Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 14/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    14 /2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Λέκκου Κωνσταντίνα, Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………και  2) ………… η οποία απεβίωσε την 19-8-2023, το λόγο δε βιαίας διακοπής της οποίας γνωστοποίησαν και προέβησαν σε δήλωση συνέχισης της δίκης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, ο σύζυγός της ………., κάτοικος ……. και τα τέκνα της ……….. κάτοικος ομοίως και …………, κάτοικος ομοίως, δηλώνοντας ότι τυγχάνουν μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι ως εγγύτεροι συγγενείς αυτής, εκ των οποίων η δεύτερη και τρίτη παραστάθηκαν μετά και ο πρώτος και δεύτερος δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Γεωργίας Σπανού (ΔΕ Φ. ΦΥΛΑΚΤΟΥ – Γ. ΣΠΑΝΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αβραάμ Πασιπουλαρίδη (Α.Π. ΠΑΣΙΠΟΥΛΑΡΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ , 2) ………..,3) ………..4) ………., 5………..και 6) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν  από την πληρεξουσία τους δικηγόρο Ελένη Κοσσένα (Α.Σ. ΠΑΠΑΠΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο ήδη εκκαλών ……….. και η ήδη αποβιώσασα την 19.8……….., άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την, από 15.12.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/15.12.2014 αγωγή, την οποία έστρεψαν κατά των εφεσιβλήτων. Επί της αγωγής αυτής συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων την 31.5.2017, εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 5216/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, κηρύχθηκε αναρμόδιο το δικάσαν αυτή τμήμα του ανωτέρω Δικαστηρίου και παρέπεμψε αυτή προς συζήτηση ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του ανωτέρω Δικαστηρίου. Η ανωτέρω αγωγή εισήχθη προς συζήτηση στο ανωτέρω ναυτικό τμήμα του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 9.1.2018 κλήση των ήδη εκκαλούντων, συζητήσεως δε αυτής γενομένης την 13.3.2018, εξεδόθη, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 5003/2018 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων προς έγερση της εν λόγω αγωγής.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι αρχικώς ενάγοντες με την από 21.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως  ενδίκου μέσου ………./21.12.2018 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων ορίστηκε αρχικώς η 17.11.2022 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετικές δηλώσεις τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθούν οι εφέσεις χωρίς να παρασταθούν. Παραστάθηκε δε δια πληρεξουσίου δικηγόρου ο πρώτος των εκκαλούντων καθώς και ο ………. ενώ η ……. και η …………, παραστάθηκε μετά της ίδιας ως άνω πληρεξουσίας τους δικηγόρου.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. περ.α’, 287, 291 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, επίσης, κατά το άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στην κατ’ έφεση δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της εφέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως ρητώς με δήλωση των κληρονόμων του θανόντος στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, ακόμα και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, είτε με την επίδοση ιδιαιτέρου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση, αλλά και σιωπηρώς με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 392/2019, ΑΠ 1045-1046/2017, ΑΠ 711/2015, ΑΠ 1726/2013). Ο θάνατος όμως ενός απλού ομοδίκου επιφέρει βιαία διακοπή της δίκης μόνο ως προς τον θανόντα διάδικο ενώ ως προς τους λοιπούς απλούς ομοδίκους η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 739/2021, ΑΠ 240/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, μετά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο από την σειρά του οικείου πινακίου και πριν από την προφορική συζήτηση της υποθέσεως αυτής, η δικηγόρος ………, ενεργούσα για λογαριασμό των …………. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, η εκ των αρχικών δεύτερη εκκαλούσα …….., απεβίωσε στις 19.8.2023, δηλαδή μετά την άσκηση της ένδικης εφέσεως η οποία κατετέθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 21.12.2018, και κατά την προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου των ………. συζύγου της ανωτέρω αποβιώσασας δεύτερης εκκαλούσας και των θυγατέρων αυτής ……. και ………., αφού εδήλωσαν τον θάνατο της ανωτέρω αρχικής διαδίκου – δεύτερης εκκαλούσας ……… αυτοί συνεχίζουν την παρούσα δίκη ως οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής και πλησιέστεροι συγγενείς της. Επομένως, ως προς την εν λόγω αποβιώσασα δεύτερη (2η) των εκκαλούντων ………, πρέπει να κηρυχθεί βιαίως διακοπείσα η δίκη, την οποία οι ως άνω ……………,ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της νομίμως δήλωσαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ότι συνεχίζουν με την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη.

(Β) Η κρινόμενη από 21.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως  ενδίκου μέσου ……../21.12.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../17.11.2021 έφεση των εκκαλούντων – εναγόντων, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 5003/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της 15.12.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/15.12.2014 αγωγής του ήδη πρώτου εκκαλούντος και της ήδη αποβιώσασας την 19.8.2022 …….. – δεύτερης εκκαλούσας, εναντίον των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη  την αγωγή, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως  η οποία εξεδόθη την 16.11.2018, η δε έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21.12.2018, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

(Γ) (Ι). Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του τόπου, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, με αποτέλεσμα η σχέση, που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 14/1997). Κατά το δίκαιο αυτό, κρίνεται, μεταξύ άλλων, ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρ. 932 ΑΚ), τα θέματα της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης. Στην προαναφερθείσα έννοια του “κύκλου των προστατευομένων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων” περιλαμβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 Α.Κ, και όλα εκείνα τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται ενεργητικώς στο να προβάλλουν, κατά περίπτωση, αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόμενες με την ένδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά, είτε με ορισμένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου (ΑΠ 766/2015 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Έτσι, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 26 ΑΚ, θα κριθεί και εάν ο μέτοχος ανώνυμης εταιρείας έχει αξίωση κατά προσώπου που προκάλεσε ζημία στην εταιρεία [πρβλ. ΑΠ 949/1990 (σε Συμβ) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του με αριθμό 864/2007 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), ο οποίος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31 αυτού κατά το οποίο υπό τον τίτλο «Χρονική εφαρμογή» «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του» και 32 αυτού κατά το οποίο, υπό τον τίτλο « Ημερομηνία εφαρμογής» «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 11 Ιανουαρίου 2009, εκτός από το άρθρο 29, το οποίο εφαρμόζεται από τις 11 Ιουλίου 2008.», εφαρμόζεται σε ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από 11.1.2009 και εντεύθεν, υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας»  «1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.». Επιπροσθέτως, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ιδίου Κανονισμού υπό τον τίτλο «Ελευθερία επιλογής δικαίου» «Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν την υπαγωγή της εξωσυμβατικής ενοχής στο δίκαιο που αυτά επιλέγουν: α) με συμφωνία μεταγενέστερη της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος∙ ή β) εφόσον όλα τα μέρη ασκούν εμπορική δραστηριότητα, επίσης με συμφωνία η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης πριν από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τα δεδομένα της υπόθεσης και δεν θίγει δικαιώματα τρίτων.». Κατά το άρθρο 15 του ιδίου Κανονισμούς, υπό τον τίτλο «Περιεχόμενο του εφαρμοστέου δικαίου» «Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού διέπει ιδίως: α) τη βάση και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους∙ β) τους λόγους αποκλεισμού της ευθύνης/απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμό και καταμερισμό της ευθύνης∙ γ) την ύπαρξη, τον χαρακτήρα και την αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας∙ δ) τα μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν για την πρόληψη ή την παύση βλάβης ή ζημίας ή για την εξασφάλιση της παροχής αποζημίωσης, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του επιληφθέντος δικαστηρίου δυνάμει του οικείου δικονομικού δικαίου, ε) τη δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος αποζημίωσης ή αποκατάστασης της ζημίας, συμπεριλαμβανομένης της κληρονομικής διαδοχής, στ) τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν, ζ) την ευθύνη για πράξεις τρίτου, η) τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών καθώς και τους κανόνες παραγραφών και αποσβεστικών προθεσμιών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με την έναρξη της παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας και τη διακοπή ή την αναστολή τους.». Κατά την παρ.2 περ. (δ) του άρθρου 1 του ιδίου Κανονισμού, από το ρυθμιστικό πεδίο του εν λόγω Κανονισμού εκφεύγουν μόνον «οι εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από το δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων όσον αφορά θέματα όπως η ίδρυση, με εγγραφή στο μητρώο ή κατ’ άλλον τρόπο, η ικανότητα δικαίου, η εσωτερική λειτουργία ή η εκκαθάριση εταιρειών και άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων, καθώς και από την προσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων για τις υποχρεώσεις της εταιρείας ή άλλων ενώσεων και νομικών προσώπων και από την προσωπική ευθύνη των ελεγκτών μιας εταιρείας ή των οργάνων της κατά τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων». Εν τούτοις, η περίπτωση κατά την οποία έχει προβεί σε αδίκημα έναντι τρίτου όργανο του νομικού προσώπου δεν  εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, οπότε τόσο η ευθύνη του νομικού προσώπου όσο και η ευθύνη του οργάνου διέπονται από τον Κανονισμός Ρώμη ΙΙ για ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά τη θέση σε ισχύ του (Μεταλληνός εις Απόστολο Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ τόμος Ι, υπό το άρθρο 26 σελ. 72 παρ.6).               (ΙΙ) Κατά τη διάταξη του άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται : α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η κατά το άρθρο 914 ΑΚ παράνομη συμπεριφορά, που αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, μπορεί να συνίσταται σε υπαίτια πράξη ή παράλειψη από δόλο ή αμέλεια του δράστη κατά την έννοια του 330 ΑΚ. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης υφίσταται, όταν η πράξη αυτή, καθ’ όν χρόνο και υφ’ όρους έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά την ανθρώπινη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την προσγενόμενη ζημία. Η υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία, ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις για την παρ’ αυτού τελεσθείσα ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, υπό την προϋπόθεση, ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιασθείσα διάταξη έχει τεθεί για προστασία όχι μόνο του γενικού, αλλά και του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (ΑΠ 2039/2014). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που τίκτει υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΟλΑΠ 398/1975). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (άρθρο 375 ΠΚ), όταν δηλαδή ο υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 2258/2014, ΑΠ 28/2010, ΑΠ 1441/2010).  Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική, στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 487/2017). Ως εμπίστευση, νοείται η παράδοση ή άφεση της κατοχής του πράγματος σε πρόσωπο που έχει τις προαναφερόμενες ιδιότητες, οι οποίες παρέχουν στον ιδιοκτήτη την προσδοκία ότι η κατοχή θα ασκηθεί για λογαριασμό του και ότι το πράγμα θα αποδοθεί σ’ αυτόν. Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής. Ενώ ως διαχειριστής ξένης περιουσίας νοείται εκείνος που ενεργεί (όχι απλώς υλικές αλλά) νομικές διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του παθόντος, την οποία αντλεί από τον νόμο ή από σύμβαση. Επιπλέον απαιτείται το πράγμα να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής ξένης περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος που εν τοις πράγμασι (de facto) ασκεί διαχείριση [ΕΠ 606/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς]. Από την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση αντικειμενικά της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου εν όλω ή εν μέρει κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο. Στην έννοια δε του κινητού πράγματος συμπεριλαμβάνονται και τα χρήματα και κατ΄επέκταση και τα λογιστικά χρήματα υπό ποινική έννοια και επομένως επ΄αυτών, υπάρχει όχι μόνον κατοχή αλλά και κυριότητα. Η έννοια δε της κατοχής με την ποινική πάντοτε έννοια διαφέρει της αντιστοίχου εννοίας του αστικού δικαίου και συνίσταται στην πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά την βούλησή του (Ολ.ΑΠ. 1093/1991, Π.Χ. ΜΒ/39, Ανδρουλάκη, Π.Χ. ΜΕ/688, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Υπερ. 1998 σελ. 943, Σπινέλλη, Π.Χ. ΜΣΤ/430). Επί πλέον στην έννοια του ξένου κινητού πράγματος περιλαμβάνεται και η εταιρική κινητή περιουσία, καθώς και τα διανεμητέα στους εταίρους κατά τον λόγο των μερίδων τους εταιρικά κέρδη.

(ΙΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, προκύπτει ότι υπόχρεος σε αποζημίωση είναι αυτός που στο πρόσωπο του συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις γέννησης της αδικοπρακτικής ευθύνης, υποκειμενικής (άρθρα 914, 919, 920, 923) ή αντικειμενικής (άρθρα 922, 924 § 1, 925 κ.α.). Δικαιούχος δε της αποζημίωσης, κατά την κρατούσα άποψη, είναι κατά πρώτο λόγο ο φορέας του δικαιώματος ή του έννομου αγαθού που προσβλήθηκε άμεσα με την αδικοπραξία. Επίσης, και αυτός που προσβλήθηκε άμεσα στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Αντιθέτως, αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις της αδικοπραξίας στην περιουσία ενός τρίτου (έμμεσα ζημιωθέντος, όπως αποκαλείται) δεν παρέχουν κατ’ αρχήν στον τελευταίο αξίωση αποζημίωσης, με κύρια εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 928 και 929 εδ. β’. Η διάκριση ανάμεσα σε άμεσα και έμμεσα ζημιωθέντες και η παροχή αξίωσης για αποζημίωση κατ’ αρχήν μόνο στους πρώτους στηρίζεται από δικαιοπολιτική άποψη στη σκέψη ότι, αν ο ζημιώσας επιβαρυνόταν και με την αποκατάσταση των δυσμενών αντανακλαστικών επιπτώσεων της αδικοπραξίας στην περιουσιακή κατάσταση τρίτων, θα αντιμετώπιζε ένα συχνά δυσβάστακτο βάρος, αφού θα ήταν υποχρεωμένος να αποζημιώσει έναν αόριστο αριθμό προσώπων, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την παράλυση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ανωτέρω διάκριση στηρίζεται, κατά την κρατούσα άποψη, στη διατύπωση των (μη επιδεχόμενων ανάλογη εφαρμογή) άρθρων 914 και 919 ΑΚ, τα οποία παρέχουν αξίωση αποζημίωσης μόνο σ’ αυτόν που ζημιώθηκε παράνομα ή με τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη και, εξ αντιδιαστολής, στις περιοριστικά εισαγόμενες εξαιρέσεις των άρθρων 928 και 929 εδ. β’ του ΑΚ, που οριοθετούν τις περιπτώσεις αποζημίωσης των έμμεσα ζημιωθέντων. Για την όχι πάντοτε ευχερή διάκριση ανάμεσα σε άμεσα και σε έμμεσα ζημιωθέντες (η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με τη διάκριση ανάμεσα σε άμεση και σε έμμεση ζημία) θα πρέπει να ερευνάται: α) αν η ζημία βρίσκεται σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο γεγονός και β) αν το έννομο αγαθό που προσβλήθηκε (και ο φορέας του) εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα. Αν δεν εμπίπτουν (και τούτο θα συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις εμμέσως ζημιωθέντων), δεν θεμελιώνεται ευθύνη του ζημιώσαντος σε αποζημίωση, γιατί ακριβώς απέναντι στο συγκεκριμένο φορέα του συγκεκριμένου έννομου αγαθού δεν υπάρχει παρανομία. Με βάση τα ανωτέρω, έμμεσα ζημιωθείς είναι και εκείνος που ζημιώθηκε εξ αιτίας όχι καθεαυτού του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά εξ αιτίας της ζημίας που προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός στο θύμα (άμεσα ζημιωθέντα) [ΑΠ 656/2019 Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου].

(IV) Από το σύνολο των διατάξεων του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών”, προκύπτει ότι, η ανώνυμη εταιρία είναι νομικό πρόσωπο διακεκριμένο από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των μετόχων της. Είναι, επομένως, υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει δε ίδια περιουσία, ανεξάρτητη από αυτήν των μετόχων της. Οι τελευταίοι έχουν, ως μέτοχοι, μόνο τα  παρεχόμενα σ` αυτούς από το νόμο δικαιώματα, με τα οποία εκφράζεται και η έννομη σχέση που τους συνδέει με την εταιρία. Στα δικαιώματα αυτά, δεν περιλαμβάνεται και δικαίωμα συγκυριότητας στα  περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία (ως σύνολο) της ανώνυμης  εταιρίας [Ολ ΑΠ 14/1999]. Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, σε περίπτωση που τρίτος προκαλέσει ζημία στο νομικό πρόσωπο, μόνο νομιμοποιούμενο προς έγερση αγωγής αποζημιώσεως τυγχάνει το ίδιο το νομικό πρόσωπο (ΟλΑΠ 1/1994 (ποιν) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 18, 22α`και 22β` του κωδικοποιημένου ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιριών», 68, 714, 297 και 298 του ΑΚ, προκύπτει ότι, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανωνύμου εταιρίας, ευθύνονται έναντι του νομικού προσώπου της εταιρίας, για την προξενούμενη στην εταιρία ζημία συνεπεία πταίσματος τους, η δε ευθύνη τους αυτή υπάρχει και κατά τα άρθρα 914 και 919 του ΑΚ, όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη τους, αποτελεί και αδικοπραξία που θεμελιώνει άμεση και αυτοτελή υποχρέωση προς αποζημίωση. Στις περιπτώσεις αυτές της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως, που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την προς αποζημίωση αξίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο και νομιμοποιείται να ασκήσει την σχετική αγωγή, κατά των μελών της διοικήσεως, κατά τους όρους του αρ. 22β` του ν. 2190/1920. Οι κατ` ιδίαν μέτοχοι της εταιρίας, που τυχόν υφίστανται έμμεση ζημία, είτε από πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών, είτε από μείωση της εσωτερικής αξίας αυτών, είτε ένεκα της διανομής μικρότερου μερίσματος, δεν έχουν και αυτοί παράλληλη αξίωση αποζημιώσεως για τη ζημία αυτή, γιατί, ως τρίτοι, δεν συνδέονται με τα μέλη της διοικήσεως και γιατί πρόκειται για έμμεση ζημία τους, που δεν ανορθώνεται έναντι αυτών, κατά την έννοια των αρ. 297 και 298 ΑΚ, δεδομένου ότι από τα άρθρα αυτά, σε συνδυασμό προς το αρ. 914 του ιδίου Κώδικα, δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο αμέσως εκ της αδικοπραξίας ζημιωθείς, ο οποίος και νομιμοποιείται να στραφεί κατά του υπαιτίου, όχι δε και οι εμμέσως, εκ της αδικοπραξίας, ζημιωθέντες (εκτός των ρητών εξαιρέσεων των αρ. 928 και 929 παρ. 2 ΑΚ). Οι εν λόγω διατάξεις, εξάλλου, συμπορεύονται προς τα οριζόμενα με τα αρ. 22α και 22β του ν. 2190/1920 με τα οποία ρυθμίζονται τα της ευθύνης των μελών της διοικήσεως της ανωνύμου εταιρίας έναντι της εταιρίας και τα της ασκήσεως της σχετικής αγωγής από το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, κατόπιν αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως ή αιτήσεως μετόχων, εκπροσωπούντων το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, όπως η παράγραφο 1 του άρθρου 22β του Ν. 2190/1920 ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο κατόπιν της τροποποίησης αυτού με τις διατάξεις του άρθρου 31 Ν.3604/2007(ΦΕΚ Α 189/8.8.2007), εκ των οποίων συνάγεται ότι δεν δημιουργείται ευθύνη των μελών της διοικήσεως έναντι των κατ` ιδίαν μετόχων και δεν παρέχεται σ` αυτούς δικαίωμα ατομικής αγωγής προς αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας τους, η οποία αποκαθίσταται με την άσκηση από το νομικό πρόσωπο της εταιρίας της σχετικής αγωγής [ΑΠ 1489/2017 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 1285/1980 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, η μετοχή, ως αξιόγραφο, είναι περιουσιακό αγαθό. Πλην της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής η οποία δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της, που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρίας με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη στιγμή. Έτσι η αξία που περικλείεται στη μετοχή, αποτελεί αντανάκλαση της αξίας της εταιρικής περιουσίας, ή, κατά την επιγραμματική διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, “έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρίας” (Ολ. ΑΠ 14/99). Κατά λογική ακολουθία των προεκτιθεμένων, όταν μια ζημιογόνος πράξη των μελών της διοικήσεως της ανώνυμης εταιρίας, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση, αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρίας έχουν και οι μέτοχοι αυτής [ΑΠ 1298/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Στα πλαίσια αυτά έχει κριθεί ότι, προδήλως ενεργούν εναντίον των χρηστών ηθών και οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρείας, που έχουν την πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο και στη γενική συνέλευσή της, οι οποίοι, με την πρόθεση να αποκομίσουν μόνον οι ίδιοι τα κέρδη από την αναμενόμενη με βεβαιότητα μεγάλη αύξηση της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων και να στερήσουν από τα κέρδη αυτά άλλο μέτοχο της εταιρείας, με μεθοδευμένες και νομιμοφανείς ενέργειες, μεταβιβάζουν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία της εταιρείας τους σε άλλη ανώνυμη εταιρεία, που οι ίδιοι για το σκοπό αυτό συνιστούν και στην οποία μόνο αυτοί πλέον συμμετέχουν, αποκλείοντας έτσι από τη νέα εταιρεία τον άλλο μέτοχο [ΑΠ 1298/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Επίσης, έχει κριθεί ότι, ενεργεί αντίθετα στα χρηστά ήθη και ο μέτοχος όταν, με πρόθεση να αποκομίσει μόνον ο ίδιος το όφελος από τα περιουσιακά στοιχεία εταιρειών, τις οποίες αυτός διαχειρίζεται μόνος του και να αποστερήσει το συμμέτοχο του σε ποσοστό 50% σε αυτές, με μεθοδευμένες και νομιμοφανείς ενέργειες διοχετεύει τα χρήματα των εν λόγω εταιρειών σε άλλες εταιρείες ή διαθέτει αυτά προς όφελος άλλων εταιρειών, στις οποίες συμμετέχει μόνον αυτός, ή μέσω των οποίων τα χρήματα αυτά επενδύονται σε επενδύσεις στις οποίες συμμετέχει μόνον αυτός και αποκρύπτοντας την με τον τρόπο αυτό διάθεση των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών, παραπείθει τον συμμέτοχο της μητρικής εταιρείας, ο οποίος αδυνατεί να ελέγξει τα περιουσιακά στοιχεία των θυγατρικών εταιρειών, να του μεταβιβάσει το ανήκον σε αυτόν ποσοστό 50% των μετοχών της μητρικής εταιρείας σε τιμή που δεν αντιπροσωπεύει την αξία της εταιρικής περιουσίας αυτής όπως αυτή θα ανέρχονταν εάν είχε συνυπολογισθεί και η διοχετευθείσα ανωτέρω παρανόμως εταιρική περιουσία των θυγατρικών εταιρειών [ΑΠ 1214/2021 Τ.ΝΠ. ΝΟΜΟΣ]. Περίπτωση άμεσης ζημίας του μετόχου ανώνυμης εταιρείας, εξάλλου, συντρέχει και σε περίπτωση αδικαιολόγητης μη διανομής των κερδών της ανώνυμης εταιρείας , εφόσον όμως υπάρχει απόφαση του Διοικητικού  Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας για διανομή των κερδών (ΑΠ 1755/2011 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 225/1988 ΠοινΧρ ΛΗ.512), με δεδομένο ότι, αφενός μεν το αφηρημένο μετοχικό δικαίωμα στα κέρδη της εταιρείας αποκτά “σάρκα οστά”, μετασχηματιζόμενο σε ενοχική αξίωση καταβολής ορισμένου ποσού (του μερίσματος) με την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων από την ετήσια τακτική γενική συνέλευση και τη λήψη της απόφασης περί διανομής κερδών, οπότε κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία και θεωρία, γεννάτε η ενοχική αξίωσης του μετόχου επί του μερίσματος [ΑΠ 173/2019 (Ποιν) Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], αφ’ ετέρου δε στη διαχείριση ξένης περιουσίας εμπίπτει και η διανομή κερδών εταιρείας (ΑΠ 1656/1981 Ποιν Χρ. ΛΒ.741). Η περίπτωση γένεσης ατομικής αξίωσης του μετόχου ανώνυμης εταιρείας κατά μελών του ΔΣ αυτής με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, όταν οι πράξεις αυτών αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) ή είναι παράνομες (άρθρο 914 ΑΚ) εάν οι πράξεις αυτές αποτελούν παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος (ΑΠ 1298/2006), δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση υπεξαίρεσης της εταιρικής περιουσίας, διότι η πράξη αυτή στρέφεται σε βάρος της εταιρείας, η δε ζημία του μετόχου δεν είναι αυτοτελής, πρόσθετη της ζημίας της εταιρείας, αλλά αποτελεί αντανάκλαση στην περιουσία του μετόχου, της ζημίας της εταιρείας [ΑΠ 1285/1980 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεροντίδης, Η ατομική αξίωση αποζημίωσης του μετόχου από «συγχρόνως έναντι της εταιρίας και των μετόχων» αδικοπρακτική συμπεριφορά του ΔΣ στην ανώνυμη εταιρία- Ανασκόπηση και σκέψεις με αφορμή τη ΜΠΑ 12468/2012, ΕπισκΕΔ 2013, σελ. 244-245, πρβλ. ΑΠ 1489/2017 ο.π. η οποία δέχθηκε ότι οι μέτοχοι τυγχάνουν έμμεσα ζημιωθέντες από τη ζημία της εταιρείας από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προέδρου του διοικητικού συμβουλίoυ όλων των ως άνω κοινών εταιρειών και διαχειριστής του συνόλου των μετοχών αυτών  ο οποίος ανέλαβε σταδιακά από τα χρηματικά διαθέσιμα μίας εκ των κοινών εταιρειών και δη της διαχειρίστριας εταιρείας, το συνολικό χρηματικό ποσό των 20.288.300 δολ. ΗΠΑ, εξοφλώντας προσωπικές του υποχρεώσεις ή χρησιμοποιώντας αυτά κατά βούληση για άλλους προσωπικούς τους λόγους]. Και υπό την εκδοχή εξάλλου ότι και στην περίπτωση της υπεξαίρεσης της εταιρικής περιουσίας μιας ανώνυμης εταιρείας υπό των διαχειριστών αυτών οι μέτοχοι αποκτούν ατομικές αξιώσεις κατά των μελών του ΔΣ και των ασκούντων επιρροή μετόχων με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, με το σκεπτικό ότι με την πράξη αυτή επήλθε «παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος» συνισταμένης της ζημίας στη μείωση ή την εκμηδένιση της αξίας της μετοχής, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν οι αιτούντες αποζημίωση μέτοχοι είχαν ή όχι τη δυνατότητα να προκαλέσουν εταιρική αγωγή, δηλαδή της πρωτογενούς αξίωσης της εταιρείας [Ν. Ρόκας Γενικά σε εμπορικές εταιρείες 9η έκδ. 2019, σελ. 341-342 Sakkoulas On Line]

