Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 49/2024

Αριθμός     49/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ ……), ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα (οδός ……….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του ΝΣΚ Φραντζέσκα Κοντιζά  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……… και 2) ……… οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ειρηναίο Σαρρή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  12.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1120/2022  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από  5.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2022-………./2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 5.5.2022 (αριθ.καταθ. ……../6.5.2022) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου απευθύνεται κατά της υπ’ αριθ. 1120/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 12.11.2020 (αριθ.καταθ. ………./2020) αγωγή των εναγουσών ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (8.4.2022) έως την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (6.5.2022) δεν παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν των δύο ετών (άρθ. 495 παρ. 1 511 παρ. 1Β, 517 παρ. 1, 518 παρ. 2, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 3994/25.7.2004). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, δεν απαιτείται από το εκκαλούν Δημόσιο η κατάθεση παραβόλου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ (όπως η διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, έναρξη ισχύος την 2.4.2012), αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται από την προκαταβολή παραβόλου (βλ. Μ.Μαργαρίτης, ΕρμΚ.Πολ.Δ, Τόμος Α΄, άρθ. 495 αρ. 17 σελ. 849).

Στην από 12.11.2020 (αριθ.καταθ. ………/2020) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγουσες ήδη εφεσίβλητες, ιστορούσαν ότι έχουν την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία του επαρκώς περιγραφόμενου ακινήτου μετά της επί αυτού παλαιάς διώροφης οικοδομής που βρίσκεται στο Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης και επί της οδού …….. και …………., έχει κτηματογραφηθεί και έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ……… και έχει εμβαδόν κατά ορθότερη και νεότερη καταμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου 207 τ.μ. Ότι την κυριότητα επί αυτού απέκτησαν από την αληθή κυρία μητέρα τους ήδη από το έτος 1965, τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο, όσο και με πρωτότυπο με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας με προσμέτρηση της συνεχούς αδιατάρακτης και με καλή πίστη άσκησης των εμφανών και αναφερομένων πράξεων νομής για χρονικό διάστημα πλέον των σαράντα πέντε (45) ετών, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα σε αυτή (αγωγή). Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, εμφανίζεται σε αυτό (επίδικο ακίνητο) ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση αυτό το ιστορικό οι ενάγουσες επικαλούμενες ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά τους επί του επιδίκου, ζήτησαν να αναγνωριστεί η μητέρα τους, ………, ψιλή κυρία κατά ποσοστό 100% και ο αδελφός τους, ………., επικαρπωτής κατά ποσοστό 100%, να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί η μητέρα τους ως ψιλή κυρία δυνάμει του αναφερομένου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και ο αδελφός τους ως επικαρπωτής δυνάμει του αναφερομένου συμβολαίου γονικής παροχής σύστασης ισόβιας επικαρπίας επί αυτού (επιδίκου ακινήτου). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 1045, 1192 ΑΚ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ ν. 8 παρ. 1, κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 Παρ.20 Πανδ. (41.4), ν.6 παρ.1 Πανδ. (5.8), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαικού δικαίου) δέχθηκε αυτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε ότι η ……….. ήταν κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών κυρία, κατά ψιλή κυριότητα, και ο …….. επικαρπωτής του επίδικου ακινήτου, ενώ διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί η ……… ως ψιλή κυρία και ο …….. ως επικαρπωτής, με τίτλους κτήσης το αναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και το συμβόλαιο γονικής παροχής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Ι)Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2, 3 του ν. 2664/1998 “Εθνικό Κτηματολόγιο” (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή “άγνωστος”, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό-διορθωτικό) και περιεχόμενο του αιτήματος της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019, Επιθ.Ακινη. 2019/521). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα οριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σε αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 141/2018, ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αρκεί να εκτίθενται οι υλικές πράξεις νομής του ιδίου ενώ ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας επ’ αυτού (επιδίκου ακινήτου) από τον δικαιοπάροχο του τελευταίου (ενάγοντος) δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιος δίκης αμφισβητήσει την κυριότητα όχι μόνον του ενάγοντος, αλλά και των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων του ,ο τελευταίος οφείλει, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 224 εδ.β΄ του Κ.Πολ.Δ συμπλήρωση του δικογράφου της, να καθορίσει και τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας των προκτητόρων του εωσότου φθάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (ΑΠ 643/2017, ΝΟΜΟΣ).

