Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 65/2024

Αριθμός    65 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις    ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α.  ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε  από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σπυρίδωνα Μήτσουρα   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ………… 2) …….., 3) ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και με διακριτικό τίτλο «…….»  όπως μετονομάστηκε η Ι.Κ.Ε. με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…….», η οποία εδρεύει στον ……. Αττικής (οδός … ……) (ΑΦΜ …., ΓΕΜΗ ….)  και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας  με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……», η οποία εδρεύει στον Πειραιά οδός ……….) (ΑΦΜ .. και ΓΕΜΗ …) και εκπροσωπείται νόμιμα και 5) ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «……….»,  όπως μετονομάστηκε η μονοπρόσωπη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (……….) (ΑΦΜ …. και ΓΕΜΗ ….) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Διονύσιο Αμπάτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

B. EKKAΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….2) ………..3) ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…. ….» (πρώην «……….» και με διακριτικό τίτλο «….», η οποία εδρεύει στη … (στη θέση …) (ΑΦΜ …..) και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……», η οποία εδρεύει στον Πειραιά οδός ……..) (ΑΦΜ ………) και εκπροσωπείται νόμιμα και 5) Ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……….»,  η οποία εδρεύει στον στη …. (θέση ….) (ΑΦΜ …) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Διονύσιο Αμπάτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………. η οποία εκπροσωπήθηκε  από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σπυρίδωνα Μήτσουρα   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η ……… (υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β εφεσίβλητη) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  21.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1967/2021  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα και υπό στοιχ Α  εκκαλούσα- στοιχ Β εφεσίβλητη με την από  19.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2022-……../2022) έφεσή της και β) οι εναγόμενοι και ήδη υπό στοιχ Α εφεσίβλητοι- Β εκκαλούντες με την από  18.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……/2022-………/2022) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση από 18.1.2022 (αριθμ. κατ. ……/2022) και από 19.1.2022 (αριθμ. κατ. ………/2022) αντίθετες εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ. 1967/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 614 αρ. 5 και  622 Α του ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν, μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 4 του άρθρου 1 του Νόμου 4335/2015), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν, περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μέσα στα όρια, που καθορίζονται από τους λόγους των εφέσεων (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), οι οποίες συνεκδικάζονται λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους  και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης  [άρθρα 31, 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ)

