Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 3/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  3/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………. για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις μεταξύ:

Α. Των εκκαλούντων εναγόντων: 1) ………… 2) …………….οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: Της εδρεύουσας στη ………. (οδός ……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δόμβρο.

Β. Της εκκαλούσας εναγομένης: Της εδρεύουσας στη …… (οδός …………..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δόμβρο.

Των εφεσιβλήτων εναγόντων: 1) …………. 2) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 3.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………………/5.12.2019) αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2827/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Οι εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό ενάγοντες με την από 30.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../30.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Η εναγόμενη ναυτική εταιρεία με την από 28.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../31.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……………./3.6.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεσή της, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η προαναφερθείσα πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων – εφεσιβλήτων – εναγόντων δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις της, ενώ ο προαναφερθείς πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης εμφανίσθηκε και, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 30.3.2022 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ…………/30.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων της από 3.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………../5.12.2019) αγωγής τους σε βάρος της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας και β) η από 28.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………/31.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./3.6.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση της επίσης εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ. 2827/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, τα οποία (ανωτέρω δικόγραφα, που κατάγονται προς κρίση) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 30.3.2022 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/30.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. 2827/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας από 3.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../5.12.2019) αγωγής τους, με αίτημα την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών τους, συνολικού ποσού 24.768,26 ευρώ στον πρώτο και 22.871,16 ευρώ στο δεύτερο αντίστοιχα, πλέον τόκων, απορρεουσών από συμβάσεις ναυτολόγησής του σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του ναύτη, σε εκτέλεση των οποίων παρείχαν εξαρτημένη ναυτική εργασία κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή τους ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να τους καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.883,18 ευρώ στον πρώτο και το συνολικό ποσό των 12.774,47 ευρώ στο δεύτερο αντίστοιχα, νομιμοτόκως, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής τους δαπάνης, ποσού 400 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 30.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../30.3.2022), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στην εναγόμενη της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα με την επιμέλεια των εναγόντων την 1η.3.2022, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή στο προσκομιζόμενο από την ανωτέρω επιδοθέν αντίγραφο της απόφασης αυτής και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η έτερη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 28.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……/31.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …../3.6.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση της επίσης εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης της ανωτέρω αγωγής έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 31.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ ………/31.3.2022), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στην εναγόμενη της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα με την επιμέλεια του ιδίου του ενάγοντος την 1η.3.2022 κατά τα προεκτεθέντα και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες με την ανωτέρω αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε και διευκρινίσθηκε με τις προτάσεις τους, ισχυρίσθηκαν ότι ναυτολογήθηκαν αμφότεροι στον Πειραιά, ο μεν πρώτος στις 11.10.2017 και ο δεύτερος  στις 6.2.2018 αντίστοιχα, για αόριστο χρόνο, προκειμένου να εργασθούν με την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο με την ονομασία «Ι», ολικής χωρητικότητας 2.440,90 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγομένης και απασχολήθηκαν σ’αυτό, το οποίο εκτελούσε καθημερινά, πλην Δευτέρας και Σαββάτου, τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις τους τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια μεταξύ διαφόρων λιμένων του Αιγαίου Πελάγους, αντί των προβλεπομένων από τις Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκων Πλοίων των ετών 2017 και 2018 ο πρώτος και της αντίστοιχης ΣΣΝΕ του έτους 2018 ο δεύτερος μηνιαίου μισθού, επιδομάτων και εργασιακών όρων εν γένει, συνεχώς έως τις 12.11.2018, οπότε και απολύθηκαν λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 60 ημερών, μετά την παρέλευση του οποίου δεν επαναπροσλήφθηκαν, εργαζόμενοι επί 15 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές και τις αργίες και επί 10 ώρες κατά τα Σάββατα για την κάλυψη των αναγκών του πλοίου, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς τους, ως ναύτες βάρδιας, που επίσης εξέθεσαν στις προτάσεις τους. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους, χωρίς να λάβουν το σύνολο των αμοιβών, που αντιστοιχούσαν στις ώρες της υπερωριακής εργασίας τους κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών τους και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) του έτους 2018, τα οποία δικαιούνται, καθώς και πλήρη την πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή τους στους λιμένες των δρομολογίων του πλοίου, ως μέλη του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των με αυτό μεταφερομένων οχημάτων στο χώρο στάθμευσης, ούτε και αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, καθώς και την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, ανερχόμενη στις τακτικές αποδοχές τους 22 ημερών, διότι αποναυτολογήθηκαν άνευ παραπτώματος ή υπαιτιότητάς τους, λόγω καταγγελίας ουσιαστικά των εργασιακών τους συμβάσεων από τον Πλοίαρχο του πλοίου, με αποτέλεσμα να διατηρούν αξιώσεις από τις ανωτέρω αιτίες σε βάρος της αντιδίκου τους, ο μεν πρώτος εξ αυτών συνολικού ποσού 24.768,26 ευρώ, άπασες αναγόμενες στο έτος 2018, ο δε δεύτερος συνολικού ποσού 22.871,16 ευρώ αντίστοιχα, όπως έκαστο των επιμέρους κονδυλίων αναλύεται στο δικόγραφο, ζήτησαν, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών τους συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό κατά το ποσό, που αναλογεί στο 1/3 του ποσού εκάστου κονδυλίου της αγωγής, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας τους δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και επίσης περιλήφθηκε στις νομίμως κατατεθείσες στην πρωτόδικη δίκη προτάσεις τους, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών τα 2/3 του συνολικά αιτουμένου ποσού των 24.768,26 ευρώ και στο δεύτερο τα 2/3 του συνολικού ποσού της απαίτησής του των 22.871,16 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση  της ιδίας να τους καταβάλει το υπόλοιπο 1/3 των ποσών αυτών, αλλά και να καταδικασθεί στη δικαστική τους δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού η αγωγή κρίθηκε πλήρως και επαρκώς ορισμένη και ως προς το κονδύλιο της διαφοράς της αμοιβής για την παροχή από τους ενάγοντες υπερωριακής εργασίας και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της εναγομένης και νόμιμη, κατά τη κύρια βάση της, απορριφθείσης ως μη νόμιμης της κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσης βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακολούθως, με τις παραδοχές – μεταξύ άλλων – ότι επί των ναυτολογήσεων των εναγόντων εφαρμοστέα τυγχάνει η Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων του έτους 2017, ότι η ημερήσια απασχόληση αυτών στο πλοίο της εναγομένης με την ειδικότητα του ναύτη ανήλθε κατά μέσο όρο σε 12 ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές και τις αργίες και σε 8 ώρες κατά τα Σάββατα, οπότε και το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε ελλιμενισμένο, καθώς και ότι αμφότεροι απολύθηκαν στις 12.11.2018 λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου και δεν επαναυτολογήθηκαν εντός χρονικού διαστήματος 60 ημερών, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της ανυπαίτιας και χωρίς τη θέλησή τους λύσης της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας τους, που θεωρείται «οριστική», να τους οφείλεται αποζημίωση, ίση προς τις αποδοχές τους 22 ημερών, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή τους ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή κατά το ποσό των 4.000 ευρώ για έκαστο των εναγόντων, να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 11.883,18 ευρώ και στο δεύτερο το συνολικό ποσό των 12.774,47 ευρώ, ως διαφορά αμοιβής υπερωριών, ως διαφορά αναλογίας δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) του έτους 2018, ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις και ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο ως προς αμφότερους από τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση χρονικά σημεία, ενώ απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμο το κονδύλιο της πρόσθετης αμοιβής για τη συμμετοχή των εναγόντων στις εργασίες φορτοκεφόρτωσης και έχμασης των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης του πλοίου, διότι έγινε δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε απ’αυτούς ο συνολικός αριθμός των οχημάτων, που μεταφέρθηκαν με το πλοίο κατά τις ναυτολογήσεις τους και ο αριθμός των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, που εκτελούσαν σε κάθε δρομολόγιο τις συγκεκριμένες εργασίες, καθώς και (απορρίφθηκε) η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη ή παραδοχή της αγωγής αντίστοιχα, ενώ η εκκαλούσα εναγόμενη υποβάλλει επιπροσθέτως με την έφεσή της και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 του ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε εις έκαστον των εναγόντων το χρηματικό ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο του επιδικάσθηκε προσωρινά με την προσβαλλόμενη απόφαση και συνολικά το ποσό των 8.000 ευρώ.

