Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 66/2024

 Αριθμός     66/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις    ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:   1) ……. και 2) ………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Μάγκο   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρίνα Ταβουλάρη και 2) αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στην Ιρλανδία, εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…….», εδρεύουσας στο …… (οδός ………) (ΑΦΜ ……..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρ Μαρία Παντσίδου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν : α) η ……… την με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2019 αγωγή και β) η …… την με ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2019 αγωγή. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1602/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ήδη εκκαλούντες με την από   23.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……/2022-………/2022)  έφεσή τους,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης εκ των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση (αριθ. εκθ. καταθ.  ……./5.7.2022) κατά της υπ΄αριθμ. 1602/2022 εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί των συνεκδικαζόμενων από 30.4.2019 και 9.5.2019 αντίθετων αγωγών κατά την διαδικασία των περιουσιακών – αυτοκινητικών διαφορών (άρθρο 614 παρ.1 ΚπολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης  έλαβε χώρα την 6.6.2022 και η έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 5.7.2022 (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β`, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 Κπολ.Δ.). Εξ άλλου, η έφεση  αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί και το υπ΄αριθμ. …….. νόμιμο παράβολο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.,  όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 35 παρ. 2 ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22-12-2016).  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚπολΔ.).

Α) Με την από 30.4.2019 (πρώτη) αγωγή που η ενάγουσα ……. άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εναντίον των ……., ……. και της τελούσης υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία  “………..”, ισχυρίσθηκε ότι την 1.11.2018 ο πρώτος εναγόμενος, ήδη δεύτερος των εκαλούντων, ……., κινούμενος επί της οδού Γ. Παπανδρέου στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής με το υπ΄αριθμ. ……. Δ.Χ.Ε αυτοκίνητο (ταξί), ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, ήδη πρώτης των εκκαλούντων, ………, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων ασφαλιστική του ευθύνη στην τρίτη εναγομένη υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του και υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή της, οδικό τροχαίο ατύχημα, από το οποίο υπέστη εκτεταμένες υλικές ζημίες το υπ΄αριθμ. ………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της και τραυματίσθηκε σοβαρά η ίδια με επακόλουθο την μερική σωματική αναπηρία της. Ζητούσε δε, μετά τον νόμιμο περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός της, να αναγνωρισθεί, ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 90.139,65 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής α) ποσό 3.050 ευρώ για την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου της, β) ποσό 669 ευρώ για την καταστροφή προσωπικών της αντικειμένων, γ) ποσό 106,65 ευρώ για διαγνωστικές εξετάσεις και ιατροφαρμακευτική αγωγή, δ) ποσό 3.570 ευρώ για την απασχόληση νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, ε) ποσό 1.530 ευρώ για την απασχόληση υποκατάστατης δύναμης στον επαγγελματικό της χώρο (βοηθού – υπαλλήλου), στ) ποσό 714 ευρώ για την λήψη βελτιωμένης διατροφής, ζ) ποσό 40.000 ευρώ ως ιδιαίτερη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω μερικής μόνιμης αναπηρίας της και η) ποσό 40.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί.

Β) Με την από 9.5.2019 αντίθετη (δεύτερη) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του ιδίου (πρωτοβαθμίου) δικαστηρίου η ενάγουσα – εναγομένη στην πρώτη αγωγή – και ήδη εκκαλούσα ……. που στρέφεται εναντίον της ενάγουσας στην πρώτη αγωγή …… και της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία  “…….”,  αναφερόμενη στο ίδιο βιοτικό συμβάν, ισχυρίσθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος και των εξ αυτού ζημιών που υπέστη το υπ΄αριθμ. …… Δ.Χ.Ε αυτοκίνητο (ταξί), ιδιοκτησίας της, το οποίο οδηγούσε ο προστηθείς από αυτήν ….., ήταν η  ενάγουσα της πρώτης αγωγής ….., η οποία οδηγούσε το υπ΄αριθμ. ….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική της ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία  “……….”. Ζητούσε δε, μετά  από παραίτηση του δικογράφου της αγωγής της ως προς την πρώτη εναγομένη με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) και μετά τον νόμιμο περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός της, να αναγνωρισθεί, ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.176,27 ευρώ, ήτοι ποσό 3.156 ευρώ για υλικές ζημίες, ποσό 360 ευρώ για απώλεια εισοδημάτων και ποσό 300 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Επί των ως άνω αγωγών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η εκκαλουμένη εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία: α)  κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της πρώτης ως άνω αγωγής ως προς τις δεύτερη  και τρίτη των εναγομένων  (ως προς την άμεσα ασφαλισμένη ……. και την υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………”), δεχθέν ως προς τις εναγόμενες αυτές, ότι συντρέχει λόγος αναστολής των ατομικών διώξεων εναντίον τους, δυνάμει του άρθρου 239 παρ. 3 Ν. 4364/2016, β) έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την ίδια αγωγή  ως προς τον πρώτο εναγόμενο …….., καθώς και εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της και  αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος αυτός οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 17.925,65 ευρώ και γ) απέρριψε την δεύτερη αγωγή (της ………) ως αβάσιμη στην ουσία της.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες και δη ο εναγόμενος στην πρώτη αγωγή ……… και η ενάγουσα  στην δεύτερη αγωγή …….. με την ένδικη έφεσή τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και ο μεν πρώτος εξ αυτών την απόρριψη  της εναντίον του (πρώτης) αγωγής, η δε δεύτερη την κατ΄ουσίαν παραδοχή της (δεύτερης) αγωγής της.

