Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 68/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  68/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – εναγόμενης: της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στη ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δήμο-Μιχαήλ Μουτάφη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στον ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χλούπη (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 04.09.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …/2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 624/2021 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή την αγωγή. Η εκκαλούσα – εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 21.05.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./21.05.2021 και ειδικό …./21.05.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./22.06.2021 και ειδικό …./22.06.2021, για τη δικάσιμο της 05.05.2022 και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 624/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 04.09.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη την 22.04.2021 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./22.04.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Δωδεκανήσου ………….), η δε κρινόμενη από 21.05.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./21.05.2021 και ειδικό …../21.05.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στον …….. Αττικής, στην από 04.09.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή της, την οποία άσκησε, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι έχει ως αντικείμενο της δραστηριότητάς της την εμπορία νωπών αγροτικών και οπωροκηπευτικών προϊόντων, ότι στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς της συνήψε με την εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στη ………., διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, κατόπιν παραγγελιών που έδινε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης τηλεφωνικώς στην έδρα της στον ………… Αττικής, όπου και γινόταν η αποδοχή των παραγγελιών, ότι σε εκτέλεση αυτών των συμβάσεων πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη τα εμπορεύματα που ειδικότερα αναφέρονται στα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης που ενσωματώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο, αντί των αναγραφόμενων στα εν λόγω παραστατικά τιμημάτων, που πιστώθηκαν και συμφωνήθηκε να καταβληθούν μετά την πάροδο είκοσι ημερών από την έκδοση κάθε δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης, ότι η εναγόμενη καίτοι παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα αναγραφόμενα στα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης εμπορεύματα και παρήλθε ο συμφωνηθείς χρόνος πίστωσης των τιμημάτων, συνολικού ποσού 46.849,16 ευρώ, δεν προέβη στην εξόφλησή τους, αλλά στην καταβολή του ποσού των 288,70 ευρώ, σε μερική εξόφληση του οφειλόμενου τιμήματος πώλησης των εμπορευμάτων του παλαιότερου χρονικά υπ’ αριθ. …………./30.05.2019 δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης και εξακολουθεί να της οφείλει το συνολικό ποσό των 46.560,46 ευρώ (46.849,16 ευρώ – 288,70 ευρώ). Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί σύμβασης πώλησης, κατά δε την επικουρική βάση αυτής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ανωτέρω ποσό των 46.560,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο της προθεσμίας των είκοσι ημερών από την έκδοση κάθε δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης, άλλως από την πάροδο της προθεσμίας των είκοσι ημερών από την έκδοση του τελευταίου χρονικά υπ’ αριθ. …………../23.07.2019 δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 624/2021 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της και αφού απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά τη σωρευόμενη επικουρική βάση της, έκανε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη την κύρια βάση της αγωγής και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 46.560,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο της προθεσμίας των είκοσι ημερών από την έκδοση κάθε δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 15.000,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη με την κρινόμενη από 21.05.2021 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, διαφορές που αφορούν την ύπαρ­ξη και το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή, κα­θώς και όλα τα δικαιώματα που απορρέ­ουν από αυτή, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποί­ου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία, ή όπου πρέπει να εκπληρω­θεί η παροχή. Η ανωτέρω δωσιδικία της δικαιοπραξίας