Ο διαφορετικός χρόνος και τρόπος προσάρτησης των εδαφών που κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος καθιστά επιτακτική την ανάλυση ανά περιοχή της νομικής βάσης περιέλευσης στο Ελληνικό Δημόσιο των “εθνικών γαιών”, όπως ειδικότερα καλείται η ελληνική γη που είχε κατακτηθεί από τον Σουλτάνο και ανήκε κυρίως σε αυτόν ή στην περίπτωση των γαιών ελεύθερης ιδιοκτησίας στους Οθωμανούς που είχαν εγκατασταθεί κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Σύμφωνα δε με το Οθωμανικό δίκαιο  και συγκεκριμένα σύμφωνα με τα άρθρα 1-3 του σημαντικότερου οθωμανικού νόμου περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των γαιών, ήτοι του Οθωμανικού Νόμου “περί γαιών” της 7 Ραμαζάν 1274 (1858), οι γαίες διακρίνονταν σε:  (βλ. Την έννοια των εθνικών γαιών, εθνικών θεσσαλικών γαιών και γαιών Νέων Χωρών Ζαβρακλή Χρ., ό.π, υποσημ. 31, σελ. 271, 32α) γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), (οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες) την κυριότητα των οποίων είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β)δημόσιες γαίες (μιριγιέ), (καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), η κυριότητα των οποίων ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ)αφιερωμένες γαίες (βακούφια), η χρήση και εκμετάλλευση των οποίων γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ)εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες, (μετρουκιέ) (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε)νεκρές γαίες (μεβάτ) (βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Από τα ανωτέρω ρητώς προκύπτει ότι στο Οθωμανικό Κράτος όλη η γη, πλην των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες ανήκαν  σε ιδιώτες, περιερχόταν, κατά ο κοράνιο και το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, στην κυριότητα του κυρίαρχου Σουλτάνου, ως εκπροσώπου του τουρκικού δημοσίου και θεωρείτο, επομένως δημόσια. Ως “Παλαιό Βασίλειο” προσδιορίζονται τα εδάφη εκείνα που συγκρότησαν την αρχική εδαφική επικράτεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και είναι συγκεκριμένα η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η  Εύβοια ,η Φθιώτιδα, οι Κυκλάδες, και οι Νήσοι του Σαρωνικού. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδας” και τα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου με τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίσθηκε, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως “Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων”, ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830), και είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων, τα οποία, κατά το χρόνο (Ελευθεριάδου Γνωμοδοτήσεις έκδ. Εθν.Τυπογραφείου 1915, Ι. Καραγιάννης στο ΝοΒ 25.1133) υπογραφής των Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίως τους Οθωμανούς, που είχαν αποχωρήσει και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6/3.7.1837 “Περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων”, περιεχόμενα, κατά το άρθρο 16 του νόμου αυτού, στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Από τις ρυθμίσεις που περιέρχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως “πολεμικώ δικαιώματι” και ειδικότερα με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με την γενόμενη δήμευση “δικαιώματι πολέμου”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς (βλ. ΑΠ 222/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ και Γ. Καριψιάδη “Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος”, έκδοσιν 2000, σελ. 137-145 και 178 επ.). Εξάλλου όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους(3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Πελοπόννησος, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί χοτζέτι ή βουργουρδί) αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Δηλαδή στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχριτ ην 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες καθώς και όσα εγκαταλείφθησαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα, η κτήση των οποίων έγινε δια δημεύσεως “πολεμικώ δικαιώματι”, ενώ όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής κατά την 3-2-1830 εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο Ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου έστω και με άκυρο κατά το Οθωμανικό δίκαιο τίτλο, αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Με βάση την προαναφερόμενη γενική διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαιώματα επί των δημοσίων γαιών, αλλά και της απόκτησης κυριότητας επί των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας “δικαιώματι πολέμου”, θεσπίστηκε μαχητά τεκμήριο κυριότητος υπέρ αυτού, σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα. Εξάλλου με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες ,οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας ,με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίζει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν.της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν και επί τω εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ (7.39), Βας.9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν.