Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 81/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     81/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στη ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κεχαγιόπουλο, μέλος της δικηγορικής εταιρίας  «ΒΛΑΣΣΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κουντούρη, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΜΙΚΕΣ Ν. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.               

Ο εφεσίβλητος άσκησε την από 23-12-2021 και με ΓΑΚ ………../23-12-2021 και ΕΑΚ ……./23-12-2021 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 598/2023 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη με την κρινόμενη από 11-4-2023 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤ. ……../11-4-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ. …………/26-4-2023 έφεση, η οποία ορίσθηκε να συζητηθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η υπό κρίση από 11-4-2023 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤ. ……../11-4-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ. ………/26-4-2023 έφεση της εταιρίας «………» κατά του ………., η οποία στρέφεται κατά της με αριθ. 598/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ,  λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 447/2023, www.efeteio-peir.gr,).

2. Με την προαναφερθείσα από 23-12-2021 αγωγή του, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε ότι, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε άτυπα στο Αλιβέρι την 24-8-2019 μεταξύ αυτού και της εναγόμενης, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι του Αλιβερίου από τον πλοίαρχο, κατ’ άρθρ. 53 και 54 Κ.Ι.Ν.Δ, με την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α’, στο υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίο γενικού φορτίου «……….», αριθ. νηολ. Μυτιλήνης 41……. κ.ο.χ 470,24 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, αντί των προβλεπόμενων μηνιαίων αποδοχών από τη Σ.Σ.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κόρων κ.ο.χ. του έτους 2010 (Φ.Ε.Κ. Β’, 1187/9.6.2011), η οποία συμφωνήθηκε εφαρμοστέα έστω και αν είχε λήξει η τυπική διάρκεια ισχύος της, καθώς οι αποδοχές που καθορίζονται απ’ αυτή αποτελούν τον «ειθισμένο μισθό» για ναυτικούς απασχολούμενους με την ίδια ειδικότητα και καθήκοντα σε φορτηγά πλοία αυτού του τύπου και χωρητικότητας, γι’ αυτό και στο ναυτικό του φυλλάδιο αναγραφόταν ως συμφωνηθείς μισθός «ΣΣ». Ότι προσέφερε την εργασία του στο ως άνω πλοίο μέχρι 5-11-2021, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Αλιβερίου «αμοιβαία συναινέσει». Ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του εργαζόταν καθημερινά επί 14 ώρες, πραγματοποιώντας 14 ώρες κατά μέσο όρο υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και 4 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες και τις Κυριακές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Με βάση τα παραπάνω, επικαλούμενος κύρια τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του και επικουρικά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό μέρους του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρ. 223, 224, 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για διαφορές νόμιμων αποδοχών του κατά την χρονική περίοδο ναυτολόγησής του από 1-11-2020 έως και 5-11-2021 το συνολικό ποσό των 17.793,60 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται ακόμα να του καταβάλει για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας του για την ίδια χρονική περίοδο το συνολικό ποσό 31.179,80 ευρώ, όπως λεπτομερώς ανέλυσε τα επιμέρους ποσά, τα οποία ζήτησε με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (6-11-2021), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το καταψηφιστικό του αίτημα και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα.

3. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648επ, 653, 655, 904 επ, 340, 341 εδάφ. α’, 345 εδάφ. α’, 346 Α.Κ. 53, 54, 57, 60, 72 και 75 του ν. 3816/1958 περί ΚΙΝΔ, 907, 908 παρ. 1ε Κ.Πολ.Δ, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως βάσιμη  κατ’ ουσία (κατόπιν παραδοχής ως βάσιμης κατ’ ουσία και της παραδεκτά προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης μερικής εξόφλησης των δεδουλευμένων νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος για συνολικό ποσό 43.459,03 ευρώ), υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορές νόμιμων αποδοχών του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 5-11-2021 το ποσό των 584,58 ευρώ και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το ποσό των 29.567,80 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από 6-11-2021, επομένη ημέρα της απόλυσής του, μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη και καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 900,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγόμενη με την υπό κρίση έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλουμένη), ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή εναντίον της και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

4. Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της υπό τον αριθμό 21/1945 Συντακτικής Πράξεως, στο υπό τον αριθμό 172/6.7.1943 φύλλο του τεύχους Α’ της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορίζεται ότι: «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει». Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι: «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’ όσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι: 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους (ΑΠ 109/2009, ΑΠ 153/2004), 2) η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’ αυτούς από της κυρώσεως, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο ενάρξεως της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική για το λόγο αυτό εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους «κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν», δεν συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτή, η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι λήξεως της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (A.Π. 350/2021, Α.Π. 1905/1987, Α.Π. 1267/1987) [Τα ανωτέρω υπό (2) τροποποιήθηκαν στη συνέχεια με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 (Φ.Ε.Κ. Α’ 35), που δεν αφορά όμως την επίδικη χρονική περίοδο]. Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στην ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας είναι έγκυρη (άρθρο 361 Α.Κ.), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται ν’ αξιώσει τη διαφορά (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002). Εξάλλου, από την ίδια διάταξη (του άρθρου 361 Α. Κ.) που ορίζει ότι «για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά», καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ’ ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, η «αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (Ολ Α.Π. 1/2007, Α.Π. 705/2021, Α.Π. 692/2014). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη η μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την παρεχόμενη στον πρώτο εργασία την αμοιβή που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ, η οποία καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική σύμβαση ή θέτει προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός. Για το κύρος δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (Α.Π. 1109/2017, Α.Π. 773/2017, Α.Π. 567/2004). Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (Α.Π. 692/2014, Α.Π. 773/2017). Τα ανωτέρω τυγχάνουν εφαρμογής και επί ατομικής σύμβασης ναυτολόγησης, οσάκις συμφωνείται η εφαρμογή των όρων συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, η οποία άλλως δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στην επίδικη σχέση (Α.Π. 1305/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).              

5. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεση του μάρτυρος ……….., ο οποίος εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια της εναγόμενης και η κατάθεσή του περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εφεσίβλητο ενάγοντα υπ’ αριθ. ………./28-2-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρός του ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξηρομέρου Αστακού Αιτωλοακαρνανίας ……….., η οποία λήφθηκε με επιμέλειά του, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. ……./22-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, με έδρα το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, ………….) και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (Α.Π. 950/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε άτυπα στο Αλιβέρι την 24-8-2019 μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του υπό στοιχεία ……. ναυτικού φυλλαδίου, προσλήφθηκε από την εναγόμενη για να εργαστεί με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α’, στο ανήκον στην πλοιοκτησία της υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίο γενικού φορτίου «ΚΔ», αριθ. νηολ. Μυτιλήνης ….., ολ. μηκ. 67,01 μ, πλάτ. 11,66μ, κ.ο.χ. 498,94, ΔΔΣ …., έτους ναυπήγησης 1977. Δυνάμει της άνω σύμβασης ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο άνω πλοίο με την άνω ειδικότητα έως και την 5-11-2021, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Αλιβερίου «αμοιβαία συναινέσει». Ως προς το μηνιαίο μισθό του ζήτημα ανακύπτει εάν συμφωνήθηκε να είναι αυτός που προβλέπει η Σ.Σ.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κόρων κ.ο.χ. του έτους 2010, όπως αυτή κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.7/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (Φ.Ε.Κ. Β’, 1187/9.6.2011), της οποίας η τυπική διάρκεια ισχύος είχε λήξει. Η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, αρνείται την εφαρμογή της ως άνω  Σ.Σ.Ν.Ε. και ισχυρίζεται ότι, κατά την ένδικη ναυτολόγησή του ενάγοντος, όπως και σε προηγούμενες ναυτολογήσεις του στο ίδιο πλοίο, είχε συμφωνηθεί άτυπα με αυτόν, ως αποδεικνύεται από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, να λαμβάνει μηνιαίο «κλειστό μισθό» που περιλάμβανε όλες τις τακτικές και τυχόν έκτακτες αποδοχές του, ποσού 1.500,00 ευρώ καθαρά. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της αυτού, που προβλήθηκε παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις της και απορρίφθηκε ως αβάσιμος κατ’ ουσία, προσκομίζει την από 5-9-2015 υπεύθυνη δήλωση στοιχείων εργαζομένου, που υπογράφεται από τον ενάγοντα, στην οποία αναφέρεται ως συμφωνηθείς μισθός του για προγενέστερη ναυτολόγησή του απ’ αυτή με την ίδια ειδικότητα στο άνω πλοίο της, με ημερομηνία πρόσληψης την 5-9-2015, το ποσό των 1.200,00 ευρώ, με την ένδειξη «ΣΥΜΒΑΣΗ» κενή. Σύμφωνα δε με την κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρος ανταπόδειξης …………. (πλοιάρχου του πλοίου κατά το επίδικο διάστημα που υπηρέτησε ο ενάγων), για την επίδικη ναυτολόγηση του ενάγοντος συμφωνήθηκε να λαμβάνει μηνιαίως το ως άνω ποσό των 1.500,00 ευρώ ως «κλειστό μισθό», ο οποίος περιλάμβανε υπερωρίες, άδειες κ.α, ενώ, πλέον του ποσού αυτού του καταβαλλόταν από την εναγόμενη, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, το ποσό των 300,00 ευρώ σε λογαριασμό της πεθεράς του, για «διατροφή της γυναίκας του», κατά τη σχετική κατάθεση του μάρτυρα. Με τις προτάσεις της δε η εναγόμενη επικαλείται ότι η καταβολή του επιπλέον αυτού ποσού των 300,00 ευρώ έλαβε χώρα κατόπιν φορτικών πιέσεων του ενάγοντος, προκειμένου να καλύψει τις οικογενειακές του ανάγκες, απευθείας σε τραπεζικό λογαριασμό της ανωτέρω. Σύμφωνα δε με την ίδια κατάθεση, ο ανωτέρω μισθός των 1.500,00 ευρώ είναι συνηθισμένος για την ειδικότητα του ενάγοντος και υπερτερεί της ανωτέρω λήξασας ΣΣΝΕ του έτους 2010. Ωστόσο, τούτο δεν είναι αληθές, διότι οι προβλεπόμενες αποδοχές με την ανωτέρω τελευταία ΣΣΝΕ υπερβαίνουν, κατά τα κατωτέρω, το ποσό των 1.500,00 ευρώ, αλλά και αυτό των (1.500,00 + 300,00) 1.800,00 ευρώ. Εξάλλου, ο ενάγων αρνείται τη συμφωνία περί καταβολής κλειστού μισθού και, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, με την αγωγή του ισχυρίζεται ότι, κατά την ένδικη ναυτολόγησή του, συμφωνήθηκε να λαμβάνει τις αποδοχές της ως άνω ΣΣΝΕ, έστω κι αν είχε λήξει η τυπική διάρκεια ισχύος της. Επί του ανωτέρω ζητήματος σημειώνονται τα εξής. Η επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος είναι άτυπη, καθώς τα μέρη δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν έγγραφη σύμβαση ή άλλο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η επικαλούμενη από την εναγόμενη συμφωνία περί καταβολής κλειστού μισθού, για το επίδικο χρονικό διάστημα, με εξειδίκευση και των αποδοχών που αυτός καλύπτει (βασικό μισθό, άδεια, αμοιβή υπερωριακής εργασίας, δώρα εορτών, κ.