Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 25/2024

Αριθμός     25/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …….. 2) …….. και 3) ………….απάντων ως κληρονόμων του αρχικού εκκαλούντος και ήδη αποβιώσαντος -την 15η.8.2022) ………, κατοίκου εν ζωή ………….. τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός τους δικηγόρος Ζαννής Σιδέρης.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……», η οποία εδρεύει στην Αθήνα ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, εκκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χριστίνα Συλίκου (ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

Ο ………, -ο οποίος απεβίωσε την 15η.8.2022 και την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι ήδη εκκαλούντες ως κληρονόμοι αυτού-  κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  21.5.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2014) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4972/2018  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο προαναφερόμενος ανακόπτων με την από 6.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …../2020-………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 17η.2.2022, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287 και 290 Κ.Παλ.Δ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 Α.Κ, προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος, η διακοπή, δε, αυτή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής (διακοπής), προς τον αντίδικο, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, από εκείνον, που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον, που, μέχρι την επέλευση του θανάτου, ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης, που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει, είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε και αναγκαστικά, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου του, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου. Οι διάδικοι αυτοί μπορούν να επαναλάβουν τη δίκη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την κλήση γνωστοποίησης και θεωρώντας, ότι η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση, όμως, αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου, πριν από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 1847 Α.Κ, για την αποποίηση της κληρονομιάς (Α.Π. 171/2017, Α.Π. 33/2016, Α.Π. 139/2015, Α.Π. 272/2012, Α.Π. 1054/2012, Α.Π. 1604/2012, Α.Π. 194/2012, Α.Π. 652/2012, Εφ.ΑΘ. 879/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δήλωση επανάληψης των κληρονόμων δεν προϋποθέτει παρέλευση της προθεσμίας, για αποποίηση της κληρονομιάς, ούτε μεταγραφή της δήλωσης, περί αποδοχής (Α.Π. 1106/1988, ΕλλΔ/νη 1991, 327, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμος I, υπ’ άρθρο 290, σ. 582), ούτε ακόμη προϋποθέτει αποδοχή της κληρονομιάς, διότι ο κληρονόμος δεν ασκεί αυτοτελές δικό του δικαίωμα, αλλά απλώς επαναλαμβάνει τη δίκη, που διακόπηκε και τη συνεχίζει με την ιδιότητα της κληρονόμου του θανόντος, ούτε, τέλος, απαιτείται η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς (Α.Π. 171/2017, ό.α, Α.Π. 12/1996, ΕλλΔνη 1996, 1322). Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (Α.Π. 171/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν αμφισβητηθεί, από τον αντίδικο, η ιδιότητα του δηλούντος επανάληψη της δίκης, ως κληρονόμου, η νομιμοποίησή του εξετάζεται από το Δικαστήριο παρεμπιπτόντως (Α.Π. 1978/2008, Α.Π. 1860/2007, Εφ.ΑΘ. 879/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικότερα: 1) το από 106/21/2022 και με χαρακτηριστικό ασφαλείας ………… απόσπασμα της με στοιχεία 17/08/2022 Ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ………., που έχει συντάξει ο Ληξίαρχος του Δήμου Αθηναίων, 2) το με αριθμό πρωτ. ……./02.09.2022 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του άνω Δήμου, από το οποίο προκύπτει ότι στο δήμο Αθηναίων ο ανακόπτων – εκκαλών ……, γεννηθείς την 28-1-1958 απεβίωσε την 15.08.2022 και κατέλειπε ως μοναδικούς συγγενείς τα τέκνα του : Α) …….., Β) το με αριθ. ……/16.02.2023 πρακτικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Αχαρνών και 3) την με αριθμό ………/11.2022 έκθεση καταχώρησης αποδοχής κληρονομιάς επ’ ωφελεία απογραφής του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αχαρνών. Επομένως, νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κατά τη δικάσιμο της 12.1.2023, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ως άνω αποβιώσαντος ………. δήλωσε στο ακροατήριο, ότι ο ……. απεβίωσε και ότι επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης, μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης τα δε τρία τέκνα του είναι εξ’ αδιαθέτου συγκληρονόμοι του, κατά ποσοστό 1/3 εξ’ αδιαιρέτου έκαστος, δήλωσαν την εκούσια, στο όνομά του, επανάληψη της δίκης, που βιαίως διακόπηκε, λόγω του θανάτου αυτού. Ενόψει τούτων και αφού δεν αμφισβητείται από την εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή η ιδιότητα των ανωτέρω συγκληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικού ανακόπτοντος – εκκαλούντος, η διακοπείσα δίκη νόμιμα και παραδεκτά συνεχίζεται από τις άνω συγκληρονόμους του.