ΔΞΗ΄/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926  και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν 1539/1938 “περί προστασίας δημοσίων κτημάτων” οι οποίες έκτοτε ανέστειλαν και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 Βας. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), οι οποίες, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για το προ της εισαγωγής του ΑΚ χρόνο, και επί των δημοσίων κτημάτων και άρα και επί των δημοσίων δασών ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από ιδιώτη. Προϋπόθεση της χρησικτησίας αυτής, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων,  σε συνδυασμό με εκείνες του ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δτος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν 1539/1938 “περί προστασία των δημοσίων κτημάτων”, ήταν η τριακονταετής καλόπιστη νομή, στην οποία ο χρησιδεσπόζων μπορούσε να συνυπολογίσει και τη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων του εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχός τους να είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (Ολ. ΑΠ 75/1987, ΑΠ 719/2015, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 1919/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ έκτοτε τα ακίνητα αυτά είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 267/2005) καλή πίστη δε, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 πανδ (5.3), ν.25 πανδ (24.1) ν.27 πανδ (18.1), ν.10,13 παρ. 1, 17, 48 πανδ. (41.3), ν.5 πανδ. (41.7) ν.3 πανδ (41.10), ν.7 παρ. 6 πανδ. (41.4), ν.109 πανδ. (50.16), αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, τη συνδρομή δε της καλής πίστης, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς ,από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Β.Δ/τος 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί”, εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.ΚΘ της 31.1718.2.1864 “περί βοσκήσιμων γαιών” με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.ΨΝΖ της 27.371.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκήσιμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το  έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του ΒΡΔ που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων και δασών από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τα νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετή εφόσον αυτή είχε συμπληρωθεί έως και τις  11.9.1915 (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018 ΚΑΙ 1753/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2019, 590/2019). Επομένως η ανωτέρω διάταξη του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε μαχητά τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, όπως ακριβώς και τα δάση (ΑΠ 987/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 16/2021). Ούτε τέλος, απαιτείτο από τις άνω διατάξεις ως προϋπόθεση τις αξιουμένης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου δάσους και γενικώς επί δημοσίων κτημάτων πραγμάτων, με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντας ή η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. Α΄ του άνω από 17-11-1836 β.δ/τος (ΑΠ 1355/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ. (47.1), εις.47 (2.1) προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα χωρίς πρόσθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται από την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταληφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου” ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, ΕφΠειρ 26/2020, ΕφΠειρ 435/2016, ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα λοιπόν, με τα παραπάνω, το ελληνικό δημόσιο μπορεί να επικαλεσθεί κυριότητα στα αδέσποτα ακίνητα θεμελιούμενη, με τους ακόλουθους πρωτότυπους τρόπους:α) με πραγματική κατάληψη των κτημάτων, ου είχαν καταστεί αδέσποτα λόγω της εγκατάλειψης τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σύμφωνα με το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαίκό δίκαιο, β)με ex lege κτήση των ίδιων κτημάτων, καθώς και αυτών που εγκαταλείψθηκαν στη συνέχεια από οποιονδήποτε ιδιώτη με πρόθεση παραίτησης από την κυριότητα, σύμφωνα με το νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, γ)με κτήση, σύμφωνα με την ΑΚ 972, των ακινήτων τα οποία κατέστησαν αδέσποτα λόγω της παραίτησης των κυρίων τους από την κυριότητα με νομίμως μετεγεγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο, με αντίστοιχα κρίσιμες ημερομηνίες τα έτη 1830 (διαδοχή του Ελληνικού κράτους στα δικαιώματα του οθωμανικού δημοσίου), 1838 (έναρξη ισχύος του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”) και 1946 (έναρξη ισχύος ΑΚ), βαρυνόμενο δικονομικώς με την απόδειξη συνδρομής των όρων του καθενός από τους παραπάνω τρόπους. Ειδικά για τους δύο πρώτους προαναφερόμενους τρόπους κτήσης κυριότητας ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή όταν πρόκειται για ακίνητο που έχει καταστεί αδέσποτο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, η κυριότητα του οποίου επικαλείται το Ελληνικό Δημόσιο επί του ανήκει, είναι