Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 47/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   47/2024

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Γιάκη  και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., η οποία εμφανίστηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ανδριανή Οικονόμου.

Ο ενάγων – εναγόμενος και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.7.2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020 αγωγή του, κατά της εναγομένης-εκκαλούσας. Ομοίως η ενάγουσα –εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 8.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2020 αγωγή της κατά του εναγομένου-εκκαλούντος.  Οι δύο αγωγές συνεκδικάστηκαν αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και επ’ αυτών, εκδόθηκε η με αριθμό 1743/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε εν μέρει δεκτές τις αγωγές. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού  ο εκκαλών με την από 6.7.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2022 έφεση, και με το από 28.3.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης.  Για την συζήτηση της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμούς 31 και 45 και συζητήθηκαν.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές .

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση από 6.7.2022 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 6.7.2022, με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …./2022 κατά της με αριθμό 1743/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, δέχθηκε εν μέρει τις από 20.7.2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2020 και  από 8.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020 αγωγές, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης επιδόθηκε την 6.6.2022 στον εκκαλούντα, και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 6.7.2022 εντός της τασσόμενης τριακονθήμερης προθεσμίας. Σημειώνεται επιπλέον ότι ο εκκαλών παρότι δεν είχε υποχρέωση καταβολής παραβόλου του Δημοσίου κατά την άσκηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ, κατέθεσε μαζί με την έφεσή του το με κωδικό ………….. ηλεκτρονικό παράβολο δημοσίου μαζί με την απόδειξη πληρωμής του, το οποίο πρέπει να του επιστραφεί ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή μη της έφεσής του.

Με την από 20.7.2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2020 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι την 14.7.2018 τέλεσε νόμιμο πολιτικό γάμο με την εναγομένη, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο γεννηθέν την 10.11.2018. Ότι από την 14.11.2018 οι διάδικοι τελούν σε διάσταση, οφειλόμενη κατά τους ισχυρισμούς του, στην απρεπή συμπεριφορά των γονέων της εναγομένης απέναντί του.  Ότι περαιτέρω, υφίσταται διαφωνία μεταξύ των διαδίκων, ως προς το κύριο όνομα του τέκνου τους, επειδή η εναγομένη, υπαναχώρησε από την αρχική συμφωνία τους και δεν συμφωνεί πλέον να λάβει το όνομα …., όνομα που φέρει ο πατέρας του ενάγοντος, παππούς του ανήλικου τέκνου. Ζήτησε δε ο ενάγων να αρθεί η διαφωνία των διαδίκων και να δοθεί στο τέκνο τους, το κύριο όνομα …., με το οποίο ήδη από τη γέννησή του απευθύνεται στο ανήλικο, το οποίο επιπλέον θα ενδυναμώσει τις σχέσεις του με την πατρική οικογένεια άλλως το κύριο όνομα ….., το οποίο είναι ουδέτερο προς αμφότερα τα στενά συγγενικά περιβάλλοντα και θα συντελέσει στην αποτροπή όξυνσης της αντιδικίας των διαδίκων. Τέλος ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η εναγομένη-ενάγουσα άσκησε την από 8.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2020 αγωγή της με την οποία εξέθετε το ιστορικό του γάμου της με τον εναγόμενο και τη γέννηση του τέκνου τους, ισχυριζόμενη περαιτέρω, ότι η διάστασή της με τον εναγόμενο οφείλεται στην υβριστική συμπεριφορά του απέναντί της. Ότι η ονοματοδοσία του ανήλικου με το όνομα ….., δεν συνιστά θετικό γεγονός, επειδή ο εναγόμενος και ο πατέρας του επιτέθηκαν στον δικό της πατέρα, ενώ οι γονείς του εναγομένου δεν μετείχαν στα αρχικά έξοδα του τέκνου, και το επισκέφθηκαν μόλις δυο φορές, μέχρι την έγερση της αγωγής. Ζήτησε δε να της επιτραπεί να βαπτίσει το ανήλικο τέκνο των διαδίκων και να προβεί σε ονοματοδοσία αυτού, ονομάζοντάς το με το κύριο όνομα ….., ως αναφορά στο κύριο όνομα της μητέρας της, …… άλλως να του δοθεί το όνομα …….. το οποίο δεν σχετίζεται με κάποιο από τα συγγενικά περιβάλλοντα και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού συνεκδίκασε τις δυο αγωγές αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της ενάγουσας να προβεί στην βάπτιση του ανήλικου ή στην ονοματοδοσία του, μονομερώς