Η από 06.11.2020 (με Γ.Α.Κ …/2020 και με Ε.Α.Κ …./2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 06.11.2020 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 06.11.2020 με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση των ηττηθέντος πρωτοδίκως ανακόπτοντος, προς εξαφάνιση της υπ’ αριθμό 4972/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρί εδ. β , 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, και πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13.11.2018, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 06.11.2020. Είναι παραδεκτή εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ (με αριθμό …………. /2020) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β’ Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με το πρώτο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο  ζητεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για το λόγο ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν είναι εκκαθαρισμένη, διότι ενσωματώνει τόκους που επιβλήθηκαν με βάση τους αναφερομένους άκυρους ως καταχρηστικούς όρους που περιλήφθηκαν στην με αριθμό …………../5.6.2008 σύμβαση δανείου και την 5.6.2008 πρόσθετη πράξη με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας να καθορίζει ελεύθερα το επιτόκιο και να μεταβάλει αυτό μονομερώς, με κριτήρια ασαφή και αδιαφανή. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, κατ’ άρθρα 178 και 179 Α.Κ, σε συνδυασμό και με άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια ν. 2251/1994, οι όροι που περιλήφθηκαν στην με αριθμό ………../5.6.2008 σύμβαση δανείου και την 5.6.2008 πρόσθετη πράξη, με βάση τους οποίους καθορίστηκε επιτόκιο που υπερέβαινε το ανώτατο νόμιμο επιτρεπτό και προβλέφθηκε το δικαίωμα της τράπεζας να καθορίζει ελεύθερα το επιτόκιο και να μεταβάλει αυτό μονομερώς, με κριτήρια ασαφή και αδιαφανή και συγκεκριμένα: Α) Ο όρος 4.5.1 της αρχικής σύμβασης, που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλλει το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο οποτεδήποτε μεταβάλλεται το Βασικό Παρεμβατικό Επιτόκιο για πράξεις κύριας Αναχρηματοδοτήσεως της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας σε ποσοστό μέχρι του διπλάσιου του ποσού της εκάστοτε διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου ως άνω επιτοκίου. Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, είτε να μη μεταβάλλει τα επιτόκια σε κάθε μεταβολή του ως άνω παρεμβατικού επιτοκίου, είτε ν α μην εξαντλήσει το ως άνω ανώτατο επιτόκιο μεταβολής. Η τράπεζα αποφασίζει την κατά τα παραπάνω μεταβολή ή μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, όπως και τον κίνδυνο που εκάστοτε αναλαμβάνει τόσο για τη συγκεκριμένη χορήγηση όσο και για την κατηγορία. Η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόκριμα ή δέσμευση για την επόμενη μεταβολή του επιτοκίου, όποτε και αν γίνει, Β) Ο όρος 5.7 της αρχικής σύμβασης, που ορίζει ότι: «…Στην περίπτωση καθυστερήσεως καταβολής οποιοσδήποτε δόσεως ολικά ή μερικά, ο Οφειλέτης καθίσταται ως προς το σε καθυστέρηση ποσό αυτοδίκαια υπερήμερος με μόνη την πάροδο της ημερομηνίας πληρωμής, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το σχετικό ποσό , χωρίς να απαιτείται άλλη ενέργεια ή όχληση από την τράπεζα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση υπερημερίας οφείλονται τόκοι υπερημερίας για το ποσό που δεν έχει εξοφληθεί, οι οποίοι θα υπολογίζονται με το εκάστοτε ανώτερο επιτόκιο υπερημερίας, που ορίζεται σήμερα κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από το επιτοκίου δανείου , 0 Ο όρος 11.2 της αρχικής σύμβασης, που ορίζει ότι: Αν μέσα σε χρονικό διάστημα τριάντα ( 30 ) ημερών από τη λήψη κάθε λογαριασμού ή οποιαδήποτε άλλης έγγραφης ειδοποίησης της τραπέζης αναφορικά με το δάνειο, ο Οφειλέτης δεν αμφισβητήσει εγγράφως το περιεχόμενο του λογαριασμού ως προς τα κονδύλια, το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου και της προ καταβολής δόσεως που αναφέρεται σε αυτό, θεωρείται ότι το αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα και θα επέρχεται αναγνώριση των επί μέρους και συνολικών κονδυλίων και θα επέρχεται αναγνώριση