προφανής η δυσχέρεια όχι μόνο να προβληθεί ορισμένα, αλλά και να αποδειχθεί ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός του, καθώς τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατή η εξειδίκευση (αλλά και η απόδειξη) των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν τις βάσεις αυτές. Συγκεκριμένα το ενάγον Δημόσιο οφείλει να προσδιορίσει πως το επίδικο ακίνητο κατέστη αδέσποτο, εάν πρόκειται για εξ αρχής αδέσποτο ή όχι, οπότε στην τελευταία περίπτωση που αυτό έχει προϋπάρξει υπό την δεσποτεία άλλου οφείλει περαιτέρω να προσδιορίσει ποιο ήταν αυτό το πρόσωπο και πως απέβαλε την κυριότητά του. Περαιτέρω και εφόσον το Δημόσιο επικαλείται ότι το αδέσποτο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του πριν την ισχύ του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, πρέπει επιπλέον να επικαλεστεί και όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την πραγματική κατάληψή του ακινήτου από αυτό, η οποία απαιτείτο κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητάς του (Εφ.Αθ. 946/2023, Εφ.Πατρών 62/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εκκαλούν με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης του παραπονείται, επαναφέροντας σχετικό ισχυρισμό που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της συνισταμένης στην περιγραφή του επιδίκου ακινήτου και της ευρύτερης έκτασης της οποίας φέρεται ότι αποτελεί τμήμα, καθώς και στον καθορισμό του τρόπου κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους φθάνοντας στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης αυτής (κυριότητας). Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής διόρθωσης πρώτων κτηματολογικών εγγραφών κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, το ένδικο ακίνητο όπως περιγράφεται είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου (αυτό συνιστά το αντικείμενο της δίκης) και δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού στο τυχόν μείζον ακίνητο. Περαιτέρω, περιγράφεται επαρκώς κατά είδος, θέση, έκταση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και προσανατολισμό, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων με αναφορά του ΚΑΕΚ (τόσο του επιδίκου ακινήτου όσο και των όμορων ιδιοκτητών), ενώ οι ενάγουσες επικαλούνται όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση του δικαιώματος συγκυριότητάς τους τόσο με τον παράγωγο όσο και με τον πρωτότυπο τρόπο. Επιπλέον, αναφέρονται με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (δηλαδή οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες  άσκησαν διαχρονικά στο ένδικο ακίνητο με διανοία κυρίων και καλή πίστη τόσο οι ενάγουσες και οι δικαιοπάροχοί τους και προηγουμένως στη μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, διαδοχικά οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοι τους από το έτος 1880 (γεωργικές καλλιέργειες με σιτάρι, κριθάρι), ενώ προσδιορίζονται και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί τους,  καθώς και ο χρόνος έναρξης της νομής αυτών καθ’ υποφορά στο αγωγικό δικόγραφο. Συνεπώς, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οι πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τους λοιπούς λόγους της έφεσης του, α)αρνείται ότι οι ενάγουσες έχουν αποκτήσει κυριότητα, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί δημόσια έκταση, β)με τους λοιπούς λόγους (τέταρτο λόγο–δεύτερο τμήμα), το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς τους περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ισχυριζόμενο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων την απέρριψε. Ειδικότερα, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο παραδεκτά με τις πρωτόδικες κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην κυριότητά του, “δικαιώματι πολέμου”, δυνάμει της Σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως του  1832 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, άλλως ως αδέσποτο, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.. 1 του ΑΝ 1539/1938 και άρθρου 21 του από 22-4/16.5.26 ΝΔ “περί Αεροπορικής Αμύνης”. Επιπλέον το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου ισχυριζόμενο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε αυτόν ως αόριστο και ειδικότερα με το τέταρτο λόγο (πρώτο τμήμα αυτού) ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο, είναι δημόσιο κτήμα, εμπίπτει στην ευρύτερη έκταση των 21.000 τμ η οποία περιήλθε στο Δημόσιο ως ανέκαθεν δημόσια έκταση, σύμφωνα με το Δ.Ο ……./9.10.1957 και το με αριθ. ………/18.10.1957 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών και το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής προς το Υπουργείο Πρόνοιας “προς τον σκοπό της στεγάσεως 12 οικογενειών Νέου Ικονίου Πειραιώς…….Η καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο χρήσις της εν  λόγω εκτάσεως, πλην της ανεγέρσεως εν αυτή κατοικιών δια την στέγασιν των ανωτέρω οικογενειών…….συνεπάγεται την ανάκλησιν της παρούσας παραχωρήσεως……..” και ως εκ τούτου είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας γιατί αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΚ 966-968 και 1054).