συντρέχει με αυτήν της κατοικίας του άρθρου 22 του ΚΠολΔ, και γενικά αποτελεί συντρέχουσα και όχι αποκλειστική. Έτσι οι διαφορές που αφορούν την ύπαρξη και το κύρος μιας δικαιοπραξίας εν ζωή, αλλά και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, όπως είναι και τα δικαιώματα που δημιουργούνται από τη σύμβαση της πώλησης, μπορούν να εισαχθούν, κατ’ επιλογή του ενάγοντος, είτε στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, είτε στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η σύμβαση πώλησης, είτε στο δικαστήριο του τόπου εκπλήρωσης της παροχής (ΕφΘρ 287/2011 ΝΟΜΟΣ). Ο τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας, ως στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, καθορίζεται με αναδρομή στις σχετικές διατάξεις του ΑΚ. Κατά δε την έννοια των δια­τάξεων των άρθρων 185, 189 και 192 του ΑΚ, τα οποία εφαρμόζονται από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση για τη συνδρομή της κατ’ άρθρο 33 του ΚΠολΔ κατά τόπον αρμοδιότητας, η τελείωση και επομένως η κατάρτιση της σύμβασης επέρχεται αφότου η δήλωση για την απο­δοχή της πρότασης, περιήλθε στον προτείνοντα. Έτσι, ως τόπος κατάρτισης της σύμβασης, θεωρείται ο τόπος στον οποίο περιήλθε στον προτείνοντα η αποδοχή της πρότασης (ΕφΘεσ 14/2015 ΕλλΔνη 2016. 1399, ΕφΑθ 5134/2003 ΕλλΔνη 45. 194). Στην περίπτωση που δίνεται τηλεφωνικά ή μέσω τηλεο­μοιοτυπίας παραγγελία για την αποστολή ορισμένων εμπορευμάτων, η σύμβαση θεωρείται ότι καταρτίστηκε στον τόπο της κατοικίας ή της έδρας του πωλητή, κατά το χρόνο της λήψης της σχετικής παραγ­γελίας περί της αγοράς και της αποστολής των εμπορευμάτων (ΕφΑθ 5659/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2447/2006 ΕλλΔνη 2006. 1461, ΕφΑθ 3844/1999 ΕλλΔνη 2000. 1381), και όχι στον τόπο παραλαβής ή αποστολής των εμπορευμάτων, καθόσον η παραλαβή ή η αποστολή των εμπορευμάτων είναι υποχρέωση που δημιουργείται ύστερα από συμφωνία των συμβαλλόμενων, με την οποία και μόνο καταρτίζεται η σύμβαση (ΕφΑθ 2247/2006 ΕλλΔνη 2006. 1461). Περαιτέρω, ως τόπος εκπλήρωσης της παροχής νοείται ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο τόπος εκπλήρωσης, δηλαδή ο τόπος εκτέλεσης της παροχής του εναγόμενου, δηλαδή αυ­τός που προκύπτει από τη δικαιοπραξία, ρητά ή σιωπηρά, αλλιώς αυτός που καθο­ρίζεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 320-322 του ΑΚ, εξετάζεται δε αυτός όχι σε σχέση με όλη τη σύμβαση, αλλά με την επίδικη παροχή και στην περίπτωση που αυτή είναι χρηματική, τόπος εκπλή­ρωσης της παροχής είναι, κατά το άρθρο 321 παρ. 1 του ΑΚ, ο τόπος στον οποίο ο δα­νειστής έχει την κατοικία του κατά το χρόνο της καταβολής (ΕφΘεσ 14/2015 ΕλλΔνη 2016. 1399, ΜονΕφΛαρ 148/2020 ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί αγωγής με αίτημα την καταβολή τιμήματος από πώληση, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, τόπος εκπλήρωσης της παροχής, δηλαδή του τιμήματος της πώλησης, είναι ο τόπος όπου εδρεύει ο πωλητής, δηλαδή ο εναγών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, πρωτοβάθμιο τακτικό  δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 43 του ΚΠολΔ, η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά την τελευταία διάταξη για την ανωτέρω συμφωνία, είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση της εν λόγω διάταξης και ιδίως από τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη». Περαιτέρω, οι καταχωριζόμενες στα δελτία αποστολής – τιμολόγια συμπληρωματικές ρήτρες, είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συμβληθέντες, όταν τα έγγραφα αυτά φέρουν τις υπογραφές τους. Διαφορετικά, η σχετική συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΟλΑΠ 4/1992 ΝοΒ 40. 707, ΕφΘεσ 2588/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 861/2007 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 49/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, τοπικά αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς ήταν το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήταν το δικαστήριο του τόπου κατάρ­τισης των επίδικων συμβάσεων πώλησης, άλλως του τόπου εκπλήρωσης των επίδι­κων χρηματικών παροχών, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγόμενη έδινε τηλεφωνικώς τις παραγγελίες στην ενάγουσα, και ως εκ τούτου έκανε πρόταση για την κατάρτιση των επιδίκων συμβάσεων πώλησης τηλεφωνικώς στην έδρα της τελευταίας, ήτοι στον ……….. Αττικής, όπου και τελικώς γινόταν η αποδοχή των ως άνω προτάσεων και ολοκληρωνόταν η κατάρτιση των δικαιοπραξιών, τόπος δε εκπλήρωσης των επίδικων παροχών που ήταν χρηματικές, δηλαδή τόπος καταβο­λής των τιμημάτων των εμπορευμάτων ήταν επίσης αυτός της επαγγελματικής δραστηρι­ότητας της ενάγουσας, ήτοι ο ………… Αττικής. Αναφορικά