Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 109/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 109 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 6.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 27.5.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……) αγωγής κατά των εφεσιβλήτων, και β) η από 6.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……) έφεση των επίσης εν μέρει πρωτοδίκως ηττηθέντων πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και του εν όλω νικήσαντος τρίτου εναγομένου της αγωγής αυτής, κατά της υπ’αριθμ. 2641/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, ενώ απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως προς τον τρίτο, και, επιπροσθέτως, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 9.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων της αγωγής αυτής κατά της εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……», λόγω μη καταβολής από τους παρεμπιπτόντως ενάγοντες του προσήκοντος στο αντικείμενο της σωρευομένης στο δικόγραφο της προσεπίκλησης παρεμπίπτουσας αγωγής τους τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω διότι το αντίστοιχο κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν προσβάλλεται από τους εκκαλούντες με τις προαναφερθείσες εφέσεις τους, και, συνεπώς, αποτελεί κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η εκ των εν προκειμένω συνεκδικαζομένων εφέσεων από 6.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ασκηθείσας κατά των εφεσιβλήτων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 27.5.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) αγωγής, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτόν, αφενός μεν απαιτήσεών του απορρεουσών από σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου στο αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο θαλαμηγό πλοίο, κυριότητας του πρώτου των εναγομένων φυσικού προσώπου, και τελούντος υπό τη διαχείριση της δεύτερης εξ αυτών αλλοδαπής εταιρίας, αντισυμβαλλομένης του επιπροσθέτως στην εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης, συμβληθείσας διά του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του πλοίου αυτού, ως αντιπροσώπου της, αφετέρου δε απαιτήσεις του αποζημίωσης λόγω του τραυματισμού του σε εργατικό ατύχημα, που φέρεται ότι έλαβε χώρα επί της διαβάθρας του πλοίου κατά την επιβίβασή του σ’αυτό, κατά της υπ’αριθμ. 2641/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, 1) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, ενώ απορρίφθηκε κατ’ουσίαν εν όλω ως προς τον τρίτο, και 2) απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η με αυτήν συνεκδικασθείσα από 9.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) προσεπίκληση των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων της αγωγής αυτής κατά της εταιρίας με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «………», ως δικονομικής τους εγγυήτριας, μετά της σωρευομένης στο αυτό δικόγραφο παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, λόγω μη καταβολής του προσήκοντος στο αντικείμενο της παρεμπίπτουσας αγωγής τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, ερήμην των παρεμπιπτόντως εναγόντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ….), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 6.6.2017 (όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 24.7.2017, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 6.6.2017), και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), στρεφόμενη κατά των κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης που τον βλάπτουν, και αφορούν την απόρριψη εν όλω ή εν μέρει κονδυλίων της αγωγής του. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 12,522,525 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δε δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής ως άνω αξίωσης, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΟλΑΠ 12/1989, ΑΠ 821/2010 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 516 του ΚΠολΔ: «Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι (παρ.1). Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (παρ.2).». Συνεπώς, δικαίωμα έφεσης έχει πρωτίστως ο ηττηθείς διάδικος, ενώ ο νικήσας διάδικος μόνο αν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκου μέσου. Τέτοιο έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του νικήσαντος διαδίκου, η συνδρομή του οποίου κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου, συντρέχει όταν, παρά τη νίκη του, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ειδικότερα, αν από αυτήν δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν, δηλαδή, η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της, φέροντας, έτσι, στοιχεία (προσόντα) διατακτικού (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1532/2011, ΑΠ 1947/2009, ΕφΑθ 39/2011 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Όμως, οι πλεοναστικές αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, όπως και τα ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικά και χωρίς να υπάρχει ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης είναι όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις αυτής. Κατ’εξαίρεση, επομένως, μπορεί να γεννάται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από το διάδικο που νίκησε προς αποτροπή αυτού (ΑΠ 226/2014, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 653/2010, ΕφΠειρ 129/2015, ΕφΠειρ 77/2015 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνον το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (τον νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας αυτά στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο, ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή τον νομικό χαρακτηρισμό, που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία, που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1137/2006, ΕφΑθ 22825/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από  6.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεση των επίσης εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό πρώτου και δευτέρου των εναγομένων και εν όλω νικήσαντος τρίτου εναγομένου της αγωγής αυτής κατά της ιδίας ως άνω απόφασης έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 7.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 6.6.2017 (όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 7.11.2017, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 6.6.2017), και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Με την ένδικη έφεση οι εναγόμενοι παραπονούνται κατά της πρωτόδικης απόφασης, προσβάλλοντας τόσο τη διάταξη του διατακτικού αυτής, με την οποία όσον αφορά τους πρώτο και δεύτερη, έγινε δεκτή η αγωγή του ενάγοντος, και υποχρεώθηκαν αυτοί εις ολόκληρον, ο εξ αυτών πρώτος, περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, και η δεύτερη απεριόριστα, να του καταβάλουν, το ποσό των 1.297,29 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από τις 26.6.2015, επομένη της απόλυσής του, μέχρι την εξόφληση, όσο και συγκεκριμένες αιτιολογίες της. Ειδικότερα, όσον αφορά τις αιτιολογίες επικαλούνται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι ο ενάγων τραυματίσθηκε στο αριστερό άνω άκρο, και δη στο σημείο του καρπού, από πτώση του στη διαβάθρα του πλοίου στις 25.2.2015, και ενώ είχε ήδη απολυθεί από τον πλοίαρχο στο Λιμεναρχείο του Βόλου, πλην όμως ότι το εν λόγω ατύχημα, που συνέβη μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του, δεν είναι εργατικό, και, επομένως, για την εκδίκαση των εξ αυτό απορρεουσών αγωγικών αξιώσεών του, οι οποίες στο σύνολό τους υπερβαίνουν το ποσό των 250.000, καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (και μάλιστα το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), στο οποίο μάλιστα δεν παρέπεμψε την υπόθεση, αλλά απέρριψε τα αντίστοιχα κονδύλια, καθώς, όπως ισχυρίζονται, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι τέτοιο συμβάν ουδέποτε έλαβε χώρα κατά την επιβίβαση του ενάγοντος στο πλοίο τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Ως προς το λόγο αυτό σημειωτέον ότι οι εκκαλούντες, παρότι  ουσιαστικά εν όλω νικήσαντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι αναφορικά με τα κονδύλια, που συνδέονται με το επικαλούμενο στο αγωγικό δικόγραφο ναυτεργατικό ατύχημα, ο δε τρίτος αν και νικήσας διάδικος ως προς το σύνολο των αγωγικών κονδυλίων, καθώς ως προς αυτόν η αγωγή απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν, έχουν εντούτοις έννομο συμφέρον να ασκήσουν έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης και να ζητήσουν την εξαφάνισή της, κατά τις προαναφερθείσες, εσφαλμένες, κατά τους ισχυρισμούς τους, αιτιολογίες, από τις οποίες, όμως, βλάπτονται, εφόσον εξ αυτών θα παραχθεί με την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης δεδικασμένο σε βάρος τους σε άλλη τυχόν δίκη με τον αντίδικό τους, ως προς το γεγονός της πτώσης του τελευταίου στη διαβάθρα του πλοίου, που φέρεται ότι προκάλεσε τον τραυματισμό του, και, συνεπώς, η άσκηση της έφεσης από πλευράς τους αποσκοπεί στην αποτροπή της δημιουργίας του δυσμενούς ως προς τούτο δεδικασμένου, καθώς αποτελούν αυτές αναγκαίο στοιχείο της αξίωσης του ενάγοντος, που κρίνεται στη δίκη, προς επιδίκαση αποζημίωσης και στηρίζεται ακριβώς στην παραδοχή ότι έλαβε χώρα το εν λόγω συμβάν, το οποίο χαρακτηρίζεται απ’αυτόν ως ναυτεργατικό ατύχημα, και της αντίστοιχης ευθύνης των εναγομένων προς καταβολή των με αυτό σχετιζομένων και αιτουμένων χρηματικών ποσών, πρόκειται, δηλαδή, περί αιτιολογιών, που φέρουν προσόντα διατακτικού, και όχι περί ζητημάτων, τα οποία κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς ανάγκη και πλεοναστικώς, ενόψει και του ότι το δεδικασμένο καλύπτει, μεταξύ άλλων, και την ιστορική αιτία της αγωγής,  η οποία αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, όπως είναι εν προκειμένω το γεγονός αυτό, διότι ως προς αυτό η κρίση ότι όντως έλαβε χώρα συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τη βασιμότητα των αξιώσεων του ενάγοντος, όπερ, άλλωστε, ουδόλως αμφισβητείται από τον τελευταίο, ο οποίος δεν αρνείται ειδικά τη συνδρομή στην κρινόμενη περίπτωση της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεσή τους, και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την από 27.5.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεσε ότι, όντας επαγγελματίας ναυτικός, κατήρτισε εγγράφως στις 16.11.2005 στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, προκαταρκτική σύμβαση ναυτικής εργασίας με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, διαχειρίστρια του υπό σημαία Σαουδικής Αραβίας θαλαμηγού πλοίου, με το όνομα «AL», μη συμβεβλημένου με το Ν.Α.Τ., πλοιοκτησίας του πρώτου εναγομένου, για λογαριασμό του οποίου συμβλήθηκε στην ανωτέρω σύμβαση ο τρίτος εναγόμενος, πλοίαρχος του πλοίου, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’αυτό με την ειδικότητα του Μάγειρα, για αόριστο χρονικό διάστημα, αντί μηνιαίου μισθού, που συμφωνήθηκε στο συνολικό ποσό των 4.700 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 950 ευρώ αφορούσε τις εισφορές του στο Ν.Α.Τ.  