Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 64/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός  64/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ……….., ο οποίος στο ακροατήριο παραστάθηκε μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελισσάβετ Πούλιου και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ……..2] …….. 3] ……..4] ………και 5] ……….., με την ιδιότητα του ασκούντος την διαχείριση της επί της οδού ……….. στη Νίκαια Αττικής πολυκατοικίας, από τους οποίους στο ακροατήριο ο μεν τρίτος παραστάθηκε με οι δε λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κυριάκο Χουσέα.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α] ο εκκαλών την από 21.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.5.2021 αγωγή του και β] οι εναγόμενοι αυτής και ήδη εφεσίβλητοι την από 22.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../22.9.2021 αγωγή τους κατά του εκκαλούντος, επί των οποίων εκδόθηκε, μετά από συνεκδίκασή τους, η με αριθμό 1055/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι αγωγές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων της από 21.5.2021 και εναγόμενος της από 22.9.2021 αγωγής με την από 20.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.4.2022 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων έλαβαν διαδοχικά το λόγο και αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενώπιον του οποίου κατήχθησαν εκατέρωθεν αξιώσεις συνιδιοκτητών προερχόμενες κατά βάση από τη σχέση της οροφοκτησίας, συνεκδικάστηκαν κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 § 2 ΚΠολΔ και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α] η από 21.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.5.2021 αγωγή του εκκαλούντος (Α΄ αγωγή) και β] η από 22.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../22.9.2021 αντίθετη αγωγή των εφεσίβλητων (Β΄ αγωγή) και εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1055/4.4.2022 οριστική απόφασή του, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι αγωγές. Η απόφαση αυτή πλήττεται ήδη με την ένδικη από 20.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/21.4.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/4.1.2023 έφεση του ενάγοντος της Α΄ και εναγόμενου της Β΄ αγωγής, που ηττήθηκε εν μέρει πρωτοδίκως. Η έφεση αυτή, που συνοδεύεται από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την συνημμένη σ’ αυτό βεβαίωση επιτυχούς ολοκλήρωσης συναλλαγής), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ. Εφόσον, επομένως, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία.

