Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 38/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 

Αριθμός απόφασης   38/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………… για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Α. Των καλουσών εφεσιβλήτων εναγομένων: 1) Της εδρεύουσας στην …. (οδός ………..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», 2) της εδρεύουσας στην …. (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», 3) της εδρεύουσας στην ……. (……….)  και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………..» (πρώην εταιρεία με την επωνυμία «………….»), 4) της εδρεύουσας στην …… (………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», 5) της εδρεύουσας στην …….. (…………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………..», 6) της εδρεύουσας στη …….. (………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………», 7) της εδρεύουσας στην …….. (………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και 8) της εδρεύουσας στην ……… (………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………………..», οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Βερνίκο.

Της καθ’ης η κλήση εκκαλούσας ενάγουσας: Της εδρεύουσας στη … της Λιβερίας (. …….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσάφο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των καθ’ων η κλήση εφεσιβλήτων εναγομένων: 1) Της  εδρεύουσας στην ……. (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Βαρδίκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και 2) της εδρεύουσας στον Πειραιά (οδός …….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σκουτέρη.

Β. Της ασκήσασας πρόσθετους λόγους έφεσης ενάγουσας: Της εδρεύουσας στη ……. της Λιβερίας (…………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…. . …», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσάφο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης εναγομένων: 1) Της εδρεύουσας στην ….. (οδός ………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», 2) της  εδρεύουσας στην … (…………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……………», 3) της εδρεύουσας στην .. (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………..», 4) της εδρεύουσας στην … (……….)  και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………..» (πρώην εταιρεία με την επωνυμία «………….»), 5) της εδρεύουσας στην … (……. ……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………», 6) της εδρεύουσας στην … (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», 7) της εδρεύουσας στη … (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», 8) της εδρεύουσας στην … (………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και 9) της εδρεύουσας στην … (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και 10) της εδρεύουσας στον …. (οδός ……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», εκ των οποίων η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Βαρδίκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, η δέκατη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σκουτέρη και οι υπόλοιπες οκτώ εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Βερνίκο.

Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…….» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.7.2014 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……./25.7.2014) αγωγή της εξ αδικοπραξίας, την οποία άσκησε κατά 1) της εταιρείας με την επωνυμία «…………», 2) της  εταιρείας με την επωνυμία «……….», 3) της εταιρείας με την επωνυμία «………..», 4) της εταιρείας με την επωνυμία «……..»), 5) της εταιρείας με την επωνυμία «…………», 6) της εταιρείας με την επωνυμία «………….», 7) της εταιρείας με την επωνυμία «……….», 8) της εταιρείας με την επωνυμία «……..» και 9) της εταιρείας με την επωνυμία «………..» ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Η αυτή ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία ζητησε να γίνει δεκτή και η από 29.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/30.12.2015) αγωγή της εξ αδικοπραξίας, την οποία άσκησε κατά των ανωτέρω εναγομένων και κατά της εταιρείας με την επωνυμία «…………» ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου.

Επί των αγωγών αυτών, οι οποίες επαναφέρθηκαν προς εκδίκαση κατόπιν ματαίωσης της συζήτησής τους κατά τη μετ’αναβολήν προσδιορισθείσα δικάσιμο της 7ης.3.2017 λόγω αποχής των πληρεξουσίων δικηγόρων των κατηγορουμένων από τα καθήκοντά τους με τις από 27.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../28.12.2017) και από 20.6.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./20.6.2017) αντίστοιχα κλήσεις της ενάγουσας, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3.669/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, απορρίφθηκαν αμφότερες και καταδικάσθηκε η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 15.6.2021  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../15.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/15.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία  στρέφεται κατά των εναγομένων αμφοτέρων των αγωγών και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 20ης.10.2022 και εγγράφηκε στο πινάκιο και στη συνέχεια με την από 17.9.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../17.9.2021) κλήση οκτώ εκ των εναγομένων των αγωγών αυτών για τον προσδιορισμό συντομότερης δικασίμου, που επίσης εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο της 2ης.6.2022, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Η αυτή εκκαλούσα εταιρεία άσκησε σε βάρος των εφεσιβλήτων επίσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το από 20.4.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/27.4.2022) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσής της, το οποίο προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 2ης.6.2022, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο και με το οποίο επίσης πλήττει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο των ανωτέρω δικογράφων (κλήσης και δικογράφου πρόσθετων λόγων έφεσης), τα οποία συνεκφωνήθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων οι Βασίλειος Βερνίκος και Βασίλειος Σκουτέρης εμφανίσθηκαν και, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ οι Γεώργιος Τσάφος και Χρήστος Βαρδίκος δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 17.9.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………/17.9.2021) κλήση προσδιορισμού συντομότερης δικασίμου οκτώ (8) εκ των εφεσιβλήτων της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 15.6.2021  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./15.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/15.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 3.669/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 23.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/25.7.2014) αγωγής και επί της από 29.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../30.12.2015) αγωγής της εκκαλούσας και με την οποία απορρίφθηκαν αμφότερες οι αγωγές αυτές και β) το από 20.4.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../27.4.2022) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης της ανωτέρω εκκαλούσας κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, τα οποία δικόγραφα  (κλήση και δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 15.6.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./15.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../15.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας, αλλοδαπής εταιρείας, κατά της υπ’αριθμ.3669/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, α) επί της ασκηθείσης σε βάρος των πρώτης έως και ένατης των εφεσιβλήτων, επίσης αλλοδαπών εταιρειών, ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 23.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../25.7.2014) αγωγής της εκκαλούσας, καθώς και β) επί της ασκηθείσης από 29.12.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/30.12.2015) αγωγής της ιδίας, στρεφομένης σε βάρος απάντων των ανωτέρω εφεσιβλήτων, καθώς και σε βάρος της δέκατης εφεσίβλητης, εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρείας, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, με αίτημα της πρώτης αγωγής την αναγνώριση της υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής (αποθετικής) ζημίας της και της δεύτερης αγωγής την αναγνώριση της υποχρέωσης των εναγομένων καταβολής στην ίδια, αφενός μεν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας της, αφετέρου δε χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, από την ειδικότερα αναφερόμενη σε κάθε δικόγραφο αδικοπρακτική σε βάρος της συμπεριφορά των εναγομένων και με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση), αφού συνεκδικάσθηκαν οι αγωγές, απορρίφθηκαν αμφότερες με την εκτιθέμενη στο σκεπτικό της πολλαπλή και επάλληλη αιτιολογία, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 15.6.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../15.6.2021), εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης στις 25.11.2020 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου], αφού επίδοση της πρωτόδικης απόφασης δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι έχει λάβει χώρα, ούτε άλλωστε τέτοια επίδοση προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, η αυτή ως άνω εκκαλούσα άσκησε σε βάρος των εφεσιβλήτων κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 20.4.2021 ιδιαίτερο δικόγραφό της, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 27.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/27.4.2022) και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτωθεν τούτου, κοινοποιήθηκε στις εφεσίβλητες και καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στις 28.4.2022, ήτοι πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (17.11.2022), κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα και ασκήσασα τους πρόσθετους λόγους έφεσης υπ’αριθμ…….., ………. και ……../28.4.2022 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….. και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν δεκτά κατά το τυπικό τους μέρος και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο κάθε δικόγραφο, κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, εταιρεία εδρεύουσα στη ….. της Λιβερίας, με την από 23.