Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 31/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   31/2024

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της Εκκαλούσας: Της Εταιρείας, με την επωνυμία << ………..>>, (Α.Φ.Μ. ………), εδρεύουσας στη …. της Κύπρου και εκπροσωπούμενης νόμιμα, που διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, στην οδό …….., με την επωνυμία <<………….>> και η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Στέφανου B Λύρα (Δ.Σ.Π. ……..), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………../ 18-10-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Του Εφεσίβλητου: ………… (Α.Φ.Μ. ……..- Δ.Ο.Υ. … Αττικής), κατοίκου …….. Αττικής (οδός ………), ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξούσιου Δικηγόρου του Ειρήνης Κοντοσέα (Δ.Σ.Π. ….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α …../24-10-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Ο εφεσίβλητος ………. άσκησε σε βάρος της εφεσίβλητης Εταιρείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-07-2020 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογρά φου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/2020.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1161/2022 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή η κατά τα παραπάνω αγωγή, κατά ένα μέρος αυτής, ως κατ’ ουσία βάσιμη, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη Εταιρεία  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), με την από 22/06/2022 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτή Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) ../22-06-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …/22-06-2022. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος προέβη στην κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/30-09-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/30-09-2022, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα διαλαμβάνονται στην υπό κρίση έφεση, καθώς επίσης και στις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσαν, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Η κρινόμενη από 19/10/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …/(Ε.Α.Κ.Δ.) …./30-09-2022 έφεση της εναγόμενης Εταιρείας κατά της υπ’ αριθμόν 1.161/2022 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Διαδικασία Άρθρων 82 ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 591, 614 621, 622 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι, μέσα στην προθεσμία του μηνός από το χρόνο επίδοσης αυτής, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος- εφεσίβλητου στην εναγόμενη- εκκαλούσα Εταιρεία για γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες, την 25-05-2022, ως επισπεύδων τη συγκεκριμένη διαδικαστική ενέργεια διάδικος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται και στην προκείμενη έκκλητη δίκη, όπως προκύπτει από την αυθημερόν βεβαίωση επίδοσης στην εκκαλούμενη απόφαση της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την  22α Ιουνίου 2022] (άρθρα 495 παρ. 1- 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ.Πολ.Δ.).

(ΙΙ) Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ……… με την ένδικη αγωγή του ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία, ως πλοιοκτήτρια του περιγραφόμενου σε αυτήν πλοίου να του καταβάλει τα αιτούμενα σε αυτήν χρηματικά ποσά για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται αμοιβή για τις βασικές αποδοχές της ναυτικής του εργασίας, υπερωριακή αμοιβή κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες της Κυριακής και του Σαββάτου και αργίες και δώρα εορτών, για τα εκτιθέμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία αυτός εργαζόταν με σύμβαση ναυτολογήσεως, ως ναύτης, στο αναφερόμενο πλοίο κυριότητας της εναγόμενης- εκκαλούσας Εταιρείας, και αυτά με το νόμιμο τόκο από 17.04.2019, οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση ναυτικής εργασίας από την πλευρά της εναγόμενης Εταιρείας διαφορετικά από την επίδοση της ένδικης αγωγής.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1161/2022  (οριστική) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή κατά ένα μέρος αυτής και υποχρεώθηκε η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και είκοσι εννιά λεπτών (21.993,29 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 17.04,2019, κηρυχθείσας προσωρινά εκτελεστής για το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ (E), ενώ καταδικάστηκε αυτή στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο χρηματικό ποσό των επτακοσίων είκοσι (720,00) € και συμψήφισε αυτά κατά τα λοιπά μεταξύ των διαδίκων.

Κατά της παραπάνω απόφασης η εναγόμενη Εταιρεία άσκησε την υπό κρίση έφεσή της, με την οποία επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτοί, πρέπει εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(ΙΙΙ)  Η αγωγή του μισθωτού σε βάρος του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές από την έγκυρη σύμβαση εργασίας έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων, που εξομοιώνονται προς αυτές, οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης. Διχοστασία παρατηρείται στη νομολογία, αναφορικά με το ζήτημα της ένταξης στο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, των ποσών, που ο εναγόμενος – εργοδότης κατέβαλε στον ενάγοντα – εργαζόμενο για κάθε αγωγικό κονδύλιο. Το πρόβλημα αυτό ανακύπτει, όταν ο εργαζόμενος επιδιώκει δικαστικά την καταβολή του υπολοίπου διάφορων μισθολογικών παροχών, δια λαμβάνοντας στην αγωγή του τις καταβολές συγκεντρωτικά και όχι χωριστά για κάθε κεφάλαιο. Κατά μία γνώμη, η αγωγή πάσχει από αοριστία. Στην άποψη αυτή υποκρύπτεται αντιμετώπιση ανάλογη με εκείνη, που θεωρεί απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή, η οποία περιορίστηκε κατά το συνολικό της αίτημα και όχι κατά ειδικότερα κονδύλια (ΑΠ 180/1988 ΕλλΔνη 1988 σ. 1659, Α.