Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 76/2024

Αριθμός   76/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Nαυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «……………» («…………..»), η οποία εδρεύει στο ……………… και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μιχαήλ Νταλάκο (ΔΕ Νταλάκος Φασόλης Δικηγορική Εταιρεία) (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

(1) ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-EKKAΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………..» («…………»), η οποία εδρεύει στον ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Μουζάκη (μόνο για το αίτημα της αναβολής).

(2) ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στον ….  (…..) (ΑΦΜ ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Χρήστο Πλέγκα και Κίμωνα Γκιουλιστάνη.

Η υπό στοιχ (1) καθ΄ης η κλήση-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.7.2018  (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέστειλε την συζήτηση της αγωγής  για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν και η υπ΄ αριθμ. 681/2021 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και υπό στοιχ (1) ήδη καθ΄ ης  η κλήση-εκκαλούσα με την από  21.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2021- ……/2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε  αρχικά η 5η.5.2022, μετά δε από αναβολή για τη δικάσιμο της 20ης.10.2022, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 115/2023  απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση  της ως άνω έφεσης.

Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 6.3.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023) αίτηση-κλήση της ήδη καλούσας-εφεσίβλητης, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που  αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της υπό στοιχ (2)  ήδη καθ΄ ης η κλήση-εφεσίβλητης, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 9.3.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2023 κλήση προς συζήτηση της εφεσίβλητης πρώτης εναγομένης νόμιμα κατ’άρθρο 230 του ΚΠολΔ φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου η  από  21.5.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 και προσδιορισμού ……/2021 έφεση της ενάγουσας ηττηθείσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου κατά της με αριθμό 681/2021 εκκαλουμένης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Να σημειωθεί ότι επί της υποθέσεως έχει ήδη εκδοθεί η με αριθμό 115/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως κατά τη δικάσιμο της 20.10.2022, λόγω ανάκλησης των δηλώσεων, κατ’άρθρo 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, των παρισταμένων διαδίκων.

Η διάταξη της παρ. 3 εδ. α του άρθρου 524 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4335/2015, όριζε ότι «σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται», ενώ μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 εδ. β’ αυτού, από 1.1.2022), η ανωτέρω διάταξη συμπληρώθηκε με τη φράση «εφόσον είναι παραδεκτή». Κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4842/2021, «με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 524 διευκρινίζεται με τον πλέον σαφή τρόπο ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκηση της. Επομένως, εάν η έφεση είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παράβολου του άρθρου 495 ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας. Εξάλλου, το άρθρο 532 ορίζει την εξέταση του παραδεκτού της έφεσης ανεξαρτήτως του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη. Με τη ρύθμιση αυτή τερματίζεται και ο σχετικός διχασμός της νομολογίας των εφετείων, η οποία τείνει και υπό το ισχύον καθεστώς σε απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, χωρίς προηγουμένως να εξετάζεται, όπως δογματικώς απαιτείται, το παραδεκτό της και υιοθετείται η σχετικώς αντίθετη νέα νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας. Η ως άνω ρύθμιση συνδέεται και με πρακτικές συνέπειες, εφόσον δεν νοείται ερήμην απόφαση επί του παραδεκτού και αυτή είναι τελεσίδικη, μη υποκείμενη σε ανακοπή ερημοδικίας και μπορεί να εκτελεστεί, ενώ μπορεί να ασκηθεί και η αναίρεση, που δεν θα μπορούσε να ασκηθεί με την αντίθετη άποψη, εφόσον αυτή εξακολουθεί να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας». Εξάλλου, κατά το άρθρο 116 παρ. 2 β του ίδιου νόμου «…το πρώτο εδάφιο των παρ. 1 και 3 του άρθρου 524,…, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών ενδίκων μέσων». Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1, 94 παρ. 1, 115 παρ. 3 ΚΠολΔ (ως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015) προκύπτει ότι ενώπιον των Εφετείων οι διάδικοι πρέπει να παρίστανται διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου και να καταθέτουν προτάσεις ως την έναρξη της συζήτησης (524 παρ. 1β) (ΑΠ 395/2012 δημ. νόμος Χ. Απαλλαγάκη (Χρ. Τριανταφυλλίδη/Ε. Μπαλογιάννη) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ερμηνεία κατ’άρθρο τόμος πρώτος 2016 άρθρο 280, αρ. 2) . Διαφορετικά, αν δηλαδή παρίστανται διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν καταθέτουν, όμως, καθόλου ή εμπροθέσμως τις προτάσεις τους (καθώς και στην αντίστροφη περίπτωση), θεωρούνται ότι δεν λαμβάνουν μέρος κανονικά στη συζήτηση και δικάζονται ερήμην (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, αρ. 1009, σελ. 401). Ειδική περίπτωση ερημοδικίας εξάλλου, καθιερώνεται στο άρθρο 280 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται ο διάδικος που ζητεί μόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο (άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα). Περαιτέρω, προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (όπως αυτά ίσχυαν μετά το Ν. 4335/20Ι5, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της κρινόμενης έφεσης), αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Τούτο δε διότι οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές του συζητητικού συστήματος, της προδικασίας και της ακρόασης όλων των διαδίκων (άρθρα 108, 110 παρ. 2, 111, 217, 226, 228, 498 Κ.Πολ.Δ.), επιβάλλουν στο δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος, που απουσιάζει κατά την επ` ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σε αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο) στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση (ΑΠ 1656/2007, ΕλλΔ/νη. (2009).1059, ΕφΑθ 6312/2010, ΕλλΔ/νη (2012). 219, ΕφΑθ 3587/2008, ΕλλΔ/νη (2008).1525, ΕφΠατρών 575/2005, ΑΧΑΝΟΜ. (2006).393, Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση 2009, παρ. 1078, 1078α, 1078β, M. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Ι, άρθρο 524, αρ. 36 και 38].