Ότι με νέα προφορική σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2009 στην Αθήνα, όπου ελλιμενιζόταν το ανωτέρω πλοίο, μεταξύ του ιδίου και του τρίτου εναγομένου, που ενεργούσε στη συμφωνία ως αντιπρόσωπος των λοιπών, ο μηνιαίος μισθός του αυξήθηκε στο ποσό των 5.000 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 1.000 ευρώ αναλογούσε στις εισφορές του υπέρ του προαναφερθέντος ασφαλιστικού του ταμείου για την εξαγορά του χρόνου υπηρεσίας του στο πλοίο αυτό. Ότι καθόλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του και μέχρι και τις 26.2.2015, όταν και απολύθηκε και λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, χωρίς δική του υπαιτιότητα, απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, όχι μόνο ως μάγειρας, όπως προσλήφθηκε, αλλά κατόπιν συμφωνίας του με τον πλοίαρχο/τρίτο εναγόμενο, και ως φροντιστής και θαλαμηπόλος, ομού μετά του έτερου ναυτολογημένου μάγειρα του πλοίου ….., με τον οποίο μοιραζόταν τις εργασίες των ανωτέρω ειδικοτήτων, χωρίς όμως να του καταβάλλονται οι αντίστοιχες αποδοχές, οι οποίες για το έτος 2014 μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015, ανέρχονται μηνιαίως, κατ’ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των μελών των πληρωμάτων των μεσογειακών τουριστικών πλοίων του έτους αυτού, που περισσότερο αρμόζει στην ένδικη περίπτωση, εφόσον πρόκειται περί ιδιωτικού σκάφους αναψυχής, που εκτελεί πλόες στο χώρο της Μεσογείου, για μεν την ειδικότητα του φροντιστή στο ποσό των 3.473,62 ευρώ, για δε την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο ποσό των 2.223,44 ευρώ, εκ των οποίων δικαιούται το ήμισυ, ήτοι το ποσό των 1.736,81 ευρώ και των 1.111,72 ευρώ αντίστοιχα. Ότι στις 25.2.2015 επιστρέφοντας στο πλοίο, το οποίο τότε ελλιμενιζόταν στον εμπορικό λιμένα του Βόλου, από το οικείο Λιμεναρχείο, όπου είχε μεταβεί, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για προηγηθείσα απαξιωτική προς το πρόσωπό του συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου, κατά την επιβίβασή του σ’αυτό, χωρίς να φορά ειδικά αντιολισθητικά υποδήματα, εφόσον δεν του είχαν χορηγηθεί ώστε να κινείται με ασφάλεια στους χώρους του πλοίου, γλίστρησε λόγω του κλυδωνισμού του πλοίου από τον επικρατούντα την ώρα εκείνη έντονο κυματισμό, εξαιτίας των πνεόντων ανέμων και της κυκλοφορίας μεγαλύτερων πλοίων στο λιμένα, και επέπεσε στην ολισθηρή και επικίνδυνη με κατηφορική κλίση από τον προβλήτα του λιμένα προς το πλοίο διαβάθρα, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά στο αριστερό άνω άκρο του. Ότι το ατύχημα αυτό οφειλόταν στη μη τήρηση στο πλοίο νόμων και κανονισμών ασφαλείας, καθώς και ότι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε λόγω της μη έγκαιρης παροχής από τον πλοιοκτήτη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, αφενός μεν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον 1) το ποσό των 1.854 ευρώ ως οφειλόμενη διαφορά  των προβλεπομένων στη σύμβαση εργασίας του μηνιαίων αποδοχών του για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015, με το νόμιμο τόκο από την 1.3.2015, 2) το ποσό των 188.364,72 ευρώ, το οποίο θα αποκέρδαινε από την εργασία του στο συγκεκριμένο πλοίο με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και απώλεσε λόγω του τραυματισμού του, εφόσον, σε διαφορετική περίπτωση, θα εξακολουθούσε να εργάζεται εκεί για 24 ακόμη μήνες τουλάχιστον, και αφορά στις συνολικές αποδοχές του του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, οι οποίες ανά μήνα διαμορφώνονται στο ποσό των 7.848,53 ευρώ (5.000 ευρώ ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός του για την παροχή εργασίας ως μάγειρας +  1,736,81 ευρώ το ήμισυ των αποδοχών του φροντιστή + 1.111,72 ευρώ το ήμισυ των αποδοχών του θαλαμηπόλου, κατά τα προεκτεθέντα), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα του ατυχήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής, 3) το ποσό των 3.000 ευρώ, που του οφείλεται ως πλασματική δαπάνη για την πρόσληψη και απασχόληση νοσοκόμου, περιποιήτριας, οικιακής βοηθού, για χρονικό διάστημα 6 μηνών από τον τραυματισμό του, και συγκεκριμένα από 25.2.2015 έως 20.8.2015, κατά το οποίο αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και έχρηζε βοηθείας, το οποίο θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει, εάν τις υπηρεσίες αυτές δεν του προσέφερε η σύζυγός του, αμφότερα τα υπό στοιχεία 2 και 3 κονδύλια, συνολικού ποσού 191.364,72 ευρώ, εφάπαξ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που υπέστη λόγω του επισυμβάντος ναυτεργατικού ατυχήματος, κατά τις κοινές περί αδικοπραξιών διατάξεις, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα τέλεσης της αδικοπραξίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, 4) άλλως επικουρικώς το ποσό των 23.022,56 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία του από το ατύχημα, ισόσοση των αποδοχών της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο ως μάγειρας, φροντιστής και θαλαμηπόλος, για το χρονικό διάστημα από 25.2.2015 έως 20.8.2016 (176 ημερών), κατά το οποίο λόγω του τραυματισμού του κατέστη πλήρως ανίκανος προς εργασία, με βάση τις διατάξεις του ν.551/1915, 5) το ποσό των 7.848,53 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, ανερχόμενη με βάση τα προβλεπόμενα στη σύμβαση εργασίας του στις αποδοχές του ενός μηνός, τις οποίες προσδιορίζει στο ανωτέρω ποσό, προσθέτοντας στο ποσό των 5.000 ευρώ του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού του του μάγειρα, του ημίσεος του μηνιαίου μισθού του φροντιστή και του θαλαμηπόλου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της εργασιακής του σύμβασης, δηλ. από τις 27.2.2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής, 6) το ποσό των 325 ευρώ, που δαπάνησε συνολικά για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων, καθώς και 7) το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, αμφότερα τα υπ’αριθμ.6 και 7 κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αφετέρου δε, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν εις ολόκληρον, κατόπιν παραδεκτής τροπής μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε αναγνωριστικό ως προς τα κάτωθι αναφερόμενα κονδύλια, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε στις κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις του, 1) το ποσό των 39.879,42 ευρώ, που αποτελεί τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του των μηνών Ιανουάριος του 2014 έως Φεβρουάριος του 2015 για την εκτέλεση κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο και των καθηκόντων της ειδικότητας του φροντιστή και του θαλαμηπόλου, εκτός αυτών της ειδικότητας του μάγειρα, με την οποία ναυτολογήθηκε, οι οποίες ουδέποτε του καταβλήθηκαν, παρά την από πλευράς του παροχή εργασίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και 2) το συνολικό ποσό των 31.394,12 ευρώ, ως τους προβλεπομένους κατ’ανώτατο όριο στη διάταξη του άρθρου 66 παρ.2 του ΚΙΝΔ μισθούς ασθενείας, το οποίο αφορά ειδικότερα στις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ποσού 7.848,53 ευρώ, όπως αυτές διαμορφώνονται κατά τα προεκτεθέντα για τις υπηρεσίες που παρείχε στο πλοίο, για χρονικό διάστημα 4 μηνών, και δη από 25.2.2015 έως 25.6.2015, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός για τον αντίστοιχο μισθό του προηγουμένου μηνός, όταν και αυτός κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Περαιτέρω, οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων της ανωτέρω αγωγής άσκησαν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 9.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή τους κατά της εταιρίας με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «……..», με την οποία, αφενός μεν προσεπικάλεσαν αυτήν να παρέμβει υπέρ τους στην εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, ως δικονομική τους εγγυήτρια, η οποία φέρεται ότι δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους ασφαλιστικής σύμβασης ανέλαβε την  υποχρέωση της αντί ασφαλίστρου κάλυψης της ευθύνης τους προς καταβολή αποζημίωσης στα μέλη του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου σε περίπτωση τραυματισμού τους εξ ατυχήματος εντός αυτού, αφετέρου δε να υποχρεωθεί να τους καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, διότι οι σε βάρος τους εγερθείσες με την αγωγή απαιτήσεις εμπίπτουν στον ασφαλιστικό κίνδυνο. Επί των εν λόγω δικογράφων εκδόθηκε, ερήμην των προσεπικαλεσάντων – παρεμπιπτόντως εναγόντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2641/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού αμφότερα αυτά συνεκδικάσθηκαν α) ως προς μεν την αγωγή, αφού κρίθηκε ότι το ανωτέρω Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς ο πρώτος εναγόμενος είναι αλλοδαπός και στην αλλοδαπή εδρεύει επίσης και η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, καθώς και ότι είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις σ’αυτήν (απόφαση) ειδικότερα αναφερόμενες διατάξεις του εν προκειμένω εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ο εξ αυτών πρώτος περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, η δεύτερη απεριόριστα, το ποσό των 1.297,29 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από τις 26.2.2015 μέχρι την εξόφληση, ενώ απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η αγωγή ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια, αλλά και καθ’ολοκληρίαν ως προς τον τρίτο εναγόμενο, με τις παραδοχές ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο ως μάγειρας και μόνο, ειδικότητα με την οποία και ναυτολογήθηκε,  και όχι και ως φροντιστής και θαλαμηπόλος, και, επομένως, ότι δε δικαιούται και τις αντίστοιχες αποδοχές για την άσκηση των καθηκόντων και των συγκεκριμένων ειδικοτήτων, ότι στις 25.2.2015 μετά την απόλυσή του στο Λιμεναρχείο του Βόλου, όπου ελλιμενιζόταν το πλοίο, τραυματίσθηκε στον αριστερό καρπό, λόγω πτώσης του στη διαβάθρα, ενώ επιβιβαζόταν σ’αυτό, πλην όμως ότι το εν λόγω συμβάν δε φέρει το χαρακτήρα εργατικού ατυχήματος κατά τον ορισμό του ν.551/1915, εφόσον έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του, και, συνεπώς, οι εξ αυτού απορρέουσες αγωγικές αξιώσεις του, που υπερβαίνουν το ποσό των 250.000 ευρώ, δεν εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εισήχθη η υπόθεση προς εκδίκαση, και, επιπροσθέτως, υπάγονται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και δη στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού, στο οποίο όμως δεν παρέπεμψε την αγωγή προς κρίση κατά τα κονδύλια αυτά, ότι η δεύτερη εναγόμενη,αν και διαχειρίστρια του πλοίου, ευθύνεται  και η ίδια προσωπικά προς καταβολή στον ενάγοντα του κριθέντος ως οφειλομένου χρηματικού ποσού, διότι κατά τη σύναψη με αυτόν της σύμβασης εργασίας του δε δήλωσε ότι ενεργεί για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ενώ ο τρίτος εναγόμενος δεν ευθύνεται, καθόσον συμβλήθηκε στη σύμβαση αυτή ως αντιπρόσωπος της δεύτερης, και β) ως προς δε την προσεπίκληση μετά της σ’αυτήν σωρευομένης παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης κρίθηκε ότι απορριπτέα τυγχάνει στο σύνολό της κατ’ουσίαν λόγω μη καταβολής από τους παρεμπιπτόντως ενάγοντες του προσήκοντος στο αντικείμενο της παρεμπίπτουσας αγωγής τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν από αμφότερα τα διάδικα μέρη εφέσεις. Ειδικότερα: 1) O μεν εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 6.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεσή του παραπονείται κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που τον βλάπτει, με τον οποίο απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η αγωγή του, όσον αφορά τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων ως προς συγκεκριμένα κονδύλια, εν όλω ή εν μέρει, και καθ’ολοκληρίαν ως προς τον τρίτο εναγόμενο, ζητώντας για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του περί μη χαρακτηρισμού του τραυματισμού του ως εργατικού ατυχήματος, περί των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί και εκτελούσε στο συγκεκριμένο πλοίο, καθώς και περί των επιμέρους κονδυλίων της αποζημίωσης απόλυσης και των δεδουλευμένων αποδοχών του του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2014 και του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2015, και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την κρίση του επί της ευθύνης του τρίτου εναγομένου προς καταβολή των αιτουμένων με την αγωγή του χρηματικών ποσών, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του ως προς άπαντες τους εναγομένους. 2) Οι εν μέρει πρωτοδίκως ηττηθέντες πρώτος και δεύτερος των εναγομένων και ο εν όλω νικήσας τρίτος εναγόμενος της αγωγής αυτής με την από 6.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεσή τους επίσης παραπονούνται κατά της ανωτέρω απόφασης κατά τη διάταξη αυτής, που τους βλάπτει, με την οποία έγινε ως προς τους πρώτο και δεύτερη εξ αυτών εν μέρει δεκτή η αγωγή του εφεσιβλήτου ως ουσιαστικά βάσιμη, και υποχρεώθηκαν να του καταβάλουν το αναφερόμενο στο διατακτικό της χρηματικό ποσό, αλλά, παρότι νικήσαντες άπαντες, και κατά τις βλαπτικές και φέρουσες προσόντα διατακτικού αιτιολογίες της αναφορικά με την κατ’ουσίαν απόρρριψη των απορρεόντων εκ του επικαλουμένου στο αγωγικό δικόγραφο ναυτεργατικού ατυχήματος επιμέρους κονδυλίων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κατά τους ισχυρισμούς τους εσφαλμένη κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι στις 25.2.2015 έλαβε χώρα συμβάν πτώσης του ενάγοντος στη διαβάθρα του πλοίου, που προκάλεσε τον τραυματισμό του, ζητώντας, για τους αναλυτικά εκτιθέμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια και τις ανωτέρω αιτιολογίες της εκκαλουμένης, την εξαφάνιση αυτής, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή ως προς άπαντες, με την παραδοχή στο σκεπτικό της δευτεροβάθμιας απόφασης ότι σε κάθε περίπτωση τέτοιο γεγονός ουδέποτε έλαβε χώρα κατά την επιβίβαση του ενάγοντος στο πλοίο τη συγκεκριμένη ημερομηνία, που να προκαλέσει τον αναφερόμενο στην αγωγή τραυματισμό του. Σημειωτέον ότι το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά την κατ’ουσίαν απόρριψη της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων κατά της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας, λόγω της μη καταβολής του αναλογούντος στο αντικείμενό της τέλους δικαστικού ενσήμου δεν προσβάλλεται με έφεση από τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων και παρεμπιπτόντως ενάγοντες αντίστοιχα, ούτε οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της ένδικης διαφοράς, αλλά και περί της εν προκειμένω εφαρμογής του ελληνικού δικαίου επί της υπόθεσης.

Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314,ΜονΕφΠειρ 50/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε με το από 24.7/25.8.1920 β.δ. «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ’άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ , ισχύει δε και επί ναυτικής εργασίας, κατά τα άρθρα 2 του ιδίου νόμου και 66 περ. β΄ του κυρωθέντος με τον ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 45.767). Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσής της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευσή του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1072/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 του ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μόνο την αγωγή από τον ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη αυτής (ασφαλείας των εργαζομένων). Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 του ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35.891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 οπ.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την γένεση καθεμίας, τόσο της αξίωσης για επιδίκαση αποζημίωσης του ν.551/1915, όσο και της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα. Σε περίπτωση λοιπόν ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχείρησης είτε την περιορισμένη κατ’αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 – 932 του ΑΚ, εφόσον, όμως, στην δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στην μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μίας από αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή  ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 του ΑΚ, που αφορά τη διαζευκτική ενοχή, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μίας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (βλ. ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40.621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40.117). Εξάλλου, κατά το άρθρο 84 εδαφ. β΄του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Περαιτέρω, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιο­κτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικο­νομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρε­σιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντο­λή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχει­ριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιο­κτήτη (άρθρο 211 του ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υπο­χρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ι­διότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’επέκταση δεν ενέχεται ο ί­διος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’αυτόν (ΑΠ 57/2002, ΑΠ 476/1991, ΑΠ 1382/1989), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Ο διαχειριστής διαφέ­ρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και εί­ναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, και 216 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση, βλ.σχετ. ΜεφΠειρ 110/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής του πλοίου ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ’επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291, ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔ 1992.308, ΑΠ 752/1987 ΕΕΝ 1988.300, ΑΠ 1180/1984 ΕΕμπΔ 1985.502, ΕφΠειρ 5/2012 Πειρ Νομ 2012.168, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδαφ.α΄ και 2 του Ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συναπτών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι’απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού… Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο σύναψης της σύμβασης μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, Εφ Πειρ 235/2010 ΕΝΔ 2010.131, ΕφΠειρ. 305/2005 ΕΝΔ 2005.82). Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει κατάρτιση ης σύμβασης στην Ελλάδα (ΕφΠειρ 134/2000 ΔΕΕ 2000.1019, ΕφΠειρ 250/1996 ΕΝΑΥΤΔ 1996.344). Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου. Επίσης, αν η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερεις μήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δε συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, δηλαδή ασθένεια, η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΑΠ 961/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 66 ΚΙΝΔ «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθένειας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών {§ 1). Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται – και επί ατυχημάτων εκ βίαιου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (§ 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός (§ 3)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο μισθός ασθένειας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση τού άρθρου μόνου του Π.Δ. 1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παραγρ. 7 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2652/1953 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ A 299/9.10.1981), συνίσταται δε σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης. Δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ. 648/2008, ΕΝαυτΔ 36/388, ΕφΠειρ. 984/2001, ΠειρΝ 2002/277). Εάν δε ο ναυτικός έχει δύο ειδικότητες και ασκεί τα καθήκοντα και των δύο τούτων, δικαιούται να λάβει τους μισθούς και των δύο ειδικοτήτων, εκτός από το αντίτιμο τροφής, το οποίο δικαιούται μία μόνο φορά (ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2011.116). Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθένειας και λοιπών εξ αυτής παροχών είναι το τετράμηνο από της απόλυσης λόγω της ασθένειας (ΜονΕφΠειρ 951/2013 ΕλλΔνη 2014/151, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003/270). Η έναρξη της υποχρέωσης για την καταβολή του μισθού ασθένειας αρχίζει από τη λύση της σύμβασης λόγω ασθένειας, η οποία συμπίπτει κατά το πλείστον με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στη ξηρά (ΕφΠειρ. 498/2000, ΕΝαυτΔ 2008/281, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255). Προϋποθέσεις για τη γέννηση της εν λόγω αξίωσης αποτελούν, αφενός η σύναψη σύμβασης ναυτικής εργασίας και αφετέρου η λύση της σύμβασης αυτής λόγω ασθένειας, υπό την έννοια ότι η αξίωση καταβολής μισθού ασθενείας γεννάται μόνον στο πρόσωπο ναυτολογημένου ναυτικού και μάλιστα το πρώτον με τη λύση της σύμβασης λόγω ασθένειας, με αποτέλεσμα χωρίς σύναψη σύμβασης ναυτικής εργασίας ή/και πριν από τη λύση της σύμβασης αυτής ο ασθενήσας ναυτικός να μην έχει τις αξιώσεις του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, που θεσπίζονται σε βάρος του εργοδότη του ως ειδικότερη εκδήλωση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας των άρθρων 660 επομ. του ΑΚ (ΜονΕφΠειρ 311/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ. 1051/1982, ΕΝαυτΔ 11.32). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 66 ΚΙΝΔ, όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το άρθρο 19 α.ν. 373/1968, σε περίπτωση που ο ναυτικός ασθενήσει δικαιούται στο μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου, εφόσον δε η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί με αιτία την ασθένειά του και αυτός νοσηλεύεται έξω από πλοίο, έχει δικαιώματα στα νοσήλια και στο μισθό για όσο χρόνο διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως πέραν από τέσσερις μήνες. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋπόθεση παροχής της προστασίας είναι η ασθένεια του ναυτικού, η οποία, από απόψεως ναυτεργατικού δικαίου, νοείται ως ανώμαλη κατάσταση του σώματος ή του πνεύματος αυτού, η οποία έχει ως επακόλουθο είτε την ανάγκη θεραπείας, είτε τη μείωση ή εξαφάνιση της προς εργασία ικανότητας ή και αμφότερα. Στην προστασία του νόμου υπάγονται και οι ασθένειες οι οποίες εκδηλώνονται μετά τη λύση της σύμβασης, εφόσον θεωρηθούν ως “απότοκοι” της υπηρεσίας στο πλοίο, δηλαδή εκείνων των οποίων η γένεση ανάγεται χρονικώς στην υπηρεσία του πλοίου και η εκδήλωση γίνεται μετά τη λύση της σύμβασης, δηλαδή στον μετά την απόλυση χρόνο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 ν.δ. 3652/1953, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 295 παρ.2 του ΚΙΝΔ, όπως μεταγενέστερα τροπ. με π.δ. 1212/1981, η προστασία του ασθενούς ναυτικού για ασθένεια που προϋπήρχε της ναυτολόγησης και υποτροπίασε ή για ασθένεια χρόνια που παροξύνθηκε, ορίζεται σε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, παλιννόστηση και καταβολή του μισθού ασθενείας μέχρι δύο μήνες. Εάν ο πλοιοκτήτης ισχυριστεί ότι η ασθένεια του ενάγοντος υπήρχε κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού. Η προστασία που παρέχεται στο ναυτικό με τις πιο πάνω διατάξεις καλύπτει ολόκληρο το χρόνο της σχέσης ναυτικής εργασίας, αφορά δε ασθένεια οποιασδήποτε μορφής και οφειλόμενη σε οποιαδήποτε αιτία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται με ειδικές διατάξεις. Για την παροχή της προστασίας αυτής, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εργασίας και της ασθενείας, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τη θεμελίωση αξίωσης από εργατικό ατύχημα. Ασθένεια, δηλαδή, που εμφανίστηκε, υποτροπίασε, ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό. Ο παραπάνω μισθός ασθενείας δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί μισθό και περιλαμβάνει ό,τι ο ναυτικός αποκέρδαινε στο πλοίο πριν από την ασθένειά του, δηλαδή το βασικό μισθό, τα επιδόματα, το αντίτιμο τροφής, τα επιδόματα εορτών ακόμη και τα φιλοδωρήματα που τυχόν καταβάλλονταν (ΕφΠειρ 212/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το άρθρο 72  του ΚΙΝΔ ορίζει ότι: «… Η  σύμβασις  ναυτολογήσεως  δύναται  κατά πάντα χρόνον να λυθή δια καταγγελίας υπό του πλοιάρχου, μη υποχρεουμένου, όπως τηρήση προθεσμίαν καταγγελίας», το άρθρο 75 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα ότι: «… Εις την περίπτωσιν καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρον 72 ο ναυτικός δικαιούται εις αποζημίωσιν, εκτός εάν η καταγγελία    δικαιολογήται εκ παραπτώματος αυτού» και το άρθρο 76 του ιδίου Κώδικα ότι: «…Η κατά τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου αποζημίωσις συνίσταται εις  ποσόν ίσον  προς τον μισθόν δέκα πέντε ημερών…». Τα ανωτέρω ισχύουν είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρηθεί προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο, που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75 παρ.2 και 76 του ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (Εφ Πειρ.143/2011 ΕΝΔ 2012.30, Εφ.Πειρ.45/2010 ΕΝΔ 2010.405, Εφ.Πειρ.276/2005 ΕΝΔ 2005.92). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ και 105 παρ.2 του ΚΔΝΔ προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης κάθε μέλους αυτού, για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, οποτεδήποτε είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο, που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75 παρ.2 και 76 του ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του. Στη σύμβαση ναυτολόγησης δεν έχουν εφαρμογή οι περί καταγγελίας και μισθών υπερημερίας διατάξεις των άρθρων 656, 659 και 672 του ΑΚ και εκείνες του Ν.2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε. Η διάταξη δε του άρθρου 72 του ΚΙΝΔ, που παρέχει απόλυτο δικαίωμα στον πλοίαρχο να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης μέλους του πληρώματος οποτεδήποτε χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη λόγου γι’αυτή, εξαιτίας ακριβώς της μεγάλης ευθύνης του πλοιάρχου για την εξασφάλιση της τάξεως και συνεπώς δεν μπορεί κατά το άρθρο 3 του ΑΚ να αποκλεισθεί η εφαρμογή της με την ιδιωτική βούληση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010.405, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007.406, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 641/1995 ΝΝΔΕφΠειρ 1994-1995 σελ.362 με αναφορές σε νομολογία και συγγραφείς). Πρέπει να σημειωθεί ότι η καταγγελία από τον πλοίαρχο, αν έγινε σε ελληνικό λιμάνι και σε 30 ημέρες, αν έγινε σε λιμάνι αλλοδαπής, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο ημερολόγιο του πλοίου και στο ναυτικό φυλλάδιο του ναυτικού (άρθρα 62, 48, 105 παρ.2, 246 περ.α΄ του ΚΔΝΔ), η παράλειψη, όμως, των διατυπώσεων αυτών δεν επάγεται ακυρότητα, αλλά μόνο πειθαρχικές κυρώσεις (Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 του ΚΙΝΔ, σελ. 372, ΜονΕφΠειρ 539/2014, ΕφΠειρ.231/2013 (Μον.), ΕφΠειρ 143/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 62 παρ.1 του ΚΔΝΔ ορίζεται ότι “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήση την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441, 448 του ΚΠολΔ, μόνον όμως αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή, ή έγιναν ενώπιόν της, ή τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, δηλαδή από τη λιμενική ή την προξενική αρχή, όπως π.