Π. 639/1988 ΔΕΝ 45 σελ. 470ΕφΑθ 3156/2002 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>, Εφ.Αθ. 7640/1986 ΕλλΔνη 1987 σελ. 1262). Σύμφωνα ωστόσο με την αντίθετη, ορθότερη – και υιοθετούμενη από το παρόν Δικαστήριο ως τέτοια – άποψη, οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου, ώστε οποιαδήποτε καταβολή να αποτελεί γεγονός θεμελιωτικό του αμυντικού, κατ’ άρθρο 416 ισχυρισμού (ΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999 σελ. 315, Α.Π. 1291/94 ΔΕΝ 95 σ. 544, ΕΕΔ 96 σ. 32, Α.Π. 1545/1997, Δ. 29 σ. 409, ΕφΠειρ. 546/2010 ΕΝαυτΔ 2010 σ. 397, 994/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΚρήτης 514/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1511, ΕφΑθ 10554/1997 ΕλλΔνη 1998 σ. 1967). Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ένσταση, όπως άλλωστε και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής. Ειδικά, η κατά το άρθρο 416 Α.Κ. ένσταση εξοφλήσεως ποσών, που γίνεται για την απόσβεση των αξιώσεων, οι οποίες αντιστοιχούν σε αποδοχές, προκειμένου να είναι ορισμένη, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικά τα επιμέρους χρηματικά ποσά, τα οποία απαρτίζουν το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε και την αιτία καταβολής τους. Διαφορετικά η ένσταση αυτή έστω και αν αναφέρεται το συνολικά καταβληθέν ποσό τυγχάνει αόριστη (Α.Π. 1320/2008 Ελλ.Δνη 49.1426, Α.Π. 1086/2006 ΕΕργ.Δ 55.306, Εφ.Αθ. 7344/2003ΔΕΝ 2006, 473, Εφ.Θεσ. 307/1994 Αρμ. 49.923). Η νομική αοριστία αγωγής ή ενστάσεως, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, εάν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής ή της ενστάσεως κρίσεώς του, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος, προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα, ενώ, αντίθετα, η ποσοτική (ή ποιοτική) αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής ή της ενστάσεως, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 ΚΠολΔ. Έτσι, αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στην αγωγή ή στην ένσταση ή δεν έλαβε υπόψη του τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος από το εδάφιο 8, ενώ, αν κατά παράβαση του νόμου θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα πραγματικά γεγονότα, ιδρύεται ο λόγος από το εδάφιο 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 922/2019, 19/2022). Εάν η ένσταση δεν περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν απορρίπτεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξοφλήσεως των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (αποδείξεων πληρωμής, μισθοδοτικών καταστάσεων) σχετικά με πληρωμή του συνόλου των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων, που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκε εδάφιο ε’ στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ’ αυτές (Α.Π. 701/2023, ΑΠ 123/2020, 1069/2014). Εξάλλου, κατά τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα  3, 174, 679 Α.Κ., 8 του Ν. 2112/20, 5 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 και 8 παρ. 4  του Ν. 4020/1959, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμά του να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του είναι άκυρη έστω και αν συνάγεται εκ των υστέρων με τη μορφή της αφέσεως χρέους (άρθρο 454 Α.Κ.). Η ακυρότητα αυτή αφορά στα ελάχιστα όρια των μισθών και αποζημιώσεων, που προβλέπονται από το Νόμο και τις Σ.Σ.Ε ή κανονιστικές διατάξεις και συνεπώς η παραίτηση από συμβατικές εργατικές αξιώσεις είναι έγκυρη μόνο κατά το μέρος, που οι αξιώσεις αυτές υπερβαίνουν το ως άνω ελάχιστο όριο, εφόσον όμως και στην περίπτωση αυτή η παραίτηση είναι ειδική και σαφής (Α.Π. 1089/2006 Δ.Ε.Ν. 2007. 306, Εφ. Αθ. 7344/2003, Εφ.Πειρ. 441/2009). Επιπλέον, υποχρέωση του εργοδότη, εκτός από την καταβολή του μισθού, συνιστά η από το άρθρο 18 του Ν. 1082/1980 προβλεπόμενη υποχρέωση χορήγησης στον εργαζόμενο, κατά την εξόφληση των αποδοχών του, εκκαθαριστικού σημειώματος, όπου απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε είδους αποδοχές του τελευταίου και οι επ` αυτών κρατήσεις. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 7 της Υπουργικής Απόφασης για την έγκριση του Ειδικού Κανονισμού Λιμένα Ελευσίνας “Περί παροπλισμού πλοίων στα αγκυροβόλια Ελευσίνας” (Υ.Α. 3131/2.8. 1994, ΦΕΚ Β 449/16-6-1994): «Η φύλαξη των παροπλισμένων πλοίων, ανεξαρτήτως: χωρητικότητας είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο. Γι’ αυτό ο πλοιοκτήτης ή ο εκπρόσωπος του, που ζητούν τον παροπλισμό, υποχρεούνται να εξασφαλίσουν την πρόσληψη και εγκατάσταση πάνω στο πλοίο Φυλάκων για τη διαρκή εκτέλεση υπηρεσίας φύλακος στο πλοίο». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2  του πιο πάνω νομοθετήματος, «παροπλισμένο» θεωρείται το πλοίο το οποίο συγκεντρώνει σωρευτικά τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «…(α) Παραμένει μετά από σχετική άδεια της Λιμενικής Αρχής Ελευσίνας αγκυροβολημένο ή προσδεδεμένο από τη ξηρά, σε ειδικά καθορισμένη θαλάσσια περιοχή, χωρίς να έχει δυνατότητα άμεσης αυτοδύναμης μετακίνησής του, (β) Δε διατηρεί σε ετοιμότητα ή κατάσταση λειτουργίας, τον προβλεπόμενο μηχανολογικό και λοιπό λειτουργικό εξοπλισμό, (γ) Έχει απολύσει το πλήρωμά του και έχει προσλάβει φύλακες για τη φύλαξή του, (δ) Δεν εκτελεί εμπορικές πράξεις, ούτε χρησιμοποιείται ως αποθήκη εμπορευμάτων, ούτε χρησιμοποιεί τα δικά του μηχανήματα για φορτοεκφορτώσεις ή μεταφορτώσεις φορτίων σε πλοία…». Σύμφωνα επίσης, με το άρθρο 11 του ως άνω Κανονισμού, σε πλοία υπό παροπλισμό, ανεξάρτητα από την ως άνω 24ωρη «υπηρεσία φύλαξης», είναι δυνατό να εκτελούνται και επισκευαστικές εργασίες, κατόπιν άδειας της λιμενικής αρχής.