Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 101/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός  101/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων : 1) ……… και 2) ………., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Κωνσταντίνος Κουσαής.

Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……………., με έδρα την Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη υπόχρεη διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία ………., με έδρα το ………. Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος, Ευαγγελία Οικονόμου.

Οι ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αρ. κατ. ……./2022 ανακοπή τους και τους με αρ. κατ. ………/2022 και ……../2022 πρόσθετους λόγους ανακοπής κατά της με αρ. ………./2021 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της επιταγής προς εκτέλεση αυτής. Το δικαστήριο με την 2581/2023 απόφαση απέρριψε αυτούς.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι ανακόπτοντες εκκαλούντες με την με αρ. κατ. ………./2023 έφεση προς αυτό το δικαστήριο, η οποία μαζί με τη ενσωματωμένη σ’ αυτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης (ΚΠολΔ 938 παρ. 2) προσδιορίστηκε (με την ………./2023 εκ. κατ. στο Εφετείο Πειραιά) να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση έφεση και η ενσωματωμένη σ’ αυτή αίτηση αναστολής εκτέλεση κατά της υπ’ αριθ. 2581/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1, 938 παρ. 2, αρ. ηλεκτρ. παραβόλου ………………../2023). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία.

Με την υπό κρίση έφεσή τους οι εκκαλούντες, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε την ανακοπή τους και τους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της υπ’ αρ. …./2021 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της επιταγής προς εκτέλεση αυτής, προκειμένου αυτές να γίνουν δεκτές, καθώς και την αναστολή εκτέλεσης της εκκαλουμένης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσης.

Με τους λόγους της ανακοπής τους και τους πρόσθετους λόγους, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς εκτέλεση αυτής έπρεπε να ακυρωθούν για τους ακόλουθους λόγους (όπως αριθμούνται με το δικόγραφο της έφεσης): Με τον υπό στ. 1α λόγο οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι η εφεσίβλητη δεν είχε την πληρεξουσιότητα να εκκινήσει την διαδικασία αυτή με την επίδοση την 21.1.2022 της από 20.1.2022 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της …/2021 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αφού στην …./17.3.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ. 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003) του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών δεν της παρέχεται η εξουσία λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο λόγος αυτός ήταν μη νόμιμος, γιατί η εφεσίβλητη, για την οποία δεν αμφισβητείτο ότι ήταν νόμιμα αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων (Ν. 4354/2015), διέθετε πάντοτε εκ του νόμου την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, ανεξάρτητα από το ειδικότερο πλαίσιο με το οποίο συντελέστηκε η μεταβίβαση των υπό διαχείριση πιστώσεων (είτε με βάση τον Ν. 3156/2003 είτε τον Ν. 4354/2015) και συνεπώς μπορούσε να προβαίνει στην έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης με τη σύνταξη και επίδοση σχετικής επιταγής προς εκτέλεση για την είσπραξη των διαχειριζόμενων απαιτήσεων (ΟλΑΠ 1/2023 δημ NOMOS). Με το υπό στ. 1β λόγο οι εκκαλούντες παραπονούνται επειδή η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο τις έξι τροποποιήσεις της …./22.7.2020 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από την Τράπεζα … προς την εκπροσωπούμενη από την εφεσίβλητη εταιρεία ειδικού σκοπού …………. Η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, γιατί οι διάδικοι προσκομίζουν στη δίκη τα έγγραφα που οι ίδιοι επιθυμούν προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Άλλωστε οι εκκαλούντες δεν προβάλλουν κάποιο ορισμένο λόγο ακύρωσης της επίδικης διαταγής πληρωμής και της βάσει αυτής επιχειρούμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, που να αποδεικνύεται εκ των ως άνω έξι έγγραφων, νομίμως δημοσιευμένων, τροποποιήσεων το περιεχόμενο των οποίων δεν αναφέρεται