Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 50/2024

Αριθμός     50/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις    ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και τον δ.τ. «…..», με έδρα την Αθήνα ΑΦΜ ……., νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «……..», ΑΦΜ ………., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ΑΦΜ …., που εδρεύει στην Αθήνα και ήδη από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της, ΑΦΜ …….., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, που εδρεύει στη Δραπετσώνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Μυρσίνη Δεληγιαννίδου.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ :

  1. Την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία «……..», ΑΦΜ …….., που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
  2. Την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «. …….» και το διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στο …. Αττικής ΑΦΜ …….., όπως αυτή μετονομάστηκε σε «………..» με το διακριτικό τίτλο «……..», η οποία ενεργεί ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ……..», που εδρεύει στο ….. Ιρλανδίας, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χριστίνα Συλικού (Δ.Ε. ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).
  3. Την Αστική εταιρία δικαστικών επιμελητών, με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
  4. Την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, συμβολαιογράφο Αθηνών ………….., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων κατά το Ν.4354/2015, με την επωνυμία «……….» και διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα την Αθήνα, ΑΦΜ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας εν προκειμένω, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας «………..», με έδρα στο …….. Ιρλανδίας, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», ΑΦΜ ………, με έδρα στο Δήμο Αθηναίων, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο,  Χριστίνα Συλίκου (Δ.Ε. ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ :Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ΑΦΜ …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» ΑΦΜ ………., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό Ίδρυμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον δ.τ. «……….», με έδρα την Αθήνα ΑΦΜ ……., νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «……………», ΑΦΜ …….., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

  1. Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενος από τον Υπουργό Οικονομικών, ΑΦΜ ………., που εδρεύει στην Αθήνα και ήδη από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της, ΑΦΜ ………., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, που εδρεύει στη Δραπετσώνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Μυρσίνη Δεληγιαννίδου.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ :

  1. Την Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στο ….. Αττικής ΑΦΜ ……, όπως αυτή μετονομάστηκε σε «……» με το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία ενεργεί ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «. ……..», που εδρεύει στο ….. Ιρλανδίας, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χριστίνα Συλίκου (Δ.Ε. ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).
  2. Την Αστική εταιρία δικαστικών επιμελητών, με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
  3. Την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, συμβολαιογράφο Αθηνών ………., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  23.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  3725/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η πρώτη εκ των καθ΄ ων η ανακοπή  και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα με την από  27.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …../2021-……../2021) έφεσή της.

