Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 71/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  71/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – δεύτερου εναγόμενου: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Αφεντάκη (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – ενάγοντος και πρώτης εναγόμενης: 1) ……….. και 2) ………., από τους οποίους ο πρώτος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδων Κανελλόπουλο (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), ενώ η δεύτερη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …/2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 427/2021 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – δεύτερος εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 12.07.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/12.07.2021 και ειδικό …/12.07.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./12.07.2021 και ειδικό …/12.07.2021, για τη δικάσιμο της 05.05.2022 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 16.03.2023 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι παρισταμένων των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 69 και 517 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έφεση απευθύνεται κατά του νικητή αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τον εκκαλούντα (ΟλΑΠ 15/1996 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5795/2008 ΕλλΔνη 2010. 823, ΜονΕφΠειρ 394/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 427/2021 απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην της πρώτης εναγόμενης και του δεύτερου εναγόμενου, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη, με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας των εναγόμενων, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρήθηκαν ομολογημένοι, πλην του ύψους της αιτούμενης από τον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής του βλάβης, το οποίο προσδιορίσθηκε στο εύλογο ποσό των 8.000,00 ευρώ αναφορικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης, και στο εύλογο ποσό των 4.000,00 ευρώ αναφορικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000,00 ευρώ, καθώς και η υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.000,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο δεύτερος εναγόμενος με την από 12.07.2021 έφεσή του, που στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου – ενάγοντος και της δεύτερης εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης, και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο την 11.06.2021 (βλ. τη σχετική από 11.06.2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 427/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 12.07.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 12.07.2021, ημέρα Δευτέρα, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./12.07.2021 και ειδικό …./12.07.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – ενάγοντα, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήδη εκκαλών με την έφεσή του αρνείται την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, προβάλλοντας εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Όσον αφορά στη δεύτερη εφεσίβλητη – πρώτη εναγόμενη, η οποία δεν παραστάθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, αν και είχε κληθεί για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 05.05.2022 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …/19.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………..), πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος – δεύτερου εναγόμενου, αφού ο τελευταίος ήταν ομόδικος της δεύτερης εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης, χωρίς, όμως, η εκκαλούμενη απόφαση να περιέχει διάταξη επιβλαβή για τον ίδιο και υπέρ αυτής. Περίπτωση επιβολής δικαστικής δαπάνης, κατ’ άρθρο 183 του ΚΠολΔ, σε βάρος του εκκαλούντος – δεύτερου εναγόμενου δεν συντρέχει, λόγω της ερημοδικίας της δεύτερης εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης και της έλλειψης σχετικού αιτήματος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ συνάγεται ότι, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του δικαιούται να αξιώσει: α) την άρση της προσβολής β) την παράλειψή της στο μέλλον, γ) αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. του ΑΚ) και δ) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τη θεμελίωση αξίωσης προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου, απαιτείται να συντρέχουν: α) προσβολή της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι παράνομη, δηλαδή να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο είναι μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, γ) να είναι υπαίτια, να οφείλεται δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ), δ) να επήλθε ηθική βλάβη του προσβληθέντος και ε) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας προσβολής και της επελθούσας ηθικής βλάβης (ΟλΑΠ 2/2008 ΝΟΜΟΣ). Η προσωπικότητα αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις-εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. (ΑΠ 1211/2018 ΝΟΜΟΣ). Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε εκδήλωσή της (πνευματική, σωματική, υγεία, ελευθερία, τιμή κ.λ.π.). Έτσι η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα πλαίσια της προστασίας της προσωπικότητας, τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του στη ζωή, δοθέντος ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, στο κατοχυρωμένο από τη διάταξη αυτή και προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα της προσωπικότητας, περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη αυτής. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή (ΑΠ 855/2022 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσης. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 925/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, προσβολή της προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 224 παρ. 1-2 του ΠΚ αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, ήδη ψευδούς κατάθεσης κατά το άρθρο 224 παρ. 1 του ΝΠΚ (Ν. 4619/2019), στο οποίο έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 και 225 του προϊσχύσαντος ΠΚ για την ψευδορκία και την ψευδή ανώμοτη κατάθεση, και το οποίο είναι επιεικέστερο ως προς την προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, έναντι του προϊσχύσαντος για την ψευδορκία (ΑΠ 44/2021 ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενώπιον δικαστηρίου ή αρχής, που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα κατατεθέντα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Στην ψευδή κατάθεση μάρτυρα η κατάθεση του δράστη μπορεί να αναφέρεται σε αντικειμενικώς αναληθή γεγονότα και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα, που κατέθεσε (ΑΠ 1257/2016 ΝΟΜΟΣ). Τα κατατεθειμένα στη δίκη γεγονότα πρέπει να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με την υπόθεση, ανεξαρτήτως του αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, όχι όμως και γεγονότα αλυσιτελή προς απόδειξη. Επί ποινικής δίκης, μάλιστα, θα πρέπει τα κατατεθειμένα να αναφέρονται σε στοιχεία του διωκόμενου εγκλήματος ή σε περιστατικά που συνδέονται αναπόσπαστα με εκείνα (ΑΠ 1385/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 927/97 ΠΧΜΗ 343). Θεωρείται δε αντικειμενικά ψευδές το κατατιθέμενο περιστατικό, όχι μόνο, όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και προς εκείνα, που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 212/2009 ΝΟΜΟΣ). Ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν, δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά παραπάνω στοιχεία, το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 του ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια (ΑΠ 564/2019 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται να υπάρχει άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι όσα κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα κατα­θέσει (ΑΠ 1222/2016 ΝΟΜΟΣ), είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή (ΜονΕφΑθ 225/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από τις ποινικά κολάσιμες πράξεις της εξύβρισης, της απλής δυσφήμησης ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 712/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 599/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2015 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Στην έννοια του τρίτου, κατά την ερμηνεία του γράμματος των άνω νομικών διατάξεων, εντάσσεται κάθε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ., που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ο ρόλος των οποίων, ως θεσμικών οργάνων της δικαιοσύνης που υποχρεούνται να λαμβάνουν και εξετάζουν δικόγραφα με τυχόν συκοφαντικούς ισχυρισμούς δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως τρίτων (ΟλΑΠ (ΠΟΙΝ) 3/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 59/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 352/2020, ΑΠ 1926/2019, ΑΠ 