στους λόγους ανακοπής ή στην έφεση. Με τον υπό στ. 1γ λόγο οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι η εφεσίβλητη δεν είχε την ενεργητική νομιμοποίηση να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής γιατί, πέραν των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης των επιχειρηματικών απαιτήσεων ανάμεσα στις εταιρείες Τράπεζα …. και ……….. αλλά και τις συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων της τελευταίας προς την εφεσίβλητη, όλες νόμιμα καταχωρημένες στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, δεν προσκομίστηκαν όλα τα ειδικότερα νομιμοποιητικά έγγραφα (καταστατικά εταιρειών, πιστοποιητικά εκπροσώπησης και νομικών μεταβολών, καταστατικό της αλλοδαπής εταιρείας και αντίστοιχα πιστοποιητικά μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, πρακτικά γ.σ. εταιρειών), που να πιστοποιούν ότι αυτοί που υπέγραψαν τις συμβάσεις ήταν πράγματι οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών. Ο λόγος αυτός έπρεπε να απορριφθεί, γιατί για την ενεργητική νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να υποβάλλει αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής αρκούσε η προσκόμιση των καταχωρημένων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σε περίληψη συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και ανάθεσης διαχείρισης αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (αρ. 10 του Ν. 3156/2003) και δεν απαιτούνταν τα πρόσθετα ειδικότερα έγγραφα που αναφέρουν οι εκκαλούντες. Και τούτο γιατί τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων της μεταβίβασης και της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης είναι η ταυτότητα της μεταβιβασθείσας και ανατεθείσας προς διαχείριση στην εφεσίβλητη οφειλής, το ύψος αυτής, το στάδιο μη εξυπηρέτησής της και η ιδιότητα της εφεσίβλητης ως αδειοδοτημένης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, που, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται. Αυτά δε τα στοιχεία προκύπτουν από τις κατατεθείσες με την αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής περιλήψεις (καταχωρήσεις στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης μετά του παραρτήματος, που αναφέρουν οι εκκαλούντες, ήταν δε αρκετές για την απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης για την αίτηση έκδοσης της επίδικης διαταγής πληρωμής, καθώς και τη λήψη αυτής, και ανταποκρίνονταν πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 626 παρ. 3 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν ειδικότερα στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων εταιρειών και ήταν αδιάφορα για τη νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να ζητήσει την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 434/2022 δημ. NOMOS). Με τον υπό στ. 1δ λόγο οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι οι συμβάσεις μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης της απαίτησης στην εφεσίβλητη έγιναν χωρίς ποτέ να συμφωνήσουν οι ίδιοι σ’ αυτό ή να ζητηθεί η εκ των προτέρων συναίνεσή τους, ούτε ποτέ τους γνωστοποιήθηκαν πραγματικά οι ως άνω συμβάσεις για να λάβουν γνώση σε ποιον έγινε η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αβάσιμος και έπρεπε να απορριφθεί γιατί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 9, 10 και 14 του Ν. 3156/2003 οι συμβάσεις μεταβίβασης και διαχείρισης της απαίτησης έγιναν νομίμως χωρίς τη συναίνεση ή την έγκριση των εκκαλούντων, μόνη δε η καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης αυτών με τα ουσιώδη στοιχεία που προαναφέρθηκαν αρκούσε για την ολοκλήρωση αυτών και θεωρείτο ως αναγγελία στους εκκαλούντες και συνεπώς, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ότι έγινε η ως άνω καταχώριση, η εφεσίβλητη είχε την ενεργητική νομιμοποίηση να ζητήσει την έκδοση της διαταγής πληρωμής και να συντάξει και κοινοποιήσει επιταγή προς εκτέλεση. Με τον υπό στ. 1 ε λόγο οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι για την έκδοση της διαταγής πληρωμής η εφεσίβλητη προσκόμισε μόνο τα υπ’ αρ. 2209Β και 2208Β/27.7.2012 ΦΕΚ και κανένα άλλο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης από την «….. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» (από την οποία δανειοδοτήθηκε ο πρώτος εκκαλών με εγγύηση της δεύτερης εκκαλούσας) προς την Τράπεζα …, ενόψει του ότι υπήρχαν και περιουσιακά στοιχεία της «…… Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» που δεν της μεταβιβάστηκαν. Ο ισχυρισμός αυτός έπρεπε να απορριφθεί γιατί από τα ως άνω ΦΕΚ που προσκομίστηκαν για την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής, που αφορούσαν την ειδική εκκαθάριση της «…. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και δυνάμει των οποίων η Τράπεζα ….. κατέστη ειδική διάδοχος αυτής και της μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις της έναντι των δανειοληπτών της, προκύπτουν αναλυτικά τα είδη των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν ειδικά στην Τράπεζα ….., όπως οι συμβάσεις που αφορούσαν στεγαστικά δάνεια, μεταξύ αυτών και αυτή εναντίον των εκκαλούντων, όπως επίσης και ποιες απαιτήσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία δεν της μεταβιβάστηκαν και σ’ αυτές που εξαιρέθηκαν δεν ήταν η επίδικη απαίτηση. Με τον υπό στ. 2 λόγο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι δεν κοινοποιήθηκαν μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιητικά έγγραφα που αποδείκνυαν τη μεταβίβαση της απαίτησης και την ανάθεση της διαχείρισης στην εφεσίβλητη, ώστε να νομιμοποιείται αυτή είτε για την έναρξη της εκτέλεσης είτε για τη συνέχιση αυτής (ΚΠολΔ 925 παρ. 1) και δεν αρκούσε το γεγονός ότι αυτά που θεωρούσε η εφεσίβλητη ως νομιμοποιητικά κατατέθηκαν με την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αβάσιμος γιατί η εφεσίβλητη ήταν αυτή που ζήτησε και έλαβε την επίδικη διαταγή πληρωμής και επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήταν αυτή η δικαιούχος που αναφέρεται στον τίτλο, υπέρ της οποίας γίνεται η αναγκαστική εκτέλεση και δεν συνέτρεχε περίπτωση ειδικής διαδοχής κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Με τον υπό στ. 3 λόγο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης να εκδώσει διαταγή πληρωμής και να ξεκινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης μετά από περίοδο εξαιρετικά δυσμενών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών λόγω της πανδημίας, που έπληξαν και τους εκκαλούντες, σε συνδυασμό με τη μη παροχή εκ μέρους της εφεσίβλητης δυνατότητας ρύθμισης της οφειλής καθίσταται καταχρηστική. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν μη νόμιμος γιατί και αληθή υποτιθέμενα τα συγκροτούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά δεν υπήρξε προφανής υπέρβαση των κοινωνικών και οικονομικών ορίων άσκησης του δικαιώματος είσπραξης της απαίτησης της εφεσίβλητης, αλλά και των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Και τούτο γιατί η μη αποδοχή της εφεσίβλητης περί ρύθμισης της οφειλής μετά από υποχρεωτική αδράνεια ως προς την είσπραξη αυτής για χρονική περίοδο ενός έτους που της επιβλήθηκε υποχρεωτικά λόγω της πανδημίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ενδεχόμενη στέρηση στους εκκαλούντες ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου γίνεται όχι χωρίς να έχει έννομο συμφέρον προς τούτο η εφεσίβλητη, αλλά επειδή αποτελεί αναγκαία συνέπεια της ικανοποίησης του δικαιώματός της, που δεν δύναται κατ’ άλλο τρόπο να πραγματοποιηθεί, δεν στοιχειοθετεί κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, έστω και αν οι ως άνω ενέργειες δύνανται να επιφέρουν μεγάλη βλάβη στους εκκαλούντες (ΑΠ 375/2023 δημ. ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Μετά από τα ανωτέρω έπρεπε η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να απορριφθούν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια δεν έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Πρέπει συνεπώς να απορριφθούν η έφεση και η με αυτή υποβληθείσα αίτηση αναστολής ως αβάσιμες, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να  καταδικαστούν οι εκκαλούντες στη καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού (ΚΠολΔ 176, 183).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση και την αίτηση αναστολής.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 400 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4 Μαρτίου 2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