Με την από 21.12.2018 αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η ενάγουσα, (ήδη εκκαλούσα και εφεσίβλητη), ισχυρίσθηκε, ότι τυγχάνει δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς και ότι, δυνάμει ισάριθμων εντολών του πρώτου εναγομένου (ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου), ο οποίος ενεργούσε ατομικά και, κατά περίπτωση, και ως αντιπρόσωπος των λοιπών εναγομένων – εκκαλούντων,  διεκπεραίωσε με ενέργειές της κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2013 έως 9.7.2015 τριάντα τέσσερις (34) συνολικά δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις συμφερόντων του ιδίου και των συνεναγομένων του, χωρίς να έχει συνταχθεί έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή της, την οποία δικαιούται και υπολογίζει με βάση το ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) και το συνημμένο σε αυτόν  Παράρτημα ΙΙ είτε με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης (περίπτωση με στοιχεία 15) ή της δικαιοπραξίας  (περιπτώσεις με στοιχεία 1, 2, 4, 5, 8, 10, 13), είτε με βάση την την προβλεπόμενη από τον Κώδικα Δικηγόρων χρονοχρέωση (στις λοιπές περιπτώσεις).  Ότι ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος, έχοντας την  πρόθεση να επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στον τομέα της εκμετάλλευσης Καταστημάτων Υγειονομικού ενδιαφέροντος στην περιοχή της ……….. και να εκμισθώσει ή να αποκτήσει κατά κυριότητα, είτε απευθείας στο όνομά του είτε στο όνομα συνεστημένων ή και μελλόντων να συσταθούν εταιρειών συμφερόντων του, διάφορα ακίνητα στα οποία ήδη λειτουργούσαν ή θα μπορούσαν να λειτουργήσουν Καταστήματα Υγειονομικού Ενδιαφέροντος στην περιοχή ……….. της ……….., και ενεργώντας πάντοτε ατομικά, αλλά και κατά περίπτωση και ως αντιπρόσωπος των λοιπών εναγομένων, της ανέθεσε με διαδοχικές εντολές  την διεκπεραίωση των παρακάτω συναφών με το δικηγορικό της επάγγελμα δικαστικών και εξωδίκων εργασιών: 1) με την από 11.11.2013 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της υπό σύσταση τότε τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε αρχικά την σύνταξη αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του με ΚΑΕΚ ……… ακινήτου, που βρίσκεται στην περιοχή … της ……., ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «……….» προς την δεύτερη ή την τρίτη εναγομένη, κατά την στάθμιση των συμφερόντων του,  στο οποίο λειτουργούσε ήδη το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο “………..”, ιδιοκτησίας της άνω εταιρείας, έναντι τιμήματος 1.400.000 ευρώ και, ακολούθως, λόγω αδυναμία της πωλήτριας να εξασφαλίσει τα απαραίτητα έγγραφα, της ανέθεσε στις 20.2.2014 και την σύνταξη προσυμφώνου για το ίδιο ακίνητο, έναντι προκαταβλητέου τιμήματος (αρραβώνα) 922.400 ευρώ. Ότι σε εκτέλεση της εντολής αυτής, συνέταξε και παρέδωσε στις 19.2.2014 το σχέδιο του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και ολοκλήρωσε στις 4.3.2014 και το σχέδιο του προσυμφώνου, πλην όμως οι πρώτος και η τρίτη των εναγομένων δεν προχώρησαν έκτοτε στην υπογραφή των συμβάσεων αυτών. 2) με την από 20.2.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της υπό σύσταση τότε τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου προσυμφώνου επαγγελματικής μίσθωσης με άγνωστο μισθωτή και με εκμισθωτή κάποιον …., αγνώστων λοιπών στοιχείων του με ΚΑΕΚ ………. ακινήτου, που βρίσκεται στην ίδια ως άνω περιοχή της …….., επί του οποίου λειτουργούσε μέχρι το 2013 το κατάστημα …, ιδιοκτησίας της «……….». Η διάρκεια της μισθώσεως ήταν 12ετής και το μίσθωμα θα ανέρχονταν για τα τρία πρώτα έτη στο ποσό των 30.000 ευρώ ετησίως, προσαυξανόμενο στην συνέχεια κατά 2% κατ΄έτος. Ότι σε εκτέλεση της εντολής αυτής συνέταξε και παρέδωσε το προσύμφωνο επαγγελματικής μίσθωσης στον πρώτο εναγόμενο την 24.2.2014, χωρίς όμως να ακολουθήσει και η υπογραφή του από την μισθώτρια και τον εκμισθωτή.  3) με την από 25.2.2014 εντολή  του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της υπό σύσταση τότε τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου πληρεξουσίου, με το οποίο ο αμέσως παραπάνω εκμισθωτής ……. έδινε την εντολή και πληρεξουσιότητα στον μισθωτή, το πρόσωπο του οποίου θα επέλεγε ο εναγόμενος στην συνέχεια, για την σύνταξη συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης του ιδίου ακινήτου. Ότι για την σύνταξη του πληρεξουσίου απασχολήθηκε τουλάχιστον επί δύο (2) ώρες και το παρέδωσε σε  υπάλληλο του πρώτου εναγομένου. 4) με την από 19.5.2014 εντολή,  ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της υπό σύσταση τότε τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ της ….. και της  δεύτερης ή της υπό σύσταση τρίτης εναγομένης για το με ΚΑΕΚ …………. ακίνητο, με διάρκεια της μίσθωσης 15 ½ έτη και μίσθωμα 10.500 ευρώ τον μήνα, το οποίο και συνέταξε και του παρέδωσε, το δε συμφωνητικό αυτό, μετά από τροποποίηση ως προς την διάρκεια της μίσθωσης και κάποιες άλλες ασήμαντες τροποποιήσεις που έκαναν οι συμβαλλόμενοι, υπεγράφη με μισθώτρια την τρίτη εναγομένη,  η οποία είχε στο μεταξύ συσταθεί, 5) με την από 30.5.2014 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της τέταρτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη δύο συμβάσεων ατόκου δανείου ποσού 360.000 ευρώ και 75.000 ευρώ αντίστοιχα μεταξύ της δανειολήπτριας  «……….», του ……. ως εγγυητή και της δανείστριας εταιρείας – τέταρτης εναγομένης – με την επωνυμία “……..” και τον διακριτικό τίτλο “………”, τις οποίες παρέδωσε την 11.6.2014 υπογεγραμμένες από την δανείστρια και τον ………. ως εγγυητή και διαχειριστή της οφειλέτριας σε υπάλληλο του πρώτου και της τετάρτης των εναγομένων, 6) με την από 9.12.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου πρακτικού έκτακτης γενικής συνέλευσης της τρίτης των εναγομένων για την τροποποίηση των άρθρων 5.3 και 33 του καταστατικού της και την αλλαγή του διαχειριστή της, για την σύνταξη του οποίου απασχολήθηκε επί τρεις (3) ώρες, 7) την 6.2.2015 απασχολήθηκε με ραντεβού στο γραφείο της επί δύο (2) ώρες παρέχοντας νομικές συμβουλές στον πρώτο εναγόμενο, και την ίδια ημέρα  με εντολή του ιδίου, ο οποίος ενεργούσε ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης της μίσθωσης, άλλως παραχώρησης της χρήσης του ακινήτου, στο οποίο έδρευε η τρίτη εναγόμενη εταιρεία από τον μέχρι τότε διαχειριστή της …….., το οποίο συνέταξε απασχολούμενη επί μία (1) ώρα και το παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο την 12.3.2015. (απερρίφθη το ραντεβού), 8)  με την από 6.2.2015 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης, τρίτης και της υπό σύσταση τότε πέμπτης των εναγομένων, της ανέθεσε την σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού τριετούς εκμισθώσεως από τον ιδιοκτήτη …… προς την πέμπτη των εναγομένων του ακινήτου επί της οδού ………. στην Αθήνα, έναντι μισθώματος 300 ευρώ το μήνα και με την υποχρέωση της μισθώτριας να καταβάλει το 1/2 των λειτουργικών δαπανών, το οποίο και συνέταξε την 11.2.2015, χωρίς όμως να υπογραφεί εισέτι από τα συμβαλλόμενα μέρη, 9) με την από 19.2.2015 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης, τρίτης και της υπό σύσταση τότε πέμπτης των εναγομένων, της ανέθεσε την σύνταξη εγγράφου παροχής συναίνεσης της εκμισθώτριας εταιρείας με την επωνυμία …….. προς την μισθώτρια με την επωνυμία “………….” για την υπομίσθωση τμήματος του μισθίου επί της οδού ……… Αθήνα σε οποιαδήποτε από τις εναγόμενες ή άλλη εταιρεία, το οποίο και συνέταξε, απασχολούμενη με την σύνταξή του και τις νομικές συμβουλές που παρείχε στον πρώτο εναγόμενο με ραντεβού επί τρεισήμισι (3 και ½) ώρες, 10)  με την από 1.10.2014 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της υπό σύσταση τότε πέμπτης των εναγομένων, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου καταστατικού ΙΚΕ της πέμπτης εναγομένης, με κεφάλαιο 250.000 ευρώ και μοναδική εταίρο την δεύτερη εναγομένη, το οποίο και συνέταξε και παρέδωσε την 12.2.2015 στον πρώτο εναγόμενο προς υπογραφή, πλην όμως το σχέδιο αυτό δεν υιοθετήθηκε από τους εναγομένους, 11) στις 26.2.2015, 3.3.2015 και 15.5.2015 απασχολήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο επί τρεις (3), μία (1) και δύο (2) ώρες, αντίστοιχα, προκειμένου να μελετήσει την συμβολαιογραφική πράξη σύστασης της πέμπτης εναγομένης, να εξηγήσει τις διατάξεις της πράξης αυτής στον πρώτο εναγόμενο και να μελετήσει την τροποποίηση του καταστατικού της, 12) με την από  16.2.2015 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου λύσης της μίσθωσης μεταξύ της …….. και της τρίτης των εναγομένων επί μισθίου στην περιοχή ………, για την σύνταξη του οποίου απασχολήθηκε επί μία (1) ώρα και, μετά την παράδοσή του  στις 27.3.2015 στον δικηγόρο της εκμισθώτριας ……., απασχολήθηκε στις 29.3.2015, 31.3.2015, και 6.4.2015 επί μία (1) ώρα, κάθε φορά για την μελέτη των προτάσεων της τελευταίας, για την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος με τις αντιπροτάσεις της και την συμπλήρωση – διόρθωση του συμφωνητικού λύσης της μίσθωσης σύμφωνα με τις νέες εντολές του πρώτου εναγομένου, 13)  με την από  16.2.2015 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της υπό σύσταση τότε πέμπτης των εναγομένων, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης του ακινήτου με  ΚΑΕΚ …….., (μεταξύ των εκμισθωτών … και …….. και της μισθώτριας – δεύτερης εναγομένης, με διάρκεια 14 έτη και 9  μήνες και μίσθωμα 13.000 ευρώ το μήνα, το οποίο ολοκλήρωσε και παρέδωσε την 8.5.2015, 14) με την από  9.2.2015 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της υπό σύσταση τότε πέμπτης των εναγομένων, αφού πρώτα την ενημέρωσε σχετικά σε δίωρη συνάντηση, της ανέθεσε την συλλογή και διαβίβαση στην αρμοδία συμβολαιογράφο των απαραίτητων εγγράφων και την σύνταξη σχεδίου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του με ΚΑΕΚ ……. ακινήτου ιδιοκτησίας της «………» προς την ………, για δε τις παραπάνω ενέργειες και την μελέτη του σχεδίου του συμβολαίου μετά τις παρατηρήσεις της συμβολαιογράφου στις 23.4.2015 και 9.7.2015 απασχολήθηκε επί  δέκα (10) συνολικά ώρες, 15)  με την από  11.6.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της τέταρτης των εναγομένων, της ανέθεσε την σύνταξη αίτησης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης για το ποσό των 435.000 ευρώ υπέρ της δανείστριας εταιρείας-τέταρτης των εναγομένων και σε βάρος του με ΚΑΕΚ …. ακινήτου ιδιοκτησίας της «……….», εργασία που εκτέλεσε και παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο την 2.7.2014 μαζί με το σχέδιο της απόφασης της εγγραφής, πλην όμως η αίτηση δεν κατατέθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο μετά από εντολή του πρώτου εναγομένου περί αναβολής της ενέργειας αυτής. Επιπρόσθετα απασχολήθηκε για σχετικές συνεννοήσεις με τον εκπρόσωπο της τρίτης εναγομένης ……… και για παρακολουθηματικές ενέργειες που ανέθεσε σε συνάδελφό της στην Σύρο για δύο (2) επιπλέον ώρες, που δεν αφορούσαν άμεσα την σύνταξη του παραπάνω δικογράφου, 16)  με την από  20.2.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη ιδιωτικού συμφωνητικού που αφορούσε την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης που συνεστήθη από την “…….”, τον ……. και τον ….., η οποία λειτουργούσε το κατάστημα ….. στην ….., για την μελέτη του οποίου απασχολήθηκε επί δυόμισι (2 ½) ώρες, καθώς και την 5.3.2014 για επιπλέον δυόμισι (2 ½) ώρες για την παροχή νομικών συμβουλών επ΄αυτού, 17)  με την από  7.10.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη ιδιωτικού συμφωνητικού συνεργασίας της τρίτης εναγομένης με την εταιρεία “……..”,  για την μελέτη του οποίου απασχολήθηκε επί μία (1) ώρα, καθώς και την 6.11.2014 για μία (1) επιπλέον ώρα  σε ραντεβού για την παροχή των νομικών συμβουλών της επ΄αυτού, 18)  με την από  24.9.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της τρίτης των εναγομένων, της ανέθεσε την μελέτη του καταστατικού της τελευταίας και την παροχή νομικών συμβουλών επ΄αυτού και την 7.5.2015 και την μελέτη της τροποποίησης του ιδίου καταστατικού, εργασία για την οποία απασχολήθηκε επί δύο (2) ώρες, 19) με την από  24.9.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης του με ΚΑΕΚ ……. μισθίου ακινήτου, που συνυπέγραψε ως μισθώτρια η τρίτη εναγομένη με την εκμισθώτρια …… και την 3.10.2014 του παρείχε νομικές συμβουλές επ΄αυτού, εργασία για την οποία απασχολήθηκε επί δύο (2) ώρες, 20) με την από  10.11.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων, της ανέθεσε την μελέτη του καταστατικού της τελευταίας (τέταρτης) και την παροχή νομικών συμβουλών επ΄αυτού και την 1.12.2014 τον ενημέρωσε με ραντεβού στο γραφείο της για τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του, εργασίες για τις οποίες απασχολήθηκε επί πέντε (5) ώρες, 21)  με την από  19.5.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της υπό σύσταση τότε  τρίτης των εναγομένων, της ανέθεσε τον έλεγχο της νομικής κατάστασης του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος που λειτουργούσε η εταιρεία “………” επί του με ΚΑΕΚ  …….. ακινήτου στην ……….., καθώς και την έρευνα της δυνατότητας συμμεταβίβασης μαζί με την παραπάνω εταιρεία και της άδειας λειτουργίας του καταστήματος αυτού προς την τρίτη των εναγομένων, και την 4.6.2014 της ανέθεσε και την μελέτη της ίδιας αδείας, εργασίες για τις οποίες απασχολήθηκε επί οκτώ (8) ώρες, 22)  με την από  21.11.2013 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και της υπό σύσταση τότε  τρίτης των εναγομένων,  της ανέθεσε, εν όψει της μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της  εταιρείας “…..” προς την τρίτη των εναγομένων, την μελέτη και την παροχή νομικών συμβουλών επί των μισθωτηρίων δύο ακινήτων στην περιοχή ……….. ……….., τα οποία είχε υπογράψει ο μισθωτής ……… με τους εκμισθωτές …… και …….., εργασία για την οποία απασχολήθηκε επί έξι (6) ώρες, συμπεριλαμβανομένης και της έρευνας της σύνδεσης της μισθωτικής σχέσης με την παραπάνω υπό μεταβίβαση εταιρεία, 23)   με την από  12.2.2015 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε τον έλεγχο και την κατάθεση σήματος με έγχρωμη απεικόνιση και τον λογότυπο “……. και “……..”, εργασία για την οποία απασχολήθηκε επί τεσσερισήμισι (4 ½) ώρες, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης είκοσι παρεμφερών λογοτύπων και της παροχής νομικών συμβουλών επ΄αυτού, 24)  με την από  15.5.2015 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη υποδείγματος ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθώς και του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της εταιρείας “……….”, προκειμένου να προβεί στις ενδεδειγμένες νομικές συμβουλές και ενέργειες, ώστε να συναφθεί νέα σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης επ΄ ωφελεία των συμφερόντων του επί του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος που εκμεταλλευόταν η εταιρεία “…………” στην ……….., εργασία για την οποία απασχολήθηκε επί τέσσερις (4) ώρες, συμπεριλαμβανομένου και του υπολογισμού των τετραγωνικών μέτρων των προς ασφάλιση κτισμάτων, 25) την 31.10.2013, που άρχισε και η συνεργασία τους, και πριν την εντολή για την σύνταξη του συμβολαίου και του προσυμφώνου της περίπτωσης με στοιχεία  (1),  ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε να προβεί σε κάθε δικαστική και εξώδικη ενέργεια συναφή με την δικηγορική της ιδιότητα για την ευόδωση του επιχειρηματικού του σχεδίου με την αγορά περισσοτέρων όμορων ακινήτων στην ………..  και του ακινήτου με ΚΑΕΚ  ….., ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία “………”, καθώς και την εξαγορά των μεριδίων της τελευταίας από τον ίδιο ή την δεύτερη εναγομένη ή από συνεστημένη ήδη ή μέλλουσα να συσταθεί εταιρεία συμφερόντων του, το οποίο και της ανέπτυξε και την 9.11.2013 που παρευρέθηκε κατ΄εντολή του σε συνάντηση του ιδίου και των συνεργατών του με τον διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της προς μεταβίβαση εταιρείας, απασχολήθηκε επί εξήμισι (6 ½ ) ώρες, 26) με εντολή του πρώτου των εναγομένων ατομικά συνέταξε στις 4.11.2013 τέσσερις αιτήσεις προς το Κτηματολογικό Γραφείο ……….., για την χορήγηση αντίστοιχων κτηματολογικών αποσπασμάτων των ακινήτων με ΚΑΕΚ ……….., στις 24.2.2014 συνέταξε νέα όμοια αίτηση προς το ίδιο κτηματολογικό γραφείο για το ακίνητο με  ΚΑΕΚ ……… και, α) για την άνω εργασία της, β) την τηλεφωνική της συνεννόηση με το πρόσωπο που θα κατέθετε τις αιτήσεις στο κτηματολογικό γραφείο ……….., γ) την τηλεφωνική συνεννόηση με το Κτηματολογικό αυτό γραφείο για να πληροφορηθεί τον λογαριασμό στον οποίο θα έπρεπε να καταβληθεί το ανάλογο τέλος, δ) την καταβολή του αντίστοιχου τέλους στην Τράπεζα Πειραιώς, ε) την αποστολή με fax της απόδειξης καταβολής στο κτηματολογικό γραφείο και στ) για συνάντηση στο γραφείο της στις 2.2.2013 για την παροχή νομικών συμβουλών αναφορικά με όλα τα παραπάνω ακίνητα και επιπλέον για τα ακίνητα με ΚΑΕΚ ………. εργασίες, απασχολήθηκε επί έξι (6) ώρες, 27)  την 13.11.2013 ο πρώτος εναγόμενος ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε να ερευνήσει και να του παράσχει την νομική της άποψη για την ύπαρξη υδατορεμάτων στην περιοχή ….. της …… Για την ανεύρεση του σχετικού ΦΕΚ, την ηλεκτρονική λήψη του και την μελέτη του μετά των σχετικών σχεδιαγραμμάτων, καθώς και την μελέτη του υπ΄αριθμ. 329/1980 ΦΕΚ Β΄ για τα όρια της περιοχής φυσικού κάλους, απασχολήθηκε επί έξι (6) ώρες, 28) με την από  31.10.2013 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης και  τρίτης των εναγομένων, της ανέθεσε την έρευνα της νομικής κατάστασης της εταιρείας “……..” και του καταστήματος αυτής με τον διακριτικό τίτλο …… και για την εκτέλεση της εντολής αυτής απασχολήθηκε στις 13.11.2013, 14.11.2013, 15.11.2013, 22.11.2013, 25.11.2013, 28.11.2013, 29.11.2013, 11.12.2013, 20.11.2014, 21.2.2014, 5.2.2015, 25.2.1015 και 28.2.2014 επί είκοσιδυόμιση (22 ½) συνολικά ώρες, 29) με την από 15.11.2013 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την επαλήθευση και την παρακολούθηση του δανείου που έλαβε η  εταιρεία “……….” από την ALPHA BANK, καθώς και την διαπραγμάτευση της με μερική διαγραφή εξόφλησής του και την άρση της εγγραφείσης προσημείωσης και για την εκτέλεση της εντολής αυτής απασχολήθηκε επί είκοσι έξι (26) συνολικά ώρες για τις επιμέρους ενέργειες και κατά τις ημερομηνίες που αναφέρει στην αγωγή της, 30)  με την από 28.2.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε τον έλεγχο των ζητημάτων της οριογραμμής αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού και παραλίας σε σχέση με το ακίνητο με ΚΑΕΚ  ………. και για την εκτέλεση της εντολής απασχολήθηκε για την μελέτη εγγράφων, δικαστικών αποφάσεων και συναφών δικογράφων, καθώς και για την επεξήγησή τους στον εντολέα της και στον διαχειριστή της τρίτης εναγομένης ….. επί τρεισήμισι (3 ½) ώρες, 31)  με την από 19.2.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε τον έλεγχο της τυχόν υπάρξεως δουλειών και λοιπών βαρών επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………, για την εκτέλεση της οποίας απασχολήθηκε επί επτά (7) ώρες, συμπεριλαμβανομένης της τρίωρης επεξήγησης των διαπιστώσεών της στον εντολέα της που έλαβε χώρα στις 6.3.2014, 32)  με την από 1.10.2014 εντολή ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την ενημέρωση του νέου λογιστή της τρίτης εναγομένης …… επί θεμάτων όλων των εναγομένων εταιρειών και των εν εξελίξει επιχειρηματικών του σχεδίων στην ……….., καθώς και ζητήματα σχετικά ειδικότερα με την υπό σύσταση τότε πέμπτη εναγομένη, για την εκτέλεση της οποίας απασχολήθηκε επί είκοσι μία ώρες και  τριάντα λεπτά  (21 ½) για τις επιμέρους ενέργειες και τις ημερομηνίες που αναφέρει στην αγωγή της, 33)  με την από 18.1.2015 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την διερεύνηση της περίπτωσης συνεργασίας της πέμπτης εναγομένης  με τον …… στον τομέα της παραγωγής και πώλησης αρώματος, για την εκτέλεση της οποίας απασχολήθηκε επί έξι (6) ώρες και 34)  με την από 5.12.2014 εντολή του ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε τον έλεγχο της επωνυμίας “……….” και της κατοχύρωσης αυτής, για την εκτέλεση της οποίας απασχολήθηκε επί τρεισήμισι (3 ½) ώρες. Εκθέτοντας δε περαιτέρω ότι προέβη προσηκόντως και κατά τις ημερομηνίες που αναφέρονται στην αγωγή της στην ενέργεια όλων των αναγκαίων για την διεκπεραίωση των ανατεθεισών σ’ αυτή δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών και ότι εκ του λόγου αυτού δικαιούται την προβλεπόμενη από τον Κώδικα Δικηγόρων ελάχιστη αμοιβή για κάθε επιμέρους εργασία, την οποία οι εναγόμενοι αρνούνται να της καταβάλουν, και υπολογίζοντας την αμοιβή της κατά τα προεκτεθέντα σε ποσοστό 1%, 0,5% και 0,4% επί της αξίας του αντικειμένου των αντίστοιχων δικαιοπραξιών στις υπό στοιχεία 1, 2, 4, 5, 8, 10 και 13 περιπτώσεις, σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης στην περίπτωση 15 (σύνταξη αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων) και με ωριαία χρέωση 80 ευρώ στις λοιπές περιπτώσεις, ζητούσε: α) να  υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος για τις περιπτώσεις που ενεργούσε μόνο ατομικά να της καταβάλλει το συνολικό ποσό, μαζί με ΦΠΑ 24%, των 14.334,40 ευρώ, β) να υποχρεωθούν οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 12.654,65 ευρώ και μαζί με τον ΦΠΑ το ποσό των 15.691,77 ευρώ, άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 12.052,05 ευρώ και μαζί με ΦΠΑ το ποσό των 14.944,54 ευρώ, γ) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 2.222 ευρώ και,, μαζί με τον ΦΠΑ το ποσό των 2.755,28 ευρώ, άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 2.020 ευρώ και μαζί με τον ΦΠΑ το ποσό των 2.504,80 ευρώ, δ) να υποχρεωθούν οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 208,32 ευρώ και, μαζί με τον ΦΠΑ το ποσό των 258,32 ευρώ, άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 160 ευρώ και μαζί με τον ΦΠΑ το ποσό των 198,40 ευρώ, ε)  να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 10.375,20 ευρώ και μαζί με τον ΦΠΑ το ποσό των 12.865,25 ευρώ, άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 9.432 ευρώ και με τον ΦΠΑ το ποσό των 11.695,00 ευρώ, στ) να υποχρεωθούν οι πρώτος και τέταρτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 3.404,73 ευρώ μαζί με τον ΦΠΑ, άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 3.242,60 ευρώ μαζί με τον ΦΠΑ, ζ) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 327,36€ μαζί με το ΦΠΑ , άλλως  να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 297,60€ περιλαμβανομένου ΦΠΑ 24% η) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 327,36€ μαζί με ΦΠΑ 24°/ο,  άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 297,60€ συμπεριλαμβανόμενου ΦΠΑ 24%, θ) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 160,70€ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ24%,  άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 133,92€ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 24%, ι) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 416,64€ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 24%, άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλει το ποσό των 347,20€ μαζί με τον ΦΠΑ 24%, ια) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 2.096,22€ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 24%,  άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλει το ποσό των 1.470,00€ πλέον ΦΠΑ 24% και το ποσό των 1.822,80€ περιλαμβανόμενου του ΦΠΑ 24%, ιβ)  να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 14.767,65€ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%,  άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 12.841,44€ συμπεριλαμβανόμενου ΦΠΑ 24%, ιγ) να υποχρεωθούν οι πρώτος και τέταρτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 10.005,87€ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%,  άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 9.529,40€ περιλαμβανόμενου ΦΠΑ 24% και ιδ)  να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 2.455,20€ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%, άλλως να υποχρεωθεί μόνον ο πρώτος να της καταβάλλει το ποσό των 2.232 € συμπεριλαμβανόμενου ΦΠΑ 24%. Τα παραπάνω ποσά ζητούσε να της καταβληθούν με τον νόμιμο τόκο  αφ’ ής κατέστη απαιτητό κάθε επιμέρους ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ζητούσε, επίσης, η ενάγουσα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία έκρινε νόμιμη την αγωγή ως ερειδόμενη κατά τα κύρια αιτήματά της στις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 1, 2 εδ.β, 58 παρ.3 και 5, 59 παρ.1 και 3, 74 παρ. 2 και 3 και 75 σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι και ΙΙ του ν. 4194/2013. Ακολούθως, κρίνοντας επί της ουσίας απέρριψε ως αβάσιμες τις αξιώσεις της ενάγουσας για τις ως άνω υπό στοιχεία 14, 20, 27, 32 και 33 περιπτώσεις και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά τα λοιπά, επιδικάζοντας στην ενάγουσα τα αναφερόμενα σαυτή ποσά, νομιμότοκα (και του ΦΠΑ) από την  ημερομηνία ολοκλήρωσης και παράδοσης κάθε εργασίας.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι διάδικοι με τις αντίθετες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σαυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της  κατά το μέρος που προσβάλλεται από τον καθένα και δη η μεν ενάγουσα ζητεί την εξαφάνισή της μόνο κατά τις διατάξεις της που απέρριψε τα κονδύλια της αγωγής της των περιπτώσεων με στοιχεία 14, 20, 27 και 32, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της και ως προς τα κονδύλιά της αυτά, οι δε εναγόμενοι την εξαφάνισή της μόνο κατά τις διατάξεις της που αφορούν τις με στοιχεία, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18 και 19 περιπτώσεις, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον τους αγωγή. (Σημειώνεται δεν προσβάλλονται με  καμία των εφέσεων τα κονδύλια των περιπτώσεων με στοιχεία 17, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 28, 29, 30, 31, 33 και 34).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 § 4 και 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει :α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Στο δικόγραφο δε της αγωγής πρέπει να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση. Η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως [ΑΠ 218/2020, ΝΟΜΟΣ]. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τον εντολέα του για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, συναφείς με το δικηγορικό του επάγγελμα, πρέπει στο δικόγραφο αυτής να αναφέρονται, ειδικότερα, (α) η συμφωνία περί εντολής και το αντικείμενο αυτής, δηλαδή η συμφωνία διεξαγωγής ορισμένης υπόθεσης του εντολέα με καθορισμό του πλαισίου της εντολής, ήτοι της φύσεως και του αντικειμένου της ανατεθείσας προς διεξαγωγή υπόθεσης, (β) το ύψος της αμοιβής, νόμιμης ή συμφωνημένης, και (γ) η εκτέλεση της εν λόγω εντολής με τη διενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υπόθεσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων (ΕφΠειρ 90/2014 ΤΝΠΝόμος). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, που εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Από δε τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος). Επομένως, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναγράφονται –μεταξύ άλλων- τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 339/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 45.821). Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή, έχουσα το προεκτεθέν περιεχόμενο περιλαμβάνει όλα τα κατά νόμο απαραίτητα για την θεμελίωσή της στοιχεία, καθώς εκτίθενται σαφώς και επαρκώς όλα τα πραγματικά περιστατικά του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος της ενάγουσας προς  απόληψη αμοιβής για την εργασία της, καθώς και εκείνα που νομιμοποιούν την άσκησή της εναντίον των εναγομένων και ειδικότερα διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της: α) οι διαδοχικές συμβάσεις εντολής προς την ενάγουσα, ο χρόνος που κάθε μία έλαβε χώρα και το ακριβές περιεχόμενό τους που αφορούσε την παροχή εξωδίκων νομικών υπηρεσιών σχετικών με την αγορά και μίσθωση ακινήτων στην περιοχή ……….. της ……….. και την λειτουργία επ΄αυτών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και συναφείς εργασίες και εργασίες σχετικές με την ίδρυση της τρίτης και πέμπτης των εναγομένων, β) η έλλειψη σχετικής έγγραφης συμφωνίας και ο προσδιορισμός της αμοιβής της σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα    Δικηγόρων ελάχιστα όρια, υπολογιζόμενης κατά περίπτωση είτε με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας είτε με βάση την χρονοχρέωση, γ) η αναλυτική περιγραφή των επιμέρους νομικών ενεργειών που διεκπεραιώθηκαν στα πλαίσια της σύμβασης εντολής, καθώς και ο χρόνος που απαιτήθηκε για την διεκπεραίωση κάθε μίας εξ αυτών και η αξία του αντικειμένου τους για όσες από αυτές υπολογίζονται με βάση την αξία αυτή και δ) οι εντολές που έλαβε δια του πρώτου εναγομένου, καθώς και ποιες από αυτές αφορούσαν τον ίδιο ατομικά ή, κατά περίπτωση, και τις λοιπές εναγόμενες. Περισσότερα στοιχεία, και, ιδίως, στοιχεία περί των διαχειριστών της τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων και με ποιο τρόπο αυτοί έδωσαν ή ενέκριναν την εκάστοτε εντολή που διαβιβάσθηκε στην ενάγουσα δια του πρώτου εναγομένου, είτε και απευθείας από τους διαχειριστές τους δεν χρειαζόταν, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αρκεί για την κατ΄αρχήν παθητική νομιμοποίηση της αγωγής, η επίκληση της ενάγουσας ότι οι λοιπές εναγόμενες εταιρείες ήταν εντολείς της ως προς τις συγκεκριμένες νομικές υπηρεσίες που διεκπεραίωσε για λογαριασμό τους. Το αν πράγματι δόθηκαν οι εντολές αυτές στην ενάγουσα και αν ο εντολέας δεσμεύει πράγματι τις λοιπές εναγόμενες, αποτελούν στοιχεία  που θα προκύψουν από την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, τα οποία οφείλει να αποδείξει η ενάγουσα. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή δεν υπέπεσε σε σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων και ο συναφής πρώτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγράφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωση του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο Νομοθέτης ορθά εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Εγγραφης Συναλλαγής 1992, σελ. 138, 142). Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός από τη σύνδεση με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού, το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας είτε ως χρήστης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «…….» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο το χρήστη που του έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απόλυτα συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη (ΕφΠειρ 46/2014 δημ. Νόμος). Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 του ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, γιατί αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ένα έγγραφο του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τυπική αποστολή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση του μηνύματος και αποστολέα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό, παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη, με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Επομένως, ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και, κατ` αναλογία για τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο εμπίπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 ΚΠολΔ, στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη του (άρθ. 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοσθεί από τον ίδιο τον αποστολέα, φέρει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Ετσι, το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη αποστολέα του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 ΚΠολΔ. Βέβαια, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο, ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο), χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.), εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους απόδειξης στον επικαλούμενο αυτή, για το λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της, ενώ η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται, δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο δεν ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με τα δεδομένα αυτά, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της § 4 του άρθρου 457 του ΚΠολΔ (αμφισβήτηση της γνησιότητας) στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και της μηχανικής απεικόνισης τους (ΕφΔωδ 50/2020 ΤΝΠΝόμος, ΕφΔωδ 45/2018 ΤΝΠΝόμος, ΕφΑθ 636/2017 ΔΕΕ 2017. 684, ΕφΑθ 32/2011 ΔΕΕ 2011. 591). Εξ άλλου, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, όμως, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα, χωρίς να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική τους ισχύ. Δηλαδή και έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και γενικά κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 1764/2012, AΠ 405/2008, ΑΠ 1510/2007 ΤΝΠ Νόμος) Οι εναγόμενοι με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς τους επαναφέρουν τον προταθέντα και πρωτοβαθμίως με την προσθήκη στις προτάσεις τους ισχυρισμό περί αρνήσεως της γνησιότητας των προσαγομένων από την ενάγουσα ηλεκτρονικών εγγράφων (e-mails). Ειδικότερα, οι εναγόμενοι υποστήριξαν πρωτοδίκως και επαναλαμβάνουν με παρόμοια διατύπωση στην έφεσή τους,  ότι “πρωτίστως αρνούμεθα κατά το άρθρο 457 ΚΠολΔ την γνησιότητά τους, (εννοείται των προσκομιζομένων ηλεκτρονικών μηνυμάτων),…… πλην του περιεχομένου των ηλεκτρονικών μηνυμάτων από την συμβολαιογράφο ……. και ..…… Και τούτο, διότι η πρόσβαση στο περιεχόμενο τούτων είναι μόνο δυνατή από την ενάγουσα και είναι δυνατή η αλλαγή του περιεχομένου τους σε ανύποπτο χρόνο…. Επίσης δεν είναι γνωστό και αναγνωρισμένο σε ποιους ανήκουν οι αναφερόμενες ηλεκτρονικές διευθύνσεις, ώστε να προκύπτει το πρόσωπο του αποστολέα και του αποδέκτη……. Επιπλέον η ενάγουσα προσκομίζει τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα χωρίς να είναι κατά νόμο επικυρωμένα, αλλά ως απλές εκτυπώσεις και δεν δύνανται να αποτελούν έγγραφα κατά το άρθρο 444 ΚΠολΔ” Ο λόγος αυτός της εφέσεως, εκτιμώμενος ότι κατατείνει στην θεμελίωση ενστάσεως πλαστότητας των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που προσκομίζει η ενάγουσα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ΄αρχήν λόγω της αοριστίας του, καθώς δεν εμπεριέχεται σαυτόν σαφής και ανενδοίαστη αμφισβήτηση του περιεχομένου των μηνυμάτων που προσκομίζει η ενάγουσα, αλλά οι εναγόμενοι αναφέρονται μόνον στην “δυνατότητα” της ενάγουσας να παραποιήσει το περιεχόμενό τους και όχι σε ρητή αμφισβήτηση του περιεχομένου τους, ενώ δεν αμφισβητούν και ότι τα εν λόγω μηνύματα έχουν αποσταλεί από και προς τους χρήστες των ηλεκτρονικών διευθύνσεων που αυτά φέρουν. Εξ άλλου, ως ένσταση πλαστότητας, προβαλλόμενος από τον υπογράφοντα την έφεση και τις πρωτόδικες προτάσεις τους δικηγόρο, είναι απαράδεκτος, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν γίνεται επίκληση ούτε προσάγεται το απαιτούμενο για την παραδεκτή προβολή της ενστάσεως αυτής έγγραφο ειδικής πληρεξουσιότητας, αλλά και δεν προσκομίζονται τα έγγραφα, ούτε αναφέρονται ονομαστικά οι μάρτυρες και τα λοιπά μέσα απόδειξης της ενστάσεώς τους.  Ως άρνηση δε της γνησιότητας  των ίδιων εγγράφων, που θεωρείται ότι εμπεριέχεται στην ένσταση πλαστότητας (ΑΠ 20/2017), ΑΠ 724/2010, ΑΠ 1798/2006), και οι ίδιοι οι εναγόμενοι ρητά αναφέρονται σαυτή με τα δικόγραφά τους, προβάλλεται και πάλι χωρίς σαφή και ρητή διατύπωση, διότι δεν προσδιορίζουν αν και ποιοί  ακριβώς από τους αποστολείς και παραλήπτες των περισσοτέρων ηλεκτρονικών μηνυμάτων  θεωρούν ότι δεν  είναι χρήστες των ηλεκτρονικών διευθύνσεων που αναγράφονται σαυτά, δεδομένου μάλιστα ότι και οι ίδιοι επικαλούνται προς ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών το περιεχόμενο αρκετών εκ των εν λόγω μηνυμάτων, χωρίς εκεί να αμφισβητούν τα πρόσωπα του αποστολέα και του αποδέκτη τους.  Πέραν όμως αυτού, από την επισκόπηση όλων των εν λόγω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, προκύπτει ότι άπαντα φέρουν ηλεκτρονική διεύθυνση των αποστολέων και των παραληπτών τους, η οποία είναι αναγνωρίσιμη, καθόσον  στο σύνολό τους εμπεριέχουν τα προσωπικά στοιχεία του χρήστη, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για τα πρόσωπα από και προς τα οποία απευθύνονται. Τέλος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, παραδεκτά λαμβάνονται υπόψιν στην παρούσα διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και ανεπικύρωτα αποδεικτικά έγγραφα, όπως τα επικαλούμενα ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα, και ταύτα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και υπό την αντίθετη εκδοχή, η εν λόγω αιτίαση δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο εφέσεως, καθώς δεν οδηγεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης εφόσον αποδειχθεί ότι το διατακτικό της είναι ορθό, αλλά μόνο στην μη λήψη υπόψιν των εγγράφων αυτών από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο.  Κατ΄ακολουθίαν, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε με παρόμοια αιτιολογία, κατά την οποία συμπληρώνεται και με την παρούσα, τους παραπάνω περί πλαστότητας και έλλειψης γνησιότητας ισχυρισμούς των εναγομένων, δεν έσφαλλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και ο σχετικός τρίτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4, 5, 34, 36, 37, 38, 57, 58, 63 επόμ. και 84 του κατά την επίδικη περίοδο [ως εκ του επικαλούμενου χρόνου διενεργείας των επί μέρους εργασιών του από την εκκαλούσα – ενάγουσαα] ισχύοντος από 27 Σεπτεμβρίου 2013 Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013 ΦΕΚ Α 208/27.9.2013) – κατ’ άρθρο 166 παρ. 3 αυτού – σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επόμ. και 713 επόμ. του ΑΚ συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε σχέση εξάρτησης, είναι δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του σύμβαση προς διεξαγωγή με αμοιβή υποθέσεων του τελευταίου έχει τον χαρακτήρα της αμειβομένης (έμμισθης) εντολής και ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αμοιβή για κάθε δικαστική ή εξώδικη εργασία που διενήργησε (ΑΠ 143/2022 και σχετ. ΑΠ 574/2018, ΑΠ 321/2017, ΑΠ 939/2013, ΑΠ 476/2007 υπό τις διατάξεις του προηγουμένου ν.δ/τος 3026/1954). Η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται με έγγραφη συμφωνία αυτού και του εντολέα του, ο οποίος οφείλει την αμοιβή, εφόσον έδωσε τη σχετική εντολή στο όνομα και για λογαριασμό του, εάν δε δεν υπάρχει ειδική έγγραφη συμφωνία ως προς την αμοιβή, το ύψος αυτής καθορίζεται με βάση τα προβλεπόμενα στον Κώδικα όρια. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του άνω ν. 4194/2013 ορίζεται ότι (ο δικηγόρος) για τις υπηρεσίες του αμείβεται από τον εντολέα του είτε ανά υπόθεση, είτε με πάγια αντιμισθία ή με μισθό, με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ.1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει αμοιβή από τον εντολέα του για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, καθώς και για κάθε δαπάνη δικαστηριακή ή άλλη που κατέβαλε για την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1, 2 και 3 αυτού ορίζεται ότι η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία με τον εντολέα του ή τον αντιπρόσωπό του (παρ. 1), ότι η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης, είτε μέρος ή ειδικότερες πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσης νομικές εργασίες, δικαστικές ή εξώδικες (παρ. 2) και ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα του Κώδικα, με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης και, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης δεν αποτιμάται σε χρήμα και δεν ορίζονται στις διατάξεις του Κώδικα, με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού (παρ. 3).. Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 εδ. α του νόμου αυτού ορίζεται ότι τα δικαστήρια κατά την εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, που διενεργείται σε περίπτωση έλλειψης γραπτής συμφωνίας για την αμοιβή του δικηγόρου ή του αντιπροσώπου του, εφαρμόζουν τις διατάξεις για τις αμοιβές του Κώδικα, εκτός αν ειδικές διατάξεις προβλέπουν διαφορετικά. Με τις διατάξεις αυτές [αλλά και τις αντίστοιχες του προγενεστέρου ν.δ/τος 3026/1954 “περί του Κώδικος των Δικηγόρων” – καταργηθέντος μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 4194/2013 κατ’ άρθ. 166 παρ. 1 αυτού – μετά την κατάργηση των εκεί προβλεπομένων ελαχίστων ορίων αμοιβών των δικηγόρων, ως υποχρεωτικών, με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32) που αντικατέστησε την περί τούτου διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 92 του ως άνω Κώδικα] θεσπίσθηκε καθεστώς συμβατικής ελευθερίας μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου αναφορικά με τον προσδιορισμό του ύψους της δικηγορικής αμοιβής, οι δε οριζόμενες υπό το πριν το ν. 3919/2011 νομοθετικό καθεστώς ως υποχρεωτικές ελάχιστες αμοιβές για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών με βάση διατάξεις αναγκαστικού δικαίου έπαψαν να ισχύουν από την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού. Επομένως, η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα του, χωρίς να είναι υποχρεωτικό πλέον η αμοιβή αυτή να μην υπολείπεται των ελαχίστων ορίων αμοιβών, οι οποίες ορίζονταν στο παρελθόν με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ως υποχρεωτικές. Ωστόσο με τις διατάξεις αυτές δεν επήλθε και κατάργηση εν γένει των σχετικών με τον προσδιορισμό του ύψους της δικηγορικής αμοιβής ρυθμίσεων, δεδομένου ότι ορίσθηκε ρητά ότι σε περίπτωση που δεν προκύπτει η ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί του ύψους της αμοιβής για την παροχή δικαστικών και εξωδίκων δικηγορικών υπηρεσιών ισχύουν οι οριζόμενες στις ως άνω διατάξεις αμοιβές, οι οποίες υπολογίζονται αναλόγως, είτε με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ή της δικαιοπραξίας (άρθ. 63 επόμ. ν. 4194/2013), είτε με βάση τα ποσά που αναφέρονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ του Κώδικα για τη διενέργεια των εκεί διαλαμβανομένων εργασιών (σχετ. ΑΠ 85/2019, ΑΠ 961/2017). Δεν αποκλείεται βεβαίως να συμφωνηθεί εγγράφως (άρθ. 361 του ΑΚ) μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ότι το ύψος της οφειλομένης από τον πρώτο αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών από το δεύτερο θα ανέρχεται στα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων όρια. Για τον υπολογισμό της οφειλομένης κατά τον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβής, στην περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας, κρίσιμος χρόνος είναι εκείνος της παροχής της αντίστοιχης υπηρεσίας από το δικηγόρο, καθόσον τότε γεννάται η σχετική αξίωση αυτού (ΑΠ 677/2020). Ειδικότερα:

Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 74 του ν. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων”, “Για τη σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (συμβόλαια) η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία (παρ. 1).” “Σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία η αμοιβή του δικηγόρου θα υπολογίζεται ποσοστιαίως και ανάλογα με την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, όπως τα ποσοστά και οι αξίες αναφέρονται στο Παράρτημα II του Κώδικα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του “(παρ. 2). Με το δε παράρτημα ΙΙ του Κώδικα ορίζεται ο πίνακας αμοιβών των δικηγόρων για παράσταση σε συμβόλαια με βάση την αξία της δικαιοπραξίας ως εξής: Έως 44.000 ευρώ 1%, από 44.001 έως 1.400.000 ευρώ 0,5%, από 1.400.001 έως 3.000.000 ευρώ 0,4% κ.λ.π.. Από τις διατάξεις αυτές, όπως και από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 161 του ν.δ. 3026/1954 (προϊσχύσας Κώδικας Δικηγόρων), προκύπτει ότι την παραπάνω αμοιβή δικαιούται ο δικηγόρος μόνο αν καταρτίσθηκε εγκύρως δικαιοπραξία με ιδιωτικό έγγραφο που συντάχθηκε από αυτόν ή με δημόσιο έγγραφο που συντάχθηκε από τον ίδιο. Επομένως, την αμοιβή αυτή δεν δικαιούται ο δικηγόρος για σύνταξη σχεδίου σύμβασης που δεν καταρτίσθηκε ή δεν καταρτίσθηκε εγκύρως κατά τον προβλεπόμενο από το νόμο τύπο ή καταρτίσθηκε μεν αλλά με σχέδιο που δεν συνέταξε αυτός, ο οποίος περιορίσθηκε σε απλή παράσταση ή υπόδειξη διορθώσεων, αλλά άλλος δικηγόρος (Ολ.ΑΠ 1116/1986, ΑΠ 406/2022, ΑΠ 1183/1987).