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), μεταξύ των οποίων και τα εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογίας του εφεσίβλητου- ενάγοντος με συνημμένη στον καθένα την <<εικόνα αποδοχών>>, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων η υπ’ αριθμόν …/2021 και …./2021 ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλων δικών, με συνημμένες σε αυτές τις εκθέσεις επίδοσης, από τις οποίες προκύπτει η κλήτευση της εκκαλούσας- εναγόμενης Εταιρείας, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, από την υπ’ αριθμόν …./2021 ένορκη βεβαίωση της …………, Ναυτικού Ε.Ν. ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς …………, που λήφθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος- εφεσίβλητου μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …./08-01-2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ………., και η οποία ορθά λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 400 περ .γ Κ.Πολ.Δ., καθώς από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 400 εδ. 3, 401 εδ. 2 και 403 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι η συνδρομή συγκεκριμένου συμφέροντος του μάρτυρος πρέπει να εξαρτάται από το αποτέλεσμα της δίκης και είναι αναγκαία συνέπεια αυτής, έτσι ώστε αυτό να είναι άμεσο με την έννοια ότι το δεδικασμένο η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης να αφορούν και τον μάρτυρα, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν ο μάρτυρας τυγχάνει απλά συγγενής ή σύζυγος του διαδίκου (Α.Π. 1272/2015), ακόμη δε και αναγκαίος κληρονόμος του, πολύ δε περισσότερο εργαζόμενος, που έχει εγείρει και αυτός διακεκριμένη και ανεξάρτητη από την ένδικη αγωγή για καταβολή δεδουλευμένων σε βάρος τους ίδιου εργοδότη, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως, ως αβάσιμου από τις υπ’ αριθμ. ../01.20.2021 και …/ 06,10.2021 ένορκες βεβαιώσεις της … . και του ……….. αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από τις …/28.09.2021 και … 730.09.2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …………., από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 26.02.2018 σύμβαση χερσαίας εργασίας αορίστου χρόνου, που συνάφθηκε ανάμεσα στην εταιρεία, με την επωνυμία <<……..>>, που εδρεύει στη …….. της Κύπρου και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, (……..), με την επωνυμία <<…………>>, ναυτική εταιρεία, (εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία) ανήκουσα στον Όμιλο <<…..>>, στην πλοιοκτησία της οποίας ανήκει το υπό σημαία Κύπρου πλοίο με αριθμό νηολογίου Λεμεσού …/2017, Ε/Γ ταχύπλοο <<SJ>>, ολικής χωρητικότητας 906 κόρων, και στον   …… (ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο), ο τελευταίος προσλήφθηκε αρχικά, προκειμένου να εργασθεί ως φύλακας στο υπό σημαία Κύπρου, SJ, έναντι μηνιαίων αποδοχών 1.500,00 Ευρώ (Ε), έχουσα αυτή εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (στον Πειραιά). Σχετικά κατέθεσε η …………..: <<Είμαι αξιωματικός Ε.Ν. και γνωρίζω το ναυτικό . … από την κοινή υπηρεσία μας στο ταχύπλοο πλοίο SJ της εταιρείας ………., η οποία συμμετέχει με αυτό στον όμιλο <<……….>>. Στο συγκεκριμένο πλοίο ήμουν ναυτολογημένη και υπηρετούσα ως δόκιμη πλοίαρχος από 7.2.2018 έως 26.3.2018 και ως ανθυποπλοίαρχος από 29.3.2018 έως 8.5.2018. Το πλοίο τους χειμερινούς μήνες βρισκόταν σε ναυπηγείο της Ελευσίνας και σε αυτό εκτελούνταν εργασίες επισκευής, προκειμένου να είναι έτοιμο να αναλάβει την εκτέλεση ακτοπλοϊκών δρομολογίων στα τέλη της άνοιξης. Το 2018 όμως, αν και είχαν προγραμματισθεί, τελικά δεν δρομολογήθηκε, ενώ το 2019 δρομολογήθηκε κανονικά. Τις επισκευαστικές εργασίες στο πλοίο εκτελούσαν εξωτερικά συνεργεία σε συνεργασία με τα μέλη του πληρώματος, το οποίο επιπλέον ήταν υπεύθυνο για την τήρηση των επιβαλλόμενων μέτρων ασφαλείας. Ο …………. ήρθε στο πλοίο στα τέλη Φεβρουαρίου 2018. Στην αρχή για ένα μήνα περίπου, ο ενάγων εργαζόταν σαν φύλακας χωρίς να είναι ναυτολογημένος. Περί το τέλος του Μαρτίου όμως ναυτολογήθηκε κανονικά σαν ναύτης και του ανατέθηκαν καθήκοντα <<βατσιμάνη>>, τα οποία εκτελούσε εναλλάξ με ένα ακόμα άτομο>>. Συνεπώς, το πλοίο SJ, κατά τη διάρκεια της επίδικης υπηρεσίας του ενάγοντος-εφεσίβλητου, παρέμενε στο λιμάνι της Ελευσίνας, ως παροπλισμένο, αφού η εκκαλούσα- εφεσίβλητη Εταιρεία είχε λάβει την αναγκαία προς τούτο άδεια της Λιμενικής Αρχής, καταλαμβανόμενο συνακόλουθα από τα τοπικά όρια ισχύος της ΥΑ 3131/2.8.1994, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, χωρίς να εκτελεί δρομολόγια ή άλλες εμπορικές πράξεις, ενώ είχαν απολυθεί τα περισσότερα μέλη του πληρώματος του, καθώς παρέμενε στον εν λόγω λιμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, προέκυψε ότι διενεργήθηκαν στο συγκεκριμένο πλοίο εκτεταμένες εργασίες εξωτερικής και εσωτερικής επισκευής (αποξηλώθηκαν όλες οι εσωτερικές εγκαταστάσεις του, και τοποθετήθηκαν νέες), και δεν ήταν δυνατό να θέσει τις μηχανές του σε λειτουργία, ώστε να έχει άμεση αυτοδύναμη κίνηση. Επομένως, το πλοίο βρισκόταν υπό παροπλισμό, (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη με επίκληση (μη συμπληρωμένη) αίτηση- σύμβαση παροπλισμού σκάφους του Οργανισμού Λιμένος Ελευσίνας, με συνημμένη την κατάσταση των απαιτούμενων συνοδευτικών αυτής δικαιολογητικών εγγράφων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, γεγονός, που είχε ως συνέπεια την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων για τη συνεχή είκοσι (24)ωρη φύλαξή του, ανεξάρτητα από οιαδήποτε άλλη εργασία, που διενεργείτο σε αυτό (π.χ. επισκευή μικρής ή μεγάλης έκτασης, επιθεώρηση κλπ), δηλώνοντας αναγκαία τα στοιχεία ταυτότητάς τους στη Λιμενική Αρχή και στον Οργανισμό Λιμένος Ελευσίνας (Ο.Λ.Ε.), με την αίτηση παροπλισμού, την οποία υπέβαλε, καθώς κάτι τέτοιο ήταν αναγκαία για τη λήψη της σχετικής προς τούτο άδειας, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς να αναιρείται η παραδοχή αυτή από το γεγονός ότι για κάποια χρονικά διαστήματα της ημέρας επέβαιναν στο συγκεκριμένο πλοίο και εργάζονταν και άλλα πρόσωπα (μέλη του πληρώματος και τεχνικών συνεργείων). Άλλωστε, σύμφωνα με τον «Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας επί επιβατηγών πλοίων άνω των 500 κ.