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./25.7.2014) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι κατέστη πλοιοκτήτρια του χημικού δεξαμενόπλοιου με την ονομασία Μ/Τ «G» (πρώην «CT»), αρχικά νηολογίου Λιβερίας και στη συνέχεια των Νήσων Κουκ (Cook Islands), κατόπιν αγοράς του στις 31.3.2011 από την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……………», που το απέκτησε ως υπερθεματίστρια στο διενεργηθέντα στη ….. στις 26.1.2011 δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό τού. Ότι το ανωτέρω πλοίο, το οποίο κατά το χρόνο της κατάσχεσης, του πλειστηριασμού και της πώλησής του ναυλοχούσε στο λιμένα των Ψαχνών Ευβοίας, όπου εκφόρτωσε μέρος του φορτίου του, εκπλειστηριάσθηκε και στη συνέχεια μεταβιβάσθηκε στην ίδια κατά κυριότητα από την υπερθεματίστρια έμφορτο με ποσότητα 25.000 περίπου μετρικών τόνων φοινικέλαιου (palm oil). ‘Οτι μετά την αγορά του πλοίου προέβη στις 11.4.2011 στην κατάρτιση σύμβασης ναύλωσής του με την εταιρία με την επωνυμία «…………..» για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών, με έναρξη της σύμβασης την 5η.7.2011, αντί ημερήσιου ναύλου, που συμφωνήθηκε στο ποσό των 19.500 δολαρίων Η.Π.Α. ‘Οτι οι εννέα (9) εναγόμενες, επίσης αλλοδαπές εταιρείες, έκαστη εξ αυτών παραλήπτρια και κυρία της αναφερομένης στο δικόγραφο επιμέρους ποσότητας φοινικέλαιου, κατά παράβαση, από δόλο ή σε κάθε περίπτωση από βαρεία αμέλεια, της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας, ήτοι της κοινωνικά επιβεβλημένης και απορρέουσας από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρέωσής τους περί λήψης συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας στα έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, αλλά και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, με πρόθεση να της προκαλέσουν ζημία, άλλως με τη μορφή του ενδοχόμενου δόλου, καθυστέρησαν τη διαδικασία εκφόρτωσης από το πλοίο της του φορτίου του, η οποία επιτράπηκε να διενεργηθεί με επιμέλεια και δαπάνες τους με την εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων υπ’αριθμ. 1488/27.9.2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, κωλυσιεργώντας με τις αναφερόμενες στην αγωγή ενέργειες και παραλείψεις τους για αντικειμενικά αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα να την φέρουν εις πέρας, ως όφειλαν, προκειμένου να εξυπηρετήσουν αποκλειστικά τα δικά τους επιχειρηματικά και οικονομικά συμφέροντα, παρά τις διαβεβαιώσεις τους προς αυτήν κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την αγορά του πλοίου ότι διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία, αλλά και τα αναγκαία μέσα και πόρους, για την κατά το ταχύτερο δυνατόν και με ασφαλή και άρτιο τεχνικά τρόπο ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας και την παραλαβή της ανήκουσας στην καθεμία ποσότητας, μη λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα της ιδίας ως πλοιοκτήτριας, τα οποία υποχρεούντο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη να προστατεύσουν, με αποτέλεσμα την επί μακρόν ακινητοποίηση του πλοίου της, το οποίο δε διέθετε πιστοποιητικό κλάσης και λοιπών πιστοποιητικών αξιοπλοΐας, αφού τούτο προϋπέθετε το δεξαμενισμό του κενού φορτίου προς εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών συντήρησης και επισκευής ενόψει της διενέργειας επιθεώρησης από αναγνωρισμένο από το κράτος της σημαίας του νηογνώμονα και τη συνακόλουθη αποστέρηση της δυνατότητάς της να το εκμεταλλευθεί κατά τον προορισμό του και να αποκομίσει έσοδα. Ότι η συγκεκριμένη διαδικασία της εκφόρτωσης, η οποία περιελάμβανε τη θέρμανση/υγροποίηση του φορτίου, που είχε στο μεσοδιάστημα πλήρως στερεοποιηθεί και τη μετάγγισή του σε άλλα πλοία, τελικά αποπερατώθηκε στις 27.5.2013 στο λιμένα της Ελευσίνας, όπου το πλοίο της είχε εν τω μεταξύ ρυμουλκηθεί από τις 23.2.2012, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προαναφερθείσα δικαστική απόφαση, επίσης με μεγάλη καθυστέρηση, οφειλόμενη αποκλειστικά σε υπαιτιότητα των αντιδίκων της και με ίδιες μάλιστα δαπάνες και όχι δικές τους, με αποτέλεσμα από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, που αναλυτικά εξέθετε στο δικόγραφο, να υποστεί περιουσιακή (αποθετική) ζημία, συνιστάμενη ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, κατόπιν παραδεκτής παραίτησής της από τις λοιπές αγωγικές απαιτήσεις της αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης με τις προτάσεις της, που κατέθεσε ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, σε διαφυγόντα κέρδη της και δη σε απολεσθέντες ναύλους. Ότι ειδικότερα εκ της από υπαιτιότητα των αντιδίκων της βραδείας εκφόρτωσης του φορτίου τους από το πλοίο της, αφενός μεν δεν εκτελέσθηκε η σύμβαση ναύλωσης, που είχε καταρτίσει με την ανωτέρω εταιρεία, με αποτέλεσμα να απολέσει τους συμφωνηθέντες ναύλους του χρονικού διαστήματος από 5.7.2011 έως 5.8.2012, που θα διαρκούσε η σύμβαση, συνολικού ποσού 4.721.700 δολαρίων Η.Π.Α., κατόπιν αφαίρεσης των λειτουργικών δαπανών του πλοίου, ανερχομένων συνολικά στο ποσό των 2.395.800 δολαρίων Η.Π.Α., σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, αφετέρου δε δεν κατέστη εκ των πραγμάτων δυνατή η ναύλωσή του ούτε για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 6.8.2012 έως 27.5.2013, κατά το οποίο άνευ δικού της πταίσματος παρέμεινε έμφορτο και ακινητοποιημένο στο λιμένα της Ελευσίνας, ήτοι μέχρι το πέρας της διαδικασίας της εκφόρτωσης, με αποτέλεσμα να απολέσει το συνολικό ποσό των 3.352.545 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχεί στους καθαρούς ναύλους του ανωτέρω διαστήματος των 8 μηνών και 21 ημερών, αφαιρουμένων των δαπανών λειτουργίας του πλοίου, συνολικού ποσού 1.736.955 δολαρίων Η.Π.Α. και υπολογίζεται με βάση ημερήσιο ναύλο, ποσού 19.500 δολαρίων Η.Π.Α., όπως επίσης αναλυτικά αναφέρει στο δικόγραφο, δηλαδή συνολικά να απολέσει το ποσό των 8.074.245 δολαρίων Η.Π.Α., που θα αποκέρδαινε μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκμετάλλευση του πλοίου της εάν δεν μεσολαβούσε η επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Με βάση αυτό το ιστορικό, κατόπιν παραδεκτής τροπής, επίσης με τις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, του συνόλου του αιτουμένου ποσού για διαφυγόντα κέρδη από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, στο οποίο και μόνον περιορίσθηκαν οι  αγωγικές απαιτήσεις της κατά τα προεκτεθέντα, αφού παραιτήθηκε από τις λοιπές, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενες, κατά τη διάταξη του άρθρου 926 του ΑΚ, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής/αποθετικής ζημίας, που υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπραξία, το συνολικό ποσό των 5.995.578,07 ευρώ, που ανστιστοιχεί στο σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 8.074.245 δολαρίων Η.Π.Α. του συνόλου των απολεσθέντων εσόδων της κατά το χρονικό διάστημα από 5.7.2011 έως 27.5.2013, υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής, καθώς η ζημία της δεν έχει εισέτι αποκατασταθεί, με το νόμιμο τόκο από της έγγραφης όχλησης των αντιδίκων της σε μεταξύ τους αλληλογραφία προς καταβολή του αιτουμένου ποσού, δηλ.από τις 18.10.2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επιπροσθέτως η ενάγουσα εταιρεία με την από 29.12.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………../30.12.2015) αγωγή της, την οποία άσκησε κατά των ανωτέρω εναγομένων, καθώς και κατά της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρείας με την επωνυμία «……….» ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εννέα (9) πρώτων εναγομένων, που αναλυτικά εξέθεσε στο δικόγραφο της πρώτης αγωγής και συνοπτικά επαναλαμβάνει στο δικόγραφο και αυτής της αγωγής, ειδικότερα συνιστάμενη, αφενός μεν στην αντικείμενη στο από το άρθρο 914 του ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κάποιος άλλο πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά αυτού και στα χρηστά ήθη καθυστερημένη εκφόρτωση του φορτίου τους από τα πλοίο της, αφετέρου δε στην πλημμελή με βάση τους κανόνες της επιστήμης και της ναυτικής τέχνης διενέργεια της εν λόγω διαδικασίας από τη δέκατη εναγόμενη, εργολάβο, προστηθείσα στην εκτέλεση του έργου από τις λοιπές εναγόμενες, που διατήρησαν το δικαίωμα παροχής προς αυτήν δεσμευτικών εντολών και οδηγιών, της ευθύνης των πρώτης έως και ένατης των εναγομένης θεμελιουμένης σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της μεταξύ τους σχέσης πρόστησης και αυτοτελώς στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, διότι παρά τα προβλεπόμενα στην ανωτέρω δικαστική απόφαση, που επέτρεψε την εκφόρτωση με την επιμέλεια και τις δικές τους δαπάνες, παρέλειψαν να ασκήσουν την προσήκουσα εποπτεία στο έργο, άλλως στις επιταγές της καλής πίστης, που επιτάσσουν την προστασία και των δικών της  συμφερόντων ως πλοιοκτήτριας κατά τη διεξαγωγή του εγχειρήματος, υπέστη περιουσιακή ζημία (θετική και αποθετική), καθώς και ηθική βλάβη ως νομικό πρόσωπο. Ότι ειδικότερα από την κατά τρόπο μη άρτιο τεχνικά εκφόρτωση του φορτίου προκλήθηκαν φθορές και βλάβες στις σωληνώσεις του πλοίου της, ενώ επιπροσθέτως δεν εκφορτώθηκε, αλλά απέμεινε στα κύτη και στις σωληνώσεις του ικανή ποσότητα φορτίου, διότι δεν καθαρίσθηκαν πλήρως ως έδει από την εργολήπτρια εταιρεία μετά το πέρας της διαδικασίας, εξαιτίας των οποίων (βλαβών) και της άρνησης των εναγομένων να τις αποκαταστήσουν εξακολουθούσε το πλοίο να παραμένει ακινητοποιημένο στο λιμένα της Ελευσίνας και να επιβαρύνεται με τέλη ελλιμενισμού και αγκυροβολίας και μετά την εκφόρτωσή του και μέχρι και τις 5.11.2014, οπότε και απέπλευσε για το Πέραμα προς διενέργεια επισκευών, προ της ολοκλήρωσης των οποίων με δικές της τελικά δαπάνες δεν ήταν δυνατόν να επιμεληθεί για τον εφοδιασμό του με τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, που απαιτούντο, προκειμένου να μπορέσει να το εκμεταλλευθεί κατά τον προορισμό του, με αποτέλεσμα να απολέσει στο μεσοδιάστημα τα έσοδα που θα απεκόμιζε διαφορετικά από τη ναύλωσή του και να μειωθεί η εμπορική του αξία κατά το ποσό της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής του αξίας και του μειωμένου τιμήματος, αντί του οποίου υποχρεώθηκε τελικά να το πωλήσει. Ότι πέραν της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ήτοι από την σκοπίμως και με πρόθεση βλάβης των συμφερόντων της άνευ λόγου βραδεία, με την προβολή προσχηματικών αιτιάσεων και με τεχνάσματα, εκφόρτωση του φορτίου από το πλοίο της, καθώς και από την πλημμελή διεξαγωγή της διαδικασίας, υπέστη ως νομικό  πρόσωπο και ηθική βλάβη, διότι επλήγη η εμπρορική της πίστη εντός της ευρύτερης ναυτιλιακής αγοράς, ήτοι η γνώμη του συγκεκριμένου κύκλου περί της οικονομικής και επαγγελματικής της κατάστασης, αφού το πλοίο της παρέμεινε επί μακρόν ακινητοποιημένο, με τη συνακόλουθη αρνητική φήμη που συνοδεύει ένα τέτοιο πλοίο, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εκτελεστούν οι απαιτούμενες εργασίες ώστε να αποκτήσει τα απαραίτητα για την εκμετάλλευση κατά τον προορισμό του πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και η ίδια εξ αυτού του λόγου, αφενός μεν να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή της από τη σύμβαση ναύλωσης που είχε καταρτίσει, που ουδέποτε εκτελέσθηκε, αφετέρου δε ελλείψει εσόδων να καταστεί υπερήμερη περί την αποπληρωμή τραπεζικού δανείου, το οποίο είχε λάβει, αλλά και το εμπορικό της μέλλον, διότι αποστερήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του πλοίου της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αμετάκλητες δυσμενείς εντυπώσεις στους τρίτους, με τους οποίους ως εκ του αντικειμένου της επιχειρηματικής της δραστηριότητας σχετίζεται οικονομικά, κοινωνικά και επαγγελματικά και να αναγκαστεί τελικά να πωλήσει το πλοίο με μειωμένο σε σχέση με την πραγματική του αξία τίμημα. Ότι ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας (θετικής και αποθετικής) από τη σε βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία των εναγομένων, δικαιούται να λάβει α) το συνολικό ποσό των 5.107.337,40 ευρώ, ήτοι το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 5.606.835 δολαρίων Η.