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 532, 533 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η υπόθεση ενώπιον του εφετείου, στο οποίο αυτή μεταβιβάζεται με την άσκηση της έφεσης, κατά τα όρια που καθορίζονται από αυτή και τους πρόσθετους λόγους, διέρχεται τρία στάδια κατά τα οποία εξετάζονται α) το παραδεκτό της έφεσης (άρθρο 532 παρ. 1 ΚΠολΔ), β) το παραδεκτό καθενός λόγου και γ) το βάσιμο (νομικό και ουσιαστικό) των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) (AΠ 2/2006). Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται ο εκκαλών να έχει έννομο συμφέρον, τούτο δε συμβαίνει κατ` αρχήν, όταν αυτός έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει με την οριστική απόφαση την οποία προσβάλλει, θεωρείται δε αυτός ότι έχει ηττηθεί, όταν με την απόφαση απορρίπτονται αιτήσεις και προτάσεις του ή αντιθέτως γίνονται δεκτές αιτήσεις και προτάσεις του αντιδίκου του. Το έννομο συμφέρον ως γενική διαδικαστική προϋπόθεση, που κατά το άρθρο 73 του ίδιου κώδικα εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, συνίσταται στη δυνατότητα να διαμορφωθεί η δικαστική κρίση προς όφελος του εκκαλούντος, η δε έλλειψή του έχει ως συνέπεια την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (ΑΠ 109/2022, ΑΠ 730/2019, ΑΠ 154/2019, ΑΠ 66/2018). Κατά το άρθρο 520 παρ. 1 ΚΠολΔ το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της έφεσης. Οι τελευταίοι συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, αναφερόμενες είτε σε παραλείψεις του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1509/2021, ΑΠ 1054/2021). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται, ότι οι λόγοι της έφεσης, εκτός από σαφείς και ορισμένοι, απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (ΑΠ 1509/2021, ΑΠ 248/2020), άλλως ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως προτεινόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ (ΑΠ 122/2014, ΑΠ 479/2001) Αλυσιτελείς είναι, μεταξύ άλλων, οι λόγοι έφεσης με τους οποίους πλήττονται εσφαλμένες ή πλεοναστικές αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, που περιέχονται στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 343/2023 δημ. νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 20.7.2018 με αριθμό κατάθεσης ……/2018 αγωγή της εκκαλούσας ενάγουσας εταιρείας με έδρα τον Πειραιά με την επωνυμία «…………» (…………) κατά της αλλοδαπής αμερικάνικης και συσταθείσας κατά το Λιβεριανό δίκαιο εταιρίας εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……………» (…………) καλούσας-πρώτης εναγομένης ήδη εφεσίβλητης, καθώς και κατά της δεύτερης εναγομένης ήδη εφεσίβλητης και καθ’ ων η κλήση Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……………», αυτή εξέθετε ότι έχει ως δραστηριότητα την πρακτόρευση κάθε είδους πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία με την έκδοση εισιτηρίων κάθε είδους και την οργάνωση εκδρομών και ότι με την πρώτη εναγομένη ήδη εφεσίβλητη καλούσα πολυεθνική εταιρία είχε συνεργασία δυνάμει τεσσάρων συμβάσεων από το έτος 2006 και ότι αυτή άκαιρα καταχρηστικά και αδικαιολόγητα κατήγγειλε τη συνεργασία τους. Ακολούθως στρεφόμενη και κατά της δεύτερης εναγομένης ήδη εφεσίβλητης καθής η κλήση λόγω της δεσπόζουσας στην αγορά θέσης της και της κατάχρησης αυτής, αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι οι ως άνω εναγόμενες εταιρείες οφείλουν εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 4.800.530,95 ευρώ, άλλως το ποσό των 4.072.974 ευρώ και επιπλέον η πρώτη  εναγόμενη το ποσό των 1.274.105,49 ευρώ, άλλως το ποσό των 1.251.126,44 ευρώ και η δεύτερη εναγομένη, επιπλέον, το ποσό των 780.242,27 ευρώ, το ποσό των 323.739,27 ευρώ, άλλως το ποσό των 160.215,27 ευρώ. Επί της αγωγή αυτής εκδόθηκε, η συμπροσβαλλόμενη με αριθμό 2521/2019 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που ανέστειλε την πρόοδο της δίκης και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής και διέταξε την καταβολή εγγυοδοσίας της ενάγουσας υπέρ των εναγομένων ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας δια της καταθέσεως μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000), καθορίζοντας προθεσµία τριών (3) μηνών για την κατάθεση του γραμματίου της καταθέσεως ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 3.1.2020 με αριθμό κατάθεσης ………../5.2.2020) κλήση – αίτηση επικαλούμενη εσφαλμένη κρίση του πρωτοβάθμιου και εκδόσαντος την προαναφερόμενη μη οριστική απόφαση αναφορικά με την παραδοχή ως βάσιμης της προβληθείσης ένστασης των εναγομένων περί παροχής από την ίδια εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας, αιτήθηκε να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης, αφού ανακληθεί η προαναφερθείσα απόφαση, άλλως να καθορισθεί το ποσό της εγγυοδοσίας σε χίλια (1.000) ευρώ και να της χορηγηθεί νέα προθεσμία για την καταβολή του. Με την εκκαλουμένη δε απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφενός απέρριψε τη σχετική περί ανάκλησης και πρόοδο της δίκης επί της ουσίας αίτηση της ενάγουσας ως απαράδεκτη και σε κάθε περίπτωση ως νόμω και ουσία. αβάσιμη, και ακολούθως μετά από σχετική αίτηση της πρώτης εναγομένης και εδώ εφεσίβλητης καλούσας διαπιστώθηκε ότι η ανωτέρω προθεσμία παρήλθε άπρακτη, αφού αντίγραφο της απόφασης αυτής είχε κοινοποιηθεί από την καλούσα-πρώτη εναγομένη ήδη εφεσίβλητη στην ενάγουσα εκκαλούσα στις 04-10-2019 σύμφωνα με τη με αριθμό ………./04-10-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθήνας, ………, και ότι από το με αριθμό ……../23-01-2020 έγγραφο του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, από το οποίο προέκυπτε ότι μέχρι την 22-01-2020 δεν είχε κατατεθεί το ανωτέρω γραμμάτιο. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση αποφάνθηκε ότι έχει ανακληθεί η προαναφερόμενη ενώπιον του αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα – εκκαλούσα, άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία αιτείται ζητεί την εξαφάνιση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων διότι οι εναγόμενες ήδη εφεσίβλητες είναι υπεύθυνες για την οικονομική καταστροφή της προκειμένου να ανακληθεί η απόφαση περί εγγυοδοσίας ή να περιοριστεί αυτή στο ποσό των 1.000 ευρώ, να χορηγηθεί νέα προθεσμία για την κατάθεση της εγγυοδοσίας και επιπλέον αιτείται και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στις εφεσίβλητες. Η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα την τελευταία μέρα της 30ήμερης προθεσμίας (άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ) δεδομένου ότι σύμφωνα με το προσκομιζόμενο σχετικό Ιβ ακριβές ψηφιακό αντίγραφο της εκκαλουμένης κοινοποιήθηκε κατ’άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ στον αντίκλητο της ενάγουσας σύμφωνα με τη με αριθμό …./23.4.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του εφετείου Αθηνών ………. και επιπλέον κατατέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. του ΚΠολΔ για το παραδεκτό της εφέσεως το με αριθμό …………. παράβολο εφέσεως ύψους 150 ευρώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016. Να σημειωθεί ότι αβασίμως η δεύτερη εφεσίβλητη επικαλείται ότι η έφεση είναι απαράδεκτη διότι στρέφεται κατά ανέκκλητης απόφασης και ότι δεν υπάρχει στάση δίκης αφού δεν καταβλήθηκε η ορισθείσα εγγύηση για τα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 169 του ΚΠολΔ. Τούτο δε διότι αφενός οι ανέκκλητες αποφάσεις είναι οι αναφερόμενες στο άρθρο 512 του ΚΠολΔ, και αφετέρου με την άσκηση εφέσεως αναβιώνει η εκκεμοδικία που τερματίστηκε με την έκδοση της εκκαλουμένης η οποία αποφάνθηκε ότι η με αριθμό ………./2018  αγωγή της εκκαλούσας έχει ανακληθεί και περάτωσε με τη διάταξη της τη δίκη επί της προαναφερόμενης αγωγής. Με την αναβίωση της εκκρεμοδικίας εκ της ασκήσεως του ενδίκου μέσου υφίσταται στάση δίκης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως η κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά εκκλητής απόφασης από το διατακτικό της οποίας εβλάβη η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα. Η έφεση περιέχει παραδεκτό και λυσιτελή λόγο διότι πέραν του ότι η εκκαλούσα είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει την έφεση ως ηττηθείσα βάλλει κατά της διατάξεως της εκκαλουμένης που απέρριψε το αίτημα της να ανακληθεί η μη οριστική προγενεστέρα αυτής απόφαση περί παροχής εγγυοδοσίας ύψους 70.000 ευρώ, και επιπλέον απέρριψε το αίτημα της περί μείωσης της εγγυοδοσίας στο ποσό των 1.000 ευρώ και περί χορήγησης νέας προθεσμίας και ακολούθως αποφάνθηκε κατόπιν αιτήματος της πρώτης εφεσίβλητης ότι η ενώπιον της αγωγής είχε ανακληθεί ως συνέπεια της μη καταβολής της εγγυοδοσίας εντός της προθεσμίας που είχε χορηγηθεί.

