ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 100/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 5.7.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …….. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …… και β) από 26.7.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου … και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του …….. και αφετέρου της εδρεύουσας στην ….. Αττικής νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2534/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 20.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος-εκκαλούντος, στις 27.6.2017 στην εναγομένη-εκκαλούσα, συντασσομένης της υπ’αριθμ…. έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………, που προσκομίζεται από τον εκκαλούντα-εφεσίβλητο, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18.7.2017 και 26.7.2017 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
ΙΙ. Ο ενάγων, ………, στην από 20.12.2016 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄ και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα της περιόδου από 19.4.2015 έως 30.9.2016 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «Ν.Κ.», πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίων αποδοχών και όρων εργασίας και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2015 και Χριστουγέννων και Πάσχα 2016, καθώς επίσης δεν έλαβε την προβλεπομένη άδεια, δικαιούμενου των αντίστοιχων αποδοχών μετά τροφοδοσίας. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων, επικαλούμενος περαιτέρω την επικουρική εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τριών και εβδομήντα λεπτών (43.583,70 €) ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή παραδεκτή και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης αδείας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεχόμενο την ένσταση εξόφλησης και κατά τα λοιπά την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (14.749,93 €), για τις αντίστοιχες προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.
ΙΙΙ. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014» (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : «…Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλώ και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ.Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων….».
Σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίοι μισθοί ενεργείας των αξιωματικών και κατωτέρων πληρωμάτων, που εργάζονται στα εν λόγω πλοία, όπως και τα πάσης φύσεως επιδόματα, πρόσθετες αμοιβές και έξτρα εργασίες, παρέμειναν, ως κυρώθηκαν, με εκείνη του έτους 2013, για την χρονική περίοδο ισχύος της αντίστοιχα. Ειδικότερα, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του μάγειρα Α΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., ορίστηκε σε χίλια πεντακόσια είκοσι επτά ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (1.527,27 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια τριάντα έξι ευρώ (336 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) το μήνα και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια δέκα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτά [(1.527,27 € + 336 €) : 22 = 84,69 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 519,52 €], το δε ωρομίσθιο του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των οκτώ ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (8,83 €). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ι, κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο, προκειμένου για μάγειρα Α΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., αυτή ορίστηκε σε 11,04 € (με προσαύξηση 25%) και 13,24 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη όμως με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).
- IV. Από τις ένορκες ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, τις υπ’αριθμ…….. ένορκες βεβαιώσεις, του ……. αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου, ……., που συντάχθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος- εφεσιβλήτου (υπ’αριθ…. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …..) και τις υπ’αριθμ….. ένορκες βεβαιώσεις, του …. και …….., ενώπιον των Ειρηνοδικείων Κομοτηνής και Πειραιά αντίστοιχα, που συντάχθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης-εκκαλούσας (υπ’αριθ….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά …….), ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στην Καλλιθέα, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «Ν. Κ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 3923,97 και του ενάγοντος, …….., απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 19.4.2015 μέχρι 31.5.2015, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει και από 1.7.2015 μέχρι τις 30.9.2014, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πόρου Κεφαλληνίας, ομοίως με κοινή συμφωνία των συμβληθέντων μερών. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων αποδοχές. Ειδικότερα, καθ’όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του, οι πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος και οι όροι της εργασιακής σχέσης του, κατά ρητή συμφωνία των συμβληθέντων, ρυθμίζονταν από την από 8-4-2014 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), ενώ η από 16-6-2016 τοιαύτη Συλλογική Σύμβαση του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β’ 2796/5-9-2016), άρχισε να ισχύει λίγες ημέρες πριν την οριστική απόλυση του. Σημειωτέον ότι στις Σ.Σ.Ν.Ε. έτους 2014 και 2016 αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1-1-2014 και 1-1-2016 αντίστοιχα, όμως ανεξαρτήτως του εάν η εναγομένη και ο ενάγων είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη τους, αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικώς, όπως αβασίμως υπολαμβάνει ο ενάγων, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που τις κύρωσε, ήτοι από 24-6-2014 και 5-9-2016 αντιστοίχως, διότι οι κανονιστικές αυτές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δεν μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Κυλλήνη-Κεφαλονιά, ο δε ενάγων απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητα του, δηλαδή του μάγειρα Α΄ (άρθρα 123 και 124 του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, στα καθήκοντα του περιλαμβάνονταν η μέριμνα και η αντίστοιχη ευθύνη για την απόλυτη καθαριότητα και την καλή συντήρηση των διαμερισμάτων του μαγειρείου, των ψυγείων και των εντός αυτών τροφίμων, των πλυντηρίων και εν γένει των μαγειρικών σκευών, καθώς επίσης επιμελούνταν της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων στο μαγειρείο, του καθαρισμού των τροφίμων και της έγκαιρης και σύμφωνης με τους κανόνες της μαγειρικής τέχνης παρασκευής των εδεσμάτων, που προορίζονταν για το πλήρωμα του πλοίου, ενώ παράλληλα επιμελούνταν τη κατανομή του παρασκευασμένου φαγητού και την διανομή του κατά την ώρα του φαγητού, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι μερίδες είναι κανονικές και σύμφωνες προς το εδεσματολόγιο ή τις παραγγελίες, ώστε να μη δημιουργούνται δυσχέρειες και παράπονα εκ μέρους του πληρώματος του πλοίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Π.Δ.177/1974 περί οργανικής σύνθεσης πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων, η οργανική σύνθεση του προσωπικού του μαγειρείου τέτοιων πλοίων, ολικής χωρητικότητας ανώτερης των 2000 κόρων, μη παρεχόντων προς τους επιβάτες τροφή παρασκευαζομένη εντός του πλοίου, όπως το επίδικο, καθορίζεται σε έναν (1) μάγειρα Α΄, έναν (1) μάγειρα Β΄ και δύο (2) χυτροκαθαριστές. Η εναγομένη δεν προσκομίζει πίνακα της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του ενδίκου πλοίου, πλην όμως, όπως παραδέχεται και προκύπτει, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα αυτή υπολειπόταν της προβλεπομένης, καθόσον το προσωπικό του μαγειρείου τούτου αποτελούσαν, τόσο κατά την χειμερινή όσο και κατά την θερινή περίοδο, μόνο ο ενάγων, ως μάγειρας Α΄ και ένας (1) χυτροκαθαριστής. Οι ασχολίες του μάγειρα ενάγοντος συνίσταντο κυρίως στην παρασκευή του πρωϊνού, του γεύματος και του δείπνου για τη σίτιση του πληρώματος, που κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα αριθμούσε την θερινή περίοδο περίπου πενήντα (50) μέλη και περί τα σαράντα (40) την χειμερινή, η δε τραπεζαρία του πληρώματος λειτουργούσε καθημερινά από τις 07:00 έως τις 08:00 το πρωί για το πρωϊνό, από τις 11:30 έως τις 13:00 το μεσημέρι για το γεύμα και από τις 18:30 έως τις 20:00 το απόγευμα για το δείπνο, ενώ κάθε Σάββατο το ωράριο του δείπνου διαρκούσε μέχρι τις 19.30. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών επαρκούς σίτισης του πληρώματος του επίδικου πλοίου, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις εργασίες αυτές, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, καθόσον δεν είχε μόνο οργανωτικά και εποπτικά καθήκοντα, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, αλλά απασχολούνταν ο ίδιος με την προετοιμασία και την παρασκευή του φαγητού, ως μοναδικός μάγειρας, καθώς επίσης την διαίρεση του σε μερίδες και επιμελούνταν την διανομή τους στο πλήρωμα και δεν απουσίαζε από το μαγειρείο κατά την προετοιμασία και την παρασκευή του φαγητού δίνοντας απλά οδηγίες στον χυτροκαθαριστή και, ως εκ τούτων, απαιτούνταν υπερωριακή απασχόληση του, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως τόσο η μάρτυρας του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, …………, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά τα κρίσιμα διαστήματα, καθώς και ενώπιον των Ειρηνοδικών Κομοτηνής και Πειραιά, οι μάρτυρες του, ….. και ……., συντασσομένων αντίστοιχα των υπ’αριθμ……..ενόρκων βεβαιώσεων, που συνυπηρέτησαν με την ειδικότητα του ναύτη κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα, όσο και οι μάρτυρες της εναγομένης, …… και ….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου, ……., συντασσομένων αντίστοιχα των υπ’αριθμ……… ενόρκων βεβαιώσεων, που ομοίως συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, ο μεν πρώτος, ως προϊστάμενος οικονομικών, ο δε δεύτερος, ως θαλαμηπόλος, διαφοροποιούνται όμως ως προς την παροχή υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα, καθόσον σύμφωνα με την κατάθεση των μαρτύρων της εναγομένης, η απασχόληση τούτου δεν υπερέβαινε το κανονικό ωράριο εργασίας του, αφού, κατά τους ισχυρισμούς τους, ο ενάγων απασχολούνταν στην κουζίνα με βοηθό τον χυτροκαθαριστή, από τις 7.00π.