841/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 789/2019, ΑΠ 688/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης (ΑΠ 72/2016 ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Όμως, δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται, συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 1069/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/2016 ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως αντιτιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Τιμή είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία της εκπλήρωσης των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ υπόληψη είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνία αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Η προσβλητική σημασία των ισχυρισμών ή των χρησιμοποιουμένων λέξεων αποτελεί νομική, αξιολογική έννοια και ως εκ τούτου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1582/1998 ΠΧ ΜΘ. 913). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ’ αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει, η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, τα συκοφαντικό πραγματικά περιστατικά, θεμελιώνονται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 89/2018 ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων στην από 13.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι οι εναγόμενοι προσέβαλαν παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίστανται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, και ειδικότερα ότι η πρώτη εναγόμενη υπέβαλε την 10.06.2016, ενώπιον του Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιώς, την υπό στοιχεία ΑΒΜ …/2016 έγκλησή της εναντίον του ιδίου, αξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, και των συναδέλφων του …….. και ……….., η οποία περιέχεται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο και με την οποία ζήτησε να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τα αδικήματα της απειλής και της σωματικής βλάβης από πρόθεση, τα οποία δήθεν τέλεσε εναντίον της στον Πειραιά, την 20.04.2016, υπό τις ειδικότερα περιγραφόμενες στην έγκληση συνθήκες, ότι στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, η πρώτη εναγόμενη κληθείσα από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων την 27.10.2016, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της ψευδούς ως άνω έγκλησής της, με την από 27.10.2016 έκθεση εξέτασης μάρτυρα χωρίς όρκο, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος κληθείς από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων την 14.09.2016, κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ως μάρτυρας ότι δήθεν είδε τον ενάγοντα, κατά τη διάρκεια του ένδικου περιστατικού, να τραβάει την πρώτη εναγόμενη και να της χτυπάει το κεφάλι στην πόρτα του περιπολικού, με την από 14.09.2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, ότι ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση και παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς, που τον κήρυξε αθώο, δυνάμει της υπ’ αριθ. 289/2018 απόφασής του, που κατέστη αμετάκλητη, ότι οι εναγόμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των ψευδών και συκοφαντικών για το πρόσωπό του ισχυρισμών, οι οποίοι ήταν πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του και των οποίων έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, και συγκεκριμένα η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, τα στελέχη του Λιμενικού Σώματος, οι συνάδελφοί του, ο Εισαγγελέας του Ναυτοδικείου Πειραιώς, οι δικαστές και οι γραμματείς του Ναυτοδικείου Πειραιώς και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόμενων, ότι εξαιτίας της υποβολής της ανωτέρω έγκλησης αναβλήθηκε η κρίση του από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Κρίσης Ανθυπασπιστών Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και Λιμενοφυλάκων, ότι οι εναγόμενη προέβησαν στις ανωτέρω πράξεις με σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, ενώ εξαιτίας αυτής της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους, που τελέστηκε με δόλο, προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και θίχθηκε η τιμή και η υπόληψή του, ως ατόμου, αλλά και ως επαγγελματία αξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, και ακολούθως υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του κάθε εναγόμενου να του καταβάλει το ποσό των 50.