ΙΙ) Με το άρθρο 73 του αυτού ως άνω Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) ορίζεται ότι: 1. Για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και στη σύνταξη της σχετικής έκθεσης του αγοραστή ή του πωλητή, καθώς και για έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία. 2. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή ορίζεται ως εξής: α) αν αφορά στον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας και βαρών και στη σύνταξη της σχετικής έκθεσης για την υπογραφή συμβολαίου, ορίζεται στο μισό (1/2) αυτής που υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο του παρόντος και β) αν αφορά στην έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων, για τη διακρίβωση ακινήτων ιδιοκτησίας τρίτου και των βαρών αυτής, για κάθε άλλο λόγο, ορίζεται σε ωριαία βάση, ανάλογα με το χρόνο παροχής εργασίας, όπως καθορίζεται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα. Εξ άλλου, με το άρθρο 59 του αυτού ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: 1. Για κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια ο δικηγόρος δύναται να συμφωνεί με τον εντολέα του και να λαμβάνει αμοιβή προσδιοριζόμενη ανάλογα με την ωριαία απασχόλησή του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα. Αντίστοιχα προσδιοριζόμενη ωριαία αμοιβή δικαιούται ο δικηγόρος να λαμβάνει και για κάθε συνάντηση ή τηλεφωνική επικοινωνία με τον εντολέα του ή με τρίτο πρόσωπο, καθώς και για κάθε άλλη ενέργεια που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε. 2. Ο δικηγόρος είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί με κάθε πρόσφορο τρόπο στον πελάτη του την ωριαία αμοιβή του. 3. Σε περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου, για δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, πράξεις ή απασχολήσεις, δύναται να προσδιορίζεται με βάση την ωριαία απασχόληση του δικηγόρου, όπως αυτή αναφέρεται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα. Με το δε Παράρτημα Ι ορίζεται ότι η χρονοχρέωση ανέρχεται στο ποσό των 80 ευρώ ανά ώρα

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγομένων και της ανώμοτης εξέτασης της ενάγουσας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, τις υπ` αριθ. ……../ 5.6.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………., που λήφθηκαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …… οι δύο πρώτες και ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …… η τρίτη, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (βλ. τις υπ΄αριθμ. …/31.5.2019,  …/31.5.2019 και …./31.5.2019 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……….), από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, (άρθρo. 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ, ΑΠ 318/2011 ΝΟΜΟΣ), για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ρητή αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να προσδίδεται σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται, για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017, ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α.), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), τα οποία εκτιμώνται σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και από τις παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚπολΔ,. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠΝόμος ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (βλ. το υπ’ αριθ. ……/26.7.2017 πιστοποιητικό του Δικηγορικού Συλλόγου αυτού) και από το έτος 2009 συνεργάζονταν με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο (2013 – 2015) δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά, πλην όμως αφανώς, μέσω της δεύτερης εναγομένης συζύγου του και, ιδίως, μέσω των διαφόρων εταιρειών που λειτουργούσαν με την μορφή Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας. Το έτος 2013, έχοντας την πρόθεση να επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στον τουριστικό τομέα, με διαδοχικές εντολές του της ανέθεσε και η ενάγουσα ανέλαβε την διεκπεραίωση σειράς εξωδίκων κυρίως ενεργειών που αφορούσαν  την αγορά ή την μίσθωση  ακινήτων στην περιοχή “………..” της ……….., πάντοτε όμως στο όνομα εταιρειών συμφερόντων του, που είτε ήταν ήδη συνεστημένες, είτε επρόκειτο να συσταθούν, προκειμένου να λειτουργήσουν εντός των ακινήτων αυτών καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Την εντολή για κάθε επιμέρους ενέργεια, στις οποίες περιλαμβάνονταν ο έλεγχος της νομικής κατάστασης των ακινήτων και των εταιρειών που τα κατείχαν, η σύνταξη δικογράφων, η σύνταξη σχεδίων συμβολαιογραφικών πράξεων και μισθωτικών ή και δανειακών συμβάσεων, η μελέτη συμβολαιογραφικών πράξεων, η σύνταξη και μελέτη καταστατικών εταιρειών, η συμμετοχή σε ραντεβού με τους εκπροσώπους των πωλητών και η εν γένει παροχή νομικών συμβουλών, την έδινε πάντοτε ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος λειτουργούσε αφενός μεν ατομικά, καθώς ήταν το υποκρυπτόμενο πρόσωπο πίσω από κάθε φυσικό πρόσωπο ή εταιρεία που δρούσε φανερά, αφετέρου δε ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος του εκάστοτε νομικού προσώπου που επρόκειτο να επωφεληθεί από την αντίστοιχη ενέργεια, ή και της δεύτερης εναγομένης, συζύγου του, η οποία συμμετείχε ενεργά στα επιχειρηματικά του σχέδια, ιδίως, με την σύσταση εταιρειών συμφερόντων του στο όνομά της, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί για κάθε μία περίπτωση παρακάτω. Το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος δρούσε και έδινε τις εντολές στην ενάγουσα και ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος των συνεναγομένων του και στην πραγματικότητα ως το πρόσωπο που είχε τον αποφασιστικό λόγο στις αποφάσεις τους, προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το περιεχόμενο των ίδιων των εντολών και των ενεργειών του. Και τούτο, διότι, όλες ανεξαιρέτως οι εντολές του προς την ενάγουσα, κατέτειναν στην σύνταξη των αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, των μισθωτικών και δανειακών συμβάσεων, των καταστατικών εταιριών και των λοιπών συναφών ενεργειών πάντοτε στο όνομα των συνεναγομένων του, οι οποίες, υπό την εκδοχή ότι αγνοούσαν ή δεν ενέκριναν την αντίστοιχη εντολή προς την ενάγουσα, δεν θα έκαναν χρήση των συντασόμενων από αυτή  εγγράφων, αλλά κυρίως δεν θα συνέπρατταν στην εκτέλεσή της με την διαβίβαση προς την ενάγουσα των απαραίτητων δικαιολογητικών για την σύνταξή τους, όπως φορολογικές και ασφαλιστικές ενημερότητες, πιστοποιητικά ΕΝΦΙΑ κ.λ.π, την κατοχή των οποίων δεν θα μπορούσε να έχει ο εναγόμενος παρά μόνον υπό την εκδοχή ότι ήταν ο πραγματικός εκπρόσωπος και διαχειριστής τους ή, τουλάχιστον, αντιπρόσωπος και πληρεξούσιός τους. Εξ άλλου, αρκετές από τις εντελλόμενες δικαιοπραξίες ολοκληρώθηκαν με την προσυπογραφή τους από τα συνεναγόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ενέργεια η οποία προϋποθέτει ως δεδομένη την εντολή των ιδίων για την σύνταξή τους. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές και συνάγεται και από την κοινή πείρα και λογική, ότι ο πρώτος εναγόμενος, σε όσες τουλάχιστον περιπτώσεις ανέθετε στην ενάγουσα την σύνταξη σχεδίων εγγράφων δικαιοπραξιών ή άλλων ενεργειών στο όνομα των συνεναγομένων του ή προς όφελός τους, ενεργούσε πάντοτε ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιός τους. Ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί μόνον περί του αν και κατά πόσον στις ίδιες εντολές ενεργούσε και ατομικά, καθώς ελλείπει το εμφανές συμφέρον του προς τούτο. Προκύπτει, όμως, ότι είχε και προσωπικό ενδιαφέρον για την διεκπεραίωση των ως άνω υποθέσεων ως το υποκρυπτόμενο πρόσωπο, του οποίου τα συμφέροντα εξυπηρετούσαν οι εταιρείες αυτές, γεγονός που συνάγεται από όλες εν γένει τις ενέργειές του που θα εκτεθούν παρακάτω για κάθε περίπτωση, αλλά και αποδεικνύεται ειδικότερα από τα ακόλουθα έγγραφα: α) Από το από 30.5.2014 ηλεκτρονικό μήνυμα του λογιστή των εναγομένων εταιρειών και μάρτυρα στην παρούσα δίκη …………, ο οποίος, ενώ ενημερώνει την ενάγουσα για το περιεχόμενο σύμβασης δανείου που της ανέθεσαν να συντάξει με δανείστρια την τέταρτη εναγομένη, (περί της οποίας γίνεται λόγος παρακάτω στην περίπτωση με στοιχεία 5), αναφέρει ότι το ποσό του δανείου είναι “360.000 ευρώ (ή όσο σας έχει πει ο …..)”, δηλαδή ο πρώτος εναγόμενος, β) το χειρόγραφο σημείωμα του λογιστή των εναγομένων εταιρειών ……………, περί του οποίου γίνεται λόγος στην περίπτωση με στοιχεία 32), με το οποίο, ενώ ενημερώνει για τις λογιστικές εκκρεμότητες των εναγομένων εταιρειών (τρίτης, τέταρτης και πέμπτης), τιτλοφορεί το σημείωμά του, (και προφανώς απευθύνεται σαυτόν) ως “Υπόθεση ………..”, δηλαδή του πρώτου εναγομένου,  και γ) το από 1.4.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα του δικηγόρου των εκμισθωτών .. ….. προς την ενάγουσα, με το οποίο ο εν λόγω δικηγόρος, αναφερόμενος στην εκμίσθωση ακινήτου μεταξύ των εκμισθωτών ……. και …….. και της δεύτερης εναγομένης ως μισθώτριας, (περί της οποίας γίνεται λόγος παρακάτω στην περίπτωση με στοιχεία 13), την ενημερώνει ότι “ο κ. ……….. και οι εκμισθωτές μίλησαν τηλεφωνικά και συμφώνησαν σε όλα τα εκκρεμή θέματα” Από τα παραπάνω έγγραφα προκύπτει σαφώς, ότι ο πρώτος εναγόμενος ενεργούσε πάντοτε τόσο για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων, όσο και ατομικά για το προσωπικό του συμφέρον, το οποίο είτε ήταν κοινό με άλλο πρόσωπο (δεύτερη εναγομένη) είτε  εξυπηρετούνταν μέσω εταιρειών (τρίτης, τέταρτης και πέμπτης), όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται, ότι μόνος εντολέας της ενάγουσας ήταν ο πρώτος εναγόμενος, ενώ οι συνεναγόμενες δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη ουδέποτε έδωσαν οποιαδήποτε εντολή προς την ενάγουσα είτε απευθείας οι ίδιες είτε μέσω του πρώτου.

Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι ο πρώτος εναγόμενος, που συνομολογεί ότι οι εντολές προς την ενάγουσα δινόταν από τον ίδιο, αποκρούοντας την αγωγή, υποστηρίζει με τα δικόγραφά του, ότι χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της ενάγουσας μόνον συμβουλευτικά και αρνείται ότι τις ανέθεσε την διεκπεραίωση των νομικών ενεργειών που αναφέρει στην αγωγή της. Η άποψή του όμως αυτή αποκρούεται και μόνον από το γεγονός ότι  η ενάγουσα το μεν κατέχει συνταχθέντα από την ίδια έγγραφα που αποδεδειγμένα τους αφορούν και χρησιμοποιήθηκαν από τους εναγόμενους, όπως θα αναφερθεί κατά περίπτωση παρακάτω, το δε κατέχει πληθώρα άλλων εγγράφων που αφορούν περιουσιακά στοιχεία, συμβάσεις και δραστηριότητες των εναγομένων και των τρίτων που συμβάλλονταν κάθε φορά με αυτές, (όπως τίτλους ιδιοκτησίας τρίτων, φορολογικές και ασφαλιστικές ενημερότητες, πιστοποιητικά ΕΝΦΙΑ, κ.λ.π), των οποίων δεν δικαιολογείται η κατοχή τους υπό την εκδοχή μόνο συμβουλευτικών υπηρεσιών, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος. Στην πλειοψηφία τους δε τα έγγραφα αυτά αφορούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και την περιοχή ειδικότερα της ……….., όπου ο πρώτος εναγόμενος επιθυμούσε να δραστηριοποιηθεί και δραστηριοποιούνταν μέσω των λοιπών εναγομένων. Το γεγονός άλλωστε, ότι, κάποια από τα σχέδια των εγγράφων που παραδόθηκαν από την ενάγουσα ολοκληρωμένα σαυτούς, δεν τα υπέγραψαν πράγματι στην συνέχεια,  όπως  σχέδια μεταβιβαστικών και μισθωτικών  συμβάσεων, ή δεν κατατέθηκαν στο δικαστήριο που απευθύνονταν, όπως η συνταχθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δεν οφείλεται σε σφάλμα της ενάγουσας ή στην ανυπαρξία εντολής για την σύνταξή τους, αλλά σε επιλογή του πρώτου εναγομένου, ο οποίος στις  περισσότερες των περιπτώσεων  έδινε πρόωρες εντολές για  την σύνταξή τους, πριν δηλαδή ολοκληρώσει το επιχειρηματικό του πλάνο, προφανώς, προκειμένου να ενημερώνεται με ακρίβεια για την πραγματική και νομική κατάσταση των ακινήτων και των επιχειρήσεων που επιθυμούσε την εξαγορά τους, ώστε αξιοποιώντας τις επισημάνσεις, τις παρατηρήσεις και τα σχέδια εγγράφων που συνέτασσε η ενάγουσα, να κατευθύνει αναλόγως το επενδυτικό του ενδιαφέρον και τις σχετικές διαπραγματεύσεις. Έτσι της ανέθετε την σύνταξη συμβολαίων, μισθωτικών συμβάσεων, πληρεξουσίων και λοιπών εγγράφων, καθώς και τον έλεγχο της νομικής κατάστασης και των τίτλων ακινήτων και πριν ακόμα ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και επέλθουν οι οριστικές συμφωνίες για την κατάρτιση της αντίστοιχης δικαιοπραξίας και χωρίς να έχει αποφασίσει από την πλευρά του ποια από τις εναγόμενες θα συμβάλλονταν στη συγκεκριμένη πράξη. Στα πλαίσια αυτής της τακτικής, ο πρώτος εναγόμενος ανέθεσε στην ενάγουσα και η τελευταία διεκπεραίωσε τις ακόλουθες συναφείς με το δικηγορικό της επάγγελμα εργασίες, για τις οποίες δικαιούται την προβλεπόμενη για κάθε περίπτωση από τον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβή, καθώς δεν υπήρχε για καμία περίπτωση σχετική έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους.

