Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 657/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    657/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) ………, 2) ………. και 3) ………..οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Κουτουλάκο (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος:………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Φουφόπουλο (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 05.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1553/2022 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 04.07.2022 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/08.07.2022 και ειδικό …/08.07.2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/08.07.2022 και ειδικό …./08.07.2022, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1553/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 05.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 04.07.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 08.07.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../08.07.2022 και ειδικό …/08.07.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 16.05.2022. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 05.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι τυγχάνει μηχανοτεχνίτης – τορνοεφαρμοστής, μετά δε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τον Φεβρουάριο του έτους 2007 και τη λήψη αποζημίωσης ύψους 3.045,00 ευρώ, εντάχθηκε στο ταμείο ανεργίας και λάμβανε μηνιαίο επίδομα ύψους 329,00 ευρώ, ότι ήταν παιδικός φίλος με τον δεύτερο εναγόμενο, τον οποίο συνάντησε τυχαία τον Αύγουστο του έτους 2007, έξωθεν της σχολής πολεμικών τεχνών που ο τελευταίος διατηρούσε στη ….. Αττικής, ότι ο δεύτερος εναγόμενος του ανέφερε ότι ήταν συνιδιοκτήτης με τον τρίτο εναγόμενο και τον …….. του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με τον διακριτικό τίτλο «……….» στην περιοχή της ….. Αττικής, ότι οι δαπάνες για την έναρξη και τη λειτουργία της εν λόγω επιχείρησης ανήλθαν σε 150.000,00 ευρώ συνολικά και ότι με τη συμμετοχή του σ’ αυτή είχε εξασφαλισθεί οικονομικώς διάγοντας βίο ευκατάστατο, αν και είχε δημιουργήσει οφειλές σε Τράπεζα, λόγω δανειακής σύμβασης που συνήψε για τη χρηματοδότηση της συμμετοχής του στην εν λόγω επιχείρηση, ότι τον Αύγουστο του έτους 2007, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων του πρότειναν να συνεργασθούν μαζί του επαγγελματικώς και να συστήσουν επιχείρηση κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, καφετέρια – μπαρ, στην περιοχή της ………. Πειραιώς, που ήταν πλέον κατάλληλη, διότι υφίστατο πληθώρα συναφών και ομοειδών επιχειρήσεων, ταυτόχρονα δε τον διαβεβαίωσαν ότι δεν επιθυμούσαν πλέον τη συνέχιση της επιχειρηματικής τους συνεργασίας με τον …….., φερόμενο ως συνέταιρό τους στην ανωτέρω επιχείρηση «……..» και ότι θα ήταν απολύτως επιτυχής και κερδοφόρα η υπό σύσταση επιχείρησή τους, λόγω και της εμπειρίας που αυτοί είχαν αποκτήσει από τη συμμετοχή τους στην επιχείρηση «………..», ότι περί τα τέλη του έτους 2007, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων του ανέφεραν ότι είχαν ανεύρει ένα κατάλληλο κατάστημα στην περιοχή της ……… Πειραιώς, επί της οδού ………., και ότι είχαν έρθει σε επικοινωνία με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος σχετικά με τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης για τη στέγαση της υπό σύσταση επιχείρησης, στην οποία θα συμμετείχε και ο πρώτος εναγόμενος, πατέρας του δεύτερου εναγόμενου, ότι οι εναγόμενοι του παρέστησαν ψευδώς ότι ο κάθε συνέταιρος της υπό σύσταση επιχείρησης θα συμμετείχε στα κέρδη αυτής κατά το ποσοστό που αναλογούσε στα χρήματα που είχε επενδύσει, καθώς και ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων σύντομα θα εισέπρατταν τα χρήματα, τα οποία αντιστοιχούσαν στα μερίδιά τους από την επιχείρηση «……», λόγω της αποχώρησής τους από αυτήν, και τα οποία θα συνεισέφεραν στις δαπάνες ίδρυσης και λειτουργίας της υπό σύσταση επιχείρησης που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 212.000,00 ευρώ, ότι με τον τρόπο αυτό πείστηκε να καταβάλει, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο έως το Νοέμβριο του έτους 2008, για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης και ανακατασκευής του ανωτέρω καταστήματος, αρχικώς το ποσό των 30.000,00 ευρώ και την 06.06.2008 το ποσό των 27.500,00 ευρώ, καθώς και το ποσό των 30.000,00 ευρώ από κεφάλαια της μητέρας του …….., η οποία συνήψε με την Εθνική Τράπεζα ως πρωτοφειλέτρια, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο ενάγων, την υπ’ αριθ. ……/12.05.2008 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, ποσού 69.000,00 ευρώ, προκειμένου να ενισχύσει οικονομικώς τον υιό της, ενώ εκδόθηκε σε διαταγή της ιδίας την 03.06.2008 και μεταβιβάσθηκε κατόπιν οπισθογράφησης στον