ά, ΣΣΝΕ που καθορίζει τις αποδοχές αυτές). Εξάλλου, δεν εξηγείται από την εναγόμενη, για ποια αιτία καταβαλλόταν μηνιαίως στον ενάγοντα ποσό 300,00 ευρώ, πέραν του επικαλούμενου κλειστού μισθού ποσού 1.500,00 ευρώ, ήτοι εάν υπήρξε τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας για το ύψος του μισθού και τι αφορούσε και περιλάμβανε η επιπλέον αυτή καταβολή, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια του σχετικού ισχυρισμού της ως προς το ύψος της, κατά τους ισχυρισμούς της, συμφωνημένης αμοιβής, ως κλειστού μισθού, ενώ, περαιτέρω, η εναγόμενη δεν εξέδιδε και δεν παρέδιδε στον ενάγοντα αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας. Η από 5-9-2015 υπεύθυνη δήλωση στοιχείων εργαζομένου που προσκομίζει, δεν αποτελεί συμφωνία των διαδίκων για καταβολή κλειστού μισθού, αλλά συμπληρώθηκε πρόδηλα από τον ενάγοντα ναυτικό προς ενημέρωσή της ως εργοδότριάς του για τα πλήρη ατομικά στοιχεία του (ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση κατοικίας, ΑΦΜ, ημερομηνία πρώτης ασφάλισης, ΑΜΚΑ, τραπεζικό λογαριασμό, οικογενειακή κατάσταση), ενόψει της επικείμενης ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο κατά την άνω ημερομηνία. Επίσης, τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη αποδεικτικά καταβολής χρηματικών ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και σε τραπεζικό λογαριασμό της πεθεράς του, στις λεπτομέρειες συναλλαγής των οποίων αναφέρεται το όνομά του, δεν αποδεικνύουν συμφωνία των διαδίκων για καταβολή κλειστού μισθού 1.500,00 ευρώ, καθώς αναφέρεται ρητά ότι οι καταβολές αυτές γίνονται «έναντι μισθού» (αιτιολογία: «έναντι μισθοδοσίας ……»), ήταν διαφορετικές κάθε φορά και δεν αναλύεται σ’ αυτές τι ακριβώς αποδοχές κάλυπταν, ώστε να δύναται ο ενάγων να γνωρίζει τι ακριβώς εξοφλούσαν, ενόψει και του ότι η εναγόμενη δεν εξέδιδε αναλυτικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας. Για την ταυτότητα των λόγων δεν αποδεικνύουν κλειστό μισθό του ενάγοντος και τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη τρία αποδεικτικά καταβολής σε τραπεζικό λογαριασμό του μάρτυρος απόδειξης του ενάγοντος …….  , ποσού 1.500,00 ευρώ εκάστου. Αντίθετα, πειστική κρίνεται η ένορκη βεβαίωση του τελευταίου (…………), σύμφωνα με την οποία ο ενάγων, όπως και οι υπόλοιποι ναυτικοί του πλοίου, είχε συμφωνήσει να αμείβεται βάσει της ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2010, παρότι είχε λήξει η ισχύς της, ενόψει του ότι η κατάθεση του άνω ναυτικού, που συνυπηρέτησε εν μέρει με τον ενάγοντα στο άνω πλοίο και δη κατά τα χρονικά διαστήματα από 24-8-2019 ως 18-2-2019 και από 28-6-2020 έως 27-2-2021, ενισχύεται α) από το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, που επικυρώθηκε από την αρμόδια Λιμενική Αρχή ενώπιον της οποίας ο ενάγων ναυτολογήθηκε, στο οποίο αναγραφόταν από τον πλοίαρχο του πλοίου, ως αντιπρόσωπο της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας, δίπλα στην ένδειξη «μισθός» τα κεφαλαία γράμματα «ΣΣ», δηλαδή «Συλλογική Σύμβαση», β) από το ναυτολόγιο του πλοίου, στο οποίο, κατά τις σχετικές διατάξεις, εγγράφονται όλοι οι εργαζόμενοι στο πλοίο ναυτικοί, καθώς και οι όροι εργασίας τους, όπου επίσης, κάτω από την ένδειξη «Συνολικός μηνιαίος μισθός», αναγραφόταν τα κεφαλαία γράμματα «ΣΣ», δηλαδή «Συλλογική Σύμβαση», γ) από την κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης …….. ότι οι  καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος περιλάμβαναν «βασικό, επιδόματα Κυριακών, αργιών, έξτρα, υπερωρίες, αν κάνει, ….τροφοδοσία, αν και είχε τροφοδοσία, άδειες, τα πάντα όλα», σε συνδυασμό και με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας – εναγόμενης (βλ. σ. 10 της έφεσής της και παρ. ΙΙΙ30 των πρωτόδικων προτάσεών της) ότι ο ενάγων έχει εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς με το συμφωνηθέντα κλειστό μισθό που του καταβλήθηκε, ενόψει του ότι στον κλειστό μισθό του περιλαμβάνεται τόσο η βασική μισθοδοσία του όσο και η άδεια και τυχόν αμοιβή υπερωριακής εργασίας (των οποίων, όμως, επιμέρους ποσών η συμπερίληψη σε κλειστό μισθό δεν νοείται εάν δεν προβλέπεται από ΣΣΝΕ και εν προκειμένω από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ του έτους 2010, αφού δεν γίνεται επίκληση άλλης) και δ) από την απουσία έγγραφης ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας ή άλλου εγγράφου από το οποίο να προκύπτει η επικαλούμενη συμφωνία περί