ΙΙΙα)Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ως  ιστορική αιτία νοείται το σύνολο των περιστατικών που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπήρξαν ή ότι δεν υπήρξαν, ως ιστορικό συμβάν, και τα οποία είναι, σύμφωνα με το νόμο, αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό της απόφασης, δηλαδή την έννομη συνέπεια που γίνεται δεκτή ως υπάρχουσα ή μη υπάρχουσα, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου κάθε μεταγενέστερος ισχυρισμός με τον οποίο επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση ή αξιολόγηση της κρίσιμης για την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εμπειρικής πραγματικότητας. Ως νομική δε αιτία που επίσης καλύπτεται από το δεδικασμένο νοείται ο νομικός κανόνας που διέπει την έννομη σχέση από την οποία απορρέει το προβαλλόμενο (και επιδικασθέν) δικαίωμα, υπάρχει δε ταυτότητα νομικής αίτιας όταν και η νέα αγωγή στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα, ενώ δεν υπάρχει τέτοια ταυτότητα στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η νέα αγωγή δεν στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα. Από τις  ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι το δεδικασμένο καλύπτει και το προδικαστικό ζήτημα που κρίθηκε, το ζήτημα δηλαδή που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα, καθώς και (καλύπτει το δεδικασμένο) τις ενστάσεις που προτάθηκαν, όπως και εκείνες που δεν προτάθηκαν ενώ μπορούσαν να προταθούν και οι οποίες δεν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα και δεν μπορούν ως εκ τούτου να ασκηθούν με κύρια αγωγή. Τουναντίον το δεδικασμένο δεν καλύπτει τις μη προταθείσες ενστάσεις (ή προταθείσες που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες), οι οποίες στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Πρόκειται για τις χαρακτηριζόμενες στην επιστήμη ως γνήσιες μη αυθύπαρκτες ενστάσεις (ως στηριζόμενες σε άλλο, διαφορετικό δικαίωμα, για το οποίο μπορεί να ασκηθεί κύρια αγωγή) είναι δε τέτοιες ενστάσεις εκείνες του συμψηφισμού, της επίσχεσης, του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (μη εκπλήρωσης της σύμβασης), καθώς και το δικαίωμα του πωλητή να του επιστραφεί το πράγμα αν ο αγοραστής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης  λόγω ελαττωμάτων (δικαίωμα αναστροφής κατά το προηγούμενο δίκαιο) του πράγματος και η σχετική αγωγή του γίνει τελεσιδίκως δεκτή Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μεταξύ των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου στον οποίο θεμελιώνεται η ένσταση περιλαμβάνεται και ένα διαφορετικό, “αυτοτελές” δικαίωμα, όπως π.χ η “ανταπαίτηση” στην ένσταση του συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.) ,η “συναφής αξίωση” στην ένσταση επισχέσεως (ΑΚ 325) κ.ο.κ. Το δικαίωμα τούτο βαίνει παραλλήλως προς το δικαίωμα που ασκήθηκε με την κριθείσα αγωγή και δεν εξαρτάται από αυτό, ούτε τούτο εξαρτάται από εκείνο, δυνάμενο, όπως προαναφέρθηκε, να ασκηθεί και με κύρια αγωγή και να κριθεί σε άλλη δίκη, η κατά την οποία παραδοχή του δεν αντιστρατεύεται (δεν αναιρεί ή αντιφάσκει προς) το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την παροχή και με το οποίο προφανώς και είναι συμβατή. Εν κατακλείδι, εκτός από την αμέσως προαναφερθείσα κατηγορία των μη αυθύπαρκτων ενστάσεων που δεν προτάθηκαν, όλες οι λοιπές ενστάσεις, είτε προτάθηκαν είτε δεν προτάθηκαν ενώ μπορούσαν να προταθούν και αφορούν το “δικαίωμα που κρίθηκε”, δηλαδή την έννομη σχέση ή συνέπεια που διαγνώστηκε με την τελεσίδικη απόφαση ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει, μαζί με το αντικείμενό της, είτε είναι υλικό είτε όχι, καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης και δεν μπορούν να προβληθούν σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο, προσκρούοντας στην ανέκαθεν ισχύουσα και ενυπάρχουσα στο δεδικασμένο από την ίδια τη φύση του απαγορευτικού της επαναπροβολής τους δηλαδή δικαιϊκή αρχή non bis in iden (ουχί δις επί τω αυτώ) ή bis de eadem re ne sit actio (δεν δίδεται αγωγή δύο φορές για το ίδιο αντικείμενο ) (ΑΠ 2168/2014 ΝΟΜΟΣ).