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ιδίου Κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) Σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η αναφορά των περιστατικών αυτών χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο πληρότητα καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ.2008.1131, ΑΠ 187/2006, Δ. 2006.907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινισθούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 365/2005 ΕλλΔνη 47.1663, ΑΠ 225/2002 ΕλλΔνη 44.160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007.385 = ΠειρΝομ. 2008.199, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006.268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005.345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003.130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Για δε την κατ’άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα ναυτική εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006 ΕλλΔνη 48.808, ΑΠ 725.1999, ΕλλΔνη 41.343). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχείο είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ. Ομοίως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ιδίας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΜονΕφΠειρ. 176/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΜονΕφΠειρ. 168/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 892/2002, ΠειρΝομ. 2002.479 = ΕΝαυτΔ 2002.437) ούτε και των δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ. 1312/1997, ΕΝαυτΔ 1998.11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ. 17/2013, ΠειρΝομ. 2013.167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝομ. 2003/70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την πληρότητα ή μη της παράθεσης των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003.561). Επομένως, η ένδικη αγωγή, με την οποία οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ναυτολογήθηκαν στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως ναύτες, ότι παρείχαν σε αυτό τις υπηρεσίες τους κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα αντί των καθοριζομένων από τις ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων όρων και αποδοχών των ετών 2017 και 2018, εργαζόμενοι επί 15 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές και τις αργίες και επί 10 ώρες κατά τα Σάββατα και με την οποία ζητούν να τους καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές αμοιβής υπερωριών κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των ναυτολογήσεών τους, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικώς δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησης των εναγόντων στην εργασία της ειδικότητάς τους στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας τους, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή απασχόλησή τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία των εναγόντων αγωγικών κονδυλίων, διότι δεν αναφέρονται στην αγωγή οι ειδικότερες εργασίες, που εκτελούσαν κάθε ημέρα και το ακριβές ημερήσιο ωράριο εργασίας τους (ήτοι τα χρονικά σημεία έναρξης και λήξης της), λαμβανομένου υπόψη ότι το πλοίο πραγματοποιούσε κάθε ημέρα της εβδομάδας, πλην δύο, που παρέμενε ελλιμενισμένο, διαφορετικό δρομολόγιο, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ανά ημέρα και οι ώρες εργασίας των ναυτικών του, ορθώς το νόμο εφήρμοσε και ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η τελευταία επαναφέρει τον ίδιο αμυντικό ισχυρισμό της, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την επανεκτίμηση α) των υπ’ αριθμ. …/17.2.2020 και …./9.11.2020 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων του ενάγοντος …….. και ………., εκ των οποίων ο μεν πρώτος απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη από τον Ιούνιο του έτους 2018 έως και τα μέσα Νοεμβρίου του ιδίου έτους, ο δε δεύτερος επίσης στο ίδιο πλοίο, αρχικά με την ειδικότητα του ναύτη και στη συνέχεια του ναύκληρου, από τα μέσα του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2018 έως και τις 12.11.2018, που λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 421, 422 και 591 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/12.2.2020 και ….΄/3.11.2020 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, με έδρα τη Ναύπακτο …….), β) των υπ’αριθμ. …/17.2.2020 και …/17.2.2020 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ναυπάκτου . …….. και της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. αντίστοιχα των μαρτύρων της εναγομένης ……… . και …………. αντίστοιχα, εκ των οποίων ο μεν πρώτος απασχολήθηκε ως Αρχιλογιστής στο ίδιο πλοίο από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2017 έως και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2018, ο δε δεύτερος ως Ανθυποπλοίαρχος από το μήνα Φεβρουάριο του 2018 έως και το μήνα Δεκέμβριο του επόμενου έτους, που λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/11.2.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …………..), άπασες οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ανωτέρω εξετασθέντες μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, διότι έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους, αγωγές με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει αυτό και μόνο την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν εγγράφως στον Πειραιά μεταξύ των εναγόντων, Ελλήνων απογεγραμμένων ναυτικών, κατόχων των υπ’αριθμ……… και ……….. αντίστοιχα ναυτικών φυλλαδίων και των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, ναυτικής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία «Ι», νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……., ολικής χωρητικότητας 2440,90 κόρων, οι ενάγοντες ναυτολογήθηκαν από τον Πλοίαρχο του πλοίου αυτού για να εργασθούν αμφότεροι με την ειδικότητα του ναύτη. Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, η εργασιακή του σύμβαση καταρτίσθηκε στις 11.10.2017 και δυνάμει αυτής ο ανωτέρω παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι και τις 12.11.2018, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, σύμφωνα με τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 6.2.2018 και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο μέχρι και τις 12.11.2018, οπότε και η σύμβαση εργασίας του λύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς για τον ίδιο λόγο, όπως επίσης αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Στις ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας περιλήφθηκε όρος ότι ο μισθός των εναγόντων θα καθορίζεται με βάση τη Συλλογική Σύμβαση, προφανώς εννοώντας την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, που ρυθμίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας των μελών των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων. Επιπλέον από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό τους φυλλάδιο επίσης προκύπτει ότι με τις ατομικές τους συμβάσεις συμφωνήθηκε να τους καταβάλλεται, κατ’άρθρο 361 του ΑΚ, ο μισθός που προβλέπεται στη ΣΣΝΕ, αφού στο οικείο σημείο παραπλεύρως της ένδειξης «Μισθός» αναγράφονται τα γράμματα «ΣΣ» (δηλαδή Συλλογική Σύμβαση). Κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι από 1.1.2018 έως 12.11.2018 όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος δεν προβάλλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενέστερα και από 6.2.2018 έως 12.11.2018, όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα, επί των όρων αμοιβής και εργασίας αμφοτέρων των ανωτέρω ναυτικών τυγχάνει εφαρμογής