Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 699/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης  699/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στη …… και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δόμβρο (ΑΜ ΔΣΠ ……. ΔΕ ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ ΑΜ ΔΣΠ 30007).

Της εφεσίβλητης: …….., κατοίκου ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη Ανδρουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ ……), που κατέθεσε την από 18-10-2023 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Β) Της εκκαλούσας: …….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη Ανδρουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ …….), που κατέθεσε την από 18-10-2023 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας που εδρεύει στη …….., με την επωνυμία ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δόμβρο (ΑΜ ΔΣΠ …….. ΔΕ ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ ΑΜ ΔΣΠ 30007).

Η εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Α) έφεσης και εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 02-11-2020 (με γεν.αριθ.κατάθ. …/2020 και ειδ.αριθ.καταθ. δικογρ. …./2020) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1157/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και διέταξε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης και εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με την από 12-09-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/16-09-2022 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/16-09-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/11-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/11-01-2023) έφεση και η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης και εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με την από 04-07-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./05-07-2023 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/05-07-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/07-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/07-07-2023) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 12-09-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./16-09-2022 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/16-09-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./11-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./11-01-2023) έφεση και β) η από 04-07-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./05-07-2023 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/05-07-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./07-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./07-07-2023) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 1157/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).

Οι κρινόμενες αντίθετες, από 12-09-2022 υπό στοιχ. Α) έφεση και από 04-07-2023 υπό στοιχ. Β) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 1157/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την από 02-11-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./02-11-2020 αγωγή της ενάγουσας – εκκαλούσας της υπό στοιχ. Β) έφεσης – εφεσίβλητης της υπό στοιχ.Α) έφεσης κατά της εναγομένης – εκκαλούσας της υπό στοιχ.Α) έφεσης – εφεσίβλητης της υπό στοιχ. Β) έφεσης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 11.04.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα άλλα στοιχεία, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη προδικασίας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής (ΑΠ 1611/2008, Δ. 2008/1131, 187/2006, Δ. 2006/907). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος ή τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (ΑΠ 365/2005, ΕλλΔ/νη 47.1663, ΑΠ 225/2002, ΕφΠειρ 567/2005, ΕφΠειρ 892/2002, ΜΕφΠειρ 168/2014, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικογράφου της αγωγής για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικά με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Εξάλλου, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και τις αργίες υπερωριακή εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωρίας κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη, η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 892/2002, ΠειρΝομ 2002/479), καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος), ούτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των συγκεκριμένων ημερών, κατά τις οποίες ο ναυτικός απασχολήθηκε υπερωριακά, ούτε ο αριθμός των ημερών αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας, που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 1600/2006 Α` δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜΕφΠειρ 98/2020, 50/2016, 321/2016, 218/2016, 369/2016, 22/2015, 28/2015, 191/2015, 323/2015, 376/2015, 442/2015, 528/2015, 553/2015, 739/2015, 590/2014, 168/2014 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007/385).

Η ενάγουσα, με την από 02-11-2020 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι με προσύμφωνα ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού/οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία Π, Νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ……, απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο ως θαλαμηπόλος, κατά τα χρονικά διαστήματα από 09-03-2018 έως 13-01-2019, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, από 05-03-2019 έως 03-10-2019 που απολύθηκε λόγω αδείας και από 04-11-2019 έως 12-01-2020 που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει. Ζητούσε δε, κατόπιν μερικής μετατροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό κατά την κύρια βάση της αγωγής, με εφαρμογή της ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών πλοίων, α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλλει το ποσό των 19.859,98 ευρώ για βασικές αποδοχές της ναυτικής της εργασίας (βασικό μισθό και επίδομα Κυριακών, επίδομα τροφοδοσίας, άδεια, αμοιβή διανυκτερεύσεων), υπερωριακή αμοιβή κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, δώρα εορτών, αποζημίωση απόλυσης και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση  της εναγομένης να της καταβάλλει το ποσό των 156,47 ευρώ ως επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των 635,55 ευρώ ως επίδομα άγονης γραμμής και κατά την επικουρική βάση της αγωγής με εφαρμογή της ΣΣΝΕ πληρωμάτων πορθμείων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλλει το ποσό των 11.817,52 ευρώ, για υπερωριακή αμοιβή κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, τροφή αδείας, δώρα εορτών, αμοιβή για 24ωρη άδεια ανάπαυσης και αποζημίωση απόλυσης και έτι επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από 12-01-2020, ημέρα της απόλυσής της, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών – περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθ. 1157/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή επαρκώς ορισμένη και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης και νόμιμη, πλην 1) του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς το αναγνωριστικό της σκέλος, μετά τη μερική μετατροπή του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος και 2) της επικουρικά σωρευόμενης στο δικόγραφο βάσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στη συνέχεια αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 10.329,40 ευρώ, ως διαφορά επί των βασικών αποδοχών της, επιδόματος τροφοδοσίας, αδείας (μετά τροφοδοσίας), παροχής υπερωριακής απασχόλησης κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της καθώς και απασχόλησής της τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, δώρων εορτών και αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις σε αυτήν ειδικότερα αναφερόμενες διακρίσεις μέχρις εξοφλήσεως, μέρος του οποίου, εκ ποσού 5.000 ευρώ, διατάχθηκε να καταβάλλει η εναγομένη ως προσωρινά εκτελεστό και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 340,71 ευρώ, ως διαφορά επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας και επίδομα άγονης γραμμής, καθόσον το επίδικο πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγιο άγονης γραμμής προς Αντικύθηρα), απορριπτόμενων των σχετικών ενστάσεων της εναγομένης α) περί εξοφλήσεως, άλλως συμψηφισμού των αιτούμενων ποσών και β) περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης της ενάγουσας στο συγκεκριμένο πλοίο τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τους όρους της αμοιβής και της εργασίας της, οι ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, του έτους 2019, με βάση τους πλόες που εκτελούσε το πλοίο αυτό. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι με τις ένδικες εφέσεις και με τους   διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν α) η εκκαλούσα της υπό στοχ. Α) έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η από 02-11-2020 αγωγή και β) η εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση και να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλομένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η από 02-11-2020 αγωγή καθ’όλο το αιτητικό της.