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η υπό στοιχ Β ήδη  εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα  κατέθεσε την από  22.3.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022) εκουσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Δικάσιμος των προαναφερομένων έφεσης και εκουσιας αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ορίσθηκε αρχικά η 19η.5.2022 και μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων ως άνω διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά  το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ.α΄ του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 28 Ν. 4842/2021, “σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή”. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι, αν, παρά την ερημοδικία του εκκαλούντος, διαπιστώνεται ότι απουσιάζει κάποιο στοιχείο του παραδεκτού της έφεσης, λ.χ είναι εκπρόθεσμη, αυτή απορρίπτεται για τυπικούς λόγους ως απαράδεκτη. Αν αντίθετα είναι παραδεκτή, η ερημοδικία του εκκαλούντος οδηγεί σε κατ’ ουσίαν (ως ανυποστήρικτη) και όχι κατά τους τύπους απόρριψη, γιατί, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (βλ. ΑΠ 60/2017, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 361/2011 στην ΤΝΠ Νόμος). Η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τις ειδικές διαδικασίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ. 1Α, 7 Κ.Πολ.Δ, αφού με τη διάταξη του άρθρου 39 του Ν. 3842/2021 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 7 του άρθρου 591 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με το οποίο “σε περίπτωση  ερημοδικίας του ανακόπτοντος, του εκκαλούντος, του αντεκκαλούντος ή του αιτούντος την αναψηλάφηση, το αντίστοιχο ένδικο μέσο απορρίπτεται”. Για να επέλθει όμως το αποτέλεσμα αυτό ελέγχεται προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και, τελικά αν μεσολάβησε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, από την οποία απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων και η παροχή δυνατότητας σε καθέναν από αυτούς να ακουσθεί από το δικαστήριο και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Αν επομένως επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Και εάν μεν ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός (εκκαλών) τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σε αυτήν, η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή, απορρίπτεται (βλ. ΜονΕφΠειρ 195/2003 στην efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 259/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ) Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974 και 979 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, όταν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, η κατάταξη των δανειστών για τη διανομή του γίνεται μεν με ενιαία πράξη ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι’ αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης που συντάχθηκε και την στρέφει εναντίον εκείνων μόνο από τους λοιπούς δανειστές, κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Ετσι μεταξύ των αναγγελθέντων δανειστών δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία κατά την έννοια του άρθρου 76 του Κ.Πολ.Δ, αλλά απλή ομοδικία (άρθρο 74 του ιδίου κώδικα), και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή. Συνεπώς δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης να ασκείται από όλους τους δανειστές, ούτε να στρέφεται εναντίον όλων των δανειστών. Για τον ίδιο λόγο το ένδικο μέσο που ασκείται από τον ανακόπτοντα κατά της απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή, δεν απαιτείται να απευθύνεται εναντίον όλων των δανειστών, που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι – καθ’ ων η ανακοπή, ούτε απαιτείται το ένδικο μέσο που ασκεί ένας από τους τελευταίους κατά της δεχομένης την ανακοπή αποφάσεως να το απευθύνει κατά όλων των άλλων ομοδίκων του δανειστών. Τα ίδια ισχύουν και για την κλήση προς συζήτηση ασκηθέντος ένδικου μέσου. Όταν όμως υπάρχει ανάγκη αντιπαραβολής και σύγκρισης μεταξύ τους των απαιτήσεων περισσότερων ανακοπτόντων ή καθ’ ων η ανακοπή δανειστών, τότε υφίσταται μεταξύ των περισσότερων ανακοπτόντων και των περισσότερων καθ’ ων η ανακοπή αναγκαστική ομοδικία και ισχύουν τα αντίθετα από όσα προαναφέρθηκαν ως προς την απεύθυνση τυχόν ασκηθέντος ένδικου μέσου και την κλήση προς συζήτησή του (βλ. ΑΠ 1226/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1224/2006, Εφ.Αθ. 4578/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 6/01 Δικογρ. 2001.59 και ΝΟΜΟΣ, επίσης Ι. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεσις, άρθρο 979 παρ. 432Β΄- ΙΙΙ, σελ. 1176 και 1179).