και ήρε την διαφωνία των διαδίκων, ορίζοντας ως όνομα του ανήλικου τέκνου τους το «…………», κάνοντας εν μέρει δεκτές και τις δυο αγωγές και συμψηφίζοντας την δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Με την υπό κρίση έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ο ενάγων- εναγόμενος και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη από­φαση, κατά το σκέλος που καθόρισε ως μέρος του ονόματος του ανήλικου άρρενος τέκνου των διαδίκων το όνομα «……», και να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης από το παρόν Δικαστήριο στο σύνολό της, καταδικαζόμενης αυτής στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Με τους πρόσθετους λόγους της έφεσής του, ζήτησε επικουρικά να δοθεί στο ανήλικο το διπλό όνομα «…………», αίτημα από το οποίο παραιτήθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1512 και 1518 ΑΚ, προκύπτει ότι περιεχόμενο της γονικής μέριμνας αποτελεί και η ονοματοδοσία του ανηλίκου, περί της οποίας οι γονείς αποφασίζουν από κοινού, σε περίπτωση, δε που αυτοί διαφωνούν αποφασίζει το δικαστήριο. Μάλιστα, με τη νέα διάταξη του άρθρου 1519 ΑΚ, επιδιώκεται η εξασφάλιση της συμμετοχής του γονέα, που δεν ασκεί την γονική μέριμνα, σε σημαντικές αποφάσεις για τον ανήλικο, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ονοματοδοσία. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Συνεπώς, και οι νέες διατάξεις αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου όπως και οι προϊσχύσασες και ο όρος “βέλτιστο συμφέρον” του τέκνου ταυτίζεται, ουσιαστικά, με την, κατά την προϊσχύσασα διάταξη του ως άνω άρθρου 1511 ΑΚ, έννοια του “συμφέροντος” του τέκνου. Το κανονιστικό περιεχόμενο της έννοιας αυτής του συμφέροντος του παιδιού συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθώς επίσης και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού. Οι γονείς πρέπει να επιδιώκουν την προαγωγή εξίσου του βραχυπρόθεσμου, του μεσοπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού. Στις περιπτώσεις που η ταυτόχρονη αυτή επιδίωξη δεν μπορεί να επιτευχθεί στον βέλτιστο βαθμό, πρέπει στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση να επιχειρείται η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση του βραχυπρόθεσμου και του μεσοπρόθεσμου συμφέροντος. Ποιο είναι το μακροπρόθεσμο συμφέρον του παιδιού είναι συχνά αβέβαιο στον σύγχρονο συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Ενόψει της καταστάσεως αυτής η θυσία του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού χάριν του μακροπρόθεσμου συμφέροντος μπορεί τελικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να αποβεί αλυσιτελής, εκτός αν κατά την επιδίωξη αυτήν τα μειονεκτήματα από τη θυσία του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος αντισταθμίζονται από την κατά το δυνατό βέβαιη προαγωγή του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού. Η κρίση πάντως αυτή δεν μπορεί να είναι γενική και πρέπει να εκφέρεται κατά τη συγκεκριμενοποίηση του συμφέροντος συγκεκριμένου εκάστοτε παιδιού και ενόψει της λήψης συγκεκριμένης απόφασης που το αφορά και απαιτεί στάθμιση του βραχυπρόθεσμου με το μακροπρόθεσμο συμφέρον. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις (ΑΠ 157/2022).  Περαιτέρω, στην περίπτωση που το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει για το όνομα του τέκνου, λόγω διαφωνίας των γονέων του, δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα ή τη γνώμη των γονέων, ούτε ακόμη και από το γεγονός ότι το ανήλικο είναι τυχόν ήδη βαπτισμένο, γιατί η ονομασία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος, ώστε να απαγορεύεται η μεταβολή του. Το δικαστήριο αναζητεί την πλέον ανταποκρινόμενη στο συμφέρον του τέκνου λύση και μπορεί, συγχρόνως δε έχει και καθήκον, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, να μην αποδεχθεί κάποιο από τα αντιθέτως προτεινόμενα από τους διαδίκους γονείς ονόματα αλλά να επιλέξει διαφορετικό, μη προτεινόμενο όνομα, ή και συνδυασμό ονομάτων από τα αντιθέτως προτεινόμενα (ΑΠ 947/1996, ΕλλΔνη 38. 1052, ΑΠ 825/1995, ΝοΒ 45. 973, ΕφΘ 2269/2000, Αρμ 2007. 210). Ο νόμος δεν ορίζει πότε το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να λάβει το Δικαστήριο απόφαση περί διπλής ή μη ονομασίας του τέκνου, επομένως αυτό θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση δε του δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου αποτρέποντας τη διχοστασία των αισθημάτων των γονέων απέναντί του και τη διατάραξη της ψυχοσωματικής του υπόστασης (ΑΠ 754/2020, ΑΠ 945/2009, ΑΠ 730/2006, ΕφΠειρ 261/2020, Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο [2022], σ. 668 αριθ. 4-6).

