Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 104/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    104/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία, ως έχει σήμερα: «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ), σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 3329/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27ν. 4771/2021 και ισχύει που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, ………, νομίμως εκπροσωπούμενου, με ΑΦΜ …….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τις  πληρεξούσιές του δικηγόρους Παρασκευή Γεωργίου και Σταυρούλα Αλικάκου, (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ: 1. ……….. (1η ενάγουσα)

  1. ……….. (2η ενάγουσα)
  2. ……… ( 4ος ενάγων)
  3. ……… (6ος ενάγων)
  4. ……. (7ος ενάγων)
  5. ……. (8η ενάγουσα)
  6. …….. (9ος ενάγων)
  7. ……… (10ος ενάγων)
  8. …….. (11 ος ενάγων)
  9. ……. (12η ενάγουσα)
  10. …….. (13ος ενάγων)
  11. ………. (14ος ενάγων)
  12. ……. (15η ενάγουσα)
  13. ……. ( 16η ενάγουσα)
  14. ……… (17ος ενάγων)
  15. ………. (18η ενάγουσα)
  16. ………. (19ος ενάγων)
  17. …….. (20ηενάγουσα)
  18. …….. (21ος ενάγων)
  19. …………. (25ος ενάγων)
  20. ……………… (26η ενάγουσα)
  21. …………. (28η ενάγουσα)
  22. ……………. (29ος ενάγων)
  23. …………… (30ος ενάγων)
  24. ………… (31ος ενάγων)
  25. …………….. (32ος ενάγων)
  26. …………… (33η ενάγουσα)
  27. …………….. (37η ενάγουσα)
  28. …………… (38η ενάγουσα)

30……………. (40ος ενάγων)

  1. ……………. (41ος ενάγων)
  2. ……………….. (42η ενάγουσα)
  3. ……………. (43η ενάγουσα)
  4. …………….. (44ος ενάγων)
  5. ………………. (46η ενάγουσα)
  6. …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ιωάννη Τουτζιαράκη, (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) (ΔΕ Τουτζιαράκης Γιάννης και Συνεργάτες – Δικηγορική Εταιρία).

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 15-5-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης αγωγής ………./2020, η οποία επανέρχεται προς συζήτηση με την από 4-3-2022 κλήση τους με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου κλήσης ………../2022 ύστερα από την έκδοση της με αριθμό 980/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο ανέστειλε την έκδοση απόφασης ως προς τους καλούντες ενάγοντες, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επί του παραπεμφθέντος σε αυτή νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 26-5-2022 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών  και εκδόθηκε η με αριθμό  3580/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………/2022 έφεσή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. …………/2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 3580/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου  αγωγής …………/2020 του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 29-11-2022 (βλ. την από 29-11-2022 κοινοποίηση του Δικαστικού Επιμελητή …………..), η δε έφεση ασκήθηκε στις 28-12-2022(βλ. την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης ……../2022 της γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς).  Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή (άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης αγωγής ………/2020 οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι ιατροί με τις αναφερόμενες στην αγωγή τους ειδικότητες έκαστος, απασχολούμενοι κατά το παρελθόν στο Ι.Κ.Α. με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 του νόμου 4238/2014 μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στο εναγόμενο την 31-12-2014 στο οποίο έκτοτε απασχολούνται. Ότι μετά την ανωτέρω ένταξη τους το εναγόμενο τους κατέβαλε αποδοχές υπολειπόμενες των οφειλόμενων, περικόπτοντας αντισυνταγματικά και κατά παράβαση της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. και των αρχών της αναλογικότητας και ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη, δυνάμει του ν.4093/2012 και ν.4472/2017, το μισθό τους και τα οφειλόμενα σε αυτούς επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενου επί του βασικού μισθού του Επιμελητή Α΄ αντί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, με αποτέλεσμα να προκύπτουν μισθολογικές διαφορές μεταξύ των καταβληθεισών και καταβλητέων μηνιαίων αποδοχών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι σε κάθε περίπτωση, οι καταβλητέες μέχρι την έναρξη του ν.4472/2017 αποδοχές τους, δίχως τις περικοπές του ν.4093/2012, πρέπει να καταβάλλονται σ’ αυτούς ως προσωπική διαφορά. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν α)κυρίως επικαλούμενοι την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 4093/2012 και ν.4472/2017, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται το εναγόμενο να καταβάλει σε έκαστο εξ’ αυτών τις διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 για τους με αριθμό 1-34 ενάγοντες και από 1-1-2018 για τους με αριθμό 35-47 εξ’ αυτών έως τις 30-6-2021(πιθανή ημερομηνία εκδίκασης της αγωγής) και ειδικότερα 73.992,96 ευρώ στην πρώτη, 75.550,40 ευρώ στην δεύτερη, 73.433,52 ευρώ στον τέταρτο, 71.705,52 ευρώ στον έκτο,74.100,96 ευρώ, στον έβδομο, 78.278,40 ευρώ στην όγδοη ενάγουσα, 59.540,40 ευρώ στον ένατο,73.433,52 ευρώ στον δέκατο,73.992,96 ευρώ στον ενδέκατο, 76.388,40 ευρώ στην δωδέκατη, 61.646,40 ευρώ στον δέκατο τρίτο , 73.433,52 ευρώ στον δέκατο τέταρτο, 77.053,68 ευρώ στην δέκατη πέμπτη, 58.415,04 ευρώ στην δέκατη έκτη,73.433,52 ευρώ στον δέκατο έβδομο,77.053,68 ευρώ στην