μ., που σερβιριζόταν το πρωϊνό, έως τις 9.45, που διαρκούσε η προετοιμασία του μεσημεριανού γεύματος, μετά έφευγε και επανερχόταν στις 11.30π.μ. έως 13.30μ.μ., οπότε ασχολούνταν με το μεσημεριανό που ήταν σε εξέλιξη και έδινε εντολές για το βραδυνό και στην συνέχεια αποχωρούσε και επανέρχονταν στις 16.30μ.μ. έως 17.30μ.μ., που ολοκληρωνόταν η προετοιμασία του δείπνου, έφευγε πάλι και επανέρχονταν στις 18.30μ.μ. έως 20.00μ.μ., οπότε παρακολουθούσε το δείπνο και αποχωρούσε, ενώ από 21.00-21.15μ.μ., που τέλειωνε το βραδυνό περνούσε να δει αν χρειαζόταν κάτι το πλήρωμα, δηλαδή παρουσιάζεται βασικά να συντονίζει και να εποπτεύει τις εργασίες του μαγειρείου, χωρίς όμως συνάμα να δικαιολογείται, αφενός, πώς γινόταν η προετοιμασία και η παρασκευή του φαγητού εν τη απουσία του, αφού ο ίδιος εμφανιζόταν, σύμφωνα με τις ως άνω καταθέσεις, κατά το σερβίρισμα και παρακολουθούσε, ενώ δεν υπήρχε έτερος μάγειρας, ως προβλεπόταν στην οργανική σύνθεση του πλοίου, παρά μόνο ένας χυτροκαθαριστής, που προφανώς δεν μαγείρευε, αλλά εκτελούσε βοηθητικές εργασίες και αφετέρου, η απόληψη κατ’αποκοπή αμοιβής για υπερωρίες. Οι ένορκες αυτές μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός μάρτυρος και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι η μάρτυρας του ενάγοντος στο ακροατήριο και οι ενόρκως βεβαιώσαντες, …….. και ……., βρίσκονται σε αντιδικία με την εναγομένη εταιρεία σε άλλες εκκρεμείς δίκες επί ασκηθεισών αγωγών τους για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, δεν αναιρούν την μαρτυρία τους, ούτε τους καθιστά αναξιόπιστους, μήτε εξαιρετέους, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκειμένης δίκης.
Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, τις μόνιμες ανάγκες σίτισης των μελών του πληρώματος, που ικανοποιούσε το μαγειρείο, ανεξαρτήτως αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε στο λιμάνι, σε συνδυασμό με το γεγονός της μειωμένης, έναντι της προβλεπόμενης, συνθέσεως του προσωπικού του μαγειρείου και της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητας του, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού της εναγόμενης, που διαλαμβάνεται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.).
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, κατά μέσο όρο, επί δέκα (10) ώρες στο ανωτέρω πλοίο, έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος, ως κατ’ουσίαν βάσιμος και να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.
Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 11,04 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 13,24 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του από 19.4.2015 μέχρι και 31.5.2015 και από 1.7.2015 έως 30.9.2016 δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 343 καθημερινών και 70 Κυριακών, ήτοι 413 ημερών Χ 3 ώρες υπερωρίας = 1.239 ώρες Χ 11,04 ευρώ το ωρομίσθιο = 13.678,56 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 69 Σαββάτων και 19 αργιών, δηλαδή συνολικά 88 ημερών Χ 11 ώρες υπερωρίας = 968 ώρες Χ 13,24 το ωρομίσθιο = 12.816,32 ευρώ. Συνολικά, επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή για τα ανωτέρω διαστήματα, το ποσό των 26.494,88 ευρώ (13.678,56 ευρώ + 12.816,32 ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 9.859,87 ευρώ, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 16.635,01 ευρώ, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.910,37 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο μερικώς πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν έλαβε κατά την διάρκεια της ναυτολόγησης του καμία άδεια, ενώ δικαιούνταν άδεια ίση με πέντε ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του και επομένως, δικαιούται να λάβει αποζημίωση για κάθε μέρα αδείας, που υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της ΣΣΝΕ, πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής και επομένως, δικαιούται το ποσό των 8.520,12 ευρώ [(1.527,27 € μισθός ενεργείας + 336 € επίδομα Κυριακών) : 22 = 84,69 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 519,52 € Χ 16,4 μήνες] και όχι το ποσό των 9.092,93 ευρώ (776,22 ευρώ για το διάστημα από 19.4.2015 έως 31.5.2015 + 8.316,71 ευρώ για το διάστημα από 1.7.2015 έως 30.9.2016), όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται ερειδόμενος επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης συνυπολογισμού του αντιτίμου τροφής 30 ημερών αντί του ορθού 5 ημερών. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τους εκατέρωθεν νομίμως προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας-αποδείξεις πληρωμής αδείας, έλαβε για αποδοχές αδείας τα ακαθάριστα ποσά των 727,32 ευρώ, αναφορικά με τη πρώτη ανωτέρω χρονική περίοδο ναυτολόγησης του και 7.792,80 ευρώ, όσον αφορά την δεύτερη, όπως ισχυρίζεται βάσιμα η εναγομένη και προς απόδειξη επικαλείται τους προσκομιζόμενους αντίστοιχους λογαριασμούς-αποδείξεις πληρωμής αδείας και όχι τα ποσά των 415,97 ευρώ και 6.166,64 ευρώ αντιστοίχως, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει ο ενάγων, λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά ποσά, που του καταβλήθηκαν, μετ’αφαίρεση των κρατήσεων και του αναλογούντος φόρου από τα ανωτέρω δικαιούμενα ποσά για αποδοχές αδείας. Ενόψει τούτων, έχει εξοφληθεί πλήρως για την κρινόμενη απαίτηση του, δεκτής γενομένης της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ορισμένης και ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτή την ένσταση εξόφλησης της εναγομένης για το εν λόγω αγωγικό κονδύλι και ακολούθως απέρριψε την κρινόμενη απαίτηση για αποζημίωση αδείας, ως ουσία αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος περί εσφαλμένου υπολογισμού από την εκκαλουμένη των οφειλομένων για την αιτία αυτή ποσών και αοριστίας της υποβληθείσας ένστασης εξόφλησης, ως ουσιαστικά αβασίμου.
