Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 55/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης      55/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Μόσχο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) εταιρείας με την επωνυμία «………..» (……….), που έχει καταστατική έδρα στη Λιβερία, αλλά πραγματική έδρα στην Ελλάδα, οδός ………….. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) εταιρείας με την επωνυμία «…………» (………), που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, οδός …………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και 3) ασφαλιστικής εταιρείας/αλληλασφαλιστικού οργανισμού με την επωνυμία «………..», που έχει εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο, Βασιλική – Αικατερίνη Πρωτόπαπα.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./16.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1477/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 27.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./28.9.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………./21.10.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 27.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./28.9.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./21.10.2021 έφεση του εκκαλούντος, …….., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1477/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και αφενός, δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 11.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../16.12.2019 αγωγή του κατά των εναγομένων εταιρειών «……….» (………), που έχει καταστατική έδρα στη Λιβερία, αλλά πραγματική έδρα στην Ελλάδα, επί της οδού ………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και «………» (……….), που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, επί της οδού ………… Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και αφετέρου, την απέρριψε ως προς την τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία/αλληλασφαλιστικό οργανισμό με την επωνυμία «………….), που εδρεύει στο Λονδίνο και διατηρεί γραφεία στην Ελλάδα, επί της οδού ……….., ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 9.9.2021 στις εναγόμενες, συντασσομένης της υπ’αριθμ…….΄/9.9.2021 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., που προσκομίζεται από τον εκκαλούντα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28.9.2021, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, στην από 12.12.2019 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στην Ρωσία στις 12.10.2017 μέσω πράκτορος ναυτολογήθηκε στο τέλος Δεκεμβρίου 2017, με την ειδικότητα του προσοντούχου ναύτη, στο υπό σημαία Βανουάτου φορτηγό πλοίο “I”, νηολογίου Βανουάτου, κόρων ολικής χωρητικότητας 41.101, κυριότητας της πρώτης εναγομένης εδρεύουσας τυπικά στην Λιβερία, αλλά στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης, που ασκούσε τον εφοπλισμό τούτου εμφανιζόμενη, ως αντιπρόσωπος της και διαχειρίστρια του πλοίου, αντί μηνιαίου μισθού 1.400 δολαρίων ΗΠΑ και ότι στις 2.4.2018, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπέστη σοβαρό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, το οποίο οφείλεται σε υπαιτιότητα των προστηθέντων τους, πλοιάρχου, ναυκλήρου και Α΄ μηχανικού, που συνίστατο στην παράβαση των αναφερομένων ειδικών διατάξεων των κανονισμών περί των όρων ασφαλείας, του Διεθνούς Κώδικα Πρακτικής για την πρόληψη ατυχημάτων επί πλοίων στην θάλασσα και σε λιμένα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, του π.δ.395/1994 για τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για την χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους, όπως τροποποιήθηκε, του π.δ.1349/1981 περί κανονισμού προλήψεως εργατικών ατυχημάτων στα πλοία, του Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης, του β.δ.806/1970 και της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, με συνέπεια να υποστεί την εκτιθέμενη βλάβη της υγείας του, αλλά και επιδείνωση της, με αποτέλεσμα να απολυθεί στις 15.4.2018 και να επαναπατριστεί και εξαιτίας του τραυματισμού του να παραμείνει πλήρως ανίκανος για εργασία τουλάχιστον δύο έτη. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του πλοίου, η δεύτερη, ως εφοπλίστρια, άλλως η πρώτη, ως πλοιοκτήτρια και η δεύτερη, ως διαχειρίστρια και υπεύθυνη για τις υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας βάσει του κανονισμού για την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 2006, η δε τρίτη, ως ασφαλίστρια του πλοίου, να του καταβάλουν εις ολόκληρον, κατά την κύρια βάση της αγωγής εκ του άρθρου 16 ν.551/1915, το συνολικό χρηματικό ποσό των 131.750 ευρώ, ως επαρκώς αναλύεται, για απώλεια αποδοχών 24 μηνών, υπόλοιπο μισθών ασθενείας εκ 1.644 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 1.480 ευρώ με βάση την ισοτιμία κατά την σύνταξη της αγωγής και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ανερχομένης σε 100.000 ευρώ, άλλως το συνολικό ποσό των 101.480 ευρώ και το ισόποσο σε ευρώ, κατά την ημέρα πληρωμής, των 1.400 δολαρίων ΗΠΑ μηνιαίως, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο 2018 έως τον Ιούνιο 2020, με τον νόμιμο τόκο κάθε μηνιαίας παροχής από την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, κατά δε την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, το συνολικό ποσό των 128.507 ευρώ, ως επαρκώς αναλύεται, για συμφωνημένη αποζημίωση, βάσει της σύμβασης, σε περίπτωση ολικής ανικανότητας εξαιτίας ατυχήματος κατά την εργασία, ύψους 30.000 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 27.027 ευρώ με βάση την ισοτιμία κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και υπόλοιπο μισθών ασθενείας και κατά την δεύτερη επικουρική βάση, το συνολικό ποσό των 116.615 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, ως αποζημίωση του ν.551/1915, λόγω πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας για εργασία για 24 μήνες, χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και υπόλοιπο μισθών ασθενείας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012  για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, αναφορικά με την τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, ενώ την έκανε δεκτή εν μέρει αναφορικά με την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, ως προς την δεύτερη επικουρική της βάση και τις υποχρέωσε με τις ιδιότητες της κυρίας και εφοπλίστριας αντίστοιχα, να καταβάλλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα, ως αποζημίωση, κατ’άρθρο 3 παρ.3 ν. 551/2015 και μισθούς ασθενείας, το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής των 18.444 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη επίδοσης της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση του ο ενάγων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

III. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 και 26 του Α.Κ., 1, 2, 3 και 8 του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), 914 Α.Κ., 1 και 16 του ν. 551/1915 και 66 Κ.Ι.Ν.Δ., συνάγεται ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα, που είναι διάφορη και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση το βίαιο συμβάν, που αποτελεί τον πυρήνα της εννοίας του εν λόγω ατυχήματος και λαμβάνει χώρα κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής της εργασίας, δεν ρυθμίζεται από το κατά το άρθρο 26 Α.Κ. εφαρμοστέο δίκαιο επί των ενοχών που απορρέουν από αδίκημα, αλλά από το δίκαιο που διέπει την σύμβαση ναυτικής εργασίας, δηλαδή εκείνο που ορίζεται από την διάταξη του άρθρου 25 Α.Κ. και είναι το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υπεβλήθησαν και εν ελλείψει τούτου το εξ όλων των συνθηκών αρμόζον ή επί συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν μετά τις 17-12-2009, που άρχισε η ισχύς του ανωτέρω Κανονισμού, εκείνο που ορίζεται από αυτόν και είναι επίσης προεχόντως, κατ` άρθρον 8 παρ. 1 τούτου το δίκαιο, που επιλέγουν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 τούτου, η΄ ελλείψει αυτού, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά την εκτέλεση της σύμβασης (παρ.2), η΄ από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης, που προσέλαβε τον εργαζόμενο (παρ.3), η΄ της χώρας που η σύμβαση συνδέεται στενότερα, όπως προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων (παρ.4). Επίσης, συναφώς με τα ανωτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Έπεται ότι αν συμφωνήθηκε ως διέπον την σύμβαση ναυτικής εργασίας δίκαιο το Ελληνικό ή αυτό καθορίζεται εφαρμοστέο κατά τα ανωτέρω, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως τόσο η υπαιτιότητα για την πρόκληση του, όσο και οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις και δη ποία τα δικαιούμενα αποζημιώσεως και ποία τα ενεχόμενα σε καταβολή αυτής πρόσωπα ως και η έκταση αυτής. Μάλιστα, αυτό δεν αναιρείται από τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 2321/1995, που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού, όπως εφαρμόζεται το δίκαιο του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο. (ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002 97, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010 429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009 208, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009 215, ΕφΠειρ 752/2007 ΕΝαυτΔ 2007 312,  ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006 195).

Περαιτέρω, η σύμβαση για τη ναυτική εργασία (MLC) του 2006, εγκρίθηκε από την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) σχεδόν ομόφωνα στις 23 Φεβρουαρίου 2006 στη Γενεύη. Εφαρμόζεται στη διεθνή ναυτιλία και καλύπτει θέματα ζωτικής σημασίας όπως τις ελάχιστες απαιτήσεις ναυτικής εργασίας επί των πλοίων (τίτλος Ι της MLC), τις συνθήκες απασχόλησης (τίτλος ΙΙ της MLC), τους χώρους ενδιαίτησης, τις εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας, τη σίτιση και την τροφοδοσία (τίτλος ΙΙΙ της MLC), την προστασία της υγείας, την υγειονομική περίθαλψη, την πρόνοια και την κοινωνική ασφάλιση και προστασία·(τίτλος IV), και την συμμόρφωση και εφαρμογή (τίτλος V), προκειμένου να διασφαλίζονται αξιοπρεπείς όροι διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων, καθώς και διαδικασίες για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Η σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος ναυτικός εργατικός κώδικας για περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια ναυτικούς παγκοσμίως, καθώς και για τους πλοιοκτήτες και τις ναυτικές χώρες ανά την υφήλιο.  Η ΕΕ αναγνωρίζει την πολύτιμη συμβολή της MLC, στόχος της οποίας είναι η δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού στον κλάδο της παγκόσμιας ναυτιλίας μέσω της θέσπισης ελάχιστων προτύπων για όλες τις σημαίες και τους ναυτικούς. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ έχει ήδη εκδώσει την απόφαση 2007/431/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να επικυρώσουν, προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Η ΕΕ έχει επίσης εκδώσει την οδηγία 2009/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2009, για την εφαρμογή της συμφωνίας που συνήψαν η Ένωση Εφοπλιστών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ECSA) και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των Ενώσεων Εργαζομένων στις Μεταφορές (ETF) σχετικά με τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του 2006 και για τροποποίηση της οδηγίας 1999/63/ΕΚ. Η οδηγία 2009/13/ΕΚ αποτελεί εξαιρετικό επίτευγμα του κλαδικού κοινωνικού διαλόγου. Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται, αφενός, να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την οδηγία 2009/13/ΕΚ όταν ασκούν τις εξουσίες τους ως κράτη σημαίας. Σύμφωνα με τα σήμερα ισχύοντα, μέσω της οδηγίας 2009/13/ΕΚ, η ευρωπαϊκή νομοθεσία έχει ευθυγραμμιστεί με τα διεθνή πρότυπα που καθορίζονται από την MLC. Στην εν λόγω οδηγία ενσωματώθηκαν οι σχετικές διατάξεις της MLC με τις οποίες θεσπίζονται τα δικαιώματα των ναυτικών που περιέχονται στους τίτλους I, II, III και IV που προαναφέρθηκαν.

Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση με το ν. 4078/ 2012 (Α΄ 179), η οποία, σύμφωνα με τα σ’αυτήν προβλεπόμενα για την έναρξη ισχύος της μετά προθεσμίας από την επικύρωση, τέθηκε σε ισχύ για τη χώρα μας την 4η Ιανουαρίου 2014. Κατ’ εξουσιοδότηση του κυρωτικού νόμου εκδόθηκαν οι: υπ’ αριθ. 3522.2/08/2013 ΚΥΑ (Β΄1671)  και υπ’ αριθ. 4113.305/01/2013 ΚΥΑ (Β΄ 1553), με τις οποίες εγκρίνονται Κανονισμοί για την εφαρμογή των απαιτήσεων της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων του Κράτους Σημαίας και Λιμένα, οι οποίοι τίθενται σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου άρθρου αυτών. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την υπ’αριθ.3522.2/08/2013 ΚΥΑ δεν περιορίζεται η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της από τη δημοσίευση της σε πλοία που εκτελούν διεθνείς πλόες ή πλόες μεταξύ λιμένων της αλλοδαπής.

Στο άρθρο 27 του Κεφάλαιο Δ` της εν λόγω ΚΥΑ, προβλέπεται :  «Ιατρική περίθαλψη στην ξηρά και επί πλοίου 1. Οι ναυτικοί που εργάζονται επί πλοίου καλύπτονται από επαρκή μέτρα για την προστασία της υγείας τους και έχουν πρόσβαση σε άμεση και κατάλληλη ιατρική περίθαλψη όσο το δυνατόν εφάμιλλης με αυτή που διατίθεται γενικά στους εργαζομένους στην ξηρά. Η προστασία και η περίθαλψη αυτή, κατ` αρχήν, παρέχεται χωρίς κόστος για τους ναυτικούς. 2. Οι πλοιοκτήτες υιοθετούν μέτρα για την προστασία της υγείας και την ιατρική περίθαλψη των ναυτικών των πλοίων τους, συμπεριλαμβανομένης βασικής οδοντιατρικής περίθαλψης, τα οποία: α. εξασφαλίζουν την εφαρμογή γενικών διατάξεων περί προστασίας της επαγγελματικής υγείας και ιατρικής περίθαλψης, που σχετίζονται με τα καθήκοντα τους, καθώς και ειδικών διατάξεων που αφορούν στην εργασία επί πλοίου, β. εξασφαλίζουν ότι οι ναυτικοί τυγχάνουν προστασίας της υγείας και ιατρικής περίθαλψης όσο το δυνατόν εφάμιλλης με αυτή που διατίθεται γενικά σε εργαζομένους στην ξηρά, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης πρόσβασης στα απαραίτητα φάρμακα, τον ιατρικό εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις διάγνωσης και θεραπείας και σε ιατρικές πληροφορίες και εμπειρογνωμοσύνη, γ. παρέχουν στους ναυτικούς το δικαίωμα επίσκεψης σε προσοντούχο ιατρό ή οδοντίατρο χωρίς καθυστέρηση στους λιμένες κατάπλου του πλοίου, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν, δ. εξασφαλίζουν ότι παρέχονται υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης και προστασίας της υγείας ενώ οι ναυτικοί βρίσκονται επί του πλοίου ή αποβιβάζονται σε ξένο λιμένα, χωρίς χρέωση στους ναυτικούς υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί ευθύνης πλοιοκτητών, και ε. δεν περιορίζονται στη θεραπεία ασθενών ή τραυματιών ναυτικών, αλλά περιλαμβάνουν μέτρα προληπτικού χαρακτήρα, όπως προγράμματα προαγωγής της υγείας και εκπαίδευσης περί της υγείας. 3. Οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοίο ανεξαρτήτως σημαίας το οποίο βρίσκεται στην Ελληνική επικράτεια, εφόσον χρειάζονται άμεση ιατρική περίθαλψη, έχουν πρόσβαση χωρίς δυσκολία και ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στις ιατρικές εγκαταστάσεις εντός αυτής. 4. Για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής, μεταξύ πλοίου και ξηράς, ιατρικών και σχετικών πληροφοριών που αφορούν μεμονωμένα ναυτικούς, σε περίπτωση ασθένειας ή τραυματισμού, γίνεται χρήση από τον πλοίαρχο και το ιατρικό προσωπικό επί πλοίου και στην ξηρά του δελτίου αναφοράς πληροφοριών υγείας, που φέρεται επί του πλοίου, σύμφωνα με το πρότυπο, ως προς τα στοιχεία περιεχομένου του, που παρατίθεται στο Παράρτημα Ε`. Το παραπάνω δελτίο, όταν συμπληρωθεί, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συνοδευτικών στοιχείων, τηρούνται εμπιστευτικούς και χρησιμοποιούνται μόνο για τη διευκόλυνση της θεραπείας των ναυτικών. 5. Τα πλοία φέρουν φαρμακείο, ιατρικό υλικό, εξοπλισμό, φάρμακα και ιατρικό οδηγό, τα χαρακτηριστικά των οποίων και τα περί ελέγχου αυτών καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 376/1995 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την προώθηση βελτιωμένης ιατρικής περίθαλψης στα πλοία, σύμφωνα με την οδηγία 92/29/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 1992» (Α1 206). 6. Σε πλοία που μεταφέρουν 100 ή περισσότερα πρόσωπα και εκτελούν τακτικά διεθνείς πλόες, διάρκειας μεγαλύτερης των τριών ημερών, υπηρετεί ιατρός που είναι υπεύθυνος για την παροχή ιατρικής περίθαλψης. Η απαίτηση αυτή δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων περί διάθεσης ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου (Αγροτικών) σε πλοία θαλασσίων ενδομεταφορών. 7. Πλοία που δεν φέρουν ιατρό έχουν είτε τουλάχιστον ένα ναυτικό επί του πλοίου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ιατρική περίθαλψη και τη χορήγηση φαρμάκων ως μέρος των τακτικών καθηκόντων του, είτε τουλάχιστον ένα ναυτικό επί του πλοίου ικανό να παρέχει ιατρικές πρώτες βοήθειες. Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις περί ενημέρωσης και εκπαίδευσης σύμφωνα με το π.δ. 376/1995, οι ναυτικοί που δεν είναι ιατροί και ορίζονται από τον πλοίαρχο ως υπεύθυνοι για την ιατρική περίθαλψη επί του πλοίου, έχουν ικανοποιητικά ολοκληρώσει εκπαίδευση στην ιατρική περίθαλψη που να πληροί τις απαιτήσεις της Δ.Σ. ….. Οι ναυτικοί που ορίζονται να παρέχουν ιατρικές πρώτες βοήθειες έχουν ικανοποιητικά ολοκληρώσει εκπαίδευση στις ιατρικές πρώτες βοήθειες που να πληροί τις απαιτήσεις της Δ.Σ. …. 8. Σε περίπτωση οιασδήποτε φύσεως ανάγκης για ιατρική συνδρομή, κάθε πλοίο, ανεξαρτήτως της σημαίας του κράτους την οποία φέρει και την περιοχή που διαπλέει μπορεί να απευθύνεται, μέσω ασυρμάτου ή δορυφόρου, για παροχή δωρεάν ιατρικής βοήθειας υπό μορφή συμβουλών, στο Κέντρο Ιατρικών Οδηγιών (Κ.Ι.Ο.) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (Ε.Ε.Σ.), το οποίο λειτουργεί από το κοινωφελές ίδρυμα «Νοσοκομείο ……………» του Ε.Ε.Σ. και είναι κατάλληλα εξοπλισμένο και στελεχωμένο με εκπαιδευμένους ιατρούς του παραπάνω ιδρύματος. 9. Έργο του Κ.Ι.Ο, είναι η άμεση, απρόσκοπτη, συνεχής και δωρεάν ανταπόκριση σε αιτήματα ιατρικών οδηγιών πλοίων μέσω τηλεϊατρικής, καθ` όλη τη διάρκεια του 24ώρου και καθ` όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους. Για την εξυπηρέτηση του έργου του διατίθενται οι δομές της λειτουργίας του «Νοσοκομείου …………..», χωρίς την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Η ανταλλαγή πληροφοριών με τα πλοία, κατά το δυνατό, γίνεται σύμφωνα με το δελτίο αναφοράς πληροφοριών υγείας του Παραρτήματος Ε`, λαμβάνοντας υπόψη την εκάστοτε ισχύουσα κατάσταση φαρμάκων και υγειονομικού υλικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 376/1995, εκτός των περιπτώσεων εξαιρετικώς επείγοντος χαρακτήρα για τις οποίες προέχει η άμεση επικοινωνία με το Κέντρο. Για τα υπό ξένη σημαία πλοία γίνεται αποδεκτό το αντίστοιχο πρότυπο που έχει καθορισθεί από την αρμόδια αρχή του Κράτους σημαίας. Το Δελτίο Ανταλλαγής Ιατρικών Πληροφοριών του Διεθνούς Εγχειριδίου για την Αεροναυτική και θαλάσσια Έρευνα και Διάσωση (International Aeronautical and Maritime Search and Rescue (IAMSAR) Manual) γίνεται ομοίως αποδεκτό. To παραπάνω δελτίο, όταν συμπληρωθεί, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συνοδευτικών στοιχείων, τηρούνται εμπιστευτικώς κατά τα οριζόμενα στις κείμενες διατάξεις για τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται μόνο για τη διευκόλυνση της θεραπείας των ναυτικών. Για τη βελτιστοποίηση των ιατρικών συμβουλών που παρέχονται, το Κ.Ι.Ο. μπορεί να τηρεί εμπιστευτικά αρχεία ιατρικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με τη συναίνεση των ναυτικών στους οποίους τα αρχεία αφορούν.» Εξάλλου, στο άρθρο 28 της ίδιας ΚΥΑ, όπως οι παράγραφοι 9-18  προστέθηκαν με το άρθρο 2, παρ. 1 της ΥΑ 2242.7-2.1/5625/24.1.2017 (ΦΕΚ Β΄159/25.1.2017) προβλέπεται : “Ευθύνη πλοιοκτητών 1. Οι ναυτικοί που εργάζονται επί πλοίου έχουν το δικαίωμα υλικής βοήθειας και υποστήριξης, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, από τον πλοιοκτήτη σε σχέση με τις οικονομικές συνέπειες σε περίπτωση ασθένειας, τραυματισμού ή θανάτου, που επέρχεται ενώ υπηρετούν υπό τους όρους σύμβασης ναυτολόγησης ή που απορρέει από την απασχόληση τους υπό αυτήν τη σύμβαση. 