η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, που υπογράφηκε στις  31.10.2018 και κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική. Και τούτο διότι οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2018 ισχύος της, η οποία κατέλαβε έτσι και τους διαδίκους (αμφότεροι οι οποίοι ήταν κατά το έτος 2018 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, οι μεν ενάγοντες μέλη της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας [ΠΝΟ], όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακράτησης από τις μηνιαίες αποδοχές τους εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας [ΣΕΕΝ], όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί), για το λόγο ότι κατά το χρόνο της υπογραφής της ανωτέρω ΣΣΝΕ (στις 31.10.2018) οι εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων δεν είχαν λυθεί, αφού αμφότεροι απολύθηκαν στις 12.11.2018 όπως προεκτέθηκε (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικώς όσες ατομικές συμβάσεις των μελών των οργανώσεων που συμβλήθηκαν καταρτίσθηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. σχετ. ΜονΕφΠερ 464/2021, 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005.425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000.895). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι εν προκειμένω επί των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεων των εναγόντων εντός του έτους 2018 τυγχάνει εφαρμογής η ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων του προηγουμένου έτους (2017),  η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/77056/2017, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 17.11.2017 (ΦΕΚ, τεύχος Β΄ αριθμ. 4005/17.11.2017), διότι δέχθηκε ότι η αντίστοιχη ΣΣΝΕ του έτους 2018 δεν εφαρμόζεται αναδρομικά, αλλά από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Υπουργικής Απόφασης, που την κύρωσε (στις 14.11.2018, όταν δηλαδή οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων είχαν λυθεί), αφού, η τελευταία, ως κανονιστική διοικητική πράξη, δε μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ λόγω έλλειψης σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης και με βάση την ανωτέρω ΣΣΝΕ υπολόγισε τα χρηματικά ποσά, που επιδίκασε στους ενάγοντες ως διαφορές αμοιβής υπερωριών και δώρων εορτών, ως αμοιβή μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων και ως αποζημίωση απόλυσης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο όγδοος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η τελευταία αποδίδει στην εκκαλουμένη απόφαση σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου, επικαλούμενη ότι εν προκειμένω επί των ναυτολογήσεων των εναγόντων δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε η ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2017, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ισχύς της οποίας έληξε στις 31.12.2017, άλλως στις 31.3.2018 και συνεπώς ότι τα αγωγικά κονδύλια της αμοιβής υπερωριών, της αναλογίας δώρων εορτών, της αμοιβής διανυκτερεύσεων και της αποζημίωσης απόλυσης θα έπρεπε να απορριφθούν, διότι, ελλείψει ισχύουσας ΣΣΝΕ, τις αξιώσεις των εναγόντων προσδιόριζαν μόνον οι όροι των ατομικών τους συμβάσεων. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου απορριπτέες κρίνονται και οι συναφείς αιτιάσεις της εναγομένης, που περιλαμβάνονται στον έκτο λόγο της έφεσής της, κατά το τελευταίο σκέλος του, με τον οποίο μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή έλαβε υπόψη τις ρυθμίσεις της ως άνω ΣΣΝΕ για τον υπολογισμό της αναλογίας δώρων εορτών, που αιτήθηκαν οι ενάγοντες και έγινε δεκτό ότι δικαιούνται να λάβουν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ του έτους 2018, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύτη το ποσό των 1.181,15 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 259,86 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 35,92 ευρώ,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,59 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 587,70 ευρώ (19,59 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 425,45 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών  259,86 ευρώ: 22) =  65,50 +19,59 ευρώ =) 85,09 Χ 5 ημέρες = 425,45 ευρώ].  Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,83 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,54 ευρώ και σε 10,25 ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων κατά τις ναυτολογήσεις τους στο πλοίο της εναγομένης εντός του έτους 2018 ανέρχονταν στο ποσό των 2.490,08 ευρώ. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής αποδοχών των εναγόντων η εναγόμενη τους κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής τους κατά το έτος 2018 στο πλοίο της κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή τους επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 των ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 των ιδίων ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στους ενάγοντες για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 455,15 ευρώ (301,21 ευρώ + 150,61 ευρώ), ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκαν μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξαν την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας των εναγόντων προκύπτει ότι η εναγόμενη τους κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως κάθε πλήρη μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών τους στο πλοίο εντός του ιδίου έτους το ποσό των 301,21 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε 36 ώρες συνολικά υπερωριακής τους απασχόλησης κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές μηνιαίως και το συνολικό ποσό των 102,11 ευρώ ως αμοιβή για 15 ώρες εργασίας τους συνολικά το μήνα προφανώς κατά τις αργίες πέραν του οκταώρου, διότι τα Σάββατα το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε ελλιμενισμένο, με αποτέλεσμα να μην ανακύπτει ανάγκη εργασίας των μελών του πληρώματος πέραν των οκτώ ωρών, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω. Περαιτέρω, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων των εναγόντων στο πλοίο της εναγομένης ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος απασχολείτο προσωπικό, που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε έναν (1) ναύκληρο, επτά (7) ναύτες και έναν (1) ναυτόπαιδα. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων των εναγόντων εντός του έτους 2018 το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη πίνακες των εγκεκριμένων από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής δρομολογίων, καθημερινά διαφορετικό τακτικό ακτοπλοϊκό δρομολόγιο, με αφετηρία, είτε το λιμένα του Πειραιώς, είτε το λιμένα της Κισσάμου Χανίων Κρήτης, πλην δύο ημερών την εβδομάδα, Δευτέρας και Σαββάτου, κατά τις οποίες παρέμενε ελλιμενισμένο στον Πειραιά και στην Κίσσαμο αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά κάθε Τρίτη περί ώρα 10:00 και κατέπλεε στα Κύθηρα περί ώρα 17:00, απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 17:30 με προορισμό το λιμένα της Κισσάμου, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 21:15 και όπου παρέμενε μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας. Περί ώρα 8:30 της Τετάρτης αναχωρούσε από την Κίσσαμο με προορισμό το Γύθειο, όπου κατέπλεε περί ώρα 15:45, με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στα Αντικύθηρα (άφιξη περί ώρα 10:30) και τα Κύθηρα (άφιξη περί ώρα 12:45) για να επιστρέψει στην Κίσσαμο περί ώρα 23:15 της ίδιας ημέρας με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο του δρομολογίου της επιστροφής διαδοχικά στα Κύθηρα (άφιξη περί ώρα 19:15) και στα Αντικύθηρα (άφιξη περί ώρα 21:15). Την Πέμπτη αναχωρούσε από την Κίσσαμο περί ώρα 9:30 με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε περί ώρα 20:30 της ίδιας ημέρας, με ενδιάμεση προσέγγιση στα Κύθηρα (άφιξη περί ώρα 13:15). Την Παρασκευή αναχωρούσε περί ώρα 14:00 από το λιμένα του Πειραιώς και κατέπλεε διαδοχικά στα Κύθηρα περί ώρα 21.00, στα Αντικύθηρα περί ώρα 23:15 και στην Κίσσαμο περί ώρα 1:30 του Σαββάτου. Το Σάββατο το πλοίο παρέμενε δεμένο στο λιμένα της Κισσάμου, απ’όπου αναχωρούσε την Κυριακή περί ώρα 11:00 με προορισμό το λιμένα του Πειραιώς, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 22.30, με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στα Αντικύθηρα (άφιξη περί ώρα 13.00) και στα Κύθηρα (άφιξη περί ώρα 15.00). Τη Δευτέρα δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε ελλιμενισμένο στο λιμένα του Πειραιώς. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τις ναυτολογήσεις των εναγόντων στο ανωτέρω πλοίο η εργασία των ναυτικών μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, που υπηρετούσαν με την ειδικότητα του ναύτη, συνολικά επτά (7) τον αριθμό κατά τα προεκτεθέντα, κατανεμόταν κατά τέτοιον τρόπο ώστε, αφενός μεν να εκτελούνται φυλακές (βάρδιες) στη γέφυρα του πλοίου και να διενεργούνται οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης αυτού και καθαριότητας των εξωτερικών του χώρων και του χώρου στάθμευσης των οχημάτων, αφετέρου δε να εξασφαλίζεται η συμμετοχή απάντων στις εργασίες κατάπλου και απόπλου, καθώς και φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων οχημάτων, σε όλους τους λιμένες των δρομολογίων του πλοίου. Συγκεκριμένα οι έξι (6) εκ των επτά (7) ναυτών εκτελούσαν βάρδιες και ο ένας (1) εργάζονταν ως ημερεργάτης ναύτης (dayman). Ειδικότερα αμφότεροι οι ενάγoντες εκτελούσαν βάρδιες (φυλακές) στη γέφυρα του πλοίου, παραδοχή ως προς την οποία ουσιαστικά ομονοούν οι διάδικοι. Περαιτέρω, οι μεν ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά τις ναυτολογήσεις τους στο πλοίο της εναγομένης απασχολήθηκαν υπερωριακά, διότι εργάζονταν καθημερινά επί δεκαπέντε [15] ώρες ημερησίως, πλην των Σαββάτων, κατά τα οποία το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε ελλιμενισμένο και η ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής τους ανερχόταν σε δέκα (10) ώρες, ενώ η εναγόμενη ότι οι ενάγοντες εκτελούσαν δύο τετράωρες βάρδιες ημερησίως, ότι σε κάθε περίπτωση η εργασία τους δεν υπερέβαινε κατά μέσο όρο τις 8,5 ώρες ημερησίως, καθώς και ότι οι όποιες αξιώσεις τους από την υπερωριακή τους απασχόληση έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι οι ναύτες βάρδιας φυλακής γέφυρας του πλοίου ήταν χωρισμένοι σε τρεις [3] ομάδες των δύο [2] και αναλάμβαναν εκ περιτροπής τις τρεις [3] κυλιόμενες τετράωρες βάρδιες του εικοσιτετραώρου, κατά τρόπον ώστε ανά δύο [2] να εργάζονται κάθε ημέρα καταρχήν και οπωσδήποτε δύο [2] τετράωρα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του πλοίου, η πρώτη βάρδια ναυτών εργαζόταν τουλάχιστον από ώρα 00.00 έως ώρα 4.00 και από ώρα 12.00 έως ώρα 16.00, η δεύτερη από ώρα 4.00 έως ώρα 8.00 και από ώρα 16.00 έως ώρα 20.00 και η τρίτη από ώρα 8.00 έως ώρα 12.00 και από ώρα 20.00 έως ώρα 00.00. Οι ενάγοντες κατά τη διάρκεια εκάστης βάρδιας απασχολούντο με όλες τις εργασίες της ειδικότητάς τους, δηλαδή όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω εκτελούσαν φυλακή γέφυρας (συγκεκριμένα ο ένας εκ των δύο ναυτών της εκάστοτε βάρδιας εργαζόταν στο τιμόνι στη γέφυρα του πλοίου και ο έτερος επιτηρούσε τα καταστρώματα και τους χώρους στάθμευσης, προκειμένου να ενημερώσει σε περίπτωση συμβάντος και επιπροσθέτως κούρδιζε και τα ρολόγια πυρασφάλειας), ενώ στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού, αλλά και στους ενδιάμεσους λιμένες, που προσέγγιζε το πλοίο κατά τη διάρκεια του εκάστοτε δρομολογίου του, συμμετείχαν στις εργασίες απόπλου και κατάπλου και συγκεκριμένα στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο ενόψει κυματισμού κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί ο κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 § 1 της ως άνω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές τους αποδείξεις, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω, αλλά και σε εργασίες συντήρησης του πλοίου και καθαριότητας των εξωτερικών του χώρων και του χώρου στάθμευσης των οχημάτων. Προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πλοίου απαιτείτο να απασχολούνται, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες, και πέραν των δύο τετράωρων βαρδιών τους, συνδράμοντας, όπως προεκτέθηκε, στους λιμένες προσέγγισης των δρομολογίων του πλοίου, στις εργασίες απόπλου, κατάπλου, πρόσδεσης, απόδεσης, φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων οχημάτων και καθαριότητας στα εξωτερικά καταστρώματα, κλίμακες και διαδρόμους, καθώς και στο γκαράζ του πλοίου, η δε καθημερινή εργασία τους διαφοροποιείτο από πλευράς διάρκειας, η οποία καθοριζόταν κάθε φορά από το ωράριο εκάστης βάρδιας, από το δρομολόγιο, που εκτελούσε το πλοίο ανάλογα με την ημέρα της εβδομάδας, από την επιβατική κίνηση και από τις καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του ημερησίου δρομολογίου του, με αποτέλεσμα η βάρδιά τους να επεκτείνεται κατά περίπτωση, προ της έναρξής της ή/και μετά τη λήξη της. Ειδικότερα στο λιμένα του Πειραιώς η απασχόληση των ναυτών άρχιζε δύο ώρες, στο λιμένα της Κισσάμου μία ώρα και στους υπόλοιπους λιμένες τριάντα λεπτά προ του απόπλου του πλοίου, ενώ μετά τον κατάπλου οι σχετικές εργασίες στους λιμένες των δρομολογίων του διαρκούσαν περίπου 30 λεπτά κάθε φορά, όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου γέφρας του πλοίου. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας των εναγόντων στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Επισημαίνεται ότι οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επί του θέματος αυτού επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Με βάση τις ως άνω παραδοχές συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες, προκειμένου να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθούν και πράγματι εργάσθηκαν καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά τους, πέραν του νομίμου ωραρίου, που προβλέπεται από την τότε ισχύσασα και εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών τους στο συγκεκριμένο πλοίο εντός του έτους 2018 ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως, των αργιών συμπεριλαμβανομένων, κατά τις οποίες η εργασία των ναυτικών θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, επίσης σύμφωνα με την ίδια Σ.Σ.Ν.Ε., εκτός από τις Δευτέρες και τα Σάββατα, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, που η ημερήσια εργασία τους δεν υπερέβαινε τις οκτώ (8) ώρες. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή τους επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα ακτοπλοϊκά δρομολόγια, που αναφέρθηκαν και διαφοροποιούντο ανά ημέρα της εβδομάδας, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες οι ενάγοντες ήταν ναυτολογημένοι (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτούς κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή υπερωριών, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός τους αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής τους και των καθηκόντων της ειδικότητάς τους, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, των χαρακτηριστικών του πλοίου (πρόκειται για ένα μικρό επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο), του αριθμού των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, του αριθμού των οχημάτων, που μεταφέρθηκαν με το πλοίο κατά τις ναυτολογήσεις των εναγόντων, για τον οποίο θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, της ομολογίας της εναγομένης ότι η ημερήσια διάρκεια απασχόλησης των ναυτών του πληρώματος του πλοίου της κυμαινόταν αναλόγως του εκάστοτε δρομολογίου και της βάρδιας, την οποία κάθε φορά εκτελούσαν, από 9 έως 10,5 ώρες, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’άρθρο 57 παρ.1 του προϊσχύσαντος και εν προκειμένω εφαρμοστέου ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», εκδ.3η, σελ. 160), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της ημερήσιας εργασίας τους στο πλοίο αυτό ανερχόταν κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών τους εντός του έτους 2018 σε δέκα (10) ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές και τις αργίες, ενώ κατά τα Σάββατα και τις Δευτέρες, ημέρες, κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια αλλά παρέμενε ελλιμενισμένο, σε οκτώ (8) ώρες, διότι δε συνέτρεχε λόγος απασχόλησής τους περισσότερες ώρες. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχόλησής τους επί δεκαπέντε (15) ώρες καθημερινά, πλην των Σαββάτων, κατά τα οποία διατείνονται ότι εργάζονταν επί δέκα (10) ώρες, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησής τους σκέλος του και, επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος. Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης των εναγόντων στο πλοίο της εναγομένης δεν αναιρείται από το ότι το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), διότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η ανωτέρω υπερωριακή εργασία των εναγόντων δεν αναγραφόταν στους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη μηνιαίους καταλόγους απασχόλησης-ελάχιστης ανάπαυσης αξιωματικών και πληρώματος, τους οποίους τηρούσε διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ και στους οποίους έχουν καταχωρηθεί οκτώ (8) ώρες ημερήσιας εργασίας τους,  καθώς και το ότι οι ενάγοντες υπέγραφαν στους εν λόγω καταλόγους χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τους (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι οι ενάγοντες εργάζονταν καθημερινά, καθώς και τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, πλην των Σαββάτων, κατά τα οποία έκρινε ότι η ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής τους ανερχόταν σε οκτώ (8) ώρες, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να γίνουν δεκτοί και ως κατ’ουσίαν βάσιμοι. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, οι ενάγοντες εργάσθηκαν στο πλοίο της εναγομένης κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, εκτός από τις Δευτέρες, καθώς και κατά τις Κυριακές των ναυτολογήσεών τους σ’αυτό υπερωριακά, ήτοι καθ’υπέρβαση του προβλεπομένου στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ ημερησίου ωραρίου εργασίας των οκτώ (8) ωρών, επί δύο (2) ώρες την ημέρα, ενώ η δεκάωρη εργασία τους κατά τις αργίες και η οκτάωρη εργασία τους κατά τα Σάββατα των ιδίων χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών τους θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα επίσης οριζόμενα στην ανωτέρω ΣΣΝΕ. Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, δικαιούνται αμφότεροι της προβλεπομένης αμοιβής για την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία τους και ειδικότερα: Α) Ο πρώτος ενάγων: α) Για τις 178 καθημερινές (εκτός από τις Δευτέρες) ημέρες της εβδομάδας και τις 43 Κυριακές του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο από 1.1.2018 έως 12.11.2018, το ποσό των 3.774,68 ευρώ (221 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού αυτού διαστήματος Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 442 ώρες Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 3.774,68 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 4.518,20 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται, β) για τα 44 Σάββατα του ιδίου χρονικού διαστήματος το ποσό των 3.608 ευρώ (44 Σάββατα X 8 ώρες ημερήσιας εργασίας X 10,25 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης του ναύτη κατά τα Σάββατα με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 = 3.608 ευρώ) και γ) για τις 12 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος το ποσό των 1.230 ευρώ (12 αργίες X 10 ώρες ημερήσιας εργασίας X 10,25 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης του ναύτη κατά τις αργίες με βάση την ως άνω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας = 1.230 ευρώ), ήτοι συνολικά για την οκτάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τη δεκάωρη εργασία του κατά τις αργίες δικαιούται το ποσό των 4.838 ευρώ, έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 4.551,10 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 286,9 ευρώ. Β) Ο δεύτερος ενάγων: α) Για τις 173 καθημερινές (εκτός από τις Δευτέρες) ημέρες της εβδομάδας και τις 38 Κυριακές του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο από 6.2.2018 έως 12.11.2018, το ποσό των 3.603,88 ευρώ (211 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού αυτού διαστήματος Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 422 ώρες Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 3.603,88 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 3.960,95 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται, β) για τα 40 Σάββατα του ιδίου χρονικού διαστήματος το ποσό των 3.280 ευρώ (40 Σάββατα X 8 ώρες ημερήσιας εργασίας X 10,25 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης του ναύτη κατά τα Σάββατα με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 = 3.280 ευρώ) και γ) για τις 10 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος το ποσό των 1.025 ευρώ (10 αργίες X 10 ώρες ημερήσιας εργασίας X 10,25 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης του ναύτη κατά τις αργίες με βάση την ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας = 1.025 ευρώ), ήτοι συνολικά για την οκτάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τη δεκάωρη εργασία του κατά τις αργίες δικαιούται το ποσό των 4.305 ευρώ, έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 3.990,15 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 314,85 ευρώ. Επισημαίνεται ότι, εκτός από τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης των εναγόντων στο πλοίο, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν κατά τα λοιπά με ειδικό λόγο των εφέσεών τους το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής των ανωτέρω για την παροχή υπερωριακής εργασίας και συγκεκριμένα τον αριθμό των καθημερινών (πλην της Δευτέρας), Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκαν οι ενάγοντες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών τους στο πλοίο εντός του έτους 2018, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του ναύτη της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που παρέχεται κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία του ναυτικού της ίδιας ειδικότητας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή και αμείβεται ως τέτοια, όπως αυτά διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και τα συνολικά καταβληθέντα στους ενάγοντες από την εναγόμενη ως αμοιβή των υπερωριών τους ποσά, όπως καθ’υποφοράν συνομολογούνται στο αγωγικό δικόγραφο.