ΙΙΙ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ “Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι”, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 Κ.Πολ.Δ “Η  έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη”. Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 81 παρ. 3 εδαφ.α΄ Κ.Πολ.Δ, ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, κατά δε το άρθρο 82 εδαφ.γ΄ του ίδιου Κώδικα, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση δεν απευθύνεται κατ’ αρχήν η έφεση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, πλην όμως ο προσθέτως παρεμβάς, πρέπει να καλείται στη συζήτηση της έφεσης για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματα του. Σε αντίθετη περίπτωση η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΑΠ 426/2007, 424/207, 423/2007, 422/480 2007, αδημ.σε νομικά περιοδικά, ΑΠ 408/2004 ΝοΒ 2005/671, ΑΠ 227/2000, ΕλλΔ/νη 41.972, ΑΠ 1347/1998, ΕλλΔ/νη 40.139, ΑΠ 84/1998, 211/1998, ΕλλΔ/νη 39.1273, ΕφΠατρ 314/2007, Δημ.Νόμος, Εφ.Δωδ. 222/2006 αδημ.σε νομικά περιοδικά, Εφ.Λαρ. 26/2005, Δικογρ. 2005/296, Εφ.Αθ. 3945/2004, ΕλλΔ/νη 2005/559, βλ.και Ν.Νίκα, Πολιτική Δικονομία τόμ.Ι, παρ. 29 αριθμ.10 ,όπου παραπέμπει η ΜονΕφΔωδ 192/2019 στην ΤΝΠ Νόμος).Ωστόσο, σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 80 Κ.Πολ.Δ) κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 33 Κ.Πολ.Δ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση θεωρείται και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα, αφού δεν καθίστανται με την παρέμβαση διάδικος, ενώ στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017 Νόμος). Κατ’ άλλη άποψη, την οποία δεν ακολουθεί το παρόν Δικαστήριο εφόσον η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτη, η έφεση απευθύνεται μόνο κατά του υπέρ ου (ΑΠ 417/1987, ΝοΒ 1988 σελ.910, Εφ.Πειρ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ Ι, 2η έκδοση, σελ. 798-799), οπότε η απεύθυνση, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος επέχει θέση κλήτευσής του για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ.γ΄, 501, 517, 558 και 271 του Κ.Πολ.Δ, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση (βλ. Σ.Σαμουήλ: Η έφεση Δ΄ έκδοση, παρ. 336 επ, Ν.Νίκα: Πολιτική Δικονομία, τομ.Ι, παρ. 29 αριθμ.10, Μιχαήλ Μαργαρίτη: Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθ. 517, σημ.10, άρθ. 81 σημ.8, ΑΠ 18/2008 Δ 2008 σελ.654, ΕφΔυτΜακ 17/2011, Αρμ 2013/1115, ΕφΠατρ 401/2009, ΑχαΝομ 2010/340, όπου παραπέμπει η ΕφΘεσσαλ 1/2017, ΕλλΔ/νη 2017/858).

