Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 23/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   23/2024

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την ………., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των Εκκαλούντων: (1) ………

(2) ……….

(3) ………. οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Γεωργίου Τρανταλίδη του Εμμανουήλ (ΑΜ/ΔΣΠ ….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α  …./23-10-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί ο ίδιος, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Των Εφεσίβλητων: (1) Της εταιρίας, με την επωνυμία «……….» (πρώην <<………>>), που εδρεύει στη …….. της Λιβερία και διατηρεί εγκατάσταση στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην …… Αττικής, επί της οδού Δοϊράνης ………, και εκπροσωπείται νόμιμα,

(2) Της εταιρίας, με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην … Αττικής, επί της οδού .., αριθμ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα και

(3) ………., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Ανδρέα – Κωνσταντίνου Τζήμα (ΑΜ/ΔΣΠ …) (βλ. το υπ’ αριθμόν Α  …../18-10-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013),(Δικηγορική Εταιρεία <<ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ΡΕΔΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ>>, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί ο ίδιος, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Οι εκκαλούντες άσκησαν σε βάρος των εφεσίβλητων Εταιρειών, καθώς επίσης και σε βάρος της ναυτικής Εταιρείας, με την επωνυμία <<…………>> ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 09-02-2009 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11-02-2009, δικάσιμος δε ορίστηκε η 09-02-2009, οπότε η εκδίκαση αυτής ματαιώθηκε.

Ακολούθως, οι εκκαλούντες- ενάγοντες άσκησαν την από  19-04–2010 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../2010, δικάσιμος δε ορίστηκε εκ νέου η 01-11-2010, και κατόπιν αναβολών η 28-11-2011, κατά την οποία η εκδίκαση αυτής ματαιώθηκε.

Στη συνέχεια, οι εκκαλούντες- ενάγοντες άσκησαν την από  21-05-2012 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/2012, δικάσιμος δε ορίστηκε εκ νέου η  17-09-2012   και κατόπιν αναβολής η 11-02-2013, οπότε η εκδίκαση αυτής και πάλι ματαιώθηκε.

Μετά ταύτα, οι εκκαλούντες- ενάγοντες άσκησαν την από  26-02-2013 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/2013 δικάσιμος δε ορίστηκε εκ νέου η 27-05-2013, και κατόπιν αναβολής η 20-01-2014, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 02-06-2014, κατά την οποία η εκδίκαση αυτής ματαιώθηκε εκ νέου λόγω διενέργειας εκλογών.

Ακολούθως, οι εκκαλούντες- ενάγοντες άσκησαν την από  18-06-2014 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2014 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/ 2014, δικάσιμος δε ορίστηκε εκ νέου η 25-09-2014, και κατόπιν αναβολής η 11-06-2015, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 14-12-2015, κατά την οποία η εκδίκαση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 22ας Μαρτίου 2016, οπότε και αναβλήθηκε  για τη δικάσιμο της 15-11-2016, οπότε και ματαιώθηκε.

Μετά ταύτα, οι εκκαλούντες- ενάγοντες άσκησαν την από  12-11-2019 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./2013, και ειδικό αριθμό έκθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/ 2019, δικάσιμος δε ορίστηκε εκ νέου η 15-10-2020, οπότε και τελικά αυτή εκδικάστηκε.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε καταρχήν η υπ’ αριθμόν 909/2021 (μη οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 614 Κ.Πολ.Δ.), με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη: (Α) η συζήτηση της ένδικης αγωγής ως προς τις 1η και 2η των εναγομένων λόγω μη επίδοσης αυτής στις απολειπόμενες διαδίκους και (Β) η κλήση ως προς τους τρίτη (3η) και τέταρτο (4ο) των εναγομένων λόγω μη νόμιμης κλήτευσης αυτών.

Μετά ταύτα, οι ενάγοντες άσκησαν από 06-05-2021 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …/06-05-2021, και ειδικό αριθμό έκθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./06-05-2021, δικάσιμος δε ορίστηκε εκ νέου η 10-06-2021, οπότε αυτή τελικά εκδικάστηκε.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε τελικά η υπ’ αριθμόν 526/2022 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών- εργατικών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 614 Κ.Πολ.Δ.), ερήμην της ναυτικής Εταιρείας, με την επωνυμία <<………….>> (δεύτερης (2ης) κατά σειρά εναγόμενης) και αντιμωλία των υπόλοιπων διαδίκων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), με την από 22/03/2022 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτή Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …/22-03-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …../22-03-2022.