ο.χ.» (Β.Δ. 683/1960), που έχει εφαρμογή τόσο σε παροπλισμένα, όσο και σε μη παροπλισμένα πλοία, και εφαρμοζόταν και στο πλοίο της εκκαλούσας- εναγόμενης Εταιρείας, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, διέθετε 906 κ.ο.χ., καθορίζονται οι ειδικότερες εργασίες (« φυλακές») του πληρώματος, που εκτελούνται για την ασφάλεια του ίδιου του πλοίου και των επιβαινόντων σε αυτό, ανάλογα με το εάν βρίσκεται «εν πλω» (άρθρα 132 επ.) ή «εν όρμω» (άρθρα 146 επ.). Όταν το πλοίο βρίσκεται εν πλω, το προσωπικό καταστρώματος, στο οποίο ανήκουν οι ναύτες διαιρείται σε αυτούς, που εκτελούν τη «φυλακή γεφύρας», η οποία ορίζεται σε τετράωρες βάρδιες, και σε αυτούς, που εκτελούν τις «γενικές εργασίες καταστρώματος» (άρθρο 133 του Κανονισμού). Όταν βρίσκεται «εν όρμω», ορίζεται από το άρθρο 146 παρ. 1 του Κανονισμού ότι η εργασία φυλακής γεφύρας αναστέλλεται και το προσωπικό ασχολείται με εργασίες καθαριότητας και συντήρησης (άρθρο 146 παρ. 2). Η φύλαξη του πλοίου εν όρμω, πραγματοποιείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το άρθρο 148 του Κανονισμού, από την παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι: «…Δια την φύλαξιν και ασφάλειαν του σκάφους εν όρμω, παραμένει εν αυτώ εις ή περισσότεροι Αξιωματικοί καταστρώματος και εις ή και περισσότεροι ναύται, κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου, εν ημέρα από πρωίας μέχρις εσπέρας, ότε εναλλάσσονται δι’ άλλων μέχρι της επομένης πρωίας…». Έτσι, στο συγκεκριμένο πλοίο ορίστηκαν δύο (2) ως προς αριθμό άτομα, τα οποία εκτελούσαν τα καθήκοντα του ναυτικού φύλακα – «βατσιμάνη», κατά τρόπο, που να καλύπτεται όλο το 24ωρο, με καθήκοντα φύλαξης του πλοίου, ταυτόχρονα με οποιαδήποτε άλλη εργασία, η οποία ενδεχόμενα εκτελείτο σε αυτό από άλλα μέλη του πληρώματος ή και από τρίτα πρόσωπα (μέλη επισκευαστικών συνεργείων). Άλλωστε, και μόνη η παρουσία στο πλοίο προσώπων, που δεν ήταν ναυτικοί, επέβαλε την απασχόληση των «βατσιμάνιδων» προκειμένου να φυλάσσεται το ίδιο το πλοίο, να ελέγχεται η ταυτότητα των προσώπων, που εισέρχονταν και εξέρχονταν από αυτό, να εξασφαλίζεται ότι παραμένει ασφαλώς προσδεδεμένο κλπ. Συνεπώς, προέκυψε ότι από τα εκάστοτε ναυτολογημένα μέλη του πληρώματος, μόνον ο ενάγων-εφεσίβλητος και ένα ακόμα άτομο εκτελούσαν τα καθήκοντα αυτά, ενώ οι υπόλοιποι απασχολούνταν στις εργασίες επισκευής, είτε σε επιτελικά καθήκοντα, όπως οι αξιωματικοί, είτε σε χειρωνακτικά καθήκοντα, όπως οι ναύτες, οι μηχανικοί κλπ., κάτι άλλωστε, που δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της εκκαλούσας- εναγόμενης Εταιρείας. Συνακόλουθα, αυτοί είχαν την υποχρέωση να περιπολούν και να ελέγχουν τους χώρους του πλοίου για την αποτροπή κινδύνων, όπως πυρκαγιάς, κλοπής κλπ, την ασφαλή πρόσδεσή του και την εν γένει τήρηση όλων των μέτρων για την ασφάλειά του, ενώ επιπλέον, πραγματοποιούσαν και διάφορες εργασίες καθαριότητας και συντήρησης. Όσες ώρες δεν εκτελούσαν τέτοιες εργασίες, αυτοί όφειλαν να παραμένουν στον καταπέλτη και να φυλάσσουν την είσοδο του πλοίου, απαγορεύοντας την είσοδο σε αυτό μη εξουσιοδοτημένων ατόμων. Συνεπώς, όλες οι ώρες του ημερήσιου ωραρίου του ενάγοντος- εφεσίβλητου περιελάμβαναν πραγματική και συνεχή απασχόληση του στο συγκεκριμένο πλοίο. Επομένως, και τις ώρες αυτές, όπως και τις υπόλοιπες ώρες του 24ώρου, με τη φύλαξη του πλοίου ασχολούνταν οι δύο «βατσιμάνιδες», οι οποίοι εξάλλου είχαν αναλάβει τα συγκεκριμένα καθήκοντα, και καθένας από αυτούς, εργαζόταν επί δώδεκα (12)ωρο. Μετά την πρόσληψή του εφεσίβλητου- ενάγοντος, ως φύλακα, με διαδοχικές συμβάσεις  και συγκεκριμένα με τις από 29.03.2018 και 10.01.2019 έγγραφες ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στην Ελευσίνα μεταξύ της ίδιας εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας και του ενάγοντος ήδη εφεσίβλητου, αυτός ναυτολογήθη κε, με την ειδικότητα του ναύτη στο παραπάνω πλοίο και παρείχε, τις υπηρεσίες του από 29.03.2018 έως και 24.08.2018, οπότε και απολύθηκε στο ίδιο λιμάνι και από 10.01.2019 έως και 17.04.2019, που απολύθηκε στο ίδιο ως άνω λιμάνι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση υπ’ αριθμόν ……….. ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος- εφεσίβλητου. Οι επίμαχες συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίστηκαν εγγράφως και από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη αντίγραφά τους προκύπτει ότι για τον καθορισμό των όρων εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος έγινε παραπομπή στην εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε., με την επιπλέον συμφωνία για αμοιβή κατ’ αποκοπή για οκτά(8)ωρη εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Κατά το πρώτο από τα ως άνω επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολογήσεως του ενάγοντος (29.03.2018 – 14.08.2018) ίσχυσε αρχικά η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, που υπογράφηκε την 17,8.2017, κυρώθηκε την 27.10.2017 με την υπ αριθμόν 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ. Ε.Κ. Β 4005) την 17.11.2017 και όχι η αντίστοιχη του έτους 2018, Και τούτο, διότι η διάδοχη ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ αριθμόν 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, δεν κατέλαβε τους διαδίκους για το πρώτο από τα επίδικα διαστήματα (29.03.2018 – 14.08.2018), παρά την περί αναδρομικής από 1.1.2018 ισχύος της ρητή πρόβλεψή της, επειδή κατά την υπογραφή της (στις 31.10.2018) η ως άνω εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως συνομολογείται, λυθεί, με αποτέλεσμα η από 29.03.2018 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της ΣΣΝΕ του έτους 2017 (31.12.2017) και παράλληλα ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής του ναυτολογούμενου παρέπεμψε στη «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» να εξακολουθεί διεπόμενη από την, ελλείψει νεότερης, τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ, δηλαδή αυτή του έτους 2017 (Μον ΕφΠειρ. 