δέκατη όγδοη, 75.325,68 ευρώ στον δέκατο ένατο,78.278,40 ευρώ στην εικοστή,77.053,68 ευρώ στον εικοστό πρώτο, 61.646,40 ευρώ στον  εικοστό τέταρτο, 72.930,24 ευρώ στον εικοστό πέμπτο, 73.433,52 ευρώ στην εικοστή έκτη, 73.433,52 ευρώ στην εικοστή όγδοη,73.992,96 ευρώ στον εικοστό ένατο, 70.480,80 ευρώ στον τριακοστό, 73.992,96 ευρώ στον τριακοστό πρώτο, 75.325,68 ευρώ στον τριακοστό δεύτερο, 78.278,40 ευρώ στην τριακοστή τρίτη, 37.236,78 ευρώ στον τριακοστό έκτο, 38.577,42 ευρώ στην τριακοστή έβδομη, 37.149,42 ευρώ στην τριακοστή όγδοη, 41.265,42 ευρώ στον τριακοστό ένατο, 39.921,42 ευρώ στον τεσσαρακοστό, 37.233,42 ευρώ στον τεσσαρακοστό πρώτο, 43.350,30 ευρώ στην τεσσαρακοστή δεύτερη, 49.216,86 ευρώ στην τεσσαρακοστή τρίτη, 49.216,86 ευρώ στον τεσσαρακοστό τέταρτο, 50.169,42 ευρώ στην τεσσαρακοστή έκτη, 38.577,42 ευρώ στον τεσσαρακοστό έβδομο, επικουρικά στην περίπτωση που κριθούν συνταγματικές οι περικοπές των μισθών τους δυνάμει του ν.4472.2017 να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται το εναγόμενο να τους καταβάλλει ως προσωπική διαφορά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά για έκαστο εξ’ αυτών,  όλα δε τα ανωτέρω ποσά από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής καθώς επίσης να καταδικαστεί το εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής τους δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών-διαφορών αντιμωλία των διαδίκων αφού έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα για την εκδίκαση της, την έκρινε εν μέρει νόμιμη και την απέρριψε για τον 24 ον ενάγοντα, τον 36 ον και τον 39 ον των εναγόντων, ενώ δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη για τους λοιπούς ενάγοντες. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ……../2023 έφεση της παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν παραπονείται ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ελλείψει δικαιοδοσίας διότι οι ενάγοντες μετά την αξιολόγηση και ένταξη τους σε θέσεις κλάδων ιατρών Ε.Σ.Υ. αυτοί συνδέονται με το εναγόμενο με σχέση δημοσίου δικαίου και όχι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠΟΛΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)… γ)… Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Εξ άλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν.1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. θ` του Ν.1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ.3 του Ν.2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως “αποδοχές”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Απ` αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α ή τα Ν.Π.Δ.Δ, όπως είναι η αναιρεσείουσα 1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής (άρθ. 1 παρ. 2 του Ν.3329/2005), με σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 22/2016, ΑΠ 1340/2014, ΑΠ 1635/2012). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α – δ του Ν. 4238/2014″Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις” (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι “Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…”, ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι “οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης”. Κατ` εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο “Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε”, όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται / μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α` 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. (2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. (3). Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. (4). Οι πράξεις μετάταξης / μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί / οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του Ν.3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011(ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), όπως στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν.4238/2014. Επίσης, με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης / μεταφοράς το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό / οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Τέλος με το άρθρο 25 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης ιατρών και κατάταξης αναλόγως της προϋπηρεσίας του έχοντος μεταταχθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ιατρικού προσωπικού στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α` ή Επιμελητή Β`, προκειμένου αυτό να ενταχθεί στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. Επομένως ναι μεν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών /οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρών και οδοντίατρων, που είχαν ήδη μεταταχθεί / μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, πλην όμως καμία από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν προβλέπει ρητώς τη μετατροπή των οργανικών θέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ως άνω ιατρών / οδοντιάτρων [οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν με σχέση ιδιωτικού δικαίου αρχικά στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ακολούθως εντάχθηκαν κατά τα ανωτέρω σε μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας των ΔΥΠε], σε μόνιμες οργανικές θέσεις ιατρών / οδοντιάτρων δημοσίου δικαίου, μετά την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. για τη σύσταση των οποίων (μόνιμων θέσεων) άλλωστε απαιτείται ειδική νομοθετική πρόβλεψη, κατά το άρθρο 103 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος. Αντιθέτως η διάταξη του άρθρου 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014 ρητώς ορίζει ότι η ως άνω μετάταξη / μεταφορά των ιατρών / οδοντιάτρων (μόνιμων και ΙΔΑΧ) λαμβάνει χώρα “με την ίδια εργασιακή σχέση” σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ήτοι για μεν τους μόνιμους σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου, για δε τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Για το λόγο αυτό άλλωστε η με αριθ. Γ.