(V)  Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η έδρα του νομικού προσώπου προσδιορίζει το δίκαιο που διέπει την ικανότητά του. Το ίδιο αυτό δίκαιο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις συστάσεως του νομικού προσώπου, την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση του, την επωνυμία, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως συνδετικό στοιχείο στον κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ νοείται η πραγματική έδρα διοικήσεως του νομικού προσώπου και όχι η καταστατική. Η έδρα του, επομένως, βρίσκεται στον τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου και από τον οποίο εκπορεύονται οι εντολές τους, καθώς και εκείνος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του νομικού προσώπου, όπου δηλαδή ασκείται πραγματικά η διοίκησή του, λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική του πολιτική (ολΑΠ 461/1978 ΝοΒ 1979.211, ΑΠ 1699/2016 τ.ν.π. Nomos [ποινική απόφαση], ΑΠ 201/2014 ΕΕμπΔ 2014.627, ΤΕΠ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100, ΜΕΠ 149/2015 ΔΕΕ 2015.1025, Λ. Αθανασίου, σημείωμα στην ΕΑ 3865/1998 ΔΕΕ 1999.729, βλ. και Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 & 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ-Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρείας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα , γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [39] , την ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιρειών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕΑ 2012.1035 επ. [1038]). Η νομική προσωπικότητα μιας εταιρείας αναγνωρίζεται από την ελληνική έννομη τάξη όταν η διοίκησή της λειτουργεί εντός των τοπικών ορίων της καταστατικής της έδρας ( Η μέθοδος αναγνώρισης νομικών καταστάσεων στο Ιδιωτικό Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2015, αρ. 661, σελ. 326). Εάν, αντιθέτως, μια εταιρεία δεν συστήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου της πραγματικής της έδρας ή μετά τη σύστασή της οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις λαμβάνονται πλέον σε άλλη επικράτεια, υπάγεται στο εξής στις ρυθμίσεις του εταιρικού δικαίου που ισχύουν στο κράτος της νέας εγκατάστασής της, το οποίο και προσδιορίζει έκτοτε αν η εταιρεία μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα με τη νομική μορφή που απέκτησε με την έγκυρη κατά το δίκαιο του τόπου της καταστατικής της έδρας σύστασή της, δηλαδή αν η νομική της προσωπικότητα αναγνωρίζεται και αν εξακολουθεί υφιστάμενη. Κατά συνέπεια, η εξ υπαρχής λειτουργία της διοίκησης της εταιρείας σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της έδρας που αναφέρεται στο καταστατικό της ή η μεταγενέστερη μεταφορά της πραγματικής έδρας της σε άλλο κράτος, στο δικαιϊκό σύστημα του οποίου ισχύει και εφαρμόζεται η θεωρία της πραγματικής έδρας, συνεπάγεται την απώλεια της ικανότητας δικαίου της αλλοδαπής εταιρείας και, σε κάθε περίπτωση, την απώλεια του εταιρικού τύπου που έχει επιλεγεί από τους ιδρυτές της στο κράτος ίδρυσης, με αποτέλεσμα η διαφοροποίηση της πραγματικής από την καταστατική έδρα να αποτελεί λόγο λύσης της εταιρείας κατά το δίκαιο του κράτους υποδοχής, που είτε δεν της αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα αν δεν λυθεί και επανασυσταθεί κατά τους όρους της δικής του εμπορικής (εταιρικής) νομοθεσίας είτε, αν έχουν τηρηθεί οι όροι σύστασης μόνον του δικαίου της καταστατικής έδρας αλλά η εταιρεία έχει λειτουργήσει της με τους τρίτους ως εταιρικό μόρφωμα (ΑΠ 794/2008 ΧρΙΔ 2009.75) , την αντιμετωπίζει ως εν τοις πράγμασι εταιρεία (Το τέλος της θεωρίας της έδρας και η επικράτηση της θεωρίας της ίδρυσης στο κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2003.393, Ελευθερία εγκατάστασης νομικών προσώπων στο κοινοτικό δίκαιο ΔΕΕ 1999.1118 [1122]). Έτσι, αν διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα μιας κατά μετοχές εταιρείας, που έχει καταστατική έδρα σε άλλο κράτος, βρίσκεται στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, τότε η ανώνυμη αυτή εταιρεία είναι άκυρη (ΑΠ 335/2001 ΔΕΕ 2001.608, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη) και, αν λειτούργησε, θεωρείται (κατά μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ) ως «εν τοις πράγμασι» προσωπική (ομόρρυθμη) εμπορική εταιρεία (ΑΠ 975/1997 ΔΕΕ 1997.1083, Οι ναυτιλιακές «Εταιρείες ευκαιρίας» σαν εταιρίες «εν τοις πράγμασι», σε Δνη 1985/1106 επομ), διεπόμενη από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, το οποίο εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση (ΕΠ 549/2006 ΔΕΕ 2006.1027) και ρυθμίζει όχι μόνο την ικανότητα δικαίου της εταιρείας αλλά το σύνολο των σχέσεών της και, ειδικότερα, τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της (ΤΕΠ 269/2016, ΔΕΕ 2016.1536, ΤΕΠ 85/2014 τ.ν.π. Nomos) και των διαχειριστών της (ΤΕΠ 151/2016, τ.ν.π. Nomos). Η αποδοχή της πραγματικής έδρας ως στοιχείου προσδιοριστικού του εφαρμοστέου δικαίου διευρύνει κατ` αποτέλεσμα τη δυνατότητα κρατικού ελέγχου της δραστηριότητας του νομικού προσώπου και παρέχει εχέγγυα πληρέστερης προστασίας των μετόχων της μειοψηφίας αλλά και των τρίτων (δανειστών της εταιρείας και εργαζομένων της). Εν τούτοις, ο ισχύων στο ελληνικό δίκαιο κανόνας της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου, κάμπτεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, δεν ισχύει προκειμένου περί εταιριών συσταθέντων σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του εδάφους στο οποίο έχουν την καταστατική τους έδρα (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πλέον και οι κυπριακές εταιρίες, για τις οποίες ίσχυαν παλαιότερα διμερείς συμβάσεις εμπορικής και νομικής συνεργασίας [ΕΠ 355/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Στις εν λόγω εταιρείες, η ικανότητα δικαίου, οι προϋποθέσεις συστάσεως αυτού, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του, θα κριθούν με βάση το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας. Εξάλλου, η Κυπριακή εταιρεία, γνωστή ως “εταιρεία περιορισμένης ευθύνης” (Limited) έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής ανώνυμης εταιρείας και, δεν ταυτίζεται με την ελληνική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ενώ η χρησιμοποίηση της ορολογίας αυτής είναι απόρροια της επίδρασης του αγγλοσαξονικού δικαίου στην νομοθεσία της Κύπρου [ΑΠ 854/2016 (Ποιν) ΝΟΜΟΣ].

(VΙ) Ως νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ώστε, αν δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, στοιχείο  που ερευνάται  και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ, αν εκτίθενται αλλά δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη,  η δε απόκρουση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση. Η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση της εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 75/2018,  ΑΠ 1157/2017, ΑΠ 981/2017, ΑΠ 772/2014, ΑΠ 2172/2013, ΑΠ 1831/2011, ΑΠ 1383/2010, ΕφΔωδ 134/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 378/2016 και  525/2015 τνπ  ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΘεσσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕΠ 151/2000 ΝΟΜΟΣ και 318/1998 ΕλλΔνη 1998.920).