Στη συνέχεια, οι εφεσίβλητοι, προέβησαν στην κατάθεση του δικογράφου της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.ΑΚ.) …./13-10-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/13-10-2022, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες προκατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστη ρίου τούτου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Η κρινόμενη από 22/03/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …/(Ε.Α.Κ.Δ.) …./13-10-2022 έφεση των εναγόντων κατά της υπ’ αριθμόν 526/2022 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας, αντιμωλία των εκκαλούντων και των ήδη εφεσίβλητων διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (Διαδικασία Άρθρων 663 και επ. Κ.Πολ.Δ), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι, μέσα στην προθεσμία του μηνός από το χρόνο επίδοσης αυτής, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων στον πληρεξούσιο Δικηγόρο των εναγόντων για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, την 22-02-2022, όπως προκύπτει από την αυθημερόν σχετική βεβαίωση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα τον Πειραιά …….., την οποία προσκομίζουν με επίκληση οι εφεσίβλητοι, ως επισπεύδοντες τη συγκεκριμένη διαδικαστική ενέργεια διάδικοι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται και στην προκείμενη έκκλητη δίκη, ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την  22α Μαρτίου 2022] (άρθρα 495 παρ. 1- 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρων 663 και επ. Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρο 495 §4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 – σχ. Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου έχουν κατατεθεί από τον υπόχρεο προς τούτο πληρεξούσιο Δικηγόρο των εκκαλούντων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμόν  Α 43 9783/22-03-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