1) Την 11.11.2013 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και κατά τούτο δεν προσβάλλεται η απόφασή του με την έφεση της ενάγουσας), της ανέθεσε αρχικά την σύνταξη αγοραπωλητηρίου συμβολαίου για την μεταβίβαση του με ΚΑΕΚ …….. ακινήτου με τα επ΄αυτού κτίσματα, που βρίσκεται στην περιοχή … της ……., στο οποίο λειτουργούσε το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο “…….”, ιδιοκτησίας της  εταιρείας με την επωνυμία «………» προς την δεύτερη ή την τρίτη εναγομένη, περί του οποίου θα αποφάσιζε αργότερα μετά από στάθμιση των συμφερόντων του, έναντι τιμήματος 1.400.000 ευρώ και, ακολούθως, λόγω αδυναμίας της πωλήτριας εταιρείας να εξασφαλίσει έγκαιρα τα απαραίτητα για την μεταβίβαση έγγραφα, την 20.2.2014 της ανέθεσε και την σύνταξη προσυμφώνου για το ίδιο ακίνητο, έναντι προκαταβλητέου τιμήματος (αρραβώνα) 922.400 ευρώ. Σε εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα προέβη στην συγκέντρωση και την μελέτη όλων των απαραίτητων εγγράφων (αρχιτεκτονική μελέτη, αντίγραφο κτηματολογικού αποσπάσματος, υπ΄αριθμ. …/28.7.2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο κτήσης του ακινήτου από την πωλήτρια, υπ΄αριθμ. …./2.8.2006 πιστοποιητικό καταχώρισης, υπ΄αριθμ. …/8.10.2007 πράξη εξόφλησης τιμήματος, τοπογραφικό διάγραμμα, αντίγραφο ταυτότητας εκπροσώπου πωλήτριας, υπ΄αριθμ. …./6.7.2006 πληρεξούσιο για συναινετική εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, από 11.10.2013 δήλωση ένταξης του Ν. 4178/2013, τοπογραφικά διαγράμματα του πωλούμενου ακινήτου, απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος, βεβαιώσεις αυθαίρετων κτισμάτων, ΤΑΠ. ΦΑΠ και φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα πωλήτριας, αντίγραφο κινήσεως του λογαριασμού δανείου της πωλήτριας, νομιμοποιητικά έγγραφα της πωλήτριας, καταστατικό της τρίτης εναγομένης, υπ΄αριθμ. 1527/1 και 1591/1 πιστοποιητικά ΕΝΦΙΑ, από 21.11.2013, τοπογραφικά διαγράμματα και έκθεση φωτοερμηνείας του πωλούμενου ακινήτου), καθώς και στην μελέτη των ειδικότερων ζητημάτων των δουλειών που εμφανίζονταν με ασάφειες στους τίτλους του πωλουμένου, των βαρών επ΄αυτού, των ζητημάτων αιγιαλού και παραλίας  και των αδειών λειτουργίας του καταστήματος και συμμετείχε σε συναντήσεις με τους εκπροσώπους και πληρεξουσίους της πωλήτριας. Στην συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα συνέταξε και παρέδωσε στις 19.2.2014 το σχέδιο του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και  στις 4.3.2014 και το σχέδιο του προσυμφώνου, ο πρώτος εναγόμενος δεν προχώρησε στην υπογραφή καμίας εκ των δύο συμβάσεων, και, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχεία Ι νομική σκέψη, εφόσον δεν καταρτίσθηκαν οι εμπεριεχόμενες στα δύο έγγραφα δικαιοπραξίες, η ενάγουσα δεν δικαιούται της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 74 του ν. 4194/2013 ποσοστιαίας αμοιβής με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι η ενάγουσα υπολογίζει την αμοιβή της για τις ως άνω ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν καθιστά την αγωγή της μη νόμιμη (ΑΠ 1275/2018 δημ. στον ιστότοπο ΑΠ), δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 73 παρ 2 εδ, α΄ και β΄ του ιδίου νόμου, που πατρατίθενται στην με στοιχεία ΙΙ νομική σκέψη,  με βάση τις οποίες δικαιούται το ½ της προβλεπόμενης από το άρθρο 74 αμοιβής για το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και ωριαία αμοιβή για την σύνταξη του προσυμφώνου. Συγκεκριμένα για τον έλεγχο των τίτλων, που προκύπτει από τα παραπάνω έγγραφα ότι πράγματι προέβη προς εξασφάλιση των συμφερόντων του εντολέα της, καθώς και για την σύνταξη της σχετικής εκθέσεως (αγοραπωλητηρίου συμβολαίου), δικαιούται κατ΄άρθρο 73 παρ 2 εδ, α΄ του άνω νόμου το ποσό των (44.000 χ 1% : ½) = 220 ευρώ + (1.400.000 – 44.000 = 1.356.000 χ 0,5% : ½ = ) 3.390 = 3.610 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) 866,40 ευρώ. Αντιθέτως, για την σύνταξη του προσυμφώνου, που αφορά το ίδιο ακίνητο  και εμπεριέχει την ίδια ιστορική και νομική βάση και, επομένως, δεν απαιτήθηκε νέος έλεγχος των τίτλων του ακινήτου, αλλά ούτε και νέες ενέργειες συγκέντρωσης των απαραίτητων εγγράφων, γεγονότα που δεν επικαλείται και η ενάγουσα, δεν δικαιούται ποσοστιαίας αμοιβής επί της αξίας της δικαιοπραξίας, αλλά μόνον αμοιβής σε ωριαία βάση κατά το άρθρο 73 παρ 2 εδ. β του ιδίου νόμου, ο δε χρόνος που απαιτήθηκε για την σύνταξή του ανέρχεται κατά την κρίση του δικαστηρίου σε πέντε (5) ώρες, (ο οποίος κρίνεται εύλογος για την άνω εργασία) χ 80 ευρώ/ώρα = 400 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 96 ευρώ. Συνολικά, επομένως, η δικαιούμενη αμοιβή έναντι του πρώτου εναγομένου για την ως άνω περίπτωση ανέρχεται στο ποσό των 4.010 ευρώ, (3,610 + 400)  πλέον ΦΠΑ ποσού 962,40 ευρώ (866,40 + 96). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα παραπάνω κονδύλια ως βάσιμα και στην ουσία τους και υπολόγισε την αμοιβή της ενάγουσας με βάση την αξία του αντικειμένου ολοκληρωμένης δικαιοπραξίας έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός  ο τέταρτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων.

2) Την 20.2.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, (όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να προσβάλλεται κατά τούτο η απόφασή του με την έφεση της ενάγουσας), της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου προσυμφώνου επαγγελματικής μίσθωσης με άγνωστο μισθωτή και με εκμισθωτή κάποιον ……., αγνώστων λοιπών στοιχείων του με ΚΑΕΚ ………. ακινήτου, που βρίσκεται στην ίδια ως άνω περιοχή της ……….., επί του οποίου λειτουργούσε μέχρι το 2013 το κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος ……, ιδιοκτησίας της «………..». Η διάρκεια της μισθώσεως ήταν 12ετής και το μίσθωμα θα ανέρχονταν για τα τρία πρώτα έτη στο ποσό των 30.000 ευρώ ετησίως, προσαυξανόμενο στην συνέχεια κατά 2% κατ΄ έτος. Σε εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα συνέταξε και παρέδωσε την 24.2.2014 στον πρώτο εναγόμενο το προσύμφωνο επαγγελματικής μίσθωσης με συμπληρωμένα τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψιν της, χωρίς όμως να ακολουθήσει και η υπογραφή του από την μισθώτρια και τον εκμισθωτή. Επομένως, δεν υφίσταται εν προκειμένω ολοκληρωμένη δικαιοπραξία και, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην με στοιχεία Ι νομική σκέψη δεν δικαιούται της αμοιβής του άρθρου 74 του ν. 4194/2013 με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, όπως εσφαλμένα την υπολογίζει η ενάγουσα με την αγωγή της. Ωστόσο η αγωγή δεν καθίσταται εκ του λόγου αυτού μη νόμιμη, καθώς με βάση το ιστορικό της στηρίζεται, όχι στην παραπάνω διάταξη, αλλά στην προπαρατιθέμενη στην με στοιχεία Ι νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι του ιδίου νόμου και η ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, για την σύνταξή του επί δύο ώρες, δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου εναγομένου ποσού (2 ώρες χ 80 ευρώ =) 160 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 38,4 ευρώ . Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε το παραπάνω κονδύλιο ως βάσιμο και στην ουσία του και υπολόγισε την αμοιβή της ενάγουσας με βάση την αξία του αντικειμένου κατηρτησμένης δικαιοπραξίας έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός  ο συναφής πέμπτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων.

3) Την 25.2.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, (όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και κατά τούτο δεν προσβάλλεται η απόφασή του με την έφεση της ενάγουσας), της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου πληρεξουσίου, με το οποίο ο αμέσως παραπάνω εκμισθωτής ….. έδινε την εντολή και πληρεξουσιότητα στον, (όποιο θα επέλεγε ο εναγόμενος), μισθωτή για την σύνταξη συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης. Για την σύνταξη του πληρεξουσίου αυτού η ενάγουσα απασχολήθηκε κατά την κρίση του δικαστηρίου επί δύο (2) ώρες και το παρέδωσε σε  υπάλληλο του πρώτου εναγομένου, πλην όμως δεν ακολούθησε η υπογραφή του από τον φερόμενο ως πληρεξουσιοδότη. Για την εργασία της αυτή η ενάγουσα δικαιούται αμοιβής με χρονοχρέωση και δη ποσού 160,00€ ( 80,00€ χ 2 ώρες), πλέον ΦΠΑ εκ 38,4 ευρώ (24%), όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του ο έκτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι ουδέν ποσό δικαιούται η ενάγουσα για την αιτία αυτή.

4) Την 19.5.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος του ιδρυτικού μέλους της και μετέπειτα διαχειριστή της υπό σύσταση τότε τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ της ……… και της  δεύτερης ή της υπό σύσταση τρίτης εναγομένης για το με ΚΑΕΚ ./…. ακίνητο, που βρίσκεται στην ίδια περιοχή της …., με διάρκεια της μίσθωσης 15  ½ έτη και μίσθωμα 10.500 ευρώ τον μήνα, το οποίο και συνέταξε και παρέδωσε ολοκληρωμένο στις 13.6.2014 σε υπάλληλο του πρώτου εναγομένου, αλλά και στις 2.6.2014 στην εκμισθώτρια και στο ιδρυτικό τότε μέλος της και μετέπειτα διαχειριστή της τρίτης εναγομένης ……….. Για την σύνταξη μάλιστα του ιδιωτικού αυτού συμφωνητικού μισθώσεως από την ενάγουσα είχε ενεργή συμμετοχή ο τελευταίος (…..), ο οποίος, εκτός από την παραλαβή του συμφωνητικού, συμμετείχε ενεργά στις συνεννοήσεις με την ενάγουσα για την διαμόρφωση του περιεχομένου του με την ανταλλαγή των από  2.6.2014 σχετικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ τους. Το παραπάνω ιδιωτικό  συμφωνητικό, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή του με το υπογεγραμμένο συμφωνητικό που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, μετά από τροποποίηση ως προς την διάρκεια της μίσθωσης, η οποία ορίσθηκε από τους συμβαλλόμενους σε τρία (3) έτη και την προσθήκη στην οικεία θέση του αριθμού λογαριασμού των εκμισθωτών στον οποίο θα καταβάλλονταν τα μισθώματα, υπεγράφη αυτούσιο κατά τα λοιπά με μισθώτρια την τρίτη εναγομένη, η οποία είχε στο μεταξύ συσταθεί την επομένη της παράδοσης του συμφωνητικού (στις 3.6.2014). Με την ανεπιφύλακτη δε παραλαβή του και την εν συνεχεία υπογραφή του ενέκρινε, (και ανέλαβε την αντίστοιχη υποχρέωση – άρθρο 54 του ν. 4072/2012), το κατ΄εντολήν του ιδρυτικού μέλους και μετέπειτα διαχειριστή της συνταχθέν από την ενάγουσα σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως. Και ναι μεν ο δικηγόρος της εκμισθώτριας ……….. είχε αποστείλει στην ενάγουσα ένα αρχικό σχέδιο – υπόδειγμα μισθωτηρίου στις 30.5.2014, όπως προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πλην όμως αυτό περιείχε μόνο τους προς το συμφέρον της εκμισθώτριας όρους, τις δε αλλεπάλληλες προσθήκες και τροποποιήσεις προς το συμφέρον της μισθώτριας τρίτης εναγομένης και την τελική διαμόρφωσή των όρων του έκανε μόνη η ενάγουσα. Έχει, συνεπώς, η τελευταία νόμιμη αξίωση καταβολής της κατά άρθρο 74 του ν. 4194/2013 ποσοστιαίας αμοιβής με βάση την αξία του αντικειμένου της εμπεριεχόμενης δικαιοπραξίας των 378.000 ευρώ (10.500  χ 36 μήνες),  η οποία αξία υπολογίζεται με βάση το μίσθωμα των 10.500 ευρώ το μήνα και την τριετή διάρκεια της μίσθωσης που αναφέρεται στο τελικό κείμενο που υπεγράφη από τους συμβαλλομένους. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου, ο οποίος έδωσε την σχετική εντολή προς εξυπηρέτηση του υποκρυπτόμενου συμφέροντός του, αλλά και της τρίτης των εναγομένων προς όφελος της οποίας συντάχθηκε το έγγραφο και ανέλαβε την σχετική υποχρέωση, ποσού (44.000 χ 1% =) 440 +  (334.000 χ 0,5% =) 1.670 = 2.110 ευρώ, η οποία προσαυξάνεται κατά 5%, λόγω των δύο εντολέων της (άρθρο 75 του ν. 4072/2012) και ανέρχεται στο τελικό ποσό των (2.110 χ 5% =) 105,50 + 2.110 = 2.215,50 ευρώ,  πλέον (24%) ΦΠΑ ποσού 531,72 ευρώ. Κατά συνέπειαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε μεγαλύτερη αμοιβή στην ενάγουσα, υπολογίζοντας την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας με βάση την μεγαλύτερη διάρκεια της συμβάσεως που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο της ενάγουσας και όχι με βάση την προβλεπόμενη στο υπογραφέν σχέδιο  διάρκειά της, έσφαλε  περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο έβδομος λόγος της εφέσεως των εναγομένων

5) Την 30.5.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος της τέταρτης εναγομένης  της ανέθεσε την σύνταξη δύο συμβάσεων ατόκου δανείου ποσού 360.000 ευρώ και 75.000 ευρώ αντίστοιχα, μεταξύ αφενός της δανειολήπτριας  «…………» και του ……. ως εγγυητή και αφετέρου της δανείστριας εταιρείας – τέταρτης εναγομένης – με την επωνυμία “…………” και τον διακριτικό τίτλο “………”. Την εντολή αυτή εκτέλεσε η ενάγουσα συντάσσοντας προσηκόντως τις από 11.6.2014 δύο δανειακές συμβάσεις, τις οποίες παρέδωσε αυθημερόν σε υπάλληλο του πρώτου και της τετάρτης των εναγομένων ολοκληρωμένες και υπογεγραμμένες η μεν πρώτη από την δανειολήπτρια και τον εγγυητή,   η δε δεύτερη από όλους τους συμβαλλομένους. Προκύπτει δε από το προσκομιζόμενο από τους εναγομένους αντίγραφο της πρώτης σύμβασης ότι αυτή έχει υπογραφεί και από την δανείστρια- τέταρτη εναγομένη. Δικαιούται, επομένως, η ενάγουσα, έναντι του πρώτου εναγομένου, ο οποίος εξυπηρετούσε τα υποκρυπτόμενα συμφέροντά του και της τετάρτης των εναγομένων με εντολή και προς όφελος της οποίας συντάχθηκαν τα εν λόγω έγγραφα, την προβλεπόμενη από το άρθρο 74 παρ.2 του άνω νόμου ποσοστιαία αμοιβή, ποσού για μεν την πρώτη σύμβαση των 360.000 ευρώ (44.000 χ 1% = ) 440 +  (316.000 χ 0,5% =) 1580 = 2.020 ευρώ, για δε την δεύτερη 75.000 ευρώ (44.000 χ 1% = ) 440 +  (31.000 χ 0.5% =) 155 ευρώ  = 595 ευρώ και, συνολικά για τις δύο συμβάσεις, ποσού ( 2.020 + 595 =) 2.615 ευρώ, η οποία προσαυξάνεται, λόγω των δύο εντολέων της (άρθρο 75 του ν. 4072/2012), κατά ποσοστό 5% και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (2.615 + 130,75 =) 2.745,75 ευρώ,  πλέον ΦΠΑ ποσού  658, 98 ευρώ. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που υπολόγισε ομοίως την αμοιβή της ενάγουσας και επιδίκασε τα ίδια ποσά σε βάρος αμφοτέρων των άνω εναγομένων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε σχετικός όγδοος λόγος της εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι δεν δόθηκε εντολή από τους άνω εναγόμενους για την σύνταξη των δύο δανειακών συμβάσεων, αλλά ότι ο πρώτος εξ αυτών απασχόλησε την ενάγουσα μόνον συμβουλευτικά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

6) Την 9.12.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου πρακτικού έκτακτης γενικής συνέλευσης της τρίτης των εναγομένων για την τροποποίηση των άρθρων 5.3 και 33 του καταστατικού της και την αλλαγή του διαχειριστή της, δεδομένου ότι θα αποχωρούσαν από αυτή οι εταίροι ………. και θα εισερχόταν ο ……….., ο οποίος ορίστηκε και νέος διαχειριστής της. Την εντολή αυτή εκτέλεσε η ενάγουσα και παρέδωσε ολοκληρωμένο τόσο το από 29.12.2014 σχέδιο πρακτικού της Γ.Σ. της τρίτης, όσο και σχέδιο για την αντίστοιχη τροποποίηση του καταστατικού της. Για την σύνταξη του πρακτικού της γενικής συνέλευσης απασχολήθηκε κατά την κρίση του δικαστηρίου επί δύο (2) ώρες και δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου και της τρίτης εναγομένης ποσού 160,00€ (80,00€ χ 2 ώρες),  η οποία προσαυξάνεται κατά 5% (δύο εντολείς) και ανέρχεται στο ποσό των 168 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 40,32 ευρώ. Κατ΄ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε στην ενάγουσα τα ίδια ποσά, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο δε ένατος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

7) Την 6.2.2015 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της τρίτης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης της μεταξύ του ……. και της τρίτης εναγομένης υφιστάμενης μίσθωσης/παραχώρησης της χρήσης ακινήτου ευρισκομένου στην ……. Αθηνών, στο οποίο είχε την έδρα της μέχρι τότε η τρίτη εναγομένη, το οποίο και συνέταξε και παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο την 12.3.2015. Για την σύνταξη του εγγράφου αυτού απασχολήθηκε επί μία (1) ώρα και δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου και της τρίτης των εναγομένων ποσού 80,00€, η οποία προσαυξανόμενη κατά 5% (δύο εντολείς) ανέρχεται στο ποσό των 84 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%), ποσού 20,16 ευρώ. Κατ΄ακολουθίαν,  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε στην ενάγουσα το ίδιο ποσό, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο δε δέκατος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του