205/2019). Με βάση όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, κατά τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολογήσεως του ενάγοντος (10.01.2019 – 17.04.2019), ίσχυσε αντίστοιχα η ως άνω ΣΣΝΕ του έτους 2018 και όχι αυτή του έτους 2019. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι 29. 03.2018 – 14.08.2018 και 10.01.2019 – 17.04.2019, οπότε ο ενάγων απασχολήθηκε στο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, το πλοίο βρισκόταν αγκυροβολημένο σε ναυπηγείο της Ελευσίνας για διενέργεια εργασιών συντήρησης και επισκευής, τούτος δε ασκούσε καθήκοντα φύλακα («βατσιμάνη»), εργαζόμενος επί δώδεκα (12) ώρες καθημερινά, με ωράριο 06.00- 18.00 ή 18.00- 06.00 της επομένης. Οι αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν μηνιαίως, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τα ως άνω ΣΣΕ του 2017, στο  χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα τριών Ευρώ 2.953,00 (Ε) [μισθός ενέργειας 1.157,996 + επίδομα Κυριακών 254,76€ + αντίτιμο τροφής 576,306 (19,21 € Χ 30 ημέρες) + επίδομα ιματισμού 56,50 6 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22€ + αποδοχές αδείας 321,086 (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 Χ5 ημέρες) + τροφή αδείας 96,05€ (19,21Χ5ημέρες), με συνυπολογισμό και της προαναφερθείσας κατ’ αποκοπή αμοιβής του για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες 455,1 € (5,66 ημέρες μηνιαίως X 8 ώρες X 10,05 €)]. Σύμφωνα με την αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του 2018, οι αποδοχές του ενάγοντος-εφεσίβλητου ανέρχονταν μηνιαίως στο χρηματικό ποσό των 3.011,84 € [μισθός ενεργείας 1.181,15 €+ επίδομα Κυριακών 259,86 €+ κατ’ αποκοπή αμοιβή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες 464,12 € (5,66 ημέρες μηνιαίως X 8 ώρες X 10,25 €) + αντίτιμο τροφής 587,70 € (19,59 € Χ 30 ημέρες)+ επίδομα ιματισμού 57,63, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,92€, αποδοχές αδείας μετά τροφής 425,46 € (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 ημέρες X 5 ημέρες αδείας + αντίτιμο τροφής 5 ημερών αδείας). Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων δικαιούται, (Α) για δεδουλευμένες αποδοχές του, τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας του, ήτοι: Για το έτος 2018 και συγκεκριμένα για το διάστημα 29.03.2018 – 14.08.2018, μηνιαίες αποδοχές συνολικού ποσού 13. 377,09 € (2.953 € X 4,53 μήνες). Έναντι του ποσού αυτού έλαβε 6.981,62 6, επομένως δικαιούται υπόλοιπο (13.377,09 – 6.981,62 €=) 6.395,47 €. Για το έτος 2019 και συγκεκριμένα για το διάστημα 10.01.2019 – 17.04.2019, δικαιούται μηνιαίες αποδοχές συνολικού ποσού 9.848,72 Ευρώ (Ε) (3.011,84 € X 3,27 μήνες). Έναντι του ποσού αυτού έλαβε 4,933,64 €, επομένως δικαιούται υπόλοιπο (9.848,72 – 4.933,64=) 4.915,08 €. Συνολικά, επομένως για την ανωτέρω αιτία ο ενάγων δικαιούται ακόμη το χρηματικό ποσό των (6.395,47 + 4.915,08=) 11.310,55 €. Β) Για υπερωριακή αμοιβή, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά, ήτοι: (α) Για το έτος 2018 και συγκεκριμένα για το ανωτέρω διάστημα, 29. 03.2018 – 14.08.2018, κατά τα 20 Σάββατα και τις 5 αργίες του ανωτέρω διαστήματος (ήτοι, τα Σάββατα των 31/3, 7, 14, 21, 28/4, 5, 12, 19, 26/5, 2, 9, 16, 23, 30/6, 7, 14, 21, 28/7 και 4, 11/8 του έτους 2018 και τις αργίες των 6.4.2018, 9.4.2018, 23.4.2018, 1.5.2018 και 17.5.2018), πέραν της ανωτέρω κατ’ αποκοπή αμοιβής του, για τις 4 ώρες πέραν του αρχικού 8ώρου, δικαιούται το χρηματικό ποσό των (4 ώρες X 25 ημέρες X 10,05 €=) 1.005 €. Κατά τις υπόλοιπες 114 καθημερινές και Κυριακές του ανωτέρω διαστήματος, δικαιούται το ποσό των (4 ώρες X 114 ημέρες X 8,38 €=) 3.821,28 €. β) Για το έτος 2019 και συγκεκριμένα για το ανωτέρω διάστημα από 10.1.2019 έως 17.4.2019, κατά τα 14 Σάββατα και τις 2 αργίες του διαστήματος αυτού (ήτοι, τα Σάββατα των 12, 19, 26/1. 1, 9, 16, 23/2, 2, 9, 16, 23, 30/3, 6, 13/4 του έτους 2019 και τις αργίες των 11.3.2019 και 25.3.2019), πέραν της ανωτέρω κατ’ αποκοπή αμοιβής του, για τις 4 ώρες πέραν του αρχικού 8ώρου, δικαιούται το ποσό των ( 4 ώρες X 16 ημέρες X 10,25 Ευρώ (Ε)=) 656 €. Κατά τις υπόλοιπες 82 καθημερινές και Κυριακές του ανωτέρω διαστήματος, δικαιούται το χρηματικό ποσό των (4 ώρες X 82 ημέρες X 8,54 € =) 2.801,126. Συνολικά, επομένως για την υπερωριακή του εργασία έπρεπε να λάβει το ποσό των (1,005 + 3.821,28 + 656 + 2.801,12=) 8.283,4 6. (Γ) Για τα δώρα εορτών, ο ενάγων δικαιούται τα ακόλουθα χρηματικά ποσά, ήτοι: Για το έτος 2018 και συγκεκριμένα για το διάστημα της υπηρεσίας του από 29.03.2018 έως 30.04.2018, δικαιούται αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2018, δεδομένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος για τριάντα τρεις (33) ημέρες, οπότε ο ενάγων δικαιούται να λάβει ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας, επομένως δικαιούται [μισθό ενεργείας 1.157,99 € + επίδομα Κυριακών 254,766+ κατ’ αποκοπή αμοιβή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες 455,1 € (5,66 ημέρες μηνιαίος X 8 ώρες X 10,05 €) +αντίτιμο τροφής 576,306 (19,21 € Χ 30 ημέρες)+ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,226, αποδοχές αδείας 321,086 (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 Χ5 ημέρες)+ τροφή αδείας 96,056 (19,21Χ5ημέρες) + κατά μέσο όρο αμοιβή εργασίας πέραν του 8ώρου έτους 2018 1.065,4 € (1.005 + 3.821,28 διά 4,53 μήνες)-] 3.961 >9 € X 1/2 X 1/15 X (33 ημέρες αναφοράς /8 =) 4,12 οκταήμερα = 544,10 €. Για το διάστημα της υπηρεσίας του από 1.5.2018 έως και 14.08.2018, ο ενάγων- εφεσίβλητος δικαιούται να λάβει για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018 ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι δικαιούται [3.961,9 € μηνιαίο μισθό X 2/25 X (106 ημέρες αναφοράς /19 =) 5,58 δεκαεννεαήμερα=] 1.768,59 €. Για το έτος 2019 και συγκεκριμένα για το διάστημα της υπηρεσίας του από 10.01.2019 έως 17.04.2019, δικαιούται να λάβει για αναλογία δώρου Πάσχα 2019 [μισθό ενεργείας ί .181,15 € + επίδομα Κυριακών 259,86 €+ κατ’ αποκοπή αμοιβή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες 464,12 € (5,66 ημέρες μηνιαίως X 8 ώρες X 10,25 €) αντίτιμο τροφής 587,70 € ( 19,59 € Χ 30 ημέρες) + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,92€ +- αποδοχές αδείας μετά τροφής 425,46 € (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 ημέρες X 5 ημέρες αδείας + αντίτιμο τροφής 5 ημερών αδείας)+ κατά μέσο όρο αμοιβή εργασίας πέραν του 8ώρου έτους 2019 1.057,22 6 (656 + 2.801,12 διά 3,27 μήνες)=] 4.011,43 € X 1/2 X 1/15 X ( 98 ημέρες αναφοράς /8 =) 12,25 οκταήμερα = 1.638 €. Συνολικά, επομένως για την ανωτέρω αιτία δικαιούται(544,10 + 1.768,59 + 1.638—) 3.950,69 €, έναντι του οποίου έλαβε 1,551,35 €, και επομένως δικαιούται ακόμα το ποσό των (3.950,69 – 1.551,35=) 2.399,34 €. Από το μεικτό ποσό της μισθοδοσίας του ενάγοντος- εφεσίβλητου, που υπολογιζόταν κάθε μήνα με τον αντίστοιχο λογαριασμό η εναγόμενη – εκκαλούσα εξέπιπτε και παρακρατούσε ένα μέρος, ως εισφορές υπέρ τρίτων (ΦΜΥ, ΝΑΤ, ειδική εισφορά αλληλεγγύης), οφείλοντας να καταβάλει ολόκληρο το προκύπτον «καθαρό» υπόλοιπο. Για τις προκαταβολές, που δια τείνεται η εκκαλούσα- εναγόμενη Εταιρεία ότι κατέβαλε στον ενάγοντα-εφεσίβλητο και δεν προκύπτουν από την «Εκτύπωση Κινήσεων Πελατειακού Λογαριασμού», δεν προσκομίστηκαν αντίστοιχα αποδεικτικά τραπεζικών εμβασμάτων ή και απλές ιδιωτικές αποδείξεις, χωρίς να επέχουν θέση τέτοιας απόδειξης  οι λογαριασμοί μισθοδοσίας του ενάγοντος- εφεσίβλητου, έστω και αν φέρουν την υπογραφή του τελευταίου, δεδομένου ότι σύμφωνα με την ΚΥΑ 22528/430/2017 – ΦΕΚ 1712Β/18.5.2017, η καταβολή της μισθοδοσίας, από 01.06.2017, γίνεται αποκλειστικά και μόνο διατρα πεζικά και μάλιστα στην προκείμενη ένδικη περίπτωση μέσω της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας << ……..>>, γεγονός, που επιβεβαίωσε η μάρτυς ………, αποκλειόμενης συνακόλουθα της καταβολής οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ανεξάρτητα από το ύψος αυτού σε μετρητά. Συνεπώς, οι γενόμενες καταβολές από την εκκαλούσα-εναγόμενη Εταιρεία προς τον ενάγοντα- εφεσίβλητο, υπό τη μορφή αποδοχών για την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο από την προσκομιζόμενη με επίκληση καρτέλα <<Εκτύπωση Κινήσεων Πελατειακού Λογαριασμού>> της παραπάνω Τράπεζας.  Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι τα χρηματικά ποσά, που έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα είναι τα «υπόλοιπα πληρωτέων αποδοχών», για τα οποία προσκομίστηκαν αποδεικτικά τραπεζικών εμβασμάτων. Η θέση της υπογραφής του ενάγοντος στους λογαριασμούς του ως απλές μισθοδοτικές καταστάσεις, προκειμένου να λάβει τη μισθοδοσία του, δεν καθιστά τα συγκεκριμένα έγγραφα αναγκαία και νόμιμη εξοφλητική απόδειξη, δεδομένου ότι η αμοιβή του δεν καταβαλλόταν αυθημερόν. Συγκεκριμένα, κάθε λογαριασμός φέρει ημερομηνία σύνταξης και υπογραφής στο τέλος του αντίστοιχου μήνα, ενώ από την «κίνηση» του τραπεζικού λογαριασμού του ενάγοντος-εφεσίβλητου και τα αποδεικτικά εμβασμάτων προκύπτει ότι η καταβολή του «υπολοίπου πληρωτέων αποδοχών» λάμβανε χώρα περί τα μέσα του επόμενου μήνα. Συνεπώς, μόνη  η θέση της υπογραφής του ενάγοντος- εφεσίβλητου στους λογαριασμούς δεν συνεπάγεται την εξόφλησή τους, αφού αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη και άκυρη παραίτησή του από τα ελάχιστα δικαιώματά μου, είναι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, ο ανταγωγικός ισχυρισμός της εκκαλούσας-εναγόμενης Εταιρείας σχετικά με προκαταβολές δεν επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των ίδιων των λογαριασμών αλλά ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, που δεν αναφέρουν ούτε τους χρόνους καταβολής της μισθοδοσίας του ενάγοντος- εφεσίβλητου, ούτε και το ύψος των προκαταβολών, που αυτός έλαβε σε μετρητά, χωρίς αυτή να μεριμνά για λήψη σχετικής απόδειξης είσπραξης του προκαταβαλλόμενου χρηματικού ποσού, συνεκκτιμώμενου και του μη προσδιορισμού των επικαλούμενων προκαταβολών από την πλευρά της εκκαλούσας- εναγόμενης.  Συνεπώς: (α) Με τον από μηνός Μαρτίου 2018 λογαριασμό, ο ενάγων έλαβε το καθαρό χρηματικό ποσό των 1.550,76 Ευρώ (Ε), πλην όμως σε αυτό περιέχεται η αμοιβή του ποσού 1.460,00 Ευρώ (Ε) για το επίδικο χρονικό διάστημα από 26.2.2018 έως 28.3.2018, κατά το οποίο απασχολείτο ως χερσαίος εργαζόμενος, χωρίς ωστόσο το εν λόγω χρηματικό ποσό να αφορά την επίδικη υπηρεσία του. Έτσι, αυτός έλαβε «μεικτά» το χρηματικό ποσό των  321,65 Ευρώ (Ε) (ήτοι, για βασικές αποδοχές 284,60 Ευρώ (Ε) και για δώρα εορτών (37,50) Ευρώ (Ε). (β) Με τον από μηνός Απριλίου 2018 λογαριασμό, ο ενάγων-εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό – πληρωτέο ποσό των 1.499,89 Ευρώ (Ε), (γ) Με τον από μηνός Μαΐου 2018 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό – πληρωτέο ποσό των 1.239, 89 Ευρώ (Ε). (δ) Με τον από μηνός Ιουνίου 2018 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό – πληρωτέο ποσό των 1.199,89 Ευρώ (Ε). (ε) Με τον από μηνός Ιουλίου 2018 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό – πληρωτέο ποσό των 1.239, 89 Ευρώ (Ε). (στ) Με τον από μηνός Αυγούστου 2018 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό πληρωτέο ποσό των 562,26 Ευρώ (Ε). (ζ) Με τον από μηνός Ιανουαρίου 2019 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό πληρωτέο ποσό των 1.102,58 Ευρώ (Ε) (η) Με τον από μηνός Φεβρουάριου 2019 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό – πληρωτέο ποσό των 1.099,40 