β)Κατά το άρθρο 321 Κ.Πολ.Δ, δεδικασμένο – το οποίο, κατ’ άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι – δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή ,κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού (ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 324 Κ.Πολ.Δ το δεδικασμένο  υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό), που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό ,όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 728/1996, ΑΠ 981/1993, ΑΠ 1019/1993). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β)τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ)την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1137/2006). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό (ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 298/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 Κ.Πολ.Δ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1287/2003, ΑΠ 1425/1999), ενώ ως παρεπτίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1401/2004), δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα από αυτήν έννομη συνέπεια (ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέσερος δίκη, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (Ολομ ΑΠ 10/2002, ΑΠ 1559/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1394/2008), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ Ολ 34/1992, ΑΠ 1559/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 759/2006, Εφ.Αθ. 478/2019 ΝΟΜΟΣ, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4848 και 4855/2021, άρθρ. 331 σελ. 1209, 1210 αρ. 4 Χ.Απαλαγάκη, Στ.Σταματόπουλος).

Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγουσες (νυν εφεσίβλητες στην παρούσα δίκη) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24.11.2017 (αριθ.καταθ. ……../2017) αγωγή του κατά του Ελληνικού Δημοσίου, στην οποία ιστορούσαν ότι “έχουν στην κυριότητα, νομή και κατοχή τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου το επαρκώς περιγραφόμενο οικόπεδο επιφανείας μ.τ 186 μετά της επί αυτού παλαιάς διώροφης οικοδομής που βρίσκεται στο Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης και επί της οδού ……….. και έχει λάβει ΚΑΕΚ ……….. Ότι την κυριότητα επί αυτών απέκτησαν από το έτος 1965, τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο, ως νεμόμενη τούτο από της περιελεύσεώς της σε αυτή η δικαιοπάροχος και αποβιώσασα την 26.11.2011 μητέρα τους, η οποία το έτος 1977, δυνάμει του αναφερόμενου συμβολαιογραφικού εγγράφου, μεταβίβασε την επικαρπία αυτού, λόγω γονικής παροχής, στον υιό της ……, ο οποίος συνέχισε ως επικαρπωτής να νέμεται αυτό (επίδικο ακίνητο), έως τον θάνατό του την 24.5.2014 και ότι, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα, αυτές (ενάγουσες) απέκτησαν ακολούθως την κυριότητα επί αυτού κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η κάθε μια, παραγώγως, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής, την οποία κληρονομία αποδέχθηκαν με το αναφερόμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά και πρωτοτύπως με προσμέτρηση και του χρόνου νομής των άνω δικαιοπαρόχων τους κατά τις διατάξεις των άρθρων του Ν. 3127/2003. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ως  άνω ακίνητο, εσφαλμένα εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ενάγουσες επικαλούμενες ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά τους επί του επιδίκου, ζήτησαν να αναγνωριστούν κυρίες του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η κάθε μια και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή, ώστε να καταχωριστούν οι ίδιες ως κυρίες του ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό, άλλως να αναγνωριστεί η μητέρα τους ως ψιλή κυρία και ο αδελφός τους ως επικαρπωτής, να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί η μητέρα τους ως ψιλή κυρία δυνάμει του αναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και ο αδελφός τους ως επικαρπωτής, δυνάμει του αναφερόμενου συμβολαίου γονικής παροχής”. Επί της ως άνω από 24.10.2017 αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 63/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε αυτή (αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσία, δεχόμενο ως κατ’ ουσία βάσιμο τον ισχυρισμό (ένσταση) του Ελληνικού Δημοσίου ότι, το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, καθόσον αποτελεί τμήμα δημοσίου κτήματος προς εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού ήδη από το έτος 1957 προς στέγαση δώδεκα οικογενειών. Κατά της απόφασης αυτής (63/2020) οι ενάγουσες (εφεσίβλητες της παρούσας δίκης) άσκησαν την από 19.10.2020 (αριθ.καταθ. ……../2020) έφεση ως προς την επικουρική βάση, που αυτή (αγωγή) έγινε δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία και ζήτησαν, με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως προς την επικουρική βάση της. Η έφεση, προσδιορίστηκε να δικαστεί στο Δικαστήριο τούτο την 3.2.2022. Περαιτέρω, από γεγονός γνωστό στο Δικαστήριο τούτο υπό την ιδιότητα της Δικαστού ως δικαιοδοτικού οργάνου, που λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (Κ.Πολ.Δ 336 παρ. 2), προκύπτει ότι, η συζήτηση της ως άνω εφέσεως έλαβε χώρα την 3.2.2022 και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 561/2022 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως (Κ.Πολ.Δ 254), προκειμένου να προσκομιστούν με επιμέλεια των διαδίκων: “Α)Έγγραφο, από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, περί της καταγραφής ή μη του επιδίκου ακινήτου στα δημόσια κτήματα, κατ’ άρθρο 25 του Α.Ν 1539/1938), Β)Έγγραφο, των αρμόδιων Υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου στο οποίο να προσδιορίζεται ορισμένα και συγκεκριμένα (τοπικά/χρονικά/ονομαστική αναφορά οικογενειών) η χρήση της παραχωρηθείσας έκτασης για τη στέγαση δώδεκα (12) οικογενειών Νέου Ικονίου Πειραιώς με την ανέγερση εντός της οικοδομήσιμης έκτασης 13.000 τμ αντίστοιχων οικοδομών εξυπηρετούντων την άνω στέγαση, όπου αυτή (παραχωρηθείσα έκταση) εμφαίνεται συγκεκριμένα στο από 5.101957 απόσπασμα τοπογραφικού διαγράμματος περιοχής Κερατσινίου”.

Στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προεκτιθέμενα η από 24.11.2017 προγενέστερη αγωγή των εναγουσών, θεμελιούμενη στην διάταξη του άρθ. 4 του ν.3127/2003, απορρίφθηκε κατ’ ουσία μετά από παραδοχή ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της γνήσιας (μη αυτοτελούς) ένστασης του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα και ανεπίδεκτο χρησικτησίας, καθόσον αποτελεί τμήμα δημοσίου κτήματος έκτασης 21.000 τ.μ το οποίο έχει παραχωρηθεί προς εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού ήδη από το έτος 1957 προς στέγαση δώδεκα οικογενειών. Αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης, κατόπιν της ως άνω κατ’ ουσίαν παραδοχής της ανατρεπτικής γνήσιας (μη αυτοτελούς) ένστασης κυριότητας του εναγομένου, αποτελεί μόνο η εξέταση αυτής (ένστασης) ως κύρια και αναγκαία προϋπόθεση για την κρίση περί του κρινόμενου στην προκειμένη περίπτωση αγωγικού δικαιώματος και ως εκ τούτου, εφόσον εν προκειμένω, συντρέχουν οι όροι του αρθ. 331, καλύπτεται αυτοτελώς από το δεδικασμένο και έτσι δεν μπορεί να προβληθεί (η άνω αναφερθείσα γνήσια μη αυτοτελής ένσταση του εναγομένου) σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο. Ακολούθως και σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην υπό κρίση έφεση το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει ως λόγο εφέσεως, του παραδεκτά προταθέντα ισχυρισμό του περί ιδίας κυριότητας για το λόγο ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα προορισμένο στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού και ως εκ τούτου ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Μεταξύ του ως άνω προβαλλομένου στην υπό κρίση έφεση ισχυρισμού, ο οποίος, κατά τα προεκτιθέμενα, συνιστά ένσταση γνήσια (μη αυτοτελή) κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου κατά των εναγουσών ήδη εφεσιβλήτων, ο οποίος έχει την ίδια ιστορική αιτία και αίτημα με την ένσταση που προβλήθηκε και έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη προς αντίκρουση της προγενέστερης από 24.11.2017 αγωγής των εναγουσών (Εκκαλουσών της από 19.10.2020 έφεσης, εφεσιβλήτων της υπό κρίση εφέσεως) υφίσταται δεσμός προδικαστικότητας με την έννοια ότι με τον ίδιο ισχυρισμό (ιστορική αιτία – αίτημα – διάδικοι) κρίνεται η ύπαρξη ή ανυπαρξία του δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου επί της από 24.11.2017 αγωγής) επί του κύριου αγωγικού δικαιώματος της προγενέστερης αγωγής και συνιστά αφετέρου αναγκαία προϋπόθεση για την κρίση επί του κύριου αγωγικού αιτήματος και της υπό κρίση εφέσεως. Ενόψει των ανωτέρω, και ανεξαρτήτως της μη λειτουργίας ένστασης εκκρεμοδικίας το Δικαστήριο κρίνει, προς αποτροπή κινδύνου και διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης, ότι επιβάλλεται η κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ αναστολή, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς αλλά και για την οικονομία της δίκης. Κατά συνέπεια, πρέπει για την βέβαιη και ασφαλή διάγνωση του ερευνόμενου μεταβιβαστικού κεφαλαίου της εκκαλούμενης (1120/2022), κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ, να ανασταλεί η εκδίκαση της κρινόμενης από 5.5.2022 (αριθ.καταθ. ………/2022) εφέσεως μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της προηγηθείσας δίκης επί της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούς από 19.10.2020 (αριθ.καταθ. ………/2020) εφέσεως της 1)………., 2)………… κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της υπ’ αριθ. 63/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκ της οποίας αμετακλήτου περατώσεως εξαρτάται η ουσιαστική κρίση του χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ως δημόσιου κτήματος προορισμένου για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 5.5.2022 (αριθ.καταθ. ………/ 2022) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1120/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά αυτή.

Αναστέλλει την κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπό κρίση εφέσεως μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της προηγηθείσας της παρούσας δίκης, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου επί τη βάσει της από 19.10.2020 (αριθ.καταθ. ………./2020) έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 63/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    31 Ιανουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου των εφεσιβλήτων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κι αντ΄ αυτής  λόγω

μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

ο Πρόεδρος του

Τριμελούς Συμβουλίου

Διεύθυνσης του Εφετείου

Πειραιώς, Ιωάννης

Αποστολόπουλος,

Πρόεδρος Εφετών 

                 Κι αντ΄ αυτής  λόγω

συνταξιοδοτήσεως

και αναχωρήσεώς της,

η ορισθείσα από τον Πρόεδρο                                                               του  Τριμελούς Συμβουλίου

Διεύθυνσης του Εφετείου

Πειραιώς,  Γραμματέας,

Καλλιόπη Σκούρτη