(ΙΙ) Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενάγοντες (= και ήδη εκκαλούντες), με την ένδικη αγωγή τους εκθέτουν ότι ο σύζυγος της πρώτης (1ης) και πατέρας των δεύτερου (2ου) και τρίτης (3ης)των εφεσίβλητων αντίστοιχα, ……., με συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που κατάρτισε με τη διαχειρίστρια των δεξαμενόπλοιων πλοίων «…………» και «……….», αντίστοιχα, πλοιοκτησίας της δεύτερης (2ης) και τρίτης (3ης) των εναγομένων, ναυτολογήθηκε στα παραπάνω πλοία, με την ειδικότητα του μάγειρα, πραγματοποιώντας υπερπόντιους πλόες. Ότι πριν την ναυτολόγησή του στο πλοίο «AA» υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις, βρέθηκε υγιής και σφραγίστηκε η κάρτα υγείας του για δύο (2) έτη, δηλαδή, για χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο αυτός ναυτολογήθηκε και στο άλλο ως άνω πλοίο. Ότι ήδη λίγους μήνες μετά τη ναυτολόγησή του στο πρώτο πλοίο εκδήλωσε επίμονο βήχα αλλά εξακολούθησε να απασχολείται στην κουζίνα των παραπάνω πλοίων με προσφορά κανονικής και υπερωριακής εργασίας κάτω από αντίξοες, ασυνήθεις και εξαιρετικές περιστάσεις συνθήκες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του. Ότι, καίτοι ο συγγενής τους είχε γνωστοποιήσει τα συμπτώματά του στον πλοίαρχο, ωστόσο ουδέποτε κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του εξετάστηκε από ιατρό. Ότι μετά την απόλυσή του, η οποία τυπικά και μόνο αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο ότι επήλθε «αμοιβαία συναινέσει», στην πραγματικότητα όμως εξαιτίας ασθενείας του, διαγνώσθηκε με καρκίνο του πνεύμονα και απεβίωσε κατόπιν θεραπειών την 06-01-2008. Ότι ο ως άνω θάνατος του συγγενούς τους συνιστά εργατικό ατύχημα, το οποίο – επιπρόσθετα – οφείλεται σε υπαιτιότητα των εκπροσώπων και δη του προστηθέντος από τις εναγόμενες εταιρίες πλοιάρχου, συνιστάμενη στην παράβαση του άρθρου 10 του Π.Δ/τος «περί εργασίας επί των Ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω», καθώς κατά τη ναυτολόγησή του στα συγκεκριμένα πλοία δεν λήφθηκε οποιαδήποτε μέριμνα, προκειμένου να εξετασθεί ο συγγενής τους από ιατρό, να διαγνωσθεί η πάθησή του σε προγενέστερο χρονικό σημείο και να αποθεραπευτεί. Ότι από το θάνατο του προσφιλούς τους προσώπου έχουν δοκιμάσει θλίψη και στεναχώρια. Ότι επιπρόσθετα ο μηνιαίος μισθός του αποθανόντος ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500,00) Ευρώ € και συνεπώς η δικαιούμενη από αυτούς αποζημίωση των διατάξεων του άρθρου 3 και 6 του Ν. 551/1915 ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των εξήντα χιλιάδων διακοσίων δεκαεννέα Ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (60.219,75) €. Επικαλούμενοι έννομο συμφέρον  σε συνδυασμό με τις ιδιότητες των εναγομένων ως διαχειρίστριας εταιρίας και νομίμου εκπροσώπου αυτής για τους πρώτη (1η) και τέταρτο (4ο) των εναγομένων και ως πλοιοκτητριών για τις δεύτερη (2η) και τρίτη (3η) αυτών, αντίστοιχα, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, ευθυνόμενοι ο καθένας από αυτούς σε ολόκληρο, ι) κυρίως με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες, το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) € σε καθέναν από αυτούς, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης, την οποία υπέστησαν από το θάνατο του συγγενούς τους, ιι) επικουρικά, με βάση τις διατάξεις των άρθρων  1, 3 παρ. 5 και 6 του Ν. 551/1915 και 932 ΑΚ, ως αποζημίωση του Ν. 551/1915, το χρηματικό ποσό των 24.087,90€ στην πρώτη (1η) των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, το χρηματικό ποσό των 18.065,92 Ευρώ (Ε) σε καθέναν από τους δεύτερο (2ο) και τρίτη (3η) από αυτούς, καθώς και το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων (100. 000,00) €, ως χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική οδύνη, την οποία υπέστησαν όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμοι τόκο από το χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, διαφορετικά από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση τους.