χ. για την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, για τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του (Βλ. Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121 σελ. 85-86, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση, 1994, Τέντε, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ι (2000), άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792, ΜονΕφΠειρ 212/2016, 353/2015, 539/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, εάν ο μισθός της σύμβασης ναυτολόγησης έχει συνομολογηθεί κατά μήνα, ο ναυτικός δικαιούται του μισθού των μηνών και ημερών, κατά τους οποίους διήρκεσε η ναυτολόγηση, εάν, όμως, η ναυτολόγηση διήρκεσε έλασσον του μηνός, ο ναυτικός δικαιούται πλήρους μηνιαίου μισθού, εκτός εάν η λύση της σύμβασης προήλθε εξ υπαιτιότητας ή εκ της αποκλειστικής βούλησης του ιδίου, οπότε δεν δικαιούται πλήρους μισθού, ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί ένσταση κατά της σχετικής αξίωσης του ναυτικού (EφΠειρ 231/2013, EφΠειρ 319/2013, Α΄δημοσίευση Nόμος, ΕφΠειρ 97/2012 ΕΝΔ 40.97). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γι’αυτό μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησης, να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς, και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ’ ελάχιστο όριο, τις πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές, εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΕφΠειρ 570/2006, ΕφΠειρ 747/2005 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησής του, να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στα νόμιμα χρονικά, όρια, όπως γίνεται συνήθως κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211), εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενό τους (ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.133, ΕφΠειρ 202/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-1997 σελ. 634, ΕφΠειρ 70/1997  ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996 – 1997 σελ. 632). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374 648 653 και 656 του Α.Κ. και 53 και 60 του ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374 648 653 και 656 του ΑΚ και 53 και 60 του ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου, όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιηθούν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα του εργαζομένου. Μπορεί, όμως να συμφωνηθεί έγκυρα, είτε ρητά είτε σιωπηρά, χρονικά μειωμένη απασχόληση του ναυτικού σε κάποια από τις περισσότερες εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει, με αντίστοιχη μείωση του μισθού που προσήκει στην εργασία αυτή να συνομολογηθεί δηλ. με τη σύμβαση ναυτολόγησης η λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης. Διάφορο είναι το θέμα που ρυθμίζεται με το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΙΝΔ, όπου η ενοχή για την κατανομή του μισθού των ελλειπόντων μελών του πληρώματος στους ναυτικούς, που επιβαρύνθηκαν με την εργασία τους, απορρέει, όχι από προϋπάρχουσα συμβατική δέσμευση των υπηρετούντων μελών του πληρώματος για την αναπλήρωση των ελλειπόντων, αλλ’ευθέως από το νόμο στην περίπτωση που η παραπάνω αναπλήρωση έγινε κατόπιν εντολής του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 111/1992 ΕΝΔ 1992.513). Δηλαδή εάν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 570/2006 ΕΝΔ 2006.359, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, ΕφΠειρ 76/1998 ΕΝΔ 1998.482).  Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. β΄του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/73 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ν.δ. 2651/53), το δε κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433). Συνεπώς, σε περίπτωση εκτέλεσης κατά συμφωνία, καθηκόντων κάποιας ειδικότητας η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσης στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος της σύμβασης, πολύ περισσότερο αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας, τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001, ΜονΕφΠειρ 160/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 286/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220, ΕφΠειρ 541/2012 ΕλλΔνη 2013.1648, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝΔ 2010.385, ΕφΠειρ 97/2008 ΕΝΔ 2008.102, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕφΠειρ 364/2005 ΕΝΔ 2005.348, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.132, ΕφΠειρ 642/2003 ΕΝΔ 2003.346, ΕφΠειρ 212/2002 ΕΝΔ 2002.200, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 2002.19). Τέλος, κατά το άρθρο 454 του ΚΠολΔ, αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφρασή του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας χώρας, σε οποιαδήποτε δε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το έγγραφο στα ελληνικά από πραγματογνώμονα. Συνεπώς, το ξενόγλωσσο έγγραφο, που προσάγεται χωρίς επίσημη και επικυρωμένη μετάφραση του, είναι απαράδεκτο ως αποδεικτικό μέσο, εκτός αν στη διαδικασία, με την οποία δικάζεται η υπόθεση, επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα προσαγόμενα χωρίς τη δέουσα μετάφραση ξενόγλωσσα έγγραφα (ΑΠ 1627/2010 ΧρΙΔ 2011.586, ΑΠ 1462/1996 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Η νομιμότητα των αποδεικτικών μέσων συναρτάται προς τη διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο  δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α΄87, ο οποίος ισχύει,σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2  του αυτού άρθρου και νόμου από 1.1.2016 «Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ «τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 7 εδαφ.α΄του ιδίου άρθρου «κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναφηλάφησης εφαρμόζονται οι διατάξεις, που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο», όπως το άρθρο 591 του ΚΠολΔ τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και ισχύει εν προκειμένω. Επομένως, είναι παραδεκτά και έγγραφα ανεπίσημα, άκυρα, ανυπόγραφα ή έγγραφα που φέρεται ότι έχουν σφάλματα, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. σχετ. ΜονΕφΔωδ 17/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος ….., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις προσκομιζόμενες στον πρώτο βαθμό καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, εξετασθέντων μαρτύρων …….. και ………, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ…… αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. ….. και …. αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς και τις παραδεκτά (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) προσκομιζόμενες το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στην κατ’έφεση δίκη  καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία των εναγομένων, εξετασθέντων μαρτύρων ………, …., και ….. ……., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ….. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……, περιέχονται δε στις υπ’αριθμ…… και … αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα, δοθείσες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επισήμανση ότι οι προσκομισθείσες από τους εναγομένους στον πρώτο βαθμό υπ’αριθμ. ……… ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ….., …, …, και ……. αντίστοιχα δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω μη νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί κατά την εξέτασή τους (έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι η κλήση του προς παράσταση κατά τη λήψη τους δεν περιείχε άπαντα τα προβλεπόμενα στη διάταξη του τροποποιηθέντος άρθρου 422 του ΚΠολΔ στοιχεία) και, συνεπώς, δε λαμβάνονται υπόψη για τον αυτό λόγο ούτε από το παρόν Δικαστήριο, παρότι επαναπροσκομισθείσες ενώπιόν του, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται και τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους εκκαλούντες/εφεσιβλήτους ξενόγλωσσα έγγραφα, τα οποία παρότι προσκομίζονται χωρίς επίσημη και επικυρωμένη μετάφραση, λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας (των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 και 621 επ. του ΚΠολΔ), όπως και στον πρώτο βαθμό με την εκκαλουμένη απόφαση, επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα προσαγόμενα χωρίς τη δέουσα μετάφραση ξενόγλωσσα έγγραφα, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων του αντιδίκου τους, που περιέχονται στην προσθήκη – αντίκρουση των δικών του προτάσεων, απορριπτομένων ως αβασίμων, πλην της προσκομιζομένης από τον ενάγοντα, τιτλοφορούμενης ως «βεβαίωσης», και φερομένης ως προερχόμενης από το ……., η οποία δε λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο, διότι ουσιαστικά πρόκειται περί μαρτυρίας γεγονότων από τρίτο πρόσωπο – μη διάδικο, η οποία, παρότι αφορά στην κρινόμενη υπόθεση, δε δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου ή του παρόντος Δικαστηρίου, ή με τη μορφή ένορκης βεβαίωσης, της προσκομιζομένης από τους εναγομένους από 26.10.2003 σύμβασης εργασίας του ….. (σχετικό τους υπ’αριθμ.44), η οποία δε λαμβάνεται υπόψη, διότι προσκομίσθηκε απαραδέκτως το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών τους, και όχι με τις προτάσεις τους (άρθρο 524 παρ.1 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του άρθρου 1 του ν.4335/2015, και, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ισχύει για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται από την 1η.1.2016 και εφεξής, όπως εν προκειμένω, η οποία δεν παραπέμπει αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στην κατ’έφεση δίκη στη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 στ΄ του ΚΠολΔ, ή στη διάταξη του άρθρου 237 παρ.2 του ιδίου Κώδικα, όπως επίσης έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν εν προκειμένω, καθώς τα κρινόμενα ένδικα μέσα έχουν αμφότερα ασκηθεί μετά την 1η.1.2016, που προβλέπουν τη δυνατότητα προσκόμισης στις ειδικές διαδικασίες και στην τακτική διαδικασία αντίστοιχα από τους διαδίκους, εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης και άλλων εγγράφων, για την αντίκρουση προταθέντων ισχυρισμών),  καθώς και 1) της υπ’αριθμ. πρωτ.1671/2018 απόφασης του Οργανισμού Λιμένος Βόλου, και 2) σχετικών δημοσιευμάτων του τοπικού ηλεκτρονικού τύπου, που προσκομίσθηκαν από τον ενάγοντα μετά την παρέλευση της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης εντός κλειστού φακέλλου, ο οποίος παραδόθηκε στη θυρίδα της Δικαστού του παρόντος Δικαστηρίου, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στις 16.11.2005 στη Τζέντα (Jeddah) της Σαουδικής Αραβίας, μεταξύ του ενάγοντος, έλληνα επαγγελματία απογεγεγραμμένου ναυτικού, κάτοχο ναυτικού φυλλαδίου με αριθμό ……..΄, και της δεύτερης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, ως διαχειρίστριας του υπό σημαία Σαουδικής Αραβίας πλοίου με την ονομασία «AL», εκπροσωπηθείσας κατά τη σύναψη της σύμβασης από τον τρίτο εναγόμενο, πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, ως αντιπρόσωπό της, συμφωνήθηκε όπως ο ενάγων ναυτολογηθεί στο εν λόγω πλοίο, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’αυτό ως μέλος του πληρώματός του με την ειδικότητα του Μάγειρα Α΄, αντί μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 4.700 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 3.750 ευρώ αποτελούσε το βασικό μισθό του, ενώ το υπόλοιπο ποσό αφορούσε τις εισφορές του στο ασφαλιστικό του Ταμείο το Ν.Α.Τ., καθώς το προαναφερθέν, υπό ξένη σημαία, πλοίο δεν ήταν συμβεβλημένο με σύμβαση ασφάλισης με το ανωτέρω ασφαλιστικό ταμείο, όπως άλλωστε αναφέρεται και στην αγωγή, περιληφθείσης, επομένως, στην εργασιακή του σύμβαση σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ειδικής συμφωνίας να του καταβάλλεται κάθε μήνα συγκεκριμένο ποσό για την αιτία αυτή, ώστε να εξαγοράσει το χρόνο υπηρεσίας του, που θα διανυόταν στο ως άνω πλοίο, διά της καταβολής των αναλογουσών στον ίδιο και τον πλοιοκτήτη εισφορών, τις οποίες διαφορετικά θα απέδιδε εξ ιδίων χρημάτων, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 37 του ν.792/1978, η οποία (συμφωνία) και είναι νόμιμη (βλ. Δ. Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο σελ. 474 επ., και ιδία 481, και επίσης ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΑΥΤΔ 2004.114, βλ. επίσης σχετικά με τη δυνατότητα εξαγοράς από το ναυτικό του χρόνου υπηρεσίας του σε πλοία με ξένη σημαία, μη συμβεβλημένα με το Ν.Α.