με την προβληθείσα από την εναγόμενη πρωτοδίκως ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, επικαλούμενη ότι δυνάμει ειδικού όρου που περιλαμβανόταν σε όλα τα επίδικα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης, είχε ορισθεί ότι «ΓΙΑ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΑΘΗΝΩΝ», πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τα σώματα των δελτίων αποστολής – τιμολογίων πώλησης που ενσωματώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο, η επικαλούμενη συμφωνία παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας δεν είναι έγκυρη, σύμφωνα με τα εκτειθέμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον τα ανωτέρω έγγραφα (δελτία αποστολής – τιμολόγια), στα οποία έχει διατυπωθεί ο ειδικός όρος περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων των Αθηνών, δεν φέρουν την υπογραφή της εναγόμενης ως αγοράστριας ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν προσώπου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 του ΑΚ, με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή εμπορευμάτων προς καταβολή του τιμήματος, πρέπει να περιέχει τη σύμβαση και το χρόνο κατάρτισής της, τα πωληθέντα είδη και τις επιμέρους τιμές μονάδας κάθε πωληθέντος είδους (ΑΠ 150/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 133/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 818/2017 ΝΟΜΟΣ). Ο τρόπος της καταβολής του τιμήματος δεν είναι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης πώλησης, ούτε είναι αναγκαίο στοιχείο του δικογράφου της αγωγής περί καταβολής του τιμήματος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 529 του ΑΚ, εάν δεν πιστώθηκε το τίμημα, ο αγοραστής οφείλει γι’ αυτό τόκους, αφότου παίρνει τα ωφελήματα του πράγματος. Η υποχρέωση τοκοδοσίας στην περίπτωση αυτή γεννάται άμεσα από το νόμο από τη στιγμή που τα ωφελήματα του πράγματος ανήκουν στον αγοραστή, δηλαδή από την παράδοση του πράγματος (άρθρα 522, 525 του ΑΚ), ανεξάρτητα από την υπερημερία του αγοραστή. Μόνο η πίστωση του τιμήματος εμποδίζει κατ’ εξαίρεση την τοκοδοσία σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που είναι ενδοτικού δικαίου, συνάγεται ότι, αν πιστώθηκε το τίμημα, η τοκοδοσία (νόμιμος τόκος) αρχίζει να τρέχει από τότε που πέρασε η προθεσμία της πίστωσης και, κατ’ άρθρο 341 του ΑΚ, δεν απαιτείται για τον λόγο αυτό όχληση, όταν η λήξη της προθεσμίας είναι ορισμένη. Έτσι πίστωση του τιμήματος, μετά την πάροδο της οποίας αρχίζουν οι συνέπειες του άρθρου 529 του ΑΚ χωρίς να απαιτείται όχληση, υπάρχει και όταν συμφωνήθηκε, ως προθεσμία πληρωμής αυτού, ένας μήνας από την παράδοση του πράγματος, καθόσον και στην περίπτωση αυτή ο αγοραστής γνωρίζει ότι η ακραία ημέρα πληρωμής του τιμήματος είναι ένας μήνας από την παράδοση σ’ αυτόν των πραγμάτων και από τότε έχει υποχρέωση, αν δεν προβεί στην καταβολή, να πληρώσει τόκους (ΑΠ 1635/2001 ΕλλΔνη 2002. 765, ΕφΠατρ 213/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, το οποίο εφαρμόζεται και στην διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στις υποθέσεις, οι οποίες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα, τα οποία πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία εκάστου, όσο και αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία (ΑΠ 124/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 150/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη κατά την κύρια βάση της, αφού διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα κατά νόμο περιστατικά, και δη η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης μεταξύ των διαδίκων, στο πλαίσιο διαρκούς εμπορικής συνεργασίας μεταξύ τους, ο χρόνος κατάρτισης κάθε σύμβασης, τα πωληθέντα με κάθε σύμβαση είδη και οι ποσότητες αυτών, καθώς και οι επιμέρους τιμές μονάδας κάθε πωληθέντος είδους, όπως προκύπτουν από τα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης που ενσωματώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο, και επιπλέον διαλαμβάνεται ότι σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων η ενάγουσα παρέδωσε τα πωληθέντα είδη στην εναγόμενη, πλην όμως η τελευταία, καίτοι είχε συμφωνηθεί να καταβάλει το τίμημα κάθε επιμέρους πώλησης με πίστωση είκοσι ημερών, δεν τήρησε την υποχρέωση αυτή, αλλά εξακολουθεί να οφείλει το συνολικό ποσό των 46.560,46 ευρώ. Όσον αφορά στον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι τα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης των εμπορευμάτων που ενσωματώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του ΚΠολΔ, καθόσον δεν φέρουν ούτε την υπογραφή της ενάγουσας ως εκδότριας – πωλήτριας, ούτε την υπογραφή της εναγόμενης ως παραλήπτριας – αγοράστριας, και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου, καθόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν αποκλείστηκε η εμμάρτυρη απόδειξη. Τα δε δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης των εμπορευμάτων που ενσωματώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο, καίτοι ανυπόγραφα, δεν παύουν να έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των εγγράφων και να είναι υποστατά ως έγγραφα, αφού αποτελούν αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά, ούτε διαπιστώθηκε η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη κατά την κύρια βάση της, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εν λόγω πλημμέλεια, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2017 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1215/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4264/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης η εναγόμενη επαναφέρει την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας επικαλούμενη ότι κατά τη διάρκεια της πολυετούς εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων είχε καθιερωθεί η καταβολή των τιμημάτων των συμβάσεων πώλησης με πίστωση 6 έως 8 μηνών, πλην όμως αίφνης η ενάγουσα, αφού πληροφορήθηκε τη συνεργασία της εναγόμενης με άλλο προμηθευτή, έσπευσε να αξιώσει την άμεση εξόφληση των τιμημάτων των επίδικων τιμολογίων πώλησης, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της εναγόμενης για σύναψη συμφωνίας τμηματικής αποπληρωμής της επίδικης οφειλής της, οι οποίες, όμως, ουδέποτε έγιναν δεκτές από την ενάγουσα, με αποτέλεσμα να παρίσταται καταχρηστική η άσκηση της ένδικης αξίωσης καταβολής των οφειλόμενων τιμημάτων συνολικού ποσού 46.560,46 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και ο σχετικός τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον τα προβαλλόμενα προς θεμελίωσή του ως άνω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, την εκ μέρους της ενάγουσας άσκηση του αγωγικού δικαιώματός της, αφού η εναγόμενη δεν επικαλείται περιστατικά που να εκπορεύθηκαν από την ενάγουσα και να αφορούν την ίδια, με βάση τα οποία δημιουργήθηκε σ’ αυτήν, εύλογα μάλιστα, η πεποίθηση ότι δεν θα στραφεί εναντίον της και ότι δεν θα διεκδικήσει την ικανοποίηση των ληξιπρόθεσμων αξιώσεών της από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης. Αντιθέτως, όσα αναφέρει η εναγόμενη εντάσσονται στη θεμιτή επιδίωξη διασφάλισης των νόμιμων δικαιωμάτων και συμφερόντων της ενάγουσας – πωλήτριας, η οποία ασκώντας συμβατικά της δικαιώματα, επιδιώκει την είσπραξη των επίδικων απαιτήσεών της από τις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, ενεργώντας προς ικανοποίηση θεμιτών συμφερόντων της, συνυφασμένων με τη διαχείριση της περιουσίας της. Επιπλέον, ουδόλως εκτίθενται οι επαχθείς συνέπειες, που προκαλεί στην εναγόμενη η ιστορούμενη συμπεριφορά της ενάγουσας, ούτε με ποιο τρόπο η κατ’ αυτήν προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος της ενάγουσας από την άσκηση των αγωγικών δικαιωμάτων της. Τέλος, αναφορικά με τον επικουρικά προβαλλόμενο ισχυρισμό της εναγόμενης, με τον οποίο αιτείται την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας, επικαλούμενη ότι η μη καταβολή των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων της ενάγουσας από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της, αλλά αρχικώς στη μεταξύ τους συμφωνία περί καταβολής των τιμημάτων των συμβάσεων πώλησης με πίστωση 6 έως 8 μηνών, στη συνέχεια δε στην πανδημία covid 19 και στις δυσμενείς συνέπειες που επέφερε στην επιχείρησή της, δεν είναι νόμιμος κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή του στις διατάξεις των άρθρων 330, 341 και 342 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες τόκος δεν οφείλεται εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη, αφού τα επικαλούμενα από την εναγόμενη γεγονότα δεν δύνανται να καταστήσουν ανυπαίτια την καθυστέρηση καταβολής των επίμαχων συμβατικών οφειλών εκ μέρους της, αλλά αντιθέτως αποτελούν γεγονότα υπαίτιας καθυστέρησης αυτής ως προς την εκπλήρωση ιδίων συμβατικών υποχρεώσεων, και κατά συνέπεια η εναγόμενη ευθύνεται για την καθυστέρηση καταβολής των οφειλόμενων στην ενάγουσα τιμημάτων των ενδίκων συμβάσεων πώλησης, κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 21.05.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της και κατόπιν σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21.05.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 624/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………/2021, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα.

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 14.02.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