καταβολής κλειστού μισθού για το επίδικο χρονικό διάστημα, με εξειδίκευση και των αποδοχών που αυτός συμφωνήθηκε να καλύπτει. Ανεξάρτητα άλλωστε απ’ όλα αυτά, βάσει της τελευταίας άνω ισχύσασας ΣΣΝΕ υπολόγιζε και η εναγόμενη – εκκαλούσα, σύμφωνα με την κείμενη ναυτεργατική νομοθεσία, τις αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού στις αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις εισφορών του που υπέβαλε στο ΝΑΤ – ΕΦΚΑ και στη δήλωση φόρου μισθωτών υπηρεσιών που υπέβαλε στο Δημόσιο. Την άνω άποψη του Δικαστηρίου δεν αναιρεί ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του και λάμβανε κάθε μήνα τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη και μάλιστα με την από 4-11-2021 δήλωσή του προς αυτή, δήλωσε ότι δεν διατηρεί καμία αξίωση εναντίον της και δέχεται να απολυθεί «αμοιβαία συναινέσει», ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 Α.Ν. 539/1945 και 8 παρ. 4 Ν.Δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη και θεωρείται μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζόμενου, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (Α.Π. 875/2018, Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, η άνω δήλωση του ενάγοντος δικαιολογείται από την εύλογη επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση κατά το χρονικό διάστημα της τότε ναυτολόγησής του. Κατόπιν όλων αυτών αποδεικνύεται ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εργασίας του προβλέπονταν από την προαναφερθείσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010, η οποία, με έγκυρη ειδική συμφωνία των διαδίκων κατά τα εκτιθέμενα στην άνω υπ’ αριθ. 4 νομική σκέψη, εφαρμόσθηκε παρά τη λήξη της ισχύος της στις 31-12-2010, καθιστάμενη έτσι περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης του ενάγοντος. Μετά ταύτα, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος εάν η ανωτέρω ΣΣΝΕ αποτελούσε συγχρόνως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και τον «συνηθισμένο» (εθισμένο) μισθό για ναυτικούς απασχολούμενους υπό τις αυτές συνθήκες με την ίδια ειδικότητα και καθήκοντα σε Φ/Γ πλοία του αυτού τύπου και χωρητικότητας, όπως εκ του περισσού ισχυρίζεται ο ενάγων στην ένδικη αγωγή προς αιτιολόγηση της επικαλούμενης ειδικής συμφωνίας εφαρμογής της άνω ΣΣΝΕ, της οποίας είχε λήξει η τυπική διάρκεια ισχύος. Δεν έσφαλε, επομένως, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε εφαρμογή της άνω ΣΣΝΕ λόγω ύπαρξης σχετικής συμφωνίας των διαδίκων και απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία τον ισχυρισμό της εναγόμενης περί συμφωνίας της με τον ενάγοντα για κλειστό μισθό του, ποσού 1.500,00 ευρώ, κρίνοντας ακολούθως και ότι δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα εξέτασης εάν η ανωτέρω ΣΣΝΕ αποτελούσε συγχρόνως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και το «συνηθισμένο» (ειθισμένο) μισθό για την ίδια εργασία, υπό τις αυτές συνθήκες και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως ως αμοιβή για την εργασία του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ 2010, τις εξής νόμιμες αποδοχές: για βασικό μισθό 1.072,40 ευρώ, για επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας 235,93 ευρώ, για επίδομα μηχανοδηγού  83,19 ευρώ, για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 16,54 ευρώ, για άδεια από 8 ημερομίσθια τον μήνα μετά της τροφοδοσίας 578,87 ευρώ [ήτοι μισθός ενεργείας 1.072,40 ευρώ + επίδομα Κυριακών 235,93 ευρώ = 1.308,33 ευρώ / 22 Χ 8 = 475,75 ευρώ + αντίτιμο τροφής 8 ημερών 103,12 ευρώ = 578,87 ευρώ), ήτοι συνολικά ποσό 1.986,93 ευρώ και κατά το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 5-11-2021, ήτοι για 22 μήνες και 5 ημέρες, το ποσό των [(1.986,93 X 22=) 43.712,46+ (1.986,93/30 X 5=) 331,15 =] 44.043,61 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη κατέβαλε: α) το συνολικό ποσό των 28.050,00 ευρώ, με καταθέσεις σε τραπεζικό λογαριασμό του (βλ. τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα εμβάσματα πληρωμής), β) το συνολικό ποσό των 5.400,00 ευρώ, με καταθέσεις στον λογαριασμό ΕτΕ με δικαιούχο την πεθερά του ενάγοντος με επώνυμο ……, κατόπιν σχετικού αιτήματός του και για λογαριασμό του, με αναφορά των στοιχείων του τελευταίου στις λεπτομέρειες εκάστης μεταφοράς (βλ. σχετικά εμβάσματα), γ) το συνολικό ποσό των 6.902,61 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές του υπέρ ΝΑΤ – ΕΦΚΑ (βλ σχετικές τρίμηνες αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις του ΝΑΤ – ΕΦΚΑ – 311,49 ευρώ μηνιαίως Χ 22,16 μήνες) και δ) ποσό 3.106,42 ευρώ, για φόρο μισθωτής εργασίας του, ετών 2020 και 2021 (1.767,06 ευρώ το έτος 2020 και 1.339,36 ευρώ το έτος 2021), ήτοι συνολικά κατέβαλε το ποσό των 43.459,03 ευρώ, ως δεν αμφισβητήθηκε από τον ενάγοντα, οπότε, γενομένης δεκτής και ως κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ορισμένης και νόμιμης ένστασης εξόφλησης (άρθρο 416 Α.