Στο άρθρο 30 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2018 προβλέπονται ειδικότερα τα κάτωθι: «Φορτοεκφόρτωση οχημάτων 1. Στο κατώτερο προσωπικό καταστρώματος που ασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή ως ακολούθως: α. Για κάθε φορτηγό συρόμενο ή επικαθήμενο αυτοκίνητο (νταλίκες, τροχόσπιτα κ.λ.π.) δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,91 ΕΥΡΩ. Για φορτοεκφόρτωση και έχμαση (κοτσάρισμα-ξεκοτσάρισμα) ασυνόδευτων επικαθήμενων οχημάτων επί πλέον 1,05 ευρώ ανά όχημα.β. Για κάθε άλλο φορτηγό αυτοκίνητο παντός τύπου δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,29 ευρώ. γ. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο ή τρίκυκλο, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 0,55 ευρώ και για κάθε δίκυκλο 0,26 ευρώ.  2. Η καταβολή κατά μήνα των κατά τα ως άνω ποσών στους δικαιούχους γίνεται αναλογικά σε καθένα από αυτούς. Ως προς το ναύκληρο και υποναύκληρο, το αναλογούν εις αυτούς ποσόν προσαυξάνεται κατά ποσοστό (10%) του απομένοντος υπολοίπου ανακατανεμομένου εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος.Για χρόνο υπηρεσίας ολιγότερο του μηνός καταβάλλεται στους δικαιούχους ανάλογο κλάσμα του αντίστοιχου ποσού. Οι ως άνω πρόσθετες αμοιβές σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με οποιαδήποτε άλλη παροχή ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό». Στην προκειμένη περίπωση αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, όπως και το σύνολο των ναυτών, συμμετείχαν, υπό την επίβλεψη του ναύκληρου, στη φόρτωση και ασφαλή ευθέτηση όλων των μεταφερομένων οχημάτων (επιβατηγών, φορτηγών και δικύκλων) στο χώρο στάθμευσης του πλοίου, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου σε ειδικές θέσεις με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, προκειμένου να διασφαλισθεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί ο κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς και στην απέχμαση και εκφόρτωσή τους, σε κάθε λιμένα των δρομολογίων του πλοίου. Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 30 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, ως μέλη του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούνται κάθε μήνα για τις ανωτέρω εργασίες της προβλεπομένης στο ίδιο άρθρο πρόσθετης αμοιβής, η οποία καθορίζεται ανά μεταφερόμενο όχημα, διαφοροποιείται ανάλογα με την κατηγορία του οχήματος και καταβάλλεται αναλογικά στον καθέναν τους, το δε υπόλοιπο του συνολικού ποσού αυτής, μετά δηλαδή την αφαίρεση του αναλογούντος στο ναύκληρο ποσού, προσαυξημένου κατά 10%, κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του πληρώματος, οκτώ (8) στην προκειμένη περίπτωση και δη επτά (7) ναυτών και ενός (1) ναυτόπαιδος. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι μεταφέρθηκαν από το εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του πρώτου ενάγοντος σ’αυτό εντός του έτους 2018 (από 1.1.2018 έως 12.11.2018) συνολικά 433 φορτηγά συρόμενα και 7.629 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, ενώ κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του δεύτερου ενάγοντος στο πλοίο εντός του ιδίου έτους (από 6.2.2018 έως 12.11.2018) 364 φορτηγά συρόμενα και 7.251 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, με την επισήμανση ότι οι ενάγοντες δε ζητούν με την αγωγή τους αμοιβή για την έχμαση άλλου τύπου φορτηγών οχημάτων ή δικύκλων, καθώς και ότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί του αριθμού των οχημάτων, που μεταφέρθηκαν με το πλοίο κατά τα επίμαχα χρονικά διαστήματα προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη μηνιαίες καταστάσεις «έξτρα αμοιβών έχμασης/απέχμασης» μετά των συνημμένων σ’αυτές πινάκων, η ακρίβεια των στοιχείων των οποίων επιβεβαιώνεται ενόρκως από το συντάκτη τους ………….., μάρτυρα της εναγομένης, που υπηρετούσε ως Αρχιλογιστής στο πλοίο και δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, καθώς οι αναφερόμενοι στην αγωγή αριθμοί ουδόλως αποδείχθηκαν από τους ενάγοντες, που φέρουν και το σχετικό βάρος. Επομένως, ο πρώτος ενάγων δικαιούται αμοιβής για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω εργασίες κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο, που υπολογίζεται ως εξής: Η προβλεπόμενη αμοιβή των μελών του πληρώματος του πλοίου για την έχμαση 7.629 Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.195,9 ευρώ (7.629 αυτοκίνητα Χ 0,55 ευρώ έκαστο) και για την έχμαση 433 φορτηγών συρόμενων στο ποσό των 827,03 ευρώ (433 φορτηγά Χ 1,91 ευρώ έκαστο), ήτοι συνολικά στο ποσό των 5.022,93 ευρώ. Το ανωτέρω ποσό θα κατανεμηθεί κατ’ίσα μέρη μεταξύ των 8 μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου (7 ναυτών και ενός ναυτόπαιδα), αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθεί απ’αυτό το ποσό της αναλογούσας αμοιβής του ναύκληρου, προσαυξημένο κατά 10%. Συγκεκριμένα ο ναύκληρος δικαιούται να λάβει το ποσό των 558,1 ευρώ (5.022,93 ευρώ : 9 = 558,1 ευρώ), το οποίο προσαυξημένο κατά 10% ανέρχεται στο ποσό των 613,91 ευρώ  [558,1 ευρώ + 55,81 ευρώ (558,1 ευρώ Χ 10%)]. Συνεπώς, θα κατανεμηθεί κατά ίσα μέρη μεταξύ των υπόλοιπων 8 μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος το υπόλοιπο ποσό των 4.409,02 ευρώ (5.022,93 ευρώ – 613,91 ευρώ), με αποτέλεσμα έκαστος εξ αυτών (και ο πρώτος ενάγων) να δικαιούται να λάβει το ποσό των 551,12 ευρώ (4409,02 ευρώ : 8), καθώς όμως ο ανωτέρω έχει ήδη εισπράξει συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 1.080,36 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, ουδέν του οφείλεται. Περαιτέρω, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται αμοιβής για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω εργασίες κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο, που υπολογίζεται ως εξής: Η προβλεπόμενη αμοιβή των μελών του πληρώματος του πλοίου για την έχμαση 7.251 Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.988,05 ευρώ (7.251 αυτοκίνητα Χ 0,55 ευρώ έκαστο) και για την έχμαση 364 φορτηγών συρόμενων στο ποσό των 695,24 ευρώ (364 φορτηγά Χ 1,91 ευρώ έκαστο), ήτοι συνολικά στο ποσό των 4.683,29 ευρώ. Το ανωτέρω ποσό θα κατανεμηθεί κατ’ίσα μέρη μεταξύ των 8 μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου (7 ναυτών και ενός ναυτόπαιδα), αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθεί απ’αυτό το ποσό της αναλογούσας αμοιβής του ναύκληρου, προσαυξημένο κατά 10%. Συγκεκριμένα, ο ναύκληρος δικαιούται να λάβει το ποσό των 520,36 ευρώ (4.683,29 ευρώ : 9 = ευρώ), το οποίο προσαυξημένο κατά 10% ανέρχεται στο ποσό των 572,39 ευρώ  [520,36 ευρώ +  52,03 ευρώ (520,36 ευρώ Χ 10%)]. Συνεπώς, θα κατανεμηθεί κατά ίσα μέρη μεταξύ των υπόλοιπων 8 μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος το υπόλοιπο ποσό των 4.110,9 ευρώ (4.683,29 ευρώ – 572,39 ευρώ), με αποτέλεσμα έκαστος εξ αυτών (και ο δεύτερος ενάγων) να δικαιούται να λάβει το ποσό των 513,86 ευρώ (4110,9 ευρώ : 8), καθώς όμως ο ανωτέρω έχει ήδη εισπράξει συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 1.004,53 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, ουδέν του οφείλεται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, επίσης απέρριψε τα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια ως κατ’ουσίαν αβάσιμα, καταλήγοντας κατ’αποτέλεσμα σε ορθό συμπέρασμα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των εναγόντων, που προβάλλονται με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, απορριπτομένων ως αβασίμων.

Στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. ορίζεται ότι: «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Εν προκειμένω από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι στον πρώτο ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 12.11.2018 και στο δεύτερο ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα από 6.2.2018 έως 12.11.2018, που απασχολήθηκαν στο πλοίο της εναγομένης, δεν χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες στην προαναφερθείσα Σ.Σ.Ν.Ε. διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου, που δικαιούντο ως μέλη του πληρώματος των πλοίων αυτών και συγκεκριμένα δύο (2) διανυκτερεύσεις καθ’έκαστον από τους μήνες Ιανουάριο έως και Ιούνιο, καθώς και κατά το μήνα Οκτώβριο και μία (1) διανυκτέρευση καθ’έκαστον των μηνών Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, αλλά και κατά το μήνα Νοέμβριο, που η εργασιακή τους σχέση δε διήρκησε ολόκληρο το μήνα αυτόν. Επομένως, δεν χορηγήθηκαν στον πρώτο ενάγοντα συνολικά 18 διανυκτερεύσεις και στο δεύτερο ενάγοντα συνολικά 16 διανυκτερεύσεις αντίστοιχα κατά τις ναυτολογήσεις τους, υπό την έννοια ότι δεν τους παρασχέθηκε η δυνατότητα κατά τη διάρκεια των διανυκτερεύσεων του πλοίου στους λιμένες, όπου κατέπλεε, να αναχωρούν από το πλοίο και να επιστρέφουν σ’αυτό την επόμενη ημέρα για ένα πλήρες εικοσιτετράωρο προς ανάπαυση και αναψυχή, με αποτέλεσμα να τους οφείλεται για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, ήτοι με το 1/22 του υπό της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. προβλεπομένου μισθού ενεργείας της ειδικότητάς τους, ποσού 1.181,15 ευρώ. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται ιδίως από το προσκομιζόμενο το πρώτον από την εναγόμενη κατά τη συζήτηση της έφεσης αντίγραφο από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου της, στο οποίο δεν έχει γίνει ειδική εγγραφή από τον πλοίαρχο αναφορικά με τις χορηγηθείσες στους ενάγοντες διανυκτερεύσεις κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, προκειμένου να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση σχετικώς, ούτε άλλωστε η ίδια ισχυρίζεται κάτι τέτοιο και δεν αναιρείται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Σημειωτέον ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίσθηκε όχι μόνον για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι κατά τους ανωτέρω μήνες, δε χορηγήθηκαν στους ενάγοντες οι προβλεπόμενες από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. διανυκτερεύσεις και, στη συνέχεια, τους επιδίκασε την οφειλόμενη αποζημίωση για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση και δη στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 947,52 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 842,24 ευρώ αντίστοιχα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων, με την επισήμανση ότι ο μαθηματικός υπολογισμός των ανωτέρω ποσών, που έγινε δεκτό ότι δικαιούνται να λάβουν, δεν πλήττεται κατά τα λοιπά με την έφεσή της.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ του έτους 2018, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011.387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011.97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.), καθώς και ο μέσος όρος του επιδόματος έχμασης, γιατί αυτό αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από την ανωτέρω ΣΣΝΕ (στο άρθρο 30 αυτής) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτωεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τους (ΜονΕφΠειρ 117/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών του έτους 2018, που εδικαιούντο οι ενάγοντες, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών τους, συνυπολόγισε το μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής τους για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών τους στο ως άνω πλοίο εντός του ιδίου έτους, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη αποδεικτική παραδοχή του περί δωδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησής τους σ’αυτό κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές και τις αργίες, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με τις αιτιάσεις, που προβάλλει με τον έκτο λόγο της έφεσής της. Αντίθετα, όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τον τρίτο λόγο της δικής τους έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με τα συγκεκριμένα αγωγικά κονδύλια, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα. Επομένως, ο πρώτος ενάγων, με βάση τις  παραδοχές αυτές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, που αφορά στη ναυτολόγησή του εντός του έτους 2018, στο συνολικό ποσό των 3.441,11 ευρώ [2.490,08 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, όπως υπολογίσθηκε ανωτέρω + 817,65 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (8.612,68 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 316 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 ημέρες/μήνα = 817,65  ευρώ) + 52,32 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την έχμαση των οχημάτων (551,12 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 316 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 ημέρες/μήνα = 52,32 ευρώ) + 81,06 ευρώ το επίδομα άγονης γραμμής = 3.441,11 ευρώ] δικαιούται: Α] Για επίδομα Πάσχα του έτους 2018, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους δικαιούται το ήμισυ του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι το ποσό των 1.720,55 ευρώ (3.441,11 ευρώ:2), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το ποσό των 1.299,36 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 421,19 ευρώ. Β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2018 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2018 έως 12.11.2018,  δηλαδή επί 196 ημέρες, άλλως επί 10,3 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 3.441,11 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του και δη το ποσό των 2.835,38 ευρώ  (3.441,11 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 275,28 ευρώ Χ 10,3 δεκαεννεαήμερα = 2.835,38 ευρώ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε για τους λόγους που προεκτέθηκαν όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του πρώτου ενάγοντος, ότι αυτός δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες τα υψηλότερα ποσά των 564,43 ευρώ και των 3.077,92 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη, με τον έκτο λόγο της έφεσής της. Περαιτέρω, ο δεύτερος ενάγων, με βάση τις  παραδοχές αυτές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, που αφορά στη ναυτολόγησή του εντός του έτους 2018, στο συνολικό ποσό των 3.473,57 ευρώ [2.490,08 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, όπως υπολογίσθηκε ανωτέρω + 847,38 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (7.908,88 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 280 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 ημέρες/μήνα = 847,38 ευρώ) + 55,05 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την έχμαση των οχημάτων (513,86 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 280 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 ημέρες/μήνα = 55,05 ευρώ) + 81,06 ευρώ το επίδομα άγονης γραμμής = 3.473,57 ευρώ] δικαιούται: Α) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2018, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 6η.2.2018  έως την 30η.4.2018, δηλαδή επί  84 ημέρες, άλλως επί 10,5 οκταήμερα (84 ημέρες:8)  δικαιούται να λάβει  το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 3.473,57 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του, και δη το ποσό των 1.215,69 ευρώ (3.473,57 ευρώ : 2 = 1.736,78 ÷ 15 =  115,78 ευρώ  Χ 10,5 οκταήμερα = 1.215,69 ευρώ) έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως καθ’υποφοράν συνομολόγησε στο αγωγικό δικόγραφο, καταβάλει το ποσό των 921,10 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 294,59 ευρώ. Β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2018 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2018 έως 12.11.2018, δηλαδή επί 196 ημέρες, άλλως επί 10,3 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 3.473,57 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του και δη το ποσό των 2.862,16 ευρώ (3.473,57 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 277,88 ευρώ Χ 10,3 δεκαεννεαήμερα = 2.862,16 ευρώ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε για τους λόγους που προεκτέθηκαν όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του δεύτερου ενάγοντος, ότι αυτός δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες τα υψηλότερα ποσά των 432,24 ευρώ και των 3.191,08 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη, με τον έκτο λόγο της έφεσής της. Επισημαίνεται ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης περί των καταβληθέντων στους ενάγοντες ποσών για δώρο Πάσχα 2018 δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70, 71, 72, 75 εδαφ. δ και 76 του εν προκειμένω Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΊΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίσθηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απολύσεώς τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνον στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους, μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος αποζημίωσης θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίσθηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά το άρθρο 75 εδαφ.