Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 80/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης      80/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι αναφερομένων προσώπων:

Της εκκαλούσαςανακόπτουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στον …… και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Λύγουρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης καθής η ανακοπή: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μπάκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», ήγειρε, κατά της ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών την από 7.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/8.10.2020) ανακοπή της (του άρθρου 979 του ΚΠολΔ) κατά του με αριθμό ………./30.9.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών, τον οποίο συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβολαιογράφος Αθηνών …………. και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.

Επί της εν λόγω ανακοπής (και μίας ακόμη, που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1017/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή της ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας και μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας, κατά τα ειδικότερα σ’ αυτήν αναφερόμενα.

Η ηττηθείσα εν μέρει στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα, με την από 12.10.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδ. μέσου ………/14.10.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογράφου …………./17.10.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της ανωτέρω εφέσεως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη, από 12.10.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……../14.10.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/17.10.2022, έφεση, πλήττεται η με αριθμό 1017/2022 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε δύο [2] ανακοπές κατά του με αριθμό ……./30.9.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και, εκδοθείσα στις 21.3.2022, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με τις αποκλίσεις των ειδικών κανόνων που διέπουν τις δίκες περί την εκτέλεση, έκρινε και επί της από 7.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../8.10.2020), ανακοπής της ήδη εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», με την οποία προσβλήθηκε η κατάταξη στον παραπάνω πίνακα, της ήδη εφεσίβλητης  και κατά το ενδιαφέρον στην παρούσα διαδικασία της κατ’ έφεση δίκης μέρος της, έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω ανακοπή της ήδη εκκαλούσας και προέβη σε μεταρρύθμιση του προσβαλλομένου πίνακα κατάταξης, αποβάλλοντας δε την ήδη εφεσίβλητη, κατέταξε στη θέση αυτής (εφεσίβλητης) την ήδη εκκαλούσα για το ποσό των ευρώ 4.478,88, προνομιακά και τυχαίως. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β εδαφ. α, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι δεν αποδεικνύεται, αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξεδόθη την 31.3.2022 και η ένδικη έφεση κατατέθηκε στις 14.10.2022 ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. τη με αριθμό ………../14.10.2022 έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Τμήματος Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιώς), ήτοι εντός της κατά το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ διετούς προθεσμίας από της εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως. Περαιτέρω, για το παραδεκτό αυτής, η οποία παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο παράβολο (βλ. το με αριθμό . ……………. ηλεκτρονικό παράβολο) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 §§ 4, 5 και 937 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ανακόπτουσα στην από 7.10.2020 ανακοπή της, ισχυρίζεται ότι, με επίσπευση της ήδη καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….», εκτέθηκε την 12.8.2020, σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό το αναφερόμενο στην ανακοπή, υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής με το όνομα «Ν» που ανήκε στην πλοιοκτησία της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εδρεύουσας στον Άλιμο Αττικής, εταιρίας με την επωνυμία «…………», κατά της οποίας η ανακόπτουσα διατηρούσε χρηματική απαίτηση συνολικού ποσού 66.913,70 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, αφορώσα έξοδα φύλαξης του πλοίου μετά τον κατάπλου του ανωτέρω πλοίου στο ανωτέρω λιμάνι. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα, ισχυρίζεται ότι, αυτή, δυνάμει της από 23.12.2002, συμβάσεως μισθώσεως που κατήρτισε με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «……..», έλαβε [αντί μισθώματος] τη διαχείριση και εκμετάλλευση του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου της Μαρίνας Ζέας για χρονικό διάστημα σαράντα [40] ετών από την 1.1.2023. Η ίδια (ανακόπτουσα) δε, κατόπιν της 17.1.2012 συμβάσεως ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου «Ν», που αυτή (ανακόπτουσα) κατήρτισε με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη ανωτέρω πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία, παραχώρησε στην τελευταία, αντί καταβολής μηνιαίων τελών ελλιμενισμού, τα οποία καθορίσθηκαν με αποφάσεις του ΔΣ αυτής (ανακόπτουσας εταιρείας) και εγκρίθηκαν με απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην ανακοπή, τη χρήση των εγκαταστάσεων του τουριστικού λιμένα Ζέας αρχικώς για χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως 16.1.2013, με τη συμφωνία ότι, μετά τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, η εν λόγω σύμβαση θα καθίστατο αορίστου χρόνου. Ότι πράγματι το εν λόγω πλοίο ελλιμενίσθηκε στον ανωτέρω λιμένα καθόλο το χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως και του ανωτέρω πλειστηριασμού, πλην όμως η πλοιοκτήτρια ανωτέρω εταιρεία δεν της κατέβαλε τα αναλογούντα για το εν λόγω χρονικό διάστημα τέλη ελλιμενισμού πλέον αναλογούντος ΦΠΑ από 1.10.2018 και εφεξής, ανερχόμενα στο ποσό των 61.261,10 ευρώ. Επιπροσθέτως, κατά το χρονικό διάστημα από 27.11.2012 έως 30.3.2018 η ανακόπτουσα παρείχε στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία νερό και ηλεκτρικό ρεύμα για το ανωτέρω πλοίο, αντί αντιτίμου που αναφέρεται στην ένδικη ανακοπή και για την εν λόγω αιτία η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία της οφείλει το ποσό των 3.473,61 ευρώ. Επιπλέον η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία της οφείλει, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 12.8.2020, για κοινόχρηστες δαπάνες, το ποσό των ευρώ 563,99, συνιστάμενες σε επιπρόσθετες παροχές αυτής (ανακόπτουσας εταιρείας) προς τα σκάφη που ελλιμενίζοντο στον εν λόγω λιμένα και δη για ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο, υπηρεσίες συντήρησης του αγκυροβολίου, υπηρεσίες διαχείρισης αποβλήτων και εργασίες επισκευής και ασφαλούς απομακρύνσεως λυμάτων από το σκάφος. Ότι τις ανωτέρω απαιτήσεις της, πλέον απαίτησης εκ ποσού ευρώ 1.615,00 που της επιδικάσθηκε με τη με αριθμό 55/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, αυτή γνωστοποίησε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού …………., Συμβολαιογράφο Αθηνών, με την από 4.8.2020 αναγγελία της, την οποία επέδωσε νόμιμα την 8.9.2020, ζητώντας την προνομιακή κατάταξή της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, λόγω του γεγονότος ότι οι ανωτέρω απαιτήσεις της προέκυψαν συνεπεία των υπηρεσιών φύλαξης που παρείχε στο ανωτέρω πλοίο και οι οποίες έγιναν κατά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, προκειμένου να καταταγεί στον πίνακα κατάταξης που θα συνετάσσετο προς διανομή του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, το οποίο, μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού στις 12.8.2020, ανήλθε στο χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων και ενός ευρώ (150.001,00 €). Ότι, ακολούθως, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση απάντων των αναγγελθέντων δανειστών της καθ’ ης η εκτέλεση, καταρτίστηκε από τον ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, στον οποίο αυτή (ανακόπτουσα) δεν κατετάγη εσφαλμένως, διότι αφενός μεν κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 940Α του ΚΠολΔ ο ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού απέρριψε την ανωτέρω αναγγελία της ως εκπρόθεσμη, με επάλληλη αιτιολογία, κατ΄ εσφαλμένη του νόμου και δη της διατάξεως του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ερμηνεία και εφαρμογή, διότι οι ανωτέρω απαιτήσεις της (ανακόπτουσας) δεν απολαμβάνουν του προνομίου των διατάξεων του εν λόγω άρθρου και όλως επικουρικώς, κατ΄ εσφαλμένη του νόμου και δη της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ερμηνεία και εφαρμογή, διότι, αν και ίσως θα ήταν δυνατόν να καταταγούν μόνον οι δαπάνες ελλιμενισμού που αφορούν το εν λόγω πλοίο και ανάγονται στο χρονικό διάστημα από της κατασχέσεως αυτού την 30.6.2020 έως του ανωτέρω πλειστηριασμού, πλην όμως εν προκειμένω, δεν συντρέχει περίπτωση προνομιακής κατάταξης, διότι η ανακόπτουσα τυγχάνει ανώνυμη εταιρεία καθαρώς κερδοσκοπικού σκοπού (ιδιώτης επενδυτής). Στον εν λόγω πίνακα κατάταξης κατετάγη μόνον η επισπεύδουσα την ανωτέρω εκτέλεση και ήδη καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία. Με βάση τα περιστατικά αυτά, η ανακόπτουσα, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα εκκλητή δίκη αίτημα της ανακοπής της, ζήτησε τη μεταρρύθμιση του προσβληθέντος πίνακα κατατάξεως, προκειμένου να αποβληθεί από αυτόν η καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία από το ποσό των ευρώ 66.913,70 και να καταταγεί η ίδια (ανακόπτουσα) προνομιακά και οριστικά για το ποσό των ευρώ 36.817,31 ευρώ που αφορά το ποσό των ευρώ 35.202,31 έξοδα ελλιμενισμού και κατανάλωσης νερού και ηλεκτρικού ρεύματος του εν λόγω πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.9.2018 και το ποσό των ευρώ 1.615 δικαστική δαπάνη, ποσά που επιδικάσθηκαν στην ανακόπτουσα δυνάμει της με αριθμό 55/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και προνομιακά και τυχαίως, ήτοι υπό τον όρο τελεσιδικίας της απαίτησής της, για το υπόλοιπο ποσό των ευρώ 30.096,39 και να καταδικασθεί η καθής η ένδικη ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη. Για τη θεμελίωση του αιτήματός της αυτού, η ανακόπτουσα επικαλέστηκε τα ακόλουθα σφάλματα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού: (α) ότι αυτός, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή και δη των διατάξεων των άρθρων 940Α, 972 παρ.1 εδ.γ  και 147 παρ.7 του ΚΠολΔ, απέρριψε την αναγγελία της, κυρίως ως εκπρόθεσμη ενώ αυτή ήταν εμπρόθεσμη κατά τις διατάξεις του άρθρου 147 παρ.7 ΚΠολΔ, (β) ότι αυτός, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή και δη της διατάξεως του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, δεν κατέταξε αυτήν προνομιακά με επάλληλη αιτιολογία, διότι έκρινε ότι η εκ ποσού ευρώ 66.913,70 ένδικη απαίτησής της, δεν απολαμβάνει το προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, μολονότι αυτές [ένδικες απαιτήσεις της (ανακόπτουσας)] αποτελούν έξοδα φύλαξης του εν λόγω πλοίου που έλαβαν χώρα μετά τον κατάπλου αυτού στο τελευταίο λιμάνι, (γ) ότι αυτός, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή και δη της διατάξεως του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, δεν κατέταξε αυτήν προνομιακά με όλως επικουρική αιτιολογία, διότι έκρινε ότι η εκ ποσού ευρώ 66.913,70 ένδικη απαίτησής της, δεν απολαμβάνει το προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, εκ του λόγου ότι τυγχάνει ιδιώτης επενδυτής και (δ) ότι αυτός, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή και δη της διατάξεως του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, κατέταξε την ήδη καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία, μολονότι η ιδική της (ανακόπτουσα) απαίτηση απολαμβάνει του προνομίου του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ η απαίτηση δε της καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία δεν απολαμβάνει κανένα εκ των προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης ήγειρε ανακοπή και το μη διάδικο στην παρούσα δίκη Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, με την οποία επικαλούμενο ότι διατηρεί προνομιακή απαίτηση εκ ποσού ευρώ 2.202,42 συνολικά, εξοπλισμένη με προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, για την οποία αναγγέλθηκε νόμιμα στον ανωτέρω υπάλληλο του πλειστηριασμού, ζήτησε τη μεταρρύθμιση του προσβαλλομένου πίνακα και αποβαλλομένης της ήδη καθής η ένδικη ανακοπή κατά το ανωτέρω ποσό, να καταταγεί αυτό προνομιακά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ανωτέρω ανακοπές, δέχθηκε ότι η, ενδιαφέρουσα εν προκειμένω ένδικη ανακοπή ασκήθηκε παρεδεκτώς και δη εμπροθέσμως και κατά τρόπο επαρκώς ορισμένο, εφόσον, όπως δέχθηκε, σε αυτή εκτίθενται με επάρκεια η απαίτηση της ανακόπτουσας για την οποία ζητήθηκε η κατάταξη στον προσβαλλόμενο πίνακα, καθώς και το προνόμιο αυτής, απορρίπτοντας αντίθετο ισχυρισμό της ήδη καθής η ένδικη ανακοπή. Ακολούθως δε, δέχθηκε ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 940Α, 147 παρ.7 και 972 παρ.1 εδ.γ του ΚΠολΔ, κρίνοντας ότι η από 4.8.2020, κοινοποιηθείσα την 8.9.2020 στην καθής η επισπευδόμενη εκτέλεση, στην επισπεύδουσα την εκτέλεση και στον επί του πλειστηριασμό υπάλληλο, αναγγελία της ήδη ανακόπτουσας, τυγχάνει εκπρόθεσμη, δεχόμενη ότι ενόψει του ότι ο ένδικος πλειστηριασμός έλαβε χώρα την 12.8.2020, η προθεσμία για την αναγγελία της απαίτησης της ανακόπτουσας, η οποία επιδόθηκε εμπρόθεσμα την 8.9.2020 εκκίνησε την 1.9.2020 και έληγε την 15.9.2020, αφού δε απέρριψε σιωπηρά, ισχυρισμό της καθής η ένδικη ανακοπή περί αοριστίας της αναγγελίας της ανακόπτουσας στον επί του πλειστηριασμό υπάλληλο, δέχθηκε ότι η ανακόπτουσα αναγγέλθηκε στον ανωτέρω πλειστηριασμό κατά τρόπο ορισμένο, περαιτέρω δε ότι εκ των ενδίκων απαιτήσεών της απολαμβάνει του προνομίου του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ το ποσό των ευρώ 3.612 πλέον ΦΠΑ ποσοστού 24% ήτοι ποσού ευρώ 866,88 και συνολικά απαίτηση της ανακόπτουσας εκ ποσού ευρώ 4.478,88 που αφορά δαπάνες ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 30.6.2020 έως 12.8.2020 στο θαλάσσιο χώρο του τουριστικού λιμένα Ζέας, ήτοι από της κατασχέσεως του εν λόγω πλοίου έως της εκπλειστηριάσεως αυτού, αφού έκρινε ότι η απαίτηση αυτή αφορά έξοδα φύλαξης του ανωτέρω πλοίου, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ανακόπτουσα τυγχάνει «ιδιώτης επενδυτής», απορρίπτοντας κατά τα λοιπά την ένδικη ανακοπή διότι δέχθηκε ότι η αναγγελθείσα απαίτηση της ήδη ανακόπτουσας, που δέχθηκε ότι αφορά έξοδα φύλαξης, δεν απολαμβάνει το προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, διότι αφορά υπηρεσίες φύλαξης που παρασχέθηκαν σε χρόνο μη συνδεόμενο με την ένδικη κατάσχεση. Αφού δε έκανε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την ένδικη ανακοπή, προέβη σε μεταρρύθμιση του ανωτέρω προσβαλλομένου πίνακα κατάταξης και αφού απέβαλε την καθής η ένδικη ανακοπή από το επιμέρους ποσό των 4.478,88 ευρώ, από τον προσβαλλόμενο πίνακα, κατέταξε την ήδη ανακόπτουσα προνομιακά και τυχαίως ήτοι υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαίτησής της σε αυτόν, στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων. Τέλος, συμψήφισε τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται με την ένδικη έφεσή της η εκκαλούσα – ανακόπτουσα, αιτιώμενη, με τον μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσής της ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απερρίφθη η ένδικη ανακοπή της κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ (66.913,70 μείον 4.478,88=) 62.434,82, ενόψει του ότι άπασες οι εν λόγω απαιτήσεις της τυγχάνουν προνομιακές κατά τις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, εφόσον αφορούν δαπάνες φύλαξης και συντήρησης του ανωτέρω πλοίου, που έλαβαν χώρα στον τελευταίο λιμένα όπου κατέπλευσε το πλοίο πριν την αναγκαστική του κατάσχεση την 30.6.2020. Ζητεί δε, με την ένδικη έφεσή της να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή της στο σύνολό της και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη – καθής η ανακοπή της στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΙΙΙ. [Α] Το άρθρο 940Α ΚΠολΔικ που προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ.9 του ν. 2145/1993 ορίζει ότι: “Στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη”. Μεταξύ δε των πράξεων εκτέλεσης που με ποινή ακυρότητας δεν επιτρέπεται η διενέργειά τους, είναι και η αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών του καθού η εκτέλεση, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 972 παρ.1εδ.γ’ ΚΠολΔικ, πρέπει να επιδοθεί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, “το αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό. Στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση. Έτσι, εφόσον η έναρξη ή λήξη της πιο πάνω προθεσμίας εμπίπτει εντός του μηνός Αυγούστου, παρατείνεται για αντίστοιχο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την πρώτη Σεπτεμβρίου, με εξαίρεση τις αναγγελίες δανειστών πλειστηριασθέντος πλοίου η αεροσκάφους. Εμφανής τελολογική κάλυψη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ρύθμιση της παραπάνω διατάξεως, όπως συμβαίνει με τα άρθρα 959 παρ.4 και 998 παρ.4 ΚΠολΔικ, δεν υπάρχει. Ειδικότερα, με τα άρθρα 15 και 16 αντίστοιχα του ΝΔ 490/1974, αντικαταστάθηκαν οι εν λόγω διατάξεις και ορίσθηκε, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα, ότι ο πλειστηριασμός μπορεί να διεξαχθεί σε οποιονδήποτε μήνα του έτους και ότι αυτός δεν μπορεί να γίνει από 1 Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου. Ορίσθηκε επίσης ότι η εξαίρεση που καθιερώνεται με τις εν λόγω διατάξεις, δεν εφαρμόζεται για κινητά πράγματα που μπορούν να υποστούν φθορά καθώς και όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη, αφού και αυτά αποτελούν κινητά πράγματα που υπόκεινται σε φθορά και για την συντήρησή τους απαιτούνται συνήθως μεγάλες δαπάνες, οι οποίες θα αυξάνονταν συνεχώς με την απαγόρευση διενέργειας του πλειστηριασμού, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα. Το γεγονός δε αυτό θα είχε ως συνέπεια την διόγκωση των εξόδων της εκτέλεσης, με άμεσο επακόλουθο την επί το έλαττον ικανοποίηση των απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών. Ο λόγος όμως αυτός που δικαιολογούσε απόλυτα την εν λόγω διαφορετική ρύθμιση για τον πλειστηριασμό πλοίων και αεροσκαφών και που εισήγαγε εξαίρεση της εξαιρέσεως και συνεπώς επάνοδο στον γενικό πιο πάνω κανόνα, ήτοι του επιτρεπτού της διενέργειας πλειστηριασμού σε οποιοδήποτε μήνα του έτους, δεν μπορούσε να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο για την διεύρυνση της απαγόρευσης και μάλιστα με ποινή ακυρότητας, για οποιαδήποτε άλλη πράξη εκτέλεσης, όπως είναι η αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών. Τούτο δε καθόσον με την καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, την παράδοση σ’ αυτόν της κατακυρωτικής έκθεσης και την εν συνεχεία καταχώρηση αυτής στο νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών [άρθρα 2 και 6 ΚΙΝΔ, άρθρο 41 Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου αντίστοιχα], αυτός αποκτά το δικαίωμα που είχε ο καθού η εκτέλεση στο πλοίο ή το αεροσκάφος [άρθρο 1005 ΚΠολΔικ] και συνεπώς αναλαμβάνει και την ευθύνη συντήρησης αυτών. Επιπρόσθετα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω ρύθμισης, ούτε η ανάγκη ταχύτερης και αποτελεσματικότερης ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών, αφού αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, για την επέλευση όμως της οποίας, όπως είναι κοινώς γνωστό, απαιτείται η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την διενέργεια του πλειστηριασμού. Έτσι κατέστη πλέον επιβεβλημένη, αφού δεν υπήρχε συγκεκριμένος δικαιολογητικός λόγος διατήρησης του πιο πάνω γενικού κανόνα και για τις λοιπές, πλην του πλειστηριασμού, πράξεις εκτέλεσης, η υπαγωγή αυτών στην εξαίρεση της απαγόρευσης διενέργειάς τους κατά τον μήνα Αύγουστο, ακόμη και αν αυτές αφορούσαν πλοία ή αεροσκάφη. Τούτο έγινε νομοθετικά με το άρθρο 4 παρ.4 του ν.2298/1995, δυνάμει του οποίου συμπεριελήφθησαν ταυτοχρόνως στο άρθρο 147 παρ.7 ΚΠολΔικ [όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 Ν. 3994/2011] και οι προθεσμίες της αναγγελίας [άρθρο 972 παρ.1 εδ.γ’ ΚΠολΔικ], της ικανοποίησης των δανειστών χωρίς πίνακα [άρθρο 971 παρ.1 ΚΠολΔικ], της σύνταξης πίνακος κατάταξης [άρθρο 974 ΚΠολΔικ] και ανακοπής κατ’ αυτού [άρθρο 979 παρ.2 ΚΠολΔικ], με αποτέλεσμα να μην υπολογίζεται πλέον για την διενέργεια αυτών το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου. Έτσι, με την νεότερη αυτή ρύθμιση της γενικής διάταξης του άρθρου 147 παρ.7 ΚΠολΔικ, η αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών επί πλειστηριασμού πλοίων ή αεροσκαφών και η κατάθεση των σχετικών εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μπορεί πλέον να γίνει και μετά τον μήνα Αύγουστο, με αφετηρία έναρξης του υπολειπομένου από τη ημέρα της διενέργειας του πλειστηριασμού χρόνου, μέχρι την συμπλήρωση της προθεσμίας των 15 ημερών, την πρώτη Σεπτεμβρίου. Ουσιαστικά δηλαδή τροποποιήθηκε σιωπηρώς η διάταξη του άρθρου 940Α ΚΠολΔικ. Άλλωστε αν νομοθέτης ήθελε να διατηρηθεί ο παραπάνω κανόνας και για τις πράξεις εκτέλεσης επί πλειστηριασμού πλοίων ή αεροσκαφών, θα το διατύπωνε ρητά στον προδιαληφθέντα νόμο. Πρέπει επίσης να λεχθεί: α) Ότι η υπαγωγή της προθεσμίας της αναγγελίας [αλλά και των λοιπών πιο πάνω πράξεων εκτέλεσης], στην γενική διάταξη του άρθρου 147 παρ.7 ΚΠολΔικ, ακόμη και επί πλειστηριασμού πλοίων και αεροσκαφών, δεν αντίκειται στο σκοπό της καθιέρωσης αυτής, που είναι προφανώς, η απαλλαγή των δικαστηρίων αλλά και κυρίως των προσώπων που με οποιοδήποτε τρόπο απασχολούνται με τις αναγκαστικές εκτελέσεις [δικηγόρων, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών], από τις σχετικές με αυτές πράξεις κατά τον Αύγουστο, που αποτελεί τον κατ’ εξοχήν μήνα διακοπών. β) Ότι οι διατάξεις περί αναστολής των προθεσμιών ενεργείας -όπως είναι και εκείνη του άρθρου 147§7 ΚΠολΔ- πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικώς και εν αμφιβολία να θεωρούνται ισχύουσες σε μια έννομη σχέση, διότι, από την φύση τους, οι μεν ρυθμίσεις που τάσσουν προθεσμίες στην άσκηση δικαιωμάτων συνιστούν περιορισμούς των υποκειμένων τους (τιθέμενους για λόγους “κοινωνικής οικονομίας” – βλ. Γ. Μπαλή, Γεν. Αρχ. §140), εκείνες δε που εισάγουν αναστολή ή διακοπή των προθεσμιών στοχεύουν στην διευκόλυνση της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων και στον περιορισμό των περιπτώσεων ουσιαστικής αδικίας, την οποία ενδεχομένως συνεπάγεται η απώλεια μιας προθεσμίας εκ μέρους του δικαιούχου [ΑΠ 1737/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].