Π. οικ/18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν διαχώρισε αριθμητικά τις συσταθείσες 9.930 θέσεις σε θέσεις μόνιμου προσωπικού και σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, αφού κατά την έκδοσή της ήταν άδηλος ο αριθμός των ιατρών/ οδοντιάτρων – μόνιμων και Ι.Δ.Α.Χ. – που θα εντάσσονταν σε αντίστοιχες θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ.(ΑΠ 535/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης οι ενάγοντες και μετά την ένταξη τους εξακολουθούν να συνδέονται με το εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ως εκ τούτου τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς η οποία αφορά την καταβολή των μισθολογικών τους διαφορών από την εργασία τους ως ιατρών σε μονάδες υγείας του εναγόμενου. Μετά ταύτα ο πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσης περί έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν.4472/2017 που προβλέπουν το μισθολόγιο των εναγόντων.

Οι μόνιμοι ιατροί του ΕΣΥ τελούν υπό ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς σε σχέση προς τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ. απορρέει εμμέσως από την κατά το Σύνταγμα υποχρέωση του Κράτους για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς όλους τους πολίτες. Οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., από το έτος 2010 και μέχρι την αναδρομική από 1.8.2012 μείωση των αποδοχών τους που επήλθε με τις διατάξεις της περ. 27 της υποπαραγρ. Γ1 της παρ. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, υπέστησαν διαδοχικές μειώσεις στις αποδοχές τους. Οι διατάξεις των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο θεσμοθετήσεως εξ υπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και στις αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως αυτών, της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Η πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ανωτέρω στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας έχει ως συνέπεια την αναβίωση των ειδικών μισθολογικών ρυθμίσεων που ίσχυαν πριν την 1.8.2012. (βλ. ΟΛ. ΣΤΕ 1408/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ)

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα ο δεύτερος λόγος έφεσης του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι ως προελέχθη ανωτέρω οι διατάξεις των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο θεσμοθετήσεως εξ υπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και στις αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως αυτών, της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε με την εκκαλούμενη για τις διαφορές των αποδοχών των εφεσίβλητων το ποσό των 35 ευρώ σε έκαστο εξ’ αυτών ως οικογενειακή παροχή. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος κατ’ άρθρο 525 ΚΠΟΛΔ διότι δεν έχει υποβληθεί ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με τις προτάσεις του εναγόμενου σχετική ένσταση που να αμφισβητεί το ποσό της οικογενειακής παροχής με ρητή αναφορά του ποσού που αμφισβητεί ή άλλως το ποσό που κατ’ αυτό οι ενάγοντες έπρεπε να λαμβάνουν ως οικογενειακή παροχή. Πιο συγκεκριμένα με τις προτάσεις του το εναγόμενο αμφισβητεί το νόμω βάσιμο της προσωπικής διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 155 το ν.4472/2017 που λάμβαναν οι ενάγοντες πλην αυτό δεν προβαίνει σε ρητή αμφισβήτηση του ποσού της καταβληθείσης από το ίδιο οικογενειακής παροχής το οποίο και εν προκειμένω αμφισβητεί. Συνεπώς δεδομένου ότι δεν έχει υποβληθεί ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετική ένσταση προκειμένου αυτό να αποτελέσει αντικείμενο δίκης και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο πρέπει ως προελέχθη ανωτέρω ο σχετικός λόγος έφεσης να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν εκθέτει ότι εσφαλμένα υπολογίστηκε το χρονοεπίδομα με βάση το βασικό μισθό του Πρωτοδίκη και την συνολική προϋπηρεσία εκάστου των εναγόντων και επιδίκασε τα αντίστοιχα ποσά καθόσον το οφειλόμενο χρονοεπίδομα του άρθρου 44 ν.3205/2003 υπολογίζεται με βάση τον βασικό μισθό του βαθμού που έκαστος των εναγόντων κατέχει και όχι με βάση τον βασικό μισθό του Πρωτοδίκη. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αυτό διότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε το χρονοεπίδομα με βάση το άρθρο 30 του ν.3205/2003 και πάντα με τους βασικούς μισθούς των εφεσίβλητων όπως ίσχυαν πριν τον νόμο 4093/2012 δηλαδή όπως ίσχυαν με τα άρθρα 6 το ν.3754/2009 και 55 παρ.2 του ν. 3918/2011 σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα.(βλ. Μ.ΕΦ.ΑΝ.ΚΡΗΤΗΣ 59/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ.ΕΦ. ΠΕΙΡ.224/2021,  Μ.ΕΦ. ΠΑΤΡΩΝ 447/2021, Μ.ΕΦ. ΑΘ. 3086/2020, Μ.ΕΦ. ΛΑΡΙΣΣΑΣ 288/2018 προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους).