Σύμφωνα με το άρθρο 235 του ν. 4364/2016: “1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση… 2… 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.” Η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι μία συλλογική διαδικασία που ανοίγει με πράξη της εποπτικής αρχής και όχι των πιστωτών, και αποβλέπει στη σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων από ασφάλιση από το προϊόν της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων από τον εκκαθαριστή (άρθρο 242 § 4 Ν. 4364/2016). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 3 του ίδιου νόμου: “Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης”. Σύμφωνα με τις αμέσως παραπάνω διατάξεις κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση, α) σε βάρος της επιχείρησης και β) σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση (εννοείται για τις αξιώσεις των ζημιωθέντων τρίτων), έτσι ώστε να προστατεύονται και οι δύο από τις αξιώσεις τρίτων. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. Τόσο οι ζημιωθέντες τρίτοι όσο και οι ασφαλισμένοι υπαίτιοι συνήθως του ατυχήματος δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ούτε αναγνωριστική ούτε καταψηφιστική αγωγή κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. Κι αν έχει αρχίσει, η διαδικασία ή είναι εκκρεμής αυτή αναστέλλεται αυτοδίκαια (άρθρ. 239 § 3 Ν. 4364/16). Επί της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ομοιάζει πολύ και κυρίως ως προς τις δεσμεύσεις με την πτωχευτική διαδικασία, εφαρμόζονται συμπληρωματικά, με ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή εκείνες οι διατάξεις του ΠτΚ, οι οποίες δεν αντίκεινται στο σκοπό που επιδιώκεται με την εκκαθάριση (άρθρ. 235 § 3 Ν. 4364/2016), τέτοια δε, είναι η διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3788/2007) για την αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών, με την οποία ορίζεται: “1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης (με απόφαση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής), ακολουθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην απόφαση, το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί δε στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό την ικανοποίηση, αποκλειστικά με τη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφισταμένων απαιτήσεών τους. Επί της εκκαθαρίσεως αυτής είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική, εφαρμογή εκείνων των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με την ως άνω εκκαθάριση σκοπό. Μεταξύ των εφαρμοστέων διατάξεων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, απαγορεύει από την κήρυξη της πτώχευσης, μεταξύ άλλων, την άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, πρέπει -αναφορικά με τα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα- να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επέρχονται ειδικότερα οι ακόλουθες έννομες συνέπειες: Η συζήτηση κάθε είδους, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού χαρακτήρα, αγωγών που ασκήθηκαν από πιστωτές της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης, απαγορεύεται. Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης αναστέλλονται ομοίως. Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή τους, κατ’ άρθρο 239 παρ. 3ε. τελ. του ν. 4364/2016 (ΑΠ 1942/2017). Η αναστολή ειδικώς των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης περιλαμβάνει τόσον αυτές, που στρέφονται κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, όσο και αυτές, που στρέφονται σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης τους μέχρι το ποσό, για το οποίο ευθύνεται η ασφαλιστική επιχείρηση, ενδεχομένως εις ολόκληρον με τους ασφαλισμένους της (όπως συμβαίνει επί τροχαίων αυτοκινητικών ατυχημάτων), οι οποίες επισπεύδονται προς ικανοποίηση αξιώσεων ζημιωθέντων τρίτων, έτσι ώστε να προστατεύονται αμφότεροι από την εκτέλεση, που επισπεύδουν οι τελευταίοι (πρβλ ΑΠ 672/2019). Επειδή δε η διατύπωση του εδαφίου β’ του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ. 400/1970 διαφοροποιείται από τη διατύπωση, που ακολουθήθηκε στο εδάφιο β’ του άρθρου 239 παρ. 5 του ν. ν. 4364/2016, είχε γίνει δεκτό, υπό το καθεστώς της ισχύος του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, ότι η αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων ειδικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία περιλαμβάνονταν η άσκηση αγωγών και ένδικων μέσων κατ’αυτής, η έκδοση εις βάρος της διαταγής πληρωμής κ.λπ. αναφερόταν μόνο στους δικαιούχους του ασφαλίσματος και όχι στους ζημιωθέντες τρίτους, που διατηρούν αξίωση αποζημίωσης απευθείας κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης επί τροχαίων αυτοκινητικών ατυχημάτων, για τα οποία ευθύνεται ο ασφαλισμένος τους. Ο ν. 4364/2016 προβλέπει όμως πλέον αναστολή των ατομικών διώξεων όλων των δικαιούχων αποζημίωσης ειδικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, μεταξύ των οποίων και εκείνων που διατηρούν κατ’ αυτής απαιτήσεις, επειδή αυτή ασφάλιζε κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα για την προς τρίτους αστική του ευθύνη (ΑΠ 672/2019). Η διαφοροποίηση αυτή, όπως συνάγεται από τη σαφή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, αφορά μόνο στα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά της οποίας δεν είναι επιτρεπτό βάσει του ν. 4364/2016 να εγερθούν αγωγές για τις ανωτέρω απαιτήσεις ή να ασκηθούν ένδικα μέσα κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ακόμη και για απαιτήσεις δικαιούχων αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα, ενώ βάσει του ν.δ. 400/1970 γινόταν δεκτό πως ήταν επιτρεπτή η άσκησή τους για τέτοια ατυχήματα και μπορούσαν να προχωρήσουν οι σχετικές δίκες. Αυτή η διαφοροποίηση δεν υφίστατο ούτε υφίσταται ως προς τις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και των ασφαλισμένων της, οι οποίες αναστέλλονταν και αναστέλλονται αδιακρίτως. Η αναστολή δε κάθε πράξεως αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και των ασφαλισμένων της (άρθρο 239 παρ. 3 εδ. α’ και 12° παρ. 5 εδ. α’ ν.δ. 400/1970 εδ. α’) καθώς και των ατομικών διώξεων ειδικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης (εδ. β’ των αμέσως παραπάνω διατάξεων) κατά το χρονικό διάστημα, που αυτή βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, υπηρετεί τον πρωταρχικό σκοπό και τη βασική αρχή που διέπει το σύνολο των διατάξεων και των δύο ανωτέρω νομοθετημάτων, την προστασία δηλαδή των ασφαλισμένων και την εξασφάλιση της προνομιακής τους ικανοποίησης έναντι των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 962/2017). Σύμφωνα με αυτά, και την άποψη που υιοθετεί το δικαστήριο αυτό, η εκτέλεση αναστέλλεται, ακόμη και αν στραφεί κατά των ενεχόμενων εις ολόκληρον με την ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλισμένων της βάσει εκτελεστού τίτλου, ο οποίος αποκτήθηκε εις βάρος των τελευταίων, κατά των οποίων οι ατομικές διώξεις, υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή πλην της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν αναστέλλονται, με συνέπεια την πρόοδο των κατ’ αυτών σχετικών δικών (ΑΠ 1142/2020, δημ. στον ιστότοπο του ΑΠ, )  Και τούτο, διότι, αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την  γραμματική διατύπωση του άρθρου 239 παρ. 3 του άνω νόμου, το οποίο αναφέρεται περιοριστικά σε αναστολή των ατομικών διώξεων μόνο σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρισης, ούτε από την εφαρμοζόμενη συμπληρωματικά διάταξη του άρθρου 25 του ΠτΚ,  διότι και η προβλεπόμενη από το τελευταίο αυτό άρθρο αναστολή αφορά μόνον τις ατομικές διώξεις κατά του πτωχού και  της πτωχευτικής περιουσίας και όχι και εκείνες κατά των συνυπόχρεων τρίτων, (άρθρο 27 του ΠτΚ, ΕφΠειρ. 475/2023 ΤΝΠΝόμος – βλ όμως και αντίθετες ΑΠ 672/2019, ΑΠ 1254/2019, ΑΠ 1413/2019, ΑΠ 1336/2019 ΤΝΠΝόμος, οι οποίες δέχονται ότι η αναστολή των ατομικών διώξεων από πιστωτές της εκκαθάρισης αφορά τόσο αυτές που στρέφονται κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, όσο και αυτές που στρέφονται σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση, έτσι ώστε να προστατεύονται και οι δύο από τις αξιώσεις τρίτων). Εν προκειμένω, όπως προεκτέθηκε, η ένδικη από 30.4.2019 (πρώτη) αγωγή, στρέφεται κατά της ιδιοκτήτριας του φερομένου ως ζημιογόνου υπ΄αριθμ. ….. Δ.Χ.Ε αυτοκινήτου (ταξί) ……, του υπαιτίου οδηγού ……… και της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…..” η οποία, εκπροσωπούμενη από την πληρεξούσια και αντίκλητό της στην Ελλάδα εταιρεία με την επωνυμία “……….., κάλυπτε την αστική τους ευθύνη έναντι των ζημιούμενων τρίτων, υπό καθεστώς παροχής ελεύθερων υπηρεσιών. Όπως προκύπτει από την επισκόπιση των σχετικών εγγράφων της δικογραφίας, με την από 20.12.2018 απόφαση του Τμήματος Πτωχεύσεων του Δικαστηρίου Θαλάσσιων και Εμπορικών Υποθέσεων της Κοπεγχάγης, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δανίας την 28.12.2018, τέθηκε υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης η πιο πάνω ασφαλιστική επιχείρηση “…….” που εδρεύει στην Κοπεγχάγη Δανίας και με την ίδια απόφαση διορίσθηκε προσωρινός εκκαθαριστής ο Δικηγόρος ……. Η αρμόδια Εποπτική Αρχή της Δανίας Finanstilsynet (Daniish financial Supervisary Authority) ενημέρωσε  στις 21.12.2018 για την απόφαση αυτή  την Τράπεζα της Ελλάδος ως Εποπτική Αρχή, η οποία δημοσίευσε την απόφαση αυθημερόν στον ιστότοπό της κατ΄ άρθρο 236 παρ. 2 του ν. 4364/2016 (βλ. το από 21.12.2018 δελτίο τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος, ανηρτημένο στον επίσημο ιστότοπό της). Η απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου περί θέσεως της δευτέρας των εφεσιβλήτων σε ασφαλιστική εκκαθάριση και ο διορισμός εκκαθαριστή αναγνωρίζεται χωρίς άλλες διατυπώσεις και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της σε όλα τα Κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, και στην Ελληνική Επικράτεια (άρθρο 235 παρ. 1 του ν. 4364/2016).  