[Β]. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216§1, 217, 979§2, 933 και 585§2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν καθ ου να αμυνθεί στο δε δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης για την οποία ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της απαίτησης, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιό της ώστε να μπορεί και το δικαστήριο να ερευνήσει την ουσιαστική και νομική βασιμότητα της καταταγείσας απαίτησης και ο καθού η ανακοπή ν` αμυνθεί ικανοποιητικά. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, μη δυνάμενη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 1281/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Αν ο λόγος ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση και άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ` ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η άρνηση αυτή, δεδομένου ότι ο καθ ου η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαιτήσεως του ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο καθ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαιτήσεως του για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της. Αν ο καθ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή [ΑΠ 1460/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

[Γ] Κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα της κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Ο τελευταίος αυτός Κώδικας, με το άρθρο 205, καθιερώνει ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζει κατ` αποκλειστικότητα και προτεραιότητα την κατάταξη των προβλεπόμενων ναυτικών προνομίων, ως εξομοιούμενων με ειδικό ενέχυρο και εχόντων εμπράγματο χαρακτήρα, και ορίζει, στην τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, ότι αυτά, ως αποκλειστικά, εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικονομικού δικαίου και προηγούνται της ναυτικής υποθήκης, είτε της απλής ναυτικής υποθήκης των άρθρων 195 επ. αυτού, είτε, κατ` επέκταση, και της προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης του Ν. 3899/1958. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, υπό τον τίτλο «Περί ναυτικών προνομίων» ορίζεται ότι «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις:  α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοίαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης.». Έξοδα φυλάξεως [όπως και έξοδα συντήρησης], αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα, κατά την παραπάνω διάταξη, νοούνται τα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης», προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε, ώστε να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του [ΑΠ 152/2020 ΑΠ 1421/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φυλάξεως , αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιερώσεως του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποιήσεως. Το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε, βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάστηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου», έτσι ώστε κάθε δαπάνη φυλάξεως και συντηρήσεως που έγινε, κατά το διάστημα αυτό, να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατασχέσεως, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρύ χρόνο [ΑΠ 152/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]

[Δ] Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του και στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 παρ. 2 εδ.β` ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ ου η ανακοπή, και δεδομένου ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή ή αυτή απορρίφθηκε ως προς τους ίδιους λόγους, ακόμα και αν εκείνος έχει μείζον προνόμιο κατάταξης (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 1518/2018). Στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι του ενός μη καταταγέντες δανειστές βάλλουν με συνεκδικαζόμενες ανακοπές κατά της κατάταξης του ίδιου δανειστή για την αποβολή του, θα υπολογιστούν οι απαιτήσεις των περισσοτέρων ανακοπτόντων και αν η απαίτηση του αποβαλλόμενου δανειστή δεν καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των ανακοπτόντων που νικούν, θα γίνει σύγκριση μεταξύ των τελευταίων από το δικαστήριο και προτίμηση των δανειστών εκείνων που έχουν ισχυρότερο προνόμιο ή ανάλογη μεταξύ των ισοβάθμων κατάταξη. Στα πλαίσια της εν λόγω συνεκδίκασης των περισσοτέρων ανακοπών και της επιβαλλόμενης ως άνω σύγκρισης των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλήρως με την αποβολή του καθ’ ου η ανακοπή δανειστή, διαμορφώνεται επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων (άρθρο 76 παρ.1 περ.δ ΚΠολΔ), διότι η, από την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, κατάταξή τους, επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση (ΑΠ 476/2021, ΑΠ 1048/2019 Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

IV. Η ένδικη έφεση, παραδεκτώς ασκήθηκε μόνον κατά της ήδη καθής η ένδικη ανακοπή, πλεοναστικώς δε κοινοποιήθηκε αντίγραφο αυτής δυνάμει των με αριθμό …. και …. από 18.10.2022 εκθέσεων επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….. και στο Ελληνικό Δημόσιο, από την εκκαλούσα, ενόψει του ότι εν προκειμένω δεν επήλθε επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ της ήδη ανακόπτουσας και του Ελληνικού Δημοσίου, εκ της συνεκδικάσεως των ανωτέρω ανακοπών εφόσον συνυπολογιζομένων των απαιτήσεων των περισσοτέρων ανακοπτόντων η απαίτηση της καθής η ένδικη ανακοπή καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των περισσότερων ανακοπτόντων ήτοι της ήδη ανακόπτουσας και του Ελληνικού Δημοσίου.