2. Οι πλοιοκτήτες είναι υπεύθυνοι για την κάλυψη των δαπανών των ναυτικών που εργάζονται στα πλοία τους σε σχέση με ασθένεια και τραυματισμό, που επέρχεται μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης άσκησης των καθηκόντων τους και της ημερομηνίας κατά την οποία θεωρούνται ότι έχουν δεόντως παλιννοστηθεί, ή που απορρέουν από την απασχόληση τους σύμφωνα με τη σύμβαση ναυτολόγησης. Σε περίπτωση που η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί λόγω ασθενείας ή τραυματισμού του ναυτικού και αυτός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου δικαιούται, εφόσον διαρκεί η ασθένεια ή ο τραυματισμός, νοσηλεία, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής θεραπείας και της παροχής απαραίτητων φαρμάκων και θεραπευτικών συσκευών, διατροφή και στέγαση όταν νοσηλεύεται εκτός κατοικίας του, καθώς και μισθό, έως ότου ο ασθενής ή τραυματίας ναυτικός αναρρώσει ή έως ότου διαπιστωθεί ο μόνιμος χαρακτήρας της ασθένειας ή της αναπηρίας, όχι όμως πέραν των τεσσάρων μηνών. Προς υπολογισμό των κατά τα παραπάνω απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογείται ειδικός μισθός, σύμφωνα με τη σύμβαση ναυτολόγησης ή την τυχόν ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας που έχει εφαρμογή. Οι παραπάνω διατάξεις είναι ανεξάρτητες από την εφαρμογή ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αποζημίωση των εξ ατυχημάτων στην εργασία παθόντων. 3. Οι πλοιοκτήτες κατέχουν έγγραφη απόδειξη χρηματοοικονομικής ασφάλισης, όπως εγγυητική επιστολή τραπέζης ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, σύμβαση ή/και πιστοποιητικό με αλληλασφαλιστικό οργανισμό, ιδίως μέλος της Διεθνούς Ομάδας Αλληλασφαλιστικών Οργανισμών (International Group of Ρ & I Clubs) ή και άλλες αποτελεσματικές μορφές ασφάλισης, για την κάλυψη των υποχρεώσεων τους για αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου ή μακροχρόνιας αναπηρίας των ναυτικών λόγω επαγγελματικής ασθένειας, τραυματισμού ή κινδύνου, όπως αυτή ορίζεται σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, τη σύμβαση ναυτολόγησης ή την τυχόν ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας που έχει εφαρμογή. Στην περίπτωση που η χρησιμοποιούμενη γλώσσα στα παραπάνω έγγραφα στοιχεία για τα πλοία που εκτελούν διεθνείς πλόες ή πλόες από λιμένα ή μεταξύ λιμένων άλλου κράτους, δεν είναι η αγγλική, το κείμενο αυτών περιλαμβάνει τουλάχιστον μετάφραση σε αυτή. 4. Οι πλοιοκτήτες είναι υπεύθυνοι για την καταβολή του κόστους των δαπανών κηδείας σε περίπτωση θανάτου ναυτικού που επήλθε επί του πλοίου ή στην ξηρά κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης. 5. Οι πλοιοκτήτες απαλλάσσονται από την ευθύνη της παραγράφου 2 σε σχέση με: α. ασθένεια ή τραυματισμό που οφείλεται σε πταίσμα του ίδιου του ναυτικού. β. ασθένεια ή τραυματισμό του ναυτικού που επήλθε για λόγους που δεν συνδέονται με τις υπηρεσίες του για το πλοίο. γ. υπάρχουσα ασθένεια ή αναπηρία που αποκρύφθηκε από το ναυτικό σκοπίμως κατά την έναρξη της απασχόλησης. Οι διατάξεις της υποπαραγράφου α` δεν επηρεάζουν την αρχή περί της ευθύνης του πλοιοκτήτη για την εφαρμογή των διατάξεων περί προστασίας της υγείας και της ασφάλειας και πρόληψης ατυχημάτων. 6. Οι πλοιοκτήτες απαλλάσσονται από την ευθύνη κάλυψης των δαπανών ιατρικής περίθαλψης, σίτισης και στέγασης και των εξόδων κηδείας, εφόσον η εν λόγω ευθύνη αναλαμβάνεται από δημόσιες αρχές. Ομοίως, οι πλοιοκτήτες παύουν να είναι υπεύθυνοι για την ανάληψη του κόστους ασθενούς ή τραυματία ναυτικού από τη στιγμή που ο ναυτικός μπορεί να εγείρει απαίτηση για ιατρικές παροχές σύμφωνα με πρόγραμμα υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας, υποχρεωτικής ασφάλισης ατυχημάτων ή αποζημίωσης εργαζομένων για ατυχήματα. Τα έξοδα κηδείας που κατέβαλε ο πλοιοκτήτης επιστρέφονται από ασφαλιστικό ίδρυμα σε περιπτώσεις στις οποίες καταβάλλεται επίδομα κηδείας για τον αποθανόντα ναυτικό. 7. Οι πλοιοκτήτες ή οι εκπρόσωποι τους ή οι πλοίαρχοι λαμβάνουν μέτρα για την ασφαλή φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων που αφήνονται επί του πλοίου από ασθενείς, τραυματίες ή αποθανόντες ναυτικούς και για την επιστροφή τους σε αυτούς ή στους πλησιέστερους συγγενείς τους. 8. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζει οποιαδήποτε άλλα ένδικα μέσα που μπορεί να επιδιώξει ο ναυτικός. 9. Το σύστημα χρηματοοικονομικής ασφάλειας που εξασφαλίζει αποζημίωση όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου για συμβατικές αξιώσεις, όπως ορίζονται στην παράγραφο 16, ικανοποιούν κατ` ελάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις: α. η συμβατική αποζημίωση, που ορίζεται στη σύμβαση ναυτολόγησης και με την επιφύλαξη της υποπαραγράφου γ` της παρούσας παραγράφου, καταβάλλεται στο σύνολό της και χωρίς καθυστέρηση, β. δεν ασκείται πίεση να γίνει αποδεκτή πληρωμή μικρότερη από το συμβατικό ποσό, γ. όπου η φύση της μακροχρόνιας αναπηρίας ναυτικού καθιστά δυσχερή την εκτίμηση της πλήρους αποζημίωσης την οποία μπορεί να δικαιούται, καταβάλλεται στον ναυτικό προσωρινή πληρωμή ή πληρωμές προκειμένου να αποφεύγεται αδικαιολόγητη ταλαιπωρία, δ. ο ναυτικός εισπράττει την πληρωμή με την επιφύλαξη όλων των άλλων νομίμων δικαιωμάτων του, αλλά η πληρωμή αυτή μπορεί να συμψηφισθεί από τον πλοιοκτήτη με κάθε άλλη αποζημίωση που εγείρεται από τον ναυτικό κατά του πλοιοκτήτη και που οφείλεται στο ίδιο περιστατικό, και ε. η αξίωση για συμβατική αποζημίωση μπορεί να ασκηθεί απευθείας από τον ενδιαφερόμενο ναυτικό ή τους εγγυτέρους συγγενείς του ή εκπρόσωπο του ναυτικού ή οριζόμενο δικαιούχο. 10. Οι ναυτικοί λαμβάνουν προηγούμενη ειδοποίηση από τον πάροχο χρηματοοικονομικής ασφάλειας σε περίπτωση που η χρηματοοικονομική ασφάλεια του πλοιοκτήτη πρόκειται να ακυρωθεί ή να τερματιστεί. 11. Ο πάροχος της χρηματοοικονομικής ασφάλειας ειδοποιεί τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας σε περίπτωση που η χρηματοοικονομική ασφάλεια του πλοιοκτήτη έχει ακυρωθεί ή τερματιστεί και για τα πλοία που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του παρόντος Κανονισμού ειδοποιεί και την αρμόδια αρχή για την έκδοση του Πιστοποιητικού Ναυτικής Εργασίας ή αναλόγως τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό που έχει εκδώσει το παραπάνω Πιστοποιητικό. 12. Τα πλοία φέρουν πιστοποιητικό ή άλλη έγγραφη απόδειξη χρηματοοικονομικής ασφάλειας που έχει εκδοθεί από τον πάροχο χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Αντίγραφο αυτών αναρτάται σε εμφανές σημείο επί του πλοίου όπου είναι προσβάσιμο στους ναυτικούς. Όταν περισσότεροι του ενός πάροχοι προσφέρουν κάλυψη, το έγγραφο που χορηγείται από τον κάθε πάροχο φέρεται επί του πλοίου. 13. Η χρηματοοικονομική ασφάλεια δεν παύει πριν το τέλος της περιόδου ισχύος της χρηματοοικονομικής ασφάλειας εκτός εάν ο πάροχος χρηματοοικονομικής ασφάλειας έχει ειδοποιήσει τουλάχιστον προ τριάντα (30) ημερών τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας και την αρμόδια αρχή για την έκδοση του Πιστοποιητικού Ναυτικής Εργασίας ή αναλόγως τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό που έχει εκδώσει το παραπάνω Πιστοποιητικό για τα πλοία που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του παρόντος Κανονισμού. 14. Η χρηματοοικονομική ασφάλεια παρέχει την πληρωμή όλων των καλυπτόμενων από αυτή συμβατικών αξιώσεων, οι οποίες εγείρονται κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία το έγγραφο είναι εν ισχύ. 15. Το πιστοποιητικό ή άλλη έγγραφη απόδειξη χρηματοοικονομικής ασφάλειας περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται στο Παράρτημα Θ` και είναι στην αγγλική ή συνοδεύεται από μετάφραση στην αγγλική γλώσσα. 16. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «συμβατική αξίωση» σημαίνει οποιαδήποτε αξίωση, η οποία σχετίζεται με θάνατο ή μακροχρόνια αναπηρία ναυτικών λόγω επαγγελματικού τραυματισμού, ασθενείας ή κινδύνου, όπως ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία, τη σύμβαση ναυτολόγησης ή την τυχόν ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας που έχει εφαρμογή. 17. Τα μέρη της πληρωμής μιας συμβατικής αξίωσης μπορούν να χρησιμοποιούν το Υπόδειγμα Εντύπου Απόδειξης Είσπραξης και Απαλλαγής που παρατίθεται στο Παράρτημα Γ. 18. Οι πάροχοι χρηματοοικονομικής ασφάλειας διασφαλίζουν ότι υπάρχουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνονται, αντιμετωπίζονται και αμερόληπτα να διακανονίζονται συμβατικές αξιώσεις που σχετίζονται με αποζημίωση που αναφέρεται στην παρ. 9, μέσω ταχέων και δίκαιων διαδικασιών.».