Επομένως, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις και με βάση τις προεκτεθείσες εκεί διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται κατ΄ άρθρο 2 παρ.1 του ν. 4364/2016 και στις ασφαλιστικές εταιρείες με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αναστέλλονται κατ΄άρθρο 239 παρ. 3εδ β΄ του ίδιου νόμου οι εναντίον της ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα που αυτή βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Σύμφωνα όμως με την άποψη που υιοθετεί το δικαστήριο αυτό, η οποία αναλύεται στην άνω νομική σκέψη, δεν καταλαμβάνεται από την προβλεπόμενη αναστολή των ατομικών διώξεων εναντίον του ο εκκαλών – εναγόμενος οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου ………., (όπως άλλωστε και η ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου αυτού), του οποίου την αστική ευθύνη έναντι τρίτων κάλυπτε η ως άνω υπό εκκαθάριση τελούσα ασφαλιστική εταιρεία, ο οποίος προστατεύεται επαρκώς με την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του (άρθρο 239 παρ. 3 εδ. α’ του ν. 4364/2016). Επομένως, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε παραδεκτή την συζήτηση της αγωγής ως προς τον εναγόμενο αυτόν και προχώρησε στην περαιτέρω έρευνα της υποθέσεως, δεν υπέπεσε σε σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, ο δε πρώτος λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εφεσιβλήτων και της ανώμοτης εξέτασης του διαδίκου …….., που εξετάστηκαν νομοτύπως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, την υπ΄αριθμ. ……../5.11.2020 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας στην πρώτη αγωγή – εφεσιβλήτου …… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ….., ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. την υπ΄αριθμ. ……../2.11.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …….) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων τα δημόσια έγγραφα της σχηματισθείσης ποινικής δικογραφίας (προανακριτικές μαρτυρικές καταθέσεις κ.λ.π) τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 788/2006, ΑΠ 1286/2003, ΑΠ 1492/2002), οι φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται [444 αρ.3, 448 παρ.2 και 457 παρ.4 ΚΠΟΛΔ] και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα [ΑΠ 1637/2018],  καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο [αρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ], αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.11.2018 και περί ώρα 15:50΄ η ενάγουσα της πρώτης αγωγής και ήδη εφεσίβλητη …… οδηγούσε το υπ΄αριθμ. ……. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, τύπου SMART, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική της ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία  “……..”, επί της λεωφόρου Γ. Παπανδρέου στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής, με κατεύθυνση από την Λ. Κηφισού προς την οδό Κέννεντυ. Η λεωφόρος Γ. Παπανδρέου είναι διπλής κατευθύνσεως, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, οι οποίες οριοθετούνται με διαχωριστική νησίδα, το δε πλάτος του οδοστρώματος ανά κατεύθυνση είναι 7.00 μέτρα και στην συμβολή της με την οδό Κέννεντυ η κυκλοφορία ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες. Το παραπάνω όχημα, έχοντας πρόθεση να πραγματοποιήσει αλλαγή πορείας αριστερά για να εισέλθει στην οδό Κέννεντυ, εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου Γ. Παπανδρέου. Στην δεξιά λωρίδα της αυτής οδού και με την ίδια κατεύθυνση εκινείτο και το υπ΄αριθμ. …… Δ.Χ.Ε αυτοκίνητο (ταξί), μάρκας TOYOTA, ιδιοκτησίας της πρώτης των εκκαλούντων ……., το οποίο οδηγούσε ο προστηθείς από αυτή δεύτερος των εκκαλούντων ………. Όταν τα δύο οχήματα πλησίαζαν στην διασταύρωση της οδού αυτής με την οδό Κέννεντυ, και, ενώ απείχαν από αυτή περίπου 100 μέτρα, ο οδηγός του δευτέρου οχήματος, το οποίο προηγείτο σε μικρή απόσταση, επιχείρησε απροειδοποίητα, (χωρίς να χρησιμοποιήσει το προειδοποιητικό σήμα φλας), να πραγματοποιήσει αλλαγή λωρίδας με απότομο ελιγμό προς τα αριστερά, με συνέπεια να παρεμβληθεί ξαφνικά στην πορεία του κινούμενου κανονικά στην λωρίδα του υπ΄αριθμ. ……. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, η οδηγός του οποίου αιφνιδιάστηκε, και πριν προλάβει να αντιδράσει με πέδηση, επέπεσε με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του οχήματός της στο πίσω αριστερό  μέρος του παρεμβληθέντος στην πορεία της  υπ΄αριθμ. … – …… Δ.Χ.Ε αυτοκινήτου (ταξί). Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, αποκλειστικά υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος, είναι ο εκκαλών οδηγός του υπ΄αριθμ. …. Δ.Χ.Ε αυτοκινήτου (ταξί), ο οποίος από αμέλειά του επιχείρησε αιφνίδιο ελιγμό προς τα αριστερά, χωρίς προηγουμένως να καταστήσει έγκαιρα γνωστή την πρόθεσή του αυτή, χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτόν τους δείκτες κατεύθυνσης (φλας) και χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούνταν πίσω του και αριστερά, λαμβάνοντας υπόψη την θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους (άρθρα 12 παρ.1, 21 παρ.1,2 και 3 ΚΟΚ). Αντίθετα, δεν βαρύνεται με καμία αμελή οδηγική συμπεριφορά η οδηγός του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, η οποία κινούνταν κανονικά στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας με ταχύτητα 40 χλμ/ω, δηλαδή κάτω του επιτρεπομένου ορίου των 50 χλμ/ω,  αλλά και των συνθηκών (ημέρα, πλήρης ορατότητα, ξηρά κατάσταση της οδού), και, λόγω της αιφνίδιας παρεμβολής και της μικρής απόστασης (2 μέτρων περίπου) μεταξύ των δύο οχημάτων, δεν είχε το χρονικό περιθώριο να αντιδράσει με έγκαιρη πέδηση, που ήταν και η μόνη ενδεδειγμένη ενέργεια που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει, καθώς αριστερά της υπήρχε η διαχωριστική νησίδα της λεωφόρου και στα δεξιά της εκινούντο άλλα οχήματα. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του ΔΧΕ αυτοκινήτου (ταξί), συνάγεται κυρίως από τα σημεία συγκρούσεως των δύο οχημάτων, σε συνδυασμό με το σημείο της οδού όπου έλαβε χώρα η ένδικη σύγκρουση και την λωρίδα κυκλοφορίας που κινούνταν αμέσως προηγουμένως τα δύο οχήματα. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο οδηγός του ταξί αμέσως προηγουμένως εκινείτο στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας προκύπτει από την ανώμοτη κατάθεση του ιδίου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το δε σημείο της οδού όπου έλαβε χώρα το ατύχημα, προκύπτει από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Γεωργίου Χιώτη, ο οποίος διήλθε από το σημείο αμέσως μετά το ατύχημα και είδε αμφότερα τα εμπλεκόμενα οχήματα ακινητοποιημένα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Με τα δεδομένα αυτά είναι προφανές, ότι ο οδηγός του ταξί άλλαξε λωρίδα κυκλοφορίας αμέσως πριν το ατύχημα και παρεμβλήθηκε αιφνίδια στην πορεία του Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, το οποίο κινούνταν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Εξ άλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου οδηγού του ΔΧΕ αυτοκινήτου (ταξί), ότι και τα δύο οχήματα κινούνταν στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και το ΙΧΕ αυτοκίνητο επέπεσε επί του οχήματός του ενώ αυτό βρισκόταν ακινητοποιημένο έμπροσθεν του φωτεινού σηματοδότη, και ότι συνεπεία της συγκρούσεως μετακινήθηκε το όχημά του στην αριστερή λωρίδα,  αποκρούεται τόσο από τις αντιφατικές εκδοχές του ιδίου στην ανώμοτη κατάθεσή του, όσο και από τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Και τούτο διότι ούτε ο σηματοδότης έδειχνε κόκκινο φως ούτε το ατύχημα έλαβε χώρα επί του φωτεινού σηματοδότη, αλλά εκατό περίπου μέτρα πριν από αυτόν στο ύψος περίπου της συμβολής με την οδό Πόντου. Εξ άλλου, το ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας SMART for two cabrio ήταν μικρού κυβισμού (599 cc) δεν ήταν δυνατόν και μάλιστα με την μικρή ταχύτητα που είχε αναπτύξει, να μετακινήσει στην αριστερή λωρίδα το μεγαλύτερου κυβισμού όχημα TOYOTA AVENSIS (1995 cc). Στην περίπτωση δε αυτή, της μετακίνησης δηλαδή των δύο οχημάτων στην αριστερή λωρίδα λόγω της συγκρούσεως, θα εμπλέκονταν οπωσδήποτε στο ατύχημα και έτερα οχήματα, καθώς την συγκεκριμένη ώρα είχε αυξημένη  κίνηση στο σημείο και δη στην αριστερή λωρίδα της οδού, λόγω της προσέγγισης μέσω αυτής της κεντρικής λαχαναγοράς, που βρισκόταν στην οδό Κέννεντυ. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της Λ. Παπανδρέου προορίζεται για τα κινούμενα οχήματα με κατεύθυνση προς Αθήνα, ενώ τα οχήματα που κατευθύνονται αριστερά προς την οδό Κέννεντυ, όπως η οδηγός του ΙΧΕ αυτοκινήτου, εξυπηρετούνται με την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Παρά ταύτα όμως ο οδηγός του ΔΧΕ αυτοκινήτου (ταξί), αν και παραδέχεται ότι ήθελε να κατευθυνθεί αριστερά για να εισέλθει στην οδό Κέννεντυ, εκινείτο μέχρι και την ώρα του ατυχήματος στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Επιπρόσθετα, τα σημεία συγκρούσεως των δύο οχημάτων (εμπρόσθιο δεξιό του ΙΧΕ αυτοκινήτου και οπίσθιο αριστερό του ΔΧΕ αυτοκινήτου) δεν συνηγορούν υπέρ της παραπάνω εκδοχής, διότι, αν τα δύο οχήματα κινούνταν στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και το πρώτο ενέπιπτε επί του δευτέρου, τα σημεία συγκρούσεως  δεν θα εντοπίζονταν στο άκρο δεξιό και άκρο αριστερό μέρος τους αντίστοιχα, αλλά σε όλο το εμπρόσθιο και οπίσθιο μέρος τους. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο της πρόκλησης του ενδίκου ατυχήματος τον οδηγό του υπ΄αριθμ. …….. Δ.Χ.Ε αυτοκινήτου (ταξί) και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την από 9.5.2019 (δεύτερη) αγωγή της ιδιοκτήτριας του ΔΧΕ οχήματος αυτού ………, καθώς και την περί συνυπαιτιότητας ένσταση των εναγομένων προς απόκρουση της πρώτης αγωγής, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο δε συναφής δεύτερος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