8)  Την 6.2.2015 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης των εναγομένων, της ανέθεσε την σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού τριετούς επαγγελματικής μισθώσεως ακινήτου που βρίσκεται στην οδό …… στην Αθήνα από τον ιδιοκτήτη ……. προς την δεύτερη των εναγομένων  έναντι μισθώματος 300 ευρώ το μήνα και με την υποχρέωση της μισθώτριας να καταβάλει το 1/2 των λειτουργικών δαπανών, το οποίο και συνέταξε και παρέδωσε την 11.2.2015, χωρίς όμως να υπογραφεί εισέτι από τα συμβαλλόμενα μέρη. Κατά συνέπειαν, εφόσον δεν καταρτίσθηκε η εμπεριεχόμενη σαυτό δικαιοπραξία η ενάγουσα, όπως προεκτέθηκε στην με στοιχεία Ι νομική σκέψη δεν δικαιούται της αμοιβής του άρθρου 74 του ν. 4194/2013 με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, όπως εσφαλμένα την υπολογίζει η ίδια με την αγωγή της, αλλά αμοιβής με χρονοχρέωση με βάση την διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι του ιδίου νόμου, στην οποία στηρίζεται και η αγωγή της. Λαμβανομένου δε υπόψιν ότι είναι ασυμπλήρωτα, έστω και από αμέλεια των εναγομένων, κάποια στοιχεία του, (δεν τα έθεσαν υπόψιν της ενάγουσας), κρίνεται ότι ο εύλογος χρόνος που απασχολήθηκε για  την σύνταξη του εγγράφου αυτού ανέρχεται σε μία  (1) ώρα και δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων ποσού 80,00€, η οποία, προσαυξανόμενη κατά 5% (δύο εντολείς), ανέρχεται στο ποσό των 84 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%), ποσού 20,16 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του υπολόγισε την αμοιβή της ενάγουσας για την παραπάνω αιτία με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας και επιδίκασε στην ενάγουσα μεγαλύτερο ποσό, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός  ο ενδέκατος λόγος της εφέσεως των εναγομένων

9) Την 19.2.2015 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και ως αντιπρόσωπος της συνεστημένης κατά το χρόνο αυτό πέμπτης των εναγομένων, (βλ. το από 3.6.2014 έγγραφο σύστασης ΙΚΕ), της ανέθεσε την σύνταξη εγγράφου παροχής συναίνεσης σε υπομίσθωση. Ειδικότερα, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα της έδρας της πέμπτης των εναγομένων με την συστέγασή της με την μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία “………..”, η οποία είχε την έδρα της σε μισθωμένο ακίνητο επί της οδού ………. στην Αθήνα, ο πρώτος εναγόμενος εγχείρησε κατά την παραπάνω ημερομηνία στην ενάγουσα ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης του άνω ακινήτου που είχε υπογράψει η μη διάδικος αυτή εταιρεία με την εκμισθώτρια εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο “………”, καθώς και το από 16.2.2015 ιδιωτικό  συμφωνητικό υπομίσθωσης τμήματος του μισθίου ακινήτου από την μισθώτρια προς την πέμπτη των εναγομένων, προκειμένου να μελετήσει το αρχικό μισθωτήριο της εκμισθώτριας “………..” και να εκφέρει την νομική της άποψη περί του αν επιτρέπεται από τους όρους του η υπομίσθωση μέρους του μισθίου προς την πέμπτη εναγομένη. Μετά την μελέτη του ως άνω μισθωτηρίου εγγράφου από την ενάγουσα και την αρνητική απάντησή της, της έδωσε την εντολή να συντάξει έγγραφο συναίνεσης στην υπομίσθωση, προκειμένου να υπογραφεί από την εκμισθώτρια ……….., την οποία και συνέταξε η ενάγουσα και την παρέδωσε στον εναγόμενο στις 20.2.2015, η δε εκμισθώτρια προσυπέγραψε την δήλωση ως είχε στις 24.2.2015. Για την μελέτη του άνω εγγράφου, την παροχή των νομικών της συμβουλών με ραντεβού στο γραφείο της και την σύνταξη της εγγράφου συναίνεσης, η ενάγουσα απασχολήθηκε κατά την κρίση του δικαστηρίου επί τρεις (3) ώρες, και, επομένως, δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου και της πέμπτης των εναγομένων ποσού (3 ώρες χ 80 ευρώ =) 240 ευρώ, η οποία προσαυξανόμενη κατά 5% (δύο εντολείς) ανέρχεται στο ποσό των 252 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%), ποσού 60,48 ευρώ. Κατ΄ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε στην ενάγουσα το ίδιο ποσό, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο δε δωδέκατος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του

10)  Την 1.10.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου ιδρυτικής πράξης και καταστατικού Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας της πέμπτης εναγομένης, με κεφάλαιο 250.000 ευρώ και με μοναδική εταίρο την δεύτερη εναγομένη, το οποίο και συνέταξε και παρέδωσε την 12.2.2015 στον πρώτο εναγόμενο προς υπογραφή, πλην όμως το σχέδιο αυτό δεν υιοθετήθηκε από τους άνω εναγομένους, η δε συστατική πράξη της πέμπτης εναγομένης έγινε συμβολαιογραφικά. Επομένως, εφόσον δεν επακολούθησε η υπογραφή της συνταχθείσης από την ενάγουσα ιδρυτικής πράξης, δεν υφίσταται εν προκειμένω κατηρτησμένη δικαιοπραξία και, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην με αριθμό Ι μείζονα σκέψη, η ενάγουσα, δεν δικαιούται της αμοιβής του άρθρου 74 του ν. 4194/2013 με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, όπως εσφαλμένα την υπολογίζει η ίδια με την αγωγή της. Ωστόσο η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη, όχι στην παραπάνω διάταξη, αλλά στην διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι του ιδίου νόμου και η ενάγουσα, η οποία, συνεκτιμωμένου του βαθμού της δυσκολίας για την σύνταξη της παραπάνω πράξης, αλλά και της μακρόχρονης απασχόλησής της με αυτή, λόγω των συνεχών συναντήσεων με τους εκάστοτε υποδεικνυόμενους διαφορετικούς εταίρους της, απασχολήθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, επί δέκα (10) ώρες. Επομένως, δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, η οποία ενεργούσε ατομικά ως η μέλλουσα μοναδική εταίρος της υπό σύσταση εταιρείας, ποσού (10 ώρες χ 80 ευρώ =) 800 ευρώ, η οποία προσαυξανόμενη κατά 5% (δύο εντολείς), ανέρχεται στο ποσό των 840 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 201,60 ευρώ. Έσφαλε, επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο υπολόγισε την αμοιβή της για την παραπάνω αιτία με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας και επιδίκασε για την παραπάνω αιτία μεγαλύτερο ποσό, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου και κατ΄ουσίαν του δεκάτου τρίτου λόγου της εφέσεως των εναγομένων.

11) Στις 3.3.2015 και 15.5.2015 η ενάγουσα απασχολήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο με ραντεβού στο γραφείο της επί  μία (1) και δύο (2) ώρες, αντίστοιχα, προκειμένου να μελετήσει την συμβολαιογραφική πράξη σύστασης της πέμπτης εναγομένης, (την οποία δεν είχε συντάξει η ίδια, αφού κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη περίπτωση, το σχέδιό της δεν υιοθετήθηκε από τους ιδρυτές της), και να του εξηγήσει τις διατάξεις της πράξης αυτής, καθώς και να μελετήσει την τροποποίηση του καταστατικού της  (Σημειώνεται ότι η αιτούμενη με την αγωγή αμοιβή για τρίωρο ραντεβού στο γραφείο της στις 26.2.2015, όταν και τις εγχείρησε την πράξη σύστασης για μελέτη, απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να προσβάλλεται η απόφασή του με την έφεση της ενάγουσας). Επομένως, δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου εναγομένου ποσού (3 ώρες χ 80 ευρώ =) 240 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 57,60 ευρώ, όπως ορθά κατά τούτο κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε συναφής δέκατος τέταρτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

12) Την 16.2.2015 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου λύσης της από 23.6.2014 μίσθωσης, που είχε καταρτισθεί μεταξύ της ……… και της τρίτης των εναγομένων επί του με ΚΑΕΚ ……… μισθίου ακινήτου στην περιοχή …. ….. Για την σύνταξη  του σχετικού εγγράφου απασχολήθηκε επί μία (1) ώρα και το παρέδωσε στις 27.3.2015 στον δικηγόρο της εκμισθώτριας ……., για τις δικές του παρατηρήσεις. Στην συνέχεια απασχολήθηκε στις 29.3.2015, 31.3.2015, και 6.4.2015 επί μία (1) ώρα κάθε φορά για τηλεφωνική επικοινωνία με τον δικηγόρο της εκμισθώτριας, για την μελέτη και αξιολόγηση των προτάσεων της εκμισθώτριας, για την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος με τις αντιπροτάσεις της και για την συμπλήρωση – διόρθωση του συμφωνητικού λύσης της μίσθωσης σύμφωνα με τις νέες εντολές του πρώτου εναγομένου . Επομένως, δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου εναγομένου ποσού (4 ώρες χ 80 ευρώ =) 320 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 76,80 ευρώ , όπως ορθά κατά τούτο κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε συναφής δέκατος πέμπτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

13) Την 16.2.2015 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης των εναγομένων, η οποία λειτουργούσε εμφανώς στο όνομά της, αλλά εξυπηρετούσε και τα κοινά συμφέροντα του αφανούς πρώτου των εναγομένων και συζύγου της, της ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης των ακινήτων με  ΚΑΕΚ …………., εκτάσεως 6.532,69, 1.309,76, 4185,52, 1429,48 και 1.354,63 τ.μ. αντίστοιχα το καθένα με τα επ΄αυτών κτίσματα – καταστήματα, που βρίσκονται στην περιοχή … της ……, μεταξύ των εκμισθωτών ……… και ……. και της δεύτερης εναγομένης ως μισθώτριας, με διάρκεια της μίσθωσης 14 έτη και 6  μήνες και μίσθωμα 13.000 ευρώ το μήνα. Το σχέδιο μίσθωσης ολοκληρώθηκε από την ενάγουσα μετά από χρονοβόρες και περίπλοκες διαπραγματεύσεις και αντίστοιχες προσαρμογές και τροποποιήσεις, (βλ. τα από 17.3.2015, 20.3.2015, 26.3.2015, 29.3.2015, 30.3.2015, 31.3.2015, 1.4.2015, 7.4.2015, 29.4.2015 και 8.5.2015 ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών) και παραδόθηκε προς υπογραφή στον δικηγόρο της εκμισθώτριας … … την 8.5.2015, ενώ υπεγράφη από τους συμβαλλόμενους την 2.7.2015. Η σύνταξη του μισθωτηρίου αυτού εγγράφου υλοποιήθηκε εξ ολοκλήρου με ενέργειες αποκλειστικά της ενάγουσας, καθώς, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω ηλεκτρονικά μηνύματα, ναι μεν είχε συμμετοχή με παρατηρήσεις και διορθώσεις και ο παραπάνω δικηγόρος της εκμισθώτριας, ο οποίος και της απέστειλε το αρχικό σχέδιο, πλην όμως αυτός ενεργούσε προς το συμφέρον των εκμισθωτών, ενώ μόνη η ενάγουσα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των εναγομένων εντολέων της. Η ίδια δε έφερε το βάρος του ελέγχου της εν γένει νομικής κατάστασης των μισθίων ακινήτων και των τυχόν αυθαιρεσιών σε σχέση όχι μόνο με τα επ΄αυτών καταστήματα, αλλά και των οικοπέδων τους σε σχέση με την ζώνη αιγιαλού και παραλίας και τις επιτρεπόμενες χρήσεις των εξωτερικών αυτών  χώρων. Η δυσχέρεια μάλιστα στην διατύπωση των όρων της συμβάσεως, η οποία και καθυστέρησε τουλάχιστον επί τετράμηνο την σύνταξη και την προσυπογραφή της από τους συμβαλλόμενους, δεν αφορούσε στα συμφέροντα των εκμισθωτών, τα οποία κατά κύριο λόγο εξασφαλίζονταν με μόνη την συμφωνία περί των μισθωμάτων, αλλά σαυτά της μισθώτριας, καθώς υπήρχε ασαφής νομική κατάσταση ως προς τις επιτρεπόμενες χρήσεις, όπως προκύπτει από την διατύπωση των όρων της ίδιας της συμβάσεως. Κατά συνέπειαν, σύμφωνα και με όσα προεκτίθενται στην με στοιχεία Ι νομική σκέψη δικαιούται η ενάγουσα της προβλεπόμενης από το άρθρο 74 παρ.2 του Κώδικα Δικηγόρων αμοιβής έναντι του πρώτου και της δεύτερης εναγομένης, η οποία, με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας ανέρχεται στο ποσό των (13.000 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα χ 174 μήνες =)  2.262.000 ευρώ – 44.000 = 2.218.000 και  44.000 χ 1% = 440 ευρώ + (1.356.000 χ 0,5% =) 6.780 ευρώ +  (862.000 χ 0,4% =) 3.448 ευρώ =  10.668 ευρώ χ 5% προσαύξηση λόγω των δύο εντολών = 533,40 και 10.668 + 533,40 = 11.201,40 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% ποσού 2.688,33 ευρώ. Έσφαλε, επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, εκλαμβάνοντας την διάρκεια της μίσθωσης σε 177 μήνες αντί του ορθού 174 μήνες, υπολόγισε την αμοιβή της για την παραπάνω αιτία στο μεγαλύτερο ποσό των 11.365,20 + ΦΠΑ 2,727,64 = 14.092,84 ευρώ και πρέπει να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος και κατ΄ουσίαν ο συναφής δέκατος έκτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων.

14) Την 11.2.2015 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά,  της ανέθεσε την διαβίβαση στην αρμοδία συμβολαιογράφο . …….. των απαραίτητων εγγράφων για την σύνταξη σχεδίου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του με ΚΑΕΚ …….. ακινήτου ιδιοκτησίας της «……….» προς την ……….., καθώς και την μελέτη και την υποβολή παρατηρήσεων και επισημάνσεων επί του σχεδίου του συμβολαίου, υποστηρίζοντας ότι η υπογραφή του συμβολαίου αυτού ήταν προς το συμφέρον του ιδίου και των συνεναγόμενων εταιρειών. Την εργασία αυτή εκτέλεσε η ενάγουσα, όπως προκύπτει από  το από 9.2.2015 αντίγραφο fax, με το οποίο η ως άνω συμβολαιογράφος την ενημερώνει για τα απαραίτητα για την σύνταξη του συμβολαίου έγγραφα, και τα από 23.4.2015 και 9.7.2015 ηλεκτρονικά μηνύματα από και προς την συμβολαιογράφο με το πρώτο εκ των οποίων η τελευταία διαβιβάζει στην ενάγουσα το σχέδιο του συμβολαίου για τις δικές της παρατηρήσεις και με το δεύτερο η ενάγουσα της επαναπροωθεί το σχέδιο με τις παρατηρήσεις της. Επιβεβαιώνεται δε η εκτέλεση της εντολής και από το γεγονός ότι η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται σειρά πρωτοτύπων εγγράφων ή επικυρωμένων αντιγράφων που αφορούν το εν λόγω ακίνητο και την μεταβίβασή του, (απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος, πιστοποιητικό κτηματολογικού γραφείου ……….., βεβαίωση τοπογράφου μηχανικού, πιστοποιητικό μεταβολών, υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της πωλήτριας, βεβαίωση ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας κλ.π), η κατοχή των οποίων δεν δικαιολογείται παρά μόνον με την εκδοχή ότι αυτά συγκεντρώθηκαν σε εκτέλεση της παραπάνω εντολής. Για την παραπάνω εργασία της η ενάγουσα απασχολήθηκε επί πέντε (5) ώρες, συμπεριλαμβανομένου σαυτές και του προς ενημέρωσή της δίωρου ραντεβού που πραγματοποίησε στο γραφείο της με τον εναγόμενο στις 11.2.2015. Δικαιούται, επομένως, αμοιβής έναντι του πρώτου εναγομένου ποσού (5 χ 80 =) 400 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%  ποσού  96 ευρώ, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του το κονδύλιο αυτό, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος της εφέσεως της ενάγουσας ως βάσιμος και στην ουσία του.