(Δ) Οι ενάγοντες, με την ένδικη αγωγή τους, ισχυρίζονται ότι, στον Πειραιά διατηρούσε γραφεία, ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη ………., με αντικείμενο δραστηριότητας την εκμετάλλευση πλοίων με σκοπό το κέρδος. Στον εν λόγω Όμιλο ανήκαν τα υπό σημαία Κύπρου ποντοπόρα πλοία μεταφοράς χύδην φορτίων SR και  SU, πλοιοκτησίας των εδρευόντων στη ……… Κύπρου εταιρειών, με την επωνυμία ……….. και . …….., αντίστοιχα,  οι οποίες είχαν συσταθεί κατά το Κυπριακό Δίκαιο. Μέτοχοι των εν λόγω εταιρειών ήταν αλλοδαπές εταιρείες χαρτοφυλακίου, οι οποίες ετύγχαναν σε ποσοστό 100% θυγατρικές εταιρείες άλλων αλλοδαπών εταιρειών χαρτοφυλακίου. Ότι τον απόλυτο έλεγχο του ομίλου είχε ο πρώτος εναγόμενος ο οποίος απεφάσιζε, μέσω ποίων αλλοδαπών εξωχώριων νομικών προσώπων και εταιρειών χαρτοφυλακίου ο όμιλος θα ασκούσε την ανωτέρω ναυτιλιακή του δραστηριότητα, δίδοντας τις σχετικές εντολές στους πληρεξουσίους δικηγόρους και καταπιστευματοδόχους, με κριτήριο την εξυπηρέτηση, αφενός μεν, των οικονομικών αναγκών του ομίλου, αφ’ ετέρου δε,  των συμφερόντων των πραγματικών μετόχων, αποφεύγοντας τη δημοσιότητα και δημιουργώντας μια κλασσική τριμερή σχέση μεταξύ φαινομένων μετόχων, πραγματικών μετόχων και διαχειριστή κοινής περιουσίας. Ότι κυρίαρχοι μέτοχοι των εταιρειών χαρτοφυλακίου στις οποίες ανήκαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες ήταν, με συνολικό ποσοστό 74%, ο πρώτος εναγόμενος μετά των λοιπών εναγομένων, μελών της οικογένειάς του, οι ενάγοντες δε  ήταν μέτοχοι με ποσοστό 13% έκαστος. Ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, διότι είχε τον απόλυτο έλεγχο των εταιρειών που είχαν αναλάβει την εμπορική και τεχνική διαχείριση των πλοίων του ομίλου τις οποίες είχε συστήσει για το σκοπό αυτό, ενεργώντας ως διαχειριστής της κοινής περιουσίας, επιπλέον δε, εμφανιζόταν αυτός (πρώτος εναγόμενος) ως ο ουσιαστικός φορέας του Ομίλου, παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για την εξασφάλιση των δανείων που ελάμβαναν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες από την Εμπορική Τράπεζα. Ο εν λόγω όμιλος αποτελείτο από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες και τις διαχειρίστριες εταιρείες. Συγκεκριμένα, στον εν λόγω όμιλο ανήκαν, έως το έτος 2014, τα υπό κυπριακή σημαία ποντοπόρα πλοία μεταφοράς χύδην φορτίων SR και  SU. Τα εν λόγω πλοία ήταν πλοιοκτησίας των εδρευόντων στη ….. Κύπρου εταιρειών,  με την επωνυμία ………. και …………., αντίστοιχα, οι οποίες είχαν συσταθεί κατά το Κυπριακό Δίκαιο. Μέτοχοι των εν λόγω εταιρειών ήταν αλλοδαπές εταιρείες χαρτοφυλακίου, οι οποίες ετύγχαναν σε ποσοστό 100% θυγατρικές εταιρείες άλλων αλλοδαπών εταιρειών χαρτοφυλακίου. Συγκεκριμένα, μέτοχοι της πρώτης ανωτέρω εταιρείας ……….. ήταν οι εδρεύουσες στην Κύπρο εταιρείες …………….. και ………., σε ποσοστό 50% εκάστη, οι οποίες, κατά την αγωγή, κρατούσαν τις μετοχές για λογαριασμό όλων των μετόχων του ομίλου, ήτοι των εναγόντων και των εναγομένων, δυνάμει εγγράφου συμβάσεως εμπιστεύματος, την οποία είχε υπογράψει για λογαριασμό όλων των μετόχων, ο πρώτος εναγόμενος, μέτοχος δε της δεύτερης ανωτέρω εταιρείας ………… ήταν η εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ εταιρεία ………., η οποία συστήθηκε κατ’ εντολή του πρώτου εναγομένου, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως φαινόμενος μέτοχος για την εξασφάλιση της ανωνυμίας των πραγματικών μετόχων, ήτοι των εναγόντων και των εναγομένων. Ότι οι ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες είχαν ανεξάρτητα διοικητικά συμβούλια, φυσικά και νομικά πρόσωπα καταπιστευματοδόχους, τα οποία είχαν ορισθεί με εντολή του πρώτου εναγομένου, παρακολουθούντο δε λογιστικά από το λογιστήριο που ήταν εγκατεστημένο στον Πειραιά και εκάστη πλοιοκτήτρια αποτελούσε αυτοτελές νομικό πρόσωπο που ήταν φορέας κεχωρισμένης περιουσίας και δη του πλοίου, το οποίο ήταν υπέγγυο στους εταιρικούς δανειστές. Διαχειριστής και εντολοδόχος των κοινών πλοίων από όλους τους μετόχους είχε ορισθεί ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος για τη διαχείριση των εν λόγω πλοίων χρησιμοποιούσε για μεν την εμπορική τοιαύτη τη, συσταθείσα κατά τους ελληνικούς νόμους, ναυτική εταιρεία ………….., με πραγματική και καταστατική έδρα τον Πειραιά, της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν αυτός (πρώτος εναγόμενος), για δε την τεχνική διαχείριση αυτών τη, συσταθείσα κατά τους νόμους των Νήσων Μάρσαλ, εταιρεία με την επωνυμία ……………, με τυπική έδρα τις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική έδρα τον Πειραιά, η οποία διατηρούσε στην Ελλάδα γραφείο εγκατεστημένο κατά τις διατάξεις του ΑΝ 86/67, 378/68 και Ν. 27/1975. Επιπλέον ότι, ο πρώτος εναγόμενος είχε ενεργή ανάμειξη στις ναυτιλιακές υποθέσεις του Ομίλου, καθόσον είχε τον αποκλειστικό έλεγχο των ανωτέρω διαχειριστριών και των πλοιοκτητριών εταιρειών, ελάμβανε ο ίδιος όλες τις σοβαρές αποφάσεις καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας των εταιρειών που διαχειρίζονταν τα πλοία και δη αυτός ελάμβανε την απόφαση αγοράς ή πώλησης ενός πλοίου, ναύλωσης, λήψης δανείου από τράπεζα για τη χρηματοδότηση της αγοράς αυτής, αυτός δε μόνος παρείχε προσωπικές εγγυήσεις προς τη δανείστρια τράπεζα. Ακολούθως, οι ενάγοντες, ισχυρίζονται ότι, η συνεργασία τους με τους εναγόμενους ξεκίνησε το έτος 2002. Συγκεκριμένα, στις αρχές του έτους 2002, στον Πειραιά, μεταξύ των εναγόντων και των εναγόμενων, εκπροσωπουμένων των τελευταίων από το πρώτο εναγόμενο, συμφωνήθηκε η σύσταση εταιρείας, με σκοπό την αγορά πλοίου, στην αγορά του οποίου θα συμμετείχε, με ποσοστό 8%, έκαστος των εναγόντων. Κατόπιν της εν λόγω συμφωνίας, συστήθηκε νόμιμα, κατά το δίκαιο της Κύπρου, η εταιρεία «…………..», με έδρα τη …. της Κύπρου, η οποία την 22.10.2002 αγόρασε, έναντι τιμήματος εκ ποσού 8.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, το πλοίο με το όνομα «SC». Έκαστος των εναγόντων, κατέβαλε για το ποσοστό συμμετοχής του στην εν λόγω εταιρεία, την 30.10.2002, το ποσό των 260.000 δολαρίων ΗΠΑ, για την αγορά δε του ανωτέρω πλοίου, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία έλαβε την 18.3.2003 δάνειο από την Εμπορική Τράπεζα, ποσού 5.500.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ακολούθως, αρχές του έτους 2003, στον Πειραιά, μεταξύ των εναγόντων και των εναγόμενων, εκπροσωπουμένων των τελευταίων από τον πρώτο εναγόμενο, συμφωνήθηκε η σύσταση έτερης εταιρείας, με σκοπό την αγορά ενός ακόμη πλοίου, στην αγορά του οποίου θα συμμετείχαν έκαστος των εναγόντων με ποσοστό 8%. Κατόπιν αυτής της συμφωνίας, συστήθηκε νόμιμα, κατά το δίκαιο της Κύπρου, η εταιρεία «………», με έδρα τη …… της Κύπρου, η οποία αγόρασε, την 18.7.2003, το πλοίο με το όνομα «SS», έναντι τιμήματος εκ ποσού 10.500.000 δολαρίων ΗΠΑ. Έκαστος δε των εναγόντων, κατέβαλε για το ποσοστό συμμετοχής του στην ανωτέρω εταιρεία την 21.7.2003, το ποσό των 187.500 δολαρίων ΗΠΑ. Επιπλέον δε, για την αγορά του εν λόγω πλοίου, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, την 11.8.2003, έλαβε δάνειο από την Εμπορική Τράπεζα, ποσού 9.400.000 δολαρίων ΗΠΑ. Την εμπορική και οικονομική διαχείριση των δύο πρώτων πλοίων ανέλαβε η ανωτέρω εταιρεία «………….» και την τεχνική διαχείριση αυτών, η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……….». Στα πλαίσια της εν λόγω συνεργασίας, την 17.11.2004, μεταξύ των εναγόντων και του πρώτου εναγομένου, υπεγράφη ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο (α) συνομολογήθηκε ότι είχε εξοφληθεί από τους ενάγοντες το συνολικό ποσό συμμετοχής τους, εκ ποσοστού 8% στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών χαρτοφυλακίου (holdings) που έδρευαν στις Νήσους Μάρσαλ, υπό την επωνυμία «……….» και «……….», των οποίων οι ανωτέρω πλοιοκτήτριες κυπριακές εταιρείες ήσαν 100% θυγατρικές, (β) οι ενάγοντες αναγνώρισαν ότι ο πρώτος εναγόμενος θα παρακρατούσε τις μετοχές που αντιστοιχούσαν στο ποσοστό 8% των μετοχών των εταιριών χαρτοφυλακίου, ως παρακαταθήκη, για το χρονικό διάστημα έως την ολική αποπληρωμή του δανείου στη δανείστρια Τράπεζα ή έως την πώληση των πλοίων, (γ) συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος θα ακολουθούσε τις έγγραφες οδηγίες των εναγόντων για όποια μερίσματα ή άλλα χρήματα θα ελάμβαναν οι μέτοχοι, εκ της μετοχικής τους ιδιότητας, (δ) οι ως άνω εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι πλοιοκτήτριες εταιρείες θα καθιέρωναν αποθεματικά επαρκή για να καλύψουν το ποσό του δανείου που θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο, εντός του επόμενου οικονομικού έτους από της υπογραφής του εν λόγω συμφωνητικού, καθώς και το εκτιμώμενο κόστος της τακτικής ή έκτακτης επιθεώρησης των πλοίων, (ε) το 50% του πλεονάσματος συμφωνήθηκε ότι θα παρακρατείτο για να καλύψει απρόβλεπτα έξοδα, καθώς επίσης και για μελλοντική ανάπτυξη, ενώ το υπόλοιπο θα διανέμονταν στους μετόχους και (στ) σημειώθηκε ότι οι δανειακές συμβάσεις όριζαν πως όσο τα δάνεια παρέμεναν εκκρεμή, όλες οι πληρωμές μερισμάτων θα υπέκειντο στη συγκατάθεση των δανειστών και ότι θα συνετάσσοντο ελεγμένοι λογαριασμοί των πλοιοκτητριών εταιρειών, οι οποίοι θα παραδίδοντο στους μετόχους. Ακολούθως, τo έτος 2005, στον Πειραιά, μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων, των τελευταίων εκπροσωπουμένων από το πρώτο εναγόμενο, συμφωνήθηκε η σύσταση μιας ακόμη εταιρείας, με σκοπό την αγορά πλοίου, στην αγορά του οποίου θα συμμετείχε, με ποσοστό 8%, έκαστος των εναγόντων. Ενόψει αυτής της συμφωνίας, συστήθηκε νόμιμα, την 22.7.2005, κατά το δίκαιο της Κύπρου, η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «………..», με έδρα τη …. της Κύπρου. Έκαστος των εναγόντων, κατέβαλε, για το ποσοστό συμμετοχής του, την 13.9.2005, στον πρώτο εναγόμενο, το ποσό των 344.000 δολαρίων ΗΠΑ. Η ανωτέρω εταιρεία αγόρασε τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005, το ανωτέρω αναφερόμενο ποντοπόρο πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίων με το όνομα «SU», έναντι τιμήματος εκ ποσού 37.000.000 δολαρίων ΗΠΑ περίπου, για την αποπληρωμή του οποίου την 29.11.2005, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία έλαβε δάνειο, εκ ποσού 32.948.896 δολαρίων ΗΠΑ, από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας. Ακολούθως, αναφέρουν ότι, το έτος 2007 επωλήθησαν τα πλοία «SC» και «SS» και οι ενάγοντες από την πώληση αυτών έλαβαν (α) την 18.7.2007, το ποσό των 880.000 δολαρίων ΗΠΑ, έκαστος, (β) την 1.8.2007, το ποσό των 720.000 δολαρίων ΗΠΑ, έκαστος και (γ) τον μήνα Δεκέμβριο του 2008, το ποσό των 240.000 δολαρίων ΗΠΑ, έκαστος. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι, την 31.8.2007, οι ενάγοντες κατέβαλαν το ποσό των 725.000 δολαρίων ΗΠΑ έκαστος, για τη συμμετοχή τους στην αύξηση κεφαλαίου της εταιρείας χαρτοφυλακίου “……….», της οποίας η ανωτέρω πλοιοκτήτρια κυπριακή εταιρεία «………» ήταν 100% θυγατρική και τοιουτοτρόπως, κατά την αγωγή αυξήθηκε το ποσοστό εκάστου εξ αυτών στο ανωτέρω πλοίο, από 8% σε 13%. Ότι, ακολούθως, τον μήνα Μάρτιο του έτους 2008, ο πρώτος εναγόμενος προέτρεψε αυτούς (ενάγοντες) να συμμετάσχουν στην αγορά ενός ακόμη ποντοπόρου πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου και δη του ανωτέρω πλοίου «SR», αντί τιμήματος εκ ποσού 71.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, διαβεβαιώνοντας αυτούς (ενάγοντες) ότι, αυτός είχε εξασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό πακέτο χρηματοδότησης από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας, με το οποίο αφ’ ενός μεν θα χρηματοδοτούνταν η αγορά του καινούριου πλοίου, αφ’ ετέρου δε θα αναχρηματοδοτείτο η αγορά του πλοίου «SU», μέχρι του συνολικού ποσού των 91.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, ανάλογα με την εμπορική αξία των πλοίων, για μια περίοδο εννέα ετών, με τις ίδιες εξασφαλίσεις που λαμβάνονταν όλα τα προηγούμενα δάνεια και δη πρώτης προτεραιότητας ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου, εκχώρηση των ναυλοσυμφώνων και προσωπική εγγύηση του πρώτου εναγομένου. Ο πρώτος εναγόμενος, κατά την αγωγή, προέβλεψε ότι με βάση τις εμπορικές αξίες των πλοίων, τον μήνα Μάρτιο του 2008, θα μπορούσε να ληφθεί δάνειο ποσού 89.365.000 δολαρίων ΗΠΑ από τη Τράπεζα. Με δεδομένο ότι το υπάρχον δάνειο για το πλοίο «SU» ανήρχετο στο ποσό των 30.200.000 δολαρίων ΗΠΑ, ποσό 59.165.000 δολαρίων ΗΠΑ θα παρέμενε διαθέσιμο για τη αγορά του «SR», με αποτέλεσμα να απαιτείτο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του πρώτου εναγόμενου, να καταβληθεί εξ ιδίων από τους μετόχους το ποσό των 12.335.000 δολαρίων ΗΠΑ. Επιπλέον, ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος), προέβλεψε ότι, θα απαιτηθεί αρχικά για την αγορά καυσίμων το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ σε μετρητά, για επισκευές του πλοίου το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ και για έξοδα της Τράπεζας, το ποσό των 357.460 δολαρίων ΗΠΑ, και συνολικά το ποσό των 13.692.460 δολαρίων ΗΠΑ. Τέλος, ότι ο πρώτος εναγόμενος, προέβλεψε ότι, η επένδυση αυτή κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής (σελ. 9) «θα δημιουργούσε ποσό εξ 15.000.000 δολ. ΗΠΑ σε μετρητά τα 3 πρώτα χρόνια» κατά την ένδικη έφεση (σελ. 27) «η επένδυση θα απαιτούσε ποσό εξ 15.000.000 δολ. ΗΠΑ». Κατά την αγωγή, οι ίδιοι (ενάγοντες) πεισθέντες υπό του πρώτου εναγόμενου, δεδομένου ότι στο παρελθόν αυτός είχε με επιτυχία αναλάβει την οικονομική και εμπορική διαχείριση και εκμετάλλευση των πλοίων τους, απεφάσισαν να συμμετέχουν στην αγορά του ανωτέρω πλοίου «SR», καταβάλλοντας το ποσό των 1.781.000 δολαρίων ΗΠΑ έκαστος εξ αυτών για τη συμμετοχή του, με ποσοστό 13% έκαστος. Κατόπιν της ανωτέρω συμφωνίας, συνεστήθη η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με έδρα τη …………… Κύπρου, η οποία την 13.3.2008 αγόρασε το ανωτέρω πλοίο «SR», έναντι του τιμήματος των 71.500.000 δολαρίων ΗΠΑ περίπου, για τη χρηματοδότηση του οποίου ελήφθη από την πλοιοκτήτρια εταιρεία την 24.6.2008 δάνειο, ποσού 91.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, με το οποίο επιπλέον αναχρηματοδοτήθηκε και όλο το ποσό της τότε υφισταμένης οφειλής της πλοιοκτήτριας του πλοίου «SU», που απέρρεε από την από 29.11.2005 σύμβαση δανείου. Για τις συμμετοχές τους στα ως άνω (δύο) πλοία, ο πρώτος εναγόμενος και οι ενάγοντες συμφώνησαν ότι θα συνεργασθούν υπό τους όρους της προηγούμενης συνεργασίας τους, χωρίς να συνταχθεί προς τούτο έγγραφο. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, με βάση προφορική συμφωνία τους με τον πρώτο εναγόμενο, η οποία έλαβε χώρα στο Πειραιά, ορίσθηκε ότι 1) εμφανής προς τα έξω εταίρος και διαχειριστής της κοινής περιουσίας θα είναι ο πρώτος εναγόμενος 2) ότι το ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη και τις ζημίες από τη πλοιοκτησία θα ανήρχετο σε ποσοστό 13% για έκαστο των εναγόντων, 3) ότι ο πρώτος εναγόμενος θα προέβαινε στη σύσταση των απαραίτητων εταιρειών χαρτοφυλακίου που θα χρησιμοποιούνταν για την απόκτηση των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιρειών και 4) ότι ενάγοντες θα ήταν αποκλειστικοί νομείς και κάτοχοι των μετοχών αυτών, τις οποίες θα διατηρούσε ο πρώτος εναγόμενος, ως παρακαταθήκη, έως της αποπληρωμής του δανείου, που είχε χορηγηθεί στην εταιρεία από την Εμπορική Τράπεζα, άλλως έως της πωλήσεως των πλοίων και της εκκαθαρίσεως όλων των υποχρεώσεων των ανωτέρω εταιρειών. Ότι την 24.6.2008 πράγματι συνήφθη μεταξύ της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, των ανωτέρω δύο πλοιοκτητριών εταιρειών «………..» και «………..», σύμβαση δανείου ποσού 91.500.000 δολ. ΗΠΑ, με το οποίο αφενός μεν χρηματοδοτήθηκε η αγορά του πλοίου SR, αφ’ ετέρου δε αναχρηματοδοτήθηκε η αγορά του ανωτέρω πλοίου SU. Η σύμβαση αυτή δανείου τροποποιήθηκε την 20.11.2011, οπότε το υπόλοιπο του δανείου ανήρχετο σε 52.610.000 δολ ΗΠΑ και συμφωνήθηκε ότι το υπόλοιπο αυτό θα αποπληρώνετο σε δέκα επτά (17) διαδοχικές εξαμηνιαίες δόσεις της πρώτης πληρωτέας την 27.12.2011, οι δε διαχειρίστριες των ανωτέρω πλοίων εταιρίες «…………» και «………….» συνεβλήθησαν στην ανωτέρω σύμβαση τροποποίησης δανείου και ανέλαβαν την υποχρέωση όπως όλες τις απαιτήσεις τους έναντι των δανειζομένων εταιρειών ή οιουδήποτε πλοίου θα ικανοποιούνται μετά την εξόφληση του δανείου. Εν τούτοις, όπως οι ενάγοντες αναφέρουν στη σελίδα [13] της ένδικης αγωγής τους, υπό τον τίτλο «Η διοχέτευση χρημάτων από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, των οποίων οι ενάγοντες ήταν μέτοχοι κατά 13% ο κάθε ένας από αυτούς, σε λογαριασμούς των εναγομένων», αμέσως μετά τη συμφωνία των εναγόντων για την αγορά του ανωτέρω πλοίου SR και την εκταμίευση του από 24.6.2008 δανείου από τη δανείστρια Τράπεζα, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος ήταν εντολοδόχος και διαχειριστής των περιουσιακών στοιχείων των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών «……….» και «……….», συμπεριλαμβανομένων όλων των λογαριασμών αυτών, έχοντας την πλήρη οικονομική διαχείριση αυτών, μετέφερε κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 έως και το έτος 2011 το συνολικό χρηματικό ποσό των (15.454.477) δολαρίων ΗΠΑ [κατόπιν σωστής άθροισης των ακολούθως αναφερομένων ποσών και όχι το ποσό των ευρώ 15.453.477 όπως αναφέρεται στη σελίδα 13 της ένδικης αγωγής] από τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών σε δικούς του τραπεζικούς λογαριασμούς που αυτός τηρούσε με τη σύζυγό του – δεύτερη και ακολούθως σε τραπεζικούς λογαριασμούς των λοιπών εναγομένων, με την αιτιολογία «με εντολή των μετόχων» με τη μορφή εμβασμάτων, ποσά τα οποία προήρχοντο από ναύλους τα οποία οι εναγόμενοι ιδιοποιήθηκαν και δεν τα απέδωσαν στις πλοιοκτήτριες εταιρείες αλλά ούτε τα δαπάνησαν για την εξόφληση χρεών των πλοιοκτητριών εταιρειών. Συγκεκριμένα, ως προς τον τρόπο ιδιοποίησης του ανωτέρω χρηματικού ποσού υπό των εναγομένων, οι ενάγοντες αναφέρουν στην ένδικη αγωγή τους (α) «… ο πρώτος εναγόμενος έχοντας αφενός δικαίωμα πλήρους εκπροσώπησης όλων των μετόχων και αφετέρου τη δυνατότητα να εισπράττει, αποσύρει, καταθέτει με μόνη την υπογραφή ή την εντολή του οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από τραπεζικό λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών παρακράτησε για λογαριασμό του αλλά και για λογαριασμό των λοιπών εναγόμενων μελών της οικογένειας του από τη διαχειριζόμενη περιουσία, εν αγνοία των εναγόντων και χωρίς την έγκριση τους, το συνολικό ποσό των δεκαπέντε εκατομμυρίων τετρακοσίων πενήντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά (15.453.477) δολαρίων ΗΠΑ. Ειδικότερα ότι, κατά έτη 2008, 2009, 2010 και 2011, ο πρώτος εναγόμενος μετέφερε σε τραπεζικούς λογαριασμούς δικούς του και των λοιπών εναγομένων από τους λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιρειών τα παρακάτω ποσά, τα οποία έχουν καταχωριστεί στις εκθέσεις των ορκωτών ελεγκτών της …….. Πειραιά στο λογαριασμό «προκαταβολές προς στους μετόχους» (σελ. 13-14 ένδικης αγωγής). (β) «Κατά το ανωτέρω διάστημα (2008, 2009, 2010, 2011) ο πρώτος εναγόμενος ως διαχειριστής του ανήκοντος στους ενάγοντες κατά 13% στον κάθε έναν από αυτούς των πλοιοκτητριών εταιριών του Ομίλου, δηλαδή ως διαχειριστής ξένης περιουσίας ο οποίος όφειλε να τη διαχειρίζεται προς το κοινό συμφέρον των μετόχων, εκείνος, με πρόθεση να ζημιώσει τους ενάγοντες, διοχέτευε, μέσω των διοικήσεων των πλοιοκτητριών εταιριών τις οποίες ήλεγχε κατά τα προεκτεθέντα, χωρίς ποτέ να ενημερώσει τους ενάγοντες, χρήματα από τις ανήκουσες στον Όμιλο πλοιοκτήτριες εταιρείες σε τραπεζικούς λογαριασμούς του ιδίου και της συζύγου του (δεύτερης εναγόμενης) και ακολούθως στους λογαριασμούς των λοιπών εναγομένων μελών της οικογένειας του … κατάφεραν να κατακρατήσουν για δικό τους λογαριασμό το ποσό των 15.453.477 δολαρίων ΗΠΑ, λαμβάνοντας εν αγνοία των εναγόντων προκαταβολές (έναντι μερισμάτων) στους ίδιους, την ίδια στιγμή που οι ενάγοντες λάμβαναν εγγράφως ενημέρωση ότι δεν θα διανεμηθούν μερίσματα στους μετόχους (σελ. 15 αγωγής) και (γ) «οι εναγόμενοι, μέτοχοι κατά 74% των πλοιοκτητριών εταιρειών ήλεγχαν πλήρως μέσω του νομίμου διαχειριστή της κοινής περιουσίας πρώτου εναγόμενου του Ομίλου, ενεργώντας με πρόθεση να αποκομίσουν μόνο οι ίδιοι το όφελος από τα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών αυτών και να στερήσουν αυτά από τους ενάγοντες, μετόχους του υπόλοιπου 26% της μητρικής εταιρείας (με ποσοστό 13% ο καθένας από τους ενάγοντες), με μεθοδευμένες και νομιμοφανείς ενέργειες έδωσαν εντολές να διοχετευθούν τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά των πλοιοκτητριών εταιρειών σε λογαριασμούς τους οποίους ήλεγχαν οι εναγόμενοι οι ίδιοι ή μέσω τρίτων παρένθετων προσώπων (σελ. 23-24 ένδικης αγωγής)». Περαιτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, ενόψει του ότι η διανομή μερισμάτων στους μετόχους δεν ήταν δυνατή, άνευ προηγούμενης εγγράφου συναινέσεως από τη δανείστρια Τράπεζα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σχετικό όρο της αρχικής σύμβασης δανείου, τα ανωτέρω μεταφερθέντα ποσά καταχωρήθηκαν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις; των πλοιοκτητριών εταιρειών των ετών 2008, 2009, 2010 αλλά και του έτους 2011, οι οποίες έχουν συνταχθεί, αλλά παραμένουν ανυπόγραφες από τους ορκωτούς ελεγκτές, ως «προκαταβολές προς τους μετόχους». Πέραν των ανωτέρω, οι ενάγοντες, ισχυρίζονται ότι, ο πρώτος εναγόμενος, από το έτος 2010 και εντεύθεν χρέωνε τους λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιρειών αυθαίρετα με δυσθεώρητα διαχειριστικά έξοδα άνευ παραστατικών, επιπλέον των