ΙΙ. Με τις αγωγές τους οι διάδικοι, κύριοι όλοι, πλην του πέμπτου εφεσίβλητου, που τυγχάνει διαχειριστής της συνιδιοκτησίας, των περιγραφόμενων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) πολυώροφης (οκταόροφης) οικοδομής, που κείται στην οδό …………. στη Νίκαια Αττικής και διέπεται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την οριζόντια κατ’ ορόφους ιδιοκτησία, καθώς και από το συνταχθέντα κανονισμό της, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, αναφέρθηκαν στις ενέργειες (πράξεις και παραλείψεις), στις οποίες κατά παράβαση του νόμου και του κανονισμού έχουν προβεί οι αντίδικοι εκάστης ενάγουσας πλευράς διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργία της συνιδιοκτησιακής σχέσης, την αποκατάσταση της οποίας υποστήριξαν ότι επιδιώκουν. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες της από 22.9.2021 αγωγής και ήδη εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν ότι ο εναγόμενος, αντί να σταθμεύει το όχημά του στην υπό στοιχεία Ρ – 6 θέση στάθμευσης που ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στην οριζόντια ιδιοκτησία του, σταθμεύει αυτό στην υπό στοιχεία Ρ–7 θέση στάθμευσης, που ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στην οριζόντια ιδιοκτησία τρίτου συνιδιοκτήτη – μη διαδίκου, χωρίς τη συναίνεση των λοιπών συγκυρίων, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει επιφάνεια τριών τετραγωνικών μέτρων (3 τ.μ.) από την υπό στοιχεία Ρ-1 θέση στάθμευσης, που ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στην οριζόντια ιδιοκτησία του τρίτου ενάγοντος και να δυσχεραίνει έτσι τους ελιγμούς εισόδου/εξόδου προς και από την υπό στοιχεία Ρ – 2 θέση στάθμευσης που ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στην οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου ενάγοντος, καθώς και ότι κατά την απουσία του σταθμεύει εκεί με τον ίδιο τρόπο το όχημά της η σύνοικος σύζυγός του. Ότι ο εναγόμενος έχει τοποθετήσει στον εξώστη του διαμερίσματός του πλέγμα από δικτυωτό πλαστικό, ύψους δύο μέτρων (2 μ.), με αντιαισθητικό αποτέλεσμα για την εξωτερική όψη της πολυκατοικίας. Ότι αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να επιτρέπει την είσοδο στην υπό στοιχεία Υ-5 αποθήκη της ιδιοκτησίας του στο ειδικό συνεργείο για την απόφραξη των κοινόχρηστων σωλήνων, με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει το υπόγειο και να καταστρέφονται λόγω της πλημμύρας αντικείμενα που φυλάσσουν στις αποθήκες τους οι λοιποί συγκύριοι. Ότι ο ίδιος κατέστρεψε την γωνία απόληξης της κοινόχρηστης υδρορροής, ενώ και η σύζυγός του, εξαιτίας αμελούς οδηγικής συμπεριφορά της προκάλεσε την θραύση τριών [3] φανών τοίχου, όπως και άλλη ζημία στην κοινόχρηστη θύρα της πολυκατοικίας, από όπου η είσοδος σε χώρους στάθμευσης στο οπίσθιο τμήμα του οικοπέδου. Ότι ο εναγόμενος αρνείται να αναλάβει τη διαχείριση της πολυκατοικίας, παρόλο που με όρο του κανονισμού της η ανάληψη αυτής είναι υποχρεωτική για κάθε συνιδιοκτήτη, όπως και ότι κατά την εκ μέρους του παράδοση της διαχείρισης το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2016 κατέλειπε χρηματικό έλλειμμα ύψους εξακοσίων τεσσάρων ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (604, 33 €), το οποίο αρνείται να αποδώσει. Αντιστοίχως, ο εναγόμενος της αγωγής αυτής με τη δική του (την από 21.5.2021) αγωγή, η άσκηση της οποίας είχε προηγηθεί, υποστήριξε ότι στις 3.1.2020 αποσπάστηκε από τα στηρίγματά του το ένα [1] από τα δύο [2] φύλλα της ως άνω εξωτερικής κοινόχρηστης θύρας προς τον ανοικτό χώρο στάθμευσης, ότι ακολούθως το φύλλο αυτό της θύρας κλάπηκε, επειδή δεν είχε μεριμνήσει για την επισκευή της βλάβης ο τότε διαχειριστής της πολυκατοικίας – πρώτος εναγόμενος, ότι, στη συνέχεια, αποσπάστηκε από τα στηρίγματά του και το δεύτερο φύλλο της θύρας, ότι ο κηπουρός, στον οποίο ανατέθηκε η συντήρηση του κήπου από τον πέμπτο εναγόμενο, έθραυσε από αμέλειά του τον μηχανισμό (μοτέρ) λειτουργίας της ίδιας θύρας, καθώς και ότι η επισκευή της με την τοποθέτηση του δεύτερου αποσπασθέντος φύλλου και την αγορά και τοποθέτηση του πρώτου φύλλου έλαβε χώρα το μήνα Φεβρουάριο του επομένου έτους 2021. Ότι στις κοινόχρηστες δαπάνες του μηνός εκείνου, που αντιστοιχούσαν στην οριζόντια ιδιοκτησία του ενάγοντος συμπεριλήφθηκε χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στη δαπάνη για την αγορά και τοποθέτηση της παραπάνω κοινόχρηστης θύρας, καθώς και το ποσόν των πενήντα ευρώ (50 €), το οποίο αντιστοιχεί σε μέρος του συνολικού ποσού των πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €), το οποίο ο ενάγων, κατά τους από αυτόν αναφερόμενους ισχυρισμούς των αντιδίκων του, παρακράτησε από το αποθεματικό κεφάλαιο της συνιδιοκτησίας κατά την εκ μέρους του παράδοση της διαχείρισης το έτος 2016. Ότι οι ένοικοι της υπό στοιχεία Ζ-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας, που ανήκει στη συγκυριότητα των δύο πρώτων εναγόμενων και στην οποία αντιστοιχεί κατ’ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία Ρ – 2 κλειστή θέση στάθμευσης, κατά τη διάρκεια ελιγμών για τη στάθμευση οχήματος προκαλούν φθορές στα πλακίδια του δαπέδου, καθώς και ότι οι ίδιοι δύο [2] πρώτοι εναγόμενοι σταθμεύουν εκεί και δίκυκλη μοτοσικλέτα, με αποτέλεσμα να μετατοπίζονται οι θέσεις στάθμευσης που αναλογούν στα οχήματα των υπόλοιπων συνιδιοκτητών. Ότι ο τρίτος εναγόμενος, ιδιοκτήτης της υπό στοιχείο Η-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας, στην οποία ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία Ρ-1 κλειστή θέση στάθμευσης, έχει προβεί σε κατασκευή υποδοχής σε κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής στη θέση που του αντιστοιχεί, προκειμένου να ασφαλίζει με αλυσίδα δίκυκλο ιδιοκτησίας του, το οποίο σταθμεύει εκεί. Ότι οι τέσσερις [4] πρώτοι εναγόμενοι, κατά παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού, με το οποίο απαγορεύεται η εναπόθεση αντικειμένων στους κοινόχρηστους χώρους, έχουν τοποθετήσει στα προσδιοριζόμενα κοινόχρηστα σημεία της οικοδομής τα αναφερόμενα στο δικόγραφο αντικείμενα. Ότι οι ίδιοι τέσσερις [4] εναγόμενοι έχουν προβεί στη διάνοιξη οπών εξαερισμού στον κοινόχρηστο τοίχο της μεσοτοιχίας της πολυκατοικίας. Ότι η τέταρτη εναγόμενη, κατά παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού, έχει διαφορετικό χρωματισμό στην οροφή της βεράντας της υπό στοιχεία ΣΤ-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας της, με αποτέλεσμα να προκαλείται ανομοιομορφία στην εξωτερική όψη της πολυκατοικίας. Ότι τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2021, κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της επίμαχης πολυκατοικίας ο ένοικος του υπό στοιχεία ΣΤ-1 διαμερίσματος, ιδιοκτησίας της τέταρτης εναγόμενης, εξύβρισε τον ενάγοντα, καθώς και ότι τον ίδιο μήνα η τέταρτη εναγόμενη προκάλεσε φραστικό επεισόδιο σε βάρος του και τον εξύβρισε στην είσοδο της πολυκατοικίας ενώπιον των δύο ανήλικων τέκνων του. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν οι μεν ενάγοντες της από 22.9.2021 [Β΄] αγωγής: Β1) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει στην κοινωνία της οροφοκτησίας το ποσό των εξακοσίων τεσσάρων ευρώ και τριάντα τριών ευρώ (604,33 €), το οποίο κατέλειπε ως έλλειμμα μετά τη λήξη της δικής του διαχειριστικής περιόδου, Β2) να αναγνωρισθεί ότι ο αντίδικός τους είναι υπόχρεος για την εξ ολοκλήρου δαπάνη αγοράς και τοποθέτησης της κοινόχρηστης γκαραζόπορτας στο οπίσθιο τμήμα της πολυκατοικίας, Β3) να υποχρεωθεί ο ίδιος να μην σταθμεύσει ξανά οποιοδήποτε από τα οχήματα της οικογένειάς του στην υπό στοιχεία Ρ-7 θέση στάθμευσης, η οποία αντιστοιχεί στον μη διάδικο συνιδιοκτήτη …………, χωρίς προηγούμενη απόφαση και συναίνεση της γενικής συνέλευσης, ως και να υποχρεωθεί να σταθμεύει τα οικογενειακά οχήματα εναλλάξ στην υπό στοιχεία Ρ-6 θέση στάθμευσης, της οποίας έχει την αποκλειστική χρήση, Β4) Να απαγορευθεί στον ίδιο να διέρχεται από την υπό στοιχείο Ρ-1 θέση στάθμευσης, η οποία ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στον τρίτο των εναγόντων, για δε την είσοδο και έξοδό του προς και από την υπό στοιχεία Ρ-6 θέση στάθμευσης, η οποία ανήκει στην αποκλειστική του χρήση, να χρησιμοποιεί την κοινόχρηστη είσοδο/έξοδο επί της οδού …., Β5) να προβεί στην απεγκατάσταση του πλέγματος από διχτυωτό πλαστικό, το οποίο έχει τοποθετήσει στον εξώστη του διαμερίσματός του, Β6) να μην σταθμεύει το όχημα της ιδιοκτησίας του κατά τρόπο παρεμποδίζοντα τη στάθμευση άλλου οροφοκτήτη σε γειτονική θέση στάθμευσης, Β7) να υποχρεωθεί να επιτρέπει την είσοδο στην υπό στοιχεία Υ-5 αποθήκη της ιδιοκτησίας του στο συνεργείο απόφραξης των κοινόχρηστων σωλήνων, Β8) να αποκαταστήσει με επιμέλεια και δαπάνες του την γωνία απόληξης της κοινόχρηστης υδρορροής με την τοποθέτηση νέας, Β9) να προβεί στην αγορά και την τοποθέτηση τριών [3] φανών τοίχου με τρεις [3] λαμπτήρες, προς αντικατάσταση αυτών που καταστράφηκαν από υπαιτιότητα της συζύγου του, Β10) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αναλαμβάνει τη διαχείριση της πολυκατοικίας κατά τη σειρά της εκλογής του από τη γενική συνέλευση, Β11) να υποχρεωθεί ο ίδιος να καταβάλει στην κοινωνία της οροφοκτησίας το ως άνω χρηματικό ποσόν των εξακοσίων τεσσάρων ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (604,33 €), Β12) να υποχρεωθεί στη δαπάνη αγοράς και τοποθέτησης της κοινόχρηστης γκαραζόπορτας στο οπίσθιο τμήμα της πολυκατοικίας, Β13) να διαταχθεί η διαγράμμιση των θέσεων στάθμευσης, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στο σχεδιάγραμμα κάτοψης που συντάχθηκε από τον αρχιτέκτονα μηχανικό …….. τον μήνα Απρίλιο του έτους 2003 και Β14) να διαταχθεί η επίδειξη κάθε εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή του εναγόμενου, από το οποίο να προκύπτει με βάση ποια έννομη σχέση σταθμεύει τα οικογενειακά του οχήματα στην υπό στοιχεία Ρ-7 θέση στάθμευσης, που αντιστοιχεί σε οριζόντια ιδιοκτησία του ως άνω τρίτου – μη διαδίκου, δι’ απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου χρηματικής ποινής ύψους έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €) και δια προσωπικής κρατήσεώς του διάρκειας τριών [3] μηνών για κάθε παραβίαση της απόφασης, ο δε ενάγων της από 21.5.2021 [Α΄] αγωγής: Α1) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να συμμετέχει στη δαπάνη τοποθέτησης μόνο του ενός [1] φύλλου της δίφυλλης κοινόχρηστης θύρας προς τον ανοικτό χώρο στάθμευσης, Α2) να υποχρεωθεί ο πέμπτος εναγόμενος – διαχειριστής της πολυκατοικίας να καλύψει τη δαπάνη αγοράς ή επισκευής του μηχανισμού λειτουργίας της δίφυλλης θύρας προς τον ανοικτό χώρο στάθμευσης, Α3) να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει το ποσό των πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €) προς τη συνιδιοκτησία, ως έλλειμμα της διαχειρίσεώς του κατά το έτος 2016, Α4) να υποχρεωθούν οι δύο [2] πρώτοι εναγόμενοι να ανορθώνουν κάθε ζημία που προκαλείται στα πλακίδια της υπό στοιχεία Ρ – 2 θέσης στάθμευσης, η αποκλειστική χρήση της οποίας αντιστοιχεί στην οριζόντια ιδιοκτησία τους, Α5) να υποχρεωθεί κάθε συνιδιοκτήτης να ανορθώνει τη ζημία που προκαλείται σε χώρο του οποίου έχει την αποκλειστική χρήση, Α6) να απαγορευθεί η είσοδος δεύτερου οχήματος στις θέσεις στάθμευσης που αντιστοιχούν στις οριζόντιες ιδιοκτησίες των τριών [3] πρώτων από τους εναγομένους και να υποχρεωθούν αυτοί να περιορίζουν τα σταθμευμένα οχήματά τους στα τετραγωνικά μέτρα της επιφάνειας που αντιστοιχεί στις θέσεις στάθμευσής τους, Α7) να υποχρεωθεί ο τρίτος εναγόμενος να αφαιρέσει από τον κοινόκτητο τοίχο στην υπό στοιχείο Ρ-1 θέση στάθμευσης την υποδοχή ασφάλισης δικύκλου, Α8) να διαταχθεί η διαγράμμιση των θέσεων στάθμευσης, σύμφωνα με το ως άνω σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου και τον πίνακα κατανομής ποσοστών που συντάχθηκε τον μήνα Απρίλιο του έτους 2003, Α9) να υποχρεωθούν οι τέσσερις [4] πρώτοι εναγόμενοι να απομακρύνουν τα αντικείμενα που έχουν εναποθέσει σε κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, Α10) να υποχρεωθούν οι ίδιοι εναγόμενοι να επαναφέρουν τον κοινόχρηστο τοίχο στην πρότερη κατάσταση, κλείνοντας τις οπές που έχουν ανοίξει, Α11) να υποχρεωθεί η τέταρτη εναγόμενη να αποκαταστήσει με δικές της δαπάνες τον χρωματισμό της οροφής του εξώστη του διαμερίσματός της σε χρώμα γαλάζιο και σομόν, Α12) να υποχρεωθεί ο πέμπτος εναγόμενος – διαχειριστής να τηρεί πρακτικά των γενικών συνελεύσεων των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας και να μην εφαρμόζεται απόφασή της που δεν έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά, Α13) να υποχρεωθεί ο πέμπτος εναγόμενος – διαχειριστής να αιτηθεί την λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των τεσσάρων [4] συνεναγομένων του για τη διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της πολυκατοικίας και να αιτηθεί την επιδίκαση αποζημίωσης υπέρ των υπόλοιπων συνιδιοκτητών, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με τον κανονισμό της πολυκατοικίας εντός ενός [1] μηνός από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί και Α14) να υποχρεωθεί η τέταρτη εναγόμενη να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά της το χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της Α΄ αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό (Α14) αίτημα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπαγόταν στην υλική και τοπική του αρμοδιότητα και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού διέταξε το χωρισμό της αγωγής ως προς αυτό, κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκασή της και την παρέπεμψε στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Νίκαιας, προκειμένου να συζητηθεί με την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Ακολούθως, έκρινε ότι τα δύο αναγνωριστικά αιτήματα της Β΄ αγωγής (Β1 και Β2) εμπεριέχονταν στα αντίστοιχα καταψηφιστικά αιτήματά της (Β11 και Β12) και, αφού απέρριψε, αφενός, ως απαράδεκτα τα υπό στοιχεία Α3, Α4, Α5, Α8, Α12 και Β10, Β11, Β13, Β14 ανωτέρω αιτήματα, ορισμένα μεν ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εναγόντων στην προβολή τους, τα δε λοιπά λόγω της αοριστίας τους και, αφετέρου, ως νομικά αβάσιμα τα υπό στοιχεία Α1, Α2, Α6 και Α13 ανωτέρω αιτήματα, προχώρησε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και με βάση τα πορίσματα στα οποία κατέληξε μετά την αξιολόγηση των αποδείξεων δέχθηκε κατά ένα μέρος αμφότερες τις αγωγές και υποχρέωσε τον μεν εναγόμενο της Β΄ αγωγής, δι’ απαγγελίας χρηματικής ποινής ύψους τριακοσίων ευρώ (300 €) και απειλής προσωπικής κρατήσεώς του διάρκειας δεκαπέντε [15] ημερών, α) να μην σταθμεύει τα οικογενειακά οχήματα που αναφέρθηκαν στο σκεπτικό της εκκαλουμένης στην υπό στοιχεία Ρ – 7 θέση στάθμευσης, β) να προβεί σε απεγκατάσταση/αποξήλωση του πλαστικού πλέγματος και των κάθετων ξύλινων αξόνων του, που είχε τοποθετήσει στον εξώστη της οριζόντιας ιδιοκτησίας του, γ) να επιτρέπει την είσοδο στην υπό στοιχείο Υ – 5 υπόγεια αποθήκη της ιδιοκτησίας του στο συνεργείο που προσέρχεται στην πολυκατοικία για τον έλεγχο και την απόφραξη των κοινόχρηστων σωληνώσεων και δ) να αποκαταστήσει με επιμέλεια και δαπάνες του: 1) την γωνία απόληξης της κοινόχρηστης υδρορροής με την τοποθέτηση νέας και 2) τρία [3] φανάρια-χελώνες εξωτερικού χώρου με τις λάμπες τους, ισχύος εκάστης εξήντα βατ (60 watt), την δε τέταρτη εναγόμενη της Α΄ αγωγής να αποκαταστήσει με επιμέλεια και δαπάνες της την εξωτερική εμφάνιση της οροφής του εξώστη της οριζόντιας ιδιοκτησίας της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεσή του ο εκκαλών και με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων ζητεί την μεταρρύθμισή της, προκειμένου να γίνουν δεκτά ορισμένα από τα αιτήματα της αγωγής του που αποδικάστηκαν και να απορριφθούν συγκεκριμένα αιτήματα της αγωγής των αντιδίκων του, που κρίθηκαν βάσιμα.