Κ.) που πρότεινε παραδεκτά η εναγόμενη στον πρώτο βαθμό (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), του οφείλεται η διαφορά ποσού 584,58 ευρώ. Σημειώνεται εδώ ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του, η εναγόμενη αναφέρει τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν και τον χρόνο καταβολής αυτών, όπως απαιτείται για το ορισμένο της σχετικής ένστασης (Α.Π. 123/2020, Α.Π. 836/2019, Α.Π. 602/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεδομένου δε ότι οι ανωτέρω γενόμενες καταβολές αφορούν μόνο μία απαίτηση, ήτοι την καταβολή του μισθού του ενάγοντος, και όχι άλλα κονδύλια, όπως την αιτούμενη αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, την οποία, εξάλλου, η εναγόμενη αρνείται. Η εναγόμενη ισχυρίζεται περαιτέρω με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ότι και εάν ήθελε υποτεθεί εφαρμοστέα η άνω λήξασα ΣΣΝΕ, οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος βάσει αυτής δεν υπερβαίνουν το ποσό των 1.500,00 ευρώ του κατ’ αυτήν συμφωνηθέντος μηνιαίου κλειστού μισθού του, διότι στο ποσό 1.986,93 ευρώ των τακτικών μικτών μηνιαίων αποδοχών του δεν έπρεπε να περιληφθεί το προβλεπόμενο στην ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα μηχανοδηγού ποσού 83,19 ευρώ, επιπλέον δε έπρεπε να αφαιρεθεί απ’ αυτό (ποσό 1.986,93 ευρώ) το ποσό των 311,49 ευρώ που η ίδια κατέβαλε κατά μέσον όρο μηνιαίως ως  εργατικές ασφαλιστικές εισφορές του υπέρ ΝΑΤ – ΕΦΚΑ (6.902,61 ευρώ / 22,16 μήνες=311,49 ευρώ) και το ποσό των 140,18 ευρώ που η ίδια κατέβαλε κατά μέσον όρο μηνιαίως ως φόρο μισθωτής του εργασίας (1.767,06 ευρώ + 1.339,36 ευρώ =3.103,42 ευρώ / 22,16 μήνες = 140,18 ευρώ), σύμφωνα με την από 5-4-2022 σχετική βεβαίωση του νόμιμου εκπροσώπου της και τα σχετικά αντίγραφα των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεών της προς το ΝΑΤ-ΕΦΚΑ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, κατά το πρώτο μέρος του ως προβαλλόμενος απαράδεκτα για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το επίδομα μηχανοδηγού ρητά συμπεριλήφθη από τον ενάγοντα με την αγωγή του στις μηνιαίες αποδοχές του βάσει της συμφωνηθείσας ΣΣΝΕ χωρίς να αρνηθεί τούτο η εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της, σε κάθε περίπτωση δε και ως μη νόμιμος, διότι από τη γραμματική διατύπωση της  διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2β της συμφωνηθείσας άνω ΣΣΝΕ «στο ναυτολογούμενο ως Μηχανικό – Μηχανοδηγό καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα 83,19 ευρώ από 31-12-2010», ουδεμία σύγχυση προκαλείται περί του ότι ο Μηχανοδηγός δικαιούνται οπωσδήποτε το άνω επίδομα εάν είναι ναυτολογημένος σε πλοίο υπαγόμενο στις ρυθμίσεις της άνω ΣΣΝΕ (Εφ.Πειρ. 364/2021, www.efeteio-peir.gr) και κατά το δεύτερο μέρος του ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι τα άνω ποσά που η εναγόμενη κατέβαλε για ασφαλιστικές εισφορές και φόρο μισθωτών υπηρεσιών του ενάγοντος, αφαιρέθηκαν ήδη από την εκκαλουμένη (όπως και από το Δικαστήριο τούτο) για όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του από τις συνολικά οφειλόμενες σ’ αυτόν για το ίδιο διάστημα νόμιμες αποδοχές κατά την άνω ΣΣΝΕ, μετ’ αποδοχήν ως βάσιμης κατ’ ουσία της άνω ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης εργοδότριας [με την επισήμανση εδώ, ότι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της τελευταίας, η σταθερή καταβολή απ’ αυτήν των άνω ποσών ασφαλιστικών εισφορών και φόρου μισθωτών υπηρεσιών του ενάγοντος ναυτικού δεν μεταβάλει το ύψος του τακτικού νόμιμου μικτού μισθού του, που ανέρχεται σε 1.986,93 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε]. Να προστεθεί εδώ και ότι τα ποσά που υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί από το μισθό ο εργοδότης, όπως οι εισφορές υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο, που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους. Αντικείμενο, δηλαδή, της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, ήτοι εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (Α.Π. 1131/2015, Α.Π. 383/2012, Α.Π. 2126/2007, Α.Π. 135/2003, Εφ.Αθ. 3668/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δε εκούσια ή συνεπεία Π.Ε.Ε καταβολή από τον εργοδότη στον ασφαλιστικό οργανισμό των εισφορών για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, στηρίζει ένσταση, κατά το άρθρο 416 Α.