εξόδων τα οποία καταβάλλονταν στις διαχειρίστριες εταιρείες για την τεχνική και εμπορική διαχείριση των πλοίων, δυνάμει εγγράφων συμβάσεων. Περαιτέρω, εκθέτουν ότι, συνεπεία των ναύλων, της μείωσης της αξίας των πλοίων και της κακής διαχείρισης των ανωτέρω δύο πλοίων από τον πρώτο εναγόμενο, σε συνδυασμό με τα έξοδα του Ομίλου, ο ανωτέρω όμιλος, από το έτος 2011, άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος ελάμβανε τις πλέον σοβαρές αποφάσεις του Ομίλου, με την εμφάνιση των ανωτέρω οικονομικών προβλημάτων, προέβη σε διαπραγματεύσεις με τη δανείστρια τράπεζα με αποτέλεσμα την υπογραφή την 20.7.2011 τροποποιητικής της ανωτέρω συμβάσεως δανείου, σύμβασης. Εν τούτοις, από τα τέλη του έτους 2011 και εφεξής, έπαψε να αποπληρώνει τις δόσεις του δανείου και μάλιστα, εξέτρεψε τους ναύλους των ανωτέρω δύο πλοίων σε άγνωστους, για τη δανείστρια τράπεζα αλλά και τους ενάγοντες, τραπεζικούς λογαριασμούς, τον έλεγχο των οποίων είχαν οι εναγόμενοι. Αποτέλεσμα των ανωτέρω επιλογών του πρώτου εναγομένου ήταν, να καταγγελθεί η δανειακή σύμβαση και εν τέλει το μεν πλοίο SR να εκπλειστηριασθεί στον Πειραιά την 15.1.2014, το δε πλοίο SU να πωληθεί, μετά από δικαστική απόφαση, στη Σιγκαπούρη, την 8.8.2014 και ο όμιλος να καταρρεύσει. Ειδικότερα, οι ενάγοντες, ισχυρίζονται ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως την 31.8.2013, οι ναύλοι των ανωτέρω πλοίων κατετίθεντο στους τραπεζικούς λογαριασμούς της διαχειρίστριας εταιρείας των πλοίων με την επωνυμία ……………. Αν και στους εν λόγω τραπεζικούς λογαριασμούς της εν λόγω διαχειρίστριας εταιρείας των πλοίων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατετέθησαν ναύλοι καθαρού ποσού 3.687.439 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στη διαφορά των εισπραχθέντων ναύλων από τις δύο (2) ως άνω πλοιοκτήτριες εταιρείες, αφαιρουμένων των ποσών που καταβλήθηκαν για λειτουργικά και διαχειριστικά έξοδα και έξοδα δεξαμενισμού αυτών, οι εναγόμενοι μετέφεραν με εμβάσματα το ανωτέρω ποσό των 3.687.439 δολαρίων ΗΠΑ σε προσωπικούς λογαριασμούς του πρώτου και της δεύτερης εναγόμενης, παρακρατώντας το για δικό τους λογαριασμό και ενσωματώνοντάς το στην ιδιοκτησίας τους, χωρίς να το αποδώσουν στους ενάγοντες και τούτο έπραξαν παρανόμως, ήτοι χωρίς τη συναίνεση των εναγόντων, στους οποίους άνηκαν τα χρήματα, λόγω της εταιρικής τους ιδιότητας, κατά το ποσοστό συμμετοχής τους και χωρίς άλλο νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Περαιτέρω, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι (σελ. 20), με τους ανωτέρω τρόπους, οι εναγόμενοι αφήρεσαν κρυφά από τους ενάγοντες χρήματα από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες που ανήκαν κατά ποσοστό 13% σε έκαστον των εναγόντων και συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι αφήρεσαν με τους ανωτέρω τρόπους από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες την αναλογία των εναγόντων στα εταιρικά κέρδη των ετών από 2008 έως 2011, τα οποία ανήρχοντο τουλάχιστον στο ποσό των ευρώ 2.008.0952 για όλα τα ανωτέρω έτη για έκαστο των εναγόντων και δη κατά το έτος 2008 το ποσό των 501.120,62 δολ. ΗΠΑ εφόσον το ποσό που αφήρεσαν ανήρχετο στο ποσό των 3.855.774 δολ. ΗΠΑ, κατά το έτος 2009 στο ποσό των ευρώ 504.935,73 δολ. ΗΠΑ εφόσον το ποσό που αφήρεσαν ανήρχετο στο ποσό των 3.884.121 δολ. ΗΠΑ, κατά το έτος 2010 στο ποσό των ευρώ 441.488,32 δολ. ΗΠΑ εφόσον το ποσό που αφήρεσαν ανήρχετο στο ποσό των 3.396.064 δολ. ΗΠΑ, κατά το έτος 2011 στο ποσό των ευρώ 561.407,34 δολ. ΗΠΑ εφόσον το ποσό που αφήρεσαν ανήρχετο στο ποσό των 4.318.518 δολ. ΗΠΑ και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.8.2013, στο ποσό των 479.367,07 δολ. ΗΠΑ εφόσον το ποσό που αφήρεσαν, ανήρχετο στο ποσό των 3.687.439 δολ. ΗΠΑ. Τα εν λόγω ποσά, τα οποία, κατά τους ισολογισμούς των ανωτέρω ετών, υπήρχαν στο ταμείο των πλοιοκτητριών εταιρειών, αποτελούν την αναλογία των εναγόντων στα εταιρικά κέρδη, οι δε εναγόμενοι, αν και τα εισέπραξαν, δεν τα χρησιμοποίησαν ούτε για την κάλυψη των δανείων και άλλων υποχρεώσεων των πλοιοκτητριών εταιρειών, ούτε τα απέδωσαν στους ενάγοντες, αλλά τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους. Συνεπεία της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους, κατά την αγωγή, οι εναγόμενοι προξένησαν ζημία στους ενάγοντες, ανερχομένη στο ποσό των 2.008.952 δολ. ΗΠΑ, ποσό το οποίο οι εναγόμενοι ανέλαβαν τμηματικά από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών κατά τα έτη 2008 έως 2011 και αποτελεί την αναλογία των εναγόντων στα κέρδη των εταιρειών αυτών και επιπλέον, κατά το ποσό των 479.367,07 δολ. ΗΠΑ για έκαστο των εναγόντων, το οποίο οι εναγόμενοι ανέλαβαν και ιδιοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.8.2013, που αφορά το καθαρό ποσό των ναύλων των ανωτέρω δύο πλοίων το οποίο κατατέθηκε στους τραπεζικούς λογαριασμούς της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας των πλοίων με την επωνυμία ………….., τα οποία δεν απεδόθησαν στις ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες, αλλά αυτά ιδιοποιήθηκαν οι εναγόμενοι. Ακολούθως, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 919 και 914 ΑΚ και ειδικώς τη με αριθμό 1298/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναφέρουν ότι (α) οι εναγόμενοι, μέτοχοι κατά 74% των πλοιοκτητριών εταιρειών, οι οποίοι ήλεγχαν πλήρως, μέσω του νομίμου διαχειριστή – πρώτου εναγόμενου, την κοινή περιουσία του Ομίλου, ενεργώντας με πρόθεση να αποκομίσουν μόνον οι ίδιοι το όφελος από τα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών αυτών και να στερήσουν αυτά από τους ενάγοντες, μετόχους του υπόλοιπου 26% της μητρικής εταιρείας (με ποσοστό 13% έκαστος των εναγόντων), με μεθοδευμένες και νομιμοφανείς ενέργειες, έδωσαν εντολές να διοχετευθούν τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά των πλοιοκτητριών εταιρειών, σε λογαριασμούς τους οποίους ήλεγχαν αυτοί οι ίδιοι (εναγόμενοι) ή μέσω τρίτων παρένθετων προσώπων, επιπλέον δε, προέβησαν στην εκτροπή των ναύλων των πλοίων, κυριότητας των πλοιοκτητριών εταιρειών, σε λογαριασμούς των διαχειριστριών εταιρειών, στις οποίες δεν είχαν συμμετοχή οι ενάγοντες, αποκρύβοντας τούτο από τους ενάγοντες, κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, καθιστώντας τον έλεγχο των ποσών αυτών από ελεγκτική εταιρεία αδύνατο, (β) η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων – συνεταίρων των εναγόντων, τυγχάνει ανέντιμη και αποδοκιμάζεται ως τέτοια από τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, (γ) με τη δόλια και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά τους αυτή, σκοπούσαν να ζημιώσουν τους ενάγοντες και πράγματι ζημίωσαν αυτούς, ως μετόχους του 26% των πλοιοκτητριών εταιρειών, (δ) οι ενάγοντες δε, τυγχάνουν οι αμέσως ζημιωθέντες και δικαιούμενοι, κατ’ άρθρο 919 ΑΚ, αποζημιώσεως από τις ανωτέρω παράνομες πράξεις των εναγομένων και όχι το νομικό πρόσωπο των πλοιοκτητριών εταιρειών ή της μητρικής τους εταιρείας (ε) μεταξύ δε της ως άνω δόλιας και ανήθικης συμπεριφοράς των εναγόμενων και της ζημίας των εναγόντων υπάρχει αναμφίβολα αιτιώδης συνάφεια, διότι η συμπεριφορά τους ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση (στ) εκτός από τα συμβατικά δικαιώματα που διατηρούν οι ενάγοντες λόγω τους μετοχικής τους ιδιότητας (δικαίωμα να απαιτήσει ο καθένας από τους ενάγοντες το 13% των εσόδων των πλοιοκτητριών εταιρειών για τα έτη 2008 έως 2013, σύμφωνα με τη μεταξύ τους προφορική συμφωνία), οι ενάγοντες έχουν και αξίωση έναντι των εναγομένων από αδικοπραξία, δυνάμει της οποίας υποχρεούνται οι εναγόμενοι να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες από την ανωτέρω περιγραφείσα, αντίθετη στο άρθρο 919 ΑΚ, συμπεριφορά τους, (ζ) το ύψος της ζημίας που οι ενάγοντες υπέστησαν από την ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων, ισούται με το 26% συνολικά και 13% για καθέναν από τους ενάγοντες, των ποσών που διοχετεύτηκαν, εν αγνοία τους από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες «και από τις οποίες, εξαπατηθέντες από τις ως άνω μεθοδεύσεις, αποξενώθηκαν (σελ. 25)», (η) εάν δε δεν είχε μεσολαβήσει η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, όπως εκπροσωπήθηκαν από το πρώτο εναγόμενο, δηλαδή αν αυτός, ως διαχειριστής της κοινής περιουσίας, δεν είχε μεταφέρει κατά τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011 τα ανωτέρω ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγομένων – μετόχων (με διάφορες αιτιολογίες όπως προκαταβολές μετόχων ή διαχειριστική αμοιβή) και δεν είχε εκτρέψει, κατά τα έτη 2012 και 2013, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες στις διαχειρίστριες εταιρείες και ακολούθως σε τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγόμενων προς ίδιον όφελος, ενεργώντας κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη και με πρόθεση ακριβώς να βλάψουν τους ενάγοντες, οι ενάγοντες θα διατηρούσαν, ως μέτοχοι του 26% των πλοιοκτητριών εταιρειών τη συμμετοχή τους στην κοινή περιουσία (πλοία), η αξία των οποίων θα ήταν αυξημένη, κατά τα ποσά που οι εναγόμενοι δόλια μετάφεραν ή εξέτρεψαν από τις εταιρείες αυτές προς ίδιον όφελος, αλλά και κατά το ποσό των δυσθεώρητων εξόδων διαχείρισης, με το οποίο ο πρώτος εναγόμενος επιβάρυνε αυτές, προκειμένου να υφαρπάξει τα ανωτέρω ποσά από τους ενάγοντες, οι οποίοι (ενάγοντες) ζημιώθηκαν άμεσα από τη συμπεριφορά των εναγομένων, κατά το ποσό τουλάχιστον των 2.488.319 δολαρίων ΗΠΑ (ή το ισόποσο του ποσού αυτού σε ευρώ κατά τον χρόνο απώλειας του ποσού αυτού). Παράλληλα, ισχυρίσθηκαν ότι (σελ. 21), εξαιτίας της ανωτέρω υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων και δη της υπεξαίρεσης των παραπάνω σημαντικών ποσών τα οποία ανήκαν στους ενάγοντες – συνεταίρους τους, οι εναγόμενοι προκάλεσαν στους ενάγοντες και ηθική βλάβη, συνεπεία της θλίψης και στεναχώριας που δοκίμασαν οι τελευταίοι, διότι στερήθηκαν τα καταβληθέντα για τη συμμετοχή τους στις ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες τα οποία είχαν αποκτήσει από την επιχειρηματική δραστηριότητα του πατρός των. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, όπως με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και με απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, οφείλουν να καταβάλουν, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, εις έκαστον των εναγόντων, το ποσό των δύο εκατομμυρίων τετρακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων και τριακοσίων δέκα εννέα (2.488.319) δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο απώλειας των χρημάτων, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, προς αποκατάσταση της ζημίας τους και επιπλέον το ποσό των ευρώ 299.955 εις έκαστον των εναγόντων, ενεχόμενοι εις ολόκληρον,

