Aριθμός 112 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, εάν ελλείπει οποιαδήποτε προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης και ιδίως εάν η έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει ως απαράδεκτη αυτή και αυτεπαγγέλτως (ΕφΛαρ 302/12 Νόμος). Στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως προς την προθεσμία της έφεσης και το χρόνο έναρξης αυτής, ορίζεται ότι αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες, ενώ αν διαμένει στο εξωτερικό ή έχει άγνωστη διαμονή, η προθεσμία αυτή είναι εξήντα ημέρες και αρχίζει, και στις δύο περιπτώσεις, από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Με τις διατάξεις αυτές επιδιώκεται η εξισορρόπηση των αντίθετων συμφερόντων αφ’ ενός του νικήσαντος διαδίκου, που έχει λόγο να επιθυμεί την άπρακτη πάροδο μιας σχετικά σύντομης προθεσμίας, προκειμένου να λήξει η σχετική αβεβαιότητα και να καταστεί τελεσίδικη μια δικαστική απόφαση ευνοϊκή γι’ αυτόν και αφ’ ετέρου του ηττηθέντος διαδίκου, που έχει ανάγκη από ευλόγως επαρκή χρόνο για να αποφασίσει και να προετοιμάσει την άσκηση ενός ενδίκου μέσου, ικανού να αποτρέψει τη διατήρηση μιας δικαστικής διάγνωσης δυσμενούς για τον ίδιο. Με τη σκέψη, λοιπόν, ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών είναι ικανοποιητική ως χρόνος αναμονής του νικήσαντος και προετοιμασίας του ηττηθέντος, εφ’ όσον η διαμονή του τελευταίου βρίσκεται στην ημεδαπή, θεωρήθηκε ότι το γεγονός της διαμονής του εκκαλούντος στην αλλοδαπή θα πρέπει να οδηγήσει στο διπλασιασμό της εν λόγω προθεσμίας. Σύμφωνα με τους σκοπούς της διάταξης, κριτήριο προσδιορισμού της προθεσμίας είναι ο τόπος διαμονής του εκκαλούντος κατά την ημέρα επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού από αυτόν και από την εγγύτητά του προς τον τόπο ενέργειας εξαρτάται το εύλογο του χρόνου που απαιτείται για την άσκηση της έφεσης. Η κατοικία του ιδίου κατά την ίδια χρονική στιγμή είναι αδιάφορη (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις έκδ. β’ [1979] παρ. 192). Ως διαμονή, όμως, για τον καθορισμό της προθεσμίας αυτής, δεν πρέπει να θεωρηθεί η εντελώς πρόσκαιρη ή ευκαιριακή, αλλά αυτή που εμφανίζει κάποια διάρκεια ή σταθερότητα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 518 αρ. 4). Και στην περίπτωση που ο εκκαλών έχει κατοικία, δηλαδή τόπο κύριας και μόνιμης εγκατάστασης (ΑΚ 51), στην ημεδαπή, αλλά παράλληλα ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στην αλλοδαπή με συνέπεια να διαμένει κατά διαστήματα και εκεί, αποβαίνει σημαντικό το να καθορισθεί κατά πόσο η διαμονή αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό λόγο επιμήκυνσης της προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης ή προβάλλεται προσχηματικός για να δικαιολογήσει την αναποφασιστικότητα ή την ολιγωρία του εκκαλούντος ή του δικαστικού πληρεξουσίου αυτού (ΕφΛαρ 238/07, ΕφΘεσ 284/89 δημ. Νόμος).
Οι κρινόμενες με αριθμούς …….. και ……. εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 4387/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της με αριθμό ……. αγωγή της εφεσίβλητης κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού η προθεσμία άσκησης εφέσεως όπως προεκτέθηκε για νομικά πρόσωπα που εδρεύουν στο εξωτερικό είναι εξήντα ημέρες και δεν προέκυψε ότι όλως προσχηματικά οι εκκαλούσες έχουν έδρα στο εξωτερικό και συνεπώς πρωτίστως αβασίμως η εφεσίβλητη παραπονείται με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της ως προς τη δεύτερη από τις προαναφερόμενες εφέσεις ότι έχει παρέλθει η τριακονθήμερη προθεσμία από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι νομίμως η εκκαλούσα εναγομένη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν έστρεψε την έφεση της κατά της προσθέτως παρεμβαίνουσας που δεν είναι αντίδικος της πλην όμως της κοινοποίησε το δικόγραφο της εφέσεως για το παραδεκτό της συζήτησης δεδομένου ότι στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα, είτε εκούσια, είτε μετά από προσεπίκληση, αφού με την παρέμβαση δεν καθίσταται διάδικος (ΜΕφΠ 501/2015 δημ. Νόμος) και ότι η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος επέχει θέση κλήτευσής του για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 § 3, 82 εδ. γ`, 502, 517,558 και 271 του ΚΠολΔ, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση (βλ. Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, Δ` έκδοση, § 336 επ., Ν. Νίκα: Πολιτική Δικονομία, τομ. I, § 29 αριθ. 10, Μιχαήλ Μαργαρίτη: Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 517, σημ. 10, άρθ. 81 σημ. 8, ΑΠ 18/2008 Δ 2008 σ. 654, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ 2013 σ. 1115, ΕφΠατρ 401/2009 ΑχΝομ 2010 σ. 340). Επιπλέον παραδεκτά η δικαιούμενη στην άσκηση εφέσεως προσθέτως παρεμβαίνουσα της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ) απευθύνθηκε με την έφεση της τόσο κατά της εκκαλούσας εναγομένης όσο και κατά της εφεσίβλητης ενάγουσας. Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος δεδομένου ότι για το παραδεκτό της με αριθμό …….. εφέσεως κατατέθηκε το με αριθμό …….. ηλεκτρονικό παράβολο ύψους 100 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016), ενώ για το παραδεκτό της με αριθμό ……. εφέσεως κατατέθηκε το με αριθμό ……. ηλεκτρονικό παράβολο ύψους 100 ευρώ και να συνεκδικαστούν κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246 και 524 του ΚΠολΔ).
Με τη με αριθμό ……… αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη εταιρεία µε την επωνυµία «…….», η οποία µετονοµάσθηκε σε «……», εξέθετε ότι δραστηριοποιείται επαγγελµατικά στον κλάδο της οργάνωσης ταξιδιών και της πώλησης αεροπορικών και πάσης φύσεως εισιτηρίων και ότι η ήδη εκκαλούσα εναγοµένη είναι από τις