Με το προπαρατεθέν περιεχόμενο, η αγωγή είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, όπως αυτά εξειδικεύονται ανωτέρω. Συγκεκριμένα προσδιορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο το είδος του πλοίου (επιβατηγό – οχηματαγωγό), πλοιοκτησίας της εναγομένης, στο οποίο εργάσθηκε η ενάγουσα, η καθαρή χωρητικότητά του, τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων της ενάγουσας στο πλοίο αυτό, με την ειδικότητα του θαλαμαμηπόλου, οι κάθε φορά συμφωνηθείσες κατά τις ναυτολογήσεις της, ως εφαρμοστέες στις εν γένει εργασιακές της σχέσεις και τις αποδοχές της Συλλογικές Συμβάσεις (των Πληρωμάτων των Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2018 και 2019), καθώς και οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής της (14), αλλά και συνολικά για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, του συνολικού αριθμού των ωρών της υπερωριακής της απασχόλησης, για τις οποίες αιτείται την προβλεπόμενη στις εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετη αμοιβή, προσδιοριζομένου ειδικότερα στο δικόγραφο ως το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του αριθμού των ωρών, που αυτή ισχυρίζεται ότι απασχολούνταν κάθε ημέρα καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, με τον επίσης αναφερόμενο συνολικό αριθμό των καθημερινών ημερών, καθώς και των Κυριακών, Σαββάτων και αργιών των επίμαχων χρονικών διαστημάτων, ξεχωριστά για το κάθε χρονικό διάστημα, κατόπιν αφαίρεσης των ήδη καταβληθέντων προς αυτήν για την  παραπάνω αιτία, από την εναγόμενη, χρηματικών ποσών. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν αποτελούν κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής αναφορικά με το κονδύλιο της υπερωριακής αμοιβής, η έλλειψη μνείας των οποίων θα καθιστούσε το δικόγραφο αόριστο και απορριπτέο, το είδος των εργασιών, που εκτελούσε η ενάγουσα, και η κατανομή τους εντός του 24ώρου, αλλά και τα ειδικότερα καθήκοντά της, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, τα οποία μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στο δικόγραφο η ειδικότητά της, με την οποία ναυτολογήθηκε, με αποτέλεσμα τα καθήκοντα που συναρτώνται με αυτήν να καθορίζονται εκ του νόμου. Συνεπώς σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής, όσον αφορά στο κονδύλιο της διαφοράς της αμοιβής της ενάγουσας για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο όπου είχε ναυτολογηθεί και απασχολήθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Στο άρθρο 170 του ν.δ. 187/1973 “περί Κωδικός Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου” (ΦΕΚ Α` 261) και υπό τον τίτλο “κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότης δρομολογήσεως”, ορίσθηκε στην παράγραφο 1 ότι δια π.δ. εκδιδομένου προτάσει του αρμοδίου Υπουργού καθορίζονται “α) αι κατηγορίαι των προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των ελληνικών λιμένων μεταφοράς επιβατών δρομολογιακών γραμμών, β) η αρμοδιότης προς δρομολόγησιν πλοίων και καθορισμόν δρομολογίων εις τας γραμμάς αυτάς”. Στο εκδοθέν, βάσει της ως άνω εξουσιοδοτήσεως, π.δ. 814/1974 (ΦΕΚ Α` 350) “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, ορίσθηκε στο άρθρο 1 περ. ε` αυτού, ότι κατά την εφαρμογή του διατάγματος τούτου και υπό τον όρο “δρομολογιακή γραμμή” νοείται η σειρά των λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως του επιβατηγού πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Εξάλλου, με τις υα 3525.1.5/01/2014 (φεκ β 1664/24.6.2014) είχε ισχύ μέχρι 31.12.2014 και η ΣΣΝΕ 2242.5.-1/72672-/2016 (φεκ β 2796/5.9.2016) με ισχύ από 1.1.2016 κυρώθηκαν οι από 13.6.2014 και 23.8.2016 ΣΣΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι οποίες εφαρμόζονται επί των πλοίων που εκτελούν πλόες αποστάσεως άνω των 30 ναυτικών μιλίων, ενώ για τα πλοία (πορθμεία) που εκτελούν πλόες μέχρι αποστάσεως 30 ναυτικών μιλίων εφαρμόζεται η ΣΣΕ αμοιβών πληρωμάτων πορθμείου εσωτερικού (ΥΑ 3525.6/1/2014 (ΦΕΚ Β` 2500/19.9.2014) και ΥΑ 2242.5/5586/2017 (ΦΕΚ Β` 355/9.2.2017) (βλ. παράγραφο 1 των ανωτέρω υπουργικών αποφάσεων). Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, υπό τον όρο “εκτέλεση πλόων μεταξύ λιμένων εσωτερικού μέχρι 30 ναυτικών μιλίων ή άνω των 30 ναυτικών μιλίων από την αφετηρία μέχρι τον λιμένα προορισμού” νοείται το σύνολο της δρομολογιακής γραμμής, όπως αυτή προκύπτει από την περί δρομολογήσεως του πλοίου σχετική διοικητική πράξη, είναι δε αδιάφορο εάν κατά την εκτέλεση του ένα δρομολόγιο πραγματοποιείται εκάστοτε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει. Περαιτέρω, το μήκος της δρομολογιακής γραμμής, το οποίο έχει σημασία για την εφαρμοστέα εκάστοτε ΣΣ ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) ή υπουργική απόφαση, δηλαδή εάν θα εφαρμοσθούν οι ΣΣΕ για πλοία που εκτελούν πλόες αποστάσεως μέχρι 30 ναυτικών μιλίων (ΣΣΝΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού) ή οι ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, εξευρίσκεται λαμβανομένων υπόψη και των αποστάσεων των ενδιάμεσων λιμένων στους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς της περί δρομολογήσεως αυτού διοικητικής πράξεως. Περαιτέρω, το μήκος της δρομολογιακής γραμμής, το οποίο έχει σημασία για την εφαρμοστέα εκάστοτε συλλογική σύμβαση ή υπουργική απόφαση, δηλαδή εάν θα εφαρμοσθούν οι ΣΣΕ για πλοία που εκτελούν πλόες αποστάσεως μέχρι 30 ναυτικών μιλίων ή οι αναφερόμενες σε ακτοπλοϊκά πλοία, τα οποία εκτελούν μεγαλύτερες διαδρομές, εξευρίσκεται λαμβανομένων υπ` όψη και των αποστάσεων των ενδιαμέσων λιμένων, εις τους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς στη περί δρομολογήσεως αυτού διοικητικής πράξεως, αναφέρεται δε σε καθαρώς τεχνικής φύσεως ζήτημα, γι` αυτό λαμβάνεται υπόψη η περί τούτου βεβαίωση της αρμοδίας κρατικής υπηρεσίας, κατά τις γενόμενες επίσημες μετρήσεις (ΣτΕ 3674/88 ΕΝαυτΔ 1989.378, ΕΦ ΠΑΤΡ 62/2007ΑΧΑΝΟΜ 2008/587). Εξ άλλου, η εφαρμογή για το πλήρωμα των ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, εφόσον το πλοίο, με βάση την οικεία διοικητική πράξη, έχει δρομολογηθεί για να εκτελεί πλόες αποστάσεως άνω των 30 ναυτικών μιλίων υπό την προεκτεθείσα έννοια, είναι, ως ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο ναυτικό, γενική και καθολική και όταν ακόμη το ίδιο πλοίο εκτελεί παραλλήλως και πλόες πορθμείου, δηλαδή δρομολόγια αποστάσεως μέχρι 30 ναυτικών μιλίων. (ΕφΠειρ 4/2019, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 125/2008 ΕΠΙΣΚΕΔ 2008/550, ΕφΠατρ 100/2007 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2007/523, ΕφΠατρ 1024/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008/642).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων».

Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019) ορίζεται ότι <<Σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α’ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παρ.1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επό 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία>>. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εφόσον ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, έχει αναλάβει, με σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας, την εξυπηρέτηση άγονης γραμμής, υποχρεούται να καταβάλλει στο σύνολο του πληρώματος, σχετικό επίδομα, το οποίο δεν χορηγείται ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ούτε συμψηφίζεται με την υπερωριακή εργασία, αλλά καταβάλλεται προσθέτως, δηλαδή πέραν του μισθού ενεργείας και των λοιπών επιδομάτων της ναυτικής εργασίας (Μον.Εφ.Πειρ. 388/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς στο διαδίκτυο www.efeteio-peir.gr Μον.Εφ.Πειρ. 138/2014 και 23/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται ως ποσοστό του μισθού ενέργειας, δηλαδή ανά ειδικότητα των δικαιουμένων και οφείλεται πλήρες εάν το πλοίο (και όχι ο δικαιούμενος ναυτικός) απασχολείται στην άγονη γραμμή ολόκληρο το μήνα και μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργούνται ορισμένες μόνο ημέρες μηνιαίως. Τούτο μπορεί να συμβαίνει και όταν το δρομολόγιο της άγονης γραμμής αποτελεί τμήμα της ακτοπλοϊκής γραμμής που εξυπηρετεί το πλοίο (άρθρο 180α ΚΔΝΔ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, ………….. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα, υπό αμφοτέρων των διαδίκων, επικαλούμενα και προσκομιζόμενα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της με αριθμό …/05.07.2021 ένορκης βεβαίωσης του …….., ο οποίος εργάστηκε στο πλοίο Π της εναγομένης, με την ειδικότητα του ναύτη, από το 2008 έως το 2019, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Νεάπολης Βοιών ……., με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. υπ’αριθ. …./25-06-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ………), η οποία (ένορκη βεβαίωση) εκτιμάται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας του μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ της ενάγουσας βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266, Εφ.Πειρ. 421/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, στο διαδίκτυο www.efeteio-peir.gr), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικά προσύμφωνα ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου <<Π>>, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, κ.ο.χ. 1239,35 και της ενάγουσας, Ελληνίδας απογεγραμμένης ναυτικού, ναυτολογήθηκε η τελευταία στη Νεάπολη Λακωνίας, ως επίκουρη (θαλαμηπόλος), στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες της από 09-03-2018 έως    13-01-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Νεάπολης με αμοιβαία συναίνεση, στη συνέχεια ναυτολογήθηκε από 05-03-2019 έως 03-10-2019, οπότε απολύθηκε στο ίδιο λιμάνι λόγω αδείας και ακολούθως από 04-11-2019 έως 12-01-2020, οπότε απολύθηκε στο ίδιο ως άνω λιμάνι, τυπικά με αμοιβαία συναίνεση, στην πραγματικότητα όμως λόγω διακοπής των πλόων, προκειμένου το πλοίο να υποβληθεί σε αναγκαίες, για την ετήσια επιθεώρηση, εργασίες.  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το παραπάνω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης της ενάγουσας, εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη σε δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και συγκεκριμένα ήταν δρομολογημένο στη γραμμή <<Νεάπολη Βοιών – Κύθηρα – Αντικύθηρα>>. Η απόσταση στη ανωτέρω δρομολογιακή γραμμή υπερβαίνει τα 30 ναυτικά μίλια, δεδομένου ότι μόνο η απόσταση Κύθηρα – Αντικύθηρα είναι 34 ναυτικά μίλια (βλ. σχετ. προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’αριθ. ………./2013 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής <<Νεάπολη Βοιών – Κύθηρα – Αντικύθηρα>> που καταρτίστηκε μεταξύ του Υπουργού Ναυτιλίας και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης), ενώ η προσέγγιση του λιμένα των Αντικυθήρων γινόταν σε τακτική βάση, δύο φορές την εβδομάδα, σύμφωνα με το πρόγραμμα των δρομολογίων του πλοίου και όχι  ευκαιριακά ή κατ’εξαίρεση, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγομένη. Το επίδικο πλοίο, το οποίο είναι επιβατηγό, δρομολογημένο στο δίκτυο της ανωτέρω άγονης ακτοπλοϊκής γραμμής, δεν εκτελεί τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού, απόστασης έως τριάντα ναυτικών μιλίων, που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερκού. Ειδικότερα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (2019), το πλοίο εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Κατά την <<κανονική περίοδο>> (βλ. διαστήματα από 01-01-2019 έως 17-06-2019 και από 24-09-2019 έως 12-01-2020) κάθε Δευτέρα αναχωρούσε στις 9.00 από τη Νεάπολη για Κύθηρα που έφτανε κατά τις 10.30 και από εκεί αναχωρούσε για Αντικύθηρα που έφτανε κατά τις 13.00, από όπου αναχωρούσε ξανά για Κύθηρα που έφτανε γύρω στις 15.30 και αναχωρούσε στις 16.00 για Νεάπολη που έφτανε στις 17.30 περίπου. Κάθε Τρίτη το πλοίο είχε αναχώρηση στις 12.30 για Κύθηρα, όπου έφτανε γύρω στις 14.00 και από εκεί ξεκινούσε στις 16.00 για επιστροφή στη Νεάπολη που έφτανε στις 17.30. Τις Τετάρτες το πλοίο ήταν δεμένο στη Νεάπολη και δεν εκτελούσε κανένα δρομολόγιο. Κάθε Πέμπτη το πλοίο έφευγε στις 9.00 από τη Νεάπολη για Κύθηρα που έφτανε κατά τις 10.30 και από εκεί για Αντικύθηρα που έφτανε στις 13.00, από όπου αναχωρούσε ξανά για Κύθηρα που έφτανε γύρω στις 15.30 και έφευγε στις 16.00 για Νεάπολη που έφτανε στις 17.30 περίπου. Κάθε Παρασκευή το πλοίο αναχωρούσε από Νεάπολη στις 14.30 για Κύθηρα, έφτανε γύρω στις 15.30 με 15.45 περίπου και από εκεί ξεκινούσε στις 16.15 για επιστροφή στη Νεάπολη που έφτανε στις 17.30 περίπου. Κάθε Σάββατο το πλοίο είχε αναχώρηση από Νεάπολη στις 10.00 για Κύθηρα, έφτανε γύρω στις 11.15 περίπου και από εκεί ξεκινούσε στις 14.00 για επιστροφή στη Νεάπολη που έφτανε στις 15.15 περίπου. Κάθε Κυριακή το