ΙΙΙ. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 70 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει αναγνωριστική αγωγή», αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αυθεντική διάγνωση, θετικά, της ύπαρξης και, αρνητικά, της ανυπαρξίας έννομης σχέσης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και όχι απλώς πραγματικών γεγονότων ή αξιολογικών κρίσεων (ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 134/2015, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 § 1 του ιδίου Κώδικα, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο της αγωγής περιλαμβάνονται η σαφής έκθεση των γεγονότων, τα οποία την θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και το αίτημα δικαστικής προστασίας, που πρέπει να είναι ορισμένο. Η υποχρέωση αναφοράς συγκεκριμένου συνδέσμου του προσώπου που ενάγει ή ενάγεται με την επίδικη έννομη σχέση απαιτείται προκειμένου, στην κατά κανόνα νομιμοποίηση, να διαπιστώσει το δικαστήριο ότι οι διάδικοι είναι, βάσει των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, φορείς του δικαιώματος και της υποχρέωσης που κρίνεται, ώστε να καταστεί στη συνέχεια δυνατή η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 343/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου, δεκτικού δικαστικής εκτίμησης. Για το λόγο αυτό, όταν τίθεται ζήτημα οφειλής χρηματικού ποσού, το ποσόν αυτό πρέπει να καθορίζεται, διαφορετικά το Δικαστήριο αδυνατεί να εκδώσει απόφαση σαφή και επιδεκτική εκτέλεσης (ΤριμΕφΔωδ. 17/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 883/2008, Δνη 2009/186). Οι δικονομικές αυτές αρχές ισχύουν και όταν εγείρεται αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα, ο έχων έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κάποιας έννομης σχέσεως δεν μπορεί να περιορισθεί στην υποβολή αιτήματος διαπιστώσεως απλών πραγματικών περιστατικών, χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή στην οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 102/2022, ΑΠ 1259/2020, ΑΠ 736/2019, ΑΠ 356/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2007, ΧρΙΔ 2007/622 = ΝοΒ 2008/349, ΑΠ 927/2002, Δνη 2003/1273, ΑΠ 941/1997, ΔΕΝ 1997/1193 = Δνη 1999/590 = ΕΕΝ 1999/61). Συνεπώς, η αναγνωριστική αγωγή, που εγείρεται με σκοπό να αναγνωρισθεί η συντέλεση ορισμένων πραγματικών γεγονότων και να διαπιστωθεί ότι, συνεπεία αυτών, ο διάδικος απέκτησε την ιδιότητα του οφειλέτη, ως και η έκταση της ενοχής του, απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, εφόσον στο δικόγραφό της δεν καθορίζεται το αντικείμενο της διαφοράς με ρητή μνεία της επίμαχης οφειλής (ΑΠ 662/2002, ΕΕΔ 2003/1418 = Δνη 2003/704). Απαράδεκτη θα είναι η ίδια αγωγή και όταν είτε στο δικόγραφό της δεν γίνεται αναφορά του συνδέσμου των διαδίκων προς την επίδικη έννομη σχέση, οπότε θα απορριφθεί ως αόριστη (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 77/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 632/2014, ΔΕΕ 2014/1066 = Ε7 2015/132 = ΕΕμπΔ 2015/350, ΑΠ 117/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 879/2004, Δ 2005/465 = Δνη 2006/1371, 1380, 1445) είτε, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης, οπότε θα απορριφθεί ως ενεργητικώς ή παθητικώς ανομιμοποίητη (ΤριμΕφΠειρ. 219/2021, ΤριμΕφΑθ. 3414/2021, ΜονΕφΑθ. 2962/2022, ΜονΕφΠειρ. 19/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και ναι μεν είναι αληθές ότι οι διάδικοι της αναγνωριστικής δίκης δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν προς τα υποκείμενα της αναγνωριστέας έννομης σχέσης (ΑΠ 508/2013, ΕΠολΔ 2014/485), όμως αυτό ισχύει μόνον όταν η έννομη αυτή σχέση υπό τα εκτιθέμενα υφίσταται μεταξύ του ενός διαδίκου και τρίτου ή μεταξύ άλλων, οπότε το έννομο συμφέρον του ενάγοντος του προσδίδει την αναγκαία νομιμοποίηση προς έγερση της αγωγής (νομιμοποιητική λειτουργία του εννόμου συμφέροντος, βλ. σχετ. ΑΠ 1192/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, όταν η αναγνωριστέα έννομη σχέση υφίσταται μόνο μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς τους, τότε νομιμοποιούνται κατά κανόνα τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως και μόνον αυτά (ΑΠ 225/1975, ΝοΒ 1975/1042). Περαιτέρω, επί αμφισβητήσεως της υποχρέωσης συνιδιοκτήτη οικοδομής, επί της οποίας έχει συσταθεί νομίμως οροφοκτησία, να συμμετάσχει στις γενόμενες κοινές δαπάνες, η δίκη διεξάγεται μεταξύ του συνιδιοκτήτη που αρνείται την υποχρέωσή του ή την έκτασή της και της ομάδας των λοιπών συνιδιοκτητών που είναι τόσον η δικαιούχος της απαιτήσεως (ΑΠ 1465/2000, Δνη 2001/723 = ΕΔΠ 2004/10) όσον και η διάδικος στη σχετική δίκη (ΑΠ 740/1999, Δνη 1999, Δνη 2000/124 = ΕΔΠ 2000/311 = ΕΕΝ 2000/652) και την οποία, ως ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα (ΑΠ 932/2019, ΕΕμπΔ 2020/223, ΑΠ 595/2010, ΕΔΠ 2010/330, ΑΠ 1489/1999, Δνη 2000/128 = ΕΔΠ 2000/316 = ΕΕΝ 2001/271), εκπροσωπεί ο ορισθείς είτε σύμφωνα με τον κανονισμό, κατά το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3741/1929 είτε με την παμψηφία των συνιδιοκτητών (ΑΠ 68/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) διαχειριστής, που ενεργεί ως εντολοδόχος τους εκπροσωπώντας αυτούς σε όλες τις υποθέσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση της πολυκατοικίας (ΑΠ 532/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με τον πρώτο (από τους συνολικά δεκατρείς [13]) λόγο της ένδικης έφεσής του ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής του, προς θεμελίωση του οποίου είχε υποστηρίξει ειδικότερα ότι μετά τη βλάβη που υπέστη στις 3.1.2020 η δίφυλλη εξωτερική θύρα της πολυκατοικίας που βρίσκεται στο οπίσθιο τμήμα του οικοπέδου της, με πρόσωπο στην οδό Πύργου και εξυπηρετεί την είσοδο και έξοδο κυρίως των δικών του οχημάτων προς και από τη θέση στάθμευσής τους, οι συνιδιοκτήτες, μέσω του τότε διαχειριστή – πρώτου εναγόμενου, δεν μερίμνησαν για την επισκευή της θύρας από την οποία είχε αποσπαστεί το ένα [1] από τα δύο [2] φύλλα της ούτε για την ασφαλή φύλαξη του αποσπασθέντος, με αποτέλεσμα αυτό μεν να κλαπεί το δε έτερο να αποσυναρμολογηθεί και αυτό από τα στηρίγματά του και ότι το μήνα Μάρτιο του επομένου έτους 2021 έλαβε ειδοποίηση για την καταβολή μέρους της δαπάνης αγοράς και τοποθέτησης νέας κοινόχρηστης θύρας. Παραδεχόμενος δε ότι η δαπάνη αυτή αποτελεί κοινό βάρος όλων των συνιδιοκτητών αλλά επικαλούμενος έλλειψη ευθύνης του για την κλοπή του ενός και την καταστροφή του δεύτερου από τα φύλλα της επίμαχης θύρας ζήτησε να αναγνωριστεί ότι είναι υπόχρεος να συμμετάσχει μόνο στη δαπάνη τοποθέτησης του ενός [1] φύλλου της επίμαχης θύρας. Κατ’ ουσίαν ο ενάγων ζήτησε να εξαιρεθεί από την συνομολογούμενη υποχρέωσή του συμμετοχής στις κοινές δαπάνες ελλείψει υπαιτιότητάς του για την αποκατασταθείσα ζημία. Ο ισχυρισμός του πάσχει πολλαπλώς. Ανεξαρτήτως του ότι το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δεν συνίσταται στην αναγνώριση της οφειλής του για το μη αμφισβητούμενο μέρος της οφειλής του (δηλαδή για το μη κλαπέν φύλλο) αλλά στην αναγνώριση της ανυπαρξίας τέτοιας οφειλής για το αμφισβητούμενο μέρος της, που υπό τα εκτιθέμενα καλείται από τη συνιδιοκτησία να καταβάλει, δεν δικαιολογείται η απεύθυνση της αγωγής κατά των τεσσάρων [4] πρώτων εναγομένων, δεδομένου ότι κατά τα προαναφερθέντα δικαιούχος της αμφισβητούμενης απαίτησης και αξιών την επίμαχη παροχή από αυτόν δεν είναι μόνον οι συγκεκριμένοι συνιδιοκτήτες αλλά η ομάδα όλων των συνιδιοκτητών, που στις σχετικές δίκες εκπροσωπείται από τον διαχειριστή της. Ούτε όμως και κατά του πέμπτου εναγόμενου στρέφεται παραδεκτώς ο ενάγων όσον αφορά το συγκεκριμένο αίτημα της αγωγής του, καθόσον δεν ενάγει τον διαχειριστή της πολυκατοικίας με αυτήν την ιδιότητά του αλλά ως οφειλέτη άλλων παροχών, περί των οποίων θα γίνει λόγος παρακάτω. Σε κάθε δε περίπτωση το αίτημά του είναι απαράδεκτο λόγω της αοριστίας που ενέχει η παντελής έλλειψη αναφοράς του αντικειμένου της διαφοράς, δηλαδή του χρηματικού ποσού της οφειλής, την ύπαρξη της οποίας κατά ένα μέρος της αποδέχεται και κατ’ άλλο αμφισβητεί ο ενάγων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η διαπίστωση απλών πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής χωρίς τη σύνδεσή τους με συγκεκριμένη έννομη συνέπεια και ότι «…εν προκειμένω δεν διατυπώνονται συγκεκριμένου οικονομικού ύψους έννομες συνέπειες, αφού δεν προσδιορίζεται το οφειλόμενο κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς ποσό, ώστε να θεμελιώνεται δικαίωμα άξιο δικαστικής προστασίας…» και με τις παραδοχές αυτές απέρριψε το επίμαχο αγωγικό αίτημα ως μη νόμιμο. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η πρωτοβάθμια κρίση υπήρξε κατ’ αποτέλεσμα μόνον ορθή, αφού η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος δεν έγινε λόγω απαραδέκτου (ελλείψει εννόμου συμφέροντος, παθητικής νομιμοποίησης και ορισμένου περιεχομένου της αγωγής) αλλά λόγω νομικής αβασιμότητάς του. Κρίνοντας έτσι, όμως, η εκκαλουμένη έσφαλε καθώς θεώρησε συντρέχουσες τις πιο πάνω διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και προχώρησε σε κρίση επί του αγωγικού δικαιώματος, το οποίο αποδίκασε δεχόμενη ότι δεν έχει έρεισμα στο νόμο, δηλαδή κατ’ ουσίαν ότι δεν υφίσταται. Το σφάλμα αυτό μπορεί να διορθωθεί στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος (άρθρο 522 ΚΠολΔ), καθόσον εν προκειμένω η κατά παραδοχή της έφεσης εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το σχετικό κεφάλαιό της και η απόρριψη της αγωγής κατά το αντίστοιχο αίτημά της ως απαράδεκτης θα οδηγήσει σε ευμενέστερο για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 115, αρ. 22, σελ. 737, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 534, αρ. 14, σελ. 344), όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε όταν η αγωγή απορρίπτεται για δικονομικούς λόγους (Σ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379], Σ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2004/265 επομ. [304], Π. Κολοτούρος, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295), χωρίς στην περίπτωση αυτή να αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, εφόσον μεταβάλλεται η εμβέλεια του παραγόμενου δεδικασμένου με κατά κανόνα επωφελέστερο για τον εκκαλούντα αποτέλεσμα (ΑΠ 51/2016, Ε7 2016/845, ΑΠ 731/1991, Δνη 1996/583). Επομένως, κατά παραδοχή του ερευνώμενου λόγου της έφεσης πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο το συγκεκριμένο αίτημα, προκειμένου το ίδιο αίτημα, αναδικαζόμενο, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1, 3 § 1, 5 εδαφ. α΄, 7 § 1, 8 και 13 του Ν. 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ’ όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του ίδιου νομοθετήματος, κοινά βάρη, στα οποία υποχρεούνται να συνεισφέρουν όλοι οι συνιδιοκτήτες, θεωρούνται τόσον οι δαπάνες συντήρησης και επισκευής, όσον και οι δαπάνες αντικατάστασης και λειτουργίας των κοινών μερών του ακινήτου, που ανήκουν στην συγκυριότητα όλων (ΑΠ 1077/2001, Δνη 2003/484 = ΕΔΠ 2003/13, ΕφΑθ. 7721/2006, Δνη 2007/930). Ως επισκευή του κοινού θεωρείται η επιδιόρθωση και αποκατάσταση της ζημίας ή φθοράς του κοινού πράγματος, που προέρχεται είτε από την πάροδο του χρόνου είτε από τη συνήθη χρήση του είτε από τυχαία χειροτέρευση αυτού και η οποία έχει ως στόχο την επαναφορά του πράγματος στην προηγούμενη κατάστασή του, ενώ ως συντήρηση του κοινού θεωρείται η διατήρηση του πράγματος σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτό, κάθε στιγμή να εκπληρώνει τον, από την κατασκευή του, προορισμό του, ο οποίος ανταποκρίνεται στις ανάγκες της συνιδιοκτησίας. Επομένως, ως δαπάνη συντήρησης νοείται κάθε δαπάνη αναγκαία κατά την κοινή πείρα προς αποφυγή βλάβης ή χειροτέρευσης του πράγματος και διατήρησής του κατάλληλου προς εκπλήρωση του σκοπού του (ΑΠ 274/2012, Δνη 2012/1030, ΑΠ 835/1998, ΝοΒ 2000/31, ΜονΕφΠατρ. 276/2016, Δνη 2017/512, ΜονΕφΠειρ. 556/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 8349/2006, ΕΔΠ 2006/267). Από τη συγκυριότητα των συνιδιοκτητών στα κοινά μέρη της οικοδομής συνάγεται ότι η αξίωση για την αποκατάσταση της δαπάνης που απαιτήθηκε για την επισκευή κοινού μέρους που εβλάβη με υπαιτιότητα τρίτου ανήκει σε όλους τους συνιδιοκτήτες (ΜονΕφΘρ. 61/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι οποίοι μπορούν από κοινού να στραφούν κατά του ζημιώσαντος και να ζητήσουν από αυτόν αποζημίωση για την δαπάνη αποκατάστασης της βλάβης με αγωγή, εκπροσωπούμενοι από τον κατά τα ανωτέρω ορισθέντα διαχειριστή. Παρέπεται ότι αγωγή κατά του τρίτου ζημιώσαντος απορρίπτεται ως ενεργητικώς ανομιμοποίητη όταν ασκείται από έναν μόνο συνιδιοκτήτη με αίτημα την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας, διότι στην περίπτωση αυτή ο ενάγων δεν είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος, το οποίο ανήκει στη συνιδιοκτησία, έστω και αν ο ίδιος έχει ανορθώσει με δικές του δαπάνες τη ζημία. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται να στραφεί με αγωγή εναντίον των λοιπών συνιδιοκτητών, αν αρνούνται την καταβολή της και να ζητήσει τη δαπάνη που κατέβαλε κατά την αναλογία που βαρύνει καθέναν των αντιδίκων του (ΜονΕφΔωδ. 27/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ. 303/2015, Δικογραφία 2015/760, ΕφΘεσ. 1909/2004, Αρμ. 2005/231, ΕφΘεσ. 1978/2003, Αρμ. 2004/1407, ΕφΑθ. 5736/1996, Δνη 1997/1918, Ι. Κατράς, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, 2007, § 278, σ. 1003 επομ., Ι. Σπυριδάκης, Δίκαιο Οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας, 1996, σελ. 297). Εξάλλου, κατά το σύστημα του ΑΚ η ευθύνη του προσώπου, πρωτογενής ή δευτερογενής, είναι προσωπική, δηλαδή υποκειμενική, στηριζόμενη στο πταίσμα του, το οποίο είτε τεκμαίρεται (στη συμβατική ευθύνη) είτε αποδεικνύεται (στην αδικοπρακτική ευθύνη). Στην αρχή αυτή θεμελιώνεται ο κανόνας ότι το πρόσωπο ευθύνεται μόνο για δικές του πράξεις και μόνον κατ’ εξαίρεση για αλλότριες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ευθύνης του νομικού προσώπου για τις ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του (άρθρο 71 ΑΚ), του αντιπροσωπευόμενου για το πταίσμα του νομίμου αντιπροσώπου του (άρθρο 330 εδαφ. α΄ ΑΚ), του οφειλέτη για το πταίσμα του βοηθού εκπληρώσεως (άρθρο 334 ΑΚ) και του προστήσαντος για το πταίσμα του προστηθέντος (άρθρο 922 ΑΚ). Στην ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 334 ΑΚ, για να θεμελιωθεί η ευθύνη πρέπει να συντρέχει α] προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή που ζημιώθηκε από β] υπαίτια συμπεριφορά που συνιστά παραβίαση ενοχικής υποχρέωσης του οφειλέτη και εκδηλώνεται από το βοηθό εκπληρώσεως, ο οποίος γ] αναμείχθηκε στην εκπλήρωση της παροχής με τη βούληση του οφειλέτη, η οποία υφίσταται πάντοτε όταν μεταξύ αυτών έχει συναφθεί, έστω και ακύρως, σύμβαση (λ.χ. έργου, εργασίας ή εντολής) και η οποία [πταισματική συμπεριφορά] δ] είναι συναφής με τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί από τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του προς το δανειστή που ζημιώθηκε (ΑΠ 272/2008, ΑΠ 959/2006, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 1254/2011, ΕΔΠ 2011/790, ΑΠ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, 23, IV, 3, αρ. 37 – 48, σελ. 249 – 252, Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 334, αρ. 25 επομ., σελ. 203 επομ., Γ. Μιχαηλίδης – Νουάρος, ΕρμΚ, άρθρο 334, αρ. 35 επομ., σελ. 247 επομ.). Σκοπός της διατάξεως είναι η επιβάρυνση εκείνου που αντλεί οφέλη από τη δράση άλλου προσώπου το οποίο χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση της δικής του συμβατικής υποχρέωσης με τις υποχρεώσεις από τις ενέργειες του βοηθού του.