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η ως άνω αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, εφόσον διαλαμβάνεται σε αυτήν το σύνολο των αξιούμενων πραγματικών περιστατικών, που αντιστοιχούν στο πραγματικό των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρθρα 914 και 932 του Αστικού Κώδικα), σύμφωνα με την κρατούσα στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου θεωρία του προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος, σελ. 220 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία). Πλέον συγκεκριμένα, στην ένδικη αγωγή επιχειρείται διεξοδική αναφορά στις συνθήκες εργασίας ( << Οι συνθήκες εργασίας του συζύγου και πατέρα μας …ήταν ασυνήθεις, μη κανονικές, εξαιρετικές συνθήκες και πολλές φορές πολύ περισσότερο. Επίσης, την εργασία του παρείχε υπό μη φυσιολογικές θερμοκρασίες, δηλαδή εργαζόταν σε περιβάλλον είτε πολύ υψηλών είτε πολύ χαμηλών θερμοκρασιών στην κουζίνα και στα ψυγεία των πλοίων. Επίσης, κατά το χρόνο, που υπολογίζεται ότι αρχικά εκδηλώθηκε ο καρκίνος του πνεύμονα εργαζόταν σε συνθήκες εξαιρετικής υγρασίας λόγω της βλάβης των ψυγείων του πλοίου <<AA>>… Οι εκπρόσωποι της εταιρίας δεν τον υπέβαλαν εγκαίρως πριν τη ναυτολόγησή του στο πλοίο <<AP>> στις απαιτούμενες εξετάσεις για να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας  του, αφού προϋπόθεση για τη ναυτολόγηση είναι η ιατρική εξέταση του ναυτικού, ώστε να αποδειχθεί η πλήρης ικανότητα του προς εργασία. Ο πλοίαρχος, καίτοι είχε πληροφορηθεί από το πλήρωμα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του συζύγου και πατέρα μας δεν αξιολόγησε ορθά τα συμπτώματα, που αυτός εμφάνιζε, δηλαδή, τον επόμενο βήχα, την κόπωση, την αδυναμία και την αδιαθεσία, μολονότι η κατάσταση της υγείας φαινόταν να καταρρέει, με συνέπεια να υπάρχει παράβαση του άρθρου 10 Β. Δ/τος 806/1970……. Ο πλοίαρχος όμως του επίδικου πλοίου, αν και έλαβε από την πρώτη στιγμή γνώση της αδιαθεσίας του συζύγου και πατέρα μας, αυθαίρετα πιθανολόγησε ότι αυτή οφειλόταν σε κρυολόγημα και τον απέτρεψε να εξέλθει από το πλοίο και να επισκεφθεί γιατρό. Όφειλε όμως τόσο να τον στείλει αμέσως σε ιατρό ή να ζητήσει δι’ ασυρμάτου κατεπείγουσα ιατρική συνδρομή όσο και να θεωρήσει ως πιθανό το ενδεχόμενο ότι ο σύζυγος και πατέρας μας μπορεί να εμφάνιζε βήχα και αδιαθεσία, ως συμπτώματα σοβαρής πνευμονικής ασθένειας…. Η ασθένεια του συζύγου και πατέρα μας εκδηλώθηκε μέσα στο πλοίο και επιδεινώθηκε από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, βίαιο και απρόβλεπτο συμβάν, που οδήγησε σε βαθμιαία και προοδευτική εξασθένιση και φθορά του οργανισμού με αυτή των δυσμενών όρων παροχής της εργασίας κατά την εκτέλεσή της, πρόκειται για ναυτεργατικό ατύχημα.>>). Επομένως, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής εκτίθενται όλες εκείνες οι υπαίτιες παραλείψεις των εναγομένων δια των προστηθέντων οργάνων τους, που αντιστοιχούν στο πραγματικό των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, κατά τρόπο σαφώς αποδοκιμαζόμενο από τις παραπάνω διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αλλά και στις δυσμενείς συνέπειες, που είχαν οι παραλείψεις αυτές στο έννομο αγαθό της υγείας του και οι οποίες στοιχειοθετούν εννοιολογικά την προκληθείσα σε αυτούς μη περιουσιακή ζημία ( = ψυχική οδύνη), έτσι ώστε αυτή (=ένδικη αγωγή) να τυγχάνει δεκτική δικαστικής εκτίμησης και αξιολόγησης ως προς τη νομική βασιμότητα αυτής, επιτρέποντας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις προς διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής- αίτησης παροχής έννομης προστασίας αλλά και στους εναγόμενους να αμυνθούν κατ’ αυτής, προτείνοντας καταλυτικούς του επικαλούμενου αγωγικού δικαιώματος αυτοτελείς ισχυρισμούς- ενστάσεις αλλά και δυνατότητα αιτιολογημένης και ειδικής άρνησης της ιστορικής βάσης αυτής. Συνεπώς, η σχετική αιτίαση των εναγομένων τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη, δεδομένου ότι, προκειμένου να προχωρήσει το Εφετείο στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, προϋποτίθεται κατ` ανάγκην ότι ερεύνησε και διαπίστωσε το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα αυτής, αφού διαφορετικά, ακόμη και στην περίπτωση, που δεν υπήρχε σχετικός λόγος έφεσης, αλλά με αυτήν διατυπώνονταν παράπονα μόνο για το κατ` ουσίαν βάσιμο της αγωγής, ήταν υποχρεωμένο, αυτεπαγγέλτως, λόγω του, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ν` απορρίψει την αγωγή, εάν την έκρινε αόριστη ή νομικά αβάσιμη (Α.Π. 1291/2022 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εξέλαβε το δικόγραφο της ένδικης αγωγής ως επαρκώς ορισμένο και εκτίμησε αυτό ως δεκτικό δικαστικής αξιολόγησης, εξετάζοντας στη συνέχεια τους διαλαμβανόμενους σε αυτό ισχυρισμούς ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 526/2022  (οριστική) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις σε αυτήν, ενώ υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων Εταιρειών.