15)  Την  11.6.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της τέταρτης των εναγομένων, της ανέθεσε την σύνταξη αίτησης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης για το ποσό των 435.000 ευρώ υπέρ της δανείστριας – τέταρτης των εναγομένων και σε βάρος του με ΚΑΕΚ ……….. ακινήτου ιδιοκτησίας της «…………», εργασία που εκτέλεσε και παρέδωσε ολοκληρωμένη στον πρώτο εναγόμενο την 2.7.2014 μαζί με το σχέδιο της απόφασης της εγγραφής, πλην όμως η αίτηση δεν κατατέθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο μετά από εντολή του πρώτου εναγομένου περί αναβολής της ενέργειας αυτής. Δεδομένου ότι δεν κατατέθηκε, αλλά ούτε και υπογράφεται το σχετικό δικόγραφο από την ενάγουσα, δεν δικαιούται της αμοιβής του άρθρου 63 του ν. 4194/2013 με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης, όπως εσφαλμένα την υπολογίζει η ίδια με την αγωγή της. Η αγωγή όμως είναι νόμιμη, στηριζόμενη, όχι στην παραπάνω διάταξη, αλλά στην διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι του ιδίου νόμου και η ενάγουσα, συνεκτιμωμένου του βαθμού της δυσκολίας για την σύνταξη της παραπάνω αιτήσεως, απασχολήθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, επί πέντε (5) ώρες. Επομένως, δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου και τέταρτης των εναγομένων ποσού (5 ώρες χ 80 ευρώ =) 400 ευρώ, η οποία προσαυξάνεται κατά 5%, λόγω των δύο εντολέων και ανέρχεται στο ποσό των  420 ευρώ πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 100,80 ευρώ. (Σημειώνεται ότι το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση ποσού 198 ευρώ με χρονοχρέωση για την απασχόλησή της σε συνεννοήσεις με τον διαχειριστή της τρίτης εναγομένης …….. και δικηγόρο Σύρου απερρίφθη στην ουσία του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η απόφασή του δεν προσβάλλεται κατά τούτο με την έφεση της ενάγουσας) Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στην ενάγουσα μεγαλύτερη αμοιβή για την παραπάνω αιτία, υπολογίζοντας αυτή με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης, έσφαλλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προπαρατιθέμενων διατάξεων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο συναφής δέκατος έβδομος λόγος της εφέσεως των εναγομένων

16)  Την  20.2.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη ιδιωτικού συμφωνητικού που αφορούσε την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης που συνεστήθη από την “…….”, τον … …. και τον ….., η οποία λειτουργούσε το κατάστημα ….. στην ……….., για την μελέτη του οποίου απασχολήθηκε επί δύο (2) ώρες, καθώς και την 5.3.2014 απασχολήθηκε για επιπλέον δύο (2) ώρες σε ραντεβού που είχε με τον πρώτο εναγόμενο για την παροχή νομικών συμβουλών επί του ζητήματος αυτού. Επομένως, η αμοιβή που δικαιούται, έναντι του πρώτου εναγομένου, ανέρχεται στο ποσό των (4 ώρες χ 80 ευρώ =) 320 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 76,80 ευρώ, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο δε δέκατος όγδοος λόγος της εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

[Για το κονδύλιο της περιπτώσεως με στοιχεία (17) κατά την αρίθμηση της εκκαλουμένης (περίπτωση ΙΙ.3.2 της αγωγής) το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό (μαζί με τον ΦΠΑ) των 198,40€ με το νόμιμο τόκο από 6.11.2014, και κατά τούτο δεν προσβάλλεται η απόφασή του με τις εφέσεις].

18) Την  24.9.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη του καταστατικού της τρίτης εναγομένης και την παροχή νομικών συμβουλών επ΄αυτού και την 7.5.2015 και την μελέτη της τροποποίησης του ιδίου καταστατικού. Το εν λόγω καταστατικό είναι το ίδιο για το οποίο η ενάγουσα συνέταξε στην περίπτωση με στοιχεία (6) το πρακτικό της γενικής συνέλευσης για την τροποποίηση δύο άρθρων του, που αφορούσαν το ζήτημα της αποχώρησης εταίρων, την άρση απαγόρευσης ανταγωνισμού και της αλλαγής διαχειριστή. Το γεγονός όμως αυτό, που έλαβε χώρα την 9.12.2014, αφορά άλλο χρόνο και συγκεκριμένες διατάξεις του καταστατικού και δεν συνεπάγεται την γνώση του όλου περιεχομένου του στον μεταγενέστερο μάλιστα χρόνο της 7.5.2015. Για τις παραπάνω, επομένως, εργασίες για τις οποίες η ενάγουσα απασχολήθηκε επί δύο (2) ώρες συνολικά, δικαιούται αμοιβής  ποσού 160,00 ευρώ (80,00€ χ 2 ώρες), πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 38,40 ευρώ, όπως ορθά κατά τούτο κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε το ίδιο ποσό, ο δε συναφής δέκατος ένατος λόγος της εφέσεως των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του

19) Την 24.9.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης του με ΚΑΕΚ …….. μισθίου ακινήτου, που συνυπέγραψε η τρίτη εναγομένη με την …….. και την 3.10.2014 σε ραντεβού στο γραφείο της του παρέσχε τις νομικές συμβουλές της επ΄αυτού. Για τις εργασίες αυτές απασχολήθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, επί δύο (2) ώρες συνολικά και δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου εναγομένου  ποσού 160,00€ (80,00€ χ 2 ώρες), πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 38,40 ευρώ, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε το ίδιο ποσό, ο δε συναφής εικοστός λόγος της εφέσεως των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του

20) Την  10.11.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την μελέτη του καταστατικού της τέταρτης των εναγομένων και την παροχή νομικών συμβουλών επ΄αυτού και την 1.12.2014 σε ραντεβού στο γραφείο της τον ενημέρωσε για τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του. Για την μελέτη του καταστατικού, την ενημέρωση και την παροχή των νομικών συμβουλών της η ενάγουσα απασχολήθηκε επί τέσσερες (4) ώρες.  Δικαιούται, επομένως, έναντι του πρώτου εναγομένου αμοιβής ποσού 320,00 ευρώ (80,00€ χ 4 ώρες), πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 76,80 ευρώ. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο το παραπάνω κονδύλιο της αγωγής, και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο δεύτερος λόγος της εφέσεως της ενάγουσας.

[Για τα κονδύλια των περιπτώσεων 21, 22, 23, 24, 25 και 26 κατά την αρίθμηση της εκκαλουμένης, (αντίστοιχη αρίθμηση της αγωγής ΙΙ.3.6, ΙΙ.3.7, ΙΙ.4, ΙΙ.5, ΙΙ.6, ΙΙ.7), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα τα ποσά (μαζί με τον ΦΠΑ) των 595,20 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τις 4.6.2014, των  396,8€, με το νόμιμο τόκο από τις 21.11.2013, των  297,6€ με το νόμιμο τόκο από τις 26.2.2015, των  396,8€ με το νόμιμο τόκο από τις 5.6.2015, των  595,5€ με τον νόμιμο τόκο  από 9.11.2013 και των  297,6€ με το νόμιμο τόκο από 24.2.2014, αντίστοιχα, χωρίς να προσβάλλεται η απόφασή του ως προς αυτά με την έφεση των εναγομένων]

27) Την 13.11.2013 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την έρευνα της ύπαρξης υδατορεμάτων στην περιοχή ……….. της ……….., για την οποία προκύπτει, αλλά και συνομολογείται, ότι είχε επενδυτικό ενδιαφέρον ο πρώτος εναγόμενος, προφανώς για να του παράσχει σχετικές νομικές συμβουλές περί των όμορων ακινήτων. Για την ανεύρεση του σχετικού ΦΕΚ, την ηλεκτρονική λήψη του (βλ. το από 13.11.2013 ηλεκτρονικό μήνυμα της Τράπεζας Νομικών Πληροφοριών Νόμος) και την μελέτη του μετά των συνημμένων σχετικών σχεδιαγραμμάτων, καθώς και την μελέτη του υπ΄αριθμ. 329/1980 ΦΕΚ Β΄ για τα όρια της ζώνης φυσικού κάλους, απασχολήθηκε επί δύο (2) ώρες. Δικαιούται, επομένως, η ενάγουσα αμοιβής, έναντι του πρώτου εναγομένου, (ως προς τον οποίο και μόνον αιτείται αμοιβή), ποσού  160,00 ευρώ (80,00€ χ 2 ώρες), πλέον ΦΠΑ (24%) ποσού 38,40 ευρώ. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο το παραπάνω κονδύλιο της αγωγής, και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο τρίτος λόγο της εφέσεως της ενάγουσας.

[Τα κονδύλια των περιπτώσεων 28, 29, 30 και 31 κατά την αρίθμηση της εκκαλουμένης (περιπτώσεις ΙΙ.9, ΙΙ.10, ΙΙ.11, ΙΙ.12  κατά την αγωγή), για τα οποία υποχρεώθηκε ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα τα ποσά των: α) 640,00€ και με τον ΦΠΑ το ποσό των 793,6€, με το νόμιμο τόκο από 14.11.2013, β) των  960,00€ και με τον  ΦΠΑ των 1.190,4€, εντόκως από 30.5.2015, γ) των 280,00€ και με τον ΦΠΑ των 347,20 €, νομιμότοκα από 28.2.2014 και δ) των 480,00€ και με τον ΦΠΑ των 595,5€ με το νόμιμο τόκο από 6.3.2014 δεν μεταβιβάζονται στο παρόν δικαστήριο, διότι δεν προσβάλλονται με τους λόγους των εφέσεων].

32) Την 1.10.2014 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ατομικά, της ανέθεσε την ενημέρωση του ………, (ο οποίος είχε αναλάβει την λογιστική υποστήριξη  της τρίτης εναγομένης, αλλά και συνεργαζόταν γενικότερα με τις εναγόμενες εταιρείες), επί των νομικών θεμάτων των εναγομένων εταιρειών και τα εν εξελίξει επιχειρηματικά του σχέδια στην ……….., καθώς και για ζητήματα που αφορούσαν ειδικότερα την υπό σύσταση τότε πέμπτη εναγομένη. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα απασχολήθηκε με διαδοχικά ραντεβού με το παραπάνω πρόσωπο ή και με τον πρώτο εναγόμενο, διάρκειας μίας (1) ώρας κάθε φορά, τα οποία έλαβαν χώρα στο γραφείο της στις 6.10.2014, 7.10.2014, 9.10.2014, 6.11.2014, 11.11.2014, 27.11.2014, 5.2.2014, 16.1.2015, 4.2.2015, 5.2.2015, 9.2.2015 και 19.2.2015, κατά τα οποία του παρείχε τις νομικές της συμβουλές για την δυνατότητα  ευρισκομένου σε διαθεσιμότητα δημοσίου υπαλλήλου να οριστεί ως υγειονομικός υπεύθυνος στα καταστήματα συμφερόντων του, για ζητήματα καταβολής μισθωμάτων της τρίτης εναγομένης και ζητήματα καταστατικού, κεφαλαίου, υποκεφαλαιοποίησης, μίσθωσης και δανειοδότησης της υπό σύσταση πέμπτης εναγομένης. Επίσης ενημέρωνε για όλα τα παραπάνω τον πρώτο εναγόμενο μέχρι και την 19.2.2015, οπότε ο παραπάνω λογιστής σε έκτακτο ραντεβού στο γραφείο της την ενημέρωσε για την λήξη της συνεργασίας του με τον εναγόμενο και της παρέδωσε πρόχειρο ενημερωτικό σημείωμα, προφανώς για να το διαβιβάσει στον πρώτο εναγόμενο. Από το χειρόγραφο αυτό σημείωμα, το οποίο προσκομίζεται από την ενάγουσα, χωρίς να αμφισβητείται η γνησιότητά του από τους εναγομένους, προκύπτει ότι το παραπάνω πρόσωπο διεκπεραίωσε πράγματι λογιστικές εργασίες, για λογαριασμό των εναγομένων εταιρειών  (τρίτη, τέταρτη και πέμπτη), και, εν όψει της λήξης της συνεργασίας τους, ενημερώνει με το σημείωμά του και για τις λογιστικές εκκρεμότητες κάθε μίας εξ αυτών. Ωστόσο, το πρόσωπο αυτό δεν περιορίζονταν μόνο στις υπηρεσίες αυτές, καθώς πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που αναφέρεται ως εκμισθωτής στην περίπτωση με στοιχεία (8) για το ακίνητο επί της οδού …………. με εκμισθώτρια την δεύτερη εναγομένη. Από το γεγονός αυτό συνάγεται ότι ο πρώτος εναγόμενος διαπραγματευόταν την ευρύτερη συνεργασία του προσώπου αυτού με τις λοιπές εναγόμενες, όπως έπραξε και στην περίπτωση του ιδρυτικού μέλους και μετέπειτα διαχειριστή της τρίτης εναγομένης ………., ο οποίος προκύπτει, επίσης, ως εκμισθωτής του ακινήτου που είχε την έδρα της η τρίτη εναγομένη για όσο χρόνο διήρκησε η συνεργασία τους (βλ. ως άνω περίπτωση 7). Υπήρχε, επομένως, ενδιαφέρον του πρώτου εναγόμενου για την ενημέρωση του προσώπου αυτού επί της νομικής κατάστασης των εναγομένων εταιρειών και δεν ήταν άγνωστο στον πρώτο εναγόμενο πρόσωπο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ίδιος, ο οποίος άλλωστε στην περίπτωση με στοιχεία (8) που αφορά το ίδιο πρόσωπο υποστηρίζει ότι εγχείρισε οίδιος στην ενάγουσα το σχέδιο συμφωνητικού μίσθωσης μεταξύ του προσώπου αυτού και της δεύτερης εναγομένης, και, επομένως, αποδεικνύεται ότι δεν ήταν άγνωστο σε αυτόν πρόσωπο. Εξ άλλου, το πρόσωπο αυτό με το παραπάνω σημείωμά του, που, ενώ αναφέρεται σε συγκεκριμένα λογιστικά στοιχεία και εκκρεμότητες των συνεναγόμενων εταιρειών, τιτλοφορείται ως “υπόθεση …….”, δηλαδή του πρώτου εναγομένου, καταδεικνύει και την πραγματική σχέση του τελευταίου με τις συνεναγόμενες εταιρείες  Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι δεν γνωρίζει το παραπάνω πρόσωπο του λογιστή, και δεν έδωσε εκείνος την εντολή στην ενάγουσα για την ενημέρωσή του. Για  την παραπάνω εργασία η ενάγουσα απασχολήθηκε συνολικά επί δώδεκα (12) ώρες και δικαιούται αμοιβής έναντι του πρώτου εναγομένου ποσού (80 χ 12 ώρες =)  960 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%, ποσού 230,40 ευρώ

Τα κονδύλια των περιπτώσεων 33 και 34 κατά την αρίθμηση της εκκαλουμένης (περιπτώσεις ΙΙ.14 και ΙΙ.15  κατά την αγωγή), εκ των οποίων το πρώτο απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο,  ενώ το δεύτερο έγινε εν μέρει δεκτό και  υποχρεώθηκε  ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 280,00€  και με τον ΦΠΑ των 347,2€, με τον νόμιμο τόκο από 11.12.2014, δεν μεταβιβάζονται στο δικαστήριο αυτό, καθώς δεν προσβάλλονται με τους λόγους των εφέσεων.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ ΑΠ 8/2018, 10/2012, ΑΠ 1248/2018, 909/2017). Περαιτέρω, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ένστασης είναι και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση. Εάν αυτός που προτείνει το σχετικό ισχυρισμό αρνείται τα περιστατικά που στηρίζουν το σχετικό δικαίωμα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η από το ως άνω άρθρο ένσταση, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί, ώστε να νοείται καταχρηστική άσκησή του (Ολ ΑΠ 17/1995, ΑΠ 999/2019, 914/1987, 489/1976, 544/1972).  Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ έχει έντονο χαρακτήρα δημοσίας τάξεως. Έτσι, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων, που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως, διατάξεις, όπως είναι (και) οι αξιώσεις του δικηγόρου προς καταβολή της αμοιβής του, κατά τα άρθρα 57 επ. του ν 4194/2013 για την παροχή νομικών υπηρεσιών (ΟλΑΠ. 10/2012, ΑΠ 574/2018). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι, πρότειναν νομότυπα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, τον οποίο επανέφεραν και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με τις προτάσεις τους προς απόκρουση της εφέσεως της ενάγουσας. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους αυτού, εκθέτουν ότι η ενάγουσα άσκησε καταχρηστικά το ένδικο δικαίωμά της καθότι: α) αδράνησε επί μακρό χρόνο (από 2013-2014 έως 2018) να ασκήσει την παρούσα αβάσιμη αγωγή της για απόληψη αμοιβής, β) ουδέποτε ανέφερε στον πρώτο εξ αυτών ότι έχει υπαρκτή αξίωση  αμοιβής για τις νομικές συμβουλές και τις επεξηγήσεις που και μόνον της ζήτησε, γ)  καθ΄ όλο το ως άνω χρονικό διάστημα δεν εξέδωσε τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά, ώστε να καταστήσει γνωστό στον πρώτο εξ αυτών ότι  έχει ακόμη συγκεκριμένη αξίωση εναντίον του και δ) ότι η παραπάνω αδράνειά της του δημιούργησε την απόλυτη πεποίθηση ότι κάθε απαίτησή της έχει πλήρως ικανοποιηθεί. Υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ ένσταση, παρίσταται κατ΄αρχήν ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται  δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντά τους από την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος. Προσέτι είναι κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη και μη νόμιμη, διότι με τα παρατιθέμενα περιστατικά οι εναγόμενοι αρνούνται ουσιαστικά την ιστορική βάση της αγωγής και δη ο μεν πρώτος εναγόμενος αρνείται την ανάθεση στην ενάγουσα κάθε δικαστικής ή εξώδικης ενέργειας πέραν των νομικών της συμβουλών, οι δε λοιποί αρνούνται την αγωγή στο σύνολό της, με συνέπεια να μην είναι νοητή καταχρηστική άσκηση ανύπαρκτου δικαιώματος Σε κάθε δε περίπτωση, η παράλειψη της ενάγουσας να προβεί στην διεκδίκηση των νόμιμων αμοιβών της για το χρονικό διάστημα που επικαλούνται, και αν ακόμη δημιούργησε στους εναγόμενους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεών της, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματός της να ζητήσει τη νόμιμη αμοιβή της, αφού η παράλειψη αυτή και οι εκτιθέμενες λοιπές περιστάσεις δεν δικαιολογούν την δημιουργία τέτοιας πεποιθήσεως και μάλιστα σε σημείο που η μεταγενέστερη άσκηση των νομίμων αξιώσεων της ενάγουσας, αντικειμενικά εκτιμώμενη, να παρέχει έντονη εντύπωση αδικίας και να έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η ένστασή τους για τους παραπάνω λόγους.