Περαιτέρω απεδείχθη, ότι το αυτοκίνητο της ενάγουσας στην πρώτη αγωγή …….., μάρκας SMART for two cabrio, 599 cc, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2001, υπέστη υλικές ζημίες στην εμπρόσθια δεξιά πλευρά του, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το συνολικό ποσό των 3.226,28 ευρώ (1.232 ευρώ για την αγορά ανταλλακτικών φανοποιΐας + 320 για την αγορά μηχανικών ανταλλακτικών + 624,28 ευρώ  για μηχανικές εργασίες + 200 ευρω για εργασίες και φανοποιΐας – βλ. σχετική προσφορά του συνεργείου επισκευής αυτοκινήτων του ……….). Η πριν το ένδικο ατύχημα αξία του εν λόγω οχήματος κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως της ένδικης αγωγής (12.11.2021), ο οποίος λαμβάνεται υπόψη επί καταστροφής πράγματος για την αποτίμησή του (Ολομ. Α.Π. 23/2005, Α.Π. 272/2020, Α.Π. 839/2012), λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της παλαιότητάς του, σε συνδυασμό με τις επικρατούσες στην αγορά τιμές για ίδιου τύπου και παλαιότητας αυτοκίνητα, ανέρχονταν στο ποσό των 2.950 ευρώ. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι το εν λόγω όχημα υπέστη ολική καταστροφή, δεδομένου ότι είναι μεν τεχνικώς δυνατή η επισκευή του, πλην όμως αυτή είναι οικονομικά ασύμφορη, διότι η αξία των ανταλλακτικών και των εργασιών επισκευής που απαιτούνται, συνυπολογιζομένης και της μείωσης της αξίας του, υπερβαίνει την πριν το ατύχημα αξία του. Από την τελευταία, εξάλλου, πρέπει να αφαιρεθεί και η αξία των υπολειμμάτων (Εφ.Αθ. 2414/2021, Εφ.Αθ. 642/2021), ανερχόμενη στο ποσό των 450 ευρώ, δεδομένου ότι η ίδια η ενάγουσα αφαιρεί το ποσό αυτό, έναντι του οποίου και πωλήθηκε το όχημά της στην Μαρία Βασιλειάδου. Κατά συνέπειαν, δικαιούται την διαφορά που προκύπτει σε βάρος της, ποσού 2.500 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε από την ολική καταστροφή του αυτοκινήτου της. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η πριν το ατύχημα αξία του παραπάνω αυτοκινήτου ήταν μεγαλύτερη (3.500 ευρώ) και επιδίκασε ως αποζημίωση για την αιτία αυτή το μεγαλύτερο ποσό των 3.050 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ` ουσίαν ο τρίτος λόγος της εφέσεως ως προς το τρίτο σκέλος του.