πρώτο εναγόμενο η υπ’ αριθ. …….. τραπεζική επιταγή, ποσού 30.000,00 ευρώ, που εξοφλήθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της προς πληρωμή την 04.06.2008, ότι οι εναγόμενοι είχαν σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του, πείθοντας αυτόν, με την παράσταση των ανωτέρω ψευδών γεγονότων σαν αληθινών σε πράξη, ήτοι στην καταβολή του ανωτέρω συνολικού ποσού των 87.500,00 ευρώ, αφού ουδέποτε του μεταβίβασαν ποσοστό 25% της επιχείρησης, όπως του είχαν υποσχεθεί, ουδέποτε του επέδειξαν τα παραστατικά των δαπανών ίδρυσης και λειτουργίας της επιχείρησης συνολικού ποσού 212.000,00 ευρώ, κατά τους ισχυρισμούς τους, ουδέποτε του κατέβαλαν το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο από τα κέρδη της επιχείρησης και ουδέποτε τον ενημέρωσαν για την πορεία αυτής, αν και ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στην επιχείρηση και με την προσφορά της προσωπικής του εργασίας, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει το Νοέμβριο του έτους 2008 από την επιχείρηση, η οποία συνέχισε τη λειτουργία της έως τον Μάρτιο του έτους 2011, ότι υπέβαλε από κοινού με τη μητέρα του, σε βάρος των εναγόμενων, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την από 06.03.2009 υπό ΑΒΜ ………. έγκληση και ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της απάτης τελεσθείσας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, και παραπέμφθηκαν αυτοί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. …./2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, ότι από κοινού με τη μητέρα του άσκησαν σε βάρος των εναγόμενων την από 18.12.2012 και με αριθμό κατάθεσης …./2012 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την υπ’ αριθ. 4944/2017 απόφασή του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 87.500,00 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που έχει υποστεί εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους, που συνίσταται στην εξαπάτησή του με ψευδείς παραστάσεις και υποσχέσεις, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του, αλλά και με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι οι εναγόμενοι κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του, για αιτία που δεν επακολούθησε, αφού ουδέποτε του μεταβίβασαν ποσοστό 25% της ανωτέρω επιχείρησης, ενώ ο πλουτισμός τους σώζεται, το ποσό δε αυτό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση την 29.12.2012, της προγενέστερης από 18.12.2012 και με αριθμό κατάθεσης …../2012 αγωγής, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1553/2022 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά τη σωρευόμενη βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, εξαιτίας της τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος απάτης, και αφού απέρριψε ως νομικά αβάσιμη τη σωρευόμενη βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίνοντας ότι τα μνημονευόμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηριζόταν η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν διαφοροποιούνταν από εκείνα στα οποία στηριζόταν η αξίωση από την αδικοπραξία, στη συνέχεια έκανε δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 87.500,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 04.07.2022 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ΑΚ και 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Έτσι, είναι αδιάφορο αν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ’ αυτή συνέβαλε και η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, με την έννοια ότι η πλάνη δεν θα δημιουργείτο σε ένα προσεκτικότερο άτομο (ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2005 ΝΟΜΟΣ). Δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων, αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1046/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 895/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 του ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία, είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 147 του ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 201/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 282/2010 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 832/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1269/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η αγωγή για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνεται και η νομική βάση, τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σε κάποια νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Συνεπώς, ο αναγραφόμενος στην αγωγή νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των διαδίκων σχέσης, στην οποία θεμελιώνεται το υποβαλλόμενο αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το νομικό χαρακτηρισμό (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 2001. 