Ευρώ (Ε) . (θ) Με τον από μηνός Μαρτίου 2019 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το καθαρό – πληρωτέο ποσό των 1.099,40 Ευρώ (Ε). (ι) Με τον από μηνός Απριλίου 2019 λογαριασμό, ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε το μεικτό χρηματικό ποσό των 1.255,28 Ευρώ (Ε), το οποίο του καταβλήθηκε από την εναγόμενη – εκκαλούσα με το από 8.4.2019 τραπεζικό έμβασμα, χρηματικού ποσού 1.100,00 Ευρώ (Ε), το δε αποδεικτικό χρηματικού ποσού 660,00 Ευρώ (Ε) αφορά την καταβολή της μισθοδοσίας του εφεσίβλητου- ενάγοντος από την πλοιοκτήτρια του πλοίου CJ για την υπηρεσία του σε αυτό. Εξάλλου, από την κατάσταση υπηρεσίας προκύπτει ότι μετά τις επίδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος- εφεσίβλητου στο πλοίο SJ και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, προσλήφθηκε από άλλες εταιρείες του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου, και ναυτολογήθηκε στα πλοία τους, υπογράφοντας αυτοτελή και διακεκριμένη κάθε φορά σύμβαση ναυτικής εργασίας, καθεμία από τις οποίες (= εταιρείες) κάθε μήνα κατέβαλε σε αυτόν τη μισθοδοσία για τις ημέρες της υπηρεσίας του, μέσω του τραπεζικού λογαριασμού, που διατηρεί στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία <<………..>>, εκδίδοντας αντίστοιχο λογαριασμό μισθοδοσίας, με τον οποίο καταλόγιζε το ποσό της καταβολής σε συγκεκριμένη ιστορική αιτία, δηλαδή στις αποδοχές, που  αυτός είχε το δικαίωμα να λάβει από την υπηρεσία του στο δικό της πλοίο. Από τους προσκομιζόμενους με επίκληση λογαριασμούς προκύπτει ότι οποιοδήποτε από τα ποσά αυτά δεν έχει καταβληθεί για λογαριασμό της εκκαλούσας- εναγόμενης, ούτε έχει καταλογιστεί στις επίδικες αξιώσεις του, που απορρέουν από τη ναυτολόγησή του στο πλοίο SJ. Οι κατά τα παραπάνω λογαριασμοί μισθοδοσίας του ενάγοντος-εφεσίβλητου πρέπει να αξιολογηθούν συνδυαστικά και με τα εκκαθαριστικά σημειώματα φορολόγησής του για τα οικονομικά έτη 2018 και 2019, με συνημμένη στο καθένα από αυτά την εικόνα αποδοχών του αντίστοιχου έτους, εκτυπωμένη από την ιστοσελίδα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), που περιλαμβάνει την κατάσταση των αποδοχών, που ο ενάγων- εφεσίβλητος απεκόμισε από την εργασία του ως μισθωτός κατ’ έτος, με βάση τις βεβαιώσεις αποδοχών του, οι οποίες υποβλήθηκαν από τους εργοδότες του, σύμφωνα με τις διατάξεις των  άρθρων 59 επ. Ν. 4172/2013. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι η εναγόμενη – εκκαλούσα Εταιρεία κατέβαλε στον ενάγοντα- εφεσίβλητο, ως συνολικές «ακαθάριστες» (μεικτές) αποδοχές, για το οικονομικό έτος 2018 συνολικά το χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα Ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (9.350, 62) Ευρώ (Ε) και για το οικονομικό έτος 2019 το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα πέντε Ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (5.575,99) Ευρώ (Ε), σύμφωνα με τις σχετικές καταχωρήσεις, που έγιναν κατόπιν δηλώσεως της εκκαλούσας- εναγόμενης Εταιρείας προς την αρμόδια Φορολογική Αρχή. Στο χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα Ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (9.350,62) Ευρώ (Ε), που δηλώθηκε για το οικονομικό έτος 2018, περιλαμβάνεται και το χρηματικό ποσό των 1.460 Ευρώ (Ε), που αφορά τη μισθοδοσία του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 26.02.2018 έως 28.03.2018. το οποίο ωστόσο δεν εμπίπτει στα επίδικα αγωγικά κονδύλια. Με το λογαριασμό Μαρτίου 2018, ο ενάγων- εκκαλών εμφανίζεται να έχει εισπράξει συνολικά μεικτές αποδοχές το χρηματικό ποσό των 1.781,65 Ευρώ (Ε), ενώ από το ποσό αυτό το χρηματικό ποσό των 321,65 Ευρώ (Ε) πρέπει να αφαιρεθεί από τις επίδικες απαιτήσεις του. Συνεπώς, για την επίδικη υπηρεσία του ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε για το οικονομικό έτος 2018 (€ 9.350,62 – € 1.460 =) 7.890,62 Ευρώ (Ε). Ως εκ τούτου, το σύνολο των μεικτών αποδοχών, που πρέπει να αφαιρεθεί από τις επίδικες απαιτήσεις, ανέρχεται σε (€ 7.890,62 + € 5.575,99 =) € 13.466.61, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται όλα τα ποσά, που ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε για βασικό μισθό και επιδόματα ΣΣΝΕ για κατ’ αποκοπή αμοιβή εργασίας οκτώ (8) ωρών κατά τα Σάββατα και για αναλογία δώρων εορτών. Επίσης, συμπεριλαμβάνονται: (α) Οι νόμιμες κρατήσεις υπέρ Ν.Α.Τ., που ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των  2.723,37 Ευρώ (Ε). Ειδικότερα, το ποσό των ασφαλιστικών αυτών εισφορών, το οποίο έπρεπε να παρακρατεί η εναγόμενη – εκκαλούσα Εταιρεία κάθε μήνα, προσδιοριζόταν με βάση τις προβλεπόμενες από τη Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχών. Επομένως, το ύψος των οφειλόμενων εισφορών ανέρχεται συνολικά για το οικονομικό έτος 2018 στο χρηματικό ποσό των 1.561,72 Ευρώ (Ε), ήτοι, 37,93 Ευρώ (Ε) με το λογαριασμό Μάρτη, από 342,88 Ευρώ (Ε) με τους λογαριασμούς Απριλίου έως Ιουλίου και 162,17 Ευρώ (Ε) με το λογαριασμό Αυγούστου 2018), και για το οικονομικό έτος 2019 στο χρηματικό ποσό των 1.151,75 Ευρώ (Ε) (ήτοι, 252,53 Ευρώ (Ε) με το λογαριασμό Ιανουαρίου 2019, από 349,65 Ευρώ (Ε) με τους λογαριασμούς Φεβρουάριου και Μαρτίου 2019 και 199,92 Ευρώ (Ε) με το λογαριασμό Απριλίου 2019), ήτοι συνολικά χρηματικό ποσό  2.723,37 Ευρώ (Ε), δεδομένου ότι το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί τη διαφορά μεταξύ των συνολικών ακαθάριστων αποδοχών και του φορολογητέου εισοδήματος. (β) Ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών (Φ.Μ.Υ.), που έπρεπε να παρακρατείται κάθε μήνα, σύμφωνα με την παρ. 2 εδ. β1 του άρθρου 15 Ν. 4172/2013, όπως ίσχυσε κατά το επίδικο διάστημα, ανερχόταν σε ποσοστό 10% επί των αποδοχών του ενάγοντος-εφεσίβλητου (πλην του ποσού των ως άνω ασφαλιστικών κρατήσεων), από 777,90 Ευρώ (Ε) για το έτος 2018 και 442,42 Ευρώ (Ε) για το έτος 2019. Τα ποσά αυτά, που δήλωσε η εναγόμενη – εκκαλούσα Εταιρεία, τα υπολόγισε επί της πραγματικά καταβληθείσας μισθοδοσίας του, και για το λόγο αυτό είναι κατώτερα από τα ποσά, που έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του (συνολικά σε αυτούς έχει καταχωρηθεί παρακράτηση Φ.