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 ν. 551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 εδ. α Εισ.Ν. Α.Κ.), έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολόγησης κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 ν.3816/1958 “περί κυρώσεως του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου” (ΟλΑΠ 26/1995): “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρ. 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ` ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004 767). Επομένως, τέτοιο ατύχημα θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του εργαζομένου από αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, ασχέτου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του, αλλά συνδεομένου προς την εργασία, λόγω της εμφάνισης του, κατά την εκτέλεση της ή εξ αφορμής αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσης της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1072/2018, ΑΠ 998/2012). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις, που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Πάντως, γίνεται δεκτό ότι συντρέχουν οι όροι του ως άνω βιαίου συμβάντος, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, συνεχίζεται η απ’ αυτόν παροχή της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες και για μικρό ακόμη χρόνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης του, εφόσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεων του εργαζομένου, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων, είναι αντίθετη προς τις αρχές των άρθρων 288 και 662 του ΑΚ, η από τον εργοδότη (και τους προστηθέντες του) αξίωση εξακολούθησης της εργασίας, γιατί οι ίδιες συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, που ήταν πριν κανονικές, μετά τον κλονισμό της υγείας του εργαζομένου έχουν πλέον το χαρακτήρα των ασυνήθων και εξαιρετικών. Στην τελευταία περίπτωση, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την ως άνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεως του. Σημειωτέον ότι βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο πλοίαρχος δύναται να έχει άμεση γνώση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΕφΠειρ 536/2017, ΕφΠειρ 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 εδ. α΄ και β΄ ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε κατά τα ανωτέρω: “Εάν ο υπόχρεως εις αποζημίωσιν αποδείξη ότι το ατύχημα προήλθεν εξ αμελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωμα να μειώση, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της κατά το άρθρ. 3 οφειλομένης αποζημιώσεως, αλλ` ουχί κατωτέρω του ημίσεος αυτού. Αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισμού περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρμοδίας δημοσίας αρχής ή εκδοθέντων μεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ` όσον οι κανονισμοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή μέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο μείωσις δεν χωρεί εάν συντρέχη περίπτωσις τις εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζομένων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν με αγωγή ζητείται η ειδική αποζημίωση των άρθρων 1 και 3 ν. 551/2015 οι έννομες συνέπειες του εργατικού ατυχήματος δεν επηρεάζονται από μόνο το γεγονός ότι το ατύχημα προήλθε από αμέλεια του παθόντος, που δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος. Η τυχόν αμέλεια του παθόντος έχει ως μόνη συνέπεια την κατά την κρίση του δικαστή μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης έως το μισό του ποσού της και αυτό εφόσον η αμέλεια συνίσταται σε παράβαση από τον παθόντα διατάξεων ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων που προδιαγράφουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχείρησης και κυρώθηκαν από την αρχή. Άλλη αμέλεια, εκτός από την παραπάνω ειδική, δεν λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, λόγω δε της ανωτέρω ειδικής ρύθμισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 300 Α.Κ. και δεν περιορίζεται η ευθύνη του εργοδότη ούτε για την επέλευση ούτε για την έκταση της ζημίας (ΑΠ 1072/2018, ΕφΠειρ 232/2018, ΕφΠειρ 536/2017, ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 323/2015, ΕφΠειρ 464/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝαυτΔ 2014, 40). Ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται ακόμα και αν το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος και η ευθύνη του αίρεται μόνο στην περίπτωση δόλιας προκλήσεως του, οπότε διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΕφΠειρ 499/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 393 = Αρμ. 2012, 752). Επομένως, όταν ο εργοδότης ενάγεται προς καταβολή αποζημιώσεως κατά τον ν. 551/1915, δεν μπορεί να αρνηθεί την αγωγή επικαλούμενος αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος ούτε να προτείνει την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου κατά το άρθρο 300 ΑΚ (ΕφΠειρ 232/2018 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα μέτρα ασφαλείας καθορίζονται με το Π.Δ. 395/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ» το οποίο ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Το παρόν προεδρικό διάταγμα καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους …. 2. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στην οποία κατατάσσονται», στο άρθρο 3 ότι: «1. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του. 2. Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπ` όψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας καθώς και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας. 3. Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, ο εργοδότης οφείλει να προμηθεύεται ή/και να χρησιμοποιεί εξοπλισμό εργασίας ο οποίος: α) Εάν τίθεται για πρώτη φορά στην διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση μετά τη δημοσίευση του παρόντος, πρέπει να ανταποκρίνεται στις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα I του άρθρου 8 του παρόντος, εφ’ όσον δεν υπάρχουν άλλες σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, ή ισχύουν εν μέρει. β) Εάν έχει ήδη τεθεί στη διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση πριν τη δημοσίευση του παρόντος, πρέπει να ανταποκρίνεται στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα I του άρθρου 9 του παρόντος το αργότερο μέχρι και την 31/12/1996 … 3. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε, ο εξοπλισμός εργασίας, με την κατάλληλη συντήρηση, να διατηρείται σε επίπεδο τέτοιο που να ανταποκρίνεται, ανάλογα με την περίπτωση, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 καθ’ όλη τη διάρκεια της χρησιμοποίησης του. 4. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κατά την χρήση των εξοπλισμών εργασίας, να επιτυγχάνεται βαθμός ασφάλειας αντίστοιχος προς τους στόχους που θέτουν οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ του άρθρου 9του παρόντος διατάγματος”.». Σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.7 Π.Δ. 89/1999  και ειδικότερα το άρθρο 4.2. “Ειδικές διατάξεις για τη χρησιμοποίηση κλιμάκων” προβλέπεται στην παράγραφο 4.2.1. “Οι κλίμακες τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα τους κατά τη χρήση”, στην δε παράγραφο 4.2.3: “Oι κλίμακες χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος να έχει πάντοτε ασφαλή στήριξη και χειρολαβή. Ειδικότερα, η μεταφορά φορτίων με το χέρι πάνω σε μία κλίμακα δεν θα πρέπει να εμποδίζει το ασφαλές κράτημα. Βαριά αντικείμενα πρέπει να προσδένονται στέρεα στο σώμα τους ή να φέρονται μέσα σε κλεισμένο σάκο προσδεδεμένου στο σώμα τους ή να ανεβάζονται με σχοινί.”. Περαιτέρω,  στο άρθρο 6 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, που επιγράφεται «Ενημέρωση των εργαζομένων», ορίζεται  ότι: “1. Στα πλαίσια της ενημέρωσης των εργαζομένων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τις επαρκείς πληροφορίες και, όταν απαιτείται, γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό  εργασίας, που χρησιμοποιείται κατά την εργασία. 2. Οι ανωτέρω πληροφορίες και γραπτές οδηγίες πρέπει να περιέχουν κατ’ ελάχιστον κατάλληλες πληροφορίες σε θέματα ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων σχετικά με: α) Τις συνθήκες χρήσης του εξοπλισμού εργασίας. β) Τις προβλεπτέες έκτακτες καταστάσεις. γ) Τα συμπεράσματα που συνάγονται, ενδεχομένως, από την πείρα που έχει αποκτηθεί κατά τη χρήση του εξοπλισμού εργασίας. Πρέπει να εφιστάται η προσοχή των εργαζομένων στους κινδύνους που τους αφορούν, σχετικά με: α. τον εξοπλισμό εργασίας που υπάρχει στο άμεσο εργασιακό τους περιβάλλον και  β. τις τροποποιήσεις που τους αφορούν, στο μέτρο που αυτές επιδρούν στον εξοπλισμό εργασίας που βρίσκεται στο άμεσο εργασιακό τους περιβάλλον, έστω και αν δεν χρησιμοποιείται άμεσα από αυτούς.”.