Π.Α.,  με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής, το οποίο συνιστά το ποσό των ναύλων του πλοίου της, που θα απεκόμιζε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά το χρονικό διάστημα από 27.5.2013, όταν ολοκληρώθηκε η εκφόρτωση του  φορτίου των εννέα πρώτων εναγομένων έως 5.11.2014, οπότε και το πλοίο απέπλευσε από το λιμένα της Ελευσίνας, των 17 μηνών και των 7 ημερών, υπολογιζόμενο με ημερήσιο μικτό ναύλο 17.500 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης των λειτουργικών δαπανών του πλοίου, συνολικού ποσού 3.440.635 δολαρίων Η.Π.Α., που αναλυτικά παραθέτει στο δικόγραφο και απώλεσε, διότι το πλοίο της κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα παρέμεινε άνευ δικής της υπαιτιότητας ακινητοποιημένο στον εν λόγω λιμένα, καθώς οι εναγόμενες αρνήθηκαν να προβούν στον πλήρη καθαρισμό των κυτών διά της απομάκρυνσης των καταλοίπων φορτίου και στην αποκατάσταση των βλαβών που προκλήθηκαν από την πλημμελή εκτέλεση του έργου της εκφόρτωσης από τη δέκατη εναγόμενη παρά τις οχλήσεις της, αλλά και στην καταβολή των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων αγκυροβολίας για το χρονικό διάστημα που το πλοίο ναυλοχούσε στο ως άνω λιμένα (από 23.2.2012 όταν ρυμουλκήθηκε εκεί για να διενεργηθεί η εκφόρτωση σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. 1488/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που εκδόθηκε επί δικού τους αιτήματος  έως 5.11.2014 που απέπλευσε), με αποτέλεσμα να της επιβληθεί από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, απαγόρευση απόπλου του λόγω των οφειλών από τις αιτίες αυτές, ο οποίος τελικά επιτράπηκε κατόπιν υποβολής αίτησης της ιδίας περί ακύρωσης της σχετικής πράξης του Κεντρικού Λιμενάρχη Ελευσίνας στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αίτησης αναστολής, που έγινε δεκτή για λόγους δημόσιας ασφάλειας, β) το συνολικό ποσό των 375.686,49 ευρώ για τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα αγκυροβολίας του πλοίου της κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 23.2.2012 έως 5.11.2014, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκθέτει στο δικόγραφο, που καταλογίσθηκε στη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, η οποία μετά βεβαιότητας θα επιδιώξει να τα εισπράξει από την ίδια (την ενάγουσα) στο μέλλον με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση διαχείρισης, γ) το ποσό των 3.188.194,5 ευρώ, ήτοι το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 3.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που συνιστά το ποσό, κατά το οποίο λόγω της πλημμελούς εκτέλεσης του έργου της εκφόρτωσης από τη δεύτερη εναγόμενη υπό τις οδηγίες και εντολές των λοιπών εναγομένων, με αποτέλεσμα την πρόκληση βλαβών στις σωληνώσεις των κυτών του πλοίου, που δεν αποκαθίσταντο ει μη μόνον με την αντικατάστασή τους, αλλά και της παραμονής στα κύτη και στις σωληνώσεις ποσότητας φορτίου εξαιτίας του ανεπαρκούς καθαρισμού τους μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, αλλά και της άρνησής τους να την αποζημιώσουν, διότι η ίδια αδυνατούσε με ίδια κεφάλαια να ανταποκριθεί στο υψηλό κόστος των επισκευών, λαμβανομένης υπόψη και της αποστέρησης της δυνατότητας να το εκμεταλλευθεί και να αποκομίσει έσοδα, μειώθηκε η εμπορική αξία του πλοίου της, διότι αναγκάσθηκε να το πωλήσει και μεταβιβάσει κατά κυριότητα “ως εστί και ευρίσκεται” (“as is where is”) στην εδρεύουσα στο ………. εταιρεία με την επωνυμία “………..” με μικρότερο τίμημα, δηλαδή αντί του ποσού των 2.250.000 δολαρίων Η.Π.Α. ενώ η πραγματική του αξία κατά το χρόνο της πώλησης ανερχόταν στο ποσό των 5.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., δ) το ποσό των 692.293,6 ευρώ, ήτοι το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 760.000 δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής, το οποίο συνιστά το συνολικό ποσό, που υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εταιρεία με την επωνυμία “………..” (…………….) ως αμοιβή της για την εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης των ζημιών και καθαρισμού των κυτών του πλοίου από την εναπομένουσα και μετά την εκφόρτωση ποσότητα φορτίου, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, καθώς και το ποσό των 300.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος ως προς όλα τα κονδύλια στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις, που κατέθεσε στον πρώτο βαθμό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση απασών των εναγομένων να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενες, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 922 και 926 του ΑΚ, το συνολικό ποσό των  9.287.825,5 ευρώ για τις ανωτέρω αναφερόμενες επιμέρους αιτίες, πλην του κονδυλίου, που αφορά σε τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα αγκυροβολίας των 375.686,49 ευρώ, ως προς το οποίο ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των πρώτης έως και ένατης των εναγομένων να της το καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, με το νόμιμο τόκο, για μεν τις δαπάνες από τον χρόνο πραγματοποίησής τους, για δε τα λοιπά αιτούμενα ποσά από τον χρόνο που εκτέθηκε στη σχετική δαπάνη, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί των εν λόγω αγωγών εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδιακασία, η υπ’αριθμ.3669/2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η προβληθείσα δικονομική αναβλητική ένσταση των εναγομένων του άρθρου 169 του ΚΠολΔ  και έγινε δεκτό ότι το ανωτέρω Δικαστήριο είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο και έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της ένδικης διαφοράς, η οποία απορρέει από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας στην αλλοδαπή όλων των  διαδίκων των αγωγών, πλην της δέκατης εναγομένης της δεύτερης αγωγής, που εδρεύει στην ημεδαπή, καθώς και ότι εφαρμοστέο τυγχάνει εν προκειμένω επί της υπόθεσης το ουσιαστικό δίκαιο της Ελλάδας, στη συνέχεια απορρίφθηκαν αμφότερες καθ’ολοκληρίαν με περισσότερες και επάλληλες αιτιολογίες και καταδικάσθηκε η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, το ύψος της οποίας καθορίσθηκε στο ποσό των 19.000 ευρώ. Ειδικότερα απορρίφθηκαν οι αγωγές προεχόντως ως μη νόμιμες, διότι έγινε δεκτό ότι, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αμφοτέρων πραγματικά περιστατικά, δε συντρέχουν οι κατά νόμο αναγκαίες προϋποθέσεις του παρανόμου χαρακτήρα των επικαλουμένων από την ενάγουσα πράξεων ή/και παραλείψεων των εναγομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας εκφόρτωσης του φορτίου τους από το πλοίο της και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επελθούσας ζημίας της και του νόμιμου λόγου ευθύνης των αντιδίκων της, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας σε βάρος της. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι σε κάθε περίπτωση δεν αναφέρεται στα δικόγραφα των αγωγών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ούτε η υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) των εναγομένων, ότι, επιπροσθέτως, όσον αφορά ειδικότερα στη δεύτερη αγωγή, δεν προσδιορίζονται επαρκώς οι πλημμέλειες της δέκατης εναγομένης κατά την εκφόρτωση του φορτίου και οι προκληθείσες στο πλοίο από την κατά παράβαση των κανόνων της επιστήμης και της τέχνης εκτέλεση του έργου ζημίες, καθώς και τα στοιχεία για τη θεμελίωση της σχέσης πρόστησης μεταξύ της ανωτέρω και των λοιπών εναγομένων, με αποτέλεσμα οι αγωγές να πάσχουν και αοριστίας, ότι σε κάθε περίπτωση τα κονδύλια και των δύο αγωγών, που αφορούν σε διαφυγόντα κέρδη και δη σε απολεσθέντες ναύλους της ενάγουσας τυγχάνουν επίσης απορριπτέα ως αόριστα, ότι η δεύτερη αγωγή, ως προς το κονδύλιο των τελών ελλιμενισμού και δικαιωμάτων αγκυροβολίας, σε σχέση με το οποίο γίνεται μνεία στο δικόγραφο αυτής ότι το αιτούμενο να επιδικασθεί ποσό έχει βεβαιωθεί σε βάρος της διαχειρίστριας του πλοίου, πρέπει να απορριφθεί και για τον επιπρόσθετο λόγο της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας να το διεκδικήσει, άλλως ότι το συγκεκριμένο κονδύλιο απορριπτέο τυγχάνει ως προόρως ασκηθέν, καθώς και ότι η δεύτερη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν περί της αοριστίας του δικογράφου της σε σχέση με τις προϋποθέσεις της αδικοπραξίας και ως τα επιμέρους κονδύλια αυτής, που αφορούν στη μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου και στη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας. Τέλος, έγινε επίσης δεκτό ότι αμφότερες οι αγωγές, ως προς όλα τα κονδύλια της πρώτης (των διαφυγόντων κερδών) και εκ των κονδυλίων της δεύτερης ως προς αυτά, που αφορούν ειδικότερα στα διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας, στη μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου της και στις δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών του πλοίου, που προκλήθηκαν από την πλημμελή εκφόρτωση του φορτίου, με τα οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των αδικοπραξιών για την αποκατάσταση της επελθούσας σε δολάρια Η.Π.