Με το άρθρο μόνο του Π.Δ/τος 437/1977 (ΦΕΚ Α 134), εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του Ν.Δ/τος 496/1974 “περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” (ΦΕΚ Α 204), οι υπαγόμενοι στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών ασφαλιστικοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ΙΚΑ (άρθρο 11 του Α.Ν.1846/1951). Κατόπιν αυτού, δεν έχουν εφαρμογή επί των κατά του ΙΚΑ απαιτήσεων οι περί παραγραφής διατάξεις του ως άνω Ν.Δ/τος 496/1974 και ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 αυτού, που προβλέπει διετή παραγραφή των μισθολογικών αξιώσεων κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Και τούτο διότι η παραγραφή ρυθμίζεται από την ειδική διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 40 του Α.Ν. 1846/1951″Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων” (ΦΕΚ Α 179), όπως η παράγραφος 6 αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 15 του Ν. 4476/1995 και στη συνέχεια με το άρθρο 7 του Ν.825/1978, η οποία στο τελευταίο εδάφιό της ορίζει ότι “πάσα άλλη (εκτός ορισμένων απαιτήσεων περί των οποίων δεν πρόκειται ενταύθα) οιαδήποτε κατά του ΙΚΑ απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν”. Στις εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνονται επομένως και οι απαιτήσεις εκ καθυστερουμένων αποδοχών των υπαλλήλων του ΙΚΑ κατ` αυτού. Η πενταετία αυτή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, κατά τον κανόνα του άρθρου 251ΑΚ ΑΠ 382/2018, 696/2015, 341/1990). Επισημαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 90 παρ 3 του Ν. 2362/1995″Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α 247) που προβλέπει διετή παραγραφή των μισθολογικών αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου από τη γέννησή τους (ανεξαρτήτως της αιτίας γέννησης αυτών) δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, διότι με αυτήν ρυθμίζεται η παραγραφή των πιο πάνω αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου μόνο και δεν αφορά την παραγραφή των αξιώσεων κατά του ΙΚΑ, καθότι όπου ο νομοθέτης θέλησε να εξομοιώσει το ΙΚΑ με το Δημόσιο το έπραξε με ρητές διατάξεις (ΑΠ 25/2018, 121/2016, 296/2013, 1655/2010, 341/1990, ΣτΕ 1297/2011, 199/2007). Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ΑΝ 1846/1951 με την οποία προβλέπεται ότι το ΙΚΑ απολαμβάνει όλων των ατελειών και προνομίων, δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών, σαν να είναι το ίδιο το Δημόσιο, αφού έναντι αυτής υπερισχύει η ειδική ρύθμιση του άρθρου 40 παρ. 6 του ιδίου νόμου (ΑΝ1846/1951) που ρυθμίζει ειδικά τα της παραγραφής αξιώσεων κατά του ΙΚΑ ή από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.3210/1955, με την οποία προβλέπεται ότι το ΙΚΑ απολαύει όλων των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου και επ` αυτού ως ενάγοντος ή εναγόμενου εφαρμόζονται όλες οι εκάστοτε ισχύουσες για το Δημόσιο διαδικαστικές διατάξεις του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου και της πολιτικής δικονομίας, η οποία ως εκ του περιεχομένου της δεν αφορά ουσιαστικά προνόμια, όπως η συντομότερη παραγραφή (ΑΠ 25/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης το εκκαλούν παραπονείται ότι  εκκαλουμένη παρά το νόμο δέχθηκε ότι οι κατά αυτού μισθολογικές αξιώσεις των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή και όχι σε διετή και απέρριψε την προταθείσα ένσταση παραγραφής. Ειδικότερα με τον σχετικό λόγο το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. υποστηρίζει ότι, εφόσον η ΔΥΠΕ Πειραιά και Αιγαίου εξομοιώνεται με το Δημόσιο ως προς τα οικονομικά και δικονομικά του προνόμια (άρθρα 19 παρ. 1 του Α.