Απεδείχθη, επίσης, ότι από το ένδικο ατύχημα καταστράφηκαν τα προσωπικά αντικείμενα της ενάγουσας και δη τα πολυεστιακά γυαλιά οράσεως, για την αντικατάσταση των οποίων δαπάνησε το ποσό των 550 ευρώ (βλ. την από 26.3.2019 απόδειξη του καταστήματος οπτικών “…”) και η οθόνη του κινητού της τηλεφώνου, για την αντικατάσταση της οποίας κατέβαλε το ποσό των 119 ευρώ (βλ. την από 23.4.2019 εκτύπωση της σελίδας επισκευών της εταιρείας “………….” Συνολικά δηλαδή η ζημία της από την παραπάνω αιτία ανέρχεται στο ποσό των 669 ευρώ. Κατά συνέπειαν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στην ενάγουσα το ίδιο ποσό ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος λόγος της εφέσεως κατά το τέταρτο σκέλος του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του.

Περαιτέρω απεδείχθη ότι από το ένδικο ατύχημα  η ενάγουσα τραυματίσθηκε στο αριστερό της χέρι και διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο Γ.Ν. Ελευσίνας  “Θριάσιο”, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη μη παρεκτοπισμένο λοξό υποκεφαλικό κάταγμα βασικής φάλαγγας παράμεσου δακτύλου αριστεράς χειρός. Για την αντιμετώπισή του ετέθη νάρθηκας ακινητοποίησης δακτύλου  ZIMMER και εξήλθε του νοσοκομείου αυθημερόν, με οδηγίες αποφυγής φόρτισης, παραμονή του νάρθηκα για 4 έως 6 εβδομάδες και επανέλεγχο  μετά από τέσσερες εβδομάδες με ακτινοσκόπηση (βλ. την από 8.3.2019 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ειδικευόμενου πλαστικού χειρουργού του άνω νοσοκομείου …………). Την 4.12.2018, η ενάγουσα μετέβη στο Τζάνειο νοσοκομείο, όπου της αφαιρέθηκε ο νάρθηκας και υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο από τον οποίο διαπιστώθηκε πορωθέν κάταγμα παράμεσου δακτύλου αριστεράς χειρός σε πλημμελή θέση. Κατόπιν αυτού της συνεστήθη επανεξέταση στο Τμήμα Άκρας Χειρός   του Νοσοκομείου ΚΑΤ (βλ. την υπ΄αριθμ. …./22.1.2019 ιατρική βεβαίωση του συντονιστή διευθυντή ορθοπεδικού τμήματος του Τζανείου Νοσοκομείου …….). Στις 17.12.2018 η ενάγουσα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο Γ.Ν.Α. ΚΑΤ, κατά την διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε, ότι λόγω παρεκτόπισης του κατάγματος και κακής αιμάτωσης της περιοχής, ο κόνδυλος της φάλαγγας ήταν μερικώς απορροφημένος, και υπεβλήθη σε αρθρόδεση της εγγύς φαλαγγοφαλαγγικής με δύο βελόνες Κ-WIRES, οι οποίες αφαιρέθηκαν την 28.2.2019 (βλ. την υπ΄αριθμ. …/23.4.2019 ιατρική γνωμάτευση του διευθυντή της χειρουργικής άνω άκρου του άνω νοσοκομείου ………) Ο ίδιος ιατρός με την υπ΄αριθμ. …./10.11.2020 ιατρική βεβαίωση διαπιστώνει ότι, λόγω του οστικού ελλείμματος η αρθρόδεση δεν είναι σε λειτουργική θέση. Η ασθενής έχει δυσκαμψία και στις διπλανές αρθρώσεις με συνέπεια την βαριά δυσλειτουργία της (αρ) άκρας χειρός. Η ασθενής δεν δύναται να εργάζεται χειρωνακτικά. Η ολική αρθροπλαστική (η αντικατάσταση της άρθρωσης με τεχνητή) δεν συνιστάται λόγω ηλικίας (γίνεται σε μεγαλύτερη ηλικία και μη εργαζόμενους) και λόγω οστικού ελλείμματος. Εκτιμάται ότι θα χρειαστεί νέα επέμβαση με αρθρόδεση της εγγύς φαλαγγοφαλαγγικής σε λειτουργική θέση (35ο κάμψη). Για τον παραπάνω τραυματισμό της κρίθηκε από την αρμόδια επιτροπή του ΕΦΚΑ ανάπηρη σε ποσοστό 10% για το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 28.2.2022.  (βλ. την 20.7.2021 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας). Από τις παραπάνω ιατρικές γνωματεύσεις και την κατάθεση του μάρτυρά της . ….., σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, προκύπτει, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 2.11.2018 έως 28.2.2019 η ενάγουσα αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί σε σχέση με ορισμένες από τις καθημερινές της δραστηριότητες (όπως οικιακή καθαριότητα, προετοιμασία φαγητού και ατομική καθαριότητα). Για τις εργασίες αυτές είχε ανάγκη της προσφοράς των υπηρεσιών τρίτου προσώπου, οι οποίες καλύφθηκαν χωρίς την πρόσληψη υποκατάστατης δύναμης (υπαλλήλου ή βοηθού), με την απασχόληση της αδελφής της ………, η οποία της προσέφερε τις υπηρεσίες της επί τρεις (3) ώρες καθημερινά. Επομένως, δικαιούται να αξιώσει την καταβολή ποσού ίσου µε αυτό που θα κατέβαλε ως αποδοχές αν προσλάµβανε για την περιποίησή της τρίτο πρόσωπο ως βοηθό, υπολογιζοµένου του ποσού αυτού για τους µη οικόσιτους βοηθούς στο ειθισµένο, το οποίο ανέρχεται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, στο ποσό των 15 ευρώ για 3ωρη απασχόληση ημερησίως και συνεπώς δικαιούται κατ` άρθρο 930 παρ. 3 Α.Κ να αναζητήσει για το παραπάνω χρονικό διάστημα των 119 ημερών το ποσό των (119 χ 15 =) 1.785 ευρώ. Το ποσό αυτό  κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις απαραίτητες για την περίπτωσή της ώρες απασχόλησης και τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται, για ανάλογες υπηρεσίες, σε οικιακές βοηθούς. Αντιθέτως, δεν απεδείχθη ότι η ενάγουσα, η οποία διατηρεί επιχείρηση πωλήσεως φορτηγών αυτοκινήτων καινουργών και μεταχειρισμένων επί της οδού Πέτρου Ράλλη 450, απασχολούνταν η ίδια με την αλλαγή μπαταριών και την πλήρωση με αέρα των ελαστικών (στα μεταχειρισμένα) ή και την καθαριότητα των προς πώληση αυτοκινήτων, και, εν πάσει περιπτώσει, δεν απεδείχθη ότι απαιτήθηκε να προβεί στις παραπάνω ενέργειες κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, και, συνεπεία της αδυναμίας της να αυτοεξυπηρετηθεί, δέχθηκε την συνδρομή του γαμπρού της ……… επί τρεις ημέρες ανά εβδομάδα, όπως υποστηρίζει η ίδια. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ενάγουσα, λόγω του τραυματισμού της ήταν εν μέρει ανίκανη να αυτοεξυπηρετηθεί για το παραπάνω χρονικό διάστημα τόσο ως προς τις οικιακές εργασίες, για τις οποίες της επιδίκασε ως αποζημίωση για την πρόσληψη υποκατάστατης δύναμης το μεγαλύτερο ποσό των 3.570 ευρώ, όσο και ως προς τις επαγγελματικές ως άνω ειδικότερες εργασίες, για τις οποίες τις επιδίκασε το ποσό των 1.530 ευρώ,  έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ` ουσίαν ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης ως προς το πρώτο και δεύτερο σκέλος του.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (Ολ. ΑΠ 18/2008). Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στο άρθρο 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως η αναπηρία η παραμόρφωση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα και περιουσιακής ζημίας. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξή του, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (ΑΠ 213/2017, 1051/2017, 1335/2017, 586/2015, 150/2014 ΤΝΠΔΣΑ). Το ποσό του επιδικαζόμενου ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο ότι η κατά το άρθρο 931 ΑΚ αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά το άρθρο 929 ΑΚ αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 1216/2008, ΑΠ 1848/2008, ΑΠ 381/2007, ΑΠ 625/2007 Εφ Πειρ (Μ)122/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα, συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος, υπέστη κάταγμα παράμεσου δακτύλου αριστεράς χειρός, το οποίο χειρουργήθηκε, πλην όμως, λόγω του οστικού ελλείμματος η αρθρόδεση δεν είναι σε λειτουργική θέση. Κατά την ιατρική βεβαίωση του θεράποντος ιατρού της έχει δυσκαμψία και στις διπλανές αρθρώσεις με συνέπεια την βαριά δυσλειτουργία της (ΑΡ) άκρας χειρός. Η ασθενής δεν δύναται να εργάζεται χειρωνακτικά. Η ολική αρθροπλαστική (η αντικατάσταση της άρθρωσης με τεχνητή) δεν συνιστάται αφενός μεν λόγω της ηλικίας της ενάγουσας (55 ετών), καθώς η σχετική επέμβαση γίνεται σε μεγαλύτερη, μη παραγωγική, ηλικία, αφετέρου δε λόγω οστικού ελλείμματος. Εκτιμάται, επίσης, ότι θα χρειαστεί νέα επέμβαση με αρθρόδεση της εγγύς φαλαγγοφαλαγγικής σε λειτουργική θέση (35ο κάμψη), δηλαδή μπορεί κατά τον θεράποντα ιατρό της να αποκατασταθεί κάμψη του δακτύλου μόνο 35 μοιρών. Για τον παραπάνω τραυματισμό της κρίθηκε από την αρμόδια επιτροπή του ΕΦΚΑ ανάπηρη σε ποσοστό 10% για το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 28.2.2022. Η εν λόγω εκ του ενδίκου τραυματισμού βλάβη της ενάγουσας, εστιαζόμενη ειδικά στην μη λειτουργική αρθρόδεση, (η δυσκαμψία των διπλανών αρθρώσεων δεν συνδέεται με το ένδικο ατύχημα), προφανώς επηρεάζει κάποιες από τις  δραστηριότητές της, ιδίως την άρση και μεταφορά ογκωδών και μεγάλου βάρους αντικειμένων, η δε ακαμψία και η παραμόρφωση του δακτύλου, όπως εμφανίζεται και στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, τουλάχιστον προς το παρόν, (μέχρι να γίνει η νέα αρθρόδεση σε λειτουργική θέση), αλλά και μετά από αυτή, καθώς δεν αναμένεται πλήρης αποκατάσταση, επηρεάζει, δυσμενώς και τις κοινωνικές της επαφές και εκδηλώσεις. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι εξ αιτίας του ατυχήματος έχουν απομείνει στην ενάγουσα ανεξίτηλες οι συνέπειες του τραυματισμού της Από τα παραπάνω παρέπεται ότι, αν και η ενάγουσα απασχολείται με την πώληση φορτηγών αυτοκινήτων και δεν επηρεάζεται η οικονομική – επαγγελματική της ζωή, εν τούτοις, ούσα  αρτιμελής και υγιής μέχρι το ένδικο συμβάν, από τη στιγµή του ατυχήµατος υπέφερε για αρκετό χρονικό διάστηµα με συχνές και επώδυνες χειρουργικές πράξεις, ενώ δεν είναι ελεύθερη συµπτωµάτων ούτε και σήµερα και προφανώς θα χρειασθεί και νέα χειρουργική επέμβαση, όπως βεβαιώνει ο ως άνω θεράπων ιατρός της. Σύμφωνα με τα παραπάνω και δεδομένου, ότι, όπως προεκτέθηκε, η μόνιμη μερική αναπηρία της ενάγουσας προσδιορίζεται από την αρμόδια επιτροπή του ΕΦΚΑ σε 10%, κρίνεται ότι δικαιούται η ενάγουσα ιδιαίτερης αποζημίωσης κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, η οποία, λαμβανομένων υπόψιν των συνθηκών και συνεπειών του ατυχήματος, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου, της ηλικίας της ενάγουσας, του σημείου της αναπηρίας (παράμεσος),που δεν επηρεάζει ζωτικές λειτουργίες και της οικογενειακής κατάστασής της, ανέρχεται στο ποσό των 3.000 ευρώ. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στην ενάγουσα το μεγαλύτερο ποσό των 5.000 ευρώ και πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος (κατά το έκτο σκέλος του) λόγος της εφέσεως ως βάσιμος και στην ουσία του.

Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ως τέτοια δε δεν νοείται μόνο αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και κάθε περίπτωση που θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση διατάξεις ειδικών νόμων, όπως και ο ΓΠΝ/1911, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τούτο δε ισχύει ιδίως για εκείνον που υπέστη προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, ενώ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Ως προς την καθιερούμενη με την άνω διάταξη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση πρέπει να σημειωθούν τα εξής: 1. Η ηθική βλάβη είναι μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία, που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (άρθρο 299 ΑΚ), 2. Για τον καθορισμό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τις συνθήκες της τραυματισμού  του παθόντος, τον βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και του ενδεχομένως συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (με βάση το οποίο το δικαστήριο, ύστερα από σχετική ένσταση του υπόχρεου, άρθρ. 300 ΑΚ, μπορεί, ανάλογα με τη βαρύτητα που αποδίδει σ’ αυτό, να επιδικάσει ή μη χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό αυτής), την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, τις λοιπές προσωπικές σχέσεις και ιδιότητές τους (ηλικία, φύλο, ευαισθησία) και άλλες ενδεχομένως συντρέχουσες περιστάσεις, εκτιμώντας τα στοιχεία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τον ορθό λόγο, που υπαγορεύουν την ύπαρξη κάποιας αναλογίας μεταξύ των στοιχείων αυτών και του μεγέθους της χρηματικής ικανοποίησης, δεδομένου ότι το εύλογο της χρηματικής ικανοποίησης δεν αποσυνδέεται από το ανάλογο αυτής προς τα άνω στοιχεία προσδιορισμού του μεγέθους της (ΑΠ 1760/2001, ΕλλΔ/νη 43.1350, ΑΠ 1431/2000, ΕλλΔ/νη 42.67). Έτσι, λαμβάνοντας υπόψιν τις εν γένει συνθήκες του ατυχήματος, τον βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου οδηγού (αποκλειστική υπαιτιότητα), το είδος και την έκταση της σωματικής βλάβης της ενάγουσας (κάταγμα παράμεσου δακτύλου ΑΡ χειρός), την εξ αυτής μόνιμη μερική αναπηρία της σε ποσοστό 10%, συνεκτιμωμένης και της ηλικίας της κατά το χρόνο του ατυχήματος (55 ετών), την ταλαιπωρία που δοκίμασε και θα δοκιμάζει στο μέλλον εξ αιτίας του τραυματισμού της και, ιδίως, της συνιστάμενης νέας χειρουργικής επέμβασης, την έλλειψη συντρέχοντος πταίσματος εκ μέρους της και εν γένει την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, κρίνεται ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί, ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στην ενάγουσα το ίδιο ποσό, απορριπτομένου ως αβασίμου του συναφούς πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου της εφέσεως.