Α. ζημίας της, προσδιοριζομένης όμως (της αιτουμένης αποζημίωσης) σε ευρώ και συγκεκριμένα στο σε ευρώ ισάξιο του αντίστοιχου ποσού δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της άσκησης εκάστης αγωγής, απορριπτέες τυγχάνουν ως μη νόμιμες, διότι θα έπρεπε να ζητηθεί  ως αποζημίωση το σε ευρώ ισάξιο του αλλοδαπού νομίσματος με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ του χρόνου της επέλευσης της ζημίας της ενάγουσας και δη του χρόνου της καταβολής της δαπάνης σε αλλοδαπό νόμισμα ή της απώλειας των κερδών της στο νόμισμα αυτό, με τις περαιτέρω επισημάνσεις ότι η νομική αβασιμότητα των ανωτέρω αγωγικών αιτημάτων δε μπορεί να θεραπευθεί από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε με την εφαρμογή του κανόνα του «μείζονος – ελάσσονος», υπό την έννοια ότι το αίτημα περί καταβολής της αποζημίωσης σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας συνιστά το «μείζον», στο οποίο περιλαμβάνεται ως «έλασσον» το αίτημα των αγωγών. Κατά της ανωτέρω απόφασης η ενάγουσα, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της απόφασης αυτής, άσκησε α) την από 15.6.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/15.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./15.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, της οποίας με την από 17.9.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/17.9.2021) κλήση οκτώ (8) εκ των εφεσιβλήτων ορίσθηκε συντομότερη δικάσιμος εκδίκασης και β) το από 20.4.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……/27.4.2022) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, ζητώντας, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στα εν λόγω δικόγραφα και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά τις απορριπτικές του κρίσεις επί της αγωγής, την παραδοχή τους και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει στο σύνολό της δεκτή η αγωγή της ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 του ΑΚ και 6 παρ.1 του του ν.5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 του ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο, όπως είναι εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντίθετα, επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, στις οποίες η αποζημίωση οφείλεται σε χρήμα με τη στενή έννοια (άρθρο 297 του ΑΚ), δηλαδή σε ευρώ, με το οποίο θα μετρηθεί η ζημία του αδικηθέντος και θα πληρωθεί η αποζημίωση, συνάγεται ότι, αν πριν από την έγερση της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15/1996, Ολ ΑΠ 9/1995, ΑΠ 388/2015, ΑΠ 232/2002, ΑΠ 1595/2001, ΑΠ 698/2006, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω ισχύουν σε περίπτωση που η θετική ζημία έχει ήδη αποκατασταθεί στο εξωτερικό από τον ίδιο το ζημιωθέντα πριν την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι αυτός της παροχής έννομης προστασίας και ως εκ τούτου για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης ο υπολογισμός σε ευρώ της αξίας του αλλοδαπού νομίσματος γίνεται κατά το χρόνο της επ’ ακροατηρίω συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 477/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα εφόσον η ζημία συνίσταται σε απώλεια ξένων νομισμάτων, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) με βάση την αξία τον ξένου νομίσματος, κατά το χρόνο της απώλειας, δηλαδή της επαγωγής της ζημίας. Επομένως, η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ξένου νομίσματος ως αποζημίωση από αδικοπραξία, εφόσον η ζημία συνίσταται στην απώλεια χρηματικού ποσού, σε αλλοδαπό νόμισμα, είναι μη νόμιμη, αν δεν ζητείται το ισάξιο αυτού σε ευρώ, σύμφωνα με την ισοτιμία, που ίσχυε κατά το χρόνο της απώλειας. Εάν πριν από την έγερση της αγωγής αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα βλάβη με τη δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, θα ληφθεί μεν υπόψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσό του δαπανηθέντος ή απολεσθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα ευρώ, η οποία παριστά την ζημία. Προς τούτο θα τραπεί η δαπανηθείσα ή απολεσθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης ή απωλείας. Η τοιαύτη ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά την ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμό της σε ευρώ. Η τοιαύτη ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικά την ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15-16/1996, ΟλΑΠ 4/1995, ΑΠ 343/2019, 124/2014, 1203/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, είναι άνευ έννομης επιρροής το γεγονός ότι η αγωγή περιορίσθηκε μόνο στο αναγνωριστικό αίτημα, εφόσον και η αναγνωριστική απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την έκταση και την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία, όταν πρόκειται για απαίτηση αποζημίωσης, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 297 του ΑΚ, αναγκαίως συνδέεται κατά την αναγνωριστική επιδίκασή της με το νόμισμα στο οποίο ανάγεται (ΑΠ 343/2019, 686/2015 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το αίτημα της αγωγής αυτής περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ με την κατά το χρόνο της πληρωμής συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων, δεν είναι “μείζον” και δεν νοείται, ως εκ τούτου, ότι συμπεριλαμβάνεται σ’αυτό, ως “έλασσον”, το αίτημα, περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την ισοτιμία του, με το ευρώ, κατά το χρόνο της απώλειας. Και τούτο, διότι, ενόψει της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού και του αλλοδαπού νομίσματος, η αξία του τελευταίου σε ευρώ μπορεί κατά το πρώτο χρονικό σημείο (απώλειας) να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και μικρότερη απ’ό,τι κατά το δεύτερο χρονικό σημείο (της πληρωμής), με συνέπεια, στην τελευταία περίπτωση, να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα από “μείζον” σε “έλασσον” (ΑΠ 497/2021 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, τα αιτήματα αμφοτέρων των αγωγών, τα οποία αφορούν στην επιδίκαση στην ενάγουσα αποζημίωσης με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, για την αποκατάσταση της περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας της, που ειδικότερα συνίσταται σε διαφυγόντα κέρδη της (ως προς την πρώτη αγωγή), καθώς και σε διαφυγόντα κέρδη της, στη μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου της και στις δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών, που προκλήθηκαν στο πλοίο από την πλημμελή εκφόρτωση του φορτίου των πρώτης έως και ένατης των εναγομένων από τη δέκατη εναγόμενη (ως προς τη δεύτερη αγωγή) απορριπτέα τυγχάνουν ως νόμω αβάσιμα, διότι, αν και, όπως εκτίθεται στα δικόγραφα, η αποκαταστατέα στην Ελλάδα ζημία της ενάγουσας έγκειται στην καταβολή και στην απώλεια χρηματικών ποσών σε αλλοδαπό νόμισμα και δη σε δολάριο Η.Π.Α., εντούτοις δε ζητείται να της επιδικασθεί το σε ευρώ ισάξιο του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της επέλευσης της ζημίας της, ήτοι κατά το χρόνο της καταβολής του ποσού της δαπάνης για τις εργασίες αποκατάστασης των ζημιών του πλοίου της και κατά το χρόνο της απώλειας του αντίστοιχου ποσού αναφορικά με τα υπόλοιπα κονδύλια (των διαφυγόντων κερδών και της μείωσης της εμπορικής αξίας του πλοίου), ως θα έδει, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, αλλά με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία του χρόνου της άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, όπως είναι και οι επίδικες, η αποζημίωση από τη γενόμενη προς αποκατάσταση της ζημίας δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος και από την απώλεια αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ κατά την ισοτιμία, που ίσχυε στο χρόνο της επαγωγής της ζημίας, και όχι στο χρόνο της άσκησης της αγωγής, όπως ζητείται εν προκειμένω, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του αιτουμένου αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής δεν είναι βέβαιον ότι αποτελεί το «μείζον», στο οποίο περιλαμβάνεται ως «έλασσον» εκείνη του χρόνου της επαγωγής της επικαλουμένης ζημίας της ενάγουσας, ενόψει της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού και του αλλοδαπού νομίσματος, εξαιτίας της οποίας η αξία του τελευταίου μπορεί κατά το μεταγενέστερο χρονικό σημείο της άσκησης της αγωγής να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη, αλλά και μικρότερη, απ’ό,τι κατά το προγενέστερο χρονικό σημείο της επέλευσης της ζημίας της ενάγουσας, με αποτέλεσμα, στην τελευταία περίπτωση, να μεταπίπτει το αγωγικό αίτημα από “μείζον” σε “έλασσον”. Συνεπώς, δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά τον χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’άρθρο 223 εδαφ.β’ του ΚΠολΔ, θα υπήρχε, μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου θα είναι πράγματι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής, το οποίο, όμως, ήταν αβέβαιο κατά το χρόνο της σύνταξης του δικογράφου (βλ. επίσης σχετικώς ΤριμεΕφετΠειρ 432/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και μεταξύ των πλειόνων επάλληλων αιτιολογιών απέρριψε και για το λόγο αυτό την πρώτη αγωγή στο σύνολό της και τη δεύτερη αγωγή ως προς τα κονδύλια των διαφυγόντων κερδών, της μείωσης της αξίας του πλοίου της ενάγουσας και της δαπάνης αποκατάστασης των ζημιών από την πλημμελή εκφόρτωση του φορτίου ως μη νόμιμες, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις οικείες διατάξεις, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την ενάγουσα με το σχετικό λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων έφεσής της, σύμφωνα με τα οποία, αφενός μεν μεταξύ των αγωγικών αιτημάτων και του αιτήματος περί υπολογισμού της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας της υφίσταται σχέση «μείζονος – ελάσσονος» και συνεπώς οι αγωγές δεν τυγχάνουν απορριπτέες ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια, αφετέρου δε η συναλλαγματική ισοτιμία κατά τον ανωτέρω επίμαχο χρόνο προκύπτει από τα επίσημα Δελτία της Τράπεζας της Ελλάδος και μπορούσε ευχερώς να διαπιστωθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου, θα πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμα. Επισημαίνεται ότι κατόπιν τούτου παρέλκει πλέον η εξέταση του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και των λόγων του δικογράφου των προσθέτων λόγων έφεσης, με τους οποίους προσάπτονται από την ενάγουσα αιτιάσεις, που αφορούν στις με διαφορετική αιτιολογία λοιπές απορριπτικές κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της πρώτης αγωγής και των ανωτέρω επιμέρους κονδυλίων της δεύτερης αγωγής.