- V. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές, που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Α΄, ανέρχονταν στο ποσό των 4.609,85 ευρώ [1.527,27 € μισθός ενεργείας + 336 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 519,52 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.527,27 € + 336 €) : 22 = 84,69 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.615,54 € μέσος όρος υπερωριών (26.494,88 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 16,4 μήνες)]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 4.403,23 ευρώ (4.609,85 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 368,78 Χ 11,94 δεκαεννεαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 2.186,45 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες εκατέρωθεν αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και όχι το ποσό των 1.758,30 ευρώ, που αυτός ισχυρίζεται και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 2.216,78 ευρώ, β) για επίδομα Πάσχα 2015, το ποσό των 2.304,92 ευρώ (4.609,85 ευρώ : 2), έναντι του οποίου έλαβε 1.249,40 ευρώ, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και όχι το ποσό των 994,56 ευρώ, που αυτός ισχυρίζεται, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.055,52 ευρώ και γ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 2.968,67 ευρώ (4.609,85 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 368,78 Χ 8,05 δεκαεννεαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 1.561,75 ευρώ, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες από έκαστο των διαδίκων αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και όχι το ποσό των 1.243,20 ευρώ, που αβασίμως ισχυρίζεται και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.406,92 ευρώ και συνολικά 4.679,22 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016 και Πάσχα 2016, τα ποσά των 1.790,70 ευρώ, 1.155,36 ευρώ και 893,50 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς εν μέρει βάσιμους τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένων τούτων κατά τα λοιπά, όπως και του συναφούς σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, ως προς τις εκατέρωθεν αιτιάσεις περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας και αοριστίας της υποβληθείσας ένστασης εξόφλησης, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί μη παραδεκτής εκ μέρους της εναγομένης προσκόμισης ενώπιον του Εφετείου, των αποδεικτικών εγγράφων, που είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι, όσον αφορά τις επίμαχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας, προσκομίζονται και από τον ενάγοντα.
Τέλος, η ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του και υπογραφή των σχετικών αποδείξεων και των τηρούμενων καταστάσεων υπερωριών, χωρίς όχληση της για απλήρωτες υπερωρίες, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, απορριπτομένου του κρινόμενου δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.
Παρέπεται ότι, ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας περί εσφαλμένης επιβολής των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της, συνεπεία μερικής παραδοχής της αγωγής του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντί απόρριψης της καθ’ολοκληρίαν, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
- VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 21.314,23 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 30.9.2016, παρεκτός του επιδόματος Χριστουγέννων 2016 ποσού 1.406,92 ευρώ, που δεν είχε καταστεί τότε ληξιπρόθεσμο, ούτε κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής και κατέστη τοκοφόρο από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του, ήτοι από 1.1.2017. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τη έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, ενώ σχετικά με την έφεση, που έγινε δεκτή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.
Απορρίπτει την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2534/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 20.12.2016 αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των είκοσι μία χιλιάδων τριακοσίων δεκατεσσάρων και είκοσι τριών λεπτών (21.314,23) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, παρεκτός του επιδόματος Χριστουγέννων 2016, ποσού 1.406,92 ευρώ, νομιμοτόκως από την 1η.1.2107.
Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