Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 79/2024

Αριθμός  79/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικο Τμήμα   

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………» πρώην «……..», η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής (οδός ……….) (ΑΦΜ ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., κατοίκου …….. (ΑΦΜ ……..), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  17.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1539/2022  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 17.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2023-……./2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και β) ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από  29.6.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2022- ……../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 25η.5.2023, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 29.6.2022 και 17.5.2023 και με αριθμούς κατάθεσης ……../2022 και ……./2023 και προσδιορισμού ……../2022 και ……./2023 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1539/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), επί της από 17.12.2019 με αριθμό κατάθεσης ………/2022 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης την 13.5.2022 (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος ναυτικός, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2022 αγωγή του εξέθετε δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 12-11-2017 μετά της εναγομένης πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού- οχηματαγωγού πλοίου «BH», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ………., κόρων ολικής χωρητικότητας 13615,17 ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά υπό την ειδικότητα του ναύτη με μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων και εργάσθηκε συνεχώς στο ως άνω πλοίο μέχρι την 12η-3-2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ότι ακολούθως, δυνάμει νεοτέρας συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο αυτό ως άνω πλοίο με την αυτή ειδικότητα και όρους και παρέσχε την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 13-4-2018 έως 14-10-2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ότι τέλος, δυνάμει νεοτέρας συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο αυτό ως άνω πλοίο με την αυτή ειδικότητα και όρους και παρέσχε την εργασία του συνεχώς κατά το χρονικό διάστημα από 12-12-2018 έως 15-5-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ότι από την προσφορά των υπηρεσιών του στο ως άνω πλοίο διατηρεί κατά της εναγομένης απαιτήσεις συνολικού ύψους 29.350,50 ευρώ για αμοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, επιδόματα εορτών, αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσόν στο δικόγραφο της κρινομένης αγωγής. Με βάση τα ανωτέρω, αιτήθηκε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται με προσωρινά εκτελεστή απόφαση  να του καταβάλει το ποσό των 13.272,41 ευρώ για αμοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες χρονικού διαστήματος από 1-1-2018 έως 12-3-2018 και να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 16.078,09 ευρώ για αμοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες των λοιπών χρονικών διαστημάτων, εορτών και αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, εντόκως νομίμως από της απολύσεώς του την 15η-5-2019, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2 και 25 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3 και 621 ΚΠολΔ, 82 του παλαίου ΚΙΝΔ), έκρινε ορισμένη την αγωγή απορρίπτοντας ισχυρισμό της πλοιοκτήτριας περί αοριστίας και ότι έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 653, 655, 340,341, 345, 346 ΑΚ, άρθρα 53, 54, 57, 60, 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, 70, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’ και 176 ΚΠολΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με τη με αριθμό Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 4005/17-11-2017 και της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2018 που κυρώθηκε με τη με αριθμόν ΥΑ 2242.5-1.5/803501 2018 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018. Στη συνέχεια την έκανε δεκτή κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την αγωγή και αναγνώρισε ότι η εναγομένη πλοιοκτήτρια οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ναυτικό το ποσό των 1.977 ευρώ και επιπλέον να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 3.453,32 ευρώ εντόκως από τη λήξη της εργασιακής σχέσης και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αιτούμενα την εξαφάνιση της, η εναγομένη για τη συνολική απόρριψη της αγωγής και ο ενάγων ναυτικός τη μεταρρύθμιση της δεδομένου ότι δεν πλήττει με λόγο έφεσης όλα τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που απέρριψαν αγωγικά αιτήματα.