V. Από τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της καθής και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ««……….», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», εκπλειστηριάσθηκε στις 12.8.2020, το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής με την ονομασία «Ν» («N»), εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο του Λιμένος του Πειραιώς, με αριθμό ….., ολικής χωρητικότητας 74,96 κόρων και καθαρής 52,01, ολικού μήκους 19,49 μ., πλάτους 5,28 μ. και βυθίσματος 2,94 μ., πλοιοκτησίας της οφειλέτριας της ανωτέρω επισπεύδουσας τράπεζας και εδρεύουσας στον Άλιμο Αττικής ανώνυμης εταιρεία με την επωνυμία «…………….» [πρώην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό «………..»] και κατακυρώθηκε στο όνομα της τελευταίας υπερθεματίστριας Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στο Δήμο Ελληνικού Αττικής, αντί του ποσού του 150.001,00 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθμ ……./12.8.2020 έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Η ανωτέρω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», διατηρούσε απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση – πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας, απορρέουσας από τη μεταξύ της τελευταίας τραπεζικής εταιρείας («……….») και της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας, καταρτισθείσας υπ’ αριθμ. ………/14.7.2009 δανειακή σύμβαση, σε εκτέλεση της οποίας χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια το ποσό του 1.300.000 ευρώ ως δάνειο. Σε εξασφάλιση της απαίτησης, εκ της ανωτέρω συμβάσεως, συστήθηκε υπέρ της δανείστριας τράπεζας και σε βάρος του προαναφερθέντος πλοίου απλή ναυτική υποθήκη μέχρι του ποσού του 1.690.000 ευρώ με το υπ’ αριθμ. …./21.7.2009 σχετικό έγγραφο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. Κατόπιν περιελεύσεως της δανειολήπτριας σε κατάσταση υπερημερίας περί την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η ανωτέρω δανείστρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………» προέβη σε καταγγελία της σύμβασης δανείου. Ακολούθως, η ίδια υπέβαλε την από 11.6.2014 αίτησή της προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εξεδόθη σε βάρος και της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας η με αριθμό …………./2014 Διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε (και) η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία όπως καταβάλει στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» το ποσό των 500.000 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την επομένη του οριστικού κλεισίματος, ήτοι από την 19.9.2013 και εφεξής των τόκων κεφαλαιοποιούμενων και ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975. Ακολούθως, με εκτελεστό τίτλο την αμέσως ανωτέρω αναφερομένη διαταγή πληρωμής η ήδη καθής η ένδικη ανακοπή ανωτέρω τραπεζική εταιρία, ως καθολικής διαδόχου της αρχικώς δανείστριας εταιρείας, επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της οφειλέτριάς της και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο ανωτέρω πλοίο για το ποσό των 500.000 ευρώ με την υπ’ αριθμ. ……./30-6-2020 κατασχετήρια έκθεση του διορισμένου στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Δικαστικού Επιμελητή ………., επακολουθήσαντος του πλειστηριασμού του κατά τα προεκτεθέντα. Στον εν λόγω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν η Δ.Ο.Υ. Πλοίων για το ποσό των ευρώ 1.200,60, η Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιώς για το ποσό των ευρώ 1.001,92, η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» για το ποσό των ευρώ 891.786,09 και η ήδη ανακόπτουσα εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» για το ποσό των ευρώ 66.913,70, πλέον τόκων για τέλη και έξοδα ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου, αφορώντα το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 12.8.2020 και δικαστική δαπάνη. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 4.8.2020 αναγγελία της ήδη ανακόπτουσας, η οποία επεδόθη την 8.9.2020 στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, στην επισπεύδουσα την ανωτέρω εκτέλεση και ήδη καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία και τον ανωτέρω επί του ενδίκου πλειστηριασμού υπάλληλο (σχετικά προσκομιζόμενες με αριθμό ……….. από 8.9.2020 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών διορισμένων στο Εφετείο Πειραιώς και Αθηνών, αντίστοιχα, …….. οι δύο πρώτες και ……….., η τρίτη εξ αυτών) για την οποία (αναγγελία) συντάχθηκε η με αριθμό …. από 15.9.2020 πράξη κατάθεσης εγγράφων αναγγελθείσης (απαίτησης) του ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, η ήδη ανακόπτουσα εζήτησε να καταταγεί στο εκπλειστηρίασμα προνομιακά για το ποσό των ευρώ 66.913,70, πλέον τόκων και εξόδων, αναφέροντας ότι κατά της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας [α] διατηρεί απαίτηση που αφορά σε έξοδα ελλιμενισμού στο θαλάσσιο χώρο του λιμένα Ζέας που αυτή εκμεταλλεύεται, του ανωτέρω πλοίου, για το χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως 31.12.2020, πλέον ΦΠΑ, ανερχόμενη στο ποσό των ευρώ 61.261,10, όπως αναλύεται στο εν λόγω έγγραφο αναγγελίας ανά μήνα, ανά έτος, [β] διατηρεί απαίτηση για δαπάνη κατανάλωσης ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος από το εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 27.11.2012 έως 30.7.2018, εκ ποσού ευρώ 3.473,61, όπως αναλύεται στο ίδιο έγγραφο αναγγελίας, ανά παροχή ανά ημερομηνία, [γ] διατηρεί απαίτηση για κοινόχρηστες δαπάνες που επεβλήθησαν στο εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως της εκπλειστηριάσεως αυτού, εκ ποσού ευρώ 563,99, συνιστάμενες σε πρόσθετες παροχές αυτής προς το εν λόγω πλοίο και δη παροχής ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο, υπηρεσίες συντήρησης του αγκυροβολίου, υπηρεσίες διαχείρισης αποβλήτων και εργασίες παραλαβής και ασφαλούς απομακρύνσεως λυμάτων από το εν λόγω σκάφος και [δ] διατηρεί απαίτηση δικαστικής δαπάνης, εκ ποσού ευρώ 1.615,00, στα οποία η ανωτέρω πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία καταδικάσθηκε με τη με αριθμό 55/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατόπιν αγωγής της ήδη ανακόπτουσας για μέρος των ενδίκων απαιτήσεών της. Στην εν λόγω αναγγελία, η ανακόπτουσα σαφώς ανέφερε ότι οι ανωτέρω απαιτήσεις της δημιουργήθηκαν κατόπιν συμβάσεως ελλιμενισμού που είχε καταρτίσει με την πλοιοκτήτρια εταιρεία, από τον ελλιμενισμό του ανωτέρω πλοίου στις εγκαταστάσεις του τουριστικού λιμένα Ζέας, τη διαχείριση και εκμετάλλευση του θαλάσσιου και χερσαίου χώρου του οποίου είχε, αντί μισθώματος, λάβει η ανακόπτουσα, από 23.12.2002, δυνάμει συμβάσεως με την ανώνυμη εταιρεία ………….. Ανέφερε δε ότι οι ανωτέρω απαιτήσεις της, απολαμβάνουν το προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (σελ. 13 και 14 ανωτέρω αναγγελίας) και μάλιστα εμπίπτουν στην περίπτωση β του εν λόγω άρθρου, διότι αφορούν έξοδα φύλαξης και συντήρησης του ανωτέρω πλοίου μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα. Η εν λόγω αναγγελία της ανακόπτουσας εταιρείας, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθής η ένδικη ανακοπή εταιρείας, εφόσον σε αυτήν (αναγγελία) περιέχονται όλα τα αναγκαία, από το άρθρο 972 § 1 εδ. β ΚΠολΔ, στοιχεία για την περιγραφή της αναγγελθείσας απαιτήσεως της αναγγελθείσας και ήδη ανακόπτουσας εταιρείας, αλλά και του προνομίου της, χωρίς να απαιτείτο ειδικότερη αναφορά της ακριβούς ημερομηνίας κατάπλου του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα όπου κατασχέθηκε το ανωτέρω πλοίο, όπως η καθής υποστηρίζει με τις έγγραφες προτάσεις της, εφόσον στην εν λόγω αναγγελία σαφώς αναφέρεται ότι οι ανωτέρω δαπάνες αφορούν απαιτήσεις συντήρησης και φύλαξης του πλοίου οι οποίες γεννήθηκαν από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα όπου και κατασχέθηκε, παρέχοντας τοιουτοτρόπως τη δυνατότητα, εκ της περιγραφής του προνομίου της απαίτησης της ανακόπτουσας που περιέχεται στην ανωτέρω αναγγελία, ελέγχου αυτής τόσο στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, προκειμένου αυτός να προβεί στην σύγκριση και κατάταξη των αναγγελθέντων απαιτήσεων, όσο και στους υπόλοιπους δανειστές μεταξύ των οποίων και την ήδη καθής η ένδικη ανακοπή και την καθ` ής η εκτέλεση. Ο ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, Συμβολαιογράφος Αθηνών ……….., λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύσασας τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση, συνέταξε τον υπ’ αριθμ. ……./30.9.2020 πίνακα κατάταξης, στον οποίο, κατέταξε προνομιακά και οριστικά μόνον την ήδη καθής η ένδικη ανακοπή – εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία για το ποσό των 142.944,44 ευρώ, πλέον εξόδων πλειστηριασμού εκ ποσού ευρώ 7.056,56. Όσον δε αφορά στην απαίτηση της ανακόπτουσας – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, η οποία δεν κατετάγη στον εν λόγω πίνακα, ο ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού ανέφερε στον ανωτέρω πίνακα κατάταξης ότι αυτή δεν κατετάγη κατά πρώτο λόγο διότι η αναγγελία των απαιτήσεών της (ήδη ανακόπτουσας εταιρείας), για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …../15.9.2020 πράξη του, ήταν εκπρόθεσμη, επαλλήλως δε ανέφερε ότι οι απαιτήσεις της δεν τυγχάνουν προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, άλλως και έτι επικουρικότερα, ότι ίσως θα ήταν δυνατόν να ζητηθούν και καταταγούν τα αναφερόμενα στην ημερομηνία από την κατάσχεση του πλοίου (κατάπλους στον τελευταίο λιμένα) έως της ημερομηνίας του πλειστηριασμού του ανωτέρω πλοίου και της κατακύρωσης αυτού, δηλαδή από 30.6.2020 έως 12.8.2020 ήτοι για ευρώ 3.612,00 πλέον ΦΠΑ 24% ευρώ 866,88 και συνολικά ευρώ 4.478,88, πλην όμως, επειδή η εκμετάλλευση του λιμένος εδόθη σε ανώνυμη εταιρεία κερδοσκοπικού σκοπού (ιδιώτη επενδυτή) έχει απολεσθεί γι’ αυτήν το προνόμιο της κατατάξεως των ανωτέρω απαιτήσεων στο άρθρο 205 του ΚΙΝΔ. Κατά του πίνακα αυτού κατάταξης, ο οποίος γνωστοποιήθηκε στην ανακόπτουσα την 6.10.2020, όπως αποδεικνύεται από τη σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή …………… επί αντιγράφου της με αριθμό ……./30.9.2020 έγγραφης πρόσκλησης του ανωτέρω υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η ήδη ανακόπτουσα άσκησε την ένδικη από 7.10.2020 ανακοπή της, η οποία κατετέθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 8.10.2020 (σχετικά με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/8.10.2020) και επεδόθη στην ήδη καθής η ένδικη ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία την 9.10.2020, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό ……/9.10.2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς . …………., ζητώντας να μεταρρυθμισθεί ο ανωτέρω προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, για τους διαλαμβανομένους σε αυτήν λόγους, με σκοπό αφού αποβληθεί η ήδη εφεσίβλητη – καθής η ένδικη ανακοπή από το ποσό των ευρώ 66.013,70, στο ποσό αυτό να καταταγεί αυτή (ήδη ανακόπτουσα) και συγκεκριμένα προνομιακά και οριστικά κατά το ποσό των ευρώ 36.817,31, προνομιακά και τυχαίως, υπό τον όρο τελεσιδικίας για το υπόλοιπο ποσό των 30.096,39. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, απεδείχθη ότι, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία, δυνάμει της από 23.12.2002 σύμβασης, που συνήψε με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………..” (μετονομασθείσα ακολούθως σε “…………”) μίσθωσε για χρονικό διάστημα σαράντα (40) ετών τον τουριστικό λιμένα Ζέας, μετά της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης του και τα επ’ αυτού κτίσματα, με τα συστατικά και τα παραρτήματά τους και ανέλαβε την υποχρέωση της εν γένει λειτουργίας, διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσής του. Με σύμβαση δε, που καταρτίσθηκε στις 17.1.2012 μεταξύ της ανακόπτουσας και της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του μετέπειτα (στις 12.8.2020) εκπλειστηριασθέντος σκάφους, συμφωνήθηκε η παροχή σ’ αυτό από την πρώτη των αντισυμβαλλομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα και δη από 17.1.2012 έως 16.1.2013 υπηρεσιών, που ειδικότερα περιελάμβαναν την, αντί μηνιαίου μισθώματος, παραχώρηση της χρήσης χώρου προβλήτας του τουριστικού λιμένα Ζέας για τον ασφαλή ελλιμενισμό του και τη διάθεση σ’ αυτό ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος προς εξυπηρέτηση των αναγκών του. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, η ανακόπτουσα πράγματι παρείχε προσηκόντως, συνεχώς και αδιαλείπτως, τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες στο σκάφος της προαναφερθείσης εταιρείας. Συνέχισε δε να παρέχει τις εν λόγω υπηρεσίες στο ανωτέρω πλοίο και μετά την 16.1.2013, αφού η ανωτέρω σύμβαση μετετράπη σε αορίστου χρόνου, έως τον πλειστηριασμό του εν λόγω πλοίου την 12.8.2020. Περαιτέρω,, απεδείχθη ότι, το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα από τη χρήση των εγκαταστάσεων του ανωτέρω λιμένα από το ανωτέρω πλοίο, δυνάμει της προαναφερομένης συμβάσεως ελλιμενισμού, συμφωνήθηκε στα εκάστοτε καθοριζόμενα στον τιμοκατάλογο της ανακόπτουσας, από την ίδια (ανακόπτουσα) τέλη, με βάση τις διαστάσεις του πλοίου, όπως αυτά (τέλη) θα ορίζονταν εκάστοτε, κατόπιν αποφάσεων του ΔΣ αυτής. Επίσης, απεδείχθη ότι κατά το επίδικο διάστημα, ελήφθησαν σχετικά οι υπ’ αριθμ. ………/17·11.2015 και …./11.12.2019 αποφάσεις του ΔΣ της ανακόπτουσας με τις οποίες καθορίσθηκαν τα τέλη ελλιμενισμού στον ανωτέρω λιμένα, τέλη τα οποία, κατά τα έτη 2011 έως  2014 ενεκρίθησαν, κατά τα νομίμως προβλεπόμενα, με την υπ’ αριθμ. 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού (ΦΕΚ β 421/16.3.2011). Η υποχρέωση δε έγκρισης αυτών καταργήθηκε  δυνάμει της υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του ν. 4254/2014. Κατόπιν των ανωτέρω, απεδείχθη ότι, το συμφωνημένο μίσθωμα για τον ελλιμενισμό του ανωτέρω πλοίου στον θαλάσσιο χώρο του λιμένος Ζέας ανήρχετο μηνιαίως στο ποσό των 373,39 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12.2012, στο ποσό των 388,50 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, στο ίδιο ως άνω ποσό των 388,50 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31-12.2014, στο ίδιο ως άνω ποσό των 388,50 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 31-12.2015, στο ποσό των 404,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31-12.2016, στο ίδιο ως άνω ποσό των 404,00 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31-12.2017, στο ίδιο ως άνω ποσό των 404,00 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31·12.2018, στο ποσό των 1.105,50 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31-12.2019 και στο ποσό των 1.194,00 ευρώ  για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31-12.2020. Η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, πράγματι έκανε χρήση των ανωτέρω υπηρεσιών της ανακόπτουσας εταιρείας [καθώς επίσης και χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος και του ύδατος που αυτή της παρείχε, δαπάνες για τις οποίες θα γίνει λόγος ακολούθως} πλην όμως αυτή δεν κατέβαλε στην ανακόπτουσα εταιρεία το συμφωνημένο, για τις εν λόγω υπηρεσίες, αντίτιμο. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο αποτελούσε επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, το οποίο η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία εκμεταλλεύονταν, ναυλώνοντας αυτό σε τρίτους, καθόλο το χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως την 14.5.2018, οπότε αυτό κατασχέθηκε για πρώτη φορά αναγκαστικώς από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..», καθολικός διάδοχος της οποίας τυγχάνει η ήδη καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία, δυνάμει της με αριθμό ……../14.5.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη έφεση, δεδομένου ότι δεν εξετάσθηκε μάρτυρας, το εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο ναυλώνονταν σε τρίτους απέπλεε από το εν λόγω λιμάνι Ζέας, κατά τα ενδιάμεσα δε των ναυλώσεων χρονικά διαστήματα ελλιμενίζετο στον εν λόγω λιμένα, αφού χαρακτηριστικά η ανακόπτουσα αναφέρει στη σελίδα 10 της ένδικης έφεσής της «Οι δαπάνες συντηρήσεως και φυλάξεως ήταν απολύτως αναγκαίες, που διενεργήθηκαν από τον κατάπλου του σκάφους «Ν» … στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ αυτόν, στον οποίο εισήλθε για να ελλιμενίζεται κατά τον ενδεδειγμένο και προσήκοντα τρόπο κατά τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των ναυλώσεών του…». Μετά την 14.5.2018, οπότε όπως απεδείχθη το εν λόγω πλοίο κατασχέθηκε αναγκαστικώς από την ανωτέρω τραπεζική εταιρεία και κατά συνέπεια κατά τις διατάξεις του άρθρου 1011 παρ.2 ΚΠολΔ απαγορεύθηκε ο απόπλους του, έως την 23.3.2020, οπότε συντάχθηκε η με αριθμό ……/23.3.2020 «Πράξη συναίνεσης άρσης κατάσχεσης» της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., με την οποία (συμβολαιογραφική πράξη) ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη ………., ως πληρεξούσιος της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας «…………», συνήνεση στην ολική άρση της ανωτέρω αναγκαστικής κατασχέσεως, το ανωτέρω πλοίο συνέχισε να παραμένει στην ίδια θέση ελλιμενισμού στον ανωτέρω λιμένα έως την 30.6.2020, οπότε, δυνάμει της με αριθμό ……../30.6.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή το εν λόγω σκάφος κατασχέθηκε εκ νέου αναγκαστικώς από την ήδη καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία. Στην κρίση του αυτή, ότι το ανωτέρω πλοίο δεν απέπλευσε μετά την 23.3.2020 και έως την 30.6.2020 από τον ανωτέρω λιμένα, το Δικαστήριο άγεται από την προαναφερομένη με αριθμό ……/30.6.2020  έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, στη σελίδα 26 της οποίας αναφέρεται χαρακτηριστικά «… Ενημερωθήκαμε από το φύλακα ότι οι κύριες μηχανές και τα μηχανολογικά συστήματα του σκάφους δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία τουλάχιστον από το 2018 όπου ξεκίνησε τη φύλαξή του… Ο εξοπλισμός του σκάφους δεν έχει τεθεί σε λειτουργία για μεγάλο χρονικό διάστημα και απαιτεί ειδικούς τεχνικούς ώστε να ελεγχθούν ένα προς ένα όλα τα συστήματα και να επιβεβαιωθεί ότι λειτουργούν σωστά…». Το ανωτέρω δε πλοίο παρέμεινε στον εν λόγω λιμένα έως και της εκπλειστηριάσεως αυτού την 12.8.2020. Ο ακριβής χρόνος του τελευταίου κατάπλου του εν λόγω πλοίου στον ανωτέρω λιμένα Ζέας δεν προέκυψε από τις αποδείξεις, αφού η ανακόπτουσα η οποία φέρει το βάρος απόδειξης του προνομίου της που αμφισβητείται από την καθής, καμία σχετική απόδειξη δεν προσεκόμισε. Η ίδια μάλιστα στα πλαίσια της ένδικης ανακοπής της (σελ. 7) ανέφερε ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία επιβαρύνθηκε με ΦΠΑ 24% από 1.10.2018 και εφεξής, διότι αυτή (πλοιοκτήτρια) δεν προσεκόμισε όπως όφειλε αντίγραφο διενέργειας ανοικτών πλόων του άνω σκάφους. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της ήδη ανακόπτουσας για τέλη ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου, οι οποίες αφορούν ουσιαστικά στο συμβατικό αντάλλαγμα για την παροχή από την ανακόπτουσα υπηρεσιών ελλιμενισμού στο μετέπειτα εκπλειστηριασθέν πλοίο της καθ’ης η εκτέλεση στον τουριστικό λιμένα, που η ανακόπτουσα εταιρεία διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται και ανάγεται στη χρονική περίοδο από 14.5.2018 οπότε κατασχέθηκε για πρώτη φορά το ανωτέρω πλοίο έως την 12.8.2020 (ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού), ήτοι σε χρόνο τόσο προγενέστερο, όσο και μεταγενέστερο της επιβληθείσης την 30.6.2020 στο πλοίο αναγκαστικής κατάσχεσης αυτού [αφού προηγούμενα με τη με αριθμό ……../23.3.2020 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών . …….. με τον τίτλο «Πράξη συναίνεσης άρσης κατάσχεσης» ήρθη η προαναφερθείσα από 14.5.2018 αναγκαστική κατάσχεση του εν λόγω πλοίου] εμπίπτουν προφανώς στην έννοια των από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα “εξόδων φύλαξης και συντήρησης” αυτού και, επομένως, απολαύουν του προνομίου κατάταξης της δεύτερης τάξης, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 205 εδαφ. β΄του ΚΙΝΔ και ως εκ τούτου προηγείται στην κατάταξη της ενυπόθηκης απαίτησης της καθής, η ένδικη ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας. Συγκεκριμένα, πρόκειται περί των απολύτως αναγκαίων δαπανών, που διενεργήθηκαν από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ αυτόν, στον οποίο αφού εισήλθε για να ελλιμενισθεί και όχι για να παροπλισθεί (το αντίθετο δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο) και από τον