Περαιτέρω, ειδικότερες διατάξεις περιλαμβάνονται στο Π.Δ.1349/1981    “Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις τα πλοία”, που κατά το άρθρο 1 αυτού, στοιχείο α, εφαρμόζεται  στα υπό Ελληνική σημαία πλοία ολικής χωρητικότητος άνω των 200 κόρων ανεξαρτήτως περιοχής πλου. Ειδικότερα στο Δεύτερο Μέρος του Κανονισμού περί μέτρων προλήψεως ατυχημάτων, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:  “Αρθρον 6.  Φωτισμός και αερισμός χώρων εργασίας. 1.  Τα καταστρώματα, κύτη, διάδρομοι και προσβάσεις εις τα κύτη, όπου εργάζονται ή διέρχονται άνθρωποι φωτίζονται επαρκώς  και  διατηρούνται καθαροί και ελεύθεροι αντικειμένων δυναμένων να προκαλέσουν ολίσθησιν ή πτώσιν. Τα μόνιμα εμπόδια χρωματίζονται δι` ευδιακρίτων χρωμάτων. 2. Άπαντες οι χώροι του πλοίου εις τους  οποίους  είναι  δυνατόν  να εργασθούν ή διέλθουν άνθρωποι, αερίζονται και φωτίζονται επαρκώς.”, “Άρθρον 13. Σήματα ασφαλείας. 1.  Εις  απάσας   τας   επικινδύνους   περιοχάς   υπάρχουν   μονίμως τοποθετημένα  κατάλληλα  σήματα  ασφαλείας.  Τα  σήματα είναι απολύτως  ορατά και ευδιάκριτα,  φωτίζονται  δε  επαρκώς  χρησιμοποιουμένου  και καταλλήλου  φωτισμού,  όταν  και όπου απαιτείται τοιούτος. Ωσαύτως δια καλυτέραν ορατότητα κατά τας νυκτερινάς ώρας,  εις  την  σύνθεσιν  των χρωμάτων   χρησιμοποιούνται  κατάλληλοι  φθορίζουσαι  ή  φωσφορίζουσαι ουσίαι…3. Τα σήματα  ασφαλείας  αφορούν  εις  την  επισήμανσιν  επικινδύνων καταστάσεων και  αντικειμένων,  συνδεομένων  με  την  ασφάλειαν  της εργασίας. 4. Οι χώροι όπου υφίσταται μόνιμος κίνδυνος, σηματοδοτούνται δια του συνδυασμού των χρωμάτων κιτρίνου – μαύρου. Περιπτώσεις τοιούτων  χώρων είναι μεταξύ άλλων, χώροι παρουσιάζοντες κίνδυνον πτώσεων ή ολισθήσεων προσώπων  ή  κίνδυνον εκ πτώσεως υλικών, κλίμακες, οπαί εις το δάπεδον κ.λπ.”, “Αρθρον 16. Μέσα προσωπικής προστασίας. 1.  Εις  τα  πλοία  υπάρχουν,  εις  επαρκή  αριθμόν,  μέσα  δια  την προσωπικήν προστασίαν του πληρώματος,  εις  τα  οποία  περιλαμβάνονται ομματοϋάλια  ή  προσωπίδες  δια  την  προστασίαν  των οφθαλμών, κράνη, χειρόκτια, υποδήματα εξ ελαστικού, ωτοασπίδες δια  την  προστασίαν  εξ υψηλών  θορύβων,  αναπνευστήρες  δια  την  προστασίαν εκ κονιορτού και αναπνευστικαί συσκευαί.”. Όσον αφορά τις προβλεπόμενες κυρώσεις στο άρθρο 2 του εν λόγω Κανονισμού ορίζεται ότι “Οι  παραβάται  πλοιοκτήται, πλοίαρχοι  και   πλήρωμα   του   παρόντος Κανονισμού,  ανεξαρτήτως  συντρεχουσών ποινών προβλεπομένων υπό ετέρων διατάξεων, υπόκεινται εις τας κυρώσεις του άρθρου  45  του  κυρωθέντος δια του Ν.Δ. 187/1973 Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.”. Επιπλέον, στον «Κανονισμό περί εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω», που εγκρίθηκε με το Β.Δ. 806/1970 και ειδικότερα στο άρθρο 10 αυτού ορίζεται: «1. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ίνα παρασχεθώσιν αμελλητί εις τον πάσχοντα αι πρώται βοήθειαι. 2. Παρέχει την κατά τον πρόχειρον ιατρικόν οδηγόν ενδεικνυομένην βοήθειαν και ζητεί, εν ανάγκη, δια του ασυρμάτου του πλοίου ιατρικήν συνδρομήν τηλεγραφών τα συμπτώματα της νόσου. 3. Εν περιπτώσει βαρείας ασθενείας ή ατυχήματος οφείλει συν τη παροχή των πρώτων βοηθειών να επιζητήση την προσέγγισιν μεθ’ ετέρου πλοίου διαθέτοντος ιατρόν ή την αποστολήν καταλλήλων μέσων μεταφοράς του πάσχοντος ή να καταπλεύση, εφ’ όσον είναι δυνατόν, εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συνεννοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής δια την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν. Εάν πρόκειται περί μέλους του πληρώματος συνεννοείται και μετά του αντιπροσώπου του πλοίου δια την παροχήν εις τον πάσχοντα  των μέσων νοσηλείας και συντηρήσεως μετά την εκ του νοσοκομείου ή κλινικής έξοδον ως και δια την παλινόστησιν του κατά τας σχετικάς διατάξεις.». Με την τελευταία διάταξη, θεσμοθετούνται ειδικοί κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων παρέχει σ’ εκείνον που έγινε ανίκανος προς εργασία από ατύχημα που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, στα κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημιώσεως. Η λήψη καθενός συγκεκριμένου, των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 10 Β.Δ.806/1970 μέτρων, εξαρτάται από την προηγουμένη διάγνωση της καταστάσεως του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν είναι βεβαίως μεταξύ των υποχρεώσεων του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο (και μάλιστα από τα δυσχερέστερα) των ειδικών ιατρών. Εκείνο όμως που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος είναι να διακρίνει ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση ή αν επιβάλλεται να ζητήσει, προς αντιμετώπιση αυτής, ιατρική συνδρομή προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από την παρ. 1 και 2 ενέργειες, ή αν πρόκειται για βαρεία ασθένεια να προβεί και στις καθοριζόμενες από την παρ.3 του άρθρου αυτού ενέργειες (AΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013, ΕφΠειρ 360/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι προαναφερθείσες διατάξεις του Π.Δ.395/1994 και του Β.Δ.806/1970, οι οποίες αφορούν ειδικούς κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, αφού η εφαρμογή τους δεν μπορεί να παρακαμφθεί με σχετική συμφωνία του εργοδότη με τον εργαζόμενο και αποτελούν κανόνες αμέσου εφαρμογής στο πλαίσιο του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17-6-2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Ρώμη Ι, καθόσον αποσκοπούν στην οργάνωση της εργασίας, που είναι ιδιαιτέρως σημαντικός θεσμός στο δικαιϊκό σύστημα της Ελλάδας, ενώ σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται και σε πλοία που φέρουν ξένη σημαία κατά το μέρος που αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα (ΕφΠειρ 229/2016, δημ. ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, οι διατάξεις των άρθρων 27 και 32 του ανωτέρω βασιλικού διατάγματος για τα καθήκοντα και την εν γένει ευθύνη του υποπλοιάρχου και την καθημερινή επιθεώρηση του σκάφους περί διαπίστωσης της τήρησης των ενδεικνυόμενων μέτρων προστασίας των εργαζομένων και των επιβαινόντων στο πλοίο, δεν θεσμοθετούν ειδικούς όρους ασφαλείας των εργαζομένων.  Επίσης, δεν στοιχειοθετείται μη τήρηση τέτοιων όρων με την παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 13, 14, 26, 27, 28, 30, 35, 44 και 52 του β.δ. 683/1960 “Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ και άνω”, αφού μ` αυτές καθορίζονται τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του πλοιάρχου, του υποπλοιάρχου και του ναυκλήρου και γενικά το σύστημα με το οποίο πρέπει να διεξάγεται η εργασία στα πλοία ώστε να εκπληρωθεί με ευρυθμία, τάξη και ασφάλεια η αποστολή τους, ως μέσων μεταφοράς, μέσω θαλάσσης και δεν καθορίζονται όροι ασφάλειας για τους εργαζόμενους ναυτικούς. Ομοίως, δεν εμπίπτει στην ως άνω έννοια η τυχόν παράβαση των διατάξεων του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), των γενικών απαιτήσεων της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), της Διεθνούς Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (Maritime Labour Convention), 2006 (MLC 2006), που υιοθετήθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO – International Labour Organisation), όπως και των κανόνων του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), γιατί οι εν λόγω διατάξεις δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας του προσωπικού του πλοίου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν.551/1915, ήτοι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας του πληρώματος, αλλά θέτουν το κανονιστικό πλαίσιο και τις προδιαγραφές για την καθιέρωση τέτοιων ειδικών κανόνων και πρακτικών, προς συμμόρφωση με τις λειτουργικές και διαχειριστικές απαιτήσεις, που θέτουν, για την διασφάλιση της ασφάλειας στην θάλασσα και της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος (ΕφΠειρ 360/2017).

Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 ως 5 του ν.551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας, όταν δηλαδή ο παθών περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμα του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξη του, δικαιούται την προβλεπόμενη για την περίπτωση αυτή, νόμιμη αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1β΄και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημιώσεως το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευόμενων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ΄αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως, λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψη του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝΔ 37, 208, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 1/2002 αδημ., Σ.Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως στις ως άνω περιπτώσεις, ο υπολογισμός των μισθών γίνεται με βάση το σύνολο των καταβαλλομένων αποδοχών του παθόντος-εργαζομένου, στις  οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά και νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις, λόγω παροχής υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας, τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και άδειας, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής (ΑΠ 131/2007 ΝοΒ 2007, 689, ΕφΠειρ 94/2009 ΕΝΔ 2009 188).

Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου, εφόσον δε η σύμβαση ναυτολογήσεως λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες (ΕφΠειρ 23/2013 δημ.Νόμος). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένεια του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Σύμφωνα λοιπόν με τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών (ΕφΠειρ 360/2017, ΕφΠειρ 536/2017, ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νόμος, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 38, 39, ΕφΠειρ 648/2008 ό.π., ΕφΠειρ 423/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997 σελ. 476, ΕφΠειρ 642/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994 – 1995 σελ. 295, Ι.Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1990, παράγραφοι 342 και 346 με παραπομπές στη νομολογία, Δ.Καμβύση: Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 1982, σελ. 218 και 228, Ν. Δελούκα: Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1979, σελ. 219, Ι. Πιτσιρίκου: Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, έκδ. 2006. Κεφ. Ill, VII, σελ. 131-132). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε, υποτροπίασε ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 764/2012 ο.π., ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39 116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008 281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006 460). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ.1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νομος, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 984/2001 Πειρ. Νομ. 2002, 277, ΕφΠειρ 163/2001 αδημ.). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις,  υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 296, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝαυτΔ 2010, 39, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 270). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του προαναφερθέντος, άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 1752/1951», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο 2 του άρθρου 295 του ΚΙΝΔ και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1212/1981, τετράμηνη αποκλειστική ή αποσβεστική (του δικαιώματος) προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω ασθενείας, η οποία αρχίζει από την απόλυση «αμοιβαία συναινέσει» του ναυτικού και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, εφαρμόζεται όταν πρόκειται περί αξιώσεων του, λόγω ασθενείας «αμοιβαία συναινέσει» απολυθέντος ναυτικού, κατ` άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και όχι όταν οι σχετικές αξιώσεις αυτού θεμελιώνονται στις διατάξεις, περί εργατικού ατυχήματος του Ν.551/1915, οπότε ο ενάγων παθών σε εργατικό ατύχημα ναυτικός, δικαιούται, σύμφωνα με τα παραπάνω, σωρευτικά και τους μισθούς ασθενείας του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, διότι τούτο ορίζεται ρητά στην ίδια τη διάταξη αυτή (ΕφΠειρ 536/2017, ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 499/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ, Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, β` έκδοση, σελ. 274, 275).

IV. Από τις υπ’ αριθμ. …, … και …../ 19.10.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης, ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρωσίας …….., που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων – εφεσιβλήτων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ. … και …. Ζ/14.10.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη που εσφαλμένα δεν τις έλαβε υπόψη, ως ουσιαστικά βασίμου, τις υπ’ αριθμ. .. ., … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, ………, ενώπιον των Συμβολαιογράφων Σεβαστούπολης, ………..αντίστοιχα, που λήφθηκαν με την επιμέλεια των εναγομένων – εφεσιβλήτων, μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ. ……/28.9.2020 και …./15.10.2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στο Novorossiysk Ρωσίας, στις 12.10.2017, μεταξύ του εκεί εξουσιοδοτημένου πράκτορα της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «………..» (……….), που έχει καταστατική έδρα στη Λιβερία, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει στην Ελλάδα επί της οδού ….., όπου ασκείται πραγματικά η διοίκηση της και λαμβάνονται οι αποφάσεις για την λειτουργία της, κυρίας του υπό σημαία Βανουάτου, φορτηγού πλοίου “I”, νηολογίου Βανουάτου, 41.101 κόρων ολικής χωρητικότητας, 75.200 τόνων DW, φέροντος διεθνές διακριτικό αριθμό ΙΜΟ ……. και του ενάγοντος, ….., υπήκοου Ουκρανίας, αυτός ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, υπό την ειδικότητα του προσοντούχου ναύτη, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 1.400 δολαρίων ΗΠΑ και παρείχε τις υπηρεσίες του από 13.12.2017 έως 15.4.2018, που απολύθηκε και επαναπατρίστηκε, λόγω του επισυμβάντος στις 2.4.2018 τραυματισμού του. Τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου ασκούσε, κατά το κρίσιμο διάστημα, η δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Λιβερία και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα στην ίδια διεύθυνση με την πρώτη εναγομένη, επί της οδού …….. Αττικής, η οποία εκμεταλλευόταν το πλοίο για δικό της λογαριασμό, έχοντας την διεύθυνση τούτου για όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν την λειτουργία και εκμετάλλευση του, με σκοπό το κέρδος. Σημειωτέον ότι η ιδιότητα της δεύτερης εναγομένης, ως εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου, δεν αναιρείται από το ότι αυτή δεν είχε προβεί στην προαναφερθείσα δήλωση του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενόψει του ότι εν ελλείψει τέτοιας δηλώσεως τίθεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου είναι και πλοιοκτήτης, πλην όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη και, όπως αποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση, η δεύτερη εναγομένη είχε επιμεληθεί την σύσταση της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής μονοβάπορης εταιρείας, ώστε να είναι κυρία του επίδικου πλοίου, αυτή όμως ήταν, που εκμεταλλευόταν το πλοίο για δικό της λογαριασμό και ελάμβανε όλες τις αποφάσεις για την ναυτιλιακή επιχείρηση του, δηλαδή ήταν η εφοπλιστής και δεν ασκούσε απλά την διαχείριση του πλοίου, η δε καταρτισθείσα με την πρώτη εναγομένη από 8.4.2013 σύμβαση τεχνικής διαχείρισης του πλοίου τούτου, δεν προσδίδει άνευ άλλου τινός στην τελευταία την ιδιότητα της διαχειρίστριας της πρώτης εναγομένης, όπως αβασίμως διατείνονται οι εναγόμενες-εφεσίβλητες. Επομένως, ενόψει του ότι η δεύτερη εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος, που αφορά την απόδειξη των περιστατικών, τα οποία συνάπτονται με την επικληθείσα ιδιότητα αυτής, ως διαχειρίστριας και αντιπροσώπου της πρώτης εναγομένης, αναφορικά με το εν λόγω πλοίο, η σχετική ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Περαιτέρω, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι στις 2.4.2018, ενώ το φορτηγό πλοίο «I” έπλεε στη θαλάσσια περιοχή της Δυτικής Αφρικής, με φορτίο σίδηρο μεταλλεύματος και με κατεύθυνση προς το Στάντε της Γερμανίας, ο ενάγων κατόπιν εντολής από τον ναύκληρο του πλοίου, μετέβη στο κατάστρωμα, μαζί με άλλα μέλη του πληρώματος και δη τον ναύκληρο, τον υποπλοίαρχο και τον ναύτη Vladimir Kurkov, προκειμένου να εκτελέσουν κάποιες εργασίες στο αριστερό τμήμα του καταστρώματος C, διότι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν δυσμενείς και επίκειτο σφοδρή καταιγίδα. Αφού φόρεσαν τα ατομικά μέσα προστασίας, που τους είχαν χορηγηθεί, ήτοι γάντια, κράνη και αντιολισθητικά υποδήματα, μετέβησαν στο εν λόγω χώρο και υπό τις οδηγίες των παρόντων ανωτέρων τους, ναύκληρου και υποπλοιάρχου, εκτέλεσαν τις ανατεθείσες εργασίες. Μετά την ολοκλήρωση τους, οι ναυτικοί αποχώρησαν από τον συγκεκριμένο χώρο, κατερχόμενοι την αριστερή κλίμακα. Ενόσω ο ενάγων επιχειρούσε να κατέβει την σκάλα, το πλοίο κλυδωνίστηκε απότομα από έναν πολύ δυνατό κυματισμό, λόγω της έντονης θαλασσοταραχής, με συνέπεια αυτός να χάσει την ισορροπία του, να γλιστρήσει και να τραυματιστεί στο πόδι, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν φρόντισε, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, κατά την κατάβαση της κλίμακας να κρατιέται από την κουπαστή της, ώστε να μην απωλέσει την ισορροπία του. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι στον ως άνω ναυτικό είχε χορηγηθεί ο κατάλληλος εξοπλισμός (γάντια, κράνος και αντιολισθητικά υποδήματα) για την προσωπική προστασία του και την κατά το δυνατόν ασφαλή εκτέλεση της ανατιθεμένης σ’αυτόν εργασίας, με επισήμανση των κινδύνων, που θα μπορούσαν να προκύψουν κατά την εκτέλεση της,  ενώ η συγκεκριμένη κλίμακα δεν ήταν ρυπαρή, λόγω διαρροής λαδιών από υπερκείμενο γερανό, που παρέλειψαν οι δύο πρώτες εναγόμενες δια των προστηθέντων τους να επισκευάσουν, όπως και να επιμεληθούν την απομάκρυνση των ρυπαρών υπολειμμάτων, προς αποσόβηση του κινδύνου ολισθηρότητας της κλίμακας και πτώσης κατά την χρησιμοποίηση της, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων-εκκαλών και συνεπώς, οι εναγόμενες δεν ενήργησαν κατά παράβαση των οικείων ειδικών κανόνων για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, που προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις των άρθρων του π.δ.395/1994 και του π.δ.1349/1981.