Κατά της παραπάνω απόφασης οι ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση έφεσή τους, με την οποία επικαλούνται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

(ΙΙΙ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 5/2012,  Εφ.Πειρ 299/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει, κατά τρόπο έκδηλο, προς εκείνον, στον οποίο γίνεται η δήλωση ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται δηλαδή να προκύπτει με σαφήνεια ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητά δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση την περίπτωση εκείνη, κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Επομένως, ο εναγόμενος, προτείνοντας προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενέργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιο πρακτική του δήλωση έγινε ρητά στο όνομα άλλου είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 929/2004, ΕφΠειρ 5/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, προσλαμβάνουσες ειδικότερα τις μορφές των συμβάσεων: (α) τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και (β) τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, είσπραξης των ναύλων, πληρωμής των εξόδων και συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Μάλιστα, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο -αν όχι αποκλειστικό – σκοπό έχουν τη διαχείριση πλοίων ετέρων, ενώ, ήδη το έτος 1988, το “Baltic and International Maritime Council” (BIMCO) δημοσίευσε σχετικά ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα δε με την οικεία σύμβαση, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση του πλοίου του στο διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες, που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου, σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του, όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων, που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση, που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη, είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή, ενώ ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους, στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δηλαδή είναι άμεσος αντιπρόσωπος αυτού. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής, στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ), δηλαδή, ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες, που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ιδιότητα του αυτή, και ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιο πραξίες αυτές (ΕφΠειρ 497/2013, ΕφΠειρ 5/2012, Εφ.Πειρ  940/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον, όταν δε δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002,  ΕφΠειρ 497/2013,  ΕφΠειρ 5/2012,  ΕφΠειρ 468/2011, ΕφΠειρ 832/2008. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 551/1915, εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βίαιο συμβάν, που πλήττει το μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν και επιφέρει είτε το θάνατό του είτε ανικανότητα αυτού προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ημερών, με εξαίρεση την περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα. Έτσι, εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε με αυτήν λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή με αφορμή αυτήν. Θα πρέπει δηλαδή αφ’ ενός το αίτιο, στο οποίο οφείλεται η βλάβη, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και αφ’ ετέρου η βλάβη να μην μπορούσε να επέλθει χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986). Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου (ΑΚ 662), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζόμενου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1690/2013, ΑΠ1401/2013). Στην τελευταία περίπτωση επομένως βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζόμενου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και, συνακόλουθα, εργατικό ατύχημα με την παραπάνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεώς του. Εφ’ όσον επέλθουν οι δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, δημιουργείται προεχόντως αξίωση του παθόντος για αποκατάσταση της υλικής, θετικής ή αποθετικής ζημίας αυτού (ΑΚ 297, 298, 330 ή 914 και 919). Η ευθύνη του εργοδότη για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν προϋποθέτει δικό του πταίσμα. Η λειτουργία της ρυθμίζεται με ειδικό τρόπο στην εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία (άρθρα 16 του Ν. 551/1915, 34 § 2 και 60 § 3 του ΑΝ 1846/1951) (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 σ. 1605, ΑΠ 370/2018 ΕλλΔνη 2019 σ. 104, 614/2017, 19/2014 με σημείωση Κ. Παπαδημη τρίου ΕλλΔνη 2014 σ. 1024, 1858/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 1554, 52/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 1611, 460/2010, 138/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1612, 