οποίο παρεμποδίσθηκε να αποπλεύσει αρχικώς από την 14.5.2018 έως την 23.3.2020, στον οποίο ακινητοποιήθηκε ακριβώς λόγω της επιβληθείσης ανωτέρω αναγκαστικής κατάσχεσης και ακολούθως την 30.6.2020 λόγω της εκ νέου αναγκαστικής κατασχέσεως αυτού και μόνον, και όχι για άλλο λόγο άσχετο με την κατάσχεση, προκειμένου, διά της παραμονής του, σε κατάλληλο αγκυροβόλιο της συγκεκριμένης μαρίνας και σε κατάσταση ασφαλούς επίπλευσης, υπό την έννοια της διαφύλαξης και αποτροπής οιουδήποτε θαλάσσιου κινδύνου, να διατηρηθεί σώο και αβλαβές, αναλλοίωτο στην υλική κατάσταση που βρισκόταν όταν κατασχέθηκε, για την εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, πρόσφορο και κατάλληλο προς ναυτιλιακή εκμετάλλευση και να μην υποστεί βλάβη, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του, όπερ τελικά επιτεύχθηκε, γεγονός που απέβη προς όφελος όχι μόνον της καθ’ης η εκτέλεση, αλλά και των δανειστών της, δηλαδή περί δαπανών που αδιαμφισβήτητα συνετέλεσαν στην αποτροπή απώλειας, καταστροφής του ή φθοράς του, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στην έννοια των “εξόδων συντήρησης”, τα οποία απολαύουν του εν λόγω προνομίου και η σχετική απαίτηση της ανακόπτουσας ως προνομιούχος δεύτερης τάξης, να προηγείται, της κατάταξης της ενυπόθηκης απαίτησης της καθής η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι δεν πρόκειται στην κυριολεξία περί “τέλους”, το οποίο συνιστά χρηματική παροχή που επιβάλλει το Κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, έτερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημόσιας φύσης προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής, με κύριο χαρακτηριστικό του άρα το ότι αποτελεί το χρηματικό αντάλλαγμα κάποιας προσφερόμενης ειδικής δημόσιας υπηρεσίας, αφού στην κρινόμενη περίπτωση η ανακόπτουσα είναι ανώνυμη εταιρεία, που έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και δεν παρέχει δημόσια υπηρεσία, και, συνεπώς, η ως άνω αναγγελθείσα απαίτηση της τελευταίας δεν τυγχάνει προνομιούχος με βάση τη διάταξη του άρθρου 205 εδαφ. α΄του ΚΙΝΔ ως “τέλος”, που βαρύνει το πλοίο, ούτε ως τέτοια άλλωστε αναγγέλθηκε, αλλά ο συγκεκριμένος τεχνικός όρος «τέλος» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από την ανακόπτουσα καταχρηστικά, καθώς στο παρελθόν επιβαλλόταν από την εκμισθώτρια του ανωτέρω τουριστικού λιμένα εταιρεία του δημοσίου, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά το αντάλλαγμα για την παροχή απ’ αυτήν (ανακόπτουσα) των συμφωνηθεισών υπηρεσιών ελλιμενισμού σε πλοίο στο συγκεκριμένο χώρο της μαρίνας, που πλέον εκμεταλλεύεται η ίδια, σε εκπλήρωση συμβατικής της υποχρέωσης. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα έχει απαίτηση από έξοδα φύλαξης και συντήρησης του εν λόγω πλοίου, καλυπτόμενη με προνόμιο της δεύτερης τάξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ για το χρονικό διάστημα από 14.5.2018 έως 12.8.2020, ανερχόμενη στο ποσό των ευρώ 31.312,08 δη έχει απαίτηση για το χρονικό διάστημα από 14.5.2018 έως 31.5.2018 ποσού ευρώ (404,00 δια 31 επί 18 ημέρες=) 234,58 εκ ποσού ευρώ 404,00 για έκαστο των μηνών Ιουνίου έως και μηνός Σεπτεμβρίου 2018 ήτοι ευρώ (404,00 επί 4=) 616,00, το ποσό των ευρώ 404,00 για έκαστο των μηνών Οκτωβρίου έως Δεκεμβρίου 2018 πλέον ΦΠΑ 24% ήτοι ευρώ (404,00 επί 3 μήνες = 1.212,00 πλέον ΦΠΑ 24% ήτοι ευρώ 290,88=) 1.502,88, το ποσό των ευρώ 1.105,50 πλέον ΦΠΑ 24% για έκαστο των μηνών από μηνός Ιανουαρίου 2019 έως και μηνός Δεκεμβρίου 2019 ήτοι ευρώ [(1.105,50 επί 12=) 13.266,00 + 3.183,84 (ΦΠΑ 24%0=] 16.449,84, το ποσό των ευρώ 1.194,00 πλέον ΦΠΑ 24% για έκαστο των μηνών από μηνός Ιανουαρίου 2020 έως και μηνός Ιουλίου 2020 ήτοι ευρώ [(1.194,00 επί 7 μήνες=) 8.358,00 + 2.005,92 (ΦΠΑ 24%)=] 10.363,02 και το ποσό των ευρώ [(84,00 ευρώ ημερησίως επί 11 ημέρες, όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της=) 924,00 πλέον του ποσού των 221,76 για ΦΠΑ 24%=] 1.145,76 για το χρονικό διάστημα από 1.8.2020 έως 12.8.2020, οπότε έλαβε χώρα ο πλειστηριασμός του εν λόγω πλοίου. Η ανακόπτουσα, με την ένδικη ανακοπή της, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 14.5.2008 έως 12.8.2020 παρείχε στο ανωτέρω πλοίο κατά τον μήνα Ιούλιο 2018 3,51 κυβικά μέτρα νερό, παροχή για την οποία δικαιούται το ποσό των ευρώ 24,80. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της αυτού επικαλείται και προσκομίζει το με αριθμό ……./30.7.2018 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, στο οποίο εν τούτοις ως αιτιολογία χρέωσης δεν αναφέρει την προμήθεια ύδατος αλλά την παραλαβή λυμάτων, απαίτηση για την οποία η ανακόπτουσα δεν αποδεικνύεται ότι αναγγέλθηκε. Εφόσον καμία έγγραφη απόδειξη δεν προσκομίζεται, επιπροσθέτως δε η ανακόπτουσα η οποία έχει το βάρος απόδειξης της απαίτησής της εφόσον η ύπαρξη αυτής και το προνόμιό της αμφισβητήθηκαν από την καθής η ένδικη ανακοπή, δεν εξέτασε μάρτυρα, δεν αποδεικνύεται ότι αυτή (ανακόπτουσα) διατηρεί απαίτηση για παροχή 3,51 κυβικά μέτρα νερού στο ανωτέρω πλοίο κατά τον μήνα Ιούλιο 2018. Περαιτέρω, η ανακόπτουσα, ισχυρίζεται ότι, διατηρεί κατά της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 και εντεύθεν απαίτηση για κοινόχρηστες δαπάνες εκ ποσού ευρώ 563,99, συνιστάμενες οι δαπάνες αυτές σε παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω πλοίο ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο, συντήρησης του αγκυροβολίου, διαχείρισης αποβλήτων και παραλαβής και ασφαλούς απομάκρυνσης λυμάτων από το σκάφος. Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της, επικαλείται και προσκομίζει, το με αριθμό 03766 από 21.8.2020 τιμολόγιο στο οποίο ως αιτιολογία χρέωσης αναφέρεται «Κοινόχρηστα σκάφους» χρονικού διαστήματος από 1.1.2020 έως 12.8.2020 χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των εν λόγω κοινοχρήστων δαπανών. Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω δαπάνες αφορούν δαπάνες φύλαξης και συντήρησης του ανωτέρω πλοίου, δεδομένου μάλιστα ότι η ανακόπτουσα δεν εξέτασε σχετικά μάρτυρα από την κατάθεση του οποίου να προκύπτει ο λόγος των εν λόγω κοινόχρηστων δαπανών και επομένως ο προνομιακός τους χαρακτήρας, ενόψει μάλιστα του ότι η καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία αρνείται την ένδικη απαίτηση της ανακόπτουσας, αλλά και τον προνομιακό της χαρακτήρα (σελ. 20 επομ. εγγράφων προτάσεών της.). Τέλος, η ανακόπτουσα επικαλείται ότι διατηρεί απαίτηση σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, εκ ποσού ευρώ 1.615,00, για επιδικασθείσα δικαστική της δαπάνη με τη με αριθμό 55/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη επί της από 24.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγής της. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, η ήδη ανακόπτουσα, ήγειρε σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας την από 24.10.2018 αγωγή της, με την οποία ζητούσε όπως αυτή υποχρεωθεί να της καταβάλει, μεταξύ άλλων και τα τέλη ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.9.2018, αγωγή που έγινε δεκτή με την προαναφερομένη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ποσό των ευρώ 35.202,31 νομιμοτόκως, κατά τα οριζόμενα σε αυτή, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 1.615 για δικαστικά της έξοδα. Εν τούτοις, η εν λόγω απαίτηση περί καταβολής του ποσού των ευρώ 1.615 για δικαστική δαπάνη, δεν είναι προνομιακή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, αφού δεν αφορά δαπάνες φύλαξης και συντήρησης του εν λόγω πλοίου, ούτε δύναται να θεωρηθεί παρεπόμενη απαίτηση της απαιτήσεως της ανακόπτουσας για τα ανωτέρω έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, διότι ως αιτία της έχει τον δικαστικό αγώνα μεταξύ της ανακόπτουσας και της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ΕΠ 444/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, απεδείχθη ότι, η ανακόπτουσα διατηρεί σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας απαίτηση εκ ποσού ευρώ 31.312,08 που αφορά τέλη ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στον ανωτέρω λιμένα Ζέας όπου κατασχέθηκε αυτό και ακολούθως εκπλειστηριάσθηκε και αφορά το χρονικό διάστημα από 14.5.2018 έως 12.8.2020 και επομένως, απολαμβάνει το προνόμιο του άρθρου 205 περ.β του ΚΙΝΔ ήτοι αφορά έξοδα φύλαξης και συντήρησης «από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταιον λιμένα». Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι τα αντίστοιχα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού αλλά και οι δαπάνες παροχής ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος του προγενέστερου χρονικού διαστήματος ήτοι του χρονικού διαστήματος από 17.1.2012 έως 13.5.2018 για τις οποίες αναγγέλθηκε η ανακόπτουσα στον ανωτέρω πλειστηριασμό απολαμβάνουν του αντιστοίχου προνομίου, εφόσον, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, το εν λόγω πλοίο κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως 13.5.2018, ναυλώνονταν σε τρίτους, απέπλεε εκ του εν λόγω λιμένος κατά τη χρονική περίοδο της ναυλώσεώς του και κατέπλεε εκ νέου και ελλιμενίζετο στο λιμάνι της Ζέας κατά τα ενδιάμεσα των ναυλώσεων χρονικά διαστήματα, όπως η ίδια η ανακόπτουσα ανέφερε για πρώτη φορά στην ένδικη έφεσή της, χωρίς παράλληλα να αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις ότι ο ακριβής χρόνος που το εν λόγω πλοίο κατέπλευσε στο εν λόγω λιμάνι προ της επιβολής της 14.5.2018 της ανωτέρω αναγκαστικής κατάσχεσης προηγείται της 14.5.2018. Ενόψει δε της ειδικής αμφισβήτησης του προνομίου (αλλά και της απαίτησης) από την καθής η ένδικη ανακοπή, η ανακόπτουσα δεν απέδειξε, ως όφειλε ότι οι εν λόγω απαιτήσεις της ήτοι τέλη ελλιμενισμού και παροχή ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως 13.5.2018, απολαμβάνουν του προνομίου του άρθρου 205 περ. β του ΚΙΝΔ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι το εν λόγω πλοίο κατά τα ενδιάμεσα των ναυλώσεων χρονικά διαστήματα, κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως 13.5.2018, ελλιμενίζετο στο εν λόγω λιμάνι ουδόλως δύναται να θεμελιώσει το προβλεπόμενο στην περίπτωση β του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ προνόμιο, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση από την ανακόπτουσα διότι, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου (αντίθετα ΕΠ 589/2022 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς), έξοδα φύλαξης και συντήρησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου που καλύπτονται με το προνόμιο της περίπτωση β του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ αποτελούν αυτά που έλαβαν χώρα «από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα» όπου το πλοίο, πριν αποπλεύσει ξανά κατασχέθηκε. Το γεγονός ότι το εν θέματι πλοίο ελλιμενίζετο προ της 14.5.2018 και δη κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως 13.5.2018, κατά τα ενδιάμεσα των ναυλώσεων χρονικά διαστήματα στον εν λόγω τουριστικό λιμένα Ζέας, εφόσον το πλοίο, όπως στην έφεσή της δέχεται η ίδια η ανακόπτουσα απέπλεε από τον εν λόγω τουριστικό λιμένα ενόψει της ναυλώσεως και κατέπλεε με τη λήξη αυτών εκ νέου σε αυτό, δεν απολαμβάνουν και αυτά τα έξοδα ελλιμενισμού του πλοίου (από 17.1.2012 έως 13.5.2018) με το προνόμιο του άρθρου 205 περ.