πλοίο έφευγε από Νεάπολη στις 11.00 για Κύθηρα, έφτανε γύρω στις 12.15 περίπου και από εκεί ξεκινούσε στις 14.00 για επιστροφή στη Νεάπολη, που έφτανε στις 15.15. Κατά τη <<μέση>> περίοδο (βλ. διαστήματα από 18-06-2019 έως 15-07-2019 και από 02-09-2019 έως 23-09-2019), το πλοίο εκτελούσε σχεδόν τα ίδια δρομολόγια με την κανονική περίοδο, με τη διαφοροποίηση ότι πραγματοποιούσε δρομολόγια τις Τετάρτες από Νεάπολη προς Κύθηρα (αναχώρηση 9.30, άφιξη 10.45 και επιστροφή στις 12.45 στη Νεάπολη). Επίσης στα δρομολόγια του Σαββάτου και της Κυριακής, αντί να επιστρέφει στη Νεάπολη στις 15.15, επέστρεφε στις 18.15, παραμένοντας τις ώρες από 10.45 έως 17.00 στο λιμάνι των Κυθήρων. Κατά την περίοδο αιχμής (βλ. διαστήματα από 16-07-2019 έως 01-09-2019), το πλοίο έκανε διπλά δρομολόγια ως εξής: Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, το πλοίο έφευγε στις 9.30 από τη Νεάπολη για Κύθηρα, που έφτανε κατά τις 10.45, έφευγε στις 12.00 για Νεάπολη, όπου έφτανε στις 13.15, έφευγε ξανά στις 14.30 από Νεάπολη για Κύθηρα που έφτανε στις 15.45 και από Κύθηρα έφευγε στις 17.00 και έφτανε στη Νεάπολη στις 18.15 περίπου. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη το πλοίο έφευγε στις 9.30 από τη Νεάπολη για Κύθηρα, που έφτανε κατά τις 10.45 και από εκεί έφευγε για Νεάπολη στις 11.45 όπου έφτανε στις 13.00. Αναχωρούσε ξανά στις 14.00 για Κύθηρα που έφτανε στις 15.15 και από εκεί στις 15.45 αναχωρούσε για Αντικύθηρα που έφτανε στις 18.00. Από τα Αντικύθηρα αναχωρούσε άμεσα για Κύθηρα που έφτανε στις 20.30 περίπου και από εκεί έφευγε για Νεάπολη που έφτανε στις 21.45 περίπου. Επίσης αποδείχθηκε ότι κατά τη μέση και την κανονική περίοδο, δύο φορές περίπου το μήνα, τα δρομολόγια επεκτείνονταν, διότι το πλοίο, αφού αποβίβαζε τους επιβάτες, μετέφερε βυτία και φορτηγά με εύφλεκτα υλικά, όπως βενζίνες, πετρέλαιο κλπ για τον εφοδιασμό των Κυθήρων. Δηλαδή, μετά την αποβίβαση των επιβατών, ξεκινούσε νέο δρομολόγιο για τη μεταφορά βυτίων στα Κύθηρα,  όπου εκφορτώνανε και επιστρέφανε στη Νεάπολη κατά τις 23.30. Οταν δε το πλοίο μετέφερε υγραέριο, περίμεναν να επιστρέψουν τα άδεια βυτία, παραμένοντας στο λιμάνι των Κυθήρων έως τις 06.00 το πρωί της επόμενης ημέρας, οπότε και αναχωρούσαν για Νεάπολη. Ειδικά κατά τη θερινή περίοδο, τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγιο για τη μεταφορά βυτίων, μία φορά την εβδομάδα, με τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ήταν ναυτολογημένη στο επίδικο πλοίο, ως επίκουρος θαλαμηπόλος και εργαζόταν στο μπαρ του πλοίου, από το οποίο σέρβιρε τους πελάτες με καφέδες, αναψυκτικά, νερά και πρόχειρα γεύματα (τυρόπιτες, σάντουιτς κλπ) τα οποία ετοίμαζε η ίδια. Επίσης έκανε παραγγελίες, παραλαβές και εφοδιασμό στο μπαρ, στα ψυγεία και στις αποθήκες. Εκτός από την εργασία στο μπαρ, η ενάγουσα ήταν υπεύθυνη και για τον καθαρισμό στους χώρους των σαλονιών, των κοινόχρηστων χώρων (διαδρόμους, σκάλες, τουαλέτες κλπ) καθώς και για τον καθαρισμό των καμπινών των αξιωματικών που υπήρχαν στο πλοίο. Η εργασία της συνήθως ξεκινούσε στις 08.00, καθώς έπρεπε να βρίσκεται στο πλοίο τουλάχιστον 1 ώρα πριν από την έναρξη των δρομολογίων, προκειμένου να προετοιμάσει και να εφοδιάσει το μπαρ με τα απαραίτητα υλικά (αναψυκτικά, νερά, καφέδες, λοιπά σκευάσματα) και να ετοιμάσει το χώρο για την υποδοχή των επιβατών και σταματούσε 1 ώρα περίπου μετά την λήξη των δρομολογίων και την αποβίβαση των επιβατών, διότι έπρεπε να καθαρίσει και να σκουπίσει όλους τους εσωτερικούς χώρους του πλοίου, τα σαλόνια, τραπέζια, καναπέδες, τους κοινόχρηστους διαδρόμους, σκάλες, τουαλέτες και λοιπά, εργασίες που εκτελούσε αποκλειστικά μόνη της, διότι δεν υπήρχε ούτε θαλαμηπόλος ούτε άλλος βοηθός (εκτός από το καλοκαίρι που η  εναγομένη προσλάμβανε και άλλο άτομο για να εκτελεί τις ίδιες εργασίες). Η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της σύμφωνα με την ισχύουσα κατά το χρόνο ναυτολόγησής της, ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019. Η σύμβαση αυτή τυγχάνει πράγματι εφαρμοστέα λόγω της φύσεως των δρομολογίων του πλοίου <<Π>>, το οποίο δεν εκτελούσε τοπικές διαπορθμεύσεις, αλλά ήταν δρομολογημένο στο δίκτυο της ανωτέρω άγονης ακτοπλοϊκής γραμμής, προσέτι δε, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίστηκε, μεταξύ των διαδίκων, ειδική συμφωνία για την εφαρμογή της ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας της ενάγουσας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοστέα είναι η ανωτέρω ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό στοιχ.Α) έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης απορριπτέος, για όσους λόγους αναφέρθηκαν ανωτέρω, κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Α) έφεσης, τυγχάνει και ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η ενάγουσα δικαιούται να λάβει τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη ποσά, ως διαφορά επί των αποδοχών της (ήτοι για μηνιαίο βασικό μισθό και επίδομα Κυριακής επιδίκασε διαφορά εκ ποσού 1.478,22 ευρώ, για επίδομα τροφοδοσίας επιδίκασε διαφορά εκ ποσού 1.878,23 ευρώ, για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας επιδίκασε διαφορά εκ ποσού 156,47 ευρώ, για άδεια μετά τροφοδοσίας επιδίκασε διαφορά εκ ποσού 1.713,62 ευρώ και για επίδομα άγονης γραμμής επιδίκασε ποσό 184,24 ευρώ), διότι οι αξιώσεις για τα κονδύλια αυτά βασίζονται σε μη εφαρμοστέα ΣΣΕ (ενν. τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων). Οπως όμως κρίθηκε κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Α) έφεσης, στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και συνεπώς, ορθά κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπολόγισε τη διαφορά των αποδοχών της ενάγουσας (βασικό μισθό και επιδόματα), με βάση τα κονδύλια που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή. Επίσης ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, λόγω αοριστίας και κατά τα λοιπά σκέλη αυτού, με τα οποία η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να κρίνει αβάσιμες και συνεπώς απορριπτέες τις παραπάνω (αναφερόμενες