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, το ποσό δε αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος του κάθε εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα μηνών για παραβίαση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 35 και 37 του ΚΠολΔ) να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε πλήρως ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον δεύτερο εναγόμενο, αφού διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα κατά νόμο περιστατικά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, και δη αναφέρεται το είδος της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων που συνίστανται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, οι παράνομες πράξεις που προκάλεσαν την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, ο αιτιώδης σύνδεσμός τους με αυτήν, καθώς και ότι οι προσβάλλοντες – εναγόμενοι τελούσαν σε υπαιτιότητα. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 224, 225, 229, 362 και 363 του ΠΚ, 57, 59, 299, 914, 926, 932 και 346 του ΑΚ και 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εκτός από τα αιτήματα περί προσωρινής εκτελεστότητας και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγόμενων, τα οποία τυγχάνουν μη νόμιμα μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεδομένου ότι αφενός προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές διατάξεις της απόφασης, καθώς ως προς αυτές και μόνο η απόφαση συνιστά εκτελεστό τίτλο, και όχι οι αναγνωριστικές ή αμιγώς διαπλαστικές διατάξεις αυτής (βλ. ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004. 1470, ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986, 706), αφετέρου για την απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, απαιτείται εκτελεστός τίτλος από τους αναφερόμενους στο άρθρο 904 του ΚΠολΔ, εκτελεστότητα δε προσδίδεται μόνο στις αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη, δηλαδή στις καταψηφιστικές και όχι στις αναγνωριστικές (βλ. ΑΠ 299/1992 ΕλλΔνη 1993. 1075). Επομένως, πρέπει η αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου, λόγω του περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό.

Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 2016, η πρώτη εναγόμενη ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα στο χώρο του Λιμένος Πειραιώς, μέσω της εκπροσωπούμενης από την ίδια αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………», προσφέροντας υπηρεσίες μεταφοράς και διακίνησης ατόμων εντός της χώρας με τη χρήση ειδικών τουριστικών λεωφορείων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 393/1976, και συγκεκριμένα τουριστών που αποβιβάζονταν από τα προσαραχθέντα στο λιμένα κρουαζιερόπλοια. Εντούτοις, η πρώτη εναγόμενη δεν είχε προσκομίσει στο αρμόδιο Α’ Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς την άδεια λειτουργίας ή το καταστατικό της εκπροσωπούμενης από αυτήν ως άνω εταιρείας, με αποτέλεσμα να επιβληθεί σε βάρος της διοικητικό πρόστιμο 15.000,00 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 2,4%, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. …./24.02.2016 έγγραφο με Θέμα: «Επιβολή διοικητικού προστίμου» που εκδόθηκε από το Τμήμα Ελέγχου και Επιθεωρήσεων της Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού Αττικής της Γενικής Διεύθυνσης Τουριστικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού. Εξαιτίας της διενέργειας των ανωτέρω τουριστικών πράξεων εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας, τα όργανα του αρμόδιου Α’ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, προέβαιναν επανειλημμένα στον έλεγχο αυτής και στο σχηματισμό σε βάρος της δικογραφιών που ακολούθως υποβάλλονταν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς. Την 20.04.2016, κατά τις πρωινές ώρες, στην περιοχή του Λιμενικού Φυλακίου Ξαβερίου, εντός του Λιμένος Πειραιώς, κλιμάκιο του Α’ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς αποτελούμενο από τον Επικελευστή Λ.Σ. …. και τον Λ/Φ ………, που είχε μεταβεί στην περιοχή προς έλεγχο των τουριστικών πρακτόρων, οι οποίοι ανέμεναν την αποβίβαση των επιβατών – τουριστών από τα προσαραχθέντα στο λιμένα κρουαζιερόπλοια, διενήργησε έλεγχο στην πρώτη εναγόμενη, η οποία, όμως, αρνήθηκε να δώσει τα στοιχεία της και να επιδείξει τα νομιμοποιητικά της έγγραφα, αντιθέτως δε ζητούσε επίμονα τα στοιχεία των ανωτέρω λιμενικών οργάνων. Αμέσως έφθασε στο σημείο ο ενάγων, ………, Ανθυπασπιστής Λ.