Εν προκειμένω, με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη του δεύτερου αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής του, περί αναγνωρίσεως της ευθύνης του πέμπτου εναγόμενου, διαχειριστή της πολυκατοικίας στον οποίο ανατέθηκε από την συνιδιοκτησία της με σύμβαση το μήνα Ιανουάριο του έτους 2020 η επ’ αμοιβή διαχείριση αυτής, για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την καταστροφή του κινητήρα (μοτέρ) της ως άνω εξωτερικής θύρας της οικοδομής, με τη λειτουργία του οποίου επιτυγχανόταν η αυτόματη κίνησή της. Προς θεμελίωση του αιτήματός του, που ρητά δηλώθηκε ότι αποσκοπεί στο «να μη χρεωθεί η αντικατάσταση ή επισκευή του μοτέρ στους συνιδιοκτήτες», ο εκκαλών είχε με την αγωγή του υποστηρίξει ότι η καταστροφή του συγκεκριμένου κοινού πράγματος είχε προκληθεί το μήνα Ιούλιο του έτους 2020 από αμέλεια του (τρίτου μη κατονομαζόμενου και μη διαδίκου) κηπουρού, στον οποίο είχε ανατεθεί από τον διαχειριστή, που τον επέλεξε, η συντήρηση του κήπου της πολυκατοικίας. Υπό τα εκτιθέμενα και το αίτημα αυτό ήταν απαράδεκτο για περισσότερους λόγους. Καταρχάς ο ενάγων δεν επικαλέστηκε ότι κλήθηκε οποτεδήποτε να συμβάλει στην δαπάνη αποκατάστασης της επίμαχης ζημίας ούτε ότι η ζημία αυτή αποκαταστάθηκε, ώστε να θεμελιωθεί έννομο συμφέρον του. Επιπλέον, όπως και ο ίδιος παραδέχεται η συγκεκριμένη αξίωση κατά του διαχειριστή της πολυκατοικίας ανήκει στο σύνολο των συνιδιοκτητών και όχι στον ίδιο ατομικά, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, δεν εκθέτει ούτε ότι προέβη εξ ιδίων στην καταβολή της αποκαταστατέας δαπάνης ούτε ότι οι λοιποί συνιδιοκτήτες (μεταξύ των οποίων και οι τέσσερις [4] πρώτοι εναγόμενοι) αρνήθηκαν την ανάλογη συμμετοχή τους σ’ αυτήν. Αλλά και πέραν αυτών, το επίδικο αίτημα είχε υποβληθεί χωρίς να διευκρινίζεται ότι η συντήρηση του κήπου αποτελούσε παροχή του διαχειριστή προς τη συνιδιοκτησία της πολυκατοικίας κατά την εκπλήρωση της οποίας προκλήθηκε η εν λόγω ζημία (ότι δηλαδή ο διαχειριστής με την σύμβαση αναλήψεως της διαχείρισης είχε αναλάβει και την υποχρέωση αυτή), όντας επομένως [και] αόριστο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το ίδιο αίτημα ως νομικά αβάσιμο με την παραδοχή ότι «τα ιστορούμενα … περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν θεμελιώνουν νόμιμη αξίωση του ενάγοντος σε βάρος του πέμπτου εναγόμενου – διαχειριστή κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ., 914 επ. …». Η κρίση του αυτή, αν και κατ’ αποτέλεσμα ορθή, ήταν πάντως νομικά εσφαλμένη, αφού το αίτημα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Επομένως, για όσους λόγους ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας αναφέρθηκαν, πρέπει, κατά παραδοχή του ερευνώμενου λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, προκειμένου να αναδικαστεί το επίδικο αίτημα και να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

V. Σημειώθηκε ήδη ανωτέρω ότι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αυθεντική βεβαίωση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας κάποιας έννομης σχέσης. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 70, 216 1, 335 και 338 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην αρνητική αναγνωριστική αγωγή θα πρέπει να εκτίθενται τα περιστατικά που στοιχειοθετούν το δικαίωμα του ενάγοντος ως θεμελιωτικό του εννόμου σuμφέροντός του και ότι για την πληρότητα του δικογράφου της αρκεί η εκ μέρους του ενάγοντος γενική άρνηση των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζεται το δικαίωμα του εναγομένου, ο οποίος έχει το δικονομικό βάρος επικλήσεως και αποδείξεώς τους (ΑΠ 1881/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/1999, Δνη 1999/1515, ΕφΑθ. 281/2009, Δνη 2009/604).