Οι διατάξεις του α.ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, κυρωθείς  με το ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητά, με συνέπεια, όπως συνάγεται έμμεσα, να εξακολουθεί αυτός να ισχύει (ΜΕφΠειρ. 739/2015, τνπ ΝΟΜΟΣ), διέπουν τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (σσνε). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του άνω  νόμου ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 περί «Ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του νόμου, παρά το ότι  ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως, αντίθετα, περιείχε ο  προϊσχύων νόμος  3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000,967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50). Επομένως, στις σσνε δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άνω νόμου (1876/1990) για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της  και έτσι  οι σσνε μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς να τίθεται νόμιμος περιορισμός ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας,  σύμφωνα με το  άρθρο 12 του ν 1876/1990. Ωστόσο ανέκυψε διαφωνία και διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις  ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη σανέ, με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944, που όριζε ότι  «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, η σσνε ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της καθώς  και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των άνω οργανώσεων και δεσμεύει πλέον  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 Δνη 1992/1606, ΑΠ 1905/1987,  Δνη 1988.1387,  ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988.669, ΜονΕφΠειρ 603/2015 τνπ ΝΟΜΟΣ, 120/2019, 205/2019,755/2019 αδημ). Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, η σσνε ισχύει αφότου κυρωθεί από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας με απόφασή του, η οποία αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και κατά συνέπεια δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πριν δε από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρύθμισης των σχέσεών τους με τους  όρους της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς  κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 376/2017, 177/2016, 218/2016, σε τνπ ΝΟΜΟΣ). Επί αυτού, ωστόσο, πρέπει να λεχθεί ότι  η υπουργική κύρωση καθιστά τη σσνε πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008 ΕΝαυτΔ 2008,281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, από την οποία, ακριβώς, απορρέει, αυτοτελώς, η δέσμευση των συμβληθέντων μερών, ήδη από το χρόνο κατάρτισής της, το οποίο συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, που καθορίζεται επιτρεπτά και χωρίς κρατική παρέμβαση, από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικά προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας, χωρίς μάλιστα να υφίσταται αντίθεση  στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αυτό διότι η σσνε που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα, δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα σύμφωνα με το  άρθρο 361 ΑΚ, τα μέρη. Παρόμοια εξάλλου νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας περιέχει το άρθρο 9  του ν. 1876/1990 (σχετ.  ΑΠ 43/2017, 1107/2017 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 453/1995 Δνη 1996.652).  Έτσι  η παρεχόμενη με  το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν.  3276/1944 στον αρμόδιο Υπουργό (ΥΕΝ) νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της σσνε,  αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να αρχίζει από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την άνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση επέκτασης αναδρομικά των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίστηκε, απλά, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από  την επέκτασή της και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του άνω α.ν., επιτρέποντας τον, μη ετεροκαθοριζόμενο, ορισμό της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βούλησής τους. Επομένως, εφόσον  δίνεται έγκυρα στις σσνε αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους, αρκεί να μην είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016,  285/2015,  459/2015, 591/2014, 842/2014, 719/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα ο ίδιος ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το εν λόγω  ζήτημα της χρονικής ισχύος των σσνε, ως προς το οποίο προέκυψε όπως προελέχθη διχογνωμία, με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Με τη  διάταξη αυτή  διευκρινίζεται η αληθής έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του  α.ν. 3276/1944 και επομένως ως ερμηνευτική διάταξη  εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς να περιορίζεται από το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανατρέχουσα ως προς το χρόνο έναρξης της ισχύος της, σε εκείνον (χρόνο ισχύος) της ερμηνευόμενης διάταξης (ΟλΑΠ 1/2014, 22/1997 και 10/1990). Κατά συνέπεια  με τη λήξη της καθορισθείσας χρονικής διάρκειας της σσνε,  παύει άμεσα  αυτή να ισχύει και στο εξής, τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών, ρυθμίζουν οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της.  Επομένως, αν καταρτιστεί ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας σχετικής σσνε,  το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα σσνε, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Έτσι μπορούν  οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας να συμφωνήσουν και να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι όροι συγκεκριμένης σσνε ακόμα και μέλλουσας  (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμα  και αυτής που έληξε και αυτό είναι έγκυρο και επιτρεπτό διότι  είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ.  το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠειρ 720/2015, ΤρΕφΘεσ. 262/2011, τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης σσνε, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση, σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, τνπ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε σσνε της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει και αυτό διότι,  στην περίπτωση αυτή, δεν ενδιαφέρει τα μέρη η δεσμευτική της δύναμη, αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε, ενώ για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995.665). Ωστόσο, για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος σσνε και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σσνε και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών σσνε, διότι τότε θα ισχύει, είτε η νεότερη, αν υπάρχει, σσνε, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα σσνε (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα σσνε, εωσότου συναφθεί νέα (σσνε), η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Είναι, επομένως, πραγματικό ζήτημα το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο θα κρίνει επί αυτού κατά πρώτον με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως  το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜΕφΠειρ 234/2022 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς).

Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του ναυτικού κατοίκου …., …………… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ξάνθης ………, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, όπως προκύπτει από την με αριθμό …./31/1/2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς .. ….., και τη με αριθμό …../28.9.2020 ένορκη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, ένορκη κατάθεση του ναυκλήρου και κατοίκου Πειραιώς …………. που επίσης δόθηκε με τις διατυπώσεις τω άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, σύμφωνα με τη με αριθμό ……….//23.9.2020 έκθεση επίδοσης σε συνεργάτη του δικηγόρου του ενάγοντος του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …………, από τα όσα τα διάδικα μέρη συνομολογούν σχετικά με τους χρόνους ναυτολόγησης και αποναυτολόγησης του ενάγοντος, την ειδικότητα του και των εκτελεσμένων και μη εκτελεσμένων δρομολογίου του πλοίου ναυτολόγησης του καθώς και τις καταβολές που αναφέρονται στις αποδείξεις μισθοδοσίας, από όλα τα προσκομιζόμενα ανεξαρτήτως έγγραφα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης με βάση και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου τα όρια του οποίου καθορίζονται από το αίτημα της εφέσεως και η έκταση του δευτεροβάθμιου ελέγχου από τους λόγους εφέσεως (ΜΕΠειρ 86/2017 δημ. νόμος): Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά στις 12-11-2017 μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «BH», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……., κόρων ολικής χωρητικότητας 13615,17, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά υπό την ειδικότητα του ναύτη με  μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και εργάσθηκε συνεχώς στο ως άνω πλοίο μέχρι την 12η-3-2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ακολούθως, δυνάμει νεοτέρας συμβάσεως ναυτικής εργασίας  αορίστου χρόνου, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο αυτό ως άνω πλοίο με την αυτή ειδικότητα και όρους και παρέσχε την εργασία του συνεχώς κατά το χρονικό διάστημα από 13-4-2018 έως 14-10-2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Στη συνέχεια, δυνάμει νεοτέρας συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο αυτό ως άνω πλοίο με την αυτή ειδικότητα και όρους και παρέσχε την εργασία του συνεχώς κατά το χρονικό διάστημα από 12-12-2018 έως 15-5-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο παραπάνω πλοίο, αυτό εκτελούσε, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών στη γραμμή Πειραιάς – Ηράκλειο, εκτελώντας ένα κυκλικό δρομολόγιο ανά δύο ημέρες εναλλάξ με ένα πλοίο της ΑΝΕΚ (είτε το Ε είτε το ΚΙΙ), δηλαδή την ημέρα που το ένα πλοίο είχε αναχώρηση από Πειραιά προς Ηράκλειο, το άλλο πλοίο είχε αναχώρηση από Ηράκλειο προς Πειραιά και αντίστροφα. Από 1-1-2018 έως 12-3-2018, από 13-4-2018 έως 4-7-2018 και από 3-9-2018 έως 14-10-2018 το πλοίο «BH» είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 21.00, έφτανε Ηράκλειο στις 6.15 της επομένης, από Ηράκλειο αναχωρούσε στις 21.00 και έφτανε Πειραιά στις 6.15 της επομένης. Από 12-12-2018 έως 15-5-2019 το πλοίο εκτελούσε ακριβώς το ίδιο ως άνω δρομολόγιο με μία διαφοροποίηση 15 λεπτών στην ώρα άφιξης στο λιμάνι του Ηρακλείου και στην ώρα κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά που αντί για 6.15 γινόταν στις 6.00. Από 5-7-2018 έως 2-9-2018  τα δρομολόγια διαφοροποιήθηκαν ως εξής: Τις Τρίτες 31/07/2018, 07/08/2018, 21/08/2018 και 28/08/2018, τις Τετάρτες 25/07/2018, 01/08/2018 και 08/08/2018, τις Πέμπτες 05/07/2018, 12/07/2018, 19/07/2018, 26/07/2018, 02/08/2018, 09/08/2018, 16/08/2018, 23/08/2018 και 30/08/2018, την Παρασκευή 13/07/2018, τα Σάββατα 28/07/2018, 04/08/2018 και 11/08/2018 καθώς και τις Κυριακές 19/08/2018, 26/08/2018 και 02/09/2018 το πλοίο είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 10.00, έφτανε Ηράκλειο στις 18.45, από Ηράκλειο αναχωρούσε στις 21.00 και έφτανε Πειραιά στις 6.15 της επομένης. Τις υπόλοιπες ημέρες πλην των ανωτέρω είχε κανονικά αναχώρηση από Πειραιά στις 21.00, άφιξη στο Ηράκλειο στις 6.1,5 της επομένης, αναχώρηση από Ηράκλειο στις 21.00 και άφιξη στον Πειραιά στις 6.15 της επομένης. Ανεκτέλεστα παρέμειναν τα δρομολόγια των ακόλουθων ημερών: 24/01/2018 (απαγορευτικό), 18/04/2018 (απεργία ΠΝΟ), 19/04/2018 (απεργία ΠΝΟ), 03/09/2018 (απεργία ΠΝΟ), 26/09/2018 (απαγορευτικό), 29/09/2018 (απαγορευτικό), 24/12/2018 (παραμονή Χριστουγέννων-αργία), 25/12/2018 (Χριστούγεννα-αργία), 31/12/2018, 09/01/20 19 (απαγορευτικό), 13/02/2019 (απαγορευτικό), 14/02/2019 (απαγορευτικό), 23/02/2019 (απαγορευτικό), 24/02/2019 (απαγορευτικό), 29/03/20 19 (απαγορευτικό), 27/04/2019 (Μ. Σάββατο), 28/04/2019 (Πάσχα). Τα δρομολόγια αυτά περιγράφονται λεπτομερώς και στην ένορκη βεβαίωση του ναυκλήρου του πλοίου που προσκομίζει η εργοδότρια ο οποίος αναφέρει ότι το πλοίο έκανε το δροµολόγιο Πειραιάς-Ηράκλειο µε επιστροφή. Κάθε δεύτερη µέρα αναχωρούσαν από το λιµάνι του Πειραιά στις 21.00, έφταναν Ηράκλειο στις 6.00-6.15 το πρωί της επόµενης ηµέρας, έμεναν στο Ηράκλειο όλη την ηµέρα και αναχωρούσαν στις 21.00 από Ηράκλειο για Πειραιά, όπου έφταναν στις 6.00-6.15 της εποµένης. Το καλοκαίρι του 2018 για 23 ηµέρες περίπου έκαναν κάποια ηµερινά δροµολόγια αφού ξεκινούσαν από Πειραιά στις 10.00 το πρωί, έφταναν Ηράκλειο στις 18.45, αναχωρούσαν από Ηράκλειο στις 21.00 και επέστρεφαν Πειραιά στις 6.15 της εποµένης. Τις υπόλοιπες ηµέρες πλην αυτών των εξαιρέσεων έκαναν το κανονικό δροµολόγιο δηλ. αναχώρηση από Πειραιά στις 21.00, άφιξη στο Ηράκλειο στις 6.15 της εποµένης, αναχώρηση από Ηράκλειο στις 21.00 και άφιξη στον Πειραιά στις 6.15 της εποµένης. Το δροµολόγιο Πειραιάς-Ηράκλειο γινόταν σε συνεργασία µε ένα πλοίο της ΑΝΕΚ. Όταν το BH είχε αναχώρηση από Πειραιά προς Ηράκλειο, το πλοίο της ΑΝΕΚ είχε αναχώρηση από Ηράκλειο προς Πειραιά. Την επόµενη ηµέρα γινόταν το αντίστροφο, δηλαδή το BH είχε αναχώρηση από Ηράκλειο προς Πειραιά και το πλοίο της ΑΝΕΚ από Πειραιά προς Ηράκλειο. Αναφέρει επίσης ότι η  γραµµή Πειραιάς-Ηράκλειο είναι µονολίµανη, δεν έχει προσεγγίσεις σε πολλά µικρά λιµάνια όπως έχουν άλλες γραµµές της ακτοπλοΐας, δεν έχει λιµάνια άγονης γραµµής. Αυτό για τους ναυτικούς σημαίνει ότι δεν έχουν πολλά δέσε-λύσε ή φόρτωσε-ξεφόρτωσε σε κάθε δροµολόγιο. Ο προαναφερόμενος ενόρκως βεβαιώσας αναφέρει ότι την περίοδο 2018-2019 στο πλοίο ήταν ναυτολογηµένοι δώδεκα ναύτες, δύο ναυτόπαιδες, ένας ναύκληρος και δύο υποναύκληροι και υπήρχε ένας Ύπαρχος, δύο Υποπλοίαρχοι, ένας Ανθυποπλοίαρχος, δύο δόκιµοι Πλοίαρχοι και φυσικά ο Πλοίαρχος με συνέπεια το πλήρωµα καταστρώµατος να ανέρχεται σε 24 άτοµα. Κατέθεσε ότι γνωρίζει τον ενάγοντα και ότι η απασχόληση του ανερχόταν σε 10 ώρες, αφού ανέφερε ότι από τους δώδεκα ναύτες του πλοίου οι έξι εργάζονταν ως ναύτες βάρδιας, δηλαδή ανά δύο εκτελούσαν τις βάρδιες 8-12 (8.00-12.00 και 20.00-24.00), 12-4 (12.00-16.00 και 00.00-04.00) και 4-8 (4.00-8.00 και 16.00-20.00). Οι υπόλοιποι εργάζονταν ως ντεϊµάνηδες και ένας ήταν νκαραζιέρης. Ο ενάγων έκανε για 15 µέρες τη βάρδια 8-12, µετά άλλαζε και τις επόµενες 15 µέρες έκανε τη βάρδια 12-4, µετά άλλαζε ξανά και έκανε τη βάρδια 4-8. Έπειτα αφού είχε περάσει απ’ όλες τις βάρδιες, γινόταν ντεϊµάνης για 20 µέρες περίπου και στη συνέχεια, µία εβδοµάδα περνούσε από το πόστο του γκαραζιέρη. Αυτή η κυκλική εναλλαγή στα πόστα γινόταν µε όλους τους ναύτες του πλοίου. Τις 15 µέρες που ο ενάγων έκανε τη βάρδια 8-12 ξεκινούσε την εργασία του στις 8.00 ενώ το πλοίο είχε ήδη φτάσει στο λιµάνι (είτε στον Πειραιά είτε στο Ηράκλειο) και είχε τελειώσει η εκφόρτωση, ξαναέπιανε δουλεία στις 6 το απόγευμα βοηθώντας στη φορτοεκφόρτωση  και  21.00 έως τις 24.00 έκανε µαζί µε τον άλλο ναύτη της βάρδιας τιµόνι και περιπολία (ο ένας ναύτης έκανε τιµόνι, ο άλλος περιπολία). Επομένως από την ίδια την ένορκη κατάθεση που προσκομίζει η εργοδότρια αποδεικνύεται 10ωρη απασχόληση του ναυτικού.