1085/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1481/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 745/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα, σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος, οφείλεται κατ’ αρχήν η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του άνω νόμου αποζημίωση για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, μπορεί δε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 § 4 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του νόμου αυτού, να μειωθεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αποζημίωση, μέχρι το μισό της, μόνον όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια, η οποία συνίσταται στην από πλευράς του αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών, που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, κυρώθηκαν από την αρχή (ΑΠ 1858/2011 ό.π.). Εξάλλου, στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει από τον κύριο της επιχείρησης, είτε την περιορισμένη αποζημίωση, κατ’ αποκοπή, του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 ΑΚ, εφόσον όμως στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών σχετικά με τους ειδικούς όρους ασφάλειας των εργαζομένων. Περαιτέρω, επί θανατώσεως εργάτη ή υπαλλήλου εξαιτίας εργατικού ατυχήματος σε επιχειρήσεις του άρθρου 2 του κ.ν. 551/1915, η αξίωση των μελών της οικογένειας του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης, κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (ΑΚ 914, 922 και 932) έτσι ώστε για τη θεμελίωσή της να απαιτείται πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, το οποίο (πταίσμα) μπορεί να συνίσταται και σε αμέλεια του εργοδότη ή των προστηθέντων του, υφιστάμενο όταν ο εργοδότης ή οι υπ’ αυτού προστηθέντες παρέλειψαν την επιμέλεια, την οποία, εάν κατέβαλαν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου της δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος (Α.Π. 958/2014 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη χωρίς όρκο εξέταση του δεύτερου (2ου) των εκκαλούντων εναγόντων …………. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία διαλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/ 2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμόν ……../9-6-2021 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……., η οποία λήφθηκε, με επιμέλεια των εναγομένων- εφεσίβλητων μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των ….. και ήδη εκκαλούντων, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμόν ….., ….. και ……/4-6-2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………., η οποία(= ένορκη βεβαίωση)  πληροί το σύνολο των οριζομένων προϋποθέσεων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν. 4335/2015 και ως εκ τούτου συνιστά νόμιμο αποδεικτικό μέσο, αφού ο καταθέσας μάρτυς δεν εκπροσωπούσε καταστατικά ούτε δέσμευε τις εφεσίβλητες Εταιρείες με οποιονδήποτε τρόπο, η δε σύνδεσή του με αυτές, κατά το χρόνο του ενδίκου συμβάντος, δεν στοιχειοθετεί εννοιολογικά συμφέρον από την έκβαση της προκείμενης δίκης, απορριπτόμενου κατά συνέπεια του δεύτερου (2ου) κατά σειρά λόγου της υπό κρίση εφέσεως, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έλαβε υπόψη του αυτήν και την εκτίμησε, ανεξάρτητα από τη γνώση του σχετικά με το ένδικο συμβάν, για το οποίο πρόκειται να γίνει λόγος παρακάτω, ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο σύζυγός της πρώτης (1ης) των εναγόντων και ήδη  εκκαλούντων και αντίστοιχα πατέρας των λοιπών εναγόντων- εκκαλούντων κατάρτισε στον Πειραιά, την 04η Φεβρουαρίου του έτους 2006 σύμβαση ναυτικής εργασίας με τον τρίτο (3ο) κατά σειρά εφεσίβλητων …..  , ο οποίος όμως δεν ενεργούσε ατομικά, ήτοι, στο δικό του όνομα και για λογαριασμό του, αλλά ως νόμιμος εκπρόσωπος της διαχειρίστριας εταιρίας …………… Πλέον συγκεκριμένα, αυτός ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του μάγειρα στο υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο (Δ/ξ) πλοίο με την επωνυμία <<ΑΑ>>, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., κοχ 53074, κκχ 28464 και ΔΔΣ ….., πλοιοκτησία της εταιρίας <<………>>. Τούτο δε προκύπτει από την από 04.02.2008 σύμβαση ναυτικής εργασίας, κατά την οποία η πρώτη (1η) των εφεσίβλητων Εταιρεία, με την επωνυμία «………» (πρώην <<…………>>), ενεργούσε κατ’ εξουσιοδότηση, με την ιδιότητα της αντιπροσώπου και διαχειρίστριας της ναυτικής εταιρίας, με την επωνυμία «………. (……….