Εν προκειμένω με την αγωγή του ο εκκαλών επικαλέστηκε ότι ενώ για τα πεπραγμένα της εκ μέρους του διαχείρισής της πολυκατοικίας, την οποία είχε αναλάβει κατά το έτος 2016, είχε ελεγχθεί από τη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών και είχε απαλλαγεί από κάθε ευθύνη, εντούτοις ο ήδη διαχειριστής – πέμπτος εναγόμενος, τον χρέωσε τον μήνα Μάρτιο του έτους 2021 με το χρηματικό ποσόν των πενήντα ευρώ (50 €), ως μέρος μεγαλύτερου, ύψους πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €), με τον αναληθή ισχυρισμό ότι ο ενάγων δεν το είχε καταβάλει κατά την παράδοση της διαχείρισής του και ότι εξακολουθεί να το οφείλει στη συνιδιοκτησία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το (αναγνωριστικό της ανυπαρξίας οφειλής) αίτημα του ενάγοντος, όπως άλλωστε και το αντίστοιχο των αντιδίκων του, οι οποίοι με την δική τους αγωγή είχαν ζητήσει να αναγνωριστεί θετικά ότι οφείλει εξακόσια τέσσερα ευρώ και τριάντα τρία λεπτά (604,33 €) ως έλλειμα της διαχειριστικής του περιόδου, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, με την αιτιολογία ότι στο αγωγικό δικόγραφο αναφερόταν μόνο «…ότι προέκυψε κατάλοιπο, ποσού 2.170,45 €, χωρίς ωστόσο να παρατίθεται ο λογαριασμός (κονδύλια δαπανών και εισπράξεων) της σχετικής διαχειριστικής περιόδου, από τον οποίο να προκύπτει το κατάλοιπο». Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν, για το ορισμένο της αγωγής του ο εκκαλών δεν είχε δικονομική υποχρέωση να παραθέσει στην αγωγή του τα στοιχεία αυτά, αφού αρκούσε η γενική άρνηση του δικαιώματος της συνιδιοκτησίας να αξιώσει από αυτόν το ποσόν του αμφισβητούμενου διαχειριστικού ελλείματος. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, που αξίωσε περισσότερα στοιχεία για το παραδεκτό της αγωγής από όσα απαιτούνται κατά νόμο, έσφαλε κατά τούτο. Απορρίπτοντας, όμως, το επανακρινόμενο αγωγικό αίτημα ως απαράδεκτο σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε, δεδομένου ότι αυτό έπρεπε να απευθυνθεί κατά του συνόλου των συνιδιοκτητών της επίδικης πολυκατοικίας και όχι κατά μόνων των τεσσάρων [4] πρώτων εναγομένων, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνταν παθητικά. Το ίδιο αίτημα απαραδέκτως στράφηκε και εναντίον του πέμπτου εναγόμενου, μολονότι αυτός ως διαχειριστής της συνιδιοκτησίας συννόμως κατά τα ανωτέρω εκπροσωπεί την ομάδα των συνιδιοκτητών στις δίκες, όπως η προκείμενη, επειδή κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, που σχηματίζεται από το σύνολο των ισχυρισμών του ήδη εκκαλούντος, ο πέμπτος εναγόμενος δεν ενήχθη υπό τη διαχειριστική του ιδιότητα αλλά μόνον υπ’ αυτήν του οφειλέτη της απαιτήσεως για την οποία έγινε λόγος παραπάνω και της παροχής στην οποία θα γίνει αναφορά πιο κάτω. Επομένως, ο συναφής τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού βέβαια αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης, των οποίων η αντικατάσταση είναι εν προκειμένω επιτρεπτή (άρθρο 534 ΚΠολΔ), καθώς η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο, έστω διαφορετικό στο δεύτερο βαθμό από εκείνον που έγινε δεκτός πρωτοδίκως, δεν οδηγεί, γενικά, σε μεταβολή της εμβέλειας του παραγόμενου δεδικασμένου (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., αρ. 10, σελ. 340), ενώ, ειδικά στην επίδικη περίπτωση, η απόρριψη της πρωτοδίκως κριθείσας ως αόριστης αγωγής ήδη ως απαράδεκτης ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης δεν αποκλείει την επάνοδο του ενάγοντος με νέα παραδεκτή αγωγή, γεγονός του οποίου η μη συνδρομή θα επέβαλε αντιθέτως την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 60/2011, Δνη 2011/772 = ΕΠολΔ 2012/244, ΑΠ 1566/1998, Δνη 1999/120, ΤριμΕφΑθ. 2407/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, 115, αρ. 13, σελ. 280, βλ. και ΕφΑθ. 6060/2013, Δνη 2015/1435).

VΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 5 εδαφ. β΄ του Ν. 3741/1929, που ορίζουν αντιστοίχως ότι «Επιτρέπεται εις τους συνιδιοκτήτας ίνα δι’ ιδιαιτέρας συμφωνίας, εις ην είναι απαραίτητος η κοινή πάντων συναίνεσις, κανονίσωσι τα της συνιδιοκτησίας δικαιώματα και υποχρεώσεις» και ότι «Εν ελλείψει πάσης μεταξύ των συνιδιοκτητών συμφωνίας ως προς τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις αυτών περί των κοινών πραγμάτων … έκαστος των συνιδιοκτητών υποχρεούται να συνεισφέρη εις τα κοινά βάρη επί τη βάσει της αξίας του ορόφου ή διαμερίσματος ου είναι κύριος», συνάγεται, αφενός, ότι τα βάρη των συνιδιοκτητών κοινής οικοδομής διηρημένης κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών, μεταξύ των οποίων και οι δαπάνες επισκευής ή συντήρησης των κοινών πραγμάτων, υπό την έννοια που προαναφέρθηκε, επιβάλλονται σ’ αυτούς κατά κανόνα με βάση την αξία του ορόφου ή του διαμερίσματος, του οποίου καθένας είναι κύριος (ΑΠ 1074/2001, ΕΔΠ 2002/209, ΑΠ 731/1991, Δνη 1996/583, με ενημερωτικό σημείωμα Κ. Βαλμαντώνη και I. Κατρά, ΜονΕφΔωδ. 27/2021, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 556/2015, ο.π., ΜονΕφΛαρ. 36/2015, Δικογραφία 2015/395, ΕφΑθ. 5363/2009, Δνη 2010/251, ΕφΑθ. 8349/2006, ο.π., ΕφΑθ. 7782/2003, Αρμ. 2005/744) και, αφετέρου, ότι απαλλαγή κάποιου συνιδιοκτήτη από τις ως άνω δαπάνες μπορεί να γίνει μόνο με κοινή όλων συμφωνία, για το κύρος της οποίας απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 13 § 1 του Ν. 3741/1929, να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και να μεταγραφεί (ΑΠ 900/1999, Δνη 2000/132 = ΕΔΠ 2000/309) και τούτο επειδή άγει σε μεταβολή των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των συνιδιοκτητών και, εφόσον, αυτές προσδιορίζονται ήδη στον κανονισμό, ισοδυναμεί με τροποποίησή του (ΑΠ 79/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1073/2013, Ε7 2014/419). Τέτοια απαλλαγή μπορεί να προβλέπει ο κανονισμός για τα κοινόκτητα πράγματα που δεν είναι ταυτόχρονα κοινόχρηστα, επειδή ανήκουν κατ’ αποκλειστική χρήση σε ορισμένο συνιδιοκτήτη. Είναι δηλαδή δυνατή (αλλά και σκόπιμη) η κανονιστική πρόβλεψη ότι για τις δαπάνες επισκευής και συντήρησής τους βαρύνεται αυτός αποκλειστικά (Ι. Κατράς, ο.π., § 288, σελ. 1055). Έγκυρη θα είναι και η με κοινή συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών επίρριψη της δαπάνης επισκευής των κοινών πραγμάτων που βλάπτονται ή καταστρέφονται από υπαιτιότητα ενός συνιδιοκτήτη μόνο στον ζημιώσαντα κατ’ αποκλεισμό των λοιπών εκ του νόμου συνυποχρέων. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι όταν τίθεται ενώπιον δικαστηρίου ζήτημα απαλλαγής ή εξαιρέσεως συνιδιοκτήτη από την υποχρέωση της ανάλογης συμμετοχής του σε κοινή δαπάνη, ο ισχυρισμός του διαδίκου που την επικαλείται δεν είναι νόμιμος, εφόσον δεν συνοδεύεται από μνεία κοινής συμφωνίας περί απαλλαγής ή εξαιρέσεώς του, διότι αν τέτοια συμφωνία δεν (εκτίθεται ότι)  υπάρχει, ισχύει ο κανόνας του άρθρου 5 εδαφ. β΄ Ν. 3741/1929. Μάλιστα, το ελλείπον στοιχείο δεν αναπληρώνεται από τους, αντίστοιχους και σαφείς, ισχυρισμούς του αντιδίκου, οι οποίοι δεν μπορούν να θεραπεύσουν το ελάττωμα αυτό (πρβλ Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 236). Τα ίδια ισχύουν κατά βάση και όταν σε δικαστική αντιδικία μεταξύ συνιδιοκτητών τίθεται ζήτημα έκτασης των εξουσιών που παρέχονται σ’ εκείνον τον συνιδιοκτήτη στον οποίο έχει παραχωρηθεί με κοινή όλων συμφωνία δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε κοινόκτητο χώρο, όπως λ.χ. στη συγκεκριμένη θέση στάθμευσης που αντιστοιχεί στην οριζόντια ιδιοκτησία του. Δεδομένου ότι ανάλογα με την επιφάνεια του χώρου στάθμευσης είναι δυνατό να σταθμεύουν εκεί περισσότερα οχήματα, εφόσον με τον τρόπο αυτό δεν παραβλάπτονται οι λοιποί συνιδιοκτήτες (Ι. Κατράς, ο.π., § 287, σελ. 1047), για τη νομιμότητα αιτήματος για περιορισμό των περισσότερων σταθμευόντων εκεί οχημάτων απαιτείται η επίκληση σχετικής συμφωνίας των συνιδιοκτητών, αφού η εξουσία αποκλειστικής χρήσης είναι καταρχήν απεριόριστη, εφόσον με αυτήν δεν αίρεται η δυνατότητα της κατά προορισμό χρήσης του πράγματος (ΑΠ 847/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 619/1999, Δνη 1999/37 = ΕΔΠ 1999/205 = ΠειρΝ 1999/422, ΑΠ 922/1998, Δνη 1998/852, 1608).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών πλήττει τις διατάξεις τις εκκαλουμένης με τις οποίες απορρίφθηκαν τα αιτήματά του να υποχρεωθούν οι δύο [2] πρώτοι εναγόμενοι να ανορθώνουν κάθε ζημία που θα προκαλούν στα πλακίδια του δαπέδου της υπό στοιχεία Ρ – 2 θέσης στάθμευσης, της οποίας έχουν την αποκλειστική χρήση ως συνιδιοκτήτες του υπό στοιχεία Ζ-1 διαμερίσματος, στο οποίο η εν λόγω θέση αντιστοιχεί κατά τη συστατική της οροφοκτησίας συμβολαιογραφική πράξη και να υποχρεωθεί ομοίως κάθε συνιδιοκτήτης να ανορθώνει τη ζημία που θα προκαλείται σε χώρο της αποκλειστικής χρήσης του. Όμως, τα αιτήματα αυτά ήσαν πράγματι απορριπτέα, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν είχε επικαλεστεί κοινή όλων των συνιδιοκτητών συμφωνία (συμβολαιογραφική και μεταγεγραμμένη), δυνάμει της οποίας να προβλέπεται παρέκκλιση από τη νόμιμη υποχρέωση των συνιδιοκτητών να συμμετέχουν ανάλογα με την αξία του διαμερίσματός του έκαστος στις αποκαταστατικές αυτές δαπάνες, ανεξαρτήτως του προσώπου του υπαιτίου για την πρόκληση της εκάστοτε ανορθωτέας ζημίας και της αποκλειστικής ή μη χρήσης του χώρου στον οποίο αυτή προκλήθηκε. Η παράλειψη αυτή του ενάγοντος καθιστούσε τα αιτήματα αυτά, σύμφωνα με τα ανωτέρω, νομικά αβάσιμα. Όμως, η απόρριψή τους από την εκκαλουμένη έλαβε χώρα λόγω απαραδέκτου και, συγκεκριμένα, λόγω αοριστίας συνιστάμενης στην έλλειψη αναφοράς της ύπαρξης στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη σχετικής πρόβλεψης «για την κατανομή των κοινών δαπανών» και του περιεχομένου της. Βέβαια, τέτοια συμβατική πρόβλεψη προέκυπτε πράγματι από τους ισχυρισμούς των εναγομένων, οι οποίοι με τη δική τους Β΄ αγωγή είχαν αναφερθεί σε συγκεκριμένο όρο του κανονισμού της πολυκατοικίας που προέβλεπε ότι η δαπάνη αποκατάστασης της βλάβης ορισμένων κοινών πραγμάτων βαρύνει τη συνιδιοκτησία, εφόσον η βλάβη δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου. Όμως η αγωγή του ενάγοντος δεν μπορούσε να καταστεί νόμιμη με βάση τους ισχυρισμούς των αντιδίκων του. Σε κάθε περίπτωση το σφάλμα της εκκαλουμένης δε μπορεί να διορθωθεί από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επειδή τούτο, δηλαδή η κατά παραδοχή της έφεσης εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το σχετικό κεφάλαιό της και η απόρριψη της αγωγής κατά το αντίστοιχο αίτημά της ως νομικά αβάσιμης, θα οδηγούσε σε επιβλαβέστερο για τον εκκαλούντα αποτέλεσμα, μολονότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν ασκήσει δική τους έφεση ή αντέφεση (άρθρο 536 § 1 ΚΠολΔ). Πράγματι, η πρωτοβάθμια απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη δεν εξαφανίζεται αν αυτή κριθεί στο εφετείο ότι ήταν παραδεκτή μεν αλλά νομικά αβάσιμη, καθώς στην περίπτωση αυτή η θέση του εκκαλούντος – ενάγοντος επιδεινώνεται (ΑΠ 298/2010, ΝοΒ 2011/979, Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 21, σελ. 287, Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π.,  αρ. 14, σελ. 344), δεδομένου ότι το παραγόμενο στη δεύτερη περίπτωση δεδικασμένο είναι ευρύτερο από εκείνο που δημιουργείται από την απόρριψη της αγωγής για δικονομικούς λόγους (ΑΠ 1117/2007, ΕΠολΔ 2008/468, ΤριμΕφΠατρ. 73/2021, ΜονΕφΑθ. 626/2022, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Την ίδια τύχη θα έχει και ο επόμενος (πέμπτος) λόγος της έφεσης,  με τον οποίο ο εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη ως νομικά αβάσιμης της αγωγής του κατά το μέρος της με το οποίο ζήτησε να απαγορευθεί η είσοδος δεύτερου οχήματος στις θέσεις στάθμευσης που αντιστοιχούν στις οριζόντιες ιδιοκτησίες των τριών [3] πρώτων εναγομένων, επειδή, χωρίς την ταυτόχρονη μνεία σχετικής κανονιστικής πρόβλεψης, η αποδοχή του αιτήματός του θα παρήγε πράγματι αποτέλεσμα ισοδύναμο προς τροποποίηση του κανονισμού, όπως και πρωτοδίκως έγινε ορθώς δεκτό. Άλλωστε, ο ενάγων δεν επικαλέστηκε ούτε ότι οι ενέργειες των αντιδίκων του αναιρούσαν τον προορισμό του κοινού πράγματος ούτε ότι παρέβλαπταν τα δικά του δικαιώματα στον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής ούτε ότι τον παρεμπόδιζαν στη χρήση των χώρων της, στους οποίους δεν είχε άλλος συνιδιοκτήτης δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης.