δ΄του του ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋπόθεσης, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 του ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχισθούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημίωσης αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες τους μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημίωσης) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 [και] της εδώ εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015 Α΄δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος), υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής (και όχι ολοκλήρωσης) των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυση του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αριθμ. 148, σελ. 80, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 325, ΕφΠειρ 445/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι συμβάσεις ναυτολόγησης των εναγόντων με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο της εναγομένης λύθηκαν αμφότερες στις 12.11.2018, λόγω διακοπής των εγκεκριμένων ακτοπλοϊκών δρομολογίων του πλοίου, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται από τις σχετικές εγγραφές στα ναυτικά τους φυλλάδια, ενόψει της υποβολής του σε ετήσια επιθεώρηση, που διήρκεσε πέραν των εξήντα (60) ημερών και συνιστά παροπλισμό του πλοίου κατά την έννοια του άρθρου 77 του προϊσχύσαντος και εν προκειμένω εφαρμοστέου ΚΙΝΔ, με αποτέλεσμα να οφείλεται στον ενάγοντες, οι οποίοι δεν επαναναπροσλήφθηκαν στο ίδιο πλοίο εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, αποζημίωση ίση με τις αποδοχές τους είκοσι δύο (22) ημερών με βάση τη διάταξη του άρθρου 27 της επίσης εφαρμοστέας στην κρινόμενη περίπτωση ΣΣΝΕ,  όπως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, η υποβολή του πλοίου στην ετήσια επιθεώρηση προκάλεσε διακοπή των διοικητικώς εγκεκριμένων δρομολογίων του και η (μη αμφισβητούμενη) μη επαναπρόσληψη των εναγόντων σ’ αυτό εντός 60 ημερών μετά την 12η.11.2018, επέσυρε την εφαρμογή της (ειδικότερης του άρθρου 77 ΚΙΝΔ) διάταξης του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι η διακοπή των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της εναγομένης λόγω ετήσιας επιθεώρησής του για χρονικό διάστημα πέραν των 60 ημερών, χωρίς οι ενάγοντες να επαναπροσληφθούν εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσής τους, ισόποσης των αποδοχών τους είκοσι δύο (22) ημερών, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη περί αξίωσής τους για καταβολή αποζημίωσης στην περίπτωση αυτή ισόποσης των αποδοχών τους δεκαπέντε (15) ημερών, με το συναφές σκέλος του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, ο πρώτος ενάγων  δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 2.840,66 ευρώ [3.441,11 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα + 432,52 ευρώ ο μέσος όρος δώρων εορτών (4.555,93 ευρώ το συνολικό ποσό που δικαιούται για επιδόματα εορτών καθ’όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 316 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 ημέρες/μήνα =432,52 ευρώ) = 3.873,63 ευρώ: 30 Χ 22 = 2.840,66 ευρώ)], έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη για την αιτία αυτή το ποσό των 1.517,06 ευρώ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την τελευταία (με σχετ.5) απόδειξη πληρωμής, κατά παραδοχήν ως ουσία αβάσιμης της προβληθείσης ένστασής της μερικής εξόφλησης της αγωγικής αυτής απαίτησης, όπως άλλωστε πλέον συνομολογεί και ο ίδιος ο πρώτος ενάγων, με αποτέλεσμα να δικαιούται να λάβει τη διαφορά, ποσού 1.323,6 ευρώ. Περαιτέρω, ο δεύτερος ενάγων  δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 2.867,68 ευρώ [3.473,57 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα + 436,91 ευρώ ο μέσος όρος δώρων εορτών (4.077,85 ευρώ το συνολικό ποσό που δικαιούται για επιδόματα εορτών καθ’όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 280 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 ημέρες/μήνα = 436,91 ευρώ) = 3.910,48 ευρώ: 30 Χ 22 = 2.867,68 ευρώ)], με την επισήμανση ότι καταβολή στο δεύτερο ενάγοντα οιουδήποτε χρηματικού ποσού Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται για την ανωτέρω αιτία τα υψηλότερα ποσά των 3.076,97 ευρώ και των 3.190,16 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με τον έκτο λόγο της έφεσής της κατά το συναφές σκέλος του, ενώ όσα υποστηρίζονται από τους ενάγοντες με τον τέταρτο λόγο της δικής τους έφεσης αναφορικά με τα συγκεκριμένα αγωγικά κονδύλια, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003.168 = ΝοΒ 2003.648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49.1814 = Δνη 2001.382 = ΕπισκΕμπΔ 2002.392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001.1013, ΑΠ 950/1989, ΕλλΔνη 1991.77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985.239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ.2243/2012, ΔΕΕ 2012.1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008.1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002.472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993.256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29.554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003.36, ΕφΠειρ. 13/1995, ΕλλΔνη 1996.423 = ΔΕΕ 1995.403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί κατάχρησης (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985.1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ.2000.806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 του ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ 966/2010, ΕλλΔνη 2012.188), η δε διάταξη του άρθρου του 281 του ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και ανωτέρω σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (.ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 του ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010.385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.). Σημειωτέον ότι μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων των αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 670/2019, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 71/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με τον ένατο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα με την εκκαλουμένη ως νόμω αβάσιμο αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, οι ενάγοντες με θετικές ενέργειές τους της προκάλεσαν την εύλογη βεβαιότητα ότι δε διατηρούν απαιτήσεις σε βάρος της, τις οποίες προτίθεται να διεκδικήσουν στο μέλλον. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι αντίδικοί της απασχολήθηκαν περισσότερες από μία φορές στο πλοίο της και μάλιστα κάθε φορά ζητούσαν φορτικά και επίμονα να επαναυτολογηθούν, χωρίς ουδέποτε να την οχλήσουν για την εξόφληση οφειλομένων ή να εγείρουν οιεσδήποτε αξιώσεις από τις συμβάσεις εργασίας τους. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος των εναγόντων, εντούτοις αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος  των ανωτέρω, απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας στο πλοίο της, αλλά και επειδή τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ίδιας διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού οι ενάγοντες, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσαν να στερηθούν του δικαιώματός τους στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών τους από την παροχή της εργασίας τους στο εν λόγω πλοίο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης ως νόμω αβάσιμο, ορθώς έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσής της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τα μη εκκληθέντα κεφάλαια αυτής για λόγους ενότητας της εκτέλεσης και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον μεν πρώτο ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 5.814,59 ευρώ (286,9 ευρώ + 947,52 ευρώ + 421,19 ευρώ + 2.835,38 ευρώ + 1.323,6 ευρώ), ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και δώρων εορτών, αμοιβή μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων και αποζημίωση απόλυσης, στο δε δεύτερο ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.181,52 ευρώ (314,85 ευρώ + 842,24 ευρώ + 294,59 ευρώ + 2.862,16 ευρώ + 2.867,68 ευρώ) για τις ίδιες αιτίες, κατά τα προεκτεθέντα, εφόσον το συνολικά επιδικασθέν εις έκαστον ποσό δεν υπερβαίνει τα 2/3 του συνολικά αιτουμένου, με το νόμιμο τόκο ως προς άπαντα τα κονδύλια από την επομένη της απόλυσής τους στις 12.11.2018, πλην των κονδυλίων, τα οποία αφορούν στην αποζημίωση απόλυσης και είναι τοκοφόρα από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται από τους διαδίκους οιαδήποτε αντίρρηση. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του παραδεκτά υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης της εναγομένης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματός της για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον κάθε ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 4.000 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αριθμ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 30.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../30.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) την από 28.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………../31.3.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../3.6.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2827/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 3.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……./5.12.2019) αγωγής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (5.814,59) και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα δύο λεπτών του ευρώ (7.181,52), με το νόμιμο τόκο για αμφότερους σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνη εκάστου ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 4.1.2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις   4.1.2024  με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχώρησης της Δικαστού Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