>>. Επομένως, είχε δηλωθεί στο ………. ότι η πρώτη (1η) των εφεσίβλητων ενεργούσε, ως αντιπρόσωπος και εκπρόσωπος της δεύτερης (2ης) εφεσίβλητης Εταιρείας, στο πρόσωπο της οποίας επήλθαν οι έννομες συνέπειες από τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης ναυτικής εργασίας, όπως συνέβη και με τη ναυτολόγησή του στο πλοίο <<ΑΑ>>. Συνεπώς, υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, ήτοι, της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κατ’ επέκταση της αντίστοιχης δικονομικής σχέσης της προκείμενης δίκης τυγχάνουν μόνο η δεύτερη (2η) εφεσίβλητη Εταιρεία και ο ναυτολογηθείς …………., αντίστοιχα και όχι η πρώτη (1η) εφεσίβλητη Εταιρεία και ο τρίτος (3ος) εφεσίβλητος, οι οποίοι ενεργούσαν αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής τους εξουσίας, μη συνδεόμενοι οι ίδιοι ενοχικά με το ………., δεδομένης της έδρας της δεύτερης (2ης) εφεσίβλητης Εταιρείας, κείμενης στην Ελλάδα, στην περιφέρεια του Δήμου … Αττικής, επί της οδού … αριθμ. ……….., κατά τις διατάξεις του Ν. 762/1978, κάτι άλλωστε, που συνάγεται και από τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες συνάφθηκε η σύμβαση ναυτικής εργασίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως προς αυτούς, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με τον πρώτο (1ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση έφεσης πλημμέλεια, απορριπτόμενου τούτου, ως αβάσιμου. Περαιτέρω, ο ναυτολογημένος …………. υποβλήθηκε στις αναγκαίες και ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης της Ιατρικής Υπηρεσίας Ναυτικών, η ισχύς του οποίου ως προς τη γενική ιατρική εξέταση έληγε την 17.02.2007, εκδοθέντος τούτου την 17.02.2005. Συνεπώς, το χρονικό εκείνο σημείο είχε βεβαίωση ικανότητας προς ναυτολόγηση σε ισχύ, αναγραφόμενου στην οπίσθια πλευρά αυτού ότι ο ……… είχε υποβληθεί σε γενική ιατρική εξέταση από τον Ιατρό ……., σε έλεγχο ακοής, σε ακτινογραφία  πνευμόνων στο Ιατρικό Κέντρο <<………>> και τέλος σε οφθαλμολογική εξέταση. Στην έναντι σελίδα υπάρχει πρόσθετη βεβαίωση Οφθαλμιάτρου για χρωματοψία με την ανάλογη σφραγίδα και υπογραφή, ενώ έχει καταχωρηθεί η ένδειξη <<ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ>>, αναφορικά με την έκβαση των εξετάσεων. Επιπλέον, προέκυψε ότι ο ……….. εξετάσθηκε από το γενικό Ιατρό ………. ο οποίος την 27-1-2006 βεβαιώνει τα ακόλουθα: «Εκ της κλινικής – παθολογικής εξετάσεως που υπεβλήθη ο κ.  …….. δεν παρατηρούνται παθολογικά ευρήματα. Ως εκ τούτου κρίνεται ικανός προς ναυτο λόγησή». Μετά από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα την 04-02-2006, ναυτολογήθηκε στο πλοίο <<ΑΑ>>, που ναυπηγήθηκε, το έτος 1997, ενώ το πλοίο <<ΑΡ>> ναυπηγήθηκε, αντίστοιχα, το έτος 2004. Ως εκ τούτου, τα δύο πλοία ήταν σύγχρονα, καταβαλλόταν δε κάθε δυνατή προσπάθεια από τις πλοιοκτήτριες Εταιρείες, προκειμένου να διατηρούνται σε άριστη κατάσταση, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η εκναύλωσή τους σε μεγάλες εταιρείες, σύμφωνα με τον ενόρκως καταθέσαντα …………, ο οποίος είχε άμεση γνώση της κατάστασης αυτών, καθότι απασχολείτο στην πρώτη (1η) εφεσίβλητη Εταιρεία στο Τμήμα Πληρωμάτων και από το έτος 2003  διετέλεσε Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Assistant Crew Manager, απασχολούμενος, κατά το χρόνο της ένορκης βεβαίωσής του στην Εταιρεία <<…………..>>, ως Υποδιευθυντής του ίδιου Τμήματος. Επιπλέον, αυτός κατέθεσε μεταξύ των άλλων τα ακόλουθα: <<Ο ……. ναυτολογήθηκε ως μάγειρας σε διάφορα πλοία υπό τη διαχείριση της ……….. Γνωρίζω την περίπτωσή του και έτσι η διαδικασία της πρόσληψης και ναυτολόγησης του διεκπεραιώθηκε από τους υφιστάμενους μου. Εξαρχής θέλω να πω ότι ουδέποτε μας απασχόλησε με κάποιο πρόβλημα υγείας, ούτε διαμαρτυρήθηκε ποτέ σχετικά….. Οι συνθήκες εργασίας και στα δύο πλοία ήταν άριστες. Και τα δύο πλοία είναι ελεύθερα αμιάντου. Ο ……… εκτελούσε τα συνήθη καθήκοντα οποιουδήποτε μάγειρα. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτε, που να του προκάλεσε την ασθένεια. Από τη γενική πείρα μου πάντως γνωρίζω ότι το κάπνισμα είναι επιβαρυντικός παράγων και απ’ ότι έχω πληροφορηθεί ο ……. κάπνιζε… Δηλώνω κατηγορηματικά και πάλι ότι ο …. . δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε παραπονέθηκε για ο,τιδήποτε>>. Η αιτίαση των εκκαλούντων ότι ο παραπάνω μάρτυρας δεν είχε γνώση για το ένδικο συμβάν, αφού ουδέποτε επιβιβάστηκε στα δύο (2) πλοία κατά το κρίσιμο χρόνο της ναυτολόγησης του ………, καθώς εργαζόταν στα πληρώματα, δηλαδή, επί της ξηράς, τυγχάνει απορριπτέα, ως αβάσιμη, καθώς, σύμφωνα με τα διδάγματα και τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, το Τμήμα, στο οποίο αυτός απασχολείτο, επιλαμβανόταν πέραν της ναυτολόγησης, και των ζητημάτων της κατάστασης των πληρωμάτων στα πλοία, έτσι ώστε να είναι σε θέση να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος σχετικά με την καταλληλότητα και το αξιόπλοο των πλοίων ως προς την επάνδρωση τους σε συνεννόηση με τον πλοίαρχο. Ήτοι, σε περίπτωση, που εμφανιζόταν πρόβλημα αναφορικά με το πλήρωμα του πλοίου (ασθένεια μέλους αυτού, ανικανότητα προς παροχή ναυτικής εργασίας κ.λ.π.) το Τμήμα προφανώς θα επιλαμβανόταν για την άμεση επίλυση αυτού και την παροχή οδηγιών προς τον πλοίαρχο για το εύρυθμο των πλόων και την προσήκουσα και ακώλυτη εκτέλεση των δρομολογίων των πλοίων. Δηλαδή, θα ήταν λογικά άτοπο το Τμήμα, στο οποίο  προΐστατο ο καταθέσας μάρτυς, να μην ενημερωνόταν από τον πλοίαρχο των πλοίων για οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με την κατάσταση του πληρώματος.  