Ζημία ως προϋπόθεση της αδικοπραξίας αποτελεί κάθε δυσμενής μεταβολή (βλάβη), η οποία προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά του προσώπου, αποκαθίσταται δε όχι μόνον η περιουσιακή ζημία, αλλά και η ηθική βλάβη, πρέπει δε αυτή να είναι άμεση, και ως εκ τούτου αξίωση αποζημίωσης αποκτά μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, δηλαδή ο φορέας ή ο δικαιούχος του προσβληθέντος από την άδικη πράξη εννόμου αγαθού (ΟλΑΠ 18/2004 ΔΕΕ 2004.927), ως και ο αμέσως προσβληθείς στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Περαιτέρω, για να επιδικασθεί αποζημίωση για τη μελλοντική ζημία, θα πρέπει να είναι δυνατός ο προσδιορισμός αυτής, κατά τον χρόνο της απόφασης, είτε εφάπαξ, είτε κατά χρονικές περιόδους. Όταν, όμως, αυτή δεν είναι απλώς μέλλουσα, αλλά η πραγμάτωσή της εξαρτάται και από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο να επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, τότε δεν επιδικάζεται ως πρόωρη και επιδικάζεται μόνο όταν γεννηθεί. Σημειώνεται ότι η τελεσίδικη απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως προώρως ασκηθείσα, δεν παράγει δεδικασμένο, διότι με τέτοια απόφαση δεν τέμνεται η διαφορά (ΑΠ 14/2022,  ΑΠ 416/2019, ΑΠ 1445/2018, ΑΠ 2153/2013, ΑΠ 2076/2006, ΑΠ 122/2006, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η αιτιώδης διαδρομή μεταξύ πράξης και ζημίας πρέπει να προσδοκάται με πιθανότητα, η οποία δεν υπάρχει όταν παρεμβάλλονται μελλοντικοί αστάθμητοι παράγοντες, που καθιστούν την ζημία άδηλη και υποθετική και προσδίδουν σ’αυτήν χαρακτήρα απλής ελπίδας ή προσδοκίας και όχι κεκτημένου δικαιώματος, που μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή. Εάν όμως η πραγματοποίησή της στο μέλλον εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, άγνωστους και αστάθμητους από τούδε και από πιθανότητες, οι οποίες είναι ενδεχόμενο να επέλθουν ή όχι στο μέλλον και των οποίων η μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί από τούδε ασφαλώς, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, αποζημίωση από τούδε ως πρόωρη δεν μπορεί να απαιτηθεί, διότι η σχετική αξίωση δεν έχει ακόμη πλήρως γεννηθεί και διαμορφωθεί και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί το πραγματικό της αγωγής, αναβαλλόμενου του καθορισμού της αποζημίωσης και της καταδίκης του εναγομένου σε ευθέτερο χρόνο (ΕφΑθ 7995/2006 ΕλλΔνη 2008.222). Προϋπόθεση της αποζημίωσης δεν αποτελεί η πραγματοποίηση από το ζημιωθέντα της δαπάνης αποκατάστασης της ζημίας αλλά αντικειμενικά η «επί τα χείρω» μεταβολή της περιουσιακής κατά­στασης του ζημιωθέντος, δηλαδή η δημιουργία από τη συμπεριφορά του υπαιτίου κατάστασης που αντικειμενικά απαιτεί δαπάνη για την αποκατάστασή της (ΕφΛαρ 176/2015 Δικογραφία 2015.607).       Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 75/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012.890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005 ΕλλΔνη 2005.706, Δ 2005.703). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα ή συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017, ΤριμΕφΠειρ. 224/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 112/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.520, ΑχΝομ 2007.443, ΕφΠειρ. 455/2005, ΠειρΝ 2005.361, ΕφΑθ. 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης. Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, η δεύτερη αγωγή, όσον αφορά ειδικότερα στο αίτημα περί επιδίκασης στην ενάγουσα από τους εννέα πρώτους εναγομένους αποζημίωσης για την αποκατάσταση περιουσιακής (θετικής) ζημίας της, ειδικότερα συνισταμένης σε τέλη ελλιμενισμού και σε δικαιώματα αγκυροβολίας του πλοίου της του χρονικού διαστήματος από 23.2.2012 όταν αυτό κατέπλευσε στο λιμένα της Ελευσίνας έως 5.11.2014, οπότε και απέπλευσε, συνολικού ποσού 375.686,49 ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο δικόγραφο, καταλογίσθηκε και βεβαιώθηκε από τον Οργανισμό Λιμένος Ελευσίνας σε βάρος της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία «……………..», που μετά βεβαιότητας θα επιδιώξει στο μέλλον να τα εισπράξει από την ίδια την ενάγουσα, με βάση τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση, απορριπτέα τυγχάνει προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας να αξιώσει να της καταβληθεί το ως άνω χρηματικό ποσό ως ανορθωτέα εξ αδικοπραξίας ζημία της. Και τούτο διότι, με βάση τα εκτιθέμενα από την ενάγουσα στο αγωγικό δικόγραφο για τη θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης σε σχέση με το συγκεκριμένο κονδύλιο πραγματικά περιστατικά, η ανωτέρω δεν είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, με την οποία κατάγεται προς κρίση αξίωση από αδικοπραξία για την καταβολή αποζημίωσης προς αποκατάσταση φερομένης ως προκληθείσης περιουσιακής της ζημίας, ειδικότερα συνισταμένης στο αιτούμενο ποσό, καθώς είναι προφανές από την επισκόπηση της αγωγής ότι δεν έχει υποστεί η ίδια αμέσως στην περιουσία της οιαδήποτε ζημία από την τέλεση της επικαλουμένης αδικοπραξίας, υπό την έννοια της δυσμενούς μεταβολής (βλάβης), στα υλικά αγαθά της, αφού ούτε έχει ήδη καταβάλει, ούτε όμως υποχρεούται να καταβάλει το εν λόγω ποσό, ούτως ώστε, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ακόμη η αντίστοιχη δαπάνη αποκατάστασης της ζημίας της, να έχει έστω επέλθει αντικειμενικά «επί τα χείρω» μεταβολή της περιουσιακής της κατάστασης, αλλά έτερο νομικό πρόσωπο και δη η διαχειρίστρια του πλοίου αλλοδαπή εταιρεία, διαφορετικό νομικό πρόσωπο, σε βάρος της οποίας ρητά αναφέρεται ότι καταλογίσθηκε το ποσό των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων αγκυροβολίας του πλοίου από τον Οργανισμό Λιμένος Ελευσίνας, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη του καταλογισμού τους και συνεπώς δε φέρει την ιδιότητα της αμέσως ζημιωθείσας, δικαιούχου του προσβληθέντος από την φερόμενη άδικη πράξη των πρώτης έως και ένατης των εναγομένων εννόμου αγαθού, ώστε να νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση της σχετικής αξίωσης αποζημίωσης με την ιδιότητά της αυτή, σύμφωνα με όσα αναλυτικά παρατέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Σε κάθε δε περίπτωση ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι με βάση τη μεταξύ τους εσωτερική τους σχέση, ήτοι τη σύμβαση διαχείρισης, η ενάγουσα πράγματι ενέχεται έναντι της διαχειρίστριας του πλοίου της στην καταβολή του ανωτέρω ποσού, ως προς το οποίο ουδόλως αναφέρεται στην αγωγή ότι έχει ήδη καταβληθεί από την ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη ότι, αφενός μεν στο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία), ο οποίος έχει αναλάβει με συμφωνία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή την επ’ αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική ή/και εμπορική, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 747 – 758, σελ. 387 – 392, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, § 28 IV 1 Β, σελ. 137 – 138, § 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό της ΕφΠειρ. 468/2011, ο.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [448]), αφετέρου δε στο άρθρο 8 της ισχύσασας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα υπ’αριθμ. 225/2007 (ΦΕΚ Β΄857/2007) Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία αφορά στην έγκριση των τιμολογίων λειτουργίας υπηρεσιών και λιμενικών δικαιωμάτων του Οργανισμού Λιμένος Ελευσίνας Α.Ε. (Ο.Λ.Ε. Α.Ε.), ορίζεται ότι υπόχρεοι για την καταβολή στον ανωτέρω Οργανισμό των πάσης φύσης λιμενικών δικαιωμάτων, που βαρύνουν τα πλοία και τα πλωτά ναυπηγήματα, είναι ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής και ο κατά τον χρόνο της δημιουργίας της απαίτησης ναυτικός πράκτορας ή ελλείψει τοιούτου, ο ενεργήσας ως νόμιμος αντιπρόσωπος του πλοίου/πλωτού ναυπηγήματος, ευθυνόμενοι έκαστος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ότι στην έννοια του πλοιοκτήτη περιλαμβάνεται και ο κύριος του πλοίου και ότι κατ’εξαίρεση, όταν οι πλοιοκτήτες ή εφοπλιστές διαμένουν στο εξωτερικό, τα οφειλόμενα λιμενικά δικαιώματα επιβεβαιώνονται από τους ναυτικούς πράκτορες ή από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, που έχουν εξουσιοδοτηθεί για την καταβολή των λιμενικών τελών προς τον Ο.