληφθέν και δημευθέν κατά τους αγώνες της ανεξαρτησίας, άλλως ως εγκαταληφθέν από τους κυρίους τους Οθωμανούς, β)ως δάσος, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29.11.1836 β.δ, γ)κατελήφθη ως αδέσποτο, δ)ότι περιήλθε σε αυτό με έκτακτη χρησικτησία από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους με στοιχ.όμως (α) και (β) οι ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμοι, καθώς η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών και υπό τον όρο σεβασμού των δικαιωμάτων των ιδιωτών ώστε δεν υπήρχαν στην Αττική δημευθέντα ακίνητα δικαιώματι πολέμου (ΑΠ 1527/2022, ΑΠ 1029/2021, ΑΠ 832/2020, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 638/2016 σε www.areiospagos.gr) ,το δε επίδικο αφού έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Κορυδαλλού (βλ.το διάταγμα της 26.2.21956 ΦΕΚ 80 Α/1956) και δεν αποτελεί κοινόχρηστο χώρο ή χώρο πρασίνου, δεν υπάγεται στην προστασία του ν.998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, ούτε ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί των δασικών εκτάσεων (άρθρο 3 παρ. 6Ζ του άνω νόμου, βλ. ΑΠ 111/2023, ΑΠ 859/2017, ΑΠ 487/2014, Εφ.Πειρ. 509/2023, Εφ.Αθ. 5760/2022, Εφ.Λαρ. 310/2019, ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, ο ισχυρισμός ότι κατελήφθη από το εναγόμενο ως αδέσποτο, τυγχάνει παντελώς αόριστος, αφού δεν αναφέρεται η βούληση εγκατάλειψης αυτού υπό του κυρίου του. Οι άνω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι και ως ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι το έχον το βάρος αποδείξεως Ελληνικό Δημόσιο, δεν απέδειξε αυτούς, (ότι δηλαδή το επίδικο γεωτεμάχιο είχε Οθωμανό ιδιοκτήτη, ο οποίος το εγκατέλειψε είτε ήταν λιβάδι είτε δασική έκταση, είτε το ίδιο άσκησε πράξεις διακατοχής σε αυτό) η δε δήλωση ιδιοκτησίας του, αναφέρεται γενικά στις δασικές εκτάσεις του Δήμου Κορυδαλλού και όχι στο επίδικο ή την περιοχή που αυτό βρίσκεται, το οποίο δεν περιλαμβάνεται σε καταγεγραμμένο Δημόσιο κτήμα, ισχυρισμό που δεν προέβαλε το εναγόμενο – εκκαλούν.

Με βάση όλα τα ανωτέρω, αποδεικνύεται πλήρως ότι ο ………. (αρχικά ενάγων) κατέστη κύριος του εν λόγω ακινήτου από το έτος 1988 με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας ως νεμόμενος τούτο (επίδικο ακίνητο) επί δεκαετία (από 4.7.1978) συνεχώς και αδιατάρακτα με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, έχοντας την πεποίθηση κατά τον χρόνο κτήσης της νομής (ΑΚ 1044 εδ.α΄/4.7.1978), ότι απέκτησε την κυριότητα με την πώληση και την μεταγραφή του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου καθώς και αναφορικά με την κυριότητα των μεταβιβαζόντων-δικαιοπαρόχων πωλητών, αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (ΑΚ 1045) από το έτος 1993 ως νεμόμενος τούτο συνεχώς και αδιαλλείπτως από το έτος 1973 ασκώντας όλες τις προαναφερόμενες εμφανείς διακατοχικές πράξεις πλήρους και αποκλειστικού κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του χωρίς ποτέ να ενοχληθεί ή να αμφισβητηθεί το δικαίωμά του από οποιονδήποτε. Επίσης, ο …….. (αρχικά ενάγων) κατέστη κύριος του επιδίκου ακινήτου και με τα προσόντα του άρθρου 4 Ν 3127/2003 (χωρίς καταρχήν αυτό να απαιτείται, αφού δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν Δημόσιο κτήμα ή ανήκε στην ιδιωτική περιοχή του Δημοσίου), διότι είχε το επίδικο, το οποίο ήταν ενταγμένο στο σχέδιο πόλης, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο επί δέκα (10) και πλέον συνεχή έτη έως την έναρξη ισχύος του ν.3127/2003 (19.3.2003), ενώ δεν υπήρχε, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, καμία όχληση από πλευράς Δημοσίου, χωρίς τέτοια να μπορεί να θεωρηθεί η γενική δήλωση ιδιοκτησίας και η υποβολή της ……/7.3.2005 ένστασης προς τον ΟΚΧΕ, για την οποία (ένσταση) δεν προκύπτει απάντηση. Εξάλλου με την περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για τα ακίνητα που βρίσκονταν στον Δήμο Κορυδαλλού ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή Δήμου Κορυδαλλού Αττικής, η 2.1.2006. Το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό βιβλίο ως αρχική εγγραφή με ΚΑΕΚ ………… και εμβαδόν 134 τμ, ευρισκόμενο στο συνοικισμό …. επί της οδού … αριθμός …. συνορευόμενο βορειοανατολικά με γεωτεμάχια με τα ΚΑΕΚ ……….., βορειοδυτικά με οδό … (….), νοτιοδυτικά με γεωτεμάχια με τα ΚΑΕΚ … και ….. και νοτιοανατολικά με γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ….. δικαιούχος δε του εμπράγματος δικαιώματος της κυριότητας επί αυτού, κατά ποσοστό 100% φέρεται το εναγόμενο. Συνακόλουθα η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του αρχικά ενάγοντος, οφείλεται δε στο ότι ο τελευταίος παρέλειψε να υποβάλλει δήλωση ιδιοκτησίας για το εν λόγω ακίνητο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής. Συνεπώς η αγωγή του αρχικά ενάγοντος έπρεπε να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αφού απέρριψε τον ισχυρισμό του εναγομένου ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ότι το επίδικο ακίνητο έχει δασικό χαρακτήρα ως τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης και τους λοιπούς ως άνω ισχυρισμούς αυτού (Ελληνικού Δημοσίου) έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε την κυριότητα του ενάγοντος του με ΚΑΕΚ ……….. γεωτεμαχίου, ώστε να αναγραφεί ο ίδιος ως δικαιούχος κυριότητας, με τίτλο κτήσης την τακτική χρησικτησία, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ……./29.6.1978 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση (Κ.Πολ.Δ 534). Όσα υποστηρίζει το εκκαλούν με τους λόγους έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν αυτού καθώς δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ και 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 22/11/2021 (αριθ.καταθ. ………./2021) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2012/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει το Εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Ιανουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων,  της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξούσιας δικηγόρου των εφεσιβλήτων.

    Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κι αντ΄ αυτής  λόγω

μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

ο Πρόεδρος του

Τριμελούς Συμβουλίου

Διεύθυνσης του Εφετείου

Πειραιώς, Ιωάννης

Αποστολόπουλος,

Πρόεδρος Εφετών