Αμέσως μετά τον τραυματισμό του, ο ενάγων μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του πλοίου, όπου του παρεσχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες από τον υποπλοίαρχο, ενώ ο πλοίαρχος επικοινώνησε με Ουκρανούς ιατρούς, οι οποίοι, αφού έλαβαν πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας του παθόντος ενάγοντος από τον ίδιο, συνέστησαν να αναμείνει μέχρι την άφιξη του πλοίου στο Στάντε της Γερμανίας, ώστε να λάβει την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη και δεν έκριναν αναγκαία την άμεση αποβίβαση του στο πλησιέστερο λιμένα και την διακομιδή του σε κάποιο νοσοκομείο της δυτικής Αφρικής. Σύμφωνα με τις οδηγίες και εντολές των ιατρών, ο ενάγων μετά το ατύχημα του και μέχρι τον κατάπλου στον λιμένα Στάντε Γερμανίας, παρέμεινε κλινήρης. Στις 11.4.2018, το πλοίο έφτασε στο Στάντε, οπότε ο ενάγων διακομίσθηκε αμέσως στο τοπικό Νοσοκομείο «……..», στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, όπου διαγνώσθηκε, ότι είχε υποστεί ρήξη μυϊκής δέσμης των γαστροκνημίων μυών, των υποκνημίων μυών, καθώς και ρήξη των εμπρόσθιων κνημιαίων μυών του δεξιού ποδιού και μετατόπιση – προβολή του συνδέσμου του δεξιού γονάτου δεξιά. Αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με τοποθέτηση επιδέσμου, φαρμακευτική αγωγή (αναλγητικά και αντιθρομβωτικά) και ασκήσεις φυσιοθεραπείας, με αποτέλεσμα η εξάσκηση του συνδέσμου να δείξει θετική εξέλιξη σε σύντομο χρονικό διάστημα, με σημαντική μείωση του πόνου και αντιμετώπιση του πρηξίματος. Στις 14.4.2018 έλαβε εξιτήριο, με συστάσεις συνέχισης της φυσιοθεραπείας, λήψη αντιθρομβωτικών και παυσίπονων ανάλογα με την εξέλιξη. Εν συνεχεία, επαναπατρίστηκε αεροπορικώς στις 15.4.2018 από τη Γερμανία στην πατρίδα του την Κριμαία, όπου και αφίχθη την επόμενη ημέρα και μεταφέρθηκε από τους συγγενείς, που τον παρέλαβαν, στο σπίτι του. Στις 17.4.2018, εισήχθη στο ……. Νοσοκομείο της Σεβαστούπολης, όπου διαγνώστηκε οξεία ασταθής θρόμβωση των βαθιών φλεβών του δεξιού κάτω άκρου. Αρχικά υπεβλήθη σε συντηρητική φαρμακευτική θεραπευτική αγωγή, ωστόσο στις 24.4.2018 για την αποτροπή περαιτέρω εξέλιξης της θρόμβωσης και θρομβοεμβολής της πνευμονικής αρτηρίας, πραγματοποιήθηκε χειρουργική επέμβαση – θρομβεκτομή των κοινών μηριαίων φλεβών και των επιφανειακών μηριαίων φλεβών του δεξιού ποδιού με απορροφητικό υλικό συρραφής. Στις 28.4.2018, εξήλθε του νοσοκομείου σε βελτιωμένη κατάσταση, με οδηγίες για συνέχιση της θεραπείας του κατ’ οίκον, εξακολούθηση φαρμακευτικής αγωγής και χρήση αντιθρομβωτικών καλτσών, παρακολούθηση από καρδιολόγο και χειρουργό ιατρό, καθώς και επανεξέταση μετά από τρίμηνο. Στις 26.1.2019 εισήχθη εκ νέου στη …… Πολυκλινική της Σεβαστούπολης, παραπονούμενος για οίδημα δεξιάς κνήμης και μηρού, διεσταλμένες φλέβες δεξιού κάτω άκρου, μούδιασμα δεξιάς κνήμης και μηρού και νυκτερινές κράμπες, οπότε διαγνώσθηκε μετα-θρομβωτική νόσος του δεξιού κάτω άκρου, εικόνα πρόκλησης οιδήματος, καθώς και χρόνια φλεβική ανεπάρκεια τρίτου βαθμού. Συνεστήθη η συνέχιση φαρμακευτικής αγωγής και η χρήση αντιθρομβωτικών καλτσών. Στις 21.6.2019 εξετάστηκε στο ιδιωτικό ιατρικό κέντρο «…………..» στην ……, όπου έγινε η ίδια διάγνωση για μετα-θρομβωτική νόσο του δεξιού κάτω άκρου και χρόνια φλεβική ανεπάρκεια 3ου βαθμού και κρίθηκε μόνιμα ανίκανος επαγγελματικά για ναυτική εργασία σε οποιαδήποτε θέση, που όμως δεν επιρρωνύεται από κανένα έτερο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ κατόπιν υπερήχου triplex στις 19.5.2020 διεγνώσθη ομοίως μεταθρομβωτικό σύνδρομο.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο τραυματισμός που υπέστη ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ένεκα της πτώσης του από την κλίμακα του καταστρώματος, συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου 1 κ.ν.551/1915, εφόσον προήλθε από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής, καθόσον συνδέεται με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, λόγω του ότι εκ της προαναφερθείσας εργασίας του δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του αυτή. Ειδικότερα, ο περιγραφόμενος, ως άνω, τραυματισμός του, δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία του και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, τα αρχικά δε περιγραφόμενα συμπτώματα, που εμφάνισε, εξαιτίας τούτου,  ήταν ανεξάρτητα από την ιδιοσυστασία του οργανισμού του ενάγοντος, μη αναγόμενα αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, αλλά αποτέλεσμα των ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών και περιστάσεων, που προεκτέθηκαν, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του και αποτέλεσαν το αίτιο του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος. Όσον αφορά όμως τα περαιτέρω εμφανιζόμενα συμπτώματα της χρόνιας φλεβικής ανεπάρκειας από την οποία πάσχει ο ενάγων, όπως διαπιστώθηκε κατά την από 26.1.2019 αγγειοχειρουργική εξέταση του, ήτοι 9 μήνες μετά το ατύχημα και η απορρέουσα εξ αυτής μετά-θρομβωτική νόσος, όπως προκύπτει εναργώς από την ενδελεχή επισκόπηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων εν λόγω ιατρικών βεβαιώσεων και εργαστηριακών εξετάσεων, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν οφείλονται στις κακώσεις (ρήξη των γαστροκνημιαίων, υποκνημιαίων και εμπρόσθιων κνημιαίων μυών – μετατόπιση συνδέμσου δεξιού γονάτου), που υπέστη την ημέρα του επίδικου συμβάντος, λαμβανομένου υπόψη ότι από κανένα προηγούμενο ιατρικό πιστοποιητικό δεν προκύπτει ότι, ένεκα της πτώσης του από την κλίμακα του πλοίου, υπέστη οξεία θρομβοφλεβίτιδα, όπως αναφέρεται για πρώτη φορά σ’αυτό, που σημειωτέον ανάγεται χρονικά στον Φεβρουάριο 2018, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο του ατυχήματος. Επομένως, οι παθήσεις αυτές από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι πάσχει ο ενάγων δεν είναι απότοκοι του τραυματισμού του και ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα με αντιφατική αιτιολογία, πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και  εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του συναφούς έβδομου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν  συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της και συνετέλεσαν στην επιδείνωση της υπάρχουσας σε λανθάνουσα έστω κατάσταση φλεβικής ανεπάρκειας, μήτε, μετά τον τραυματισμό του, οι  κανονικές, δυσμενείς μεν αλλά σύμφυτες με τα καθήκοντα του, συνθήκες παροχής της εργασίας του, απέβησαν εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα  του βιαίου συμβάντος από κωλυσιεργία ή αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας για την κατάσταση της υγείας του. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι αυτή ανταποκρινόμενη στην υποχρέωση της για πρόνοια και προστασία της ζωής και της υγείας του εργαζομένου ναυτικού, δια των οργάνων και προστηθέντων της, αφότου ενημερώθηκε για το ατύχημα, δεν αξίωσε την συνέχιση της απασχόλησης του, αλλά με εντολή του προστηθέντος πλοιάρχου του πλοίου του παρασχέθηκαν οι  πρώτες βοήθειες, καθώς επίσης, ο πλοίαρχος επέδειξε την δέουσα σημασία στην εκτίμηση της κατάστασης επιχειρώντας να διακρίνει εάν επρόκειτο για κάτι περαστικό ή για σοβαρό θέμα υγείας, που απαιτούσε ιατρική συνδρομή, επικοινωνώντας με ιατρούς και μάλιστα της εθνικότητας του παθόντος, που ήταν η κύρια πηγή πληροφόρησης τους, ακολουθώντας τις οδηγίες τους στην αντιμετώπιση του τραυματισμού μέχρι την εισαγωγή του σε κατάλληλο νοσοκομείο και μετά την νοσηλεία του προέβη στην απόλυση του και επιμελήθηκε τον επαναπατρισμό του, προς αποκατάσταση της υγείας του. Επομένως, δεν αμέλησε η δεύτερη εναγομένη δια των προστηθέντων της να παράσχει στον ενάγοντα την ενδεικνυόμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ούτε να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες και την λήψη των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 10 Β.Δ.806/1970 κλιμακωτών μέτρων για την προστασία της υγείας του εργαζομένου ναυτικού, ήτοι παροχή πρώτων βοηθειών, πρόσβαση σε ιατρό και εισαγωγή σε νοσοκομείο, αναλόγως της κρισιμότητας της κατάστασης, μήτε τον εξανάγκασε στην παροχή της εργασίας του, όταν δεν ήταν σε θέση να εργασθεί, αλλά τον κατέστησε κλινήρη και συνεπώς, δεν θεμελιώνεται αμέλεια των προστηθέντων της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας από το ότι δεν του παρείχαν έγκαιρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και νοσηλεία σε νοσοκομείο της ξηράς, επιδεινώνοντας την κατάσταση του και προκαλώντας του ανήκεστο βλάβη, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται, καθόσον δεν παρίστατο αδήριτη κατεπείγουσα ανάγκη μεταφοράς σε νοσοκομείο, αμέσως μετά τον τραυματισμό του, ούτε προέκυψε άμεσος κίνδυνος ζωής και επιπλοκής της υγείας του, μήτε διαπιστώθηκε ότι διέτρεξε τέτοιο κίνδυνο, ούτε ότι επιδεινώθηκε η κατάσταση του από την παραμονή του στο νοσοκομείο του πλοίου μέχρι την εισαγωγή του στο γερμανικό νοσοκομείο.