Λ.Ε. Α.Ε. και πάλι πρόκειται περί μέλλουσας ζημίας της ενάγουσας, η επέλευση της οποίας όμως δεν είναι βέβαιη, ώστε να τυγχάνει ανορθωτέα και αποκαταστατέα ήδη από τώρα με την αγωγή, καθώς εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, άγνωστους και αστάθμητους από τούδε και από πιθανότητες, οι οποίες είναι ενδεχόμενο να επέλθουν ή όχι στο μέλλον και των οποίων η μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί από τούδε ασφαλώς, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, διότι δεν είναι βέβαιον εάν και πότε η διαχειρίστρια του πλοίου θα στραφεί εναντίον της αναγωγικά για να διεκδικήσει το εν λόγω ποσό, ούτε βέβαια αναφέρεται στην αγωγή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος της σχετική τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να την υποχρεώνει σε καταβολή, ή ότι έχει έστω οχληθεί από τη διαχειρίστρια (η περίπτωση άφεσης του χρέους δε μπορεί να αποκλεισθεί), με αποτέλεσμα αποζημίωση της ενάγουσας από τούδε να μη  μπορεί να απαιτηθεί, διότι η σχετική αξίωση δεν έχει ακόμη πλήρως γεννηθεί και διαμορφωθεί και η αγωγή όσον αφορά το συγκεκριμένο κονδύλιο απορριπτέα να τυγχάνει σε κάθε περίπτωση και ως προώρως ασκηθείσα. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δε νοείται επιδίκαση του αιτουμένου ποσού ούτε με βάση τη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 στοιχ.ε΄του ΚΠολΔ, που προϋποθέτει την επιδίκαση αποζημίωσης για την αποκατάσταση μέλλουσας ζημίας, της οποίας όμως η επέλευση είναι βέβαιη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως και μεταξύ των πλειόνων επάλληλων αιτιολογιών, που διέλαβε στην εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης απέρριψε τη δεύτερη αγωγή ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο και για το λόγο αυτό, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις οικείες διατάξεις, καταλήγοντας κατ’αποτέλεσμα στο σωστό συμπέρασμα, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με το σχετικό λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Επισημαίνεται και πάλι ότι κατόπιν τούτου παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού και της βασιμότητας των λοιπών λόγων της έφεσης, καθώς και των λοιπών λόγων του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, που πλήττουν τις κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με τις οποίες επίσης απορρίφθηκε, αλλά με διαφορετική αιτιολογία, μεταξύ άλλων και το κονδύλιο αυτό της δεύτερης αγωγής.

Από  το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 914 του AK, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία είναι: α) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία ή αναλόγως ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Η παράλειψη από αμέλεια της τήρσης εκ μέρους προσώπου που ανήκει σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κύκλο των κανόνων επιστήμης και τέχνης, που κατά κοινή αναγνώριση, είναι εφαρμοστέοι στον κύκλο αυτό, πληροί επίσης την προϋπόθεση του παρανόμου κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ και οδηγεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, στη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στο δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας μπορεί να ζητήσει και το νομικό πρόσωπο, όταν εξαιτίας της πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του, το κύρος του, η επαγγελματική του δραστηριότητα, το μέλλον του ή και τα λοιπά αναγνωριζόμενα σε αυτό άυλα αγαθά. Η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης για την παραπάνω αιτία αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής όσον αφορά την ηθική βλάβη των φυσικών προσώπων, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, καθώς την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών. Στις περιπτώσεις όμως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομικού προσώπου, αυτό απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλείται και, στη συνέχεια, να αποδεικνύει, πέραν των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, της βαρύτητας και της έκτασης της βλάβης, του πταίσματος του υπαιτίου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, επιπλέον και την παράνομη προσβολή της πίστης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος ή των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη, η δραστηριότητά τους ή και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ να αναφέρουν ορισμένα ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη, η δραστηριότητα και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (βλ. σχετ. ΑΠ 1048/2020, ΑΠ 932/2019, ΑΠ 382/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος. ΤριμΕφΠειρ 159/2023, ΤριμΕφΑθ 966/2022 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕλλΔνη 2022.823, ΝοΒ 2022.1746, ΤριμΕφΑθ 152/2022, ΤριμΕφΠειρ 33/2021 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Με βάση τα ανωτέρω η δεύτερη αγωγή, ανεξαρτήτως όσων έχουν ήδη εκτεθεί περί του απαραδέκτου και της νομικής αβασιμότητας των επιμέρους κονδυλίων αυτής, που αναφέρονται σε διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας, στη μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου της, στις δαπάνες για την αποκατάσταση των προκληθεισών στο πλοίο ζημιών και στα επιβληθέντα τέλη ελλιμενισμού και αγκυροβολίας του πλοίου για το χρονικό διάστημα που ναυλοχούσε στο λιμένα της Ελευσίνας, σε κάθε περίπτωση απορριπτέα τυγχάνει προεχόντως ως αόριστη (όπερ ουσιαστικά αφορά πλέον μόνον στο τελευταίο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας κατόπιν της απόρριψης των λόγων της έφεσης και των πρόσθετων λόγων έφεσης που βάλλουν κατά της απόρριψης με την εκκαλουμένη όλων των λοιπών κονδυλίων), διότι δεν εκτίθενται στο δικόγραφό της κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά του πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την ιστορική της βάση και συγκεκριμένα δεν παρατίθενται με σαφήνεια αυτά τα περιστατικά, που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά της δέκατης εναγομένης, στην οποία, σε συνδυασμό με την επικαλούμενη μεταξύ της τελευταίας και των λοιπών εναγομένων σχέση πρόστησης, η ενάγουσα επιχειρεί να στηρίξει ως νόμιμο λόγο ευθύνης τους τις ένδικες αξιώσεις της, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν επακριβώς την προκληθείσα από τη σε βάρος της αδικοπραξία ζημία, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατόν, αφενός μεν στο επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο να εκτιμήσει τη νομική βασιμότητα του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματός της περί επιδίκασης αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας της αυτής, αφετέρου δε στις εναγόμενες να ασκήσουν ανταπόδειξη επί των αγωγικών ισχυρισμών. Ειδικότερα δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τόσο οι συγκεκριμένες τεχνικές πλημμέλλειες κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας της εκφόρτωσης της εναπομείνασας ποσότητας φοινικέλαιου από τις δεξαμενές του πλοίου της ενάγουσας, την οποία εκτέλεσε ως εργολάβος η δέκατη εναγόμενη, όσο και επακριβώς και επίσης με σαφήνεια ώστε να μην προκαλείται σύγχυση οι συγκεκριμένες βλάβες, φθορές και ζημίες που προκλήθηκαν στο πλοίο εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης από την εργολάβο της ως άνω υποχρέωσής της με πράξεις και παραλείψεις της, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω. Πλέον ειδικότερα η ενάγουσα εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής της σχετικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και τις εξ αυτής προκληθείσες στο πλοίο της ζημίες επί λέξει τα κάτωθι: Ότι “πλην όμως η εν λόγω εναγόμενη (αναφέρεται στη δέκατη εναγόμενη) εξετέλεσε κατά τρόπο πλημμελή την υπόψη διαδικασία (εννοεί της εκφόρτωσης του φορτίου φοινικέλαιου από τις δεξαμενές του πλοίου), με αποτέλεσμα την πρόκληση πρόσθετων ζημιών στο πλοίο μου  (προφανώς εννοεί πέραν των ζημιών, οι οποίες προκλήθηκαν εξαιτίας της με υπαιτιότητα των πρώτων εναγομένων βραδείας εκφόρτωσης του φορτίου, για την αποκατάσταση των οποίων άσκησε την πρώτη αγωγή της)” (σελ.6 του δικογράφου), ότι “ειδικότερα ο τρόπος τελικά εκφόρτωσης