Τ., ΔΕφΠειρ 153/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το ανωτέρω πλοίο είναι θαλαμηγό πλοίο (ιδιωτικό, όχι επαγγελματικό, σκάφος αναψυχής), πλοιοκτησίας του πρώτου εναγομένου, μήκους μέτρων 70,78, πλάτους μέτρων 11,3, και καθαρής ολικής χωρητικότητας 1.340,76 κόρων, το οποίο εκτελούσε πλόες αναψυχής στο χώρο της Μεσογείου για χρονικό διάστημα τριών περίπου μηνών κάθε έτους (από τις αρχές του μηνός Ιουλίου έως τις αρχές του μηνός Οκτωβρίου), ενώ κατά τους υπόλοιπους μήνες παρέμενε ελλιμενισμένο. Κατά το διάστημα, που το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες, φιλοξενώντας σπανιότερα τον πλοιοκτήτη και τα μέλη της οικογένειάς του, και κυρίως προσκεκλημένους του, μέλη του συγγενικού και φιλικού του περιβάλλοντος, το πλήρωμα προσέγγιζε τα 32 άτομα, αποτελούμενο από έλληνες και αλλοδαπούς (φιλιππινέζους) ναυτικούς, ενώ κατά τους υπόλοιπους μήνες του έτους δεν υπερέβαινε τα 17 – 18 άτομα, στη συντριπτική πλειοψηφία τους έλληνες ναυτικοί, καθώς οι αλλοδαποί αποναυτολογούνταν και επαναπατρίζονταν. Κατά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης εργασίας του ενάγοντος η με αυτόν συμβληθείσα δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρία, διαχειρίστρια του πλοίου, δε δήλωσε ρητά στον αντισυμβαλλόμενό της ότι ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως αντιπρόσωπός του, ως είθισται στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων, ούτε άλλωστε αναγράφηκε στη σύμβαση ότι συμβάλλεται με την ιδιότητα του άμεσου αντιπροσώπου του πρώτου εναγομένου, ώστε τα έννομα αποτελέσματα αυτής να αφορούν ευθέως τον τελευταίο, ως το υποκείμενο των σχετικών δικαιωμάτων και υπο­χρεώσεων, ούτε, όμως, η αντιπροσωπευτική της εξουσία μπορεί να συναχθεί εν προκειμένω από τις περιστάσεις, με αποτέλεσμα να υπέχει αυτή και προσωπική ευθύνη, πέραν του πλοιοκτήτη, έναντι του ενάγοντος για την εκπλήρωση των εκ της εν λόγω σύμβασης απορρεουσών υποχρεώσεων και να ενέχεται για την καταβολή των σ’αυτήν στηριζομένων απαιτήσεών του, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η ως άνω κρίση του να προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης. Όσον αφορά όμως τον τρίτο εναγόμενο, πλοίαρχο του πλοίου, που συμβλήθηκε στην ανωτέρω σύμβαση ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι της υπογραφής της έγγραφης αυτής σύμβασης, που έλαβε χώρα στην αλλοδαπή, όπερ δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, ο οποίος επίσης δεν αρνείται τη γνησιότητα της επ’αυτής υπογραφής του, ούτε την αναγραφόμενη σ’αυτό ημερομηνία σύνταξης και υπογραφής της,  προηγήθηκε, κατόπιν σταδίου διαπραγματεύσεων, άτυπη προφορική συμφωνία πρόσληψής του ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία και τους όρους της παροχής της εργασίας του, που συνήφθη στην Ελλάδα, όπου ελλιμενιζόταν τότε το πλοίο, προκειμένου στη συνέχεια να ναυτολογηθεί σ’αυτό, με το ίδιο πρόσωπο, ενεργήσαν υπό την αυτή ιδιότητα, με αποτέλεσμα ως τόπος κατάρτισης της σύμβασης να θεωρείται η Ελλάδα, όπου συνέπεσαν το πρώτον οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης των μερών, η δε εκ των υστέρων έγγραφη συμφωνία να έχει τυπικό, αποδεικτικό και μόνο χαρακτήρα, αφού ο ενάγων είχε ήδη προσληφθεί στην ημεδαπή, και δεν υπήρχε περίπτωση να μην απασχοληθεί στο πλοίο, ούτε υπήρξε εκεί (στη Σαουδική Αραβία) στάδιο διαπραγματεύσεων, και ο τρίτος εναγόμενος, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 1 του ν.762/1978, να ευθύνεται εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους για τις απαιτήσεις του ενάγοντος από την εργασιακή του σύμβαση, και τούτο διότι τέτοιο γεγονός εξ ουδενός αποδεικτικού μέσου προέκυψε, ώστε να σχηματισθεί περί αυτού πλήρης δικανική πεποίθηση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το ότι χορηγήθηκε στον ενάγοντα η από 4.5.2009 άδεια αποδημίας από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά προκειμένου να αναχωρήσει για τη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας για να ναυτολογηθεί στο ανωτέρω πλοίο, όπερ έχει αναγραφεί και στο ναυτικό του φυλλάδιο, ούτε από το ότι η δεύτερη εναγόμενη πράγματι επιμελήθηκε του εφοδιασμού του με αεροπορικό εισιτήριο για τη μετάβασή του στη Τζέντα από την Αθήνα με πτήση της 12ης.11.2010, ως μέλος του πληρώματος της εν λόγω θαλαμηγού, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 12.11.2010 έγγραφο της δεύτερης εναγομένης, διότι αμφότερα τα προαναφερθέντα ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο του μη αμφισβητουμένου από τους διαδίκους χρόνου σύνταξης και υπογραφής της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, και, συνεπώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι εκ των πραγμάτων πρόσφορα προς απόδειξη προγενέστερης κατάρτισης προφορικής συμφωνίας πρόσληψής του στο πλοίο αυτό. Εξάλλου, τέτοια προγενέστερη της έγγραφης σύμβασης άτυπη συμφωνία του ενάγοντος με τον τρίτο των εναγομένων ως αντιπρόσωπο της δεύτερης εξ αυτών αναφέρεται το πρώτον στην έφεση του ενάγοντος, ενώ στην αγωγή του γίνεται λόγος περί της έγγραφης σύμβασης της 16ης.11.2005, με την οποία προσλήφθηκε για να απασχοληθεί ως μάγειρας στη θαλαμηγό, όπου και πράγματι σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ναυτολογήθηκε στη συνέχεια, καθώς και περί μεταγενέστερης συμφωνίας τους, καταρτισθείσας στην Αθήνα με τον τρίτο εναγόμενο, ενεργήσαντα υπό την αυτή ιδιότητα,  με την οποία (συμφωνία) οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος απλώς αυξήθηκαν στο ποσό των 5.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 4.000 αποτελούσε το βασικό «κλειστό» μισθό του και το υπόλοιπο των 1.000 ευρώ τις ασφαλιστικές του εισφορές προς το Ν.Α.Τ., προς εξαγορά του χρόνου υπηρεσίας του στο πλοίο κατά τα προεκτεθέντα. Σημειωτέον ότι μεταγενέστερη συμφωνία περί αύξησης των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος στο ανωτέρω ποσό πράγματι έλαβε χώρα, ο δε τόπος κατάρτισης αυτής, όμως, στην αλλοδαπή ή την ημεδαπή, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω αναφορικά με την ευθύνη του τρίτου εναγομένου προς εκπλήρωση των αγωγικών απαιτήσεων, καθώς οι λοιποί όροι της αρχικής εργασιακής του σύμβασης του έτους 2005 παρέμειναν οι ίδιοι, αυτός εξακολούθησε να είναι ναυτολογημένος στο ανωτέρω πλοίο, όπως αναφέρεται και στην αγωγή, και η σύμβασή του αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ, τροποποιηθείσα ως προς το ύψος των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του και μόνο, χωρίς να προηγηθεί απόλυσή του και σύναψη νέας σύμβασης πρόσληψης και ναυτολόγησής του, ούτε, βέβαια η μεταγενέστερη αυτή συμφωνία, ο ακριβής χρόνος σύναψης της οποίας επίσης δεν ενδιαφέρει, υπέχει θέση νέας εργασιακής σύμβασης, αλλά τροποποιητικής συγκεκριμένου όρου της αρχικής. Επομένως, εφόσον η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος καταρτίσθηκε στην αλλοδαπή, ο τρίτος εναγόμενος, που συμβλήθηκε σ’αυτήν ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, δεν ευθύνεται σε κάθε περίπτωση και ο ίδιος προσωπικά, εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους, προς εκπλήρωση των όποιων υποχρεώσεων, που πηγάζουν από την ανωτέρω σύμβαση, με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 του ν.762/1978, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει κατάρτιση της εργασιακής σύμβασης στην Ελλάδα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον τρίτο εναγόμενο, αν και με διαφορετική αιτιολογία, χωρίς αναφορά στην ανωτέρω διάταξη, και χωρίς να διαλάβει σχετική διάταξη στο διατακτικό του, δεν υπέπεσε κατ’αποτέλεσμα σε σφάλμα περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ή την εκτίμηση των αποδείξεων, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον υπ’αριθμ.5 λόγο της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο και μέχρι τη λύση της εργασιακής του σύμβασης, που έλαβε χώρα στις 25.2.2015, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, απασχολήθηκε σ’αυτό ως Μάγειρας Α΄, ειδικότητα, με την οποία και ναυτολογήθηκε, έχοντας, ως επικεφαλής προϊστάμενος της κουζίνας, πρώτος στην ιεραρχία των μαγείρων, καθώς ο έτερος μάγειρας του πλοίου …..είχε προσληφθεί και ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του Μάγειρα Β΄, και επομένως ήταν ο άμεσος υφιστάμενος και ο κυριότερος βοηθός του, και όχι με αυτήν του Αρχιμάγειρα προϊσταμένου του, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό υπηρεσίας του για το έτος 2014, το οποίο φέρει σφραγίδα της Λιμενικής Αρχής Βόλου και υπογραφή του αρμοδίου αξιωματικού, αλλά, επιπροθέτως, σφραγίδα και υπογραφή του τρίτου εναγομένου, ως πλοιάρχου του πλοίου, που βεβαιώνει την ακρίβεια των σ’αυτό αναφερομένων στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνεται και η ειδικότητα του ανωτέρω ναυτικού (Μάγειρας Β΄), λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται από τους εναγομένους η σύμβαση εργασίας του, την επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας και καλής συντήρησης των διαμερισμάτων του μαγειρείου του πλοίου και των σκευών τους, της αφής της πυράς του μαγειρείου, της μεταφοράς των τροφίμων από τις τροφαποθήκες και τα ψυγεία στο μαγειρείο, της καθαριότητας και καλής συντήρησης των τροφίμων, που του διατίθεντο προς παρασκευή φαγητών, της έγκαιρης παρασκευής υγιεινών και εύγευστων εδεσμάτων για τα γεύματα, τόσο του πληρώματος (ελλήνων και αλλοδαπών), σε πλήρη και σε μειωμένη σύνθεση, ανάλογα με την περίοδο του έτους, όσο και των λοιπών επιβατών (του πλοιοκτήτη, και των μελών του οικογενειακού, συγγενικού και φιλικού του περιβάλλοντος, όταν φιλοξενούντο στο πλοίο), της παρασκευής άρτου και γλυκισμάτων, καθώς και της παρασκευής ιδιαιτέρων εδεσμάτων για τους ασθενείς, καθήκοντα, που εκτελούσε επαρκώς και ικανοποιητικώς, με επιμέλεια και ευσυνειδησία. Παράλληλα, όμως με τα καθήκοντα της κύριας ειδικότητας του μάγειρα ο ενάγων είχε επιφορτισθεί, κατόπιν ειδικής προφορικής συμφωνίας του με τον πλοίαρχο του πλοίου, και με αυτά του φροντιστή – τροφοδότη, με επίταση των δυνάμεών του, προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες του πλοίου σε εργαζόμενο της συγκεκριμένης ειδικότητας, που δεν είχε ναυτολογηθεί, καθώς, ομού μετά του υφισταμένου του ….., ήταν υπεύθυνος για την έγκαιρη προμήθεια για το πλοίο καλής ποιότητας τροφίμων και στην εκάστοτε αναγκαία ποσότητα για την παρασκευή εδεσμάτων ανάλογη με τον εκάστοτε αριθμό των επιβαινόντων, είτε μεταβαίνοντας ο ίδιος αυτοπροσώπως προς αγορά των κατάλληλων τροφίμων, προϊόντων και υλικών, που απαιτούντο καθημερινά για τον εφοδιασμό του μαγειρείου του πλοίου και την παρασκευή των γευμάτων του πληρώματος και των λοιπών επιβατών, όταν το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο, είτε, κυρίως όταν εκτελούσε πλόες, προγραμματίζοντας και πραγματοποιώντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ή όταν ανέκυπτε ανάγκη, τις αντίστοιχες παραγγελίες, όντας αρμόδιος για την κατάρτιση κατάστασης των υπαρχόντων επί του πλοίου τροφίμων, καθώς και αυτών, που κάθε φορά απαιτείτο να αγορασθούν, ώστε πάντοτε να υπάρχουν διαθέσιμα σε επαρκείς ποσότητες προς χρήση και ανάλωση από τους επιβαίνοντες, για την εποπτεία και επίβλεψη της τροφαποθήκης του πλοίου, τη διαχείριση, παραλαβή, καλή ποιότητα, και συντήρηση των τροφίμων σύμφωνα με τους όρους της υγιεινής, αλλά και για τη συντήρηση, ευταξία και απόλυτη καθαριότητα των χώρων αποθήκευσης και διατήρησης των τροφίμων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από τις καταθέσεις, τόσο της εξετασθείσας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής μάρτυρος του ενάγοντος συζύγου του Ελένης Μαρίνου, η οποία τον είχε πλειστάκις επισκεφθεί στην εργασία του και έχει ίδιαν αντίληψη περί της πρόσθετης απασχόλησής του ως φροντιστή με αρμοδιότητα την επιμέλεια για τον εφοδιασμό του πλοίου με τα απαραίτητα τρόφιμα, αλλά και από τη δοθείσα εκτός δίκης σε ένορκη βεβαίωση κατάθεση του υιού του ….., ο οποίος επίσης αναφέρει ότι πολλές φορές είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον πατέρα του, ενώ αυτός βρισκόταν εκτός πλοίου σε διάφορα καταστήματα αγοράζοντας τρόφιμα για το πλοίο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι και ο ίδιος ο ανωτέρω ….., επίσης ναυτολογημένος στο ίδιο πλοίο, σε ένορκη βεβαίωσή του, που δόθηκε στην κατ’έφεση δίκη, παρότι καταθέτει ότι είχε ναυτολογηθεί ως Αρχιμάγειρας, όπερ δεν αποδείχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, και, επομένως, ότι ήταν αυτός επικεφαλής της κουζίνας του πλοίου και υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, καθώς και ότι ο ίδιος έκανε τον προγραμματισμό των υλικών, που απαιτούντο για την παρασκευή των γευμάτων, τηλεφωνούσε στους προμηθευτές και παράγγελνε τα απαραίτητα τρόμιμα, εντούτοις αποδέχεται ότι κατά τα χρονικά διαστήματα του έτους, κατά τα οποία το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο στο λιμένα του Βόλου, ο ενάγων μετέβαινε, συνήθως άπαξ εβδομαδιαίως, με το θαλαμηπόλο ….., σε συγκεκριμένο ιχθυοπωλείο στο Βόλο για την αγορά ιχθύων για τις ανάγκες του πλοίου, έχοντας αναπτύξει προσωπική σχέση με το συγκεκριμένο έμπορο. Αντίθετα εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι ο ενάγων εκτελούσε επιπρόσθετα και καθήκοντα θαλαμηπόλου, που ειδικότερα συνίσταντο στο σερβίρισμα των γευμάτων στο πλήρωμα και τους λοιπούς επιβάτες, και στον καθαρισμό στη συνέχεια της τραπεζαρίας του πλοίου, διότι οι ανωτέρω εργασίες ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των ναυτολογημένων θαλαμηπόλων – καμαρότων, που πάντοτε απασχολούντο στο πλοίο, και μάλιστα σε επαρκή αριθμό ανάλογα με τις ανάγκες, ο οποίος, κατά τις περιόδους, κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε πλόες αναψυχής και φιλοξενούσε και άλλα πρόσωπα, πλην των μελών του πληρώματος, προσέγγιζε και τα 16 άτομα, όπως ορθά κατ’αποτέλεσμα δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο για την επιδίκαση στον ενάγοντα αποδοχών θαλαμηπόλου για το επίδικο χρονικό διάστημα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων απ’αυτόν με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του κατά το αντίστοιχο σκέλος του απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι για την εκτέλεση των πρόσθετων καθηκόντων του φροντιστή – τροφοδότη δεν καταβάλλονταν στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο οι αντίστοιχες στην παρασχεθείσα εργασία του αποδοχές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 25.2.2015 και ενώ το ανωτέρω πλοίο ελλιμενιζόταν στον εμπορικό λιμένα του Βόλου, και μάλιστα στον προβλήτα 3 αυτού (όπου, σημειωτέον παρέμενε ελλιμενισμένο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, όταν δεν εκτελούσε πλόες, στο ίδιο σημείο από το έτος 2007, και δη σε θέση πρόσδεσης και αγκυροβολίας, που είχε καθορισθεί από την Οργανισμό Λιμένα Βόλου Α.