Κατά το προηγούμενο του ν. 4055/2012 νομικό καθεστώς, είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345 346 ΑΚ, 215 παράγραφος 1 εδάφιο α’, 221 και 295 παράγραφος 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοσή της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/ 2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (Ολ.ΑΠ 23 – 24/2004, Ολ.ΑΠ 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/ 2010). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, κι αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 νόμου 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοσή της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα παραπάνω, η συνολική απαίτηση της εφεσιβλήτου – ενάγουσας στην πρώτη από 30.4.2019 αγωγή έναντι του εναγομένου εφεσιβλήτου για όλες τις παραπάνω αιτίες ανέρχεται στο ποσό των (2.500 +  669 +  1.785 + 3.000 + 4.000 =) 11.954 ευρώ, πλέον του ποσού των 106,65 ευρώ που επιδικάσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν προσβάλλεται με την έφεση, εκ του οποίου ποσό 7.000 ευρώ, αφορά χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωση κατ΄ άρθρο 931 του ΑΚ, ποσά που αποτιμώνται με βάση την κρίση του δικαστηρίου και, επομένως, κρίνεται ότι ο εναγόμενος εύλογα αντιδικεί ως προς αυτά και δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος για την επιδίκαση τόκου επιδικίας ειδικότερα ως προς το ποσό αυτό, όπως εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γενομένου εν μέρει δεκτού του συναφούς τετάρτου λόγου της εφέσεως