VII. Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216).

Εν προκειμένω, με τον έκτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη του αιτήματός του να υποχρεωθεί ο πέμπτος εναγόμενος, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείριση της πολυκατοικίας να τηρεί με μέριμνά του τα πρακτικά των γενικών συνελεύσεων των συνιδιοκτητών και να μην εφαρμόζεται καμιά απόφαση εάν δεν έχει προηγηθεί η καταγραφή της σε σχετικό πρακτικό, επικαλούμενος ότι η μη τήρηση των πρακτικών αποδείχθηκε από τη μη προσκομιδή του βιβλίου πρακτικών γενικών συνελεύσεων και από την άτακτη τήρηση όσων πρακτικών προσκομίστηκαν πρωτοδίκως, που δεν έφεραν υπογραφές των παρευρεθέντων σε κάθε συνέλευση. Όμως, τα συγκεκριμένα αιτήματα απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτα και χωρίς έννομο συμφέρον προβληθέντα, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν είχε επικαλεστεί ότι ο συγκεκριμένος αντίδικός του «…έχει παραβιάσει την υποχρέωσή του να τηρεί τα πρακτικά των γενικών συνελεύσεων ούτε ότι έχει εφαρμόσει απόφαση της γενικής συνέλευσης χωρίς σχετική καταχώριση στα πρακτικά…». Υπό τα δεδομένα αυτά, με τον ερευνώμενο λόγο της έφεσης δεν αποδίδεται στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού ο εκκαλών ούτε αμφισβητεί ότι όντως δεν είχε επικαλεστεί περιστατικά θεμελιωτικά του εννόμου συμφέροντός του, όπως αυτά που αξίωσε η εκκαλουμένη ούτε αιτιολογεί γιατί η αγωγή του θα έπρεπε να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν παρά την έλλειψή τους. Άλλωστε, ο ίδιος λόγος είναι και αλυσιτελής, αφού η παραδοχή του δεν θα αρκούσε για να θεωρηθεί ορισμένη η πράγματι αόριστη κατά το κεφάλαιό της αυτό αγωγή του.

Για την ταυτότητα του νομικού λόγου απορριπτέος παρίσταται και ο δωδέκατος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος του με τον οποίο προσβάλλεται η εκκαλουμένη για κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων εσφαλμένη απόρριψη όλων των παραπάνω αιτημάτων του, τα οποία απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως απαράδεκτα ή ως νομικά αβάσιμα. Πράγματι, οι αιτιάσεις αυτές στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι οι συναφείς ισχυρισμοί του εκκαλούντος κρίθηκαν με βάση τα εκτεθέντα στο δικόγραφο της αγωγής του και απορρίφθηκαν χωρίς να ερευνηθούν κατ’ ουσίαν και χωρίς, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να διατυπώσει προηγουμένως αποδεικτικό πόρισμα (ΑΠ 323/1989, Δνη 1990/770 = ΕΔΠ 1990/52 = ΕΕμπΔ 1991/330 = ΕΕΝ 1990/77, ΤριμΕφΑθ. 608/2022, ΜονΕφΑθ. 2107/2022, ΤριμΕφΑθ. 172/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 120/2015, Δικογραφία 2015/300, ΤριμΕφΔωδ. 43/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, Ν. Νίκας, ο.π., § 119, αρ. 53, σελ. 453,  βλ. και ΟλΑΠ 3/1997, Δνη 1997/539 = ΕΕΝ 1997/393 = ΝοΒ 1998/23, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, σελ. 232).