Σ. και προϊστάμενος του Λιμενικού Φυλακίου Ξαβερίου, ο οποίος ενεργοποίησε τη διαδικασία του αυτοφώρου και ειδοποίησε περιπολικό όχημα του Λιμενικού Σώματος, που κατέφθασε εντός ολίγων λεπτών με οδηγό τον Λ/Φ ………….. Ακολούθως, η πρώτη εναγόμενη οδηγήθηκε από τα ανωτέρω λιμενικά όργανα εντός του περιπολικού οχήματος, χωρίς τη χρήση χειροπέδων και χωρίς τη χρήση οποιασδήποτε μορφής βίας σε βάρος της, και μετήχθη στο Α’ Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, ώστε να διενεργηθεί η αυτόφωρη διαδικασία και ο σχηματισμός σε βάρος της προανακριτικής δικογραφίας, καθόσον δεν διέθετε άδεια τουριστικού πράκτορα, κατά τα προαναφερθέντα, και δεν νομιμοποιείτο να παρευρίσκεται στην περιοχή του Λιμενικού Φυλακίου Ξαβερίου για την παραλαβή τουριστών από τα κρουαζιερόπλοια. Μετά τη σύλληψη της πρώτης εναγόμενης και κατά τη διάρκεια της παραμονής αυτής στο Α’ Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, παραπονέθηκε για αδιαθεσία και ζήτησε να εξετασθεί από ιατρούς δημόσιου νοσοκομείου. Αφού ελήφθη εισαγγελική παραγγελία προς τούτο, η πρώτη εναγόμενη μεταφέρθηκε με όχημα του Λιμενικού Σώματος και συνοδό την Ανθυπασπιστή Λ.Σ. ..-……. στο Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ», όπου εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία αρχικά από ιατρό – χειρουργό και στη συνέχεια από ιατρό – οφθαλμίατρο, χωρίς να κριθεί αναγκαία η εισαγωγή της στο νοσοκομείο, και ακολούθως οδηγήθηκε στα κρατητήρια του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, όπου διανυκτέρευσε υπό τη φύλαξη της Λ/Φ ………., μέχρι τις πρωινές ώρες της 21.04.2016, οπότε και προσήχθη ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι την 10.06.2016, η πρώτη εναγόμενη υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιώς, την προσκομιζόμενη υπό στοιχεία ΑΒΜ ………./2016 έγκλησή της, εναντίον του ενάγοντος και των ανωτέρω λιμενικών οργάνων, ….. και ………, εγκαλώντας τους δύο πρώτους μηνυόμενους για την τέλεση σε βάρος της του αδικήματος της σωματικής βλάβης από πρόθεση, καθώς και όλους τους μηνυόμενους για την τέλεση σε βάρος της του αδικήματος της απειλής. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη κατήγγειλε ότι την 20.04.2016, κατά τις πρωινές ώρες, στην περιοχή του Λιμενικού Φυλακίου Ξαβερίου, εντός του Λιμένος Πειραιώς, ο ενάγων εκστόμισε απειλές εναντίον της ότι συλλαμβάνεται, διότι φερόταν να βρίσκεται παράνομα στο εν λόγω σημείο και διότι δεν είχε δικαίωμα να ζητάει τα στοιχεία των λιμενικών, ότι την έπιασε από τους ώμους, ώστε να την περιορίσει βιαίως, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει γραμμοειδή εκχύμωση στον αριστερό της ώμο, ότι την χτύπησε στην πλάτη και γρονθοκοπώντας αυτήν την ανάγκασε να λυγίσει, τις φόρεσε χειροπέδες και την έσυρε στο υπηρεσιακό όχημα, χτυπώντας με μανία το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας του οχήματος, όχι μία αλλά δύο φορές, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει οπή αμφιβληστροειδούς αριστερού οφθαλμού (μετατραυμαυτική αποκόλληση) με πώμα στην τρίτη ώρα της περιφέρειας του αμφιβληστροειδούς. Επιπλέον κατήγγειλε ότι ο δεύτερος μηνυόμενος ……….. της προκάλεσε γραμμοειδή εκχύμωση στον αριστερό της ώμο, καθώς και ότι όλοι οι μηνυόμενοι την απείλησαν ότι είναι παράνομη και ότι θα την προσήγαγαν στο Α’ Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς. Στη συνέχεια, την 27.10.2016, στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για τη διερεύνηση της βασιμότητας της υπό στοιχεία ΑΒΜ …../2016 έγκλησης της πρώτης εναγόμενης, ενώ αυτή εξεταζόταν ως μάρτυρας χωρίς όρκο, υπό την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας, ενώπιον των λιμενικών προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, επανέλαβε και επιβεβαίωσε τους περιεχόμενους στην έγκλησή της, εν γνώσει της ψευδείς ισχυρισμούς περί άσκησης σωματικής βίας σε βάρος της από τον ενάγοντα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 27.10.2016 έκθεση εξέτασης μάρτυρα χωρίς όρκο σε προκαταρκτική εξέταση, η πρώτη εναγόμενη κατέθεσε ότι ο τραυματισμός της δεν ήταν τυχαίος ή ατύχημα, καθόσον ο ενάγων με τη συνδρομή των λοιπών μηνυόμενων, χτύπησαν το κεφάλι της όχι μία αλλά τρεις φορές, στο εξωτερικό σημείο του υπηρεσιακού οχήματος που εφαρμόζει η πόρτα και ενώ αυτή δεν αντιστεκόταν. Επιπλέον, την 14.09.2016, στα πλαίσια της προαναφερόμενης προκαταρκτικής εξέτασης, ο δεύτερος εναγόμενος, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας προς υποστήριξη της υπό στοιχεία ΑΒΜ …./2016 έγκλησης της πρώτης εναγόμενης, ενώπιον των λιμενικών προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, επιβεβαίωσε εν γνώσει του τους ψευδείς ισχυρισμούς της εγκαλούσας περί άσκησης