(Ε) Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι η αγωγή παραδεκτά εφέρετο προς συζήτηση ενώπιον του, ως έχον διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς (άρθρα 3 και 4 ΚΠολΔ), ενόψει των στοιχείων αλλοδαπότητας αυτής, ειδικώς ως προς τους τρίτο, τέταρτη, πέμπτη και έκτο των εναγομένων κατοίκων εξωτερικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1, 59 και 68 παρ.2 του Κανονισμού ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τη σημείωση ότι ο μεταγενέστερος Κανονισμός 1215/2012 (Βρυξελλών Ια) εφαρμόζεται στις αγωγές, οι οποίες ασκούνται μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, αφού απέρριψε ισχυρισμό περί αναρμοδιότητος του Δικαστηρίου εκείνου, λόγω υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία που προέβαλε ο πρώτος εναγόμενος, ενόψει του ότι, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα οι επικαλούμενες, από τον πρώτο εναγόμενο, από 17.11.2004 έγγραφες συμβάσεις – μνημόνια συμφωνίας που υπεγράφησαν μεταξύ των εναγόντων και του πρώτου εναγομένου, στις οποίες γινόταν αναφορά για υπαγωγή κάθε τυχόν διαφοράς ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Διαιτησίας του Λονδίνου, αφορούσε έτερες διαφορές αυτών και δη την απόκτηση και εκμετάλλευση των φορτηγών πλοίων “SC” και “SS”, με πλοιοκτήτριες εταιρείες “………” και “…………”, η μετοχική σύνθεση των οποίων αποτελείται σε ποσοστό 100% από τις αλλοδαπές εταιρείες “……….” και “.. ……” αντίστοιχα. Ακολούθως, το ανωτέρω Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο, το οποίο επικαλούντο οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους και το οποίο έκρινε ως εφαρμοστέο, ως εκ του τόπου επελεύσεως της επικαλούμενης υπό των εναγόντων περιουσιακής βλάβης που είναι η Ελλάδα [(άρθρα 26 ΑΚ και άρθρο 4 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 επί ενοχών από ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από την 11η Ιανουαρίου 2009 και εντεύθεν (άρθρα 31 και 32 του Κανονισμού)], απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη και δη για έλλειψη της διαδικαστικής προϋποθέσεως της ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, διότι, αφού εκτιμήθηκε ότι, η αποδιδομένη στους εναγομένους παράνομη, υπαίτια και αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφορά στην από μέρους των εναγομένων υπεξαίρεση των εν γένει κερδών και εισπραχθέντων ναύλων των πλοιοκτητριών εταιρειών, στις οποίες μέτοχοι σε ποσοστό 100% ήταν οι αλλοδαπές εταιρείες συμμετοχών, των οποίων μέτοχοι σε ποσοστό 13% έκαστος ήταν οι ενάγοντες, κατά το ελληνικό δίκαιο, το οποίο όπως προελέχθη κρίθηκε εφαρμοστέο εν προκειμένω, ενόψει του ότι οι εταιρείες συμμετοχών και οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είχαν συσταθεί νόμιμα, μόνες νομιμοποιούμενες προς έγερση των ενδίκων αξιώσεων προς αποζημίωση και αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, από την αποδιδόμενη με την αγωγή παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, είναι οι εν λόγω εταιρείες, οι ενάγοντες δε, ως μέτοχοι και δικαιούμενοι σε ποσοστό 26% των κερδών των πλοιοκτητριών εταιρειών, τυγχάνουν μόνον έμμεσοι ζημιωθέντες, οι οποίοι εκ του λόγου τούτου και μόνον δεν έχουν αξίωση κατά των εναγομένων προς αποζημίωση, αλλά ούτε προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενόψει του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων εξαντλείται στην υπεξαίρεση των εν γένει κερδών και εισπραχθέντων ναύλων των πλοίων, με την περιγραφόμενη στην αγωγή μέθοδο, χωρίς να συνοδεύεται από απατηλές έναντι των εναγόντων ενέργειες αυτών, ώστε η συμπεριφορά τους να αντίκειται στα χρηστά ήθη έναντι αυτών και να καθιστά αυτούς (ενάγοντες) άμεσα ζημιωθέντες. Τούτο, κατά την εκκαλουμένη απόφαση, προκύπτει και από το αίτημα της αγωγής, διότι οι ενάγοντες, δεν ζητούν με αυτή την αποκατάσταση της προσωπικής τους ζημίας, όπως για παράδειγμα το ποσό κατά το οποίο, ενδεχομένως, μειώθηκε η αξία της μετοχής τους λόγω της αντίθεσης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς των εναγομένων ή/και τα ποσά που δαπάνησαν για την απόκτηση των μετοχών τους, αλλά κέρδη και ναύλους των οποίων δικαιούχοι ήταν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες. Τέλος, οι ενάγοντες καταδικάσθηκαν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 15.000 ευρώ. Ήδη οι ενάγοντες, με τον μοναδικό λόγο έφεσής τους, προσβάλλουν την εκκαλουμένη απόφαση, διότι κατ’ εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και δη των διατάξεων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ ([εσφαλμένη μη εφαρμογή – παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ κατά την έφεση) απερρίφθη η ένδικη αγωγή τους για έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης.