του πλοίου από τις εναγόμενες και την προστηθείσα για το σκοπό αυτό δέκατη των εναγομένων, διενεργήθηκε με επισφαλή και όχι άρτιο τεχνικά τρόπο τόσο για το ίδιο το πλοίο, όσο και για το πλήρωμα αυτού και το περιβάλλον γενικότερα, εκθέτοντας το υπόψη περιουσιακό μου στοιχείο, πέραν των ζημιών από την υπαιτίως βραδύτατη εκφόρτωση αυτού (για τις οποίες ήδη έχω ασκήσει αγωγή κατά τα προεκτεθέντα) και σε πρόσθετες ζημίες από την ανάγκη αχρείαστων επισκευών, οι οποίες θα είχαν αποφευχθεί εφόσον η εν λόγω εκφόρτωση είχε διενεργηθεί με ασφαλή και επιστημονικά συγκροτημένο τρόπο σύμφωνο με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, αλλά και των απώλεια σημαντικών εσόδων από την εκμετάλλευση αυτού κατά τον προορισμό του, η οποία δεν κατέστη δυνατή όσο χρονικό διάστημα έμενε αυτό έμφορτο και παρέμεινε αδύνατη μέχρι του χρονικού σημείου της μεταβίβασής του, εφόσον για το εν λόγω διάστημα δεν ήταν δυνατό αυτό να λάβει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, εάν δεν εκτελούσε εκτεταμένες επισκευές ως άνω προς αποκατάσταση των βλαβών και εκκρεμοτήτων που κατέλειπε η διαδικασία θέρμανσης και μετάγγισης του επίδικου φορτίου, όπως αυτή εκτελέσθηκε από την προστηθείσα προς τούτο εταιρεία (δέκατη εναγόμενη)” (σελ.19-20 του δικογράφου), ότι “οι εναγόμενες εταιρείες ευθύνονται για τον πλημμελή εν τέλει τρόπο με τον οποίο διενεργήθηκε η διαδικασία εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου από τη δέκατη εξ αυτών και συνεπώς για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στο πλοίο μου…” (σελ.20 του δικογράφου), ότι “ως προς την αποκατάσταση των προαναφερομένων ζημιών ευθύνονται με τη δέκατη (προστηθείσα) εταιρεία εις ολόκληρον συνεπεία της προσημειωθείσας σχέσης πρόστησης” (σελ.20 του δικογράφου), ότι “η συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών…αφετέρου δε να έχουν εκτελέσει μέσω της προστηθείσας για αυτό δέκατης εκ των εναγομένων εταιρείας τη διαδικασία θέρμανσης και εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου με τρόπο επισφαλή και τελικώς επιζήμιο για τη λειτουγικότητα του πλοίου μου αλλά και περαιτέρω της άρνησής τους να αποκαταστήσουν άμεσα τις τεχνικές βλάβες που οι ίδιες προκάλεσαν” (σελ.20 και 21 του δικογράφου), ότι “ομοίως και η δέκατη των εναγομένων ευθύνεται και αυτοτελώς  για τις ζημίες, που προκλήθηκαν στο πλοίο μου από τις πράξεις και παραλείψεις της κατά την εκτέλεση της διαδικασίας εκφόρτωσης…” (σελ.21 του δικογράφου), ότι “…λόγω των σοβαρών βλαβών που υπέστη (εννοεί το πλοίο)…και του υπολοίπου φορτίου που κατέλειπε από την τεχνικώς πλημμελή εκτέλεση της εκφόρτωσης από την προστηθείσα προς τούτο εταιρεία (δέκατη των εναγομένων)…αφετέρου για την πλημμελή εκτέλεση της ως άνω διαδικασίας και τις βλάβες που υπέστη το πλοίο μου συνεπεία των παραλείψεων των εναγομένων…” (σελ.22 του δικογράφου), ότι “…γεγονός όμως που δε συμβαδίζει με τα όσα τελικώς εκτέλεσαν και τις βλάβες που προκάλεσαν με τις παραλείψεις τους…” (σελ.23 του δικογράφου), ότι “…αφετέρου διά της πλημμελούς εκτέλεσης της διαδικασίας θέρμανσης και εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου…” (σελ. 24 του δικογράφου), ότι “στην παρούσα αγωγή αντικείμενο της διαφοράς συνιστούν η εκδηλωθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών κατά το στάδιο της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του επίδικου φορτίου και οι συνεπεία των παρανόμων πράξεων άλλως παραλείψεων των εναγομένων προκληθείσες ζημίες στο πλοίο μου…” (σελ.25 του δικογράφου), ότι “οι επικαλούμενες ζημίες στο πλοίο μου που προκλήθηκαν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας αυτής (της εκτέλεσης της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του φορτίου) άλλως είναι απότοκες του (πλημμελούς) τρόπου που αυτή εκτελέσθηκε…” (σελ.27 του δικογράφου), ότι “τόσο η δέκατη των εναγομένων όσο και τα τεχνικά συνεργεία που αυτή διόρισε…εξετέλεσαν τη διαδικασία εκφόρτωσης κατά τρόπο πλημμελή…” (σελ.30 του δικογράφου), ότι “συνεπεία των ως άνω πράξεων και παραλείψεων της δέκατης των εναγομένων, το πλοίο μου υπέστη σημαντικές ζημίες υψηλού κόστους…” (σελ.30 του δικογράφου), ότι “όπως δε απεδείχθη εκ των υστέρων η εκτέλεση των ως άνω εργασιών πραγματοποιήθηκε με πλημμελη τρόπο  με συνέπεια οι δεξαμενές του πλοίου να μην είναι έτοιμες προς φόρτωση και έτσι να παραταθεί η επιχειρησιακή του απραξία και η απώλεια εισοδημάτων από την εκμετάλλευσή του…” (σελ.38 του δικογράφου), ότι (αναφερόμενη στα αρμόδια όργανα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, Κ.Λ.Ε.) “ενώ επιπρόσθετα και κατά το το τελευταίο στάδιο της υπόθεσης (θέρμανση/μετάγγιση του φορτίου) δεν επέδειξαν τη δέουσα εποπτεία και έλεγχο των μεθόδων και μέσων εκτέλεσης της διαδικασίας με αποτέλεσμα να επιτρέψουν στις εναγόμενες και ειδικότερα στα τεχνικά συνεργεία που αυτές χρησιμοποίησαν (υποπροστηθέντες) να προκαλέσουν ζημίες στα μηχανικά μέρη του πλοίου  (σελ. 39 του δικογράφου), ότι “το Κ.Λ.Ε. παρέλειψε να υποχρεώσει τη δέκατη εναγόμενη να προβεί στην πλήρη καθαρισμό των κυτών μου…με αποτέλεσμα…τη μη αποκομιδή σημαντικής ποσότητας φορτίου” (σελ.39 του δικογράφου), ότι “…προέκυψε και η έκθεση του βρετανικού Νηογνώμονα..που απεκάλυψε …την επιχειρησιακή ανετοιμότητα των εναγομένων…στοιχείο που προδίκαζε εν πολλοίς την πλημμελή εκτέλεση της διαδικασίας μετάγγισης του φορτίου” (σελ. 40 του δικογράφου) ότι “…το έργο της εκφόρτωσης εκτελέσθηκε με πλημμελή τρόπο από τη δέκατη των εναγομένων και τα τεχνικά συνεργεία που αυτή διόρισε για τον ίδιο σκοπό, η οποία ενεργούσε κατόπιν των εντολών, οδηγιών και εποπτείας των λοιπών εναγομένων, με αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών ζημιών στα κύτη του πλοίου και δη των βλαβών στις εκεί εγκατεστημένες σωληνώσεις, που δεν αποκαθίσταντο παρά μόνο με την αντικατάστασή τους τα οποία (κύτη) επιπλέον εγκατέλειψαν χωρίς να προβούν στις εργασίες καθαρισμού σ’αυτά, καθώς είχε παραμείνει τόσο στις σωληνώσεις όσο και στα κύτη ικανή ποσότητα φορτίου που κανονικά θα έπρεπε να αναληφθεί” (σελ.52 του δικογράφου), ότι “συνεπεία του πλημμελούς τρόπου εκτέλεσης της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του φορτίου από τη δέκατη των εναγομένων υπό τις οδηγίες και εντολές των λοιπών εξ αυτών το επίδικο πλοίο υπέστη ζημίες (όπως αυτές που περιγράφηκαν στο Προσύμφωνο Πώλησης)… (σελ.35 του δικογράφου) και τέλος ότι “εκτός των υπόψη επισκευών θα έπρεπε για τον ίδιο σκοπό…να εκτελεστούν εργασίες καθαρισμού των κυτών νοουμένου ότι έπρεπε να αναληφθεί και να απομακρυνθεί και η τελευταία ποσότητα φοινικελάου, που απαραδέκτως οι εδώ εναγόμενες κατέλειπαν επί του πλοίου…” (σελ.55 του δικογράφου). Περαιτέρω στο δικόγραφο της δεύτερης αγωγής αναφέρεται επίσης ότι με το από 21.11.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό (BILL OF SALE) η ενάγουσα μεταβίβασε κατά κυριότητα λόγω πώλησης το πλοίο στην εδρεύουσα στο ….. εταιρεία με την επωνυμία “………”, αντί του ποσού των 2.250.000 δολαρίων Η.Π.Α., ότι το πλοίο με βάση τους όρους της σύμβασης περιήλθε στην αγοράστρια “ως εστί και ευρίσκεται” (“as is where is”) καθώς και ότι η ενάγουσα δήλωσε και η αγοράστρια αποδέχθηκε ότι “η κατάσταση του πλοίου είναι άδηλη εξαιτίας:α) το πλοίο ευρίσκεται εκτός κλάσης για ήδη 3 και 1/2 έτη, β) το πλοίο φέρει ικανή ποσότητα καταλοίπων φορτίου, στις δεξαμενές φορτίου, στις σωληνώσεις, όπως και στα συστήματα πλαισίου αυτού, γ) τα επιχρίσματα των δεξαμενών φορτίου έχουν κατά τόπους βλάβες, ενώ ειδικώς τα επιχρίσματα της δεξαμενής νούμερο 6 έχουν καταστραφεί εντελώς, όπως και τα πηνία θέρμανσης παρουσιάζουν βλάβες, δ) ο κεντρικός μηχανισμός θέρμασης νερού δεν ευρίσκεται σε λειτουργική κατάσταση ενώ για την κυρίως μηχανή και τις βοηθητικές δεν έχει ελεγχθεί η λειτουγική τους κατάσταση, εκτός από δύο (2) γεννήτριες πετρελαίου”. Εκ των ανωτέρω αποσπασμάτων του αγωγικού δικογράφου καθίσταται προφανές ότι δεν εξειδικεύεται η αμέλεια της εργολάβου δέκατης των εναγομένων, δηλαδή δεν προσδιορίζονται επακριβώς οι συγκεκριμένες ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις της κατά την εκτέλεση της διαδικασίας της εκφόρτωσης του φορτίου των λοιπών εναγομένων από το πλοίο της ενάγουσας, που συνιστούν την αδικοπρακτική της