Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 69/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   69/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ανακόπτοντος – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Φωτεινόπουλο (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» που εδρεύει στην ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου, δυνάμει της από 26.07.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…….» και πρώην επωνυμία «…….» που εδρεύει στο ….. Αττικής, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στο …… της Ιρλανδίας, …….., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας …… και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……. …….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Φράγκου (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13.09.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2018 και ειδικό ……../2018 ανακοπή του, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1438/2019 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην προς εκδίκαση της ανακοπής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, για να τη δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Ο εκκαλών- ανακόπτων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 13.04.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./14.04.2021 και ειδικό …./14.04.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./16.07.2021 και ειδικό …./16.07.2021, για τη δικάσιμο της 02.06.2022 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 18.12.2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και κατά του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./19.12.2023 και ειδικό …../19.12.2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ανακόπτοντος – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017 ΕΕμπΔ 2018. 869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013. 2195). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατ’ άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1102/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1731/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε την έννοια του άρθρου 76 παρ. 4 του ΚΠολΔ η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους. Έτσι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του παρόλο που αδράνησαν, έστω και αν έχει παρέλθει ως προς αυτούς η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 63/1981 ΝοΒ 29. 1257). Στην περίπτωση αυτή της πλασματικής άσκησης του ενδίκου μέσου, οι μη ασκήσαντες αυτό ομόδικοι πρέπει να καλούνται σε όλες τις συζητήσεις του ενδίκου μέσου (άρθρα 76 παρ. 3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ) διαφορετικά η συζήτηση αυτού κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΕφΘεσ 266/2021 Αρμ 2021. 416, ΕφΛαρ 212/2015 Δικογραφία 2015. 510). Άρα, για τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΛΔ 2019. 423, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 31/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……», την από 13.09.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …./2018 ανακοπή του, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, με την οποία ζήτησε για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους την ακύρωση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. …./2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε σε βάρος του ως πιστούχου για απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή που απορρέει από την υπ’ αριθ. …./2011 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1438/2019 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην προς εκδίκαση της ανακοπής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, για να τη δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Ο εκκαλών – ανακόπτων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 13.04.2021 έφεσή του, που προσδιορίστηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 02.06.2022 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Ακολούθως, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και πρώην επωνυμία «……….» άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την κρινόμενη από 18.12.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και κατά του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, επικαλούμενη έννομο συμφέρον και ισχυριζόμενη ότι έχει καταστεί διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ζήτησε δε ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, που αποτελεί το αντικείμενο της προκείμενης δίκης, να αποβεί η δίκη υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, με την απόρριψη της έφεσης του εκκαλούντος – ανακόπτοντος. Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» και έδρα το ………… Ιρλανδίας, μεταβιβάστηκε λόγω πώλησης από την πρώτη στη δεύτερη, μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ. 13 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν καταγγελθεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003, την 17.12.2021 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……./17.12.2021, στον τόμο … και με αριθμό …., ενώ την 20.01.2022 επαναλήφθηκε η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …./20.01.2022, στον τόμο … και με αριθμό ….. Κατόπιν τούτων, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, ως ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, μεταξύ δε των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων περιλαμβάνεται και αυτή που απορρέει από την υπ’ αριθ. …./2011 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την ανακοπή υπ’ αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», ανατέθηκε στην τελευταία η διαχείριση του ανωτέρω χαρτοφυλακίου, η σύμβαση δε αυτή καταχωρήθηκε την 17.12.2021 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …/17.12.2021, στον τόμο … και με αριθμό …., ενώ λύθηκε δυνάμει της από 04.02.2022 σύμβασης που καταχωρήθηκε την 04.02.2022 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …/04.02.2022, στον τόμο … και με αριθμό …. Επιπλέον, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και καταχωρήθηκε την 04.02.2022, στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …/04.02.2022, στον τόμο …. και με αριθμό …., σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο από 17.12.2021 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ιρλανδίας …… (…….), προκύπτει ότι οι ανωτέρω εταιρίες έχουν καταρτίσει μεταξύ τους έγγραφη σύμβαση, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη έχει αναθέσει στη δεύτερη να παρέχει υπηρεσίες για τη διαχείριση και την είσπραξη τιτλοποιημένων απαιτήσεων από συμβάσεις επιχειρηματικών και άλλων δανείων, τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα της σύμβασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διαχείριση της επίδικης οφειλής από την υπ’ αριθ. …../2011 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την ανακοπή υπ’ αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά συνέπεια, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε από τη διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «……………», σύμφωνα και με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), ενώ παραδεκτώς και νομίμως ασκήθηκε κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ το πρώτον στην προκειμένη δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη έφεση, αφού αυτή είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης που απορρέει από την υπ’ αριθ. …………/2011 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με αποτέλεσμα μεταξύ της κύριας διαδίκου εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, καθόσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής παραγόμενο δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνουν και την ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας (και συγκεκριμένα μετά την αναβίωση αυτής με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης), αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», καθόσον η υπόθεση αφορά τη μεταβιβασθείσα προς αυτήν έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η ένδικη απαίτηση που επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη με την ανακοπή υπ’ αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, συνεκδικαζόμενη με την υπό κρίση έφεση, διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι αυτής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 1426/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004. 206), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης, και συγκεκριμένα στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθ. …./22.12.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών … …), αλλά και στον καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντα – ανακόπτοντα (βλ. την υπ’ αριθ. ……../27.12.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..). Κατά συνέπεια, εφόσον με την αυτοτελή παρέμβαση, κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠΔ, δημιουργήθηκε μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της κυρίας διαδίκου – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, αυτή δε, καίτοι επέσπευσε τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …/16.07.2021 και ειδικό …/16.07.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην από 13.04.2021 έφεση, σύμφωνα με την οποία με μέριμνα της πληρεξούσιας δικηγόρου της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή ……….. ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 02.06.2022 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έλαβε μέρος κατά τη συζήτηση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, και ως εκ τούτου η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν παρούσα και η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 για τα κατατιθέμενα μετά την 01.01.2016 ένδικα μέσα (άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίση έφεσης (14.04.2021) σε συνδυασμό και με το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (19.04.2019), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 του ΕισΝΚΠολΔ και τη γενικότερη δικονομική αρχή, κατά την οποία, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο διενέργειάς τους (βλ. ΑΠ 872/2018, ΝΟΜΟΣ), «Απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η προσβολή απόφασης για το λόγο ότι το πρωτοβάθμιο κατώτερο δικαστήριο Μονομελές Πρωτοδικείο παρέπεμψε την υπόθεση στο ανώτερο από αυτό Πολυμελές Πρωτοδικείο (ΜονΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 306/2018 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 (α) του ΚΠολΔ, «Έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό: (α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας». Εξαιτίας του ανωτέρω περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 47 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το Ν. 4335/2015, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 513 παρ. 1 (α) του ΚΠολΔ για την προσβολή των αποφάσεων που παραπέμπουν λόγω αναρμοδιότητας συρρικνώνεται (βλ. Χ. Ευθυμίου σε Χ. Απαλαγάκη – Σ. Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. ΙΙ, άρθρο 513, σελ. 1665). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1438/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην προς εκδίκαση της από 13.09.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2018 και ειδικό …./2018 ανακοπής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, για να τη δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – ανακόπτοντα την 05.11.2020 (βλ. τη σχετική από 05.11.2020 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 1438/2019 απόφασης), η δε κρινόμενη από 13.04.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./14.04.2021 και ειδικό …../14.04.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, δεδομένου ότι από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης άρχισε να τρέχει η καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε την 07.12.2020, ημέρα Δευτέρα, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξαιτίας αυτής μη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος από την 07.11.2020 έως την 06.04.2021 (5 μήνες), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή η προθεσμία των τριάντα ημερών κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης την 14.04.2021, καθόσον το ανωτέρω χρονικό διάστημα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζεται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022. Επιπλέον, για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ανακόπτοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Εντούτοις, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, δεν επιτρέπεται από τη διάταξη του άρθρου 47 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, η προσβολή της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 1438/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για το λόγο ότι το πρωτοβάθμιο κατώτερο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) παρέπεμψε την υπόθεση στο ανώτερο από αυτό Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς). Κατόπιν τούτων, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού περί απαραδέκτου που προβλήθηκε από την προσθέτως παρεμβαίνουσα, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 532 του ΚΠολΔ, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής, ενώ πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 184 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο και η κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του καταβληθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Όσον αφορά στην υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο τούτο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕφΑθ 409/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 53. 822, ΕφΑθ 6524/1996 ΕλλΔνη 38. 929).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 13.04.2021 έφεση και την από 18.12.2023 πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία αντιπροσωπεύεται από την παρισταμένη αναγκαία ομόδικό της προσθέτως παρεμβαίνουσα, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την από 13.04.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1438/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος – ανακόπτοντος – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της από 13.04.2021 έφεσης με το υπ’ αριθ. ……………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 14.02.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