Ε., ως φορέα διαχείρισης και εκμετάλλευσης του λιμένα, και δεν είχε επιλεγεί από τον πλοιοκτήτη ή τη διαχειρίστρια εταιρία προς εξοικονόμηση δαπανών διά της καταβολής χαμηλότερων τελών ελλιμενισμού, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο ενάγων, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ. πρωτ. …….. έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου, που υπογράφει ο Λιμενάρχης Πλοίαρχος ….., και αποτελεί τον ενδεδειγμένο χώρο για τον ελλιμενισμό πλοίων διεθνών πλόων, δεδομένου ότι στο χώρο αυτό εφαρμόζονται διαδικασίες ασφαλείας, που προβλέπονται από τον κώδικα ISPS (International Ship and Port Facility Security Code), κατά τα αναφερόμενα στην από 7.9.2015 έκθεση ένορκης προανάκρισης της Πλωτάρχη του Λιμενικού Σώματος ………., Προϊσταμένης του Γραφείου Ανάκρισης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου), έλαβε χώρα απόλυσή του από τον τρίτο εναγόμενο, υπό την ιδιότητα του πλοιάρχου του πλοίου, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, και αντιπροσώπου του πλοιοκτήτη, ο οποίος κατήγγειλε τη σύμβαση ναυτολόγησής του, στη Λιμενική Αρχή Βόλου, όπου αμφότεροι είχαν μεταβεί, ενώπιον της Προϊσταμένης του οικείου Γραφείου Ναυτολογίας …….., Σημαιοφόρου του Λιμενικού Σώματος, παρουσία και του πράκτορα του πλοίου στο λιμένα του Βόλου ……., τεθείσης περί του γεγονότος αυτού από την ανωτέρω λιμενικό επί του ναυτικού του φυλλαδίου σφραγίδας με το εξής περιεχόμενο «ΑΠΕΛΥΘΗ ΕΚ ΤΟΥ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΛΙΜΕΝΑ ΒΟΛΟΥ Μ/Υ Θ/Γ AL ΣΗΜΑΙΑΣ Σ.ΑΡΑΒΙΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΩΣ ΜΑΓΕΙΡΑΣ Α΄. ΒΟΛΟΣ 25.2.2015», καθώς επίσης, κάτωθεν του προαναφερθέντος κειμένου, και της σφραγίδας της υπηρεσίας αυτής, καθώς και της υπογραφής της επιληφθείσης λιμενικού. Η ανωτέρω καταγγελία, η οποία στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΙΝΔ, του ελληνικού δικαίου κριθέντος ως εφαρμοστέου εν προκειμένω στη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και στην ένδικη υπόθεση εν γένει με την εκκαλουμένη απόφαση, παραδοχή, που δεν προσβάλλεται από τους διαδίκους με σχετικό λόγο έφεσης, χωρίς για την εγκυρότητα αυτής να απαιτείται να τηρηθεί προθεσμία, ούτε επίκληση συγκεκριμένου λόγου από τον πλοίαρχο, που να δικαιολογεί την απόλυση του ενάγοντος, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη [στην κρινόμενη περίπτωση ο τρίτος εναγόμενος επικαλέσθηκε μεν πλημμελή άσκηση από τον ενάγοντα των καθηκόντων του ως μάγειρα του πλοίου, και συγκεκριμένα ότι η απόδοσή του είχε μειωθεί λόγω της ηλικίας του,  έχοντας ήδη συμπληρώσει το 70ο έτος, με αποτέλεσμα αυτός (ο τρίτος εναγόμενος) να γίνεται αποδέκτης παραπόνων από το πλήρωμα και τους επιβάτες περί της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών του, που αφορούσαν κυρίως τον τρόπο παρασκευής των γευμάτων τους, προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή του να τον απολύσει, πλην όμως, η βασιμότητα ή μη του ισχυρισμού αυτού ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, είτε ευσταθεί, είτε όχι, στο κύρος της καταγγελίας, για την οποία δεν απαιτείται η συνδρομή σπουδαίου λόγου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε αρνήθηκαν ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης επικαλούμενοι παράπτωμά του, που προκάλεσε την καταγγελία της σύμβασής του, ούτε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 11 της ατομικής σύμβασης εργασίας του, που προβλέπει περιπτώσεις καταγγελίας της χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, αλλά προβάλλουν ένσταση εξόφλησης του ποσού αυτής), είναι έγκυρη και ισχυρή και επέφερε από τότε τη λύση της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος. Σημειωτέον πως ως προς το ότι κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία πράγματι έλαβε χώρα απόλυση του ενάγοντος, το ναυτικό του φυλλάδιο, στο οποίο η απόλυση καταχωρήθηκε, έχει την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων, διότι πρόκειται περί γεγονότος, που συντελέσθηκε ενώπιον της λιμενικής αρχής, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και δεν προσβάλλεται εν προκειμένω από τον ενάγοντα ως πλαστό, ενώ, επιπροσθέτως το γεγονός αυτό, όπως και την παρουσία του ενάγοντος στο Κεντρικό Λιμεναρχείο του Βόλου κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, επιβεβαιώνει και η ίδια η επιληφθείσα Λιμενικός ………. στην από 7.9.2015 ένορκη κατάθεσή της, η οποία ήταν επίσης παρούσα εκεί και έχει ίδιαν αντίληψη, ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας όσων συντελέσθηκαν υπό τα όμματά της, υπέγραψε δε και τη σχετική καταχώρηση στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος και έθεσε τη σφραγίδα της υπηρεσίας της κάτωθεν της καταχώρησης. Μάλιστα, οι όποιες πλημμέλειες κατά την καταχώρηση της καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου (δε φέρει θεώρηση της λιμενικής αρχής, και, επιπροσθέτως αναφέρεται σ’αυτήν εσφαλμένα η ειδικότητά του στο πλοίο ως μάγειρας Β΄) δεν καθιστούν άκυρη την καταγγελία αυτή, αλλά επισύρουν πειθαρχικές κυρώσεις και μόνο για τον πλοίαρχο, όπως έχει ήδη αναφερθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ούτε βέβαια επάγεται ακυρότητα της καταγγελίας η τυχόν ύπαρξη αξιώσεών του, απορρεουσών από την εργασιακή του σύμβαση, προς καταβολή οφειλομένων χρηματικών ποσών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Επιπροσθέτως αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η σύμβαση εργασίας του δε λύθηκε την ανωτέρω ημεροχρονολογία, αλλά διήρκησε μέχρι τον επαναπατρισμό του, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ.3α όρο της σύμβασης εργασίας του, που προβλέπει ότι «η διάρκεια της παρούσης συμβάσεως συνομολογείται ότι θα είναι ΕΠ’ΑΟΡΙΣΤΟΝ, αρχόμενης από της αναχωρήσεώς του από την Ελλάδα μέχρι της ημέρας επαναπατρισμού του», διότι εν προκειμένω η σύμβασή του καταγγέλθηκε στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Βόλο, όπου το πλοίο ελλιμενιζόταν, και όχι στην αλλοδαπή, ώστε να ανακύπτει εκ των πραγμάτων ζήτημα επαναπατρισμού του και να τυγχάνει εφαρμογής ο συγκεκριμένος όρος. Αποδείχθηκε επίσης ότι στον ενάγοντα οφείλονται οι αποδοχές για την πρόσθετη απασχόλησή του στο πλοίο ως φροντιστής των τροφίμων του μαγειρείου, οι οποίες δεν του καταβάλλονταν, και οι οποίες ζητούνται με την αγωγή μόνο για το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015. Καθώς ο ενάγων δε ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του φροντιστή, ώστε να συμφωνηθεί μηνιαίος μισθός, οφείλεται ο συνηθισμένος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 653 του ΑΚ, για την εξεύρεση του οποίου, εφόσον Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που να αφορά στα μέλη των πληρωμάτων των ιδιωτικών σκαφών αναψυχής, που εκτελούν πλόες χωρίς ναύλο, όπως είναι το εν λόγω πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε ο ενάγων, δεν έχει συναφθεί, ανακύπτει θέμα εφαρμοστέας εν προκειμένω Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση αναλογικά εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., η οποία και αρμόζει περισσότερο στο είδος του επίδικου πλοίου, είναι αυτή των μελών των πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.10./01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1665/24.6.2014) και αφορά, αφενός μεν τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν πλόες στον Μεσογειακό χώρο και τον Εύξεινο Πόντο και που δεν έχουν δρομολογηθεί κατά τις περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών διατάξεις, αφετέρου δε τα επιβατηγά τουριστικά πλοία που εκτελούν τουριστικούς πλόες εντός και εκτός του Μεσογειακού χώρου (άρθρο 1), και, συνεπώς προσήκει περισσότερο και στο επίμαχο επιβατηγό πλοίο, μη δρομολογημένο, που εκτελούσε πλόες εντός του Μεσογειακού χώρου. Σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για την πρόσθετη απασχόλησή του ως φροντιστής της κουζίνας του πλοίου για το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονται στο ποσό των 3.087,87 ευρώ [1.856,10 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για την ειδικότητα του φροντιστή + 408,34 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 823,43 ευρώ, η αποζημίωση μη χορηγηθείσης αδείας, υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας του, πλέον του μηνιαίου επιδόματος Κυριακών (1.856,10 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για την ειδικότητα του φροντιστή + 408,34 ευρώ το επίδομα Κυριακών Χ 1/22 Χ 8 ημέρες αδείας μηνιαίως), μη συνυπολογιζομένου σ’αυτές του προβλεπομένου στην εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. ποσού ως ημερησίου αντιτίμου τροφής, διότι αποδείχθηκε ότι αυτός κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του σιτιζόταν δωρεάν εντός του πλοίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ατομική σύμβαση εργασίας του, όπερ δεν αμφισβητήθηκε από τον ίδιο], εκ του οποίου πρέπει ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων να του καταβάλουν το ήμισυ, ήτοι το ποσό των 1.543,93 ευρώ, όπως ζητά με την αγωγή του, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με αποτέλεσμα να μη μπορεί το παρόν Δικαστήριο να επιδικάσει διάφορο και πλέον του αγωγικού αιτήματος, αν και, παρά τη μειωμένη ημερήσια απασχόλησή του, αφού με τα ίδια καθήκονα είχε επιφορτισθεί και ο ….., δικαιούται πλήρεις τις αποδοχές της ειδικότητας αυτής, άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του, διότι δεν επικαλείται συνομολόγηση με τον πλοίαρχο ως προς την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων ρήτρας υποαπασχόλησης, ή λόγους ανωτέρας βίας, που θα δικαιολογούσαν τις μειωμένες αποδοχές, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη,και συνολικά το ποσό των 21.615,02 ευρώ (1.543,93 ευρώ μηνιαίως Χ 14 μήνες), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έκαστος εις ολόκληρον, ο εξ αυτών πρώτος περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η κρίση αυτή να προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης, η δε δεύτερη απεριόριστα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο, που αφορούσε στην επιδίκαση στον ενάγοντα για το επίδικο χρονικό διάστημα του ημίσεος των αντίστοιχων μηνιαίων αποδοχών για την εκτέλεση και των καθηκόντων του φροντιστή, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με το αντίστοιχο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσής του. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2014 ο ενάγων δεν απασχολήθηκε στο πλοίο, διότι, κατ’εφαρμογή του όρου υπό στοιχεία 3β της ατομικής σύμβασης εργασίας του, χορηγήθηκε σ’αυτόν από τον πλοίαρχο άδεια άνευ αποδοχών για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, όπως επίσης και στα μέλη του πληρώματος ……. και … ….., άπαντες οι οποίοι επέστρεψαν στο πλοίο στις 31.12.2014, και ανέλαβαν και πάλι καθήκοντα σ’αυτό την 1η.1.2015, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται μισθού για το συγκεκριμένο μήνα της αδείας του, ο οποίος ακριβώς για το λόγο αυτό και δεν του καταβλήθηκε, ενώ αντίθετα έλαβε κανονικά τον μισθό του επομένου μηνός, κατά τον οποίο πράγματι και παρείχε την εργασία του, εξ ου και δεν τον ζητά με την αγωγή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο με τις αυτές παραδοχές, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον υπ’αριθμ.4 λόγο της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται τις συμφωνηθείσες από τη σύμβαση εργασίας του μηνιαίες αποδοχές για τις 25 ημέρες εργασίας του κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015, καθώς και ως αποζημίωση απόλυσης «ποσό ίσο με το συνολικό μισθό ενός μηνός», όπως προβλέπεται στον υπ’αριθμ.5 όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας του. Ειδικότερα, για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015 δικαιούται ως αναλογούσες στις ημέρες εργασίας του μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 4.167 ευρώ (5.000 ευρώ οι συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του:30 Χ 25 ημέρες), και όχι το ποσό των 4.464,29 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και βάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ναι μεν έκρινε ότι ο ενάγων δε δικαιούται πλήρεις τις συμφωνηθείσες με την ατομική σύμβαση εργασίας του μηνιαίες αποδοχές, αλλά αυτές, που αντιστοιχούν στις ημέρες, που πράγματι εργάσθηκε κατά το μήνα αυτό, διότι έκτοτε λύθηκε η εργασιακή του σχέση, παραδοχή, που δεν προσβάλλεται από τον ενάγοντα με τη δική του έφεση, πλην όμως για τον υπολογισμό του ημερομισθίου του διαίρεσε το ποσό των συμφωνηθεισών μηνιαίων αποδοχών του με τον αριθμό 28, όσες και οι ημέρες του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2015, και όχι με τον αριθμό 30, ως έδει, εφόσον είχε συμφωνηθεί να αμείβεται με «κλειστό» μηνιαίο μισθό, και όχι με ημερομίθιο, και δη με το ίδιο χρηματικό ποσό κάθε μήνα, ανεξαρτήτως των ημερών του μήνα, και δη είτε αυτός είχε 28, 29, 30 ή 31 ημέρες. Περαιτέρω, ως αποζημίωση απόλυσης δικαιούται το ποσό των 5.543,93 ευρώ [4.000 ευρώ ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός του (σημειωτέον ότι το ποσό των 1.000 ευρώ δεν αποτελούσε μισθό, αλλά παροχή προς τον ενάγοντα του εργοδότη του, που καταβαλλόταν, ναι μεν τακτικά κάθε μήνα, όχι όμως ως αντάλλαγμα της εργασίας του, αλλά για την καταβολή των εισφορών του στο ασφαλιστικό του ταμείο, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, τις οποίες, σε διαφορετική περίπτωση, θα απέδιδε αυτός εξ ιδίων, για την εξαγορά του χρόνου υπηρεσίας του στο συγκεκριμένο πλοίο, που δεν ήταν συμβεβλημένο με το Ν.Α.Τ., και, επομένως, η καταβολή των εισφορών αυτών δε συνιστούσε υποχρέωση του πλοιοκτήτη, άλλωστε και στη σύμβαση εργασίας του γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του ποσού, που εκ του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του συνιστά το μηνιαίο βασικό μισθό του, και του ποσού, που δεν αποτελεί μισθό, αλλά αφορά τις εισφορές του στο Ν.Α.Τ., διάκριση, που επαλαμβάνεται και στην προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του, όπως βάσιμα διατείνονται οι εναγόμενοι με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους) + το ποσό των 1.543,93 ευρώ, που αποτελεί το ήμισυ του μηνιαίου μισθού, τον οποίο εδικαιούτο για την πρόσθετη απασχόλησή του ως φροντιστής – τροφοδότης του πλοίου, κατά τα προεκτεθέντα, και επίσης θα συμπεριληφθεί στην αποζημίωση απόλυσης]. Επομένως, συνολικά για τις προεκτεθείσες αιτίες δικαιούται το ποσό των 9.710,93 ευρώ (4.167 ευρώ + 5.543,93 ευρώ). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων έναντι των απαιτήσεών του από τη σύμβαση εργασίας του έχει ήδη λάβει το ποσό των 8.167 ευρώ, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η παραδοχή του αυτή να προσβάλλεται με λόγο έφεσης, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του αρχαιότερου ληξιπρόθεσμου χρέους (άρθρο 422 του ΑΚ), ήτοι των αποδοχών του για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015,  με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.543,93 ευρώ (9.710,93 ευρώ –  8.167 ευρώ), η οποία αφορά σε υπόλοιπο αποζημίωσης απόλυσης. Το ποσό αυτό πρέπει να υποχρεωθούν να του καταβάλουν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων εις ολόκληρον, ο μεν πρώτος περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, η δε δεύτερη απεριόριστα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από τις 26.2.2015, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της περιορισμένης ευθύνης του πρώτου εναγομένου καταβολής του επιδικασθέντος με την εκκαλουμένη απόφασή του για την ίδια αιτία (μικρότερου) ποσού, αλλά και περί του χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας της απαίτησης του ενάγοντος, δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τους διαδίκους. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.297,29 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με τον υπ’αριθμ.3 λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 26.2.2015, μία ημέρα μετά τη λύση της σύμβασης ναυτολόγησής του κατά τα προεκτεθέντα, ο ενάγων, έχοντας ήδη αναχωρήσει από το Βόλο και μεταβεί στην Αθήνα, προσήλθε στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο «Ασκληπιείο Βούλας», όπου εξετασθείς, διαπιστώθηκε ότι πάσχει από κάκωση αριστεράς χειρός αριστερά και πηχεοκαρπικής, με αρνητικό το διενεργηθέντα ακτινολογικό έλεγχο, όπως αναφέρεται στην προσκομιζόμενη από 26.2.2015 βεβαίωση του Ιατρού του Ορθοπεδικού Τμήματος του ανωτέρω νοσοκομείου ……… Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την από 26.2.2015 γνωμάτευση της ιατρού ωτορινολαρυγγολόγου ………. ο ενάγων φέρει μικρό οίδημα στην αριστερή παρωτιδική χώρα με σύστοιχο άλγος κατόπιν πτώσης με ελαφρά κάκωση κεφαλής και χειρών. Σύμφωνα δε με την επίσης προσκομιζόμενη από 20.5.2015 γνωμάτευση, που υπογράφει ο Διευθυντής του Ε΄Ορθοπαιδικού Τμήματος ………. του Ασκληπιείου Βούλας ο ενάγων υπέστη κάκωση του αριστερού χεριού στις 25.2.2015, με αποτέλεσμα να υποστεί βλάβη του μέσου νεύρου σύστοιχα, σε έδαφος παλαιού κατάγματος πηχεοκαρπικής. Στην ίδια γνωμάτευση αναφέρεται επίσης ότι μετά από συντηρητική αγωγή δε διαπιστώθηκε βελτίωση της κατάστασής του, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε χειρουργική αποκατάσταση, ήτοι αποσυμπίεση του μέσου νεύρου εκτεταμένη, και νευρόλυση. Όπως δε συνάγεται από το προσκομιζόμενο διοικητικό εξιτήριο του ιδίου νοσοκομείου ο ενάγων νοσηλεύθηκε σ’αυτό από τις 18.5.2015, οπότε και χειρουργήθηκε κατά τα προεκτεθέντα, μέχρι και τις 20.5.2015. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αριθμ.πρωτ……….. πιστοποιητικό νοσηλείας του Ασκληπιείου Βούλας, που υπογράφει ο αυτός Ιατρός …., πέραν της 26ης.2.2015, ο ενάγων επανεξετάσθηκε στο ίδιο νοσοκομείο στις 6.3.2015, στις 23.3.2015, στις 27.3.3015 και στις 16.4.2015, καθόλο δε το χρονικό αυτό διάστημα λόγω του οιδήματος, του άλγους και της ευαισθησίας, η οποία ήταν διάχυτη στην περιοχή της πηχεοκαρπικής και του χεριού ήταν δύσκολο να τεθεί ακριβής διάγνωση και η κατάστασή του αντιμετωπιζόταν συντηρητικά. Σύμφωνα, εξάλλου, με το ίδιο πιστοποιητικό α) κατά τον έλεγχο της 6ης.5.2015, όταν είχαν υποχωρήσει τα περισσότερα από τα συμπτώματα του ενάγοντος διαπιστώθηκε η κάκωση του μέσου νεύρου αριστερά, με πιθανό, επιπλέον τούτου, και σύνδρομο πρόσκρουσης της σύστοιχης ωλένης στον καρπό, και προγραμματίσθηκε αυτός για επέμβαση αποσυμπίεσης του μέσου νεύρου, με ενδεχόμενη επίσης οστεοτομία βράχυνσης της ωλένης, β) κατά τη χειρουργική επέμβαση διαπιστώθηκε πίεση του μέσου νεύρου και κατά τόπους ίνωση, και διενεργήθηκε αποσυμπίεση και νευρόλυση, ενώ δεν απαιτήθηκε οστεοτομία βράχυνσης, διότι εκ του διενεργηθέντος ελέγχου δεν πιστοποιήθηκε η αναγκαιότητά της, γ) το αριστερό χέρι του ενάγοντος ακινητοποιήθηκε σε γύψινο νάρθηκα. Ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι ο τραυματισμός του αυτός συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 551/1915, στο οποίο και στηρίζει τις αγωγικές αξιώσεις του σε βάρος των εναγομένων προς επιδίκαση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη, κατά τις κοινές περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης κατά τις κοινές διατάξεις, διότι προκλήθηκε λόγω της πτώσης του στη βρεγμένη και ολισθηρή διαβάθρα του πλοίου κατά την επιβίβασή του σ’αυτό, που έλαβε χώρα στις 25.2.2015 και περί ώρα 12.40, ενώ επέστρεφε από το Λιμεναρχείο του Βόλου, λόγω της μη τήρησης στο πλοίο των νόμων και κανονισμών ασφαλείας προς αποτροπή ατυχημάτων, που ειδικότερα παραθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του. Πλην όμως εν προκειμένω από το σύνολο των προσκομισθέντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων ουδόλως αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν στη διαβάθρα του πλοίου, που να αποτέλεσε την αιτία του αδιαμφισβήτητου τραυματισμού του ενάγοντος στο αριστερό άνω άκρο του, και δη σε βαθμό σχηματισμού περί αυτού της απαιτουμένης για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής πλήρους δικανικής πεποίθησης, και μάλιστα δεν αποδείχθηκε από τον ίδιο τον ενάγοντα, που φέρει και το δικονομικό βάρος της απόδειξης των γεγονότων της ιστορικής βάσης της αγωγής του, στην επίκληση των οποίων και στηρίζει τις αξιώσεις του από το επικαλούμενο ναυτεργατικό ατύχημα, και οι οποίες προϋποθέτουν κατά λογική και νομική αναγκαιότητα την κρίση περί της ουσιαστικής βασιμότητας του συγκεκριμένου αγωγικού ισχυρισμού. Ειδικότερα, ουδείς εκ των επιβαινόντων στο πλοίο κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, ή άλλο πρόσωπο, που δε συνδέεται με το πλοίο καθ’οιονδήποτε τρόπο, επιβεβαιώνει το συμβάν, αντίθετα μέλη του πληρώματος καταθέτουν κατηγορηματικά και απερίφραστα ότι δεν έλαβε χώρα, δηλώνοντας παρόντες κατά την είσοδο του ενάγοντος στο πλοίο κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ενώ άπαντες οι μάρτυρες του ενάγοντος, που εξετάσθηκαν ενόρκως, είτε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, είτε εκτός δίκης ενώπιον Ειρηνοδίκη, δεν υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες τέτοιου γεγονότος, ώστε να έχουν σχηματίσει ίδιαν περί αυτού αντίληψη με τις δικές τους αισθήσεις, όπως έχουν για τον τραυματισμό του, που άλλωστε αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, από την πληθώρα των προσκομιζομένων ιατρικών γνωματεύσεων, αλλ’απλώς μεταφέρουν τους ισχυρισμούς του τελευταίου, περί των οποίων είναι προφανές κατά την κοινή πείρα και λογική ότι ενημερώθηκαν από τον ίδιο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις καταθέσεις των ………, ναύκληρου του εν λόγω πλοίου, και … ….. θαλαμηπόλου, υπεύθυνου διαβάθρας του πλοίου, που δόθηκαν κατά τη διενεργηθείσα από το Λιμεναρχείο του Βόλου προανάκριση για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών για τον τραυματισμό του ενάγοντος, αμφότεροι οι οποίοι δήλωσαν παρόντες κατά την είσοδο του ενάγοντος στο πλοίο στις 25.2.2015 και ώρα 14.45, μετά την απόλυσή του στο Λιμεναρχείο του Βόλου, ο ενάγων επιβιβάσθηκε στο πλοίο διερχόμενος από τη διαβάθρα, χωρίς να γλιστρήσει και να πέσει, ούτε να τραυματισθεί με άλλο τρόπο, τόσο κατά την είσοδό του στο πλοίο, όπως ισχυρίζεται με την αγωγή του, όσο και στη συνέχεια, δηλαδή καθόλη τη σύντομη (δεκάλεπτη) παραμονή του εκεί μέχρι να το εγκαταλείψει. Μάλιστα ο εξ αυτών …..  κατέθεσε ότι κατόπιν εντολής του Υπάρχου του πλοίου ………., ήταν αυτός, που συνόδευσε τον ενάγοντα στην καμπίνα του, προκειμένου να παραλάβει τα προσωπικά του αντικείμενα, και παρέμεινε διαρκώς πλησίον του μέχρι την αποβίβασή του από το πλοίο, έχοντας, επομένως, ίδιαν – προσωπική γνώση περί των όσων συνέβησαν καθόλη τη διάρκεια της παραμονής του εκεί. Επιπροσθέτως, και ο Ύπαρχος του πλοίου ………., κατά την ίδια διαδικασία εξετασθείς ενόρκως, κατέθεσε ότι, ευρισκόμενος στο γραφείο του εντός του πλοίου και έχοντας οπτική επαφή με τη διαβάθρα στις 14.45 της 25ης.2.2015, είδε τον ενάγοντα να εισέρχεται στο πλοίο, διασχίζοντας την εν λόγω διαβάθρα, χωρίς, όμως, να λάβει χώρα πτώση του επ’αυτής. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω …. και …., επιβεβαιώνουν τα προαναφερθέντα, ότι δηλαδή κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία κανένα ατύχημα δε σημειώθηκε στο σκάφος, τόσο κατά την επιβίβαση και παραμονή του ενάγοντος σ’αυτό, όσο και κατά την  αποβίβασή του, και στις ένορκες βεβαιώσεις τους, που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και προσκομίσθηκαν στην κατ’έφεση δίκη. Εξάλλου, σύμφωνα με την ίδια κατάθεση του θαλαμηπόλου ….., δοθείσα κατά την προανάκριση, ο ενάγων εισήλθε τρέχοντας στο πλοίο από τη διαβάθρα, χωρίς να πέσει, έχοντας το αριστερό του χέρι δεμένο με ένα πανί, δεν υπέστη κανένα τραυματισμό κατά τη δεκάλεπτη παραμονή του στο πλοίο, πήγε στην καμπίνα του, αφού πήρε από το φαρμακείο του πλοίου γάζα και ιώδιο, και εξήλθε του πλοίου κρατώντας δύο σακούλες από μία σε κάθε χέρι, ενώ ο ….., επίσης ναυτολογημένος στο ίδιο πλοίο, κατέθεσε ενόρκως και αυτός στην προανάκριση ότι είδε τον ενάγοντα στην καμπίνα τους να έχει ένα λευκό πανί δεμένο στο αριστερό του χέρι στο ύψος του πήχη και να βάζει με ένα βαμβάκι ιώδιο σε άλλα σημεία του αριστερού του χεριού, όχι όμως στο πανί, ότι σε σχετική ερώτησή του ο ενάγων του απήντησε ότι κατά την είσοδό του στο πλοίο έπεσε στη σκάλα και κτύπησε, όπερ του φάνηκε παράξενο, διότι δεν τον είδε να πονά και να διαμαρτύρεται, καθώς και ότι στη συνέχεια απευθύνθηκε στο θαλαμηπόλο ….., που εκτελούσε φυλακή στη διαβάθρα και τον ρώτησε εάν σημειώθηκε ατύχημα στον ενάγοντα για να λάβει αρνητική απάντηση. Μάλιστα κατέθεσε ότι ο …… ανέφερε και σ’αυτόν ότι ήταν παρών κατά την επιβίβαση του ενάγοντος στο πλοίο, και ότι δε συνέβη απολύτως τίποτε. Λεκτέον επίσης ότι ο ενάγων, παρότι ισχυρίζεται ότι υπέστη τραυματισμό στις 25.2.2015 εντός του πλοίου και ότι έχρηζε ιατρικής περίθαλψης, δεν ανέφερε πάραυτα το συμβάν στην οικεία Λιμενική Αρχή του Βόλου, ως όφειλε και γνώριζε από την εμπειρία του ως ναυτικός επί σειρά ετών, πολλώ δε μάλλον αφού, όπως επίσης διατείνεται, γνωστοποίησε το γεγονός αυτό στον τρίτο εναγόμενο/πλοίαρχο και στον Ύπαρχο του πλοίου ………. και εκείνοι αδιαφόρησαν παντελώς και ουδεμία αρωγή του παρείχαν, όπερ, όμως, άπαντα τα εξετασθέντα ενόρκως κατά την προανάκριση μέλη του πληρώματος αρνούνται κατηγορηματικά, επικαλούμενοι σοβαρό τραυματισμό του ενάγοντος στο πλοίο κατά το παρελθόν, επίσης στο αριστερό άνω άκρο του, όταν και είχε λάβει κάθε δυνατή βοήθεια, ηθική και υλική, από τον πλοιοκτήτη και το πλήρωμα κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ώστε, αφενός μεν να μεταφερθεί με φροντίδα και ενέργειές της σε νοσοκομείο της πόλης του Βόλου για να διαπιστωθεί αμέσως ο τραυματισμός του από τους επιληφθέντες του περιστατικού ιατρούς, αφετέρου δε να διερευνηθεί εγκαίρως το αναφερόμενο συμβάν από τους αρμοδίους σε επίπεδο αναζήτησης ποινικών ή διοικητικών ευθυνών, και δη σε χρόνο, που θα ήταν ευκολότερο να ελεγχθεί και να διακριβωθεί εάν πράγματι έλαβε χώρα ή όχι. Εξάλλου, σύμφωνα με την επίσης ληφθείσα στο πλαίσιο της διενεργηθείσης προανάκρισης από 20.6.2015 κατάθεση του ………, πλοηγού της Πλοηγικής Υπηρεσίας Βόλου, το σημείο ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στον εμπορικό λιμένα του Βόλου, που, όπως προεκτέθηκε, έχει καθορισθεί από τη Οργανισμό Εμπορικού Λιμένα Βόλου, και δεν έχει επιλεγεί από τους εναγομένους, είναι προστατευμένο από κυματισμό, με οποισδήποτε καιρικές συνθήκες, ενώ πλησίον του και σε απόσταση 600 μέτρων δε διέρχονται άλλα πλοία, ενώ, επιπρόσθετα, ο συγκεκριμένος χώρος αποτελεί χώρο εφαρμογής μέτρων ασφαλείας, που προβλέπονται από τον κώδικα ISPS (International Ship and Port Facility Security Code), με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η πτώση του στη διαβάθρα του πλοίου, που το συνδέει με την στεριά, κατά την επιβίβασή του σ’αυτό οφείλεται, όχι μόνο στην ολισθηρότητά της, αλλά και στον κλυδωνισμό του πλοίου κατά τη συγκεκριμένη στιγμή λόγω του έντονου κυματισμού, που επικρατούσε, από τους ισχυρούς ανέμους και την κυκλοφορία εντός του λμένος σε κοντινή απόσταση μεγαλύτερων πλοίων, να τίθεται εν αμφιβόλω. Αποδείχθηκε επίσης ότι επί της διενεργηθείσης κατόπιν αρχικά της από 22.6.2015 αίτησης των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, και στη συνέχεια της από 23.6.2015 αίτησης και του ιδίου του ενάγοντος προς τη Λιμενική Αρχή Βόλου για τη διερεύνηση των συνθηκών του ατυχήματος, που ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι υπέστη στις 25.2.2015 στη διαβάθρα επιβίβασης/αποβίβασης του ανωτέρω πλοίου προανάκρισης εκδόθηκε η από 7.9.2015 έκθεση της διενεργήσασας την προανάκριση Πλωτάρχη του Λιμενικού Σώματος ……, Προϊσταμένης του Γραφείου Ανάκρισης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου, σύμφωνα με την οποία από το συλλεχθέν προανακριτικό υλικό δεν αποδεικνύεται πτώση ή τραυματισμός του ενάγοντος επί του ανωτέρω πλοίου και κατ’επέκταση δε μπορούν να αποδοθούν ευθύνες (ποινικές και πειθαρχικές) στον πλοίαρχο, ήδη τρίτο εναγόμενο, ή σε άλλα μέλη του πληρώματος, για πράξεις ή παραλείψεις τους. Μάλιστα στην ανωτέρω έκθεση αναφέρεται ότι το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στο ίδιο σημείο του Εμπορικού Λιμένα Βόλου για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το έτος 2007, σε σχέση δε με το χρόνο σύνταξης της έκθεσης από 16.10.2014 έως 8.7.2015, χωρίς να σημειωθεί τραυματισμός ναυτικού, ούτε να αναφερθεί στη Λιμενική Αρχή Βόλου, ή να παρατηρηθεί οποιοδήποτε πρόβλημα αναφορικά με την ασφάλειά του. Αποδείχθηκε επίσης ότι η σχηματισθείσα από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου ποινική δικογραφία για τη διακρίβωση των αιτιών και συνθηκών του τραυματισμού του ενάγοντος, τέθηκε στο αρχείο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 του ΚΠΔ, χωρίς ν’ασκηθεί ποινική δίωξη, με την προσκομιζόμενη Πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου, της ενέργειάς του αυτής εγκριθείσης από τον Εισαγγελέα Εφετών Βόλου, κατόπιν υποβολής προς τον τελευταίο της δικογραφίας. Ειδικότερα η δικογραφία αρχειοθετήθηκε ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, διότι, όπως αναφέρεται στο ανωτέρω έγγραφο του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου από τα στοιχεία, που συγκέντρωσε η αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση, δεν προέκυψε η τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης εκ μέρους του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος του πλοίου αυτού, ή έστω τρίτου προσώπου, σε σχέση με τα αναφερόμενα στη δικογραφία περιστατικά, και δη ότι από τα εν λόγω στοιχεία ουδόλως επιβεβαιώθηκε ότι το επίδικο ατύχημα συνέβη, επιπλέον δε ότι τυχόν τραυματισμός του ναυτικού δεν προέκυψε ότι οφείλεται σε κάποια πράξη ή παράλειψη των προσώπων αυτών. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι το έτος 2011 και ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω από τις Κάννες της Γαλλίας με προορισμό την Ίμπιζα της Ισπανίας, σε ατύχημα, που έλαβε χώρα εντός αυτού, προκλήθηκε τραυματισμός του ενάγοντος, ο οποίος υπέστη κάταγμα κάτω πέρατος αριστερής κερκίδας, για την αντιμετώπιση του οποίου υποβλήθηκε στην Ισπανία σε ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση, καθώς και ότι τα έξοδα της νοσηλείας του καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου από τον πλοιοκτήτη, ενώ συνέχισε κατά το διάστημα της αποθεραπείας του, κατά το οποίο τελούσε σε αναρρωτική άδεια και μετά το πέρας του οποίου επέστρεψε στο πλοίο και ανέλαβε καθήκοντα, να λαμβάνει κανονικά κάθε μήνα τις συμφωνηθείσες αποδοχές του. Επομένως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων τραυματίσθηκε λόγω της πτώσης του στη διαβάθρα του πλοίου, αλλά προφανώς η σωματική βλάβη, την οποία αδιαμφισβήτητα υπέστη, οφείλεται σε κάποιο άλλο γεγονός, άσχετο με το περιγραφόμενο στην αγωγή, που οπωσδήποτε συνέβη στο μεσοδιάστημα μετά την απόλυσή του στο Κεντρικό Λιμεναρχείο του Βόλου, αλλά και μετά την αποβίβασή του από το πλοίο, στο οποίο στη συνέχεια επέστρεψε και παρέμεινε επ’ολίγον για να παραλάβει κάποια από τα προσωπικά του είδη στις 25.2.2015, κατά τα προεκτεθέντα, και μέχρι την εξέτασή του την επόμενη ημέρα στις 26.2.2015 στο Ασκληπιείο της Βούλας, όταν το πρώτον διαγνώσθηκε ο τραυματισμός του. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος να αποδείξει την ιστορική βάση της αγωγής του, και δη ότι ο τραυματισμός του συνιστά ναυτεργατικό ατύχημα υπό την έννοια του νόμου 551/1915, προκληθέν, όμως, λόγω της επικαλούμενης πτώσης του στη διαβάθρα επιβίβασης/αποβίβασης του πλοίου, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλεται στη μη τήρηση στο πλοίο των διατάξεων των νόμων, κανονισμών και διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας των σ’αυτό εργαζομένων, δηλαδή προκληθέν από το περιγραφόμενο στο αγωγικό δικόγραφο γεγονός, τα κονδύλια τα στηριζόμενα σ’αυτό, που προϋποθέτουν κατά λογική και νομική αναγκαιότητα την κρίση ότι πράγματι τέτοιο γεγονός έλαβε χώρα, και ειδικότερα αφορούν σε αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, θετικής και αποθετικής, που υπέστη λόγω του τραυματισμού του (διαφυγόντα κέρδη/απολεσθέντα εισοδήματα, πλασματική δαπάνη για την πρόσληψη και απασχόληση νοσοκόμας/οικιακής βοηθού λόγω της αδυναμίας του να αυτοεξυπηρετηθεί επί 6 μήνες μετά το ατύχημα, τις δαπάνες για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων), και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, κατά τις κοινές περί αδικοπραξιών διατάξεις, καθώς και επικουρικά σε αποζημίωση κατά τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, ισόποση με τις μηνιαίες αποδοχές του 176 ημερών λόγω πλήρους ανικανότητάς του προς εργασία κατά το διάστημα αυτό, πρέπει ν’απορριφθούν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Σημειωτέον ότι και η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής ευθύνης των εναγομένων προς καταβολή στον ενάγοντα της περιορισμένης κατ’αποκοπή αποζημίωσης του άρθρου 3 του ν. 551/1915 προϋποθέτει εκ των πραγμάτων ότι έλαβε χώρα το αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο ναυτεργατικό ατύχημα, δηλαδή ότι ο τραυματισμός του προκλήθηκε υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή συνθήκες, όπερ ουδόλως αποδείχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα. Κατόπιν τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε επίσης τα κονδύλια αυτά, με την παραδοχή ότι πράγματι έλαβε χώρα πτώση του ενάγοντος στη διαβάθρα του πλοίου, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί, πλην όμως ότι το συμβάν αυτό δε συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του ν.551/1915, διότι επακολούθησε της απόλυσής του στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου, και, επομένως, καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση της αγωγής ως προς τις συγκεκριμένες αξιώσεις του, που στο σύνολό τους υπερβαίνουν το ποσό των 250.000 ευρώ, είναι το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, στο οποίο, εντούτοις, δεν παρέπεμψε την υπόθεση, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, παραδεκτά προσβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση κατά τις συγκεκριμένες, φέρουσες προσόντα διατακτικού, αιτιολογίες της. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της δικής του έφεσης, προσβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ’ουσίαν τα προαναφερθέντα κονδύλια της αγωγής του, πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμα. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων δε δικαιούται τις μηνιαίες αποδοχές του 4 μηνών ως μισθούς ασθενείας κατά τη διάταξη του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, διότι η σύμβαση εργασίας του δε λύθηκε λόγω του τραυματισμού του, όπως η συγκεκριμένη αξίωση προϋποθέτει, αλλά είχε ήδη λυθεί προηγουμένως με την απόλυσή του, που έλαβε χώρα στο Κεντρικό Λιμεναρχείο του Βόλου, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ, επιπροσθέτως, ο ενάγων δε δικαιούται το ποσό των 325 ευρώ για δαπάνες νοσηλείας του ούτε με βάση την ανωτέρω διάταξη, καθώς ο τραυματισμός του δεν επήλθε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, αλλά μετά την καταγγελία της από τον τρίτο εναγόμενο, ούτε, βέβαια, πρόκεται περί ασθενείας, που εκδηλώθηκε μεν μετά τη λύση της εργασιακής του σύμβασης, πλην όμως η γένεσή της ανάγεται σε προγενέστερο χρόνο, ώστε να θεωρείται απότοκος της εργασίας του, και να τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω διάταξη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση επίσης απέρριψε το σχετικό κονδύλιο ως ουσιαστικά βάσιμο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές και κατ’ουσίαν αμφότερες οι κρινόμενες εφέσεις, και αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της για λόγους ενότητας της δικανικής κρίσης η εκκαλουμένη απόφαση (της διάταξης αυτής περί δικαστικής δαπάνης συμπεριλαμβανομένης) και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, οι οποίοι και πρέπει, αφενός μεν να υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των ποσό των 1.543,93 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 26.2.2015 μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, αφετέρου δε να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν το ποσό των 21.615,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.  Η δικαστική δαπάνη του τρίτου εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του, ενώ, όσον αφορά τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, επίσης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, θα επιβληθεί σε βάρος των ανωτέρω εναγομένων, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας εκάστου διαδίκου μέρους (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις 1) από 6.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεση και 2) από 6.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεση, αμφότερες κατά της υπ’αριθμ.2641/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 27.5.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη του τρίτου εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι και μίας χιλιάδων εξακοσίων δεκαπέντε ευρώ και δύο λεπτών (21.615,02), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1.543,93), με το νόμιμο τόκο από τις 26.2.2015 μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 21.2.2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