Κ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξίωσης του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές (Α.Π. 383/2012, Α.Π. 323/2008, Α.Π. 1678/2007, Εφ.Αθ. 324/2018, Εφ.Πειρ. 176/2014, Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), όπως η άνω ένσταση εξόφλησης της εναγόμενης, που έγινε δεκτή πρωτόδικα ως βάσιμη κατ’ ουσία. Το πρωτοβάθμιο συνεπώς, δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα εφεσίβλητο για το επίδικο άνω διάστημα της ναυτολόγησής του, το ίδιο άνω υπόλοιπο νόμιμων (μικτών) αποδοχών του (584,58 ευρώ), αφαιρώντας συνολικά για το διάστημα αυτό τις άνω καταβολές της εναγόμενης για βαρύνουσες τον ενάγοντα ασφαλιστικές εισφορές και φόρο από μισθωτή εργασία, από τις συνολικά οφειλόμενες σ’ αυτόν για το ίδιο διάστημα νόμιμες (μικτές) αποδοχές, κατ’ αποδοχή της άνω ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης, ορθά το νόμο εφάρμοσε και δεν έσφαλε, ο δε πρώτος λόγος της έφεσής της, κατά το μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.

6. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ως άνω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ λιμένων εσωτερικού μεταφέροντας ξηρά φορτία, ιδίως από το λιμάνι του Αλιβερίου προς το λιμάνι του Βόλου, αλλά και προς τα νησιά των Κυκλάδων και προς τα λιμάνια της Ρόδου, της Κω και της Κρήτης. Τα δρομολόγια δε αυτά, παρά τα περί του αντιθέτου από την εναγόμενη υποστηριζόμενα, υπερέβαιναν σε διάρκεια τις 13 ώρες, ενώ επίσης εντός του 24ώρου πραγματοποιούνταν εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης, διάρκειας κατά μέσο όρο άνω των 4 ωρών εκάστη (βλ. ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου). Ο ενάγων ήταν υπεύθυνος για την παρακολούθηση της καλής λειτουργίας της μηχανής του πλοίου, ήλεγχε δηλαδή τις θερμοκρασίες τους και συμπλήρωνε πετρέλαια στη δεξαμενή απ’ όπου τραβούσε η μηχανή πετρέλαιο για τη λειτουργία της, για την προετοιμασία της μηχανής και των διαχωριστήρων πετρελαίου κατά τον απόπλου, καθώς και για τις εργασίες παραλαβής καυσίμων και νερού και εν γένει κάθε είδους βοηθητικές εργασίες της μηχανής που απαιτούνταν τόσο κατά τη διάρκεια του πλου όσο και κατά τον απόπλου και κατάπλου του πλοίου, αλλά και κατά την παραμονή του στο λιμένα. Ήταν δε υπεύθυνος και για την τάξη και την καθαριότητα στον χώρο του μηχανοστασίου, ενώ απασχολούνταν και στις απαραίτητες εργασίες συντήρησης και μικροεπισκευών των μηχανημάτων και εξαρτημάτων του μηχανοστασίου. Επιπλέον, ήταν επιφορτισμένος με την πλήρωση των δεξαμενών έρματος του πλοίου με θαλασσινό νερό μετά την εκφόρτωση και αντίστοιχα με τον αφερματισμό των ιδίων δεξαμενών μετά τη φόρτωση, προκειμένου το πλοίο να διατηρεί επαρκή ευστάθεια για να ταξιδέψει, διαδικασία που διαρκούσε περί τις 2 ώρες (βλ. υπ’ αριθ. …………./2022 ένορκη βεβαίωση και κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης). Εξάλλου, ο ενάγων συνυπηρετούσε στο μηχανοστάσιο μαζί με άλλον ένα Α’ Μηχανικό, ο οποίος όμως τον Δεκέμβριο του 2020 αποναυτολογήθηκε, ενώ, ακολούθως, από τις αρχές του 2021, στη θέση αυτού η εναγόμενη ναυτολόγησε έναν άλλο ναυτικό, αρχικά ως δόκιμο μηχανοδηγό χωρίς πτυχίο και μετέπειτα ως Μηχανοδηγό Β’ (βλ. και αντίγραφα δηλώσεων προς το ΝΑΤ – ΕΦΚΑ). Ειδικότερα, ο ενάγων εκτελούσε δύο εξάωρες βάρδιες φυλακής μηχανοστασίου ημερησίως στο ανωτέρω πλοίο καθημερινά, και δη συνήθως από ώρα 00.00 έως 06.00 και από 12.00 έως 18.00, σύμφωνα και με το πρόγραμμα του πλοίου και των απαιτούμενων εργασιών. Με βάση τα προεκτεθέντα, συνεκτιμώντας το είδος, τις συνθήκες και τα καθήκοντα της ειδικότητας του ενάγοντος σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και ιδίως δεδομένων των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντoς επί του ως άνω πλοίου, και της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, κατέστη αναγκαίο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών λειτουργίας του ως άνω πλοίου να εργαστεί κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως (παρέχοντας 4 ώρες υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και Κυριακές και 12 ώρες υπερωριακής απασχόλησης τα Σάββατα και τις αργίες), εξαιρουμένων 105 συνολικά ημερών κατά τα χρονικά διαστήματα α) από 27-1-2020 έως 24-2-2020, ήτοι για 21 καθημερινές, 4 Σάββατα και 4 Κυριακές (συνολικά 29 ημέρες), οπότε το πλοίο παρέμεινε στο ναυπηγείο «…….» στην επισκευαστική ζώνη Περάματος, όπου υποβλήθηκε σε επισκευαστικές εργασίες, οι οποίες εκτελέστηκαν από εξωτερικά συνεργεία του ως άνω ναυπηγείου, β) από 3-6-2020 έως 11-6-2020, καθώς και την 26η και 27η Ιουνίου 2020, ήτοι για 7 καθημερινές, 2 Σάββατα και 2 Κυριακές (συνολικά 