των επί μέρους και συνολικών κονδυλίων>>. Στην από 5.6.2008 πρόσθετη πράξη μεταβολής του επιτοκίου στη σύμβαση τοκοχρωλυτικού δανείου περιέχεται ο όρος <<Σταθερό συμβατικό επιτόκιο : 9,50 % (πλέον εισφοράς Ν. 128/75 ) για τους πρώτους 12 μήνες της ισχύος της << συμβάσεως >> εφαρμόζεται προνομιακό ονομαστικό επιτόκιο 8,50% (Πλέον εισφοράς Ν.125/75). Με αυτό το περιεχόμενο ο άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι ο ανακόπτων, αμφισβητεί απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, ούτε προσδιορίζει τα συγκεκριμένα ποσά που, κατά την άποψή του, ανατοκίσθηκαν παράνομα, ούτε τη συνολική επιβάρυνσή του από τον ανατοκισμό αυτό, ούτε και το υπερβάλλον ποσό από τον παράνομο ανατοκισμό, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, ενόψει ότι ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παρανόμων ανατοκισμών δε θίγεται ούτε η απόδειξη της απαίτησης με έγγραφα ούτε αυτή καθίσταται ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. Α.Π 1133/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με παρεμφερή, αλλά συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία, όπου είναι αναγκαίο, συμπληρώνεται, κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ, με αυτήν της παρούσας, απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε το δικόγραφο της ανακοπής και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών επαναφέρει τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, κατά το μέρος του με το οποίο ζητεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι εκδόθηκε με βάση εξ’ ολοκλήρου άκυρη δανειακή σύμβαση καθόσον οι ως άνω άκυροι και καταχρηστικοί όροι συμπαρασύρουν σε ακυρότητα το σύνολο της σύμβασης για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη που ουδόλως θα προέβαιναν στη σύναψη της χωρίς αυτούς, τόσο η καθ’ης διότι τέθηκαν προς όσο και ο ανακόπτων που τέθηκαν σε βάρος του. Με αυτό το περιεχόμενο, ο άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι ο ανακόπτων, δεν εκθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία να εξειδικεύει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη μη ικανοποίηση των απαιτήσεων διαφάνειας και επαρκούς ενημέρωσής του, καθώς και το ύψος των παράνομων ωφελημάτων που αποκόμισε η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, ώστε να δύναται να συγκεκριμενοποιηθεί, υπό τις επικρατούσες συνθήκες κατά το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης, η επικαλούμενη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί σχετικά και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με παρεμφερή, αλλά συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία, όπου είναι αναγκαίο, συμπληρώνεται, κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ, με αυτήν της παρούσας, απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε το δικόγραφο της ανακοπής και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, μη προτεινομένου άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η εν λόγω έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικαστεί ο εκκαλών λόγω της ήττας του στη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου, κατόπιν του σχετικού αιτήματος της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 06.11.2020 (με Γ.Α.Κ …./2020 και με Ε.Α.Κ …../2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 06.11.2020 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 06.11.2020 με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020), αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 06.11.2020 (με Γ.Α.Κ …../2020 και με Ε.Α.Κ ……/2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 06.11.2020 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 06.11.2020 με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση κατά της υπ’ αριθμό 4972/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του παράβολου, ποσού 100,00 ευρώ, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Επικυρώνει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με αριθμό ……/2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  17 Ιανουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