Η συζήτηση της εφέσεως ορίστηκε με την προαναφερόμενη από 6.3.2023 με αριθμό ……./2023 κλήση της πρώτης εφεσίβλητης για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και για στη συζήτηση κλήθηκε η εκκαλούσα όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……../22.3.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………… Όμως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά η εκκαλούσα παραστάθηκε κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο διά της πληρεξουσίου δικηγόρου της για την υποβολή αιτήματος αναβολής, και στη συνέχεια αυτή αποχώρησε χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η παράστασή της εκκαλούσας δεν είναι επομένως κανονική και πρέπει να θεωρηθεί δικονομικά απούσα.  Εφόσον, επομένως, η εκκαλούσα δεν εμφανίστηκε, η παραδεκτώς ασκηθείσα έφεση της πρέπει ν’απορριφθεί και να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), και επιπλέον πρέπει, να καταδικαστεί η εκκαλούσα, ως ηττηθείσα, στα τυπικά έξοδα των εφεσιβλήτων των οποίων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι παραστάθηκαν, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), καθώς η ουσία της υπόθεσης δεν εξετάστηκε ακριβώς λόγω της αδυναμίας της ηττηθείσας ενάγουσας και στη συγκεκριμένη περίπτωση εκκαλούσας να καταβάλει την ορισθείσα κατ’άρθρο 169 του ΚΠολΔ εγγυοδοσία. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ.δ` του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως ύψους 150 ευρώ που προαναφέρθηκε.

ΓΙΑ   ΤΟΥΣ   ΛΟΓΟΥΣ   ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική απουσία της εκκαλούσας

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15 Φεβρουαρίου 2024  και δημοσιεύθηκε στις  19 Φεβρουαρίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους   δικηγόρους της καλούσας-εφεσίβλητης και της υπό στοιχ (2) καθ΄ης η κλήση-εφεσίβλητης.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