στο πρώτο σκέλος του λόγου) αξιώσεις α) διότι έχει πλήρως εξοφληθεί το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, καθόσον δεν αναφέρει ποιό είναι το οφειλόμενο ποσό για το επίδομα αυτό καθώς και το ποσό που τυχόν κατέβαλε προς εξόφληση αυτού, β) διότι η άδεια τροφοδοσίας υπολογίστηκε εσφαλμένα, καθόσον δεν προσβάλλει με τρόπο ορισμένο το σχετικό κονδύλιο, ούτε αναφέρει σε τι συνίσταται ο εσφαλμένος υπολογισμός αυτού, γ) διότι στο πλοίο παρείχετο τροφή σε είδος στην ενάγουσα, η οποία διαχειριζόταν το κυλικείο, καθόσον δεν αναφέρει σε τι συνίσταται η παροχή που, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, ελάμβανε η ενάγουσα αντί του αντιτίμου τροφής που αυτή δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 3 της εφαρμοστέας ΣΣΕ και δ) διότι οι σχετικές αξιώσεις τυγχάνουν εξοφλημένες, καθόσον δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα ποσά που κατέβαλλε στην ενάγουσα  και την αιτία κάθε καταβολής. Περαιτέρω, η ΣΣΕ Πληρωμάτων  Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που εφαρμόστηκε κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης της ενάγουσας (01-01-2019 έως 13-01-2019, 05-03-2019 έως 03-10-2019 και 04-11-2019 έως 12-01-2020), υπογράφηκε στις 08-07-2019, κυρώθηκε στις 24-07-2019, με την υπ’αριθ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170) στις 12-08-2019, ορίστηκε δε ότι η ισχύς της αρχίζει αναδρομικά από την 01-01-2019. Δεδομένου ότι οι φορείς που κατήρτισαν και συνυπέγραψαν την ανωτέρω ΣΣΕ, περιέλαβαν σε αυτήν ρήτρα  (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2019 ισχύος της, η οποία κατέλαβε έτσι και τους διαδίκους (οι οποίοι αμφότεροι ήσαν κατά το έτος 2019 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, η μεν ενάγουσα ήταν μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας [ΠΝΟ], όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές της, εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας [ΣΕΕΝ], όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί), επιπλέον κατά το χρόνο της υπογραφής της ΣΣΝΕ (08-07-2019), η εργασιακή σύμβαση της ενάγουσας δεν είχε λυθεί (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικώς όσες ατομικές συμβάσεις των μελών των οργανώσεων που συμβλήθηκαν καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. Μον.Εφ.Πειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895), η ανωτέρω ΣΣΕ ίσχυσε και ήταν εφαρμοστέα καθ’όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας. Ενόψει αυτών, ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε, ως προς τους όρους εργασίας και τον υπολογισμό των αιτούμενων με την αγωγή κονδυλίων, τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία δεν τύγχανε εφαρμογής κατά το μεγαλύτερο μέρος του επιδίκου διαστήματος ναυτολόγησης της ενάγουσας,  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, σύμφωνα με την ως άνω ΣΣΕ, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του επίκουρου, ορίστηκε σε 957,87 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε 212,49 ευρώ, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε 19,98 ευρώ την ημέρα ή 599,40 ευρώ το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε 36,64 ευρώ και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε 367,71 ευρώ. Καθ’όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της (01-01-2019 έως 13-01-2019, 05-03-2019 έως 03-10-2019 και 04-11-2019 έως 12-01-2020), η ενάγουσα εργάστηκε 282 ημέρες (9,4 μήνες), για τις οποίες πρέπει να ερευνηθεί εάν παρείχε τις υπηρεσίες της πέραν του νομίμου ωραρίου της. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι κατά την χειμερινή περίοδο, κατ’εντολή του πλοιάρχου, εργαζόταν υπερωριακά κατά μέσο όρο, δύο επιπλέον ώρες από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και Κυριακές, ενώ τα Σάββατα και τις αργίες επί δέκα ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και κατά τη θερινή περίοδο, δηλαδή από 1 Ιουνίου έως και 30 Σεπτεμβρίου εργαζόταν υπερωριακά επί έξι ώρες πάνω από το οκτάωρο κατά μέσο όρο ημερησίως κατά τις καθημερινές και Κυριακές, ενώ κατά τα Σάββατα και αργίες επί δέκα τέσσερις ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως. Αντίθετα, η εναγομένη υποστηρίζει ότι ο μέσος όρος εργασίας της ενάγουσας κατά την υψηλή περίοδο δεν υπερέβαινε τις 10 ώρες ημερησίως. Οι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επιβεβαιώνονται από τα αποδεικτικά μέσα (κατάθεση στο ακροατήριο και ένορκη βεβαίωση) που ο καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα αλληλοαναιρούμενοι να μην παρέχουν ασφαλή δικανική πεποίθηση. Για το λόγο αυτό και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα στο πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ανωτέρω ακτοπλοϊκή γραμμή, με τις προσεγγίσεις στα ενδιάμεσα λιμάνια και την εξυπηρέτηση της άγονης γραμμής Νεάπολη Βοιών – Κύθηρα – Αντικύθηρα, β) την μη σταθερή καταβολή, κάθε μήνα, αμοιβή υπερωριακής εργασίας, γ) την ειδικότητα της ενάγουσας και συνακόλουθα τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής της, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τον αριθμό των δρομολογίων και τη συνήθη κατά μέσο όρο πληρότητα των πλοίων που είναι μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο (ιδίως το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου και τον Αύγουστο) και μικρότερη τους λοιπούς μήνες, το Δικαστήριο κρίνει (όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ότι η ενάγουσα, για τη εκτέλεση των καθηκόντων της και κατ’εντολή του πλοιάρχου, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των αναγκών για την καλύτερη λειτουργία του πλοίου, εργαζόταν κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως, δηλαδή εργαζόταν υπερωριακά κατά 4 ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και κατά 12 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες, μόνο κατά την περίοδο αιχμής, ήτοι από 16-07-2019 έως 01-09-2019, που υπήρχε αυξημένη επιβατική κίνηση και το πλοίο εκτελούσε περισσότερα του ενός δρομολόγια κατά τη διάρκεια της ημέρας (βλ. σχετ. πρόγραμμα δρομολογίων προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως από αμφότερους τους διαδίκους), ενώ το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της, δεν υπήρχε ανάγκη να εργαστεί πέραν του οκταώρου, δεδομένου ότι κατά την κανονική περίοδο (από 01-01-2019 έως 17-06-2019 και από 24-09-2019 έως    21-10-2019) και τη μέση περίοδο (από 18-06-2019 έως 15-07-2019 και από 02-09-2019 έως 23-09-2019), η συγκεκριμένη δρομολογιακή γραμμή εξυπηρετούσε μικρό αριθμό επιβατών και η συνολική διάρκεια του ταξιδίου δεν υπερέβαινε τις οκτώ ώρες, επιπλέον δε, κατά την κανονική περίοδο το πλοίο δεν πραγματοποιούσε κανένα δρομολόγιο τις Τετάρτες. Επομένως οι αξιώσεις της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση για το έτος 2019, διαμορφώνονται με βάση την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ του έτους 2019, ως ακολούθως: Για τα διαστήματα από 01-01-2019 έως 13-01-2019, από 05-03-2019 έως  15-07-2019, από 02-09-2019 έως 03-10-2019 και από 04-11-2019 έως 21-01-2020, κατά τα 34 Σάββατα (ήτοι 5/1, 12/1, 9/3, 16/3, 23/3, 30/3, 6/4, 13/4, 20/4, 27/4, 4/5, 11/5, 18/5, 25/5, 1/6, 8/6, 15/6, 22/6, 29/6, 6/7, 13/7, 7/9, 21/9, 28/9, 9/11, 16/11, 23/11, 30/11, 7/12, 14/12, 21/12, 28/12 του έτους 2019 και 4/1, 11/1 του έτους 2020) και τις 14 αργίες (Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, Καθαρά Δευτέρα (11 Μαρτίου), 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, Πρωτομαγιά, της Αναλήψεως (6 Ιουνίου), 14 Σεπτεμβρίου, Αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου), Χριστούγεννα, 2η ημέρα Χριστουγέννων του 2019 και Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια του έτους 2020), ήτοι συνολικά επί 48 ημέρες (και όχι 47 ημέρες όπως εσφαλμένα υπολόγισε η εκκαλουμένη), απασχολούμενη υπερωριακώς επί 8 ώρες δικαιούται το ποσό των 3.214,08 ευρώ (48 ημέρες χ 8 ώρες χ 8,37 ευρώ).  Επίσης για το χρονικό διάστημα από 16-07-2019 έως 01-09-2019, κατά τα 7 Σάββατα (ήτοι 20/7, 27/7, 3/8, 10/8, 17/8, 24/8, 31/8) και μία αργία (15 Αυγούστου) και συνολικά επί 8 ημέρες, απασχολούμενη υπερωριακώς επί 12 ώρες, δικαιούται το ποσό των 803,52 ευρώ (8 ημέρες χ 12 ώρες χ 8,37 ευρώ). Συνεπώς για την υπερωριακή της εργασία των Σαββάτων και αργιών κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούται συνολικά το ποσό των 4.017,60 ευρώ (3.214,08 + 803,52), αντί του ποσού των 3.950,64 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, η οποία έσφαλε ως προς τον υπολογισμό του ποσού των υπερωριών (αφού δέχθηκε ότι η ενάγουσα εργάστηκε 47 Σάββατα και αργίες αντί των 48 που πράγματι εργάστηκε. Επίσης κατά το χρονικό διάστημα από 16-07-2019 έως 01-09-2019, απασχολούμενη υπερωριακά επί 4 ώρες, δικαιούται για 38 καθημερινές και Κυριακές το ποσό των 1.060,96 ευρώ (38 ημέρες χ 4 ώρες χ 6,98 ευρώ).  Για την υπερωριακή της εργασία κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει συνολικά  το ποσό των 5.078,56 ευρώ ( 4.017,60 + 1.060,96), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.725,94 ευρώ (209,30 + 267,68 + 1.136,20 + 2.112,76), όπως η ίδια συνομολογεί στην αγωγή και όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης και επομένως δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.352,62 ευρώ (5.078,56 – 3.725,94) και όχι του ποσού των 1.285,66 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου και κατ’ουσίαν του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης, κατά το σκέλος αυτού που πλήττει την παραδοχή της εκκαλουμένης ότι η ενάγουσα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εργάστηκε 13 αργίες. Αντιθέτως ο σχετικός πέμπτος λόγος της υπό στοιχ, Α) έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα έκρινε ότι η ενάγουσα εργαζόταν κατά μέσο όρο δώδεκα ώρες ημερησίως, πρέπει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για τον καθορισμό των επιδομάτων δώρων εορτών που δικαιούται η ενάγουσα και ειδικότερα για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, συνυπολόγισε, πλέον του καταβαλλόμενου μισθού ενεργείας εκ ποσού 965,87 ευρώ, το επίδομα Κυριακών εκ ποσού 212,49 ευρώ, το αντίτιμο τροφής εκ ποσού 599,40 ευρώ, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσού 36,64 ευρώ, αποδοχές αδείας μετά τροφής εκ ποσού 367,71 ευρώ, αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής εκ ποσού 19,60 ευρώ και κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή εκ ποσού 507,93 ευρώ (ήτοι 5.011,6 ευρώ δια 296 ημέρες εργασίας χ 30 ημέρες), ήτοι συνολικά 2.609,64 ευρώ χ 1/2 χ 1/15 χ (70 ημέρες αναφοράς /8) 8,75 οκταήμερα = 790,31 ευρώ. Ωστόσο για τον ορθό υπολογισμό της αναλογίας δώρου Πάσχα 2019, η κατά μέσο όρο υπερωριακή αμοιβή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά κατά την εξέταση του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης, ανέρχεται σε 514,80 ευρώ (5078,56 ευρώ δια 296 ημέρες εργασίας χ 30 ημέρες) και όχι σε 507,93 ευρώ. Ενόψει τούτου η αναλογία επιδόματος Πάσχα  2019 διαμορφώνεται ως ακολούθως: καταβαλλόμενος μισθός ενεργείας 965,87 ευρώ, επίδομα Κυριακών 212,49 ευρώ, αντίτιμο  τροφής 599,40 ευρώ, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ, αποδοχές αδείας μετά τροφής 367,71 ευρώ, αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής 19,60 ευρώ και κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 514,80 ευρώ, ήτοι συνολικά 2.716,51 ευρώ χ 1/2 χ 1/15 χ (70 ημέρες αναφοράς /8) 8,75 οκταήμερα = 792,32 ευρώ, αντί του ποσού των 790,31 ευρώ που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εναντι του ποσού αυτού η ενάγουσα έλαβε το ποσό των 282,00 ευρώ, όπως η ίδια συνομολογεί στην αγωγή και όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης και επομένως δικαιούται τη διαφορά ποσού 510,32 ευρώ (792,32 – 282,00), αντί του ποσού των 508,31 ευρώ που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επίσης για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 και συγκεκριμένα για το διάστημα της υπηρεσίας της από 01-05-2019 έως 03-10-2019 και από 04-11-2019 έως 31-12-2019, ήτοι για εργασία 214 ημερών, δικαιούται