Περαιτέρω, δεν προέκυψε ότι το ωράριο εργασίας του ………… και οι συνθήκες και όροι αυτής ήταν οι συνήθεις για μάγειρα του Εμπορικού Ναυτικού. Συνεπώς, οι αγωγικοί ισχυρισμοί ότι λόγους μήνες μετά τη ναυτολόγηση του συγγενούς τους, αυτός εμφάνισε συμπτώματα αναπνευστικού και δη έντονο βήχα, (= τον οποίο σημειωτέον ο ίδιος (ο ασθενής ναυτικός) απέδιδε σε κρυολόγημα), αλλά και στις συνθήκες εργασίες του, καθώς ως μάγειρας απασχολείτο σε (χώρους με έντονη διαφορά θερμοκρασίας και δη από τα ψυγεία στους χώρους μαγειρείου, που επέτειναν αυτό το σύμπτωμά του) δεν προέκυψαν από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικά, δεν προέκυψε ότι οι συνθήκες εργασίας του διεξάγονταν κάτω από αντίξοες συνθήκες, πέραν του αναμενόμενου για το ναυτικό επάγγελμα και δη υπό την ειδικότητα του συγγενούς των εναγόντων. Σε κάθε περίπτωση και εάν παρά ταύτα ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι αυτός εργαζόταν κάτω από αντίξοες συνθήκες, (= κάτι, που δεν προέκυψε), δεν προέκυψε ο βαθμός της δυσμενούς επί­δρασης σε αυτή. Έτσι, δεν προέκυψε ότι ο ……   διαμαρτυρήθηκε στον πλοίαρχο ή το πλήρωμα των πλοίων αυτών, αφού δεν επιχειρείται οποιαδήποτε αναφορά στο ημερολόγιο των συγκεκριμένων πλοίων για τις ενοχλήσεις του (επίμονο βήχα), ούτε ζήτησε τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, ούτε την εξέτασή του από ιατρό, καθώς απέδιδε αυτές σε κοινό κρυολόγημα. Ο αγωγικός ισχυρισμός για το ιδιαίτερα ανησυχητικό της κατάστασης της υγείας του σύμπτωμα, το οποίο επιδεινωνόταν κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του, που ήταν γνωστό στο πλοίαρχο, δεν κρίνεται βάσιμο, συνεκτιμώμενου και του γεγονότος ότι το Μάρτιο του έτους 2006, η σύζυγός του και πρώτη (1η) ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα επισκέφθηκε το σύζυγό της, όταν το πλοίο, που είχεναυτολογηθεί, έπλευσε στη Θεσσαλονίκη, και μολονότι διαπίστωσε – κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς – την εμφανή πλέον επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, και πάλι ο εργαζόμενος ναυτικός δεν ζήτησε να υποβληθεί σε εξετάσεις, καίτοι τούτο θα ήταν ευχερές σε ελληνικό μάλιστα έδαφος. Έτσι, δεν προέκυψε ότι ο συγγενής των εναγόντων- εκκαλούντων …….. ζήτησε ιατρική βοήθεια από το πλήρωμα του πλοίου, και αυτή δεν του παρασχέθηκε. Αλλά αντίθετα ο ίδιος υποβάθμισε τα σχετικά συμπτώματά του (βήχα και κόπωση) με αποτέλεσμα να συνεχίζει να εργάζεται μέχρι την 30-8-2006, οπότε και απολύθηκε. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω παραδοχών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εξακολούθηση της εργασίας του ……. είχε δημιουργήσει συνθήκες εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς για το συγκεκριμένο ναυτικό. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο συγγενής των εναγόντων εισήχθη μετά την απόλυσή του την 12-09-2006 στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» λόγω βρόγχους φωνής και βήχα. Από τον κλινοεργαστηριακό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ο . ……. έπασχε από καρκίνωμα πνεύμονα μη μικροκυτταρικού τύπου στάδιο III, υποβλήθηκε σε χημειοθεραπείες και κατέληξε την 06-01-2008. Ωστόσο, το προσκομιζόμενο με επίκληση από τους ενάγοντες πιστοποιητικό του Γ.Ν. Ν.Θ.Α  <<ΣΩΤΗΡΙΑ>>, κατά το οποίο η εξέλιξη της ασθένειας θα είχε καλύτερη πρόγνωση εάν είχε διαγνωστεί προ έτους, δεν φέρει χρόνο έκδοσης. Όμως, σε κάθε περίπτωση, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005, που απολύθηκε από το πλοίο <<ΑΑ>> μέχρι το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006, που ναυτολογήθηκε στο πλοίο << ΑΡ>> ο ………… βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, ήτοι, δεν είχε ναυτολογηθεί σε οποιοδήποτε πλοίο και ως εκ τούτου είχε την αντικειμενική δυνατότητα να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις και να διαγνωστεί εάν όντως είχε προσβληθεί από τη νεοπλασματική νόσο, ένεκα της οποίας τελικά κατέληξε. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήμα τος, κατά την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη της παρούσας έννοια.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε την ένδικη αγωγή, αναφορικά με τη δεύτερη (2η) κατά σειρά εφεσίβλητη Εταιρεία, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες πλημμέλειες, απορριπτόμενων των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως, ως αβάσιμων, και ως εκ τούτου η υπό κρίση έφεση τυγχάνει απορριπτέα, μη υπάρχοντος οποιουδήποτε άλλου λόγου προς εξέταση. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος των εφεσίβλητων, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

-ΑΠΟΡΡΊΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση.

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500,00) Ευρώ (Ε).

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, την 16η Ιανουαρίου  2024.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ          Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