VIII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 393, 395, 396, 421, 424, 591 § 1 εδαφ. α΄, 614 αρ. 2 και 621 επομ. ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, όπως συμβαίνει με τις διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες οριζόντιων ή κάθετων ιδιοκτησιών από τη σχέση της συνιδιοκτησίας, όπως και με τις διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και στους διαχειριστές οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, οι μαρτυρίες τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο είτε με ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή δικηγόρου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της βεβαίωσης. Μαρτυρία που δόθηκε με άλλον τρόπο, χωρίς δηλαδή να τηρηθούν οι διατυπώσεις του Κώδικα, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δόθηκε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη κατά την οποία κρίνεται η συγκεκριμένη διαφορά. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων, που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, έστω και αν τηρήθηκε γι’ αυτές ο τύπος του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 (ΟλΑΠ 8/1987, Δ 1987/530 = ΝοΒ 1988/75, ΑΠ 125/2022, ΑΠ 109/2021, ΑΠ 241/2019, ΑΠ 524/2018, ΑΠ 743/2011, ΤριμΕφΑθ. 391/2022, ΜονΕφΛαρ. 24/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΧ. Το Δικαστήριο εκτιμά τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά και συγκεκριμένα του ……., συζύγου και συγκάτοικου της τέταρτης εναγόμενης της Α΄ αγωγής και της …………, συζύγου και συγκάτοικου του ενάγοντος της ίδιας αγωγής, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, τις υπ’ αριθμ. …../15.6.2021 και …/21.9.2021 δύο [2] ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας Αττικής βεβαιώσεις του ……. ……., ενοίκου διαμερίσματος της επί της οδού …………. αρ. ………. πολυκατοικίας και ………, ιδιοκτήτη άλλου διαμερίσματος της ιδίας πολυκατοικίας, αντίστοιχα, που ελήφθησαν με την επιμέλεια η μεν πρώτη του ενάγοντος της Α΄ αγωγής, η δε δεύτερη των εναγομένων της ίδιας αγωγής, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους να παραστούν κατ’ αυτές (βλ. όσον αφορά την πρώτη τις με αριθμούς ……/2.6.2021, ……./2.6.2021, …….. …../2.6.2021, ……/2.6.2021 και ………./2.6.2021 πέντε [5] εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. και όσον αφορά τη δεύτερη ένορκη βεβαίωση την υπ’ αριθμ. ……/16.92021 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), οι οποίες όλες (καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις) σταθμίζονται και εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, όπως και το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και α] οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και β] οι από 17.5.2021, 22.11.2021 και 20.3.2023 τρεις [3] τεχνικές εκθέσεις των ………., πολιτικής μηχανικού, . …., αρχιτέκτονα μηχανικού και …….., πολιτικού μηχανικού, από τις οποίες οι δύο [2] πρώτες συντάχθηκαν με παραγγελία των εναγομένων της Α΄ αγωγής, ενώ η τρίτη, η οποία προσκομίζεται το πρώτον στο δεύτερο βαθμό, χωρίς να συντρέχει λόγος απαραδέκτου από το άρθρο 529 ΚΠολΔ, συντάχθηκε με παραγγελία του εκκαλούντος, οι οποίες όλες εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, χωρίς, όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. VIII της παρούσας αναφέρθηκαν, να λαμβάνεται υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η από 30.11.2021 υπεύθυνη δήλωση του …………, ιδιοκτήτη διαμερίσματος της ιδίας οικοδομής, που περιβλήθηκε τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, επειδή κρίνεται ότι συντάχθηκε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην προκείμενη αντιδικία χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του ΚΠολΔ για τις μαρτυρίες τρίτων, όπως ορθώς, κρίθηκε και πρωτοδίκως,  απορριπτομένου, επομένως, ως αβάσιμου του συναφούς δέκατου τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τυγχάνουν όλοι ιδιοκτήτες οροφοδιαμερισμάτων της επί της οδού …………. . στην Νίκαια Αττικής κειμένης πολυκατοικίας, που έχει οκτώ [8] ορόφους, εκτός από τον πέμπτο εναγόμενο της Α΄ αγωγής, που είναι ελεύθερος επιχειρηματίας και δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών εξυπηρέτησης πολυκατοικιών, διατηρώντας προς τούτο ατομική επιχείρηση με το διακριτικό τίτλο «………..» στη Νίκαια, στον οποίο έχει ανατεθεί επ’ αμοιβή η διαχείριση της εν λόγω πολυκατοικίας με απόφαση των συνιδιοκτητών της, που ελήφθη στις 17.12.2019. Ειδικότερα, από τους εναγόμενους της Α΄ αγωγής α) οι δύο [2] πρώτοι είναι κατ’ ίσα αδιαίρετα μερίδια συγκύριοι του υπό στοιχεία Ζ – 1 διαμερίσματος του έβδομου ορόφου, στο οποίο ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία Ρ – 2 θέση στάθμευσης, καθώς και της υπό στοιχεία Υ – 7 υπόγειας αποθήκης, β) ο τρίτος είναι αποκλειστικός κύριος του υπό στοιχεία Η – 1 διαμερίσματος του όγδοου ορόφου, στο οποίο ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχείο Ρ – 1 θέση στάθμευσης, καθώς και της υπό στοιχεία Υ – 8 υπόγειας αποθήκης, γ) η τέταρτη είναι αποκλειστική κυρία του υπό στοιχεία ΣΤ – 1 διαμερίσματος του έκτου ορόφου, στο οποίο ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία Ρ – 3 θέση στάθμευσης, καθώς και της υπό στοιχεία Υ – 6 υπόγειας αποθήκης, ενώ δ) ο ενάγων της ίδιας αγωγής είναι εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό 50% συγκύριος του υπό στοιχεία Ε-1 διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου, στο οποίο ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία Ρ-6 θέση στάθμευσης, καθώς και της υπό στοιχεία Υ-5 υπόγειας αποθήκης, του υπολοίπου ποσοστού αδιαίρετης συγκυριότητας ανήκοντος στη σύζυγό του και μάρτυρα αποδείξεως ……….. Οι θέσεις στάθμευσης που βρίσκονται στον ισόγειο χώρο της πολυκατοικίας (στεγασμένο και ακάλυπτο) και αντιστοιχούν στις οριζόντιες ιδιοκτησίες απεικονίζονται κατά την επιφάνεια, τη θέση και τα όριά τους στην κάτοψη του ισογείου που συντάχθηκε το μήνα Απρίλιο του έτους 2003 από τον αρχιτέκτονα μηχανικό ………. Όλα τα παραπάνω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, αποδεικνύονται άλλωστε και εγγράφως. Η πολυκατοικία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ δυνάμει της με αριθμό ………/16.7.2003 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του Συμβολαιογράφου Νίκαιας …… ……., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας στον τόμο ……. με αύξοντα αριθμό εγγραφής …….. Οι διατάξεις του κανονισμού αυτού που ενδιαφέρουν στην παρούσα δίκη ορίζουν τα εξής: «Άρθρο 3. Δικαιώματα – Υποχρεώσεις και περιορισμοί χρήσης στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα. 1. Κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει όλα τα δικαιώματα στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα που ο νόμος ορίζει για τους συνιδιοκτήτες, ανάλογα με το είδος και τον προορισμό τους, με τον όρο να μην εμποδίζει τη χρήση τους από τους άλλους δικαιούχους συνιδιοκτήτες. 2. Οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι, πράγματα και εγκαταστάσεις πρέπει να είναι πάντοτε ελεύθεροι και να μη γίνεται κατάχρηση χρόνου χρήσης τους από τους δικαιούχους συνιδιοκτήτες. Απαγορεύεται σε κάθε δικαιούχο συνιδιοκτήτη να αφήνει στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα έπιπλα, κιβώτια και άλλα κινητά πράγματα και ζώα που εμποδίζουν άλλους συνιδιοκτήτες ή ενοίκους και να προκαλεί θορύβους και άλλες ενοχλήσεις σε αυτούς. Επίσης έχει υποχρέωση να φροντίζει για την καλή συντήρηση και κανονική και απρόσκοπτη χρήση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων της οικοδομής … Άρθρο 4. Δικαιώματα – Υποχρεώσεις και περιορισμοί ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στην οικοδομή…5. Ο κύριος οριζόντιας ιδιοκτησίας μπορεί και δικαιούται να μεταρρυθμίζει εσωτερικά την ιδιοκτησία του κατά την κρίση του, αλλά μόνο μετά από γνωμάτευση αρχιτέκτονα ή άλλου ειδήμονα πτυχιούχου μηχανικού και από άδεια της δημόσιας αρχής και υπό τον όρο ότι τα έργα αυτά δεν θα θίγουν τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, εγκαταστάσεις και πράγματα, τους εξωτερικούς τοίχους της ιδιοκτησίας του, την από σιδηρομπετόν κατασκευή της ιδιοκτησίας του και του όλου κτιρίου και κάθε γενικά στατικό στοιχείο της οικοδομής, ως και την ασφάλεια, την αντοχή και τη στερεότητα της οικοδομής. Κάθε ζημία ή φθορά στη συνιδιοκτησία ή σε αυτοτελή ιδιοκτησία από τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις βαρύνει αυτόν που τις προκαλεί κι αν ακόμα οι εργασίες της μεταρρύθμισης έγιναν με άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου και με την επίβλεψη μηχανικού…7. Απαγορεύεται σε κάθε συνιδιοκτήτη η μεταρρύθμιση, η μεταβολή ή επισκευή εξωτερικά της πρόσοψης της ιδιοκτησίας του, των φωταγωγών, των διαδρόμων, της κεντρικής σκάλας ή άλλων κοινοκτήτων και κοινοχρήστων της πολυκατοικίας. Επίσης απαγορεύεται να ανοίξει τρύπες στους εξωτερικούς τοίχους της ιδιοκτησίας του (εκτός αν αυτό χρειάζεται για την εγκατάσταση κλιματισμών) ή στους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου και στα παράθυρα και γενικά απαγορεύεται κάθε μεταβολή, μετάθεση ή αντικατάσταση που θίγει οριζόντιο ή κάθετο δίκτυο αποχέτευσης, σωληνώσεις και αγωγούς της κεντρικής θέρμανσης και ύδρευσης που περνάει οριζόντια ή κάθετα από την ιδιοκτησία του…  Άρθρο 9. Κεντρική θέρμανση … 4. Σε περίπτωση βλάβης των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων σωληνών, αγωγών και των θερμαντικών σωμάτων των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, την επιδιόρθωση την φροντίζει μηχανικός ή τεχνίτης που τον επιλέγει ο διαχειριστής η δε σχετική  δαπάνη βαρύνει το σύνολο κατά την πιο πάνω στην παράγραφο 1 αναλογία, εφόσον η βλάβη δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου … Άρθρο 17. Ευθύνη ιδιοκτητών και ενοίκων σε περίπτωση παράβασης των όρων του κανονισμού. 1. Κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας απέναντι στους άλλους ιδιοκτήτες ευθύνεται για την από αυτόν τον ίδιο ή από αυτούς που χρησιμοποιούν την ιδιοκτησία του, μέλη της οικογένειάς του, τους μισθωτές, το υπηρετικό του προσωπικό και λοιπά, παράβαση των όρων του παρόντος κανονισμού, ο δε διαχειριστής δικαιούται για κάθε παράβαση να ζητάει με ασφαλιστικά μέτρα για διατάραξη και με αίτημα να διατυπωθεί στην απόφαση απειλή χρηματικής ποινής για την αποτροπή και διατάραξη της απειλής… Άρθρο 18 – Αποκατάσταση ζημιών λόγω παράβασης των όρων του κανονισμού. 1. Ανεξάρτητα από τις στο προηγούμενο άρθρο ποινές, κάθε παράβαση των όρων του παρόντος κανονισμού, εφόσον επιφέρει βλάβη ή ζημία στη συνιδιοκτησία, δημιουργεί για τον παραβάτη συνιδιοκτήτη υποχρέωση ανόρθωσης της ζημίας αυτής…». Ο ενάγων της Α΄ αγωγής σταθμεύει συστηματικά το υπό στοιχεία κυκλοφορίας ……. ιδιωτικής χρήσης επιβατηγό αυτοκίνητο της  ιδιοκτησίας του στην υπό στοιχεία Ρ-7 θέση στάθμευσης, η οποία ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στο υπό στοιχεία Δ-1 διαμέρισμα της ιδιοκτησίας του τρίτου – μη διαδίκου ……… Η παραπάνω θέση στάθμευσης, η υπό στοιχεία Ρ -1 θέση στάθμευσης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στο υπό στοιχεία Η-1 διαμέρισμα, καθώς και η υπό στοιχεία Ρ-2 θέση στάθμευσης, η οποία ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στο υπό στοιχεία Ζ-1 διαμέρισμα, βρίσκονται κάτω από το περίγραμμα της πυλωτής και των εξωστών, όπως αυτές απεικονίζονται στην προαναφερόμενη αρχιτεκτονική κάτοψη του ισογείου. Οι υπό στοιχεία Ρ-1 και Ρ-7 θέσεις βρίσκονται σε παράλληλη θέση με το πλάγιο όριο της εισόδου της πυλωτής και η υπό στοιχεία Ρ – 2 θέση βρίσκεται διαγώνια σε σχέση με την πρόσοψη της εισόδου. Ο ενάγων σταθμεύει το όχημά του στην υπό στοιχεία Ρ-7 θέση καταλαμβάνοντας επιφάνεια που αντιστοιχεί στην υπό στοιχεία Ρ-1 θέση στάθμευσης, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζει αντίστοιχα τον τρίτο εναγόμενο της Α΄ αγωγής να σταθμεύει εντός των ορίων που αντιστοιχούν στην υπό στοιχεία Ρ-1 θέση και αυτός να αναγκάζεται να καταλαμβάνει χώρο προς τα πίσω. Μάλιστα με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή καταλαμβάνοντας χώρο που αντιστοιχεί στην υπό στοιχεία Ρ-1 θέση στάθμευσης, σταθμεύει συστηματικά το υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………… όχημά της στην υπό στοιχεία Ρ – 7 θέση και η σύζυγος του ενάγοντος, κατά τη διάρκεια της απουσίας του τελευταίου. Εξαιτίας της οπισθοχώρησης του σταθμευμένου οχήματος του τρίτου ενάγοντος, καθίστανται δυσχερείς οι ελιγμοί για την στάθμευση του οχήματος των δύο [2] πρώτων εναγομένων της ιδίας αγωγής στην υπό στοιχεία Ρ – 2 θέση, η οποία αντιστοιχεί στην ιδιοκτησία τους, αφού δεν υπάρχει επαρκής απόσταση μεταξύ του κενού και του μεσαίου υποστυλώματος της πυλωτής, όπως τούτο προκύπτει από την από 22.11.2021 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονα μηχανικού ……, σε συνδυασμό προς τις συνημμένες σε αυτήν φωτογραφίες. Με τις παραπάνω περιγραφόμενες ενέργειες κατά τη στάθμευση των δύο [2] οικογενειακών οχημάτων του ενάγοντος, και μάλιστα σε θέση που δεν αντιστοιχεί στην οριζόντια ιδιοκτησία του, θίγονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών και διαταράσσεται η ομαλή σχέση της οροφοκτησίας, όπως συνάγεται από όσα σχετικά κατάθεσε με σαφήνεια ο μάρτυρας των αντιδίκων του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα οποία επιβεβαιώνονται από τις εγγραφές στα από 16.9.2021 και από 27-28.9.2021 ημερήσια δελτία οχήματος του Αστυνομικού Τμήματος  Κορυδαλλού. Με τις ίδιες ουσιαστικές παραδοχές το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε βάσιμο το σχετικό αίτημα των εναγόντων της Β΄ αγωγής και υποχρέωσε τον εναγόμενο της αγωγής αυτής να μην σταθμεύσει ξανά κάποιο από τα οχήματα της οικογένειάς του στην υπό στοιχείο Ρ-7 θέση στάθμευσης. Έτσι που έκρινε ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τον έβδομο λόγο της έφεσής του αλλά και με το δωδέκατο λόγο αυτής κατά το συναφές σκέλος του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα……..   προκύπτει ότι από αμέλεια του εναγόμενου και της συζύγου του, κατά την εκτέλεση ελιγμών για την στάθμευση των οχημάτων τους καταστράφηκε η γωνία απόληξης μιας κοινόχρηστης υδρορροής. Επίσης, από αμέλεια των παραπάνω κατά την εκτέλεση ελιγμών με τα οχήματά τους επήλθε θραύση τριών [3] φανών εξωτερικού χώρου, τύπου «χελώνας» και των λαμπτήρων τους, που ήταν εγκατεστημένοι σε κοινόχρηστο τοίχο της πολυκατοικίας. Βέβαια, η μάρτυρας του ενάγοντος και σύζυγός του κατέθεσε πρωτοδίκως ότι για την καταστροφή των φαναριών ευθύνεται ο ………, ο οποίος φέρεται ότι είχε παραχωρήσει σ’ αυτόν τη χρήση της πιο πάνω θέσης στάθμευσης. Όμως, η κατάθεσή της δεν επιβεβαιώνεται από την ένορκη βεβαίωση του φερομένου ως υπαιτίου ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο. Τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο της Β΄ αγωγής να αποκαταστήσει τα κατεστραμμένα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 § 1 του κανονισμού. Κρίνοντας έτσι δεν έσφαλε και ο όγδοος λόγος της ένδικης έφεσης, όπως και ο δωδέκατος λόγος της κατά το συναφές σκέλος του, με τους οποίους ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου,  από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει, άλλωστε δεν αμφισβητείται από αυτούς, ότι οι τρεις [3] πρώτοι εναγόμενοι της Α΄ αγωγής έχουν τοποθετήσει σε κοινόχρηστους χώρους έξω από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους ερμάρια εναπόθεσης υποδημάτων. Ωστόσο, από το άρθρο 3 § 2 του κανονισμού της πολυκατοικίας προκύπτει ότι η απαγόρευση εναπόθεσης επίπλων και άλλων κινητών πραγμάτων σε κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δι’ αυτής παρεμποδίζονται οι υπόλοιποι συνιδιοκτήτες ή ένοικοι κατά τη χρήση τους. Όμως, εν προκειμένω, από την από 17.5.2021 τεχνική έκθεση της πολιτικού μηχανικού ……….., η οποία δεν αντικρούεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, προκύπτει ότι η τοποθέτηση των εν λόγω ερμαρίων στο κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο δεν παρεμποδίζει ούτε δυσχεραίνει την διέλευση των ενοίκων της πολυκατοικίας. Επομένως, το σχετικό αίτημα της Α΄ αγωγής είναι αβάσιμο και ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Συνεπώς, ο αντιθέτου περιεχομένου ένατος λόγος της ένδικης έφεσης, όπως και ο συναφής δωδέκατος κατά το αντίστοιχο σκέλος του είναι και αυτοί αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι ήδη από την ανέγερση της πολυκατοικίας, ο κατασκευαστής της έχει διανοίξει οπές στη μεσοτοιχία με το όμορο οικόπεδο επί της οδού …………. αριθ. … στο ύψος των οριζόντιων ιδιοκτησιών του έκτου, έβδομου και όγδοου ορόφου της πολυκατοικίας, οι οποίες αποτελούν απολήξεις σωληνώσεων εξαερισμού απορροφητήρων με περσίδες. Ο ενάγων της Α΄ αγωγής ζήτησε την αποκατάσταση του εξωτερικού τοίχου με την άρση των απαγορευμένων επεμβάσεων στην μεσοτοιχία και το κλείσιμο των απολήξεων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό ως καταχρηστικό και υποβληθέν καθ’ υπέρβαση των ορίων που θέτει στην άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος από τη συγκυριότητά του στα κοινά μέρη της οικοδομής, αιτιολογώντας την κρίση του αυτή με την αναφορά, πρώτον, της συμπεριφοράς του ενάγοντος, ο οποίος από το έτος 2004, οπότε απέκτησε με αγορά τις ιδιοκτησίες του στην επίμαχη οικοδομή, ουδέποτε μέχρι την έγερση της αγωγής του είχε διαμαρτυρηθεί για την ύπαρξη των παραπάνω οπών – απολήξεων, δημιουργώντας έτσι στους αντιδίκους του εύλογη την πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του, δεύτερον, του ότι ο ίδιος (ενάγων) δεν προσδοκά εύλογο όφελος από το κλείσιμο των απολήξεων των σωληνώσεων εξαερισμού των απορροφητήρων των διαμερισμάτων των αντιδίκων του και, τρίτον, της σημαντικής ζημίας, που αυτοί θα υποστούν από την παραδοχή του αιτήματός του, αφού θα απωλέσουν τη δυνατότητα εξαερισμού των απορροφητήρων στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, χωρίς μάλιστα να (προκύπτει ότι) μπορούν να εξυπηρετηθούν για τον εξαερισμό από οποιοδήποτε άλλο σημείο, λόγω της κατασκευής της πολυκατοικίας. Απέρριψε δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και το αίτημα του ενάγοντος της Α΄ αγωγής να αφαιρεθεί η υποδοχή ασφάλισης δικύκλου που συνομολογήθηκε ότι έχει τοποθετήσει ο τρίτος εναγόμενος σε κοινόκτητο τοίχο της υπό στοιχεία Ρ-1 θέσης στάθμευσης, το οποίο θεώρησε ως ουσιαστικά αβάσιμο, επειδή έκρινε ότι η εν λόγω επέμβαση δεν προκαλεί οποιονδήποτε κίνδυνο για την ασφάλεια της οικοδομής ούτε βλάπτει την εμφάνισή της ούτε προκαλεί βλάβη στη σύγχρηση των κοινόχρηστων και κοινόκτητων πραγμάτων από τους συνιδιοκτήτες. Από την επανεκτίμηση των αποδείξεων προκύπτει ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η εκκαλουμένη υπήρξαν ορθά και νόμιμα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι δέκατος, ενδέκατος και δωδέκατος, κατά το συναφές σκέλος του, λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη για συναφή αποδεικτικά σφάλματα.