Περαιτέρω αν δεν εμφανισθεί στη δίκη κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο οφείλει, κατά τα άρθρα 271 και 272 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν, τα οποία προσδιορίζουν τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων, να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση και αν ο απολειπόμενος κλητεύθηκε νομίμως ή κλήτευσε νομίμως τον αντίδικό του προς συζήτηση της υπόθεσης. Αν βεβαιωθεί ότι δεν έγινε νόμιμη κλήτευση, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, δοθέντος μάλιστα ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να εισαχθεί στο Δικαστήριο χωρίς την τήρηση προδικασίας, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Επιπροσθέτως, από τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 524 του Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπου που ορίζει ο νόμος, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται και επέρχονται οι δικονομικές συνέπειες που ορίζει το άρθρο του Κ.Πολ.Δ 524 παρ. 3 (ερημοδικία εκκαλούντος) ή 524 παρ. 4 (ερημοδικία εφεσιβλήτου). Αν όμως την συζήτηση επισπεύδει ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος αυτός διάδικος, ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπου που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα, το Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΑΠ 304/2018, ΑΠ 1747/2017, ΕφΠειρ 25/2016, ΕφΘεσσαλ 149/2012, Μιχ. Μαργαρίτη: Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμος Ι, άρθρο 524, αρ. 30, σελ. 938). Ακολούθως από τα άρθρα 498 παρ. 1, 524 ,271 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι όταν τη συζήτηση της εφέσεως επισπεύδει ο εκκαλών απαιτείται επίδοση στον εφεσίβλητο αφενός μεν αντιγράφου του δικογράφου της εφέσεως που έχει κατατεθεί και αφετέρου κλήσεως που συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου αυτού ή και αυτοτελώς. Σε αντίθετη περίπτωση, ήτοι αν δεν έχει επιδοθεί στον εφεσίβλητο μαζί με την κλήση και αντίγραφο του δικογράφου της εφέσεως η κλήτευση του εφεσίβλητου δεν είναι νόμιμη, και αν ο τελευταίος απουσιάζει κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. ΑΠ 84/2013, ΑΠ 1308/2011, ΑΠ 1098/2005, ΕφΠειρ 591/2020, ΕφΠειρ 191/2019, ΕφΛαρ 16/2018, ΕφΛαρ 781/2010 όλες σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 274 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, “Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει κανονικά μέρος στη δίκη τότε: α)αν δεν λάβουν μέρος κανονικά στη δίκη και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272, β)αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του, μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση”. Ως μη κανονική συμμετοχή του διαδίκου νοείται στην τακτική διαδικασία είτε η μη εκπροσώπηση του διαδίκου στη δίκη από ή με δικηγόρο είτε η μη κατάθεση προτάσεων (άρθρο 94 παρ. 1 και 2, 237, 238 Κ.Πολ.Δ). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της έφεσης, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομόδικους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από τον αναγκαίο ομόδικό του, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο, αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από το αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 267/2021 σε ΤΝΠ Νομοτέλεια, ΑΠ 368/2019, ΕφΔωδ 14/2021, ΕφΔυτΜακ 18/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν όμως ο υπέρ ου η παρέμβαση κύριος διάδικος δεν έχει κλητευθεί νομίμως για τη δικάσιμο κατά την οποία απολείπεται τότε δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύεται από τον παρόντα προσθέτως παρεμβαίνοντα και η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Τέλος κατά το άρθρο 226 παρ. 4 εδ.γ΄και δ΄ του Κ.Πολ.Δ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη [άρθρο 498 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ], αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που θα συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση όμως της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής, συνεπεία της αναβολής της υποθέσεως και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ο απολειπόμενος ή μη νομίμως παραστάς κατά την μετ’ αναβολή συζήτηση διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρος ο ίδιος τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως ή είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο. Αντιθέτως, αν κατά την αρχική δικάσιμο ο απολειπόμενος ή μη νομίμως παραστάς κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση διάδικος, δεν επέσπευσε εγκύρως την συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως να παραστεί, κατά την αρχική δε αυτή δικάσιμο δεν παραστάθηκε νομίμως, ήτοι μετά ή δια του έχοντος ρητή πληρεξουσιότητα δικηγόρου του, η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη δικάσιμο αυτή, αφού η μη νομιμότητα ή η έλλειψη της επισπεύσεως ή της κλητεύσεώς του κατά την αρχική δικάσιμο δεν καλύφθηκε λόγω της μη νομίμου παραστάσεώς του κατ’ αυτήν (ΑΠ 64/2018, Εφ.Πειρ. 173/2023, ΕφΠειρ 72/2021, ΕφΔωδ 78/2020, ΕφΑιγ 124/2019, όλες σε ΤΝΠ Νόμος).

Η υπό κρίση από 27.4.2021 (αριθ.καταθ. ……/2021) έφεση της ηττηθείσας πρώτης των καθών ανακοπή του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ κατά της με αριθ. 3725/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθ. 614 επ., 591 παρ. 1 περγ΄, 979 παρ. 2, 937 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το Ν. 4335/2015) και έκανε δεκτή την ανακοπή του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, αποβάλλοντας την πρώτη των καθών ήδη εκκαλούσα και στη θέση της κατέταξε το ανακόπτον ήδη εφεσίβλητο έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον η εκκαλούμενη δημοσιεύτηκε την 3.12.2020 και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του εκδόντος δικαστηρίου την 27.4.2021, ήτοι εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση αυτής [(εκκαλούμενης απόφασης) άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511 παρ. 1Β, 516, 517, 518 παρ. 2, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν.4335/2015 και 591 άρθρο τέταρτο Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23.7.2015)]. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί το με κωδικό “e-παράβολο 374348975951 0725 0051”, ποσού εκατό (100) ευρώ, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.

Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ήδη εφεσίβλητο με την από 23.12.2019 (αριθ.καταθ. …../2019) ανακοπή του στρεφόμενης κατά των, 1)επισπεύδουσας δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…….”, 2)της αναγγελθείσας δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……, 3)της αναγγελθείσας δανείστριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……..” ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο …….. Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………….”, 4)της αστικής εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία “…………”, ζήτησε, με τους ιστορούμενους σε αυτή λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να αποβληθούν από αυτόν οι καθών και να καταταγεί το ανακοπτον πέραν του ποσού των 23.667,59 ευρώ για το οποίο έχει ήδη καταταγεί: α)οριστικά και προνομιακά στο ποσό των 34.986,01 ευρώ κατ’ αποδοχή  του πρώτου λόγου, β)οριστικά και προνομιακά στο ποσό των 21.931,31 ευρώ από το πλειστηρίασμα των δύο πρώτων ακινήτων κατ’ αποδοχή του δεύτερου λόγου ανακοπής, γ)οριστικά και προνομιακά στο ποσό των 6.111,81 ευρώ σε μερική εξόφληση των λοιπών πλην ΦΠΑ απαιτήσεών του από το πλειστηρίασμα του τρίτου ακινήτου κατ’ αποδοχή του δεύτερου λόγου ανακοπή. Άλλως επικουρικώς προνομιακά πλέον του ποσού των 1833,54 ευρώ σε μερική εξόφληση των εκ ΦΠΑ απαιτήσεών του, δ)οριστικά και προνομιακά για τα ποσά των 4.287,06 ευρώ και 23,04 ευρώ με ισόποση αποβολή της πρώτης των καθών και επικουρικά για το ποσό των 849,60 ευρώ με ισόποση αποβολή της τέταρτης των καθών άλλως της πρώτης εφόσον το έχει προκαταβάλει κατ’ αποδοχή του τρίτου λόγου ανακοπής. Επικουρικά δε να καταταγεί ως προς το μη ικανοποιηθέν μέρος των απαιτήσεών του ποσού 30.707,74 ευρώ, α)σε μέρος του ποσού των 9.464,04 ευρώ και β)στο 30% του δεύτερου διανεμητέου ποσού ήτοι στο ποσό των 1.833,54 ευρώ δι’ αποβολής των 1ης, 2ης και 3ης των καθών κατ’ αποδοχή του τέταρτου λόγου. Ομοίως επικουρικά να προβλεφθεί επικουρική κατάταξη μόνο για το ανακόπτον στο σύνολο του ποσού, που παραμένει ανικανοποίητο ύψους 30.707,74 ευρώ.

Επί της ανακοπής αυτής, η οποία δικάστηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθ. 614 επ. Κ.Πολ.Δ), εκδόθηκε η εκκαλούμενη, με την οποία κρίθηκε ότι αυτή (ανακοπή) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη ως στηριζομένη στις διατάξεις του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ, και αφού απορρίφθηκε αυτή (ανακοπή) ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως ως προς την τέταρτη των καθών (αστική εταιρεία με την επωνυμία “……………”), η οποία δεν έχει επομένως την ιδιότητα του διαδίκου, ακολούθως έγινε δεκτή αυτή (ανακοπή), ως προς την πρώτη των καθών, και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών . ……., αποβάλλοντας την πρώτη των καθών κατά το ποσό των 30.707,74 ευρώ στο οποίο κατέταξε οριστικά και προνομιακά το ανακόπτον, πλέον των ποσών των 23.667,59 ευρώ και 4.278,27 ευρώ, για τα οποία είχε ήδη καταταγεί. Κατά της απόφασης αυτής (3725/2020) με την κρινόμενη έφεσή της, η πρώτη των καθών ήδη εκκαλούσα, την οποία στρέφει μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, ώστε να απορριφθεί η από 23.12.2019 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου και να επικυρωθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, άλλως να μεταρρυθμιστεί αυτός κατά τον αναφερόμενο τρόπο και διακρίσεις στο δικόγραφο αυτής (έφεσης).