Με τον  πρώτο πρόσθετο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αγωγή της εφεσίβλητης έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, καθώς σε κανένα σημείο της αγωγής της δεν αναφέρεται σε αντιπαράθεση των διαδίκων ως προς το όνομα του τέκνου, ώστε να είναι αναγκαίο να αρθεί η διαφωνία τους από το Δικαστήριο, ούτε στην ιστορική βάση της αγωγής της, αναφέρει τα ονόματα «……» ή «…..», επιπλέον δε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του υπέλαβε ότι αντικείμενο της αγωγής ήταν η άρση της διαφωνίας των διαδίκων ως προς την ονοματοδοσία του τέκνου τους, χωρίς να υπάρχει σχετικό αίτημα Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής της εφεσίβλητης, όπως αυτό συνοπτικά ανωτέρω εκτέθηκε, προκύπτει ότι η εν λόγω αγωγή, είναι επαρκώς σαφής και ορισμένη, γιατί περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1 KΠολΔ, τα αναγκαία περιστατικά που πληρούν το πραγματικό των διατάξεων των άρθρων 1512 και 1518 Α.Κ. και τα οποία αρκούν, κατά τις διατάξεις αυτές, για να θεμελιώσουν το εν λόγω αίτημα, κατ` ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, δεδομένου ότι, πανηγυρική διατύπωση του αιτήματος δεν απαιτείται (βλ. ΑΠ 1293/1993 ΕλλΔνη 1995-145, ΜΠρΘεσ 9210/2016 ΝΟΜΟΣ) αλλά το είδος και η έκταση της ζητούμενης έννομης προστασίας πρέπει να προκύπτουν με ακρίβεια από το συνολικό ιστορικό της αγωγής (το αίτημα μπορεί να περιλαμβάνεται οπουδήποτε στο δικόγραφο: βλ. ΑΠ 173/1981 ΕΕΝ 1981.921, ΕφΑθ 1861/1990 ΕλλΔνη 1993-635, ΜΠΘεσ 9210/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ, Ερμηνεία KΠολΔ, άρθρο 216, σ. 462) (ΕφΑθ.6530/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα στην αγωγή εκτίθεται η διαφωνία της ενάγουσας ως προς την ονοματοδοσία του τέκνου με το όνομα «……..»,  σε αντίθεση με την επιθυμία του εναγομένου, και οι λόγοι της διαφωνίας της αυτής, αλλά και η επιθυμία της κατά την βάπτιση ή την ονοματοδοσία του ανήλικου τέκνου των διαδίκων το τελευταίο να λάβει το όνομα «…..» η το όνομα «…..». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως που έκρινε ότι στην αγωγή  της ενάγουσας, κατ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, περιλαμβάνεται το αίτημα περί δικαστικής άρσης της διαφωνίας των διαδίκων,  ως προς το όνομα που θα λάβει το τέκνο τους κατά την βάπτιση ή την ονοματοδοσία αυτού  ήταν ορισμένη, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει ακυρότητα, ούτε έλαβε προς τούτο υπόψη ισχυρισμούς, που δεν προτάθηκαν με την αγωγή και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πρώτος πρόσθετος λόγος έφεσης. Επιπλέον δε απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, τυγχάνει ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, που περιλαμβάνεται στον τρίτο πρόσθετο λόγο της έφεσής του, ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε δεχόμενη το διπλό όνομα για το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, αφού το σχετικό αίτημα διατυπώθηκε το πρώτον με την προσθήκη-αντίκρουση που κατέθεσε η εφεσίβλητη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη εκτέθηκαν, ουδόλως δεσμεύεται από τα ονόματα που ενδεχομένως προτείνουν οι διάδικοι, στην κρίση του για το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο και απόκειται στην ευχέρειά του να ονοματοδοτηθεί το τέκνο με συνδυασμό προτεινόμενων ονομάτων, ανεξαρτήτως αν αυτός προτείνεται ή όχι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του KΠολΔ, οι οποίες προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, που ισχύει από 01.01.2016, συνάγεται ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικώς προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, αρμοδίως ληφθεισών κατά τη διάταξη του άρθρου 421 του KΠολΔ, ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επίδοσης με επιμέλεια του ενδιαφερομένου διαδίκου, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία λήψης της βεβαίωσης, κλήσης προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψης της βεβαίωσης και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, ενώ αν παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσης δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ ου, η δοθείσα βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει κατά την διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β’ και 24 παρ. 1 εδ. α’ του ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά τον χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουαρίου 2016 και εξής κλήσεις, έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας (ΑΠ 673/2018 ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 422 του KΠολΔ, η οποία εξαρτά το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από την προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου για να δυνηθεί να παραστεί κατά την εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι αν τούτο δεν συμβεί η ένορκη βεβαίωση που έγινε χωρίς την παρουσία του αντιδίκου είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη (ΑΠ 580/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 118/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 1302/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην κρινόμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../12.102020 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Εφετείο Πειραιώς . ……, νομίμως  με την επίδοση της ασκηθείσας αγωγής της εφεσίβλητης στον εκκαλούντα (ΑΠ 1706/2022 ΤΝΠ Νόμος), του επέδωσε συγχρόνως και κλήση προκειμένου να παραστεί κατά την εξέταση των μαρτύρων της, τους οποίους αναφέρει με πλήρη στοιχεία, στις 20.11.2020 ημέρα Παρασκευή και ώρες 10:00,11:00 και 12:00, στις 23.11.2020 ημέρα Δευτέρα και ώρες 10:00, 11:00 και 12:00 και στις 24.11.2020 ημέρα Τρίτη και ώρες 10:00, 11:00 και 12:00, στο Ειρηνοδικειακό κατάστημα του Πειραιά και ενώπιον του κ Ειρηνοδίκη Πειραιά. Με αυτό τον τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη και τον συνολικό  αριθμό των γνωστοποιηθέντων, υπό εξέταση μαρτύρων (3) ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος, εμπεριέχοντας συμπλεκτικό τρόπο κλήσης για όλους τους μάρτυρες  σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ώστε να παρέχεται στον αντίδικό της η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από το άρθρο 422 του KΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, και ως εκ τούτου οι δοθείσες, παρά την έλλειψη αυτή, με αριθμούς …./2020, …./2020 και …/2020 ένορκες βεβαιώσεις, που εντέλει λήφθηκαν την 23.11.2020 ώρα 11:00, (χωρίς η ταυτόχρονη ώρα λήψης τους να επηρεάζει την εγκυρότητα αυτών  ΕφΑθ3592/2022 ΤΝΠ Νόμος), κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε ο εκκαλών, είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.  Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338-340 και 346 του Κ.Πολ.Δ.. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, που αυτοί νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, χωρίς να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά (βλ.σχ. Ολ.Α.Π. 23/2008, Ολ. Α.Π. 2/2008, Ολ. Α.Π. 14/2005, Α.Π. 688/2019 δημ. σε www.areiospagos.gr). Δεν απαιτείται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα ή η παράθεση ποιων αποδεικτικών μέσων χρησιμοποιήθηκαν για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ο καθορισμός της βαρύτητας που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή της σχέσης και της επιρροής του καθένα από αυτά στα προς απόδειξη θέματα, ενώ, από την αναφορά μερικών, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαίως ότι τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν εκτιμήθηκαν (βλ.σχ. Ολ. Α.Π. 2/2008, Α.Π. 500/2019 σε www.areiospagos.gr). Αρκεί, λοιπόν, κατ` αρχήν, να αναφέρεται στην απόφαση γενικώς το είδος του αποδεικτικού μέσου (βλ.σχ. Α.Π. 7/2022 Νόμος, ΑΠ 26/2022. σε www.areiospagos.gr). Στον KΠολΔ, ισχύει κατά κανόνα, το σύστημα της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (άρθρο 340) και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρο 352) και τα έγγραφα που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 438 επ„ 441, 445). Για τα αποδεικτικά μέσα που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ` άρθρο 340 εκτιμηθούν “ελεύθερα” (βλ.σχ. Α.Π. 60/2022 σε www.areiospagos.gr). Τέλος, από το άρθρο 520 παρ.1 του KΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος (βλ. σχ. ΑΠ 122/2014, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πειρ. 425/2021, Εφ.Αιγαίου 37/2021 δημ. σε Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών  με τον έκτο  λόγο της κρινόμενης έφεσης του, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη του απόφαση εσφαλμένα έλαβε υπόψη του και αξιοποίησε αποδεικτικά για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης τις ως άνω προσκομιζόμενες μετ` επικλήσεως από την εφεσίβλητη  ένορκες βεβαιώσεις. Η νομική όμως αυτή πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν καθιστά εξαφανιστέα την εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου αυτού, διότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της κρινόμενης εφέσεως (άρθρο 522 KΠολΔ), κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρου 534 KΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο δεν θα τη λάβει υπόψη του. Η εξαφάνιση δε της εκκαλουμένης απόφασης θα επέλθει μόνο εάν το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της κρινόμενης εφέσεως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υποθέσεως. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, αν και ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος αποδεικνύεται βάσιμος, υπό την προεκτεθείσα κρίση, ότι οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ωστόσο ο πιο πάνω έκτος λόγος της έφεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και τούτο διότι ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά στην υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου να μην τη λάβει υπόψη του.