Χ. Μετά ταύτα και επειδή έτερος λόγος δεν προβάλλεται προς έρευνα πρέπει, κατά μερική παραδοχή της έφεσης κατά τους ευδοκιμήσαντες ανωτέρω λόγους της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις αντίθετες κρίσεις της και, αφού διακρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ’ ουσίαν, να απορριφθεί η Α΄ αγωγή μόνον κατά τα δύο [2] πρώτα αναγνωριστικά της αιτήματα ως απαράδεκτη.  Επιπλέον, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, κατά το σχετικό αίτημά τους, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και, τέλος, να αποδοθεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται αυτός νικητής, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτόν (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

XI. Με τη διάταξη του άρθρου 206 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της ευπρέπειας και κοσμιότητας κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως χωρίς χρονικό περιορισμό, να διατάσσει τη διαγραφή από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων, φράσεων που είναι εξυβριστικές ή ανάρμοστες και αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτές θεμελιώνουν την ειδική υπόσταση της εξύβρισης ή άλλου εγκλήματος κατά της τιμής και της υπόληψης διαδίκου, πληρεξουσίου δικηγόρου ή και του δικαστηρίου. Κάθε διάδικος, κατά την υπεράσπιση των απόψεών του σε σχέση με την επίδικη διαφορά και κατά την αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου του, υπέχει υποχρέωση τηρήσεως του επιβαλλόμενου μέτρου ευπρέπειας κατά την εκφορά του δικανικού λόγου και κατά τη σύνταξη των δικογράφων και των προτάσεών του και οφείλει να αποφεύγει, όταν μάλιστα τούτο δεν είναι αναγκαίο για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων του, φράσεις με οξείς χαρακτηρισμούς και κρίσεις σε βάρος του αντιδίκου του ή του δικαστικού πληρεξουσίου του ή του δικαστηρίου, οι οποίες ενέχουν καταφρονητική ή ειρωνική μεταχείριση είτε ονειδισμό και περιφρόνηση των λοιπών παραγόντων της δίκης (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 1264/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 156/2013, ΕπισκΕΔ 2013/165 = ΕφΑΔ 2013/654, ΑΠ 1386/2008, Δνη 2011/1010, ΑΠ 1602/2005, ΑΠ 1042/2004, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1590/2003, ΝοΒ 2004/970). Αρμοδιότητα για την διαγραφή έχει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου απευθύνεται το δικόγραφο ή οι προτάσεις του διαδίκου, στο οποίο διαλαμβάνονται οι επίμαχες φράσεις (ΑΠ 794/2017, ΑΠ 1436/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η περί διαγραφής απόφαση δεν αφορά σε διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος ούτε συνιστά επιβολή πειθούς, κατά την τεχνική του όρου έννοια αλλά συνιστά ηθική κύρωση, της οποίας οι συνέπειες αντανακλούν στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου, που συνέταξε το κείμενο που περιέχει τις εξυβριστικές ή ανάρμοστες φράσεις, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά των διαδίκων πρέπει να εκδηλώνεται στα όρια της ευπρέπειας (ΑΠ 620/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, η χρήση του μέτρου αυτού από τα δικαστήρια απαιτεί περίσκεψη, για να κριθεί αντικειμενικά αν οι επίμαχες κάθε φορά φράσεις συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο νόμος και φειδώ, προκειμένου να μην καταλήξει σε κατασταλτική λογοκρισία. Οι υπερβολές στις εκφράσεις και οι οξείς χαρακτηρισμοί πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολογική έρευνα ώστε να αποτρέπεται σύγχυση των ορίων τους με τους κανόνες της ευπρέπειας (ΕφΑθ. 7403/2007, Δνη 2008, ΕφΑθ. 5779/2003, Δνη 2004/208, ΕφΠειρ. 773/2003, Δνη 2004/207). Πάντως, ανάρμοστες είναι γενικά οι φράσεις που είτε φανερώνουν καταφρόνηση προς τους δικαστές που εξέδωσαν προηγούμενες αποφάσεις και προς τη δικαιοσύνη γενικότερα (ΑΠ 489/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε υπαινίσσονται αναπόδεικτα συνειδητή μεροληψία δικαστών που δίκασαν προηγουμένως (ΟλΣτΕ 67/2009, ΔΔίκη 2010/859, ΑΠ 411/1992, Δνη 1993/1293, ΑΠ 446/1988, Δνη 1989/71 = ΕΕΝ 1989/226) ή που προσάπτουν τη μομφή της «ατυχούς και πεπλανημένης» σε προηγούμενη δικαστική κρίση (ΟλΣτΕ 169/2010, ΕΔΔΔΔ 2010/437 = ΕΔΚΑ 2010/234 = ΑρχΝ 2010/355, βλ. και Π. Κοντογεωργακόπουλου, Οι ποινές τάξης των άρθρων 205 – 207 ΚΠολΔ, σε ΝοΒ 2017/15 επομ., Γ. Διαμαντόπουλου, Οι ποινές τάξης των άρθρων 205 – 207 ΚΠολΔ, σε Δνη 2007/16 επομ.).

Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών στο δικόγραφο της ένδικης εφέσεως του περιέλαβε, αναφερόμενος στην κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και τις ακόλουθες φράσεις και περικοπές: 1] στη σελίδα 7 την φράση «…έκρινε με δύο μέτρα και δύο σταθμά…», 2] στη σελίδα 9 την περικοπή «…Είναι απορίας άξιο πως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδέχεται όλες τις παράνομες πράξεις των αντιδίκων βρίσκοντας σε κάθε μία από αυτές και από μία επίφαση νομιμότητας…» και την φράση «…Τι είδους σκεπτικό δικαστηρίου είναι αυτό;…», 3] στη σελίδα 12 τη φράση «Το Δικαστήριο…ενεργώντας με διάκριση σε βάρος μου…» και στη σελίδα 16 την περικοπή «…το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, δεν έκρινε σύμφωνα με τον νόμο και τον κανονισμό της πολυκατοικίας, τον οποίο ερμήνευσε με άκρως “ελαστικό” (στην κυριολεξία) τρόπο…». Οι φράσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στην αρμόζουσα ευπρέπεια και σοβαρότητα και πρέπει να διαγραφούν ως ανάρμοστες, επειδή προσβάλλουν τη Δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς συνιστούν αναπόδεικτη μομφή μεροληψίας και ενέχουν αδικαιολόγητη οξύτητα και καταφρονητική διάθεση προς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του οποίου πλήττεται με τρόπο απαξιωτικό η δικαιοδοτική κρίση, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των ισχυρισμών του εκκαλούντος. Συνεπώς, πρέπει, αυτεπαγγέλτως και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 206 ΚΠολΔ, να διαγραφούν από το ως άνω δικόγραφο στο οποίοι περιέχονται.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1055/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται αυτήν τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαιά της.

Κρατεί και δικάζει την από 21.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/21.5.2021 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν ως απαράδεκτη μόνον κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό αιτήματά της.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).

Διατάσσει τη διαγραφή από το δικόγραφο της έφεσης των φράσεων και περικοπών που μνημονεύονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