β του ΚΙΝΔ. Με το εν λόγω προνόμιο δεύτερης τάξης καλύπτονται μόνον αυτά (τέλη ελλιμενισμού) που οφείλονται από τον τελευταίο κατάπλου του εν λόγω πλοίου στον ανωτέρω τουριστικό λιμένα αμέσως μετά τον οποίο (κατάπλου) το πλοίο κατασχέθηκε ήτοι από 14.5.2018 και εντεύθεν. Εξάλλου, το γεγονός ότι εν τέλει το ανωτέρω πλοίο εκπλειστηριάσθηκε δυνάμει έτερης νεώτερης κατασχέσεως που επεβλήθη στο εν λόγω πλοίο από την ήδη καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία την 30.6.2020 και όχι δια της αρχικής κατάσχεσης της 14.5.2018, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ανωτέρω δαπάνες αφορούν το χρονικό διάστημα από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα όπου και κατασχέθηκε, εφόσον, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, μετά την 14.5.2018 το πλοίο δεν απέπλευσε εκ νέου από τον ανωτέρω λιμένα και μάλιστα όχι λόγω παροπλισμού του αφού τούτο δεν απεδείχθη, ενόψει του ότι το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ περίπτωση δεύτερη, δεν προϋποθέτει ότι οι δαπάνες φύλαξης και συντήρησης του πλοίου έλαβαν χώρα μετά την κατάσχεση αυτού, παρά αρκεί να αφορούν στο χρονικό διάστημα από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι όπου εντέλει δεν απέπλευσε διότι κατασχέθηκε αναγκαστικώς ήτοι και προ της κατασχέσεως. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, κατά τον εν μέρει βάσιμο μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη ανακοπή της ανακόπτουσας μόνον για το ποσό των ευρώ 4.478,88 που αφορά έξοδα ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου μόνον κατά το χρονικό διάστημα από της 30.6.2020 , οπότε το εν λόγω πλοίο κατασχέθηκε αναγκαστικώς με την προμνημονευθείσα με αριθμό ……/30.6.2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αυτού έως την 12.8.2020, οπότε το εν λόγω πλοίο εκπλειστηριάσθηκε, ενώ κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του μοναδικό λόγο έφεσης της ανακόπτουσας, έπρεπε να κάνει δεκτό ότι η ανακόπτουσα διατηρεί απαίτηση που απολαμβάνει προνομίου δεύτερης τάξης (άρθρο 205 περ.β ΚΙΝΔ) σε βάρος της καθής η επισπευθείσα εκτέλεση, πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας για το ποσό των ευρώ 31.312,08 που αφορά έξοδα ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου από την 14.5.2018 και εντεύθεν. Αντίθετα, καθό μέρος απερρίφθη η ένδικη ανακοπή κατά τα λοιπά, η εκκαλουμένη απόφαση, ως αναλύεται ανωτέρω, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου κατά τούτο του μοναδικού λόγου της ένδικης έφεσης. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και για το ποσό των ευρώ 4.478,88 για το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφαση, γενομένης εν μέρει δεκτής της ένδικης ανακοπής, αφού μεταρρυθμίσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης αποβλήθηκε από αυτόν η καθής η ανακοπή τραπεζική εταιρεία και κατετάγη σε αυτόν προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων και τυχαίως η ανακόπτουσα, διάταξη η οποία δεν επλήγη με έφεση από την καθής η ένδικη ανακοπή ως μόνης έχουσας έννομο συμφέρον και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει, να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει η ένδικη ανακοπή, η οποία τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθής η ένδικη ανακοπή, η οποία παραδεκτώς ηγέρθη σε βάρος της καθής, να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και ως βάσιμη, αφού αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα διατηρεί απαίτηση σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας εκ ποσού ευρώ 31.312,08 που αφορά έξοδα ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου από την 14.5.2018 και εντεύθεν, έως της εκπλειστηριάσεως αυτού, η οποία απολαμβάνει το προνόμιο της δεύτερης τάξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ως αναλύεται ανωτέρω και επομένως προηγείται της κατάταξης της ήδη καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζικής εταιρείας στον προσβαλλόμενο πίνακα, για την οποία (απαίτηση) η ανακόπτουσα αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, ο ένδικος πλειστηριασμός έλαβε χώρα στις 12-08-2020 και η ανακόπτουσα αναγγέλθηκε με την από 04-08-2020 αναγγελία της, εμπρόθεσμα την 8.9.2020, οπότε το έγγραφο της αναγγελίας επιδόθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, στην επισπεύδουσα-καθ’ ης η ανακοπή και στην οφειλέτιδα καθ’ ης η εκτέλεση την 08-09-2020 (βλ. τις υπ’ αριθ. …../08-09-2020 και …./08-09-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….., καθώς και την υπ’ αριθ. …./08-09-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), καθότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, καθ’ όλο το μήνα Αύγουστο ίσχυε η απαγόρευση αναγγελίας με αποτέλεσμα η σχετική προθεσμία για την αναγγελία των ενδίκων απαιτήσεων της ανακόπτουσας να εκκινήσει την 01-09-2020 και να συμπληρωθεί την  15-09-2020 (άρθρο 972 παρ.1 εδ. β’ ΚΠολΔ  σε συνδ. με άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως έσφαλε ο επί του πλειστηριασμού ανωτέρω υπάλληλος ο οποίος δεν κατέταξε την ανακόπτουσα προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων του ανωτέρω πίνακα κατάταξης για το ανωτέρω ποσό των ευρώ 31.312,08. Κατά το υπόλοιπο αναγγελθέν από την ανακόπτουσα ποσό των ευρώ (66.913,70 μείον 31.312,08=) 35.601,62 που αφορά (α) έξοδα ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στο ανωτέρω λιμάνι Ζέας για το χρονικό διάστημα από 17.1.2012 έως 13.5.2018, (β) έξοδα παροχής ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος στο ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 27.11.2012 έως 30.7.2018, (γ) έξοδα κοινοχρήστων από 1.1.2019 και εντεύθεν και (δ) επιδικασθείσα, με τη με αριθμό 55/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, υπέρ της ανακόπτουσας και σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, δικαστική δαπάνη, η ένδικη ανακοπή, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της, όπως κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διότι οι ανωτέρω υπό στοιχεία (α), (β) και (γ) απαιτήσεις, δεν απεδείχθη, από την ανακόπτουσα η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης ότι απολαμβάνουν το προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, η δε υπό στοιχεία (δ) δεν απολαμβάνει του σχετικού προνομίου, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω και επομένως δεν προηγούνται της κατατάξεως της καθής η ένδικη ανακοπή στον προσβαλλόμενο πίνακα. Περαιτέρω, πρέπει, καθό μέρος, τυγχάνει βάσιμη στην ουσία της η ένδικη ανακοπή, να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης και να αποβληθεί η καθής η ανακοπή τραπεζική εταιρεία από αυτόν για το ποσό των ευρώ 31.312,08 στο οποίο πρέπει να καταταγεί προνομιακά με προνόμιο δεύτερης τάξης η ήδη ανακόπτουσα. Περαιτέρω, όσον αφορά στις απαιτήσεις της ανακόπτουσας από τον ελλιμενισμό του εν λόγω πλοίου στην μαρίνα Ζέας κατά το χρονικό διάστημα από 14.5.2018 έως 30.9.2018, ήτοι για το ποσό των ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 14.5.2018 έως 31.5.2018 το ποσό των ευρώ (404,00 δια 31 επί 18 ημέρες=) 234,58 πλέον εκ ποσού ευρώ 404,00 για έκαστο των μηνών Ιουνίου έως και μηνός Σεπτεμβρίου 2018 ήτοι ευρώ (404,00 επί 4=) 1.616,00=] 1.850,58, για το οποίο η ανακόπτουσα αξιώνει με την ένδικη ανακοπή όπως καταταγεί οριστικά, πρέπει να γίνει δεκτό το σχετικό αίτημά της, διότι όπως αποδεικνύεται (α) από την προσκομιζόμενη ανωτέρω με αριθμό 55/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών) η οποία εξεδόθη ερήμην της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, (β) την προσκομιζόμενη με αριθμό …… από 9.10.2019 έκθεση επιδόσεως , κατά την οποία αντίγραφο της ανωτέρω με αριθμό 55/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (που εξεδόθη με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών) επεδόθη στην καθής η επισπευθείσα εκτέλεση πλοιοκτήτρια εταιρεία, την 9.10.2019 και (γ) το με αριθμό 245/17.10.2023 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, οι εν λόγω απαιτήσεις της ήδη ανακόπτουσας έχουν επιδικασθεί τελεσιδίκως (άρθρο 321 ΚΠολΔ), διότι κατά της εν λόγω αποφάσεως, έως την 17.10.2023, κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο δεν ασκήθηκε και δη από το προαναφερόμενο πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς αποδεικνύεται ότι κατά της ανωτέρω αποφάσεως η πλοιοκτήτρια του εν θέματι πλοίου εταιρεία δεν άσκησε ανακοπή ερημοδικίας κατ’ άρθρο 503 παρ.1 και έφεση κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ εντός δεκαπέντε ημερών και τριάντα ημερών, αντίστοιχα, από την προς αυτή επίδοση της ανωτέρω με αριθμό 55/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δεδομένου ότι οι ανωτέρω διατάξεις κατά τους ορισμούς του άρθρου 591 παρ.1 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες. Κατά το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (31.312,08 μείον 1.850,58=) 29.461,50 ευρώ, κατά το αίτημα της ένδικης ανακοπής (άρθρο 106 ΚΠολΔ), πρέπει να καταταγεί η ανακόπτουσα τυχαίως και δη υπό την αίρεση τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της σαφώς αξιώνει όπως καταταγεί για το κεφάλαιο της απαίτησής της, χωρίς να περιλαμβάνει αίτημα περί κατάταξής της και για τους τόκους επί του κεφαλαίου της απαίτησής της.