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, των με αριθμούς …/2021, …./2021 και …../2021 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, επιμελεία του εκκαλούντος, μετά τη νόμιμη κλήτευση της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../7.9.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………, την με αριθμό ………./2021 ένορκη βεβαίωση της ………, που λήφθηκε, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη με επιμέλεια του εκκαλούντος, μετά από  κλήτευση της εφεσίβλητης προφορικά από την πληρεξούσια δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά του Δικαστηρίου, την με αριθμό …./2023 ένορκη βεβαίωση του ………., η οποία ελήφθη με επιμέλεια της εφεσίβλητης, προ της συζήτησης της έφεσης, μετά από νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος, όπως προκύπτει από την με αριθμό …/8.5.2023 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, τις με αριθμούς …/2023 και …/2023 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …… και ………, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος, μετά από νόμιμη κλήτευση της εφεσίβλητης, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του εκκαλούντος, κατά τη συζήτηση της έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου, καθόσον πλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 423παρ.3ΚΠολΔ επιτρέπονται μέχρι 3 ένορκες βεβαιώσεις για κάθε διάδικο και μέχρι 2 για την αντίκρουση, για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, διάταξη που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ αυτών και ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζει η εφεσίβλητη χωρίς να συνοδεύονται από μετάφραση, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου (ΑΠ 124/2023 ΑΠ 884/2005, ΕλλΔνη 2006.1102), δηλαδή υποστατά μεν αλλά ελαττωματικά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1402/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 884/2005, ΕλλΔνη 2006.1102), που είναι επιτρεπτά στην προκείμενη διαδικασία, και εκτός από την με ημερομηνία 8.5.2023 ψυχολογική γνωμοδότηση που συνέταξε η ψυχολόγος ……….., καθώς έγινε με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη (ΑΠ1186/2021 ΤΝΠ Νομος)  και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Πειραιώς στις 14.7.2018, από τον οποίο απέκτησαν ένα άρρεν αβάπτιστο τέκνο, που γεννήθηκε την 10.11.2018 και φέρει το επώνυμο …….. Ηδη κατά τον χρόνο του τοκετού της εφεσίβλητης, οι σχέσεις των διαδίκων διέπονταν από μεγάλη ένταση, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες μετά τον τοκετό, ήτοι την 14.11.2018, με την επιστροφή της τελευταίας στην συζυγική οικία, μαζί με το τέκνο των διαδίκων, να διασπαστεί η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, όπως εκθέτει και ο εκκαλών στο δικόγραφο της αγωγής του. Εκτοτε οι διάδικοι δεν έχουν συμβιώσει ενώ το ανήλικο τέκνο τους διαμένει με την μητέρα του. Δυνάμει της με αριθμό 3267/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων και η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ανατέθηκε στην εφεσίβλητη, ενώ ο εκκαλών με την με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../18.2.2022 έκθεση παραίτησης από ένδικα μέσα, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της έφεσης που είχε ασκήσει κατά της ως άνω απόφασης (ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2021) Περαιτέρω, δυνάμει της με αριθμό 2442/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εκκαλούντος με το ανήλικο τέκνο του, ενώ με τα με ημερομηνίες 11.11.2021 και 28.2.2022 ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ των διαδίκων, ρυθμίστηκαν θέματα επικοινωνίας του εκκαλούντος με το τέκνο του και καταβολής διατροφής. Παρά ταύτα εξακολουθεί να μένει αρρύθμιστο το ζήτημα του κύριου ονόματος του τέκνου των διαδίκων, το οποίο κατά τον χρόνο συζήτησης των αγωγών των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήταν 2 ετών και κατά τον χρόνο συζήτησης της  έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ήταν 4 ετών και 7 μηνών, λόγω διαφωνίας των γονέων του ως προς το όνομα αυτού. Ο εκκαλών ήδη πριν από την γέννηση του τέκνου των διαδίκων επιθυμούσε να δοθεί σε αυτό το όνομα «…..», όπως ονομάζεται και ο παππούς του