Όπως προκύπτει από τις πράξεις καταθέσεως της κρινόμενης έφεσης α)της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……./27.4.2021 και β)της Γραμματέως στο Δικαστήριο τούτο, ……./27.4.2021, η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης επισπεύθηκε με επιμέλεια της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας, ……… για τη δικάσιμο της 19.5.2022, οπότε η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (6.4.2023). Η αναγραφή δε αυτής (αναβολής) στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (Κ.Πολ.Δ 226 παρ. 4, 591 παρ. 1, 524 παρ. 2). Η εκκαλούσα όμως, δεν παρέστη κατά την άνω δικάσιμο (6.4.2023), όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, η εκκαλούσα πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθ. 271, 272, 524 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ) και να απορριφθεί η έφεση ως ανυποστήρικτη, που εφαρμόζεται και όταν η υπόθεση δικάζεται με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (βλ. ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Κ.Πολ.Δ/Αναγκαστική Εκτέλεση 2η έκδοση, άρθ. 979 σελ. 561 αρ. 22, Χ. Απαλαγάκη, Στ.Σταματόπουλος Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 και 4855/2021, άρθ. 524, σελ. 1727 αρ. 11).

Στις δίκες περί την εκτέλεση δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθ. 979, 933, 937 παρ. 1 περ.β΄, Κ.Πολ.Δ). Συνεπώς, επί ερημοδικίας εκκαλούντος δεν τίθεται θέμα ορισμού παραβόλου ερημοδικίας. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3696/1957, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της Κ.Υ.Α 134423/8.12.1992, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό.

Περαιτέρω, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, μεταξύ των αναγγελθέντων δανειστών δεν υφίσταται αναγκαία ομοδικία κατά την έννοια του άρθρου 76, αλλά απλή ομοδικία, κατ’ άρθρο 74 του ιδίου κώδικα και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή του άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή. Συνεπώς δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή κατά το πίνακα κατάταξης να ασκείται από όλους τους δανειστές, ούτε να στρέφεται εναντίων όλων των δανειστών. Για τον ίδιο λόγο το ένδικο μέσο που ασκείται από τον ανακόπτοντα κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, δεν απαιτείται να απευθύνεται εναντίων όλων των δανειστών, που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι-καθών η ανακοπή, ούτε απαιτείται το ένδικο μέσο που ασκεί ένας από τους τελευταίους κατά της δεχόμενης την ανακοπή αποφάσεως να το απευθύνει κατά όλων των άλλων ομοδίκων των δανειστών (ΑΠ 264/2020 ΝΟΜΟΣ, Χ.Απαλαγάκη/Στ.Σταματόπουλος. ό.π, άρθ. 979 σελ. 3218 αρ. 22, Στ.Πανταζόπουλος Αναγκαστική Εκτέλεση, μετά τους Ν. 4842/2021 και 4855/2021 Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, Η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, σελ. 703-704). Δεδικασμένο της απόφασης δημιουργείται για το κύριο ζήτημα του αιτήματος του ανακόπτοντος καθώς και για το στρεφόμενο αναγνωριστικό ζήτημα (θετικό ή αρνητικό) της ύπαρξης της απαίτησής του ή την ανυπαρξία της απαίτησής του καθ’ ου η ανακοπή και των σχετικών προνομίων της. Αν δεν υπάρξει τέτοιο ρητό αναγνωριστικό αίτημα, το δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία των απαιτήσεων του ανακόπτοντος και του καθ’ ου η ανακοπή ή και των προνομίων τους, αφού θα πρόκειται για προδικαστικό ζήτημα, θεμελιώνεται στο άρθρο 331 Κ.Πολ.Δ με τη συνδρομή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου (Στ.Πανταζόπουλος ό.π, Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Γ΄ έκδοση, σελ. 692).