Κατόπιν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του ο μοναδικός λόγος της ένδικης έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης, ήτοι και για το ποσό των ευρώ 4.478,88 για το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφαση, γενομένης εν μέρει δεκτής της ένδικης ανακοπής, αφού μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης αποβλήθηκε από αυτόν η καθής η ανακοπή τραπεζική εταιρεία και κατετάγη σε αυτόν προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων και τυχαίως η ανακόπτουσα, διάταξη η οποία δεν επλήγη με έφεση από την καθής η ένδικη ανακοπή και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη ανακοπή (άρθρο 535 ΚΠολΔ), η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς και δη εμπροθέσμως, ως αναλύεται ανωτέρω και η οποία τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθής η ένδικη ανακοπή, εφόσον σε αυτήν εκτίθεται με επάρκεια η απαίτηση της ανακόπτουσας και το προνόμιο αυτής, και η οποία περαιτέρω τυγχάνει νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 979 ΚΠολΔ και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, πρέπει να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης και αφού αποβληθεί η καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία από αυτόν για το ποσό των ευρώ 31.312,08, να καταταγεί σε αυτό προνομιακά και δη στη δεύτερη τάξη προνομίων η ανακόπτουσα και οριστικά για το ποσό των ευρώ 1.850,58, τυχαίως δε και δη υπό την αίρεση τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της για το υπόλοιπο ποσό των ευρώ 29.461,50. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος υπό της ανακόπτουσας, κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης, παραβόλου σε αυτήν, λόγω της εν μέρει νίκης της (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει στην ουσία της την ένδικη έφεση.