ανήλικου από την πατρική γραμμή, όνομα στο οποίο σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων του εκκαλούντος, φέρεται πριν τον τοκετό να είχε συμφωνήσει και η εφεσίβλητη. Μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης όμως των διαδίκων, που έλαβε χώρα όπως προεκτέθηκε τέσσερις μόλις ημέρες μετά την γέννηση του ανήλικου τέκνου τους και της έντονης διαμάχης αυτών, η οποία επεκτάθηκε και στις σχέσεις του εκκαλούντος με τους γονείς της εφεσίβλητης, η τελευταία δεν επιθυμεί να ονομαστεί το τέκνο των διαδίκων «….» αλλά «…..» καθώς η γιαγιά του από την μητρική γραμμή φέρει το όνομα «….». Ο εκκαλών πρωτοδίκως προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυριζόμενος ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους ούτε και μετά από αυτήν είχε αντιλέξει αναφορικά με το δοτέο όνομα «…..», το οποίο είχε αποδεχθεί και ότι η άσκηση της αγωγής της έγινε μόνο προς απόκρουση της ασκηθείσας δικής του αγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος, ο οποίος επαναφέρεται με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς η αρχική σε πρώιμο στάδιο συναίνεση της εφεσίβλητης, προκειμένου να δοθεί στο τέκνο των διαδίκων, το όνομα «……..» λήφθηκε υπό συνθήκες διαφορετικές, από αυτές που επικρατούσαν κατά τη γέννησή του και την σχεδόν ταυτόχρονη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους.  Ειδικότερα,  όπως προαναφέρθηκε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διήρκεσε μόλις 4 μήνες και η συναίνεση της εφεσίβλητης, δόθηκε ενόσω οι διάδικοι απέβλεπαν σε μια κοινή συζυγική πορεία, συνθήκη η οποία μεταβλήθηκε ήδη τέσσερις ημέρες μετά τον τοκετό, και επέφερε την ψυχική διάσταση των διαδίκων μεταξύ τους αλλά και με τις εκατέρωθεν οικογένειες, ώστε η εφεσίβλητη να μην επιθυμεί πλέον το τέκνο των διαδίκων να ονομαστεί με όνομα της αποκλειστικής επιλογής και προερχόμενο από την οικογένεια του εκκαλούντος, αλλά να δοθεί το όνομα της μητέρας της στην οποία προσέβλεπε προς υποστήριξη στην ανατροφή του τέκνου της λόγω και της διάσπασης της έγγαμης συμβιωσής της με τον εκκαλούντα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 6.6.2019 έγγραφο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του πληρεξούσιου δικηγόρου της εφεσίβλητης, με την πληρεξούσια δικηγόρο του εκκαλούντος, το οποίο προσκομίζει ο εκκαλών, ήδη προ μηνών (από την ως άνω ημερομηνία), η εφεσίβλητη είχε ενημερώσει τον εκκαλούντα ότι αφενός επιθυμούσε το ανήλικο τέκνο των διαδίκων να λάβει όνομα που να τιμά την μητέρα της και αφετέρου ότι δεν συναινούσε στην πρόταση του εκκαλούντος να λάβει το τέκνο τους το όνομα …., όπως είχε προτείνει ο εκκαλών, γεγονός που καταδεικνύει ότι η εφεσίβλητη δεν άσκησε την αγωγή της σε αντίποινα για την άσκηση της αγωγής του εκκαλούντος, αλλά ήδη είχε εκφράσει την βουλησή της.  Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την ως άνω ένσταση ως ουσία αβάσιμη, συμπληρούμενης της αιτιολογίας του με αυτήν της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι το συμφέρον του τέκνου, επιβάλλει να υιοθετηθεί η λύση του προσδιορισμού διπλού ονόματος, και δη του ονόματος «..-….» για λόγους ισότητας των διαδίκων, αλλά και εξομάλυνσης των σχέσεών τους, αφού ικανοποιεί τις επιθυμίες και των δυο γονέων, και εξασφαλίζει την εύνοια και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς το πρόσωπό του τόσο της πατρικής όσο και της μητρικής οικογένειας, παροτρύνοντας τους διαδίκους να φερθούν με σοβαρότητα και σύνεση και χωρίς την παρέμβαση τρίτων ατόμων και να μην διασπούν την χρήση του διπλού ονόματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι παρότι το Δικαστήριο υιοθέτησε τη λύση του διπλού ονόματος, η μητέρα του, η οποία ασκεί την επιμέλειά του και οι συγγενείς αυτής, απευθύνονται σε αυτό με το όνομα «…..» ήδη από τη γέννησή του και το περιβάλλον της πατρικής οικογένειας και ο πατέρας του, κατά τα διαστήματα της επικοινωνίας τους, απευθύνονται σε αυτό με το όνομα «…..». Περί του ζητήματος αυτού οι μάρτυρες του εκκαλούντος καταθέτουν ότι: « ο ανήλικος ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του μάρτυρα ως ….. και πλέον συστήνεται με αυτό, ενώ ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι το παιδί αναγνωρίζει και έχει αποδεχθεί ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του και συστήνεται ως «……….».  (…./2021), « Ηδη σήμερα λίγο πριν την ηλικία των τριών ετών, το μικρό παιδί ομιλεί και συνεννοείται κανονικά συστήνοντας τον εαυτό του ως ……» (…./2021), « Γνωρίζω ότι εξαρχής ο πατέρας και η οικογένειά του προσφωνούν το μικρό παιδί με το όνομα ……… Από την πλευρά του παιδιού, κάθε φορά που το συναντώ έχω παρατηρήσει ότι αυτό αβίαστα απαντά σε αυτό το όνομα και το δέχεται, ως δηλωτικό στοιχείο της προσωπικότητάς του.» (…./2021) «Από τότε που γεννήθηκε το παιδί τα αποκαλούμε … ή με υποκοριστικό του ονόματος αυτού και το παιδί ανταποκρίνεται άμεσα και συστήνεται με το όνομα αυτό ……. Το μωρό σταδιακά συνδέθηκε με το άκουσμά του, το αναγνωρίζει ως δικό του και πλέον απαντά σε αυτό κανονικά χωρίς ενδοιασμό. Δεν έχω συναστραφεί ποτέ τον ανηψιό  μου ενώπιον της μητρικής του  οικογένειας και δεν γνωρίζω την στάση που τηρεί και εάν ακούει και σε άλλο όνομα. Ο αδελφός μου προσφωνεί το παιδί με το όνομά του, δηλαδή  … μου ενώπιον της κας …. ή της μητέρας της, όταν το παραλαμβάνει για την καθορισμένη επικοινωνία και το παιδί τρέχει στην αγκαλιά του με χαρά. Η ίδια λοιπόν και η οικογένειά της γνώριζαν και αποδέχονταν το όνομα …. ως όνομα του μικρού παιδιού» (…./2021) « Γίνομαι αυτήκοος μάρτυρας όταν συμμαθητές του, του μιλούν ή τον χαιρετούν κατά την αποχώρησή του (ανήλικου από το νηπιαγωγείο) προσφωνόντας τον με το όνομα … και αυτός ανταποκρίνεται στο όνομα αυτό. Με το όνομα ¨…., τον προσφωνούμε όλοι στο σπίτι και με αυτό επιθυμεί το παιδί να το προσφωνούμε οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας, με αυτό συστήνεται κάθε φορά και δείχνει χαρούμενος¨» (…/2023) «Με το όνομα ….. τον προσφωνούμε όλοι στο σπίτι και με αυτό επιθυμεί το παιδί να το προσφωνούμε συγγενείς και φίλοι» (…./2023). Ο μικρός ακούει στο όνομα ….., όταν βρίσκεται στην δική μας οικογένεια και έτσι συστήνεται στο σχολείο (όπου χρησιμοποιεί και το όνομα ….) και στις παρέες που κάνει στις εκδηλωσεις που συμμετέχει, στους φίλους που γνωρίζει στο παιχνίδι και γενικά σε κάθε άνθρωπο που του απευθύνει τον λογο. Από την άλλη είναι βέβαιο ότι ο πατέρας του και η δική του οικογένεια τον αποκαλεί … και παράλληλα του απαγορεύει να χρησιμοποιεί το όνομα …. γιατί έχει προηγούμενα με την αδελφή μου» (……/2023). Ο μάρτυρας της εφεσίβλητης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατέθεσε ότι ο ανήλικος αυτοσυστήνεται …., έτσι το ξέρουν στη γειτονιά, έτσι το ξέρουνε στην οικογένεια., ενώ η οικογένεια του πατέρα το φωνάζει …. ενώ η μάρτυρας του εκκαλούντος στο ίδιο ακροατήριο κατέθεσε ότι η οικογένειά της φωνάζει το παιδί ….. και εκείνο είναι χαρούμενο με αυτό.  Από τις ως ανω καταθέσεις αποδεικνύεται ότι ήδη  πριν την ηλικία των τριών ετών το τέκνο των διαδίκων καλείται ως ….. από την εφεσίβλητη και την οικογένειά της και ως …… από τον εκκαλούντα και την οικογένειά του, ανάλογα δε με το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται συστήνεται και αποκρίνεται στο αντίστοιχο όνομα, ενώ κανένας από τους διαδίκους δεν αποκαλεί το τέκνο με το διπλό όνομα που προέκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, ο εκκαλών δε παρά την απόφαση αναγράφει το όνομα του ανήλικου σε έγραφα του σχολείου ως ………… Ενδεικτικό δε για τη χρήση διαφορετικών ονομάτων από το ίδιο το τέκνο, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται είναι ότι η μεν εφεσίβλητη, προσκομίζει ζωγραφιές του ανήλικου στις οποίες αυτό γράφει ως όνομά του το «….» ο δε εκκαλών προσκομίζει ζωγραφιές του ανήλικου στις οποίες αναγράφει ως όνομά του το «…..». Επομένως, οι διάδικοι ακολουθούν μια πρακτική που αναγκάζει το τέκνο τους, να ανταποκρίνεται και στα δυο ονόματα ως διαφορετικά και όχι ως συνθετικά του ιδίου ονόματος. Παρά ταύτα δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η  τακτική αυτή αποτελεί πλέον μια παγιωμένη κατάσταση, αφού ο ανήλικος φαίνεται να έχει καταστήσει στοιχεία της προσωπικότητάς του και τα δυο ονόματα. Σημειώνεται δε ότι στην με αριθμό πρωτοκόλλου ……/27.4.2023 αξιολογική έκθεση του 1ου ΚΕΔΑΣΥ Πειραιά, σε σχέση με τον ανήλικο, παρατηρούνται κάποιος δυσκολίες στη διατήρηση της προσοχής και της κινητικότητας, στη διαχείριση του συναισθήματος και στην τήρηση κανόνων, χωρίς να συνδέονται αυτά με το ζήτημα διαχείρισης του ονόματος, ενώ αναφέρεται στην ίδια έκθεση ότι ο ανήλικος γράφει το όνομά του από μνήμης, άνευ αναφοράς του ονόματος αυτού.  