να λάβει το ποσό των 2.449,21 ευρώ [2.716,51 μηνιαίος μισθός χ 2/25 χ (214 ημέρες αναφοράς/19) 11,27 δεκαεννεαήμερο] αντί του ποσού των 2.440,84 ευρώ που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εναντι του ποσού αυτού η ενάγουσα έλαβε το ποσό των 1.098,00 ευρώ, όπως η ίδια συνομολογεί στην αγωγή και δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης και επομένως δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.351,21 ευρώ ( 2.449,21 – 1.098,00), αντί του ποσού των 1.342,84 ευρώ που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επίσης για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020, για τις 12 ημέρες που εργάστηκε, δικαιούται να λάβει το ποσό των 135,83 ευρώ [2.716,51 χ 1/2 χ 1/15 χ (12 ημέρες αναφοράς /8) 1,5]. Επομένως για την ανωτέρω αιτία, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το ποσό των 1.997,36 ευρώ  (510,32+1351,21+135,83), και όχι το ποσό των 1.986,63 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου και κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τον υπολογισμό των κονδυλίων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των δώρων εορτών. Αντιθέτως ο σχετικός έβδομος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, κατά το σκέλος αυτού, με το οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα υπολόγισε το ποσό που δικαιούται η ενάγουσα για δώρα εορτών διότι προσέθεσε στις αποδοχές της ανύπαρκτες υπερωρίες, πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω αλλά και κατά την εξέταση του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ. Α) έφεσης και του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ωσαύτως απορριπτέος, λόγω αοριστίας, τυγχάνει ο ανωτέρω λόγος και κατά το σκέλος με το οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό περί εξοφλήσεως των κονδυλίων των δώρων εορτών, καθόσον δεν επικαλείται το συγκεκριμένο ποσό που κατέβαλλε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή καθώς και τον τρόπο καταλογισμού του κάθε επιμέρους κονδυλίου. Και τούτο διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (ΑΠ 417/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1688/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1160/2019 ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε., η οποία εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, σε κάθε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο πέραν των 60 ημερών καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών. Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, επέχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 και κατισχύει των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), ως νεότερη, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό ακτοπλοϊκό σκάφος, λόγω διακοπής των πλόων αυτού, για οποιοδήποτε λόγο, δηλαδή και λόγω ετήσιας επιθεώρησης και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την «προσωρινή» απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών (ΕφΠειρ 283/2009, ΕφΠειρ 456/2008, ΕφΠειρ 977/2003, ΕφΠειρ 329/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), προς υπολογισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ’έκαστο μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 283/2009 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, ΕφΠειρ 602/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι στις 12-01-2020 η ενάγουσα απολύθηκε από το ένδικο πλοίο στο λιμάνι της Νεάπολης, με καταχωρημένη αιτία απόλυσης στο ναυτικό της φυλλάδιο ως <<αμοιβαία συναινέσει>>. Ωστόσο η πραγματική αιτία της απόλυσής της, όπως και όλου του πληρώματος, ήταν η διακοπή των δρομολογίων του πλοίου, με σκοπό την, ενόψει της ετήσιας επιθεώρησης, εκτέλεση εργασιών συντήρησης οι οποίες διήρκησαν πέραν των δύο μηνών. Η εναγομένη εργοδότρια είχε υποσχεθεί στην ενάγουσα την επαναπρόσληψή της με την έναρξη των δρομολογίων και η τελευταία ζήτησε πράγματι την εκ νέου ναυτολόγησή της, ωστόσο αυτό δεν συνέβη. Συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, αποζημίωση απόλυσης, ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών, ήτοι ποσό 1.992,10 ευρώ [(καταβαλλόμενος μισθός ενεργείας 965,87 ευρώ, επίδομα Κυριακών 212,49 ευρώ, αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ, αποδοχές αδείας μετά τροφής 367,71 ευρώ, αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής 19,60 ευρώ και κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 514,80 ευρώ, ήτοι συνολικά 2.716,51 ευρώ) δια 30 = 90,55 χ 22 = 1.992,10 ευρώ]  και όχι το ποσό των 1.987,04 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου και κατ’ουσίαν του τρίτου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης. Περαιτέρω, ενόψει όσων έγιναν δεκτά, ότι δηλαδή η απόλυση της ενάγουσας είχε ως πραγματική αιτία την διακοπή των δρομολογίων του πλοίου λόγω εκτέλεσης εργασιών συντήρησης, με προοπτική μάλιστα επαναπρόσληψής της από την εναγομένη και δεν έγινε επί τη βάσει αμοιβαίας συναίνεσης των μερών, πρέπει ο σχετικός έκτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, κατά το σκέλος που υποστηρίζει τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης απορριπτέος τυγχάνει ο ανωτέρω λόγος και κατά το σκέλος αυτού με το οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης απόλυσης υπολογίσθηκε εσφαλμένα, διότι λήφθηκαν υπόψη ανύπαρκτες υπερωριακές αμοιβές, καθόσον σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία και δικαιούται την αμοιβή, η οποία της επιδικάστηκε και ορθώς συνυπολογίστηκε για την εξεύρεση του ύψους της αποζημίωσης.

Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν όμως, είναι ανυπόστατο  ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.), ενώ και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εργαζόμενο, των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του (Μον.Εφ.Πειρ 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον όγδοο λόγο της υπό στοιχ. Α) έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της, ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων της ενάγουσας, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, η τελευταία, με θετικές ενέργειές της, της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη ενάγουσα παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής της, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών της και υπέγραφε, άνευ επιφυλάξεως, τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής της απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής της) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή της για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη-εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος της ενάγουσας αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτής, απορρέοντος από τη σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι την έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού η ενάγουσα, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός της στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών της από την παροχή της εργασίας της. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση της εναγομένης συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά αυτής, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή της σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε η ίδια η ενάγουσα και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνη αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που η ίδια υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού καθώς και η ανεπιφύλακτη υπογραφή των μισθοδοτικών του καταστάσεων, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγομένη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 464/2021, ο.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό της εναγομένης ορθά έκρινε και, αφού παρατεθούν οι παραλειφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Με τον ένατο λόγο της υπό στοιχ. Α) έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα και απορριφθείσα ένσταση εξοφλήσεως άλλως συμψηφισμού των αιτούμενων με την αγωγή κονδυλίων. Ειδικότερα, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι οι όποιες αξιώσεις της ενάγουσας για οποιαδήποτε αιτία, έχουν εξοφληθεί, άλλως ότι πρέπει να συμψηφιστούν με οποιοδήποτε ποσό έλαβε για την εργασία της στο επίδικο πλοίο.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος λόγω της πρόδηλης αοριστίας του. Και τούτο διότι η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του μισθωτού, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά, που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων, που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών κατ’άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§4 ν. 4020/1959 (Μον.Εφ.Πειρ 202/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό της εναγομένης ορθά έκρινε και, αφού παρατεθούν οι παραλειφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (10.329,40), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Ακολούθως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, δεδομένου ότι η εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης παραιτήθηκε νομίμως με τις προτάσεις της από τον τέταρτο λόγο αυτής, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχ. Α) έφεση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, να γίνει δεκτή εν μέρει η υπό στοιχ. Β) έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και δέκα πέντε λεπτών (1.478,22 + 1.878,23 + 1.713,62 + 1.352,62 + 1.997,36 + 1.992,10 = 10.412,15 €) με το νόμιμο τόκο (όπως δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης) από την επομένη της 12-01-2020 έως την εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των εκατόν τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (135,48), η τοκοφορία του οποίου εκκινεί από την 01-05-2020.

Κατόπιν της επιδικάσεως στην ενάγουσα του πιο πάνω χρηματικού ποσού, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος στο Δικαστήριο αυτό, με το δικόγραφο της κρινόμενης υπό στοιχ. Α) έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης, αιτήματός της για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την επικαλούμενη εκ μέρους της καταβολή στην ενάγουσα του χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000,00 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το επιδικασθέν στην τελευταία χρηματικό ποσό υπερβαίνει το προς αυτήν καταβληθέν, το οποίο, άλλωστε, αν πράγματι έχει καταβληθεί, δύναται να προταθεί σε συμψηφισμό κατά την εκτέλεση της παρούσας απόφασης (άρθρα 440 και 442 ΑΚ).

Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, την εναγομένη λόγω της ήττας της κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 12-09-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/16-09-2022 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/16-09-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/11-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/11-01-2023) έφεση και την από 04-07-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/05-07-2023 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/05-07-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./07-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/07-07-2023) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 1157/2022 οριστικής  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 12-09-2022 (αριθ.καταθ. ………/11-01-2023) έφεση.

Δέχεται κατά ένα μέρος την από 04-07-2023 (αριθ.καταθ. ……/07-07-2023) έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1157/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 02.11.2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ …/2020 και ΕΑΚ …../2020 αγωγή.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και δέκα πέντε λεπτών (10.412,15), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 12-01-2020 έως την εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των εκατόν τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (135,48), η τοκοφορία του οποίου εκκινεί από την 01-05-2020.

Επιβάλει σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 22 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