Εξαφανίζει στο σύνολό της την εκκαλουμένη με αριθμό 1017/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη από το Ναυτικό Τμήμα με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Διατάσσει την απόδοση του με αριθμό ……… ηλεκτρονικού παραβόλου που προκατέθεσε η εκκαλούσα προς έγερση της ένδικης έφεσης, στην εκκαλούσα.

Κρατεί και δικάζει την ένδικη από 7.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./8.10.2020), ανακοπή (του άρθρου 979 του ΚΠολΔ) της ήδη εκκαλούσας – ανακόπτουσας κατά του με αριθμό ………../30.9.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών, τον οποίο συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβολαιογράφος Αθηνών ……….

Δέχεται αυτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.

Μεταρρυθμίζει τον με αριθμό ……../30.9.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών, τον οποίο συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβολαιογράφος Αθηνών ……….

Αποβάλλει από τον ανωτέρω με αριθμό ………./30.9.2020 πίνακα κατάταξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, την καθής η ένδικη ανακοπή τραπεζική εταιρεία κατά το ποσό των τριάντα μία χιλιάδων τριακοσίων δώδεκα ευρώ και οκτώ λεπτών (ευρώ 31.312,08).

(στ) Κατατάσσει στο αμέσως ανωτέρω ποσό των τριάντα μία χιλιάδων τριακοσίων δώδεκα ευρώ και οκτώ λεπτών (ευρώ 31.312,08) την εκκαλούσα – ανακόπτουσα εταιρεία, με προνόμιο δεύτερης τάξης, οριστικά για το ποσό των χιλίων οκτακοσίων πενήντα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (ευρώ 1.850,58) και τυχαίως, υπό την αίρεση τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της για το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών (ευρώ 29.461,50).

Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στο ακροατήριο, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στον Πειραιά, την  22.2.2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