Από τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος από 10-4-2017, από 13-4-2018 και από 12-12-2018, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται από την εναγομένη, αποδεικνύεται προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε «κλειστός». Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Οι συμφωνίες όμως αυτές ισχύουν μόνο όταν δεν θίγονται τα κατώτατα όρια αμοιβής που προβλέπονται από τις σχετικές ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Ειδικότερα κατά τα κρίσιµα χρονικά διαστήµατα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθµιζαν μέχρι 31.12.2017 η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με τη με αριθμό Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 4005/17-11-2017 και από 1.1.2018 μέχρι το τέλος η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, καθώς στις 15.5.2019 αυτός αποναυτολογήθηκε και η συλλογική σύμβαση ναυτική εργασίας  του έτους 2019 κυρώθηκε μετά την αποναυτολόγηση του και δεν κατέλαβε το διάστημα της τελευταίας απασχόλησης του σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού αυτή ίσχυσε αναδρομικά για το έτος από την ημέρα που άρχισε η ισχύς της και ανεξάρτητα από την κύρωση της με Υπουργική απόφαση, κατ’άρθρο 49 του ν. 4597/2019, η οποία κύρωση έλαβε χώρα σε κάθε περίπτωση µε τη με αριθμό ΥΑ 2242.5-1:5/56040/2019 που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 3170/12-10-2019 αντίστοιχα. Επομένως τα όσα περί μη μετενέργειας των σσνε των ετών 2017 και 2018 αναφέρονται στον πρώτο λόγο έφεσης της πλοιοκτήτριας είναι αβάσιμα και απορριπτέα σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 49 ν. 4597/2019 δεδομένου ότι όπως προκύπτει από την ανάγνωση των ατομικών συμβάσεων εργασίας του ναυτικού σε αυτές γινόταν ειδική αναφορά στην “εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο”. Επιπλέον θα απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως με το οποίο η πλοιοκτήτρια παραπονείται ότι η εκκαλουμένη υπολόγισε την υπερωριακή απασχόληση του έτους 2018 με την προβλεπόμενη από τη σσνε του έτους 2018 αμοιβή και όχι με αυτή του έτους 2017.