11 ημέρες), οπότε το πλοίο βρισκόταν στην επισκευαστική προβλήτα λιμένος Βόλου για προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης από εξωτερικό συνεργείο και γ) της 1ης, 2ης, 3ης, 7ης, 9ης, 10ης, 25ης Ιανουάριου 2020 (7 ημέρες), της 18ης, 19ης, 20ης και 23ης Απριλίου 2020 (4 ημέρες), της 4ης, 5ης, 6ης, και 24ης Μαΐου 2020 (4 ημέρες), της 2ης Ιουνίου 2020, της 5ης και 6ης Ιουλίου 2020 (2 ημέρες), της 1ης, 2ης, 13ης, 14ης, 15ης, 16ης, 17ης, 18ης και 23ης Αυγούστου 2020 (9 ημέρες), της 7ης, 8ης και 9ης Σεπτεμβρίου 2020 (3 ημέρες), της 24ης, 28ης και 30ης Οκτωβρίου 2020 (3 ημέρες), της 6ης, 7ης, 8ης, 18ης, 22ης, 25ης και 26ης Νοεμβρίου 2020 (7 ημέρες), της 13ης, 22ης, 23ης, 24ης, 25ης, 26ης και 31ης Δεκεμβρίου 2020 (7 ημέρες), της 2ης και 24ης Ιανουάριου 2021 (2 ημέρες), της 16ης Φεβρουάριου 2021 (1 ημέρα), της 1ης και 2ης Μαρτίου 2021 (2 ημέρες), της 25η Απριλίου 2021 (1 ημέρα), της 1ης, 2ης, 20ης και 27ης Μαΐου 2021 (4 ημέρες), της 18ης, 19ης, 20ης, 21ης, 22ης, 23ης και 24ης Αυγούστου 2021 (7 ημέρες) και της 19ης Σεπτεμβρίου 2021 (1 ημέρα), κατά τις οποίες α, β και γ άνω περιπτώσεις, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη και αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο σε φωτοαντίγραφο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, το τελευταίο παρέμεινε αργό «στην ίδια θέση» στο λιμάνι με τη μηχανή του σβηστή και δεν συνέτρεχε ανάγκη υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος στο μηχανοστάσιο, ανάγκη η οποία, στις περιπτώσεις αυτές ακινησίας του πλοίου με σβηστή τη μηχανή του, ούτε στην αγωγή αναφέρεται ούτε από κάποιο στοιχείο επιβεβαιώνεται, ενώ αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης [με την υπόμνηση εδώ ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 696/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 48/2021, www.efeteio-peir.gr, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160)]. Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 4 της ανωτέρω ΣΣΕ, η απασχόληση του πληρώματος πέραν των ρητώς οριζόμενων ημερών και ωρών με την παρ. 1 του ιδίου άρθρου, αμείβεται υπερωριακά, εκάστης ώρας υπολογιζόμενης ίσης προς το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένου κατά 25%, ήτοι για την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α’ αντί 7,75 ευρώ την ώρα και ειδικώς για την ημέρα εργασίας του Σαββάτου ή αργίας προσαυξημένη κατά 50%, ήτοι 9,30 ευρώ. Τέλος, κατά την παρ. 4 του ιδίου άρθρου, το επίδομα Κυριακών καλύπτει εργασία έως 8 ώρες, για την πέραν του οκταώρου απασχόληση καταβάλλεται στο πλήρωμα υπερωριακή αμοιβή, εκάστης ώρας υπολογιζόμενης ίσης προς το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένου κατά 50% ήτοι 9,30 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται τα παρακάτω ποσά για υπερωριακή εργασία του στο ανωτέρω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα: α) επί (461-47) 414 ημέρες καθημερινές, το ποσό των 12.834,00 ευρώ (414 X 4 X 7,75 ευρώ), β) επί (94-17) 77 Σάββατα και (26-4) 22 αργίες, ήτοι συνολικά επί 99 ημέρες, το ποσό των 11.048,40 ευρώ (99 X 12 X 9,30 ευρώ) και γ) επί (94-24) 70 Κυριακές, το ποσό των 2.604,00 ευρώ (70 X 4 X 9,30 ευρώ). Ήτοι, για τις ανωτέρω αιτίες ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των 930,20 ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού η εναγόμενη δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταβολή, καθώς δεν προσκομίζει σχετική εξοφλητική απόδειξη, παρά μόνο επικαλείται αλυσιτελώς, προς θεμελίωση ένστασης εξόφλησης, τα προαναφερθέντα τραπεζικά παραστατικά 1.500,00 και 300,00 ευρώ, με αιτιολογία στην πλειοψηφία τους «έναντι μισθοδοσίας ….», τα οποία όμως έχει αφαιρέσει η εκκαλουμένη από τις οφειλόμενες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος της εναγόμενης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οφείλεται στον ενάγοντα μεγαλύτερο ποσό αμοιβής για υπερωριακή εργασία και δη συνολικά το ποσό των 29.567,80 ευρώ, αφού δέχθηκε μεν ορθά τον ίδιο μέσο όρο ημερήσιας υπερωριακής του απασχόλησης τις καθημερινές και Κυριακές και τα Σάββατα και τις αργίες (12 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες και 4 ώρες τις καθημερινές και Κυριακές), αλλά υπολόγισε εσφαλμένα μεγαλύτερο αριθμό ημερών υπερωριακής του απασχόλησης (433 καθημερινές, 89 Σάββατα, 26 αργίες και 89 Κυριακές αντί του ορθού 414 καθημερινές, 77 Σάββατα, 22 αργίες και 70 Κυριακές), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός (δεύτερος) λόγος της έφεσης της εναγόμενης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία.

7. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε επικουρικά πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές και επαναλαμβανόμενες ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων, σε συνέχεια προηγούμενων ναυτολογήσεών του στο άνω πλοίο της, οπότε κάθε φορά συμφωνούσαν να εισπράττει κλειστό μισθό, εντελώς ανεξάρτητο από την άνω λήξασα ΣΣΝΕ έτους 2010, ναυτολογήθηκε την 24-8-2019 στο ίδιο πλοίο, συμφωνώντας για άλλη μια φορά να εισπράττει κλειστό μισθό, που αυτή τη φορά έφθανε το ποσό των 1.500,00 ευρώ μηνιαίως και υπηρέτησε σ’ αυτό επί μακρό χρονικό διάστημα και μέχρι την 5-11-2021, εισπράττοντας τον παραπάνω κλειστό μισθό, χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά και να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, αντίθετα, ελάμβανε επιπρόσθετα την οικειοθελή παροχή της ως εργοδότριας, ποσού 300,00 ευρώ μηνιαίως, για να καλύπτει οικογενειακές ανάγκες του και υπέγραψε ανεπιφύλακτα και την από 4-11-2021 δήλωσή του ότι δεν διατηρεί καμία αξίωση εναντίον της και  δέχεται να απολυθεί αμοιβαία συναινέσει. Ο ισχυρισμός της αυτός, ο οποίος προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν με βάση την ειδικά συμφωνηθείσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, όπως εκτίθεται και στην άνω υπ’ αριθ. 5 παράγραφο, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν οι νόμιμες αξιώσεις του για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και για αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα την ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού ή στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών του, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω πάντως η εναγόμενη δεν επικαλείται καν ότι εξέδιδε αναλυτικές μηνιαίες καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος ναυτικού και μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο τρίτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

8. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και δη τόσο ως προς τα προσβαλλόμενα με την έφεσή του κεφάλαια, όσο και ως προς τα λοιπά κεφάλαια αυτής που δεν προσβλήθηκαν με την έφεση, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Α.Π. 1279/2004, ΕλλΔνη 2005, 141, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαία δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) [εφόσον αρμόδια (άρθρα 19 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του ν. 3816/1958 περί ΚΙΝΔ και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία η από 23-12-2021 και με ΓΑΚ 10.646/23-12-2021 και ΕΑΚ 4924/23-12-2021 αγωγή κατά την κύρια βάση της από έγκυρη σύμβαση ναυτικής εργασίας [κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648επ, 653, 655, 904 επ, 340, 341 εδάφ. α’, 345 εδάφ. α’, 346 Α.Κ. 53, 54, 57, 60, 72 και 75 του ν. 3816/1958 περί ΚΙΝΔ και της Σ.Σ.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κόρων κ.ο.χ. του έτους 2010, όπως αυτή κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.7/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (Φ.Ε.Κ. Β’, 1187/9.6.2011), σε συνδυασμό και με αυτές που αναφέρθηκαν στην υπ’ αριθ. 4 ανωτέρω νομική σκέψη και Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 584,58 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε διαφορές νόμιμων αποδοχών του για την εργασία του στο πλοίο «ΚΔ») και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει ποσό 24.930,20 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση στο ίδιο πλοίο), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας της απόλυσής του [ήτοι από την 6-11-2021, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ. – Α.Π. 493/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)]. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικά προς αυτήν, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικας Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 11-4-2023 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤ. ……/11-4-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ. ………/26-4-2023 έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 598/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 23-12-2021 και με ΓΑΚ …../23-12-2021 και ΕΑΚ ………../23-12-2021 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το  ποσό των πεντακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (584,58) και αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται ακόμη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα ευρώ και είκοσι λεπτών (24.930,20), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από 6-11-2021 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 22 Φεβρουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