συμπεριφορά, ούτε εκτίθενται με σαφήνεια οι ζημίες, φθορές και βλάβες που προκλήθηκαν στο πλοίο από την πλημμελή εκτέλεση του έργου, ως θα έδει για την πληρότητα του δικογράφου της, ει μη μόνον γίνεται πλειστάκις σχετική αναφορά κατά τρόπο, γενικόλογο, αόριστο και κυρίως ασαφή, με αποτέλεσμα η αγωγή να πάσχει αοριστίας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι η επικαλούμενη παράλειψη ενδελεχούς καθαρισμού των δεξαμενών του πλοίου μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της εκφόρτωσης, όπερ, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο, είχε ως συνέπεια να παραμείνει μη προσδιοριζόμενη ποσότητα φοινικέλαιου τόσο εντός αυτών, όσο και στις σωληνώσεις, που επίσης έχρηζε αποκομιδής, συνιστά πλημμέλεια κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εκφόρτωσης, η οποία θα μπορούσε να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης, εφόσον βέβαια γίνει δεκτό ότι η δέκατη εναγόμενη είχε τέτοια υποχρέωση από το νόμο ή τη σύμβαση με τις παραλήπτριες λοιπές εναγόμενες ή τη δικαστική αποφαση που επέτρεψε στις τελευταίες την εκφόρτωση, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη, στοιχείο που δεν μνημονεύεται στη δεύτερη αγωγή, πλην όμως είναι προφανές ότι δεν πρόκειται περί φθοράς ή βλάβης, ενώ στην αγωγή ρητά γίνεται λόγος για τέτοιου είδους ζημίες, ούτε η ενάγουσα συνδέει τον ελλιπή καθαρισμό με την πρόκληση και άλλων ζημιών στο πλοίο, όσον αφορά δε τις σωληνώσεις του πλοίου, ως προς τις οποίες αναφέρεται ότι υπέστησαν βλάβες, που δεν αποκαθίσταντο  διαφορετικά παρά με την αντικατάστασή τους, ουδόλως προσδιορίζονται επακριβώς οι βλάβες αυτές και πώς ακριβώς προκλήθηκαν, διά της αναφοράς των συγκεκριμένων πράξεων και παραλείψεων της εργολάβου κατά την εκφόρτωση, ενώ η ενάγουσα το πρώτον με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσής της και κυρίως με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κάνει λόγο περί πλήρους και ολοσχερούς καταστροφής των σωληνώσεων κατά τη διαδικασία θέρμανσης και υγροποίησης του φορτίου για τη μετάγγισή του.  Επισημαίνεται ότι οι προκληθείσες στο πλοίο ζημίες δε μπορούν να συναχθούν εμμέσως ερμηνευτικά κατά τρόπο σαφή από την περιγραφή στην αγωγή των επιμέρους κονδυλίων της αιτουμένης δαπάνης για εργασίες επισκευής  (πολλώ δε μάλλον εφόσον ληφθεί υπόψη ότι δε ζητείται κάποιο χρηματικό ποσό για αντικατάσταση των σωληνώσεων, όπως αναφέρεται στην αγωγή, αλλά για τον καθαρισμό τους, όπερ επιτείνει ακόμη περισσότερο τη αναπόφευκτη σύγχυση που προκαλείται σε σχέση με την επικαλούμενη ζημία σ’αυτές), ούτε από το περιεχόμενο του ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, στο οποίο, πλην της αναφοράς περί εναπομείνασας ποσότητας φορτίου στις δεξαμενές και τις σωληνώσεις, διαλαμβάνονται βλάβες του πλοίου που προφανώς δε σχετίζονται με τη διαδικασία της εκφόρτωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως και μεταξύ των πλειόνων επάλληλων αιτιολογιών, που διέλαβε στην εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης απέρριψε τη δεύτερη αγωγή ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο και για το λόγο αυτό, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις οικείες διατάξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με το σχετικό λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Λεκτέον και πάλι ότι κατόπιν τούτου παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού και της βασιμότητας των λοιπών λόγων της έφεσης, καθώς και των λοιπών λόγων του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, που πλήττουν τις κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με τις οποίες επίσης απορρίφθηκε, αλλά με διαφορετική αιτιολογία, μεταξύ άλλων και το κονδύλιο αυτό της δεύτερης αγωγής. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως όσων έχουν ήδη γίνει δεκτά περί της αοριστίας του δικογράφου της δεύτερης αγωγής, με αποτέλεσμα αυτή να τυγχάνει απορριπτέα για τον ανωτέρω λόγο και όσον αφορά το επιμέρους κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, θα πρέπει επιπροσθέτως να επισημανθεί ότι, κατόπιν των προεκτεθέντων στη μείζονα σκέψη, ότι δηλαδή η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, καθώς και ότι το νομικό πρόσωπο δικαιούται μεν να αξιώσει αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης διά της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, πλην όμως θα πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όχι μόνο ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική του πίστη, η επαγγελματική του υπόληψη, η δραστηριότητα και γενικά το εμπορικό του μέλλον, αλλά και ότι από τις προσβολές αυτές προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν της απόρριψης για τους προδιαληφθέντες λόγους όλων των υπολοίπων επιμέρους κονδυλίων της αγωγής ως νόμω αβασίμων ή απαράδεκτων, που αφορούν στην από τη σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία των εναγομένων φερόμενη ως προκληθείσα περιουσιακή της ζημία, την οποία η ανωτέρω σαφώς συνδέει στο δικόγραφο με τις επελθούσες προσβολές στην εμπορική της πίστη και στο εμπορικό της μέλλον εν γένει, δε νοείται πλέον εκ των πραγμάτων επιδίκαση σ’αυτήν κάποιου χρηματικού ποσού ούτε για ηθική της βλάβη, αφού δεν πρόκειται να διερευνηθούν κατ’ουσίαν οι αξιώσεις της σε σχέση με την επικαλούμενη υλική ζημία της και να γίνει δεκτό, σε περίπτωση που κριθούν βάσιμες, ότι δικαιούται αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας της αυτής, όπερ συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης ως νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα, υπό την ανωτέρω παραδοχή, να παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, που το αφορούν.  Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση οι επικαλούμενες στο δικόγραφο για την κατά νόμο στοιχειοθέτηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας εταιρείας υλικές ζημίες  (απολεσθέντες ναύλοι από τη σύμβαση ναύλωσης που δεν εκτελέσθηκε, αδυναμία εμπόθεσμης αποπληρωμής του ναυτιλιακού δανείου της στην Τράπεζα Probank και μεταβίβαση του πλοίου της με μειωμένο τίμημα) δε οφείλονται στην προσβολή της εμπορικής της πίστης και του εμπορικού της μέλλοντος, που ισχυρίζεται ότι υπέστη, αλλά, με βάση τα εκτιθέμενα στην ίδια την αγωγή, στην αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ενώ η αναφορά σε δημιουργία αμετάκλητων δυσμενών εντυπώσεων στους τρίτους του οικονομικού, κοινωνικού  και επαγγελματικού της κύκλου δεν συνοδεύεται από μνεία στην αγωγή περί πρόκλησης εξ αυτού του λόγου συγκεκριμένης υλικής ζημίας, με αποτέλεσμα το σχετικό κονδύλιο να τυγχάνει απορριπτέο και ως μη νόμιμο για το λόγο αυτό, όπως άλλωστε ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που το απέρριψε ομοίως με πλείονες επάλληλες αιτιολογίες, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τους πρόσθετους λόγους της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, ν’απορριφθούν στο σύνολό τους κατ’ουσίαν η έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης. Λόγω δε της ήττας της εκκαλούσας θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.γ και Γ εδαφ. προτελευταίο  του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκαν απ’αυτούς σχετικά αιτήματα με τις κατατεθείσες επί της συζήτησης της υπόθεσης προτάσεις τους, θα επιβληθεί σε βάρος της αντιδίκου τους λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 17.9.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./17.9.2021) κλήση προσδιορισμού συντομότερης δικασίμου της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 15.6.2021  (με αυξαριθμ.εκθ.καταθ. ………../15.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/15.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 3669/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) το από 20.4.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./27.4.2022) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης και απορρίπτει αμφότερα αυτά κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας – ασκήσασας τους πρόσθετους λόγους έφεσης τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30.11.2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 25.1.2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