σωματικής βίας σε βάρος της από τον ενάγοντα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 14.09.2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα κατ’ άρθρο 213 ΚΠΔ σε προκαταρκτική εξέταση, ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε ότι είδε τον ενάγοντα να τραβάει την πρώτη εναγόμενη και να χτυπάει το κεφάλι της στην πόρτα του περιπολικού και έναν άλλο συνάδελφό του να την σπρώχνει μέσα στο περιπολικό και αμέσως μετά να φεύγουν με αυξημένη ταχύτητα. Ακολούθως ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και παραπέμφθηκε αυτός να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς, ενώ κηρύχθηκε αθώος, δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 289/2018 απόφασης, που κατέστη αμετάκλητη. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικοί για το πρόσωπο του ενάγοντος ισχυρισμοί περί άσκησης σωματικής βίας σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, ήταν πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, ενώ περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, και συγκεκριμένα σε γνώση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, των στελεχών του Λιμενικού Σώματος και των συναδέλφων του ενάγοντος, του Εισαγγελέα, των Δικαστών και των Γραμματέων του Ναυτοδικείου Πειραιώς, καθώς και των πληρεξούσιων δικηγόρων των εναγόμενων. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. Ε………../2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού του Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με Θέμα: «Ανακοίνωση απόφασης Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου Κρίσης Ανθυπασπιστών Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και Λιμενοφυλάκων έτους 2018», αποφασίσθηκε η αναβολή της κρίσης του ενάγοντος, λόγω της ασκηθείσας σε βάρος του ως άνω ποινικής δίωξης. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση σε βάρος της πρώτης εναγόμενης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την μαρτυρική κατάθεση του οφθαλμιάτρου ………… που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς και κατέθεσε αφενός ότι ο ίδιος εξέτασε την πρώτη εναγόμενη στα εξωτερικά ιατρεία του Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ» και επιμελήθηκε την έκδοση της υπ’ αριθ. πρωτ. ……/12.05.2016 ιατρικής γνωμάτευσης, αφετέρου ότι το εύρημα της οπής αμφιβληστροειδούς αριστερού οφθαλμού (μετατραυμαυτική αποκόλληση) με πώμα στην τρίτη ώρα της περιφέρειας του αμφιβληστροειδούς, που φέρεται ως απότοκο αποτέλεσμα της βίαιης επενέργειας του ενάγοντος στο σώμα της πρώτης εναγόμενης, δεν προκαλείται από χτύπημα της κεφαλής και δεν μπορεί να αποδοθεί σ’ αυτό, αλλά προϋποθέτει πλήξη του οφθαλμικού βολβού, την οποία, όμως, ο ίδιος δεν διαπίστωσε κατά την εξέταση της ασθενούς, και ως εκ τούτου το διαπιστωθέν εύρημα είναι τυχαίο και προϋπήρχε του καταγγελλόμενου συμβάντος. Ενισχύεται επίσης από τις καταθέσεις των μαρτύρων λιμενικών οργάνων, ……………., οι οποίοι εξετάσθηκαν τόσο στο ακροατήριο του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς, όσο και στο ακροατήριο του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά την εκδίκαση της υπό στοιχεία ΑΒΜ …/643 έγκλησης του ενάγοντος κατά των εναγόμενων, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδούς κατάθεσης, και οι οποίοι διαψεύδουν κατηγορηματικά τη χρήση βίας εκ μέρους του ενάγοντος, αλλά και των λοιπών εμπλεκόμενων λιμενικών, κατά τη σύλληψη της πρώτης εναγόμενης, καταθέτοντας, μάλιστα, ότι ο ενάγων δεν χρησιμοποίησε χειροπέδες και ότι υποβοήθησε τη συλληφθείσα να επιβιβασθεί στο περιπολικό όχημα. Άλλωστε αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι η πρώτη εναγόμενη ήταν γνωστή στα λιμενικά όργανα του Α’ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, λόγω των προγενέστερων προσαγωγών της στο λιμενικό κατάστημα, προκειμένου να ακολουθηθεί σε βάρος της η αυτόφωρη διαδικασία, για αδικήματα διενέργειας τουριστικών πράξεων, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας, και ως εκ τούτου οι εμπλεκόμενοι στο ένδικο επεισόδιο ως άνω λιμενικοί γνώριζαν την έλλειψη επικινδυνότητας εκ μέρους της συλληφθείσας, που καθιστούσε μη αναγκαία τη χρήση χειροπέδων, αλλά και σωματικής βίας εναντίον της, προκειμένου να ολοκληρωθεί η σύλληψή της. Δεν αναιρείται δε αυτή η κρίση του Δικαστηρίου από τις καταθέσεις στο ακροατήριο του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς των μαρτύρων προς υποστήριξη της υπό στοιχεία ΑΒΜ ../2016 έγκλησης της πρώτης εναγόμενης, ……… και …………., οι οποίες, αν και ανέφεραν ότι βρίσκονταν κοντά στο σημείο της σύλληψης της πρώτης εναγόμενης, εντούτοις κατέθεσαν ότι δεν άκουσαν κραυγή πόνου ή έκκληση για παροχή βοήθειας εκ μέρους της συλληφθείσας. Αναφορικά δε με τη μαρτυρική κατάθεση του δεύτερου εναγόμενου στο ακροατήριο του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτός ανασκεύασε πλήρως τα αναφερθέντα κατά την αρχική του κατάθεση, την 14.09.2016, στα πλαίσια της προαναφερόμενης προκαταρκτικής εξέτασης, αφού κατέθεσε ότι δεν θυμάται αν άκουσε «μπαμ», ότι δεν ξέρει αν χτύπησαν την πρώτη εναγόμενη στο αυτοκίνητο, ότι δεν θυμάται αν χτύπησε το κεφάλι της στο αυτοκίνητο και ότι δεν θυμάται αν υπήρξε χτύπημα στην πόρτα. Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι τα κατατεθέντα από τον δεύτερο εναγόμενο στην από 14.09.2016 ένορκη κατάθεσή του πραγματικά περιστατικά ήταν εξ ολοκλήρου ψευδή, αφού αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ο ενάγων δεν τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση σε βάρος της πρώτης εναγόμενης. Επιπλέον προέκυψε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (14.09.2016) που ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στην προαναφερόμενη ένορκη κατάθεσή του ενώπιον των λιμενικών προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, στα πλαίσια της διαταχθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν υποβολής της υπό στοιχεία ΑΒΜ …./2016 έγκλησης της πρώτης εναγόμενης, γνώριζε την αναλήθεια των ανωτέρω κατατεθέντων πραγματικών περιστατικών, ενώ με την πράξη του αυτή σκοπούσε να πλήξει την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ατόμου και ως αξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, ενώπιον των προαναφερθέντων τρίτων προσώπων, αφού τον εμφάνιζε να έχει τελέσει την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι τα συκοφαντικά ως άνω πραγματικά περιστατικά που κατατέθηκαν από τον δεύτερο εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντος, θεμελιώθηκαν, κατά τους ισχυρισμούς του, σε προσωπικές του πεποιθήσεις και αντιλήψεις, και ως εκ τούτου παρίσταται αυτονόητη η σχετική γνώση του περί της αναλήθειας των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 1947/2022 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητη, η πρώτη εναγόμενη κηρύχθηκε ένοχη των αποδιδόμενων σ’ αυτήν πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδούς κατάθεσης και της επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών και χρηματική ποινή 300 ημερήσιων μονάδων προς 1,00 ευρώ ανά ημερήσια μονάδα, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης της ψευδούς κατάθεσης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 μηνών. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, ο ενάγων δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά του, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, που συνιστούν και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, αφού εμφάνισε αυτόν ως πρόσωπο που διαπράττει αδίκημα ιδιαίτερης απαξίας, επιπλέον δε ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και παραπέμφθηκε αυτός να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται να λάβει από τον δεύτερο εναγόμενο, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς του, το ποσό των 3.000,00 ευρώ το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, της υπαιτιότητας του δεύτερου εναγόμενου, του είδους και της φύσης της προσβολής του ενάγοντος, της ηλικίας αυτού κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας (46 ετών), της ψυχικής ταλαιπωρίας του, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών – δεύτερος εναγόμενος σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης του (άρθρα 183 και 178 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την από 12.07.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 427/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην των εναγόμενων, κατά την τακτική διαδικασία.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη – πρώτη εναγόμενη.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – ενάγοντα.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 427/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς όλες τις διατάξεις της που αφορούν στον δεύτερο εναγόμενο.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 13.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.

Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. …../2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15.02.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