Με βάση τις παραδοχές αυτές στο Δικαστήριο απασχολούν τα ακόλουθα ερωτήματα α) κατά πόσον η μεμονωμένη χρήση εκάστου ονόματος της διπλής ονομασίας από κάθε οικογένεια, εξυπηρετεί ή όχι το συμφέρον του συγκεκριμένου ανήλικου, υπό την έννοια της απρόσκοπτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη και την δυνατότητα σε μεγαλύτερη ηλικία ο ανήλικος να επιλέξει ο ίδιος το όνομα που θα χρησιμοποιεί, καθώς και ο βαθμός σύγχυσης που τυχόν του έχει επιφέρει, η διαμορφωθείσα  κατάσταση, β) εάν η απαλοιφή κάποιου από τα δυο ονόματα θα επέφερε στον ανήλικο μεγαλύτερη σύγχυση ως προς τον αυτοπροσδιορισμό του σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση, με δεδομένο ότι στην ηλικία του ήδη έχει αναπτυχθεί η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του  και γ) εάν θα ήταν ενδεδειγμένη η πλήρης αλλαγή ονόματος, του εν λόγω ανήλικου. Στα ερωτήματα αυτά δεν δύναται να απαντήσει με ασφάλεια το Δικαστήριο καθώς απαιτούνται ειδικές γνώσεις ψυχολογίας και επομένως κρίνεται αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η εξέταση του ανήλικου από ειδικό παιδοψυχίατρο, προκειμένου να διερευνηθούν τα τεθέντα ως άνω ζητήματα, τα οποία κρίνονται ουσιώδη, ως προς τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης για την κρινόμενη διαφορά, χωρίς προηγουμένως να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Πρέπει επομένως να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας,

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 6.7.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 έφεση, και το από 28.3.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε με την άσκηση της έφεσης, στον εκκαλούντα.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ο, τι κρίθηκε απορριπτέο

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον …………………., ο οποίος περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται, κατ΄ άρθρο 371 του ΚΠολΔ, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την προς αυτόν επίδοση της παρούσας, ενώπιον της Δικαστή και σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, που θα ορισθεί από τους λοιπούς υπηρετούντες στο Δικαστήριο Εφέτες, στο κατάστημα του ίδιου Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο, και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να εξετάσει το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, και εφόσον το κρίνει αναγκαίο και τους διαδίκους, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του ως προς τα ακόλουθα ζητήματα, που διατυπώνονται ενδεικτικώς: α) κατά πόσον η μεμονωμένη χρήση εκάστου ονόματος της διπλής ονομασίας «………….» από κάθε οικογένεια, εφόσον επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο εξυπηρετεί ή όχι το συμφέρον του συγκεκριμένου ανήλικου, υπό την έννοια της απρόσκοπτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη και την δυνατότητα σε μεγαλύτερη ηλικία ο ανήλικος να επιλέξει ο ίδιος το όνομα που θα χρησιμοποιεί, β) εάν η πρακτική αυτή, εφόσον επιβεβαιώνεται, επιφέρει σύγχυση σε θέματα που άπτονται της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του εν λόγω ανήλικου, σε ποιο βαθμό και με ποιες συνέπειες βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, γ) εάν η απαλοιφή κάποιου από τα δυο ονόματα θα επέφερε στον ανήλικο μεγαλύτερη σύγχυση ως προς τον αυτοπροσδιορισμό του σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση, εφόσον η τελευταία επιβεβαιώνεται, και  δ) εάν θα ήταν ενδεδειγμένη η πλήρης αλλαγή ονόματος, του εν λόγω ανήλικου Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει ο ανωτέρω πραγματογνώμονας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή τους. Η νέα δε συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιοριστεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 31 Ιανουαρίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, και με γραμματέα την Κ.Σ. λόγω συνταξιοδοτήσεως της Γραμματέως Τ.Λ..

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