Περαιτέρω στην προκειμένη περίπτωση, οι προαναφερθέντες καθών της από 23.1.2019 ανακοπής του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ που ασκήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, συνδέονται με σχέση απλής παθητικής ομοδικίας (Κ.Πολ.Δ 74), εφόσον, όπως προκύπτει από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει σύγκριση ή αντιπαραβολή. Η άσκηση της από 24.7.2021 κρινόμενης έφεσης από την πρώτη των καθών η ανακοπή επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “……………” κατά της οποίας έγινε δεκτή η ανακοπή και με την οποία (έφεση) προσβάλλει την αποβολή της από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, ωφελεί αυτή (πρώτη καθ’ ων-εκκαλούσα) και όχι τους λοιπούς ως άνω ομοδίκους της (αναγγελθέντες δανειστές) και, κατά τα προεκτιθέμενα, ούτε απαιτείται (από διάταξη του δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου), να απευθύνεται κατ’ αυτών (λοιπών απλών ομοδίκων), ούτε εν προκειμένω, απευθύνεται κατά των λοιπών απλών ομοδίκων της. Κατά συνέπεια η αναγραφή στο δικόγραφο αυτής (κρινόμενης έφεσης) κοινοποίησης του δικογράφου αυτής (έφεσης) είτε και η κοινοποίησή της προς τους λοιπούς ως άνω απλούς ομοδίκους της στη δίκη της ανακοπής του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού αυτοί ούτε ωφελούνται ούτε βλάπτονται από την ανοιγείσα δίκη με την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως. Επιπλέον, αυτή (κοινοποίηση) δεν δύναται να νοηθεί είτε ως ανακοίνωση δίκης (Κ.Πολ.Δ 91), η οποία ασκείται έως ότου εκδοθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οριστική απόφαση για την ουσία της διαφοράς, με στόχο να προκαλέσει ή να παροτρύνει τρίτο πρόσωπο σε άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως, χωρίς να μπορεί πάντως να το υποχρεώσει προς τούτο, αλλά ούτε και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 86, 87, 88 Κ.Πολ.Δ, αφού δεν μπορεί να προσεπικληθεί ο απλός ομόδικος, ούτε και απαιτείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, κοινή εναγωγή των αναγγελθέντων δανειστών – καθών σε δίκη ανακοπής του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ, εφόσον η διαδικασία της κατάταξης είναι μεν ενιαία όχι όμως και αδιαίρετη. Επομένως  η ένδικη έφεση κατά α)της Ανώνυμης Εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων “………….” για λογαριασμό της εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…………….” ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……..”, β)Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “………….” όπως αυτή μετονομάστηκε σε “…………” ως διαχειρίστριας απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, εδρεύουσας στο ………. Ιρλανδίας, με την επωνυμία “…………..” κατά των οποίων, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ούτε και έχει κοινοποιηθεί, η υπόθεση δεν εισάγεται ως προς τις τελευταίες, κατά των οποίων ούτε και έχει κοινοποιηθεί και εφόσον, κατά τα προεκτιθέμενα, πρόκειται περί απλής ομοδικίας η συζήτηση της έφεσης μπορεί να προχωρήσει μόνο ως προς το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αποφαίνεται ότι η έφεση δεν εισάγεται προς συζήτηση ως προς:

1)Την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία “……….”

2)Την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία “……..”, όπως μετονομάστηκε σε “………..” ,η οποία ενεργεία ως διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….”, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………..”.

3)Ανώνυμη Εταιρεία διαχείρισης του Ν. 4354/2015 με την επωνυμία “…………”, η οποία ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας “…………”

4)Αστική Εταιρεία Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία “…………”

5)……….., συμβολαιογράφος Αθηνών, επί του πλειστηριασμού υπάλληλος.

Δικάζει την από 27.4.2022 (αριθ.καταθ. ……../2021) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3725/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) ερήμην της εκκαλούσας Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “………….”.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 27.4.2022 έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 31 Ιανουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εκ των διαδίκων παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κι αντ΄ αυτής  λόγω

μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

ο Πρόεδρος του

Τριμελούς Συμβουλίου

Διεύθυνσης του Εφετείου

Πειραιώς, Ιωάννης

Αποστολόπουλος,

Πρόεδρος Εφετών

   Κι αντ΄ αυτής  λόγω

συνταξιοδοτήσεως

και αναχωρήσεώς της,

η ορισθείσα από τον Πρόεδρο                                                                  του  Τριμελούς Συμβουλίου

Διεύθυνσης του Εφετείου

Πειραιώς,  Γραμματέας,

Καλλιόπη Σκούρτη