Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 108/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  108/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ.  547/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία,  έχει ασκηθεί από την εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  στις 17-4-2015 και εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 20-2-2015, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ), ενώ σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο.

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 330 εδάφ. β’ ΑΚ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά, που κατά τον νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στο δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 59/2017, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014 ΝΟΜΟΣ). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος, που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 270/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1676/2001 ΕλΔνη 2004.84, ΕΔωδ 295/2005 ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια (ΑΠ 419/ 2004 ΕλΔνη 47.146). Το Εφετείο επιλαμβανόμενο της διαφοράς εξετάζει εάν, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την αυτή όπως και το πρωτοβάθμιο διαδικασία. Συνεπώς, έχει ως προς την αγωγή την αυτή όπως και εκείνο εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το ορισμένο και νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει, αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για την θεμελίωση της στοιχεία (ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925). Ειδικότερα, εάν νόμω αβάσιμη ή αόριστη αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία εν όλω ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί, και χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει το νόμω βάσιμο και ορισμένο αυτής και να την απορρίψει για τις τυπικές αυτές πλημμέλειες (ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39.573, ΕΑ 1778/2011 ΝοΒ 2011.982), αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψη της, έστω για άλλους λόγους. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή,  έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή, και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή αν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα [(536 § 1 ΚΠολΔ), ΕΠειρ  373/2016 ΝΟΜΟΣ].

Με την από 27-12-2011 αγωγή, που άσκησε ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εναντίον της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, ιστορούσε ότι την 4-11-2006 ξέσπασε πυρκαγιά στο διαμέρισμα της ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται σε τριόροφη οικοδομή στον Πειραιά, επί της οδού … .. Ότι αιτία της πυρκαγιάς ήταν η υπέρταση στο δίκτυο της εναγομένης, που προκλήθηκε από διακοπή του ουδετέρου καλωδίου στον στύλο της, από τον οποίο ηλεκτροδοτείται η άνω πολυκατοικία. Ότι εξαιτίας της πυρκαγιάς προκλήθηκαν οι ζημίες, που περιγράφονταν στην αγωγή, για την αποκατάσταση των οποίων αναγκάστηκε να δαπανήσει το συνολικό ποσό 16.585,88 ευρώ, ενώ παράλληλα από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης υπέστη και ηθική βλάβη. Ζητούσε δε, ενόψει της αποκλειστικής υπαιτιότητας της εναγομένης για την πρόκληση των παραπάνω ζημιών, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 26.585,88 ευρώ για τη θετική του ζημία και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εντόκως από την επομένη πρόκλησης της πυρκαγιάς, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 547/2015 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν α) ως αόριστα τα κονδύλια για επιδίκαση ποσών 370,84 ευρώ, 1360,15 ευρώ και 840,44 ευρώ και β)  ως μη νόμιμα τα κονδύλια, τα οποία δαπάνησε ο ενάγων για την αντικατάσταση των καταστραφέντων ειδών, που του ανήκαν, καθώς και των ειδών, που ανήκαν στη σύζυγο και τον υιό του, έγινε κατά τα λοιπά δεκτή εν μέρει η αγωγή ως ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.965 ευρώ για τη θετική του ζημία και  το ποσό των 3.000 ευρώ για την ηθική του βλάβη (ήτοι συνολικά 5.965 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με τους λόγους της ένδικης έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Ωστόσο, -και πριν από κάθε άλλη έρευνα- η ένδικη αγωγή με το πιο πάνω περιεχόμενο στερείται των απαιτούμενων κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, και ως εκ τούτου είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα. Και τούτο, διότι δεν αναφέρονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης για τη δη­μιουργία υποχρεώσεώς της να καταβάλει στον ενάγοντα την αιτούμενη αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (άρθρο 914 ΑΚ). Ειδικότερα, ο ενάγων εκθέτει μεν ότι η πυρκαγιά, που ξέσπασε στην οικία του, οφειλόταν σε προκληθείσα υπέρταση στο δίκτυο της εναγομένης από διακοπή του ουδετέρου καλωδίου παροχής, που συνέδεε τον στύλο της τελευταίας με το διαμέρισμα του, πλην όμως δεν αναφέρει ποιες ακριβώς ήταν οι ζημιογόνες ενέργειες (ή και παραλείψεις) της εναγομένης (ή των προστηθέντων οργάνων της), που οφείλονται σε υπαιτιότητά της (ή των προστηθέντων οργάνων της) και επέφεραν τη ζημία που περιγράφει. Εκθέτει βέβαια ότι υπάλληλοι της εναγομένης προέβησαν σε αντικατάσταση του βλαβέντος ηλεκτροφόρου καλωδίου, χωρίς να τηρήσουν τη νόμιμη διαδικασία επισκευής, πλην ουδόλως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην αγωγή η αιτιώδη σύνδεση της συμπεριφοράς αυτής των προστηθέντων της εναγομένης με οποιαδήποτε ζημία του ενάγοντος. Εν όψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ορισμένη (πλην των επιμέρους κονδυλίων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, τα οποία απέρριψε ως αόριστα και νόμω αβάσιμα) και προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εξέταση της, δεχόμενη εν μέρει αυτήν και ως ουσία βάσιμη, έσφαλε και θα πρέπει, αφού γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη (έστω και χωρίς ειδικό παράπονο εκ μέρους της εκκαλούσας-εναγομένης, δοθέντος ότι δεν χειροτερεύει η θέση της), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί η αγωγή και να απορριφθεί. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας -εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου- ενάγοντος, λόγω της ήττας του (176, 183, 192 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 20-4-2015 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη με αρ. 547/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 27-12-2011 αγωγή και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης- εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα.

            ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21-2-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