Περαιτέρω πρέπει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη ατομική σύμβαση εργασίας, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ορίζεται ότι ο μηνιαίος μισθός του ναυτικού θα είναι κλειστός, ότι διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη ότι στον κλειστό μισθό συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα σσνε. Ορίστηκε επίσης ότι ο ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέρα του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του.  Επιπλέον στους συμπληρωματικούς όρους που συμφωνήθηκαν αμοιβαία αναφέρεται ότι “1. Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τις τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση” και “4. Σε  περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται σπό την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η εταιρία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας”. Από τα παραπάνω επομένων δεν αποδεικνύεται αφενός ότι υφίσταται ρητή συμφωνία συμψηφισμού συγκεκριμένου ποσού το οποίο έφερε χαρακτήρα επιμισθίου και αφετέρου στην περίπτωση όμως που θεωρηθεί ότι υπάρχει κενό ερμηνείας στις πανομοιότυπες ατομικές συμβάσεις εργασίας, όλοι οι παραπάνω συμβατικοί όροι, ερμηνευόμενοι κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπουν οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία (ΕφΠειρ 402/2023, ΕφΠειρ 696/2023, ΕφΠειρ 485/2022, ΕφΠειρ 543/2022 όλες δημοσιευμένες σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Όμως από τις παραδοχές της εκκαλουμένης δεν αποδεικνύεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφαίρεσε το ποσό των 713,36 (453,56+259,08), αφού από τις παραδοχές της εκκαλουμένης αποδεικνύεται ότι αφαιρέθηκαν τα ποσά των 3.959,18 (7χ 458,44 + 183,38+ 257,07 + 213,94 +77,71) ευρώ και 4.335,45 (502,02 χ7 + 200,81+ 301,21 + 234,28 + 85,01) ευρώ από τις αμοιβές που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οφείλονται για το πρώτο διάστημα ναυτολόγησης. Ακολούθως το δεύτερο διάστημα ναυτολόγησης του 2018 αφαιρέθηκαν τα ποσά των 341,38 ευρώ και 311.75 ευρώ και τέλος για το διάστημα ναυτολόγησης του έτους 2009 αφαιρέθηκαν τα ποσά των 2.146,32 ευρω (467,62 χ 4 + 233,81+42,03) και 2.350,35 ευρώ δηλαδή  (512,06 χ 4 + 256,03 +46,08). Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω και σύμφωνα με αμφότερες τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις.

Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του ………….. που επίσης είχε εργαστεί στο συγκεκριμένο πλοίο με την ίδια ειδικότητα με αυτή του ενάγοντος και απολύθηκε λόγω τραυματισμού οι ναύτες εκτελούσαν δύο υποχρεωτικές τετράωρες φυλακές  ή βάρδιες κατά τις οποίες φρόντιζαν για την ασφάλεια του πλοίου, αλλά απασχολούνταν και σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου που επίσης ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναύτη στο παραπάνω πλοίο αυτό αναχωρούσε. Με βάση τα αναφερόμενα στην κατάθεση του σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το παρόν δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι όταν το πλοίο εκτελούσε νυχτερινό δρομολόγια η απασχόληση του ναυτικού έφτανε τις 14 ώρες ημερησίως, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  καθώς στα νυχτερινά δρομολόγια οι ναυτικοί πέραν των εργασιών συντήρησης εκτελούσαν κανονικά τις υπηρεσίες φύλαξης εργαζόμενοι διακοπτόμενα και κατά τις νυχτερινές ώρες, αλλά όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο ημέρα δεν υπερέβαινε τις 10 ώρες ημερησίως και όχι τις 11 όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έτσι ώστε ο οργανισμός του ναυτικού να αναπαύεται για να μπορέσει να εργαστεί τις ημερομηνίες που το πλοίο εκτελούσε νυχτερινό δρομολόγιο 14 ώρες αφού ουσιαστικά το πλοίο εκτελούσε διπλό δρομολόγιο τις 22 αναφερόμενες στην αγωγή και οι ώρες απασχόλησης αυξάνονταν. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι η απασχόληση του ανερχόταν σε 17 συνεχείς ώρες όπως ισχυρίζεται ο ναυτικός, διότι τέτοιου είδους απασχόληση στο ναυτικό επάγγελμα θα οδηγούσε με βεβαιότητα στην οργανική εξόντωση του εργαζόμενου αυτής της ηλικίας και αυτών των εργασιακών καθηκόντων. Μάλιστα όπως προαναφέρθηκε η δεκάωρη απασχόληση του ναυτικού αποδεικνύεται και από απόσπασμα της ένορκης βεβαίωσης που προσκομίζει μετ’επικλήσεως η εργοδότρια, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι το πλοίο αυτό απασχολείται σε δρομολόγιο ενός λιμανιού με επιστροφή και δεν πιάνει πολλά λιμάνια όπως τα πλοία στις Κυκλάδες. Το γεγονός ότι οι ναυτικοί υποχρεώνονταν από την εργοδότρια να υπογράφουν ανεπιφύλακτα το βιβλίο υπερωριών καθώς και το ότι ο ναυτικός δεν είχε υποβάλει προφορικό ή έγγραφο παράπονο δεν αποκλείει την υπερωριακή απασχόληση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εργοδότρια αφού λόγω της φύσεως του ναυτικού επαγγέλματος αποκλείεται ο έλεγχος από τις αρμόδιες επιθεωρήσεις εργασίας. Έτσι ο ναυτικός και δεν θα μπορούσε να αποδείξει τον ισχυρισμό του και θα υπέπιπτε στη δυσμένεια του εργοδότη του. Η υποβολή παραπόνων του εργαζόμενου στο πλοίο θα πρέπει να γίνεται εκτός του χώρου εργασίας και να εξετάζεται από υπαλλήλους ανεξάρτητους της εργοδότριας. Επίσης το γεγονός ότι το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 238/2023 σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς με τις εκεί παραπομπές). Για το λόγο αυτό εξάλλου καταβαλλόταν κλειστός μισθός ώστε να καλύπτει την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού. Μετά ταύτα, ο ενάγων δικαιούται: α) ως αµοιβή για υπερωριακή απασχόληση για τα χρονικά διαστήµατα από 1-1-2018 έως 12-3-2018 και από 13-4-2018 έως 14-10-2018 δηλαδή για 255 ημέρες για τις οποίες πρέπει να αναφερθεί ότι περιλαμβάνουν 38 Σάββατα και 7 αργίες, το Σάββατο της 29.9.2018 που το πλοίο δεν κινήθηκε και η εργασία ήταν 10 ώρες αφού και τις μέρες του απαγορευτικού ο ναυτικός εργαζόταν επί 10ωρο όπως και τις μέρες των ημερήσιων δρομολογίων, εκτελώντας φυλακές και εργασίες συντήρησης στο πλοίο, κατά τα προαναφερόμενα και δύο καθημερινές 24.1.2018 και 26.9.2018 που δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια και, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο ναυτικός απασχολήθηκε επί 2ωρο πέραν του οκταώρου. Όμως θα αφαιρεθούν οι 3 καθημερινές που οι ναυτικοί απήργησαν και δεν εργάστηκαν δηλαδή, 18.4.2018, 19.4.2018, 3.9,2018  δηλαδή : 1) για 35 Σάββατα και 7 αργίες (Πρωτοχρονιά, Θεοφανείων, 19.2 Καθ.Δ, Πρωτομαγιά, Αναλήψεως, 15.8 και 14.9 διότι τις υπόλοιπες αργίες του επίδικου διαστήματος δεν ήταν ναυτολογημένος) και συνολικά για 42 ηµέρες, το ποσό των (42 ηµέρες Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 50% σύμφωνα με τον υπολογισμό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εφαρμογή της ΣΣΝΕ του έτους 2017 αφού το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης από το ναυτικό)  4.221 ευρώ και  για 3 Σάββατα που το πλοίο εκτέλεσε και ηµερήσια δροµολόγια το ποσό των (3 ηµέρες Χ 14 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 50% σύμφωνα με τον υπολογισμό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εφαρμογή της ΣΣΝΕ του έτους 2017 αφού το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης από το ναυτικό) 422,10 ευρώ και συνολικά το ποσό των 4.643,1 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3959,18 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 683,92 ευρώ. 2) για 160 καθηµερινές, από τις οποίες θα πρέπει να αφαιρεθούν οι 3 καθηµερινές  που το πλοίο δεν εκτέλεσε δροµολόγια λόγω της απεργίας της ΠΝΟ και ο ναυτικός δεν απασχολήθηκε, αλλά όχι η 24.1.2018 και η 26.9.2018, κατά τα προαναφερόμενα, και 34 Κυριακές και συνολικά 191-3 =188 ηµέρες, το ποσό των (188 ηµέρες Χ 2 ώρες Χ 8,54 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 25%) 3.211,04 ευρώ και για 16 καθηµερινές και 3 Κυριακές που το πλοίο εκτέλεσε και ηµερήσια (διπλά) δροµολόγια το ποσό των (19 ηµέρες Χ 6 ώρες Χ 8,38 ευρώ (σύμφωνα με τον υπολογισμό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εφαρμογή της ΣΣΝΕ του έτους 2017 αφού το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης από το ναυτικό) αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 25%) 955,32 ευρώ και συνολικά το ποσό των 4.166,36 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 4.335,45 ευρώ και επομένως έχει εξοφληθεί για την αιτία αυτή. β) ως αµοιβή για υπερωριακή απασχόληση για το χρονικό διάστηµα από 12-12-2018 έως 31-12-2018 με την επισήμανση ότι αφενός και όταν το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια ο ναυτικός εργαζόταν επί 10ωρο και ότι σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε απαγορευτικό απόπλου στις 20.12.2018: 1) για 3 Σάββατα και 2  (25 και 26.12) αργίες και συνολικά 5 ηµέρες, το ποσό των (5 ηµέρες Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,25 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 50%) 512,5 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 311,75 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 200,75 ευρώ 2) για 11 καθηµερινές και 3 Κυριακές και συνολικά 14 ηµέρες, το ποσό των (14 ηµέρες Χ 2 ώρες Χ 8,54 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 25%) 239,12 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 341,38 ευρώ και έχει εξοφληθεί για την παραπάνω αιτία. γ) ως αµοιβή για υπερωριακή απασχόληση για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2019 έως 15-5-2019: 1) για 19 Σάββατα και 8 (1.1, 6.1, 11.3ΚαθΔ, 25.3, 26.4 Μεγ. Παρ., 28.4. Πάσχα, 29.4.Διακαινισίμου, 1.5) αργίες και συνολικά 27 ηµέρες, το ποσό των (27 ηµέρες Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,25 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 50%) 2.767,5 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.146,32 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 621,18 ευρώ, 2) για 89 καθηµερινές και 18 Κυριακές και συνολικά 107 ηµέρες, το ποσό των (107 ηµέρες Χ 2 ώρες Χ 8,54 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 25%, 1.827,56 ευρώ και για 1 ηµέρα που το πλοίο εκτέλεσε και ηµερήσιο δροµολόγιο το ποσό των (1 ηµέρα Χ 6 ώρες Χ 8,54 ευρώ αµοιβή υπερωριακής εργασίας µε προσαύξηση 25%) 51,24 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.878,8 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.350,35 ευρώ και συνεπώς έχει εξοφληθεί για την αιτία αυτή. Ακολούθως των ανωτερω ο πρώτος λόγος εφέσεως του ναυτικού περί 17ωρης υπερωριακής απασχόλησης κρίνεται απορριπτέος, ενώ αντίθετα θα πρέπει να γίνει κατά τα προαναφερόμενα ο δεύτερος λόγος εφέσεως του ναυτικού περί μη συμψηφισμού μέρους του κλειστού μισθού με την αξίωση λόγω της υπερωριακή του απασχόληση, ενώ θα πρέπει επίσης να γίνουν δεκτοί κατά ένα μέρος οι  δεύτερος και πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας και να εξαφανιστεί το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει την αγωγή στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), ώστε η οφειλόμενη από την πλοιοκτήτρια διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης να προσδιοριστεί σε 683,92 ευρώ για το πρώτο διάστημα ναυτολόγησης του που έχει περιοριστεί σε αναγνωριστικό σύμφωνα με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αφορά τα αιτήματα με στοιχεία Α1 και Α2. Για το υπόλοιπο διάστημα που αφορά το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής η οφειλή λόγω υπερωριακής απασχόλησης ανέρχεται σε 200,75 + 621,18= 821,93 ευρώ. Τα όσα δε αναφέρονται στο πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας περί λανθασμένου τρόπου υπολογισμού των υπερωριών κατά το μέρος που δεν αφορούν τις ημερομηνίες των απεργιών της ΠΝΟ είναι προεχόντως απορριπτέα ως αλυσιτελώς προβαλλόμενα, αλλά και αβάσιμα όπως αποδεικνύεται από την απλή ανάγνωση της εκκαλουμένης και τις ημερομηνίες που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια και ότι ακολούθως δεν οφείλεται αμοιβή για 17ωρη απασχόληση.

Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η  τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 της οικείας σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες),  χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237  226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354,  377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015,  647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος εφέσεως της πλοιοκτήτριας με τον οποίο αυτή παραπονείται για το γεγονός ότι συνυπολογίστηκε το επίδομα τροφής στα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας. Είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ο λόγος ως προς το διαφορετικό μέσο όρο υπερωριακής απασχόλησης καθώς παρουσιάζει συνάφεια με τον βάσιμο κατά ένα μέρος προαναφερόμενο δεύτερο λόγο περί μικρότερης υπερωριακής απασχόλησης από αυτήν που αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως, αφού κρίθηκε ήδη διαφορετικός αριθμός υπερωριών τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε ημερήσια ή δεν εκτελούσε δρομολόγια. Ο εργαζόμενος δε αλυσιτελώς πλήττει το σχετικό κεφάλαιο περί επιδομάτων εορτών κατά το μέρος που παραπονείται ότι δεν συνυπολογίστηκε το επίδομα αδείας και το επίδομα τροφής, ενώ ο σχετικός τρίτος λόγος της εφέσεως του με τον οποίο αιτείται να συνυπολογιστεί μεγαλύτερη μέση υπερωριακή αμοιβή, η αμοιβή για τα εξπρές δρομολόγια και το επίδομα ιματισμού στα δώρα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως και σύμφωνα με την κρίση της εκκαλουμένης ως προς την εφαρμογή της συγκεκριμένης σσνε για το κάθε επίδικο διάστημα για τα δώρα εορτών, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά, ήτοι: α) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2018, δεδοµένου ότι εργάσθηκε από 1-1-2018 έως 12-3-2018 και από 13-4-2018 έως 30-4-2018 το ποσό των: βασικός µισθός ευρώ 1157,99 ευρώ+ επίδοµα Κυριακών ευρώ 254,76 ευρώ +ανθυγιεινό επίδοµα ευρώ 35,22 ευρώ +επίδοµα αδείας µετά τροφοδοσίας ευρώ 417,13 ευρώ (βασικός µισθός 1157,99 ευρώ + επιδ. Κυριακών 254,76 ευρώ) : 22 Χ 5 ημέρες=321,08 + (19,21 ευρώ Χ 5) =96,05]+ τροφοδοσία 576,30 ευρώ+ µέσος όρος υπερωριακής αµοιβής (4.643,1 + 4.166,36 ευρώ υπερωριακή αµοιβή για τα χρονικά διαστήµατα από 1-1-2018 έως 12-3-2018 και από 13-4-2018 έως 14-10-2018 ίσον 8.809,46 ευρώ δια 255 ηµέρες των χρονικών αυτών διαστηµάτων Χ 30 ηµέρες) 1.036,41 ευρώ και συνολικά 3.477,81 ευρώ µηνιαίες αποδοχές Χ 1/2 Χ 1/15 για κάθε οκταήµερο εργασίας Χ 11 οκταήµερα (88:8) ίσον 1.275,20 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 903,18 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 372,02 ευρώ, β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2018, δεδοµένου ότι εργάσθηκε από 1-5-2018 έως 14-10-2018 το ποσό των (3.477,81 µηνιαίες αποδοχές ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήµερο Χ 8,78 δεκαενναήµερα (167:19)) 2.442,81 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1696,77 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 746,04 ευρώ, γ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2018, δεδοµένου ότι εργάσθηκε από 12-12-2018 έως 31-12-2018 το ποσό των: βασικός µισθός ευρώ 1181,15 ευρώ, επίδοµα Κυριακών ευρώ 259,85 ευρώ, ανθυγιεινό επίδοµα ευρώ 35,92 ευρώ, επίδοµα αδείας µετά τροφοδοσίας ευρώ 425,45 ευρώ [(βασικός µισθός 1181,15 ευρώ + επιδ. Κυριακών 259,85 ευρώ) : 22 Χ 5 ηµέρες=327,5 + (19,59 ευρώ Χ 5)=97,95], τροφοδοσία 587,70 ευρώ, µέσος όρος υπερωριακής αµοιβής (512,5 + 239,12 ευρώ υπερωριακή αµοιβή για το χρονικό διάστηµα από 12-12-2018 έως 31-12-2018 ίσον 751,62 ευρώ δια 20 ηµέρες των χρονικών αυτών διαστηµάτων Χ 30 ηµέρες) 1.127,43 ευρώ και συνολικά 3.617,5 ευρώ µηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήµερο Χ 1,05 δεκαενναήµερο) 303,87 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 205,53 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 98,34 ευρώ, δ) για δώρο Πάσχα 2019 δεδοµένου ότι εργάσθηκε από 1-1-2019 έως 30-4-2019 το ποσό των: βασικός µισθός ευρώ 1181,15 ευρώ, επίδοµα Κυριακών ευρώ 259,85 ευρώ, ανθυγιεινό επίδοµα ευρώ 35,92 ευρώ, επίδοµα αδείας µετά τροφοδοσίας ευρώ 425,45 ευρώ [(βασικός µισθός 1181,15 ευρώ + επιδ. Κυριακών 259,85 ευρώ): 22 Χ 5 ηµέρες + (19,59 ευρώ Χ 5)], τροφοδοσία 587,70 ευρώ, µέσος όρος υπερωριακής αµοιβής (2.767,5 +1.878,8 ευρώ υπερωριακή αµοιβή για το διάστηµα από 1-1-2019 έως 15-5-2019 ίσον 4.646,30 ευρώ δια 135 ηµέρες των χρονικών αυτών διαστηµάτων Χ 30 ηµέρες) 1.032,51 ευρώ και συνολικά 3.522,58 ευρώ µηνιαίες αποδοχές Χ 1/2 ίσον 1.761,29 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.228,32 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 532,97 ευρώ, ε) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2019, δεδοµένου ότι εργάσθηκε από 1-5-2019 έως 15-5-2019 το ποσό των (µηνιαίες αποδοχές 3.522,58 ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήµερο Χ 0,78 δεκαενναήµερα) 219,81 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 181,63 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 38,18 ευρώ. Επομένως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού τέταρτου λόγου εφέσεως της εργοδότριας θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει την υπόθεση ως προς αυτό κατ’ουσίαν (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) επιδικάζοντας ως διαφορά επιδομάτων εορτών το ποσό των 1.787,55 (38,18+532,97+746,04+372,02+98,34) ευρώ εντόκως.

Σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΑΚ περί δήλης ημέρας “Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα,  ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε  από 2 Απριλίου  2012, των άρθρων 2 και 113 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.14 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021 κατά το οποίο “14. Για το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας.”, και του άρθρου 74 παρ.15  Ν.4690/2020,ΦΕΚ Α 104/30.5.2020 με το οποίο ορίστηκε ότι για το χρονικό διάστημα της αναστολής  λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 -31.5.2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας, περί τόκου επιδικίας : «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.». Με τον τελευταίο (4ο λόγο εφέσεως) ο εργαζόμενος ναυτικός παραπονείται διότι αναιτιολόγητα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και έκανε δεκτό ισχυρισμό της πλοιοκτήτριας περί εύλογης αντιδικίας, επιδικάζοντας μόνο τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας. Ο λόγος αυτός όμως κρίνεται απορριπτέος διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πέραν του ότι τα ποσά που τελικά επιδικάζονται είναι ελαφρώς μικρότερα σε σχέση με αυτά που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι ευλόγως αντιδίκησε η εναγομένη πλοιοκτήτρια. Επομένως η συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί και επομένως κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το κεφάλαιο αυτό, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός τέταρτος λόγος εφέσεως του ναυτικού περί του αντιθέτου,.

Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η έφεση του ναυτικού και να γίνει κατά ένα μέρος μόνο δεκτή η έφεση της πλοιοκτήτριας κατ’ουσίαν να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) και ως προς τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό ………/2022 αγωγή η οποία έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες στις προαναφερόμενες στις νομικές σκέψεις διατάξεις (άρθρα 648 επ., 653, 655, 340,341, 345, 346 ΑΚ, άρθρα 53, 54, 57, 60, 84 του προϊσχύοντος Κ.Ι.Ν.Δ, 70 ΚΠολΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» και τις προαναφερόμενες σσνε. Στη συνέχεια η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αφενός να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 683,92 ευρώ και αφετέρου να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 2.609,48 (1787,55+821,93) ευρώ και αμφότερα τα ποσά εντόκως από 16.5.2019 με τον τόκο υπερημερίας ως πρωτοδίκως και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων μερών (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις από 29.6.2022 και 17.5.2023 και με αριθμούς κατάθεσης ……../2022 και ……/2023 και προσδιορισμού ……./2022 και ………/2023 εφέσεις κατά της με αριθμό 1539/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 17.12.2019 με αριθμό κατάθεσης ………./2022 αγωγής,

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις

Απορρίπτει κατ’ουσία τη με αριθμό …/…./.2022 (……../2022) έφεση και ο,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν τη με αριθμό ../…/2023 ( ………/2023) έφεση

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1539/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση επί της από 17.12.2019 με αριθμό κατάθεσης ………/2022 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………../2022 αγωγή

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εξακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (683,92) εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας  και επιπλέον

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων εννέα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών του ευρώ (2.609,48) εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 22 Φεβρουαρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