160, ΕφΘεσ 792/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ’ αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 του Συντ. και 14 του ΠΚ). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχείρισης που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διάταξης και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υπόθεσης σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος, είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Αθωωτική δε ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω έλλειψης στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξαιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδίκασης αποζημίωσης είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Επομένως, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της απόφασής του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο. Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου διατύπωσης των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 263/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η σωρευόμενη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 147 και 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 386 του ΠΚ, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή των διατάξεων περί αδικοπραξίας, δοθέντος ότι, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, τυχόν μνεία στην αγωγή περί υπαγωγής των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σε κάποια νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, ούτε ο αναγραφόμενος στην αγωγή νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των διαδίκων σχέσης είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το νομικό χαρακτηρισμό. Ειδικότερα, εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι οι εναγόμενοι ενεργώντας από κοινού με πρόθεση επιδίωξαν να παραγάγουν πεπλανημένη αντίληψη στον ενάγοντα αναφορικά με το γεγονός ότι ο κάθε συνέταιρος της υπό σύσταση επιχείρησης θα συμμετείχε στα κέρδη αυτής κατά το ποσοστό που αναλογούσε στα χρήματα που είχε επενδύσει, αλλά και με το γεγονός ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων σύντομα θα εισέπρατταν τα χρήματα, τα οποία αντιστοιχούσαν στα μερίδιά τους από τη συμμετοχή τους στην επιχείρηση κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος «………..», λόγω της αποχώρησής τους από αυτήν, και τα οποία θα συνεισέφεραν στις δαπάνες ίδρυσης και λειτουργίας της υπό σύσταση επιχείρησης που ανέρχονταν, κατά τους ισχυρισμούς τους, στο συνολικό ποσό των 212.000,00 ευρώ, και ότι συνεπεία της παράστασης των ανωτέρω ψευδών γεγονότων ως αληθών, τα οποία αναφέρονταν στο παρόν και στο μέλλον, ο ενάγων προέβη σε πράξη, ήτοι στην καταβολή του συνολικού ποσού των 87.500,00 ευρώ. Επιπλέον είναι νόμιμη, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός, όπως εν προκειμένω στο γεγονός της συμμετοχής κάθε συνέταιρου της υπό σύσταση επιχείρησης στα μελλοντικά κέρδη αυτής κατά το ποσοστό που αναλογούσε στα χρήματα που είχε επενδύσει, ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων, αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, όπως εν προκειμένω το γεγονός ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων συμμετείχαν ως συνέταιροι στην επιχείρηση κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος «………» και ότι σύντομα θα εισέπρατταν τα χρήματα, τα οποία αντιστοιχούσαν στα μερίδιά τους από την επιχείρηση, λόγω της επικείμενης αποχώρησής τους από αυτήν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια ως προς τη σωρευόμενη αδικοπρακτική βάση της αγωγής, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, και ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι ο δεύτερος, ο τέταρτος και ο έβδομος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες – εναγόμενοι παραπονούνται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η σωρευόμενη βάση περί αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγόμενων που θεμελιώνεται στην τελεσθείσα εκ μέρους τους αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού. Όσον αφορά στη σωρευόμενη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε αυτή ως νομικά αβάσιμη, δοθέντος ότι τα ανωτέρω μνημονευόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηριζόταν η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν διαφοροποιούνταν από εκείνα στα οποία στηριζόταν η αξίωση από την αδικοπραξία, και ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι ο τρίτος και ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες – εναγόμενοι παραπονούνται ότι με την εκκαλουμένη απόφαση δεν ερευνήθηκε η βασιμότητα της προβληθείσας από αυτούς ένστασης κατ’ άρθρο 909 του ΑΚ. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσής τους παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις της Ευρωπαικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τις οποίες καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορούμενων, καθόσον εναρμόνισε πλήρως τις ουσιαστικές παραδοχές του με τις παραδοχές του υπ’ αριθ. …./2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ…./2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και με το οποίο παραπέμφθηκαν οι εναγόμενοι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης τελεσθείσας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, παρά το γεγονός ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 708/20.10.2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα σε βάρος τους ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, συνεπεία της επελθούσας νομοθετικής μεταβολής και της τροπής της αποδιδόμενης σ’ αυτούς πράξης σε πλημμέλημα. Ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερευνώντας τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα πλαίσια αγωγής αδικοπραξίας που στηρίζεται στην επικαλούμενη τέλεση εκ μέρους των εναγόμενων του αδικήματος της απάτης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, κατέληξε μεν σε όμοια κρίση με τα διαλαμβανόμενα στο υπ’ αριθ. …./2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. …/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, και με το οποίο οι εναγόμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για την ίδια ως άνω αξιόποινη πράξη, λόγω επάρκειας ενδείξεων ενοχής, πλην όμως δεν στήριξε την κρίση του περί της ουσιαστικής βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής στα διαλαμβανόμενα στο υπ’ αριθ. …../2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ούτε έκρινε ότι δεσμεύεται από αυτό, αντιθέτως έκρινε ότι από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του αποδεικτικά μέσα, στα πλαίσια της αστικής δίκης, δεν μπορούσε να καταλήξει αιτιολογημένα σε αντίθετη κρίση. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η απαλλαγή των εναγόμενων από την ποινική ευθύνη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 708/20.10.2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, με την οποία έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα σε βάρος τους ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή τους από την αστική ευθύνη, αλλά αντιθέτως θα ληφθούν υπόψη στην ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αστική δίκη, τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας, δοθέντος ότι βάση της ερευνώμενης αστικής αξίωσης του ενάγοντος για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ανωτέρω ποινικού αδικήματος.

Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς (ΟλΑΠ 2/2019 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1313/2018 ΝΟΜΟΣ). Μόνη δε η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 8/2018 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 10/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 755/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το Εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ). Η δε διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, που, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, απαγορεύει, κατά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, πριν από την εξαφάνισή της, την έκδοση απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα και, συνεπώς, απόφασης με δυσμενέστερο γι’ αυτόν δεδικασμένο, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν επιτρέπει υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί μέσα στα όρια αυτά, οπότε δεν απαγορεύεται η έκδοση απόφασης (πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης), με ισοδύναμο προς την πρωτόδικη δεδικασμένο, η οποία δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 385/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 314/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης επαναφέρουν τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό τους περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, επικαλούμενοι προς θεμελίωσή του ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε την 06.10.2020 και κοινοποιήθηκε σ’ αυτούς την 21.10.2020, ήτοι την επόμενη ημέρα της εκδίκασης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς της εναντίον τους ποινικής υπόθεσης, οπότε και έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα σε βάρος τους ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ο δε ενάγων και η μητέρα του είχαν ασκήσει εναντίον τους την προγενέστερη από 18.12.