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αίτια, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΑΘ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, σελ. 305). Εν προκειμένω, αμφότεροι οι εκκαλούντες με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς τους παραπονούνται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη τους καταδίκασε στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας ποσού 400 ευρώ την πρώτη και 1.200 ευρώ τον δεύτερο, δεδομένου ότι η κρίση της αυτή “είναι προδήλως εσφαλμένη ως επακολούθημα των προαναφερόμενων πλημμελειών της προσβαλλομένης αποφάσεως” Ο λόγος αυτός της έφεσης που, κατ΄αρχήν, είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβίασης) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος τους  δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως προς την εκκαλούσα …… ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της (άρθρα 176 και  183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση ως προς τον εκκαλούντα ……… ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τους βάσιμους κατά περίπτωση λόγους της εφέσεως και, για την ενότητα της εκτέλεσης, να εξαφανισθεί ως προς τον εναγόμενο αυτόν στο σύνολό της και ως προς την διάταξή της για την δικαστική  δαπάνη. Αφού δε κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί στην ουσία της, να γίνει εν μέρει δεκτή  η από 30.4.2019 (πρώτη) αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος …….. οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (2.500 +  669 +  1.785 + 3.000 + 4.000 + 106,65 =) 12.060,65 ευρώ (δώδεκα χιλιάδων εξήντα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών) με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, πλην του ποσού των 7.000 ευρώ (που αφορά χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωση εκ του άρθρου 931 ΑΚ), το οποίο θα καταβληθεί με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, λόγω της εύλογης αντιδικίας του εναγομένου ως προς τα κονδύλια αυτά (ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εναγομένης, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 106, 176, 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ)άρθρ. 106, 176, 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η  επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα εεκκαλούντα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 1602/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση ως προς την εκκαλούσα …….

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των οποίων καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ

Δέχεται εν μέρει κατ΄ουσίαν την έφεση ως προς τον εκκαλούντα …….

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της μόνο ως προς τον εναγόμενο αυτόν

Κρατεί κατά τούτο και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της

Δέχεται εν μέρει την από 30.4.2019 αγωγή

Αναγνωρίζει ότι ο εναγομένος …….. οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα …… το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εξήντα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (12.060,65) εκ του οποίου ποσό πέντε χιλιάδων εξήντα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (5.00,65) με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και ποσό επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Επιβάλλει εν μέρει τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγομένου, το ποσό των οποίων καθορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος υπ΄αριθμ. ……….. παραβόλου στον καταθέσαντα

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    13 Φεβρουαρίου  2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

   Κι αντ΄ αυτής  λόγω

συνταξιοδοτήσεως

και αναχωρήσεώς της,

η ορισθείσα από τον Πρόεδρο                                                               του  Τριμελούς Συμβουλίου

Διεύθυνσης του Εφετείου

Πειραιώς,  Γραμματέας,

Καλλιόπη Σκούρτη