Μ.Υ. € 2.121,66 Ευρώ (Ε)).(γ) Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που έπρεπε να παρακρατείται κάθε μήνα, προσδιοριζόταν σύμφωνα με το άρθρο 43Α Ν. 4172/2013, επί του ετησίου εισοδήματος (αφαιρούμενου του ποσού των παραπάνω ασφαλιστικών κρατήσεων), σε ποσοστό 2,2% για ετήσιο εισόδημα από 12.001 Ευρώ (Ε) έως 20.000 Ευρώ (Ε), σε ποσοστό 5% για ετήσιο εισόδημα από 20.001 Ευρώ (Ε) έως 30.000, Ευρώ (Ε) σε ποσοστό 6,5% για ετήσιο εισόδημα από € 30.001 Ευρώ (Ε)  έως € 40.000 Ευρώ (Ε) κ.ο.κ. Η εισφορά, που αποδόθηκε στην Α.Α.Δ.Ε. από την εκκαλούσα- εναγόμενη Εταιρεία επί των αποδοχών, που πράγματι έλαβε ο ενάγων- εφεσίβλητος, ανήλθε για το οικονομικό έτος 2018 σε € 59,28 Ευρώ (Ε) και για το έτος 2019 σε 15,47 Ευρώ (Ε), ενώ στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, εμφανιζόταν πολύ μεγαλύτερο ποσό (συνολικά σε αυτούς έχει καταχωρηθεί παρακράτηση Ε.Ε.Α. 406,07). Με τον τρίτο (3ο) κατά σειρά  λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εναγόμενη – εκκαλούσα Εταιρεία παραπονείται ότι η εκκαλούμενη συμπεριέλαβε κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του, και τη νόμιμη αμοιβή για την παροχή 8ωρης εργασίας κατά τα Σάββατα, αμφισβητώντας ότι αυτή συμφωνήθηκε να καταβάλλεται κατ’ αποκοπή. Κατά το χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος- εφεσίβλητου, το πλοίο της εκκαλούσας- εναγόμενης Εταιρείας βρισκόταν υπό επισκευή οπότε και ανατέθηκαν σε αυτόν τα καθήκοντα του ναυτικού φύλακα – βατσιμάνη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, και ότι καθόλα τα επίδικα χρονικά διαστήματα απασχολούσε αυτόν επί επτά (7) ημέρες την εβδομάδα και επί 8ωρο ημερησίως, ήτοι, και κατά τις ημέρες Σαββάτων και αργιών, περιλαμβάνουσα και την κατ’ αποκοπή αμοιβή του, για την εργασία αυτή, υπολογιζόμενη με βάση την τιμή της ώρας, που καθορίζεται από τη ΣΣΝΕ. Την αμοιβή αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα- εφεσίβλητο η εναγόμενη – εκκαλούσα Εταιρεία κατά το έτος 2018, σταθερά κάθε μήνα. Το έτος 2019, ωστόσο έπαυσε να την καταβάλει, χωρίς όμως να ισχυρίζεται ότι συμφώνησε να τον απασχολεί σε άλλες ημέρες και ώρες, ή ότι δεν τον απασχολούσε πράγματι κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Συνεπώς, δικαιούται την παραπάνω αμοιβή και για το έτος 2019, όπως εξ αρχής συμφωνήθηκε μεταξύ τους. Επομένως, και ο τρίτος (3ος) κατά σειρά λόγος της υπό κρίση έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από την παρ. 7 του άρθρου μόνου της ΥΑ 70109/8008/1982 (ΦΕΚ Β’ 1/1982), προβλέπεται ότι: “Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλόμενων μισθών κατά τη 10η Δεκεμβρίου έκαστου έτους, για το επίδομα Χριστουγέννων και κατά τη 15η ημέρα προ του Πάσχα για το επίδομα Πάσχα, ή κατά την εντός των ανωτέρω χρονικών περιόδων ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως. Ως καταβαλλόμενος μισθός, νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης, θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από την εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα. ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Σαν τακτικές αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά εκείνες, που έχουν κριθεί όπως: (α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα. (β) Η αμοιβή, που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς. (γ) Το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. ” Κατ’ ακολουθία, στην προκείμενη ένδικη υπόθεση λαμβάνεται υπ’ όψη για τον υπολογισμό τόσο η κατ’ αποκοπή συμφωνηθείσα μηνιαία υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος- εφεσίβλητου, για τις οκτώ (8) πρώτες ώρες εργασίας των Σαββάτων και αργιών, όσο και η νόμιμη υπερωριακή αμοιβή για τις επιπλέον των 8 ώρες ημερήσιας απασχόλησής του κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες. Επιπλέον, το  χρηματικό ποσό, το οποίο ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε έναντι των δώρων, δεν ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 1.692,13 Ευρώ (Ε), κατά το έτος 2018, και στο χρηματικό ποσό των 893,08 Ευρώ (Ε), κατά το έτος 2019, ενώ το χρηματικό ποσό, το οποίο ο ενάγων- εφεσίβλητος έλαβε έναντι των δώρων, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 1.551,35 Ευρώ (Ε). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές, απορρίπτοντας τις ενστάσεις και αυτοτελείς ισχυρισμούς της εναγόμενης εταιρείας προς κατάλυση του αγωγικού δικαιώματος του ενάγοντος, και έκανε δεκτή την ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά ένα μέρος αυτής, δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες με την υπό κρίση έφεση πλημμέλειες, απορριπτόμενων των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως, ως αβάσιμων, και ως εκ τούτου αυτή τυγχάνει απορριπτέα, μη υπάρχοντος οποιουδήποτε άλλου λόγου προς εξέταση. Κατόπιν τούτων, το αίτημα για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αναφορικά με το καταβληθέν χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τεσσάρων  ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (6.354,67) Ευρώ (Ε) πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας Εταιρείας λόγω της ήττας της στην προκείμενη δίκη (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

-ΑΠΟΡΡΊΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία.

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα Εταιρεία στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500,00) Ευρώ (Ε).

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, την 24η Ιανουαρίου  2024.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ          Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