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την υπ’ αριθ. 4944/2017 απόφασή του, και ως εκ τούτου ότι ο ενάγων επανήλθε με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής μετά την παρέλευση τριών περίπου ετών από την απόρριψη της προγενέστερης αγωγής του, κινούμενος αποκλειστικά από λόγους εκδικητικότητας εναντίον τους, καθόσον καλώς γνώριζε ότι η πραγματική αιτία για τη μη εξαγορά του μεριδίου του στη συσταθείσα μεταξύ τους επιχείρηση ήταν η οικονομική τους αδυναμία, αφού και οι ίδιοι καταστράφηκαν οικονομικώς εξαιτίας της συμμετοχής τους στην εν λόγω επιχείρηση. Με το περιεχόμενο αυτό η ένσταση είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον τα προβαλλόμενα προς θεμελίωσή της ως άνω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, την εκ μέρους του ενάγοντος άσκηση του αγωγικού δικαιώματός του, αφού οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται περιστατικά που να εκπορεύθηκαν από τον ενάγοντα και να αφορούν τον ίδιο, ούτε ότι με βάση αυτά τα περιστατικά δημιουργήθηκε σ’ αυτούς, εύλογα μάλιστα, η πεποίθηση ότι δεν θα στραφεί εναντίον τους. Αντιθέτως, όσα αναφέρουν εντάσσονται στην επικαλούμενη καθυστέρηση του ενάγοντος να στραφεί εναντίον τους μετά την απόρριψη της προγενέστερης από 18.12.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αγωγής του, ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, η οποία, όμως, από μόνη της δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση του ενδίκου δικαιώματός του. Επιπλέον, ουδόλως εκτίθενται οι επαχθείς συνέπειες, που προκαλεί στους εναγόμενους η ιστορούμενη συμπεριφορά του ενάγοντος, ούτε με ποιον τρόπο η κατ’ αυτούς προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του τελευταίου από την άσκηση του δικαιώματός του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ορισμένη και νόμιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου γεγονός που, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αφού οι εκκαλούντες – εναγόμενοι παραπονούνται για την ουσιαστική απόρριψη της ένστασής τους και η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη γι’ αυτούς από την εκκληθείσα, και συνεπώς πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η ένσταση αυτή ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι δεν δημιουργείται δυσμενέστερο δεδικασμένο, αφού η αόριστη προβολή της ένστασης αυτής, όπως και η απόρριψή της ως μη νόμιμης ή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, καλύπτεται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης που δέχτηκε την αγωγή. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής έκτος λόγος της κρινόμενης έφεσης.

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. πρωτ. κατάθεσης …/11.01.2021, …../11.01.2021 και ………./11.01.2021 ενόρκων βεβαιώσεων, κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020, ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ……., των μαρτύρων ……….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. ……/04.01.2021, ……/04.01.2021 και ……/04.01.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς . ……), των υπ’ αριθ. …../07.01.2021, …/07.01.2021 και …./07.01.2021 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Α…….. των μαρτύρων …………, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …../28.12.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ……..), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει μηχανοτεχνίτης – τορνοεφαρμοστής, μετά δε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τον Φεβρουάριο του έτους 2007 και τη λήψη αποζημίωσης ύψους 3.045,00 ευρώ, εντάχθηκε στο ταμείο ανεργίας και λάμβανε μηνιαίο επίδομα ύψους 329,00 ευρώ. Ο ενάγων ήταν παιδικός φίλος με τον δεύτερο εναγόμενο, καθόσον κατοικούσαν στην ίδια γειτονιά και παρακολουθούσαν μαθήματα πολεμικών τεχνών στην ίδια σχολή. Τον Αύγουστο του έτους 2007, ο ενάγων συνάντησε τυχαία τον δεύτερο εναγόμενο, έξωθεν της σχολής πολεμικών τεχνών που ο τελευταίος διατηρούσε στη …… Αττικής. Κατά τη συνάντησή τους, ο δεύτερος εναγόμενος ανέφερε στον ενάγοντα ότι, πέραν της ενασχόλησής του με τη σχολή πολεμικών τεχνών, ήταν συνιδιοκτήτης με τον τρίτο εναγόμενο και τον …….. του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με τον διακριτικό τίτλο «……….», που βρισκόταν στην περιοχή της …… Αττικής, έναντι της σχολής πολεμικών τεχνών, και ότι με τη συμμετοχή του σ’ αυτή την επιχείρηση είχε εξασφαλισθεί οικονομικώς και είχε ευκατάστατη διαβίωση. Έκτοτε οι μεταξύ τους συναντήσεις έγιναν συχνότερες, κατά τη διάρκεια δε αυτών ο δεύτερος εναγόμενος εξέθετε στον ενάγοντα τον τρόπο λειτουργίας του ανωτέρω καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος «……….», τις δαπάνες για την έναρξη και τη λειτουργία αυτού, ανερχόμενες σε 150.000,00 ευρώ συνολικά, καθώς και το γεγονός ότι ο ίδιος είχε δημιουργήσει οφειλές σε Τράπεζα, λόγω δανειακής σύμβασης που είχε συνάψει για τη χρηματοδότηση της συμμετοχής του στην εν λόγω επιχείρηση. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των μεταξύ τους συναντήσεων, και ενώ ο ενάγων είχε καταστήσει γνωστό στον δεύτερο εναγόμενο το γεγονός ότι παρέμενε άνεργος και ότι αναζητούσε εργασία, καθώς και το γεγονός ότι διατηρούσε αποταμιεύσεις από την εργασία του ως μηχανοτεχνίτης – τορνοεφαρμοστής, αλλά και από την είσπραξη αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ο δεύτερος εναγόμενος του πρότεινε το ενδεχόμενο της επαγγελματικής τους συνεργασίας μέσω της ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, καφετέριας – μπαρ, στην περιοχή της ….. Πειραιώς, διαβεβαιώνοντας αυτόν ότι θα ήταν απολύτως επιτυχής και κερδοφόρα η υπό σύσταση επιχείρηση και ότι ο ίδιος θα επιλαμβανόταν όλων των θεμάτων που θα ανέκυπταν από τη λειτουργία της, ενώ ο ενάγων που δεν διέθετε σχετική εργασιακή εμπειρία, θα συμμετείχε στη λειτουργία της επιχείρησης αξιοποιώντας τις ικανότητές του, και συγκεκριμένα την υπευθυνότητα, την εργατικότητα και την προθυμία του. Ακολούθησε πλήθος συναντήσεων και συζητήσεων μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου, στις οποίες συμμετείχε και ο τρίτος εναγόμενος, φερόμενος ως συνέταιρος του δεύτερου εναγόμενου στο κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος «……….». Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων προσπαθούσαν να πείσουν τον ενάγοντα να συνεργασθεί μαζί τους επαγγελματικώς, μέσω της ίδρυσης και της λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, καφετέριας – μπαρ, στην περιοχή της ……. Πειραιώς, αναφέροντας ότι η περιοχή αυτή ήταν πλέον κατάλληλη, διότι υφίστατο πληθώρα συναφών και ομοειδών επιχειρήσεων, ταυτόχρονα δε τον διαβεβαίωναν ότι δεν επιθυμούσαν πλέον τη συνέχιση της επιχειρηματικής τους συνεργασίας με τον …….., φερόμενο ως συνέταιρό τους στην ανωτέρω επιχείρηση «……» και ότι θα ήταν απολύτως επιτυχής και κερδοφόρα η υπό σύσταση επιχείρηση, λόγω και της εμπειρίας που αυτοί είχαν αποκτήσει από τη συμμετοχή τους στην επιχείρηση «…….», ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών της κατ’ οίκον παράδοσης, τις οποίες θα παρείχαν κατά τις πρωινές ώρες λειτουργίας της υπό σύσταση επιχείρησης. Περί τα τέλη του έτους 2007, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων ανέφεραν στον ενάγοντα ότι είχαν ανεύρει ένα κατάλληλο κατάστημα στην περιοχή της …….. Πειραιώς, επί της οδού …….., και ότι είχαν έρθει σε επικοινωνία με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος σχετικά με τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης για τη στέγαση της υπό σύσταση επιχείρησης, στην οποία θα συμμετείχε και ο πρώτος εναγόμενος, πατέρας του δεύτερου εναγόμενου. Ακολούθως, οι εναγόμενοι παρέστησαν ψευδώς στον ενάγοντα ότι ο κάθε συνέταιρος της υπό σύσταση επιχείρησης θα συμμετείχε στα κέρδη αυτής κατά το ποσοστό που αναλογούσε στα χρήματα που είχε επενδύσει, καθώς και ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων σύντομα θα εισέπρατταν τα χρήματα, τα οποία αντιστοιχούσαν στα μερίδιά τους από τη συμμετοχή τους στην επιχείρηση «……….», λόγω της αποχώρησής τους από αυτήν, και τα οποία θα συνεισέφεραν στις δαπάνες ίδρυσης και λειτουργίας της υπό σύσταση επιχείρησης. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του έτους 2008, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων δήλωσαν στον ενάγοντα ότι παρά την αποχώρησή τους από την επιχείρηση «………», δεν κατέστη δυνατό να εισπράξουν τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στα μερίδιά τους από τη συμμετοχή τους στην εν λόγω επιχείρηση, εξαιτίας των υφιστάμενων προβλημάτων με τον συνέταιρό τους …….., και ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να συναφθεί δανειακή σύμβαση με πιστωτικό ίδρυμα ώστε, με την εκταμίευση του ποσού του δανείου, να συνεχισθούν οι εργασίες ανακατασκευής του ανωτέρω καταστήματος για τη στέγαση της υπό σύσταση επιχείρησής τους. Επιπλέον ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων δήλωσαν στον ενάγοντα ότι οι ίδιοι δεν είχαν την πιστοληπτική ικανότητα ώστε να αιτηθούν τη χορήγηση δανείου στο όνομά τους, λόγω των ήδη υφιστάμενων οφειλών τους προς Τράπεζες από προγενέστερες δανειοδοτήσεις, ενώ ούτε ο ενάγων είχε πιστοληπτική ικανότητα, αφού εξακολουθούσε να είναι άνεργος και να λαμβάνει επίδομα ανεργίας, και ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να συναφθεί δανειακή σύμβαση με συμβαλλόμενη την μητέρα του ενάγοντος ……… που ήταν ιδιοκτήτρια ακινήτου στη ……. Αττικής, γεγονός που τελούσε σε γνώση των εναγόμενων. Με τον τρόπο αυτό, ο ενάγων πείστηκε να καταβάλει, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο έως το Νοέμβριο του έτους 2008, για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης και ανακατασκευής του ανωτέρω καταστήματος, αρχικώς το ποσό των 30.000,00 ευρώ και την 06.06.2008 το ποσό των 27.500,00 ευρώ, καθώς και το ποσό των 30.000,00 ευρώ από κεφάλαια της μητέρας του …….. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε αρχικώς το ποσό των 10.000,00 ευρώ, για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης του ανωτέρω καταστήματος, στη συνέχεια το ποσό των 20.000,00 ευρώ και την 06.06.2008 το ποσό των 27.500,00 ευρώ, για την κάλυψη των δαπανών ανακατασκευής του ανωτέρω καταστήματος. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος …….., προκειμένου να ενισχύσει οικονομικώς τη συμμετοχή του υιού της στην ανωτέρω επιχείρηση, συνήψε με την Εθνική Τράπεζα ως πρωτοφειλέτρια, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο πατέρας του ενάγοντος …….., την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……./12.05.2008 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου για την βελτίωση – επισκευή κατοικίας, ήτοι του διαμερίσματος ιδιοκτησίας της υπό στοιχεία Β1, επιφάνειας 63,89 τ.μ., του ισογείου ορόφου της πολυώροφης οικοδομής που βρίσκεται στη ……… Αττικής επί των οδών …….., ποσού 69.000,00 ευρώ, ενώ προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της δανείστριας Τράπεζας από τη σύμβαση αυτή, εγγράφηκε υπέρ αυτής προσημείωση υποθήκης Α’ Σειράς επί του ανωτέρω ακινήτου για το ποσό των 82.800,00 ευρώ. Την 03.06.2008, εκδόθηκε από την δανείστρια Εθνική Τράπεζα σε διαταγή της δανειολήπτριας ……… και μεταβιβάσθηκε κατόπιν οπισθογράφησης στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος την οπισθογράφησε περαιτέρω προς την Τράπεζα Πειραιώς με τη ρήτρα «αξία σε πίστωση», η προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……. τραπεζική επιταγή, ποσού 30.000,00 ευρώ, η οποία εξοφλήθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της προς πληρωμή την 04.06.2008. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων ουδέποτε υπήρξαν συνέταιροι με τον ……….. στο κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος «………..», αντιθέτως δε προέκυψε ότι το θέρος του έτους 2007 αυτοί είχαν έρθει σε επικοινωνία με τον ………. προκειμένου να συνεταιρισθούν στην επιχείρηση και για τον λόγο αυτό εκπαιδεύτηκαν στο κατάστημα του τελευταίου για χρονικό διάστημα δύο – τριών μηνών, πλην όμως δεν υλοποιήθηκε η μεταξύ τους συνεργασία, καθόσον δεν συμφώνησαν ως προς τους οικονομικούς όρους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από την προσκομιζόμενη από 23.11.2010 ένορκη εξέταση του μάρτυρα υπεράσπισης ……. ενώπιον του Πταισματοδίκη Νίκαιας ……., ο οποίος κατέθεσε επιπλέον ότι κατά τη διάρκεια του ανωτέρω χρονικού διαστήματος εκπαίδευσης του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων, ο ενάγων επισκέφθηκε το κατάστημά του και συζήτησε μαζί τους. Αποδείχθηκε επίσης ότι τον Ιούλιο του έτους 2008, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανακατασκευής του καταστήματος επί της οδού ………….. και την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης καφετέριας – μπαρ, ο ενάγων συμμετείχε ενεργά σ’ αυτή και με την προσφορά της καθημερινής προσωπικής του εργασίας, ενώ οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι οι δαπάνες ίδρυσης και λειτουργίας της επιχείρησης ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 212.000,00 ευρώ, πλην όμως αρνήθηκαν να επιδείξουν στον ενάγοντα τα σχετικά παραστατικά, παρά τα επίμονα αιτήματά του. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να καταβάλουν στον ενάγοντα το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο από τα κέρδη της επιχείρησης, καθώς και να τον ενημερώσουν για την πορεία αυτής, ενώ δεν αποκρίθηκαν ούτε στα επίμονα αιτήματά του να του μεταβιβάσουν ποσοστό 25% της επιχείρησης που αναλογούσε στα χρήματα που είχε ήδη επενδύσει. Ακολούθως, το Νοέμβριο του έτους 2008, ο ενάγων αποχώρησε από την επιχείρηση, η οποία συνέχισε τη λειτουργία της έως και τον Φεβρουάριο του έτους 2012. Στη συνέχεια, ο ενάγων υπέβαλε από κοινού με τη μητέρα του, σε βάρος των εναγόμενων, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την προσκομιζόμενη από 06.03.2009 υπό ΑΒΜ ……. έγκληση και ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της απάτης τελεσθείσας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και της οποίας το συνολικό περιουσιακό όφελος και η συνολική προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 15.000,00 ευρώ και 73.000,00 ευρώ, και παραπέμφθηκαν αυτοί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. …./2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς που κατέστη αμετάκλητο, κατόπιν απόρριψης των ασκηθεισών κατ’ αυτού εφέσεων των εναγόμενων υπ’ αριθ. ../2013, …/2013 και …./2013, αντίστοιχα, με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθ. 708/20.10.2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα σε βάρος των εναγόμενων ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, συνεπεία της επελθούσας νομοθετικής μεταβολής και της τροπής της αποδιδόμενης σ’ αυτούς πράξης σε πλημμέλημα. Εξάλλου, από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι οι εναγόμενοι είχαν σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, πείθοντας αυτόν, με την παράσταση των ανωτέρω ψευδών γεγονότων σαν αληθινών σε πράξη, ήτοι στην καταβολή του συνολικού ποσού των 87.500,00 ευρώ, αφού ουδέποτε του μεταβίβασαν ποσοστό 25% της επιχείρησης, όπως του είχαν υποσχεθεί, ουδέποτε του επέδειξαν τα παραστατικά των δαπανών ίδρυσης και λειτουργίας της επιχείρησης συνολικού ποσού 212.000,00 ευρώ, κατά τους ισχυρισμούς τους, ουδέποτε του κατέβαλαν το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο από τα κέρδη της επιχείρησης και ουδέποτε τον ενημέρωσαν για την πορεία αυτής, αν και ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στην επιχείρηση και με την προσφορά της προσωπικής του εργασίας, κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι αν και οι ίδιοι είχαν υπογράψει το προσκομιζόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης αφανούς εταιρείας με εμφανή εταίρο τον τρίτο εναγόμενο που είχε συστήσει ατομική επιχείρηση με σκοπό την εκμετάλλευση ζαχαροπλαστείου χωρίς εργαστήριο, στο ανωτέρω κατάστημα επί της οδού ………., και αφανείς εταίρους τον πρώτο εναγόμενο, τον δεύτερο εναγόμενο και τον ενάγοντα, ο τελευταίος αρνήθηκε να προσέλθει και να υπογράψει το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης αφανούς εταιρείας, διότι αντιλήφθηκε ότι η επιχείρηση δεν είχε καλή πορεία και ότι δεν ήταν κερδοφόρα. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι στο προσκομιζόμενο από τους εναγόμενους, χωρίς ημερομηνία, ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης αφανούς εταιρείας, δεν αναγράφεται ούτε το εταιρικό κεφάλαιο στο άρθρο 3, ούτε τα ποσοστά συμμετοχής των εταίρων στα κέρδη της εταιρείας στο άρθρο 6. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι την αποχώρηση του ενάγοντος από την ανωτέρω επιχείρηση το Νοέμβριο του έτους 2008, ήτοι σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έναρξη της λειτουργίας της, αυτή δεν ήταν κερδοφόρα. Αντιθέτως αποδείχθηκε, κυρίως από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης ………., στην υπ’ αριθ. ………../07.01.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., ο οποίος έχει ιδία αντίληψη των γεγονότων, αφού υπήρξε λογιστής της επιχείρησης καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της, ότι αυτή πήγαινε καλά στην αρχή και ότι στη συνέχεια η πορεία της ήταν φθίνουσα. Άλλωστε, εάν η επιχείρηση ήταν εξαρχής ζημιογόνα, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, δεν θα είχε συνεχίσει την λειτουργία της επί τέσσερα περίπου έτη μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2012 που διέκοψε αυτή, όπως κατέθεσε ο προαναφερθείς μάρτυρας ανταπόδειξης ……………. Ομοίως από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι ο ενάγων για τη συμμετοχή του στην υπό σύσταση επιχείρηση με ποσοστό 25% κατέβαλε το συνολικό ποσό των 55.000,00 ευρώ, ήτοι το ποσό των 30.000,00 ευρώ την 03.06.2008, που έλαβε από την μητέρα του, κατόπιν δανειακής σύμβασης που συνήψε η ίδια, και το ποσό των 25.000,00 ευρώ την 06.06.2008, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 30.000,00 ευρώ που καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το έτος 2007, δεν αφορούσε τη συμμετοχή του στην υπό σύσταση επιχείρηση, αλλά αποτελούσε δάνειο προς τον πρώτο εναγόμενο για την κάλυψη ατομικών του αναγκών, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αυτός αντιμετώπιζε, από το οποίο ο τελευταίος του απέδωσε το ποσό των 7.000,00 ευρώ, ενώ το εναπομείναν υπόλοιπο ποσό των 23.000,00 ευρώ συμφωνήθηκε να εισφερθεί ως συμμετοχή του ενάγοντος στο κεφάλαιο της υπό σύσταση επιχείρησης. Άλλωστε, οι εναγόμενοι, προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού τους, αφενός δεν προσδιορίζουν ούτε τις ατομικές ανάγκες προς κάλυψη των οποίων συνήφθη η επικαλούμενη δανειακή σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγόμενου, ούτε τα οικονομικά προβλήματα που ο τελευταίος αντιμετώπιζε, αφετέρου δεν προσκομίζουν οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει η μερική απόδοση στον ενάγοντα του επικαλούμενου ποσού του δανείου, ύψους 7.000,00 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν προέβη σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά αντιθέτως έκρινε ορθά, και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον όγδοο, στον ένατο και στον δέκατο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 04.07.2022 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους και κατόπιν σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 04.07.2022 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1553/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………/2022, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες.

Επιβάλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30.11.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