Ενόψει των ανωτέρω, το ατύχημα δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο της εργοδότριας εναγομένης, εφοπλίστριας και της πρώτης εναγομένης κυρίας του πλοίου, δια των οργάνων και προστηθέντων τους, ούτε  υπήρξε από αυτούς παράβαση ειδικών διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, ούτως ώστε να μην θεμελιώνεται αξίωση του ενάγοντος εργαζομένου ναυτικού, προς πλήρη αποζημίωση του, κατ’άρθρο 16 του ν.551/1915, κατά των δύο πρώτων εναγομένων, ως κυρίας και εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου, αντιστοίχως, απορριπτομένης της κύριας βάσης της αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επιπλέον, δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε μορφή αμέλειας των ανωτέρω εναγομένων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στηριχθεί το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, που απαιτεί υπαιτιότητα κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγων της έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Κατά συνέπεια, ο ενάγων, ως υποστάς εργατικό ατύχημα, κατά την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης, εφοπλισμού της δεύτερης, χωρίς αυτός να βαρύνεται με δόλο ή με την ειδική αμέλεια, υπό την προδιαληφθείσα έννοια, αφού οποιαδήποτε άλλη αμέλεια του, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, δεν αίρει, ούτε επηρεάζει την αντικειμενική ευθύνη των δύο πρώτων εναγομένων για το ατύχημα και την επέλευση των εννόμων συνεπειών εξαιτίας τούτου, μήτε  διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης των εναγομένων και της ζημίας του ενάγοντος, δικαιούται για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην ρηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις, την προβλεπόμενη αποζημίωση, ένεκα πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του για εργασία, κατά το χρονικό διάστημα από 2.4.2018 έως 5.7.2018, όπως προκύπτει ιδίως από το υπ’αριθμ. …………./9.6.2018 φύλλο αναπηρίας του …. νοσοκομείου Σεβαστούπολης, χωρίς να αναιρείται από το από 21.6.2019 έγγραφο του ιατρικού κέντρου …….., που δεν ενισχύεται από κανένα άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έχει περιέλθει σε μόνιμη πλήρη ανικανότητα, προς ναυτική εργασία, ένεκα του επίδικου ατυχήματος, ούτε ότι η πρόσκαιρη πλήρης ανικανότητα του διήρκεσε δύο έτη, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, λαμβανομένου υπόψη ότι η χρόνια φλεβική ανεπάρκεια από την οποία πάσχει και η συνακόλουθη μετά-θρομβωτική νόσος, όπως προεκτέθηκε, δεν είναι απότοκοι τούτου. Παρέπεται ότι μη συντρεχούσης μόνιμης ανικανότητας του, κατά ποσοστό 100%, όπως αβασίμως διατείνεται ο ενάγων, δεν θεμελιώνεται η αξίωση του για την καταβολή της συμβατικής αποζημίωσης ύψους 30.000 δολαρίων ΗΠΑ,  που προβλέπεται σε τέτοια περίπτωση με τον όρο 9 της εργασιακής του σύμβασης, απορριπτομένης της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, αν και με διαφορετική αιτιολογία, ορθά κατ’αποτέλεσμα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, πρέπει αντικαθισταμένης της εσφαλμένης αιτιολογίας με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ο έκτος λόγος της κρινόμενης έφεσης να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 ν.551/1915, σε περίπτωση πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας, μέχρι δύο (2) χρόνια, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ίση προς το μισό του ημερομισθίου που ελάμβανε ο παθών, κατά το χρόνο του ατυχήματος και για κάθε ημέρα του χρονικού διαστήματος της πλήρους ανικανότητας του, για τον καθορισμό δε της αποζημιώσεως αυτής, υπολογίζεται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, που ανέρχονταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 1.400 δολαρίων ΗΠΑ. Επομένως, ο ενάγων για το ανωτέρω διάστημα, που κατέστη, ένεκα του επίδικου ατυχήματος, ανίκανος προς εργασία, δικαιούνταν αποζημίωση ύψους 2.193,02 δολαρίων ΗΠΑ  [1.400 $ : 30 ημέρες = 46,66 το ημερομίσθιο : 2 = 23,33 $ Χ 94 ημέρες], απορριπτομένου του αγωγικού κονδυλίου για το υπερβάλλον, ως ουσιαστικά αβασίμου.   Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι ο ενάγων εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος κατέστη ολικά ανίκανος για ναυτική εργασία επί διετία από τον τραυματισμό του και ότι δικαιούνταν, ως αποζημίωση του άρθρου 3 ν.551/1915, το ποσό των 17.030,90 δολάρια ΗΠΑ, επιδικάζοντας σ’αυτόν το ζητούμενο έλασσον ποσό για την αιτία αυτή των 16.800 δολαρίων ΗΠΑ, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων των σχετικών ισχυρισμών των εναγομένων, που επαναφέρονται με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ουσιαστικά βασίμων.

Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται σωρευτικά, κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, να λάβει, λόγω του τραυματισμού του και της νοσηλείας του εκτός νοσοκομείου ή κλινικής, τους μισθούς ασθενείας 4 μηνών, εφόσον η ασθένεια του δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του, ώστε να αποκλείεται το δικαίωμα του αυτό, κατ’αρθρο 67 ΚΙΝΔ, έκαστος των οποίων ορίζεται ίσος με το μισθό ενεργείας και το ανάλογο αντίτιμο τροφής, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 της ανωτέρω ΣΣΝΕ και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 3.288 δολάρια ΗΠΑ [(822 $ βασικός μισθός Χ 4 μήνες], έναντι του οποίου έχει εισπράξει 1.644 δολάρια ΗΠΑ και επομένως, δικαιούται την διαφορά ποσού 1.644 δολαρίων ΗΠΑ.

Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι δύο πρώτες των εναγομένων κατέχουν έγγραφη απόδειξη χρηματοοικονομικής ασφάλισης, όπως εγγυητική επιστολή τραπέζης ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, σύμβαση ή/και πιστοποιητικό με αλληλασφαλιστικό οργανισμό, ιδίως μέλος της Διεθνούς Ομάδας Αλληλασφαλιστικών Οργανισμών (International Group of Ρ & I Clubs) ή και άλλες αποτελεσματικές μορφές ασφάλισης, για την κάλυψη των υποχρεώσεων τους για αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου ή μακροχρόνιας αναπηρίας των ναυτικών λόγω επαγγελματικής ασθένειας, τραυματισμού ή κινδύνου, όπως αυτή ορίζεται σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία και τη σύμβαση ναυτολόγησης και ως εκ τούτου, η αγωγή, ως προς την τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία/αλληλασφαλιστικό οργανισμό, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την παρούσα (534ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατ’ ουσίαν, η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, κατ’ουσίαν, ως προς την τρίτη εναγομένη και να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τις λοιπές εναγόμενες-εφεσίβλητες και να υποχρεωθούν αυτές εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του ποσού των 837,02 δολαρίων ΗΠΑ, η πρώτη μέχρι την αξία του πλοίου και μόνο δια αυτού, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Δέχεται την έφεση εν μέρει, κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1477/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 12.12.2019 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν, ως προς την τρίτη εναγομένη.

Δέχεται αυτήν εν μέρει, ως προς τις λοιπές εναγόμενες.

Υποχρεώνει την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων – εφεσιβλήτων, να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα – εκκαλούντα, η πρώτη μόνο δια του επίδικου πλοίου και μέχρι την αξία του, το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του ποσού των τριών χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα επτά και δύο λεπτών (3.837,02) δολαρίων ΗΠΑ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσίβλητες μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 5 Φεβρουαρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