Με βάση τα προεκτεθέντα η δικαιούμενη από την ενάγουσα αμοιβή έναντι των εναγομένων για τις μεταβιβαζόμενες ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου περιπτώσεις με στοιχεία 1 έως και 16, και 18, 19, 20, 27 και 32, (δεν προσβάλλονται με τις εφέσεις οι με στοιχεία 17, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 28, 29, 30, 31, 33 και  34 περιπτώσεις) και μόνο για όσες από αυτές έγιναν δεκτοί οι αντίστοιχοι λόγοι των αντίθετων εφέσεων (και δη για τις περιπτώσεις με στοιχεία 1, 2, 4, 8, 10, 13, 14, 15, 20, 27 και 32), ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά: α) έναντι του πρώτου εναγομένου, ευθυνομένου ατομικά, στο ποσό των (4.010 + 160 + 400 +  320 + 160 + 960 =) 6.010 ευρώ, καθώς και στο ποσό των 1.442.40 για τον αναλογούντα στο ποσό αυτό ΦΠΑ (24%), β) έναντι του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον  (άρθρο 75 παρ 2 του ν. 4194/2013), στο ποσό των (11.201,40 + 84=) 12.125,40 ευρώ, καθώς και στο ποσό των  2.910 ευρώ για αναλογούντα στο ποσό αυτό ΦΠΑ (24%), γ) έναντι του πρώτου και της τρίτης των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στο ποσό των  2.215,50 ευρώ, καθώς και στο ποσό των 531,72 ευρώ για τον αναλογούντα στο ποσό αυτό ΦΠΑ (24%) και δ) έναντι του πρώτου και της τέταρτης των εναγομένων στο ποσό των  420 ευρώ, καθώς και στο ποσό των 100,80 ευρώ για τον αναλογούντα στο ποσό αυτό ΦΠΑ (24%). Από τα παραπάνω ποσά, αυτά που αφορούν την καθαρή αμοιβή της ενάγουσας οι εναγόμενοι οφείλουν να τα καταβάλλουν με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 Κπολ.Δ) και όχι από τότε που κατέστησαν απαιτητά, όπως αορίστως αιτείται κυρίως η ενάγουσα, διότι αυτή δεν επικαλείται ούτε αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί η καταβολή της αμοιβής της σε δήλη ημέρα ή ότι υπήρξε όχληση σε προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό σημείο (άρθρα 340, 345, 346 ΑΚ, ΕφΠατρ. 124/2017, ΕφΠατρ 910/2002 ΤΝΠΝομος). Περαιτέρω, επί της οφειλομένης από τον εντολέα δικηγορικής αμοιβής, είτε με βάση τη μεταξύ των μερών έγγραφη συμφωνία, είτε σε περίπτωση έλλειψης αυτής με βάση τα διαλαμβανόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων όρια, οφείλεται κατά τις οικείες διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας (ν. 2859/2000 “Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας”, όπως τροποποιηθείς ισχύει) ο αναλογούν ΦΠΑ, ο οποίος βαρύνει τον λήπτη της υπηρεσίας εντολέα και εισπράττεται από τον δικηγόρο. Ειδικότερα, στην περίπτωση που κατά το χρόνο εκδίκασης της διαφοράς δεν είχε εκδοθεί από το δικηγόρο το οικείο παραστατικό (απόδειξη παροχής υπηρεσιών ή τιμολόγιο) με συνέπεια ο φόρος αυτός να καταστεί απαιτητός ύστερα από επιταγή δημόσιας αρχής (όπως είναι και η δικαστική απόφαση), ο ΦΠΑ καταβάλλεται από τον εντολέα στο δικηγόρο με την έκδοση από το δικηγόρο, κατά το χρόνο πληρωμής σε αυτόν της επιδικασθείσας με τη δικαστική απόφαση αμοιβής, του κατά τη φορολογική νομοθεσία οικείου φορολογικού στοιχείου (ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 80/1999). Συνεπώς, εφόσον, δεν έχει μέχρι σήμερα καταβληθεί η αμοιβή της ενάγουσας, δικαιούται για τις ως άνω αιτίες τα προαναφερόμενα  ποσά ΦΠΑ από τον καθένα, τα οποία υποχρεούνται να της καταβάλουν οι εναγόμενοι με το νόμιμο τόκο από την έκδοση των σχετικών αποδείξεων παροχής υπηρεσιών και παραδόσεως αυτών στους εναγομένους μέχρι την πλήρη εξόφληση και όχι αφ΄ ης (αορίστως) κατέστησαν απαιτητά ή από της επιδόσεως της αγωγής, όπως αβάσιμα αιτείται η ίδια ενάγουσα.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και μόνον ως προς τα “κεφάλαια” αυτά έχει εξουσία το Εφετείο να επιληφθεί της υποθέσεως. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι τόκοι, που αποτελούν “παρεπόμενη” της κύριας απαίτησης αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό “κεφάλαιο” και είναι ζήτημα εκτιμήσεως του δικογράφου της εφέσεως, υποκείμενης, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ,Δ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το περί τόκων κεφάλαιο. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια όμως του “αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου” (που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων εφέσεως – άρθ. 520 παρ. 2 και αντεφέσεως – άρθ. 523), δεν αφορά και το κατά το άρθρο 522 του Κ.Πολ.Δ., μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. (ΑΠ 1449/2014, 174/2010, ΑΠ 842/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με την εκκαλουμένη απόφαση για όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, οι οποίες κρίθηκαν με τις διατάξεις της ως ουσιαστικά βάσιμες, επιδικάσθηκε στην ενάγουσα τόκος τόσο επί των καθαρών αμοιβών της όσο και επί του αναλογούντος ΦΠΑ από το χρόνο παροχής κάθε επιμέρους υπηρεσίας. Οι εκκαλούντες εναγόμενοι με την ένδικη έφεσή τους δεν προσβάλλουν την εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της αυτό, και, επομένως, το παρόν δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί επί των διατάξεών της για τους τόκους, ούτε σε όσες περιπτώσεις μεταβιβάζονται μεν προς κρίση ενώπιόν του, αλλά δεν οδηγείται στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς αυτές.

Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει  εν μέρει δεκτή η από  18.1.2022 έφεση των εκκαλούντων εναγομένων και δη κατά τους 4ο, 5ο, 7ο, 11ο, 13ο, 16ο και 17ο λόγους της, καθώς και εν όλω δεκτή  η από 19.1.2022 έφεση της εκκαλούσας ενάγουσας. Να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη απόφαση και δη μόνο κατά τις διατάξεις της που αφορούν τις αναφερόμενες στο αιτιολογικό της υπό στοιχεία 1, 2, 4, 8, 10, 13, 14, 15, 20, 27 και 32 περιπτώσεις και για την διευκόλυνση της εκτέλεσης, (λόγω της δημιουργούμενης  ασάφειας του διατακτικού της), να εξαφανισθεί στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί στην ουσία της, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και: Α) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στην ενάγουσα τα ακόλουθα ποσά: α) ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των έξι χιλιάδων δέκα (6.010) ευρώ, καθώς και το ποσό των χιλίων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (1.442.40) για τον αναλογούντα ΦΠΑ, β) ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων, εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εκατόν είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα λεπτών (12.125,40), καθώς και το ποσό των  δύο χιλιάδων ενιακοσίων δέκα (2.910) ευρώ για τον αναλογούντα ΦΠΑ, γ) ο πρώτος και η τρίτη των εναγομένων, εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των  δύο χιλιάδων διακοσίων δέκα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών (2.215,50), καθώς και το ποσό των πεντακοσίων τριάντα ένα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (531,72) για τον αναλογούντα ΦΠΑ και δ) ο πρώτος και η τέταρτη των εναγομένων εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των  τετρακοσίων είκοσι (420 ευρώ), καθώς και το ποσό των εκατό ευρώ και ογδόντα λεπτών (100,80) για τον αναλογούντα ΦΠΑ, νομιμότοκα (όλα τα παραπάνω ποσά) των μεν καθαρών αμοιβών της ενάγουσας από την επίδοση της αγωγής, των δε ποσών του ΦΠΑ από την ημερομηνία έκδοσης και παράδοσης του αντίστοιχου παραστατικού και Β) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα τα επιδικασθέντα με την εκκαλουμένη απόφαση ποσά ήτοι: ε) ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα  το ποσό των  επτά χιλιάδων επτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτών (7.738,20), νομιμότοκα του ποσού των 198,40 ευρώ από 25.2.2014, του ποσού των 297,60 ευρώ από 15.5.2015, του ποσού των 396,80 ευρώ από 6.4.2015, του ποσού των 396,80 ευρώ από 5.3.2014, του ποσού των 198,40 ευρώ από 6.11.2014, του ποσού των 198,40 ευρώ από 7.5.2015, του ποσού των 198,40 ευρώ από 2.10.2014,  του ποσού των 595,20 ευρώ από 4.6.2014, του ποσού των 396,80 ευρώ από 21.11.2013, του ποσού των 297,60 ευρώ από 26.2.2015, του ποσού των 396,80 ευρώ από 5.6.2015, του ποσού των 595,50 ευρώ από 9.11.2013, του ποσού των 297,60 ευρώ από 24.2.2014. του ποσού των 793,60 ευρώ από 14.11.2013, του ποσού των 1.190,40 από 30.5.2015, του ποσού των 347,20 από 28.2.2014, του ποσού των 595,50 ευρώ από 6.3.2014 και του ποσού των 347,21 ευρώ από 11.12.2014, στ) ο πρώτος και η τρίτη των εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των τριακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (312,48), νομιμότοκα του μεν ποσού των 208,32 ευρώ από 9.12.2014 του δε ποσού των 104,16 ευρώ από 6.2.2015, ζ) ο πρώτος και η τέταρτη των εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (3.304,73) νομιμότοκα από 11.6.2014 και η) ο πρώτος και η πέμπτη των εναγομένων το ποσό των τριακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (312,48), νομιμότοκα από 20.2.2015. Τα δικαστικά έξοδα, υπολογιζόμενα ενιαία, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος των εναγομένων ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ, – σημ. ότι δεν υποβλήθηκε κατάλογος εκ μέρους των εναγομένων, αλλά ούτε και κατάλογος για τα έξοδα της πρωτοβαθμίου δίκης εκ μέρους της ενάγουσας), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων  τις από  18.1.2022 (αριθμ. κατ. …………./2022) και από 19.1.2022 (αριθμ. κατ. ……../2022) αντίθετες εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ. 1967/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και επί της ουσίας εν μέρει την από 18.1..2022 έφεση και εν όλω την από  19.1.2022 έφεση

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ΄ουσίαν

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Α) Υποχρεώνει: α) τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των  έξι χιλιάδων δέκα (6.010) ευρώ, καθώς και το ποσό των χιλίων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (1.442.40) για τον αναλογούντα ΦΠΑ, β) τον πρώτο και την δεύτερη των εναγομένων, να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εκατόν είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα λεπτών (12.125,40), καθώς και το ποσό των  δύο χιλιάδων ενιακοσίων δέκα (2.910) ευρώ για τον αναλογούντα ΦΠΑ, γ) τον πρώτο και η τρίτη των εναγομένων, να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των  δύο χιλιάδων διακοσίων δέκα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών (2.215,50), καθώς και το ποσό των πεντακοσίων τριάντα ένα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (531,72) για τον αναλογούντα ΦΠΑ και δ) τον πρώτο και την τέταρτη των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των  τετρακοσίων είκοσι (420 ευρώ), καθώς και το ποσό των εκατό ευρώ και ογδόντα λεπτών (100,80) για τον αναλογούντα ΦΠΑ, και όλα τα παραπάνω ποσά νομιμότοκα των μεν καθαρών αμοιβών της ενάγουσας από την επίδοση της αγωγής, των δε ποσών του ΦΠΑ από την ημερομηνία έκδοσης και παράδοσης του αντίστοιχου παραστατικού και

Β) Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλλουν στην ενάγουσα: ε) ο πρώτος εναγόμενος  το ποσό των  επτά χιλιάδων επτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτών (7.738,20), νομιμότοκα του ποσού των 198,40 ευρώ από 25.2.2014, του ποσού των 297,60 ευρώ από 15.5.2015, του ποσού των 396,80 ευρώ από 6.4.2015, του ποσού των 396,80 ευρώ από 5.3.2014, του ποσού των 198,40 ευρώ από 6.11.2014, του ποσού των 198,40 ευρώ από 7.5.2015, του ποσού των 198,40 ευρώ από 2.10.2014,  του ποσού των 595,20 ευρώ από 4.6.2014, του ποσού των 396,80 ευρώ από 21.11.2013, του ποσού των 297,60 ευρώ από 26.2.2015, του ποσού των 396,80 ευρώ από 5.6.2015, του ποσού των 595,50 ευρώ από 9.11.2013, του ποσού των 297,60 ευρώ από 24.2.2014. του ποσού των 793,60 ευρώ από 14.11.2013, του ποσού των 1.190,40 από 30.5.2015, του ποσού των 347,20 από 28.2.2014, του ποσού των 595,50 ευρώ από 6.3.2014 και του ποσού των 347,21 ευρώ από 11.12.2014, στ) ο πρώτος και η τρίτη των εναγομένων, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των τριακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (312,48), νομιμότοκα του μεν ποσού των 208,32 ευρώ από 9.12.2014 του δε ποσού των 104,16 ευρώ από 6.2.2015, ζ) ο πρώτος και η τέταρτη των εναγομένων, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (3.304,73) νομιμότοκα από 11.6.2014 και η) ο πρώτος και η πέμπτη των εναγομένων το ποσό των τριακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (312,48), νομιμότοκα από 20.2.2015.

Επιβάλλει εν μέρει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, το ποσό των οποίων καθορίζει για το πρώτο εναγόμενο στο ποσό των  χιλίων εκατό (1.100) ευρώ, για την δεύτερη στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, για την τρίτη στο ποσό των εκατόν είκοσι (120) ευρώ, για την τέταρτη στο ποσό  των εκατόν ογδόντα (180) ευρώ και για την πέμπτη  στο ποσό των εκατόν είκοσι(120) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Φεβρουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  Κι αντ αυτής λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της, η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης Εφετείου Πειραιά, Καλλιόπη Σκούρτη, Γραμματεας