(ΣΤ)   Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με όσα οι ίδιοι οι ενάγοντες εκθέτουν στην ιστορική βάση της αγωγής τους, η οποία οριοθετείται με την επέλευση της εκκρεμοδικίας και δεν επιτρέπεται έκτοτε η μεταβολή της με την προσθήκη σε άλλο δικόγραφο, της πρώτης ή μεταγενέστερης συζήτησης, νέων πραγματικών περιστατικών (άρθρα 221 και 224 ΚΠολΔ), η ένδικη υπόθεση αφορά στην εκ μέρους του πρώτου των εναγομένων, με τη συνδρομή και αποδοχή των λοιπών εναγομένων, παράνομη ιδιοποίηση του ποσού των 15.453.477 δολ. ΗΠΑ, από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, αρχικώς υπό του πρώτου εναγομένου ως εν τοις πράγμασι έχοντα εξουσία διαχείρισης των τραπεζικών λογαριασμών των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών αλλά και τον έλεγχο της διοίκησης αυτών, με τη συνδρομή των λοιπών εναγομένων μετόχων απάντων μετόχων σε ποσοστό συνολικά 74% των αλλοδαπών εταιρειών χαρτοφυλακίου υπό την επωνυμία «………..», «………..» και «………» στις οποίες κατά την αγωγή ανήκαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες, οι οποίοι (δεύτερη, τρίτος, τέταρτη, πέμπτος και έκτη των εναγομένων) φέρονται ως αποδεχθέντες τα ιδιοποιηθέντα από τον πρώτο εναγόμενο ποσά, αφ’ ετέρου δε το ποσό των 3.687.439 δολ. ΗΠΑ που αποτελεί καθαρά ναύλα των ανωτέρω πλοίων SR και SU, τα οποία κατετέθησαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς της διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων, εταιρείας ………….., της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ετύγχανε, κατά την ένδικη περίοδο, ο πρώτος εναγόμενος, ποσά τα οποία ο τελευταίος (πρώτος εναγόμενος) ιδιοποιήθηκε, αφού δεν απέδωσε στις ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες και τα οποία (ιδιοποιηθέντα ποσά) ακολούθως αποδέχθηκαν, γνωρίζοντας την προέλευσή τους, οι λοιποί εναγόμενοι. Πρόκειται, δηλαδή, για περίπτωση υπεξαίρεσης χρημάτων των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, όπως εξάλλου όμοια και οι ενάγοντες χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των εναγομένων (σχετικά σελίδα 21 όπου αναφέρουν «με την υπεξαίρεση των παραπάνω σημαντικών ποσών…»), έστω κι αν ακολούθως οι ίδιοι αναφέρουν στην αγωγή τους ότι τα ποσά αυτά ανήκαν σε όλους τους μετόχους, ενόψει του ότι, όπως και στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας αναφέρεται, η ανώνυμη εταιρία είναι νομικό  πρόσωπο διακεκριμένο από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των μετόχων της, με αποτέλεσμα αυτό (νομικό πρόσωπο) να τυγχάνει υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να έχει ίδια περιουσία, ανεξάρτητη από αυτήν των μετόχων της, οι τελευταίοι δε, ως  μέτοχοι να έχουν, μόνο τα  παρεχόμενα σ` αυτούς από το νόμο δικαιώματα, με τα οποία εκφράζεται και η έννομη σχέση που τους συνδέει με την εταιρία, δίχως στα δικαιώματα αυτά να περιλαμβάνεται και δικαίωμα συγκυριότητας στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία (ως σύνολο) της ανώνυμης  εταιρίας [Ολ ΑΠ 14/1999]. Εν τούτοις, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, τόσο καθό μέρος επιχειρείται όπως θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, όσο και στις διατάξεις του άρθρου 919 του ιδίου Κώδικα. Τούτο, διότι, εφόσον οι ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες δεν αμφισβητείται ότι έχουν συσταθεί εγκύρως κατά το Κυπριακό Δίκαιο ως εταιρείες κατά μετοχάς, ήτοι ως κεφαλαιουχικές εταιρείες, οι οποίες ως εταιρείες Limited προσομοιάζουν με τον εταιρικό τύπο της ελληνικής ανώνυμης εταιρείας, κατά το ελληνικό δίκαιο που τυγχάνει εφαρμοστέο, δεδομένου ότι τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται οι ενάγοντες, τις διατάξεις δε του ελληνικού δικαίου έκρινε ως εφαρμοστέες και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς να προσβάλλεται κατά τούτο από κανέναν των διαδίκων, μόνες νομιμοποιούμενες προς έγερση των ενδίκων αξιώσεων από την παράνομη πράξη των εναγομένων, ήτοι αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, να είναι οι ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες. Η αναφορά υπό των εναγόντων, κατ’ ακριβή διατύπωση της αγωγής «…οι ενάγοντες θα διατηρούσαν ως μέτοχοι του 26% των πλοιοκτητριών εταιρειών τη συμμετοχή τους στην κοινή περιουσία (πλοία) η αξία των οποίων θα ήταν αυξημένη κατά τα ποσά που οι εναγόμενοι δόλια μετέφεραν ή εξέτρεψαν από τις εταιρείες αυτές προς ίδιον όφελος …» (σελ. 25 ένδικης αγωγής) ακόμη κι αν ήθελε εκτιμηθεί ότι περιέχει ισχυρισμό περί μειώσεως της πραγματικής αξίας της μετοχής τους [ως μετόχων σε ποσοστό 13% έκαστος των ανωτέρω εταιρειών χαρτοφυλακίου στις οποίες ανήκαν οι ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες] κατά το ποσό των 2.488.319 δολ. ΗΠΑ για έκαστο των εναγόντων και αληθής υποτιθέμενη [οι ενάγοντες προσδιορίζουν την μείωση της αξίας αυτής σε ποσοστό 13% για έκαστο εξ αυτών (εναγόντων) επί των υπεξαιρεθέντων από την εταιρική περιουσία των πλοιοκτητριών εταιρειών ποσών και όχι επί της πραγματικής αξίας της περιουσίας αυτών (πλοιοκτητριών εταιρειών) οι οποίες βαρύνοντο τουλάχιστον και με τα ληφθέντα υπό της Εμπορικής Τράπεζας δάνεια], κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, δεν δύναται να θεμελιώσει ενεργητική νομιμοποίηση αυτών (εναγόντων – μετόχων των ανωτέρω εταιρειών χαρτοφυλακίου) προς έγερση της ένδικης αγωγής, διότι η μείωση της αξίας της συμμετοχής των εναγόντων, ήτοι η μείωση της πραγματικής αξίας της μετοχής τους στις εταιρείες χαρτοφυλακίου ως ζημία, αποτελεί εν προκειμένω, αντανακλαστική συνέπεια στην αξία της μετοχής αυτών (εναγόντων) της μειώσεως της εταιρικής περιουσίας των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιριών από την πράξη της υπεξαίρεσης της περιουσίας των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, την οποία διέπραξαν σε βάρος τους (πλοιοκτητριών εταιρειών) οι εναγόμενοι. Η τυχόν οικονομική επίπτωση της παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων (υπεξαίρεση περιουσίας πλοιοκτητριών εταιρειών), στην εσωτερική αξία των μετοχών των εναγόντων επομένως, δεν ήταν αποτέλεσμα ευθείας  προσβολής κάποιου μετοχικού δικαιώματος των εναγόντων υπό των εναγομένων, οπότε και θα ετίθετο θέμα προστασίας του μετοχικού αυτών δικαιώματος, αλλά με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήταν αποτέλεσμα της ζημίας που προκάλεσε η παράνομη συμπεριφορά αυτών, στα άμεσα ζημιωθέντα ανωτέρω νομικά πρόσωπα. Κατά τα αναφερόμενα εν τούτοις στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, εκείνος που ζημιώθηκε, όχι εξ αιτίας καθεαυτού του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά εξ αιτίας της ζημίας που προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός σε τρίτο πρόσωπο – θύμα (άμεσα ζημιωθέντα), φέρει την ιδιότητα του εμμέσως ζημιωθέντος μη νομιμοποιούμενου προς έγερση αγωγής αποκατάστασης της ζημίας του [ΑΠ 656/2019 Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Οι αναφορές στην ένδικη αγωγή ότι ο πρώτος εναγόμενος ετύγχανε και διαχειριστής του ποσοστού συμμετοχής των εναγόντων στις ανωτέρω εταιρείες χαρτοφυλακίου [κατά πιστή αντιγραφή της αγωγής «… ο πρώτος εναγόμενος ως διαχειριστής του ανήκοντος στους ενάγοντες κατά 13% στον κάθε έναν από αυτούς των πλοιοκτητριών εταιρειών του Ομίλου, δηλαδή ως διαχειριστή ξένης περιουσίας ….» σελ. 15], δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο, εφόσον όλες οι ζημιογόνες ενέργειες που αποδίδονται με την ένδικη αγωγή στον πρώτο εναγόμενο, αφορούν την άσκηση των καθηκόντων του ως πραγματικού διαχειριστή της περιουσίας των πλοιοκτητριών εταιρειών και όχι ως διαχειριστή των μετοχών των εταιρειών χαρτοφυλακίου. Ακόμη δε και υπό την εκδοχή, την οποία το παρόν Δικαστήριο δεν υιοθετεί ότι, δηλαδή νομιμοποιούνται ενεργητικώς και οι ενάγοντες ως μέτοχοι, όπως αξιώσουν και στην περίπτωση της υπεξαίρεσης, από τον ασκούντα τη διοίκηση της εταιρείας, της περιουσίας της εταιρείας, αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την πράξη αυτή, ορωμένης της συμπεριφοράς ως παράνομης επέμβασης στην υπόσταση του μετοχικού τους δικαιώματος, οι ενάγοντες δεν εκθέτουν στην ένδικη αγωγή ότι ως μέτοχοι των ανωτέρω εταιρειών δεν ενομιμοποιούντο να προκαλέσουν την άσκηση εταιρικής αγωγής και κυρίως με αυτήν δεν αξιώνουν την προκληθείσα από τη συμπεριφορά των εναγομένων αναλογία (ποσοστό 13% εκάστου εξ αυτών) στη μείωση της εταιρικής περιουσίας των εταιρειών, των οποίων μέτοχοι ήταν κατά την αγωγή, αλλά αιτούνται ποσοστό 13% επί των υπεξαιρεθέντων ποσών των πλοιοκτητριών εταιρειών, ταυτόχρονα δε αναφέρουν ότι υπήρχαν και δανειακές υποχρεώσεις των πλοιοκτητριών εταιρειών έναντι της Εμπορικής Τράπεζας. Εξάλλου, ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων προς έγερση της ένδικης αγωγής, δεν δύναται να θεμελιωθεί ούτε στην αόριστη αναφορά υπό των εναγόντων στην ένδικη αγωγή, ότι το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 2.008.904 δολ. ΗΠΑ, που αφορά ποσοστό 13% επί των ποσών που κατά τα έτη 2008 έως 2011 ο πρώτος εναγόμενος αφήρεσε από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, συνίσταται σε  εταιρικά κέρδη, δεδομένου ότι, οι ενάγοντες αξιώνουν μεν το αντίστοιχο ποσό με την αγωγή τους, αλλά όχι ως αποζημίωση για μη καταβολή των οφειλομένων σε αυτούς κερδών (μερίσματος) των αντίστοιχων εταιρικών χρήσεων από τη συμμετοχή τους στις ανωτέρω εταιρείες χαρτοφυλακίου. Σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες δεν αναφέρουν στην ένδικη αγωγή τους ότι το ποσό αυτό αποτελούσε διανεμητέο μέρισμα, κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου εξ αυτών στα κέρδη των ανωτέρω εταιρειών, εφόσον στο ελάχιστο περιεχόμενο της αγωγής δεν επικαλούνται, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, ότι το αφηρημένο μετοχικό τους δικαίωμα στα κέρδη των ανωτέρω εταιρειών, είχε μετασχηματισθεί, κατά νόμιμο τρόπο, σε ενοχική αξίωση καταβολής ορισμένου ποσού (του μερίσματος), ενόψει δε του ελληνικού δικαίου το οποίο επικαλέσθηκαν οι ενάγοντες και έκρινε ως εφαρμοστέο και η εκκαλουμένη απόφαση, ότι είχε ληφθεί απόφαση περί διανομής κερδών, οπότε κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά το ελληνικό δίκαιο, γεννάται η ενοχική αξίωση του μετόχου επί του μερίσματος. Αντίθετα, οι ίδιοι (ενάγοντες) αναφέρουν στην αγωγή τους ότι είχαν λάβει γραπτή ενημέρωση ότι δεν θα διανεμηθούν μερίσματα στους μετόχους (σελ. 15), ότι η διανομή μερισμάτων στους μετόχους των πλοιοκτητριών εταιρειών δεν ήταν δυνατή άνευ προηγούμενης εγγράφου συναινέσεως της δανείστριας τράπεζας, σύμφωνα με σχετικό όρο της αρχικής σύμβασης δανείου (σελ. 14) και ότι, δυνάμει προφορικής συμβάσεως που είχαν καταρτίσει με τον πρώτο εναγόμενο, η συνεργασία τους θα ήταν όμοια με την από 17.11.2004 έγγραφη συμφωνία αυτών, στα πλαίσια συμμετοχής των εναγόντων στις πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων SC και SS, με τη σαφώς υπονοούμενη, με την αγωγή και σαφώς περιεχόμενη στην ένδικη έφεση, αναφορά ότι, μεταξύ των συμφωνηθέντων, προβλεπόταν ότι ο πρώτος εναγόμενος  θα ακολουθούσε τις έγγραφες οδηγίες των εναγόντων για όποια μερίσματα ή άλλα χρήματα ελάμβαναν οι μέτοχοι εκ της μετοχικής τους ιδιότητος, οι εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι πλοιοκτήτριες εταιρείες θα καθιέρωναν αποθεματικά επαρκή για να καλύψουν το ποσό του δανείου (κεφάλαιο και τόκοι) που θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο εντός του επομένου οικονομικού έτους, καθώς και το εκτιμώμενο κόστος της τακτικής ή έκτακτης επιθεώρησης των πλοίων, ενώ το 50% του πλεονάσματος ορίσθηκε ότι θα παρακρατείτο για να καλύψει απρόβλεπτα έξοδα για μελλοντική ανάπτυξη και μόνον το υπόλοιπο θα διανέμονταν στους μετόχους. Σε αντίθετη κρίση το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί από τις αναφερόμενες, με την ένδικη έφεση, ειδικώς μνημονευόμενες απατηλές συμπεριφορές του πρώτου εναγομένου. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες, με την ένδικη έφεσή τους, εκθέτουν ότι, δεν εκτιμήθηκαν ορθά, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, οι αναφορές των εναγόντων, στην ένδικη αγωγή τους ότι, τα ποσά που ιδιοποιήθηκαν οι εναγόμενοι, συμπίπτουν με την έγγραφη πρόβλεψη του πρώτου εναγομένου, προκειμένου να πείσει τους ενάγοντες να συμμετάσχουν στην εν λόγω επένδυση, ότι δηλαδή αυτή θα απαιτούσε ποσό 15.000.000 δολ. σε μετρητά τα πρώτα τρία χρόνια της επένδυσης (σελ. 27 ένδικης εφέσεως). Εν τούτοις, με την ένδικη αγωγή, καμία αναφορά σε έγγραφη δέσμευση του πρώτου εναγομένου ότι η εν λόγω επένδυση θα απαιτούσε σε μετρητά 15.000.000 δολ. ΗΠΑ κατά τα τρία πρώτα έτη, δεν γίνεται. Στην ένδικη αγωγή αναφέρεται «… Περαιτέρω ο πρώτος εναγόμενος προέβλεψε ότι η επένδυση θα δημιουργούσε ποσό εξ 15.000.000 δολαρίων ΗΠΑ σε μετρητά τα 3 πρώτα χρόνια.» (σελ. 9 ένδικη αγωγή). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε εκτιμηθεί ότι, με το εν λόγω απόσπασμα της αγωγής τους, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι πείσθηκαν να συμμετάσχουν στις ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες ενόψει της εν λόγω ψευδούς παραστάσεως του πρώτου εναγομένου, η ένδικη απαίτησή τους δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη υπό των εναγόντων ένδικη ζημία τους, εφόσον αξιώνουν όχι το ποσό που οι ενάγοντες κατέβαλαν στον πρώτο εναγόμενο για τη συμμετοχή τους στις ανωτέρω δύο πλοιοκτήτριες εταιρείες, αλλά τα ιδιοποιηθέντα υπό των εναγομένων ποσά, τα οποία ήταν εισόδημα των πλοιοκτητριών εταιρειών. Επιπλέον, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, δεν εκτιμήθηκαν ορθά, οι αναφορές τους στην ένδικη αγωγή τους ότι, οι εναγόμενοι, πέτυχαν το σκοπό τους να ιδιοποιηθούν παρανόμως το ποσό των 15.453.477 δολ. ΗΠΑ από τις ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες, «δίδοντας εντολές στους προστηθέντες υπαλλήλους των διαχειριστριών εταιριών κατά τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011 να μεταφέρουν με εμβάσματα από τους τηρούμενους στην Ελλάδα τραπεζικούς λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιρειών σε προσωπικούς λογαριασμούς των εφεσιβλήτων – εναγομένων, με την αιτιολογία «με εντολή των μετόχων», χωρίς ουδέποτε οι ενάγοντες/εκκαλούντες να έχουν δώσει τέτοια εντολή, παραβαίνοντας τη μεταξύ τους συμφωνία και εξαπατώντας τους εκκαλούντες/ ενάγοντες, τη δανείστρια τράπεζα, τους ορκωτούς ελεγκτές και τους υπαλλήλους των διαχειριστριών εταιρειών αποτυπώνοντας τις μεταφορές των παραπάνω ποσών στις εκθέσεις των ορκωτών ελεγκτών της ………. Πειραιά στο λογαριασμό «προκαταβολές προς τους μετόχους».». Εν τούτοις, δεν αναφέρεται στην ένδικη αγωγή ότι οι υπάλληλοι των διαχειριστριών εταιρειών μετέφεραν με εμβάσματα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιρειών τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στους λογαριασμούς αρχικώς των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και ότι μάλιστα τούτο έπραξαν (οι εν λόγω υπάλληλοι) διότι τους παρέστησε ψευδώς ο πρώτος εναγόμενος ότι τούτο γίνεται κατόπιν εντολής των μετόχων, υπονοώντας προφανώς όλων των μετόχων. Με την ένδικη αγωγή, αναφορά στην αιτιολογία «με εντολή των μετόχων» γίνεται στη σελίδα 13 όπου αναφέρεται ειδικότερα «ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος … ήταν εντολοδόχος και διαχειριστής των περιουσιακών στοιχείων των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών «……..» και «…………..», συμπεριλαμβανομένων όλων των λογαριασμών αυτών, έχοντας την πλήρη οικονομική διαχείριση αυτών, μετέφερε διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «με εντολή των μετόχων» με τη μορφή εμβασμάτων από τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες …  σε προσωπικούς λογαριασμούς  δικούς του και της δεύτερης εναγομένης…». Επιπροσθέτως, στην αγωγή αναφέρεται (σελ. 15), μεταξύ άλλων ότι, ο πρώτος «διοχέτευε μέσω των διοικήσεων των πλοιοκτητριών εταιριών τις οποίες ήλεγχε, χωρίς ποτέ να ενημερώσει τους ενάγοντες…». Σε κάθε περίπτωση, κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά ανωτέρω, οι επικαλούμενες με την αγωγή μεθοδεύσεις, τις οποίες ο πρώτος εναγόμενος μετήλθε προκειμένου να υπεξαιρέσει χρηματικά ποσά που ανήκαν στην εταιρική περιουσία των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, δεν δύναται να θεμελιώσει ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων προς αξίωση των εν λόγω ποσών. Τέλος, και αληθή υποτιθέμενα τα αναφερόμενα στη σελίδα 38 της ένδικης έφεσης πραγματικά περιστατικά, ότι δηλαδή οι εναγόμενοι ενήργησαν μεθοδευμένα με απατηλούς τρόπους και ενώ αφαιρούσαν τμηματικά τα έσοδα των πλοιοκτητριών εταιρειών, παράλληλα διαβεβαίωναν τους ενάγοντες ότι τα οικονομικά στοιχεία ελέγχονται από ορκωτούς λογιστές που συντάσσουν ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και δεν δίδονται μερίσματα στους μετόχους για τις συγκεκριμένες διαχειριστικές περιόδους, εν γνώσει του ψεύδους του και έτσι αφήρεσαν από τους ενάγοντες βέβαιη ωφέλεια, ενσωματώνοντάς την στη δική τους περιουσία κατά τρόπο που αντίκειται στα χρηστά ήθη, πέραν του γεγονότος ότι περί των εν λόγω διαβεβαιώσεων αναφορά για πρώτη φορά γίνεται απαραδέκτως με την ένδικη έφεσή τους, οι ενάγοντες με την ένδικη έφεσή τους δεν επικαλούνται ότι οι εναγόμενοι ιδιοποιήθηκαν διανεμητέα μερίσματα και κυρίως δεν αξιώνουν αυτά ως ζημία τους με την ένδικη αγωγή. Τέλος, ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων προς έγερση της ένδικης, κατά το αναλογούν στο ποσό των 15.453.477 δολαρίων ΗΠΑ ποσοστό 13%, το οποίο ποσό (15.453.477 δολαρίων ΗΠΑ) φέρεται να ιδιοποιήθηκε ο πρώτος εναγόμενος από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών με τη συνδρομή των λοιπών εναγομένων, δεν δύναται να θεμελιωθεί ούτε στις αναφορές των εναγόντων στην ένδικη αγωγή τους ότι ο πρώτος εναγόμενος, προκειμένου να λάβει από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών το ανωτέρω ποσό χρησιμοποίησε ως αιτιολογία τη φράση «με εντολή των μετόχων», εν αγνοία των εναγόντων και χωρίς την έγκρισή τους, καθώς επίσης και ότι ακολούθως, ήτοι μετά την ιδιοποίηση των ανωτέρω ποσών, στους ισολογισμούς των ετών 2008 έως 2010, ανεγράφη ως αιτιολογία ανάληψης του ανωτέρω ποσού «ως προκαταβολές προς τους μετόχους», διότι παρεκτός του ότι αναφέρουν ότι η εν λόγω αιτιολογία ανεγράφη καθ’ υπόδειξη του πρώτου εναγομένου προς τους ορκωτούς λογιστές και παράλληλα «Με τις μεταφορές αυτές χρημάτων σε προσωπικούς τους λογαριασμούς οι εναγόμενοι κατάφεραν να κατακρατήσουν για δικό τους λογαριασμό το ποσό των 15.453.477 δολαρίων ΗΠΑ, λαμβάνοντας εν αγνοία των εναγόντων προκαταβολές (έναντι μερισμάτων) στους ίδιους, την ίδια στιγμή που οι ενάγοντες ελάμβαναν εγγράφως ενημέρωση ότι δεν θα διανεμηθούν μερίσματα στους μετόχους.» (σελ. 15 ένδικης αγωγής), ήτοι δεν επικαλούνται σαφώς ότι το ανωτέρω ποσό εισπράχθηκε από τον πρώτο εναγόμενο ως προσωρινό μέρισμα των μετόχων των πλοιοκτητριών εταιρειών, αλλά οι ανωτέρω δηλώσεις και αναφορές του πρώτου εναγομένου, κατά τη δέουσα εκτίμηση της αγωγής, αποτελούσαν μεθοδεύσεις του πρώτου εναγομένου προκειμένου αρχικά να λάβει στην κατοχή του το ανωτέρω χρηματικό ποσό και δη ότι τούτο αναλαμβάνει δήθεν «με εντολή μετόχων» και ακολούθως, μετά την ανάληψη και ιδιοποίηση του ανωτέρω ποσού, να προσδώσει νομιμοφάνεια στην εν λόγω ανάληψη, με την καταγραφή ως αιτιολογία στους ανωτέρω ισολογισμούς της πλοιοκτήτριας εταιρείας «ως προκαταβολές προς τους μετόχους», νομιμοποιούμενοι να αξιώσουν το αναλογούν προσωρινό μέρισμα θα ήταν οι μέτοχοι των πλοιοκτητριών εταιρειών και δικαιούχοι του προσωρινού μερίσματος, ήτοι οι ανωτέρω εταιρείες «………….», «…………» και «………», των οποίων την ύπαρξη και το κύρος οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν. Όμοια, κατ’ αποτέλεσμα, κρίνοντας η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία απερρίφθη η ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει της διαδικαστικής προϋποθέσεως της ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων προς έγερση της ένδικης αγωγής, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο εφάρμοσε και δη τις ανωτέρω διατάξεις και ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ και 919 ΑΚ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου μοναδικού λόγου έφεσης.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει γενομένης δεκτής τυπικά της ένδικης έφεσης, να απορριφθεί αυτή ως αβάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του ανωτέρω παραβόλου άσκησης της ένδικης έφεσης από τους εκκαλούντες στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 179 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την ένδικη έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου άσκησης της ένδικης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο. Και

Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε την 30η/11/2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Κι αντ΄ αυτής  λόγω

συνταξιοδοτήσεως

και αναχωρήσεώς της,

η ορισθείσα από τον Πρόεδρο                                                                           του  Τριμελούς Συμβουλίου

Διεύθυνσης του Εφετείου

Πειραιώς,  Γραμματέας,

Κ.Σ 

Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρησης της Εφέτου Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη  Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ. δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων την 11η.1.2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