Ν 1846/1951 και 5 του Ν.3210/1955), εξυπακούεται ότι απολαμβάνει και του (οικονομικού) προνομίου της διετούς παραγραφής των κατά του Δημοσίου εξ αποδοχών αξιώσεων των υπαλλήλων του, που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 48 νδ.496/1974. Ωστόσο, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο ότι οι κατά του εκκαλούντος ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΔΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου που αφορά απαιτήσεις από μισθολογικές αξιώσεις των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων υπόκεινται σε πενταετή και όχι σε διετή παραγραφή ορθά, κατά τη μείζονα σκέψη, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση, διότι στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με την επωνυμία ΔΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου αποτελεί οιονεί καθολικό διάδοχο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στον οποίο μεταβιβάστηκαν όλες οι εργασιακές σχέσεις, οι διατάξεις που ρύθμιζαν τις εργασιακές σχέσεις των εναγόντων ιατρών και οι τυχόν αξιώσεις από την εργασιακή τους σχέση, οι οποίες μεταφέρθηκαν όπως ακριβώς είχαν στο εναγόμενο με αποτέλεσμα οι σε βάρος του απαιτήσεις να παραγράφονται μετά από πενταετία(άρθρα 40 παρ.6 αν 846/1951, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 το ν.4475/1951 και στη συνέχεια με το άρθρο 7 ν.825/1978 τελευταίο εδάφιο) και, συνεπώς, ο παραπάνω λόγος, καθ` ο μέρος βάλλει κατά της εκκαλούμενης απόφασης να είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης του το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκαν χρηματικά ποσά στους ενάγοντες για το χρονικό διάστημα από τις 3-6-2020 έως τις 30-6-2021 διότι στις 3-6-2020 με την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο και μετέπειτα δεν υπήρχε το άμεσο έννομο συμφέρον για την θεμελίωση των αξιώσεων τους την παραπάνω χρονική περίοδο. Ειδικότερα εκθέτει ότι η ανωτέρω χρονική περίοδο αφορά όχι παρούσες έννομες σχέσεις των εναγόντων αλλά μέλλουσες.

Η αναγνωριστέα έννομη σχέση μπορεί να προεκτείνει χρονικά και προς το μέλλον, σε κάθε όμως περίπτωση για την αναγνώριση ύπαρξης (ή ανυ­παρξίας) μελλοντικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 69 ΚΠΟΛΔ η οποία δεν παρέχει δικαστική προστασία για έννομες σχέσεις μελλοντικές και αβέβαιες ούτε, εξάλλου, χωρεί προληπτική δικαστική προστασία, όταν το δι­καστήριο μόνο στο μελλοντικό χρονικό σημείο μπορεί να έχει τα, κατά ουσιαστικό δίκαιο, απαραίτητα στοιχεία προς σχημα­τισμό της κρίσης του, δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος για την ίδρυση της έννομης σχέσης είναι ο χρόνος συζήτησης της αγω­γής (βλ. Νίκα, σε: Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία, 2000, τ. I., υπό άρθρο 69, πρβλ. ΑΠ 1673/2009, ΑΠ 265/1987, ΕφΑθ 1312/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον των εναγόντων πρέπει να υπάρχει κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δηλαδή την στιγμή που εκφωνείται η υπόθεση και αρχίζει η κατ’ ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης όπως ειδικότερα αναλύθηκε στην μείζονα σκέψη της παρούσης η οποία και υπήρχε στις 1-2-2021 χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………/2020 ως προς τον 24 ον, τον 36 ον και τον 49 ον των εναγόντων και δέχτηκε την αγωγή εν μέρει για τους λοιπούς ενάγοντες ορθά εφάρμοσε τον νόμο. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι έφεσης που συνίστανται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους στο σύνολο τους (άρθρο 179 ΚΠΟΛΔ) λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό …………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 3580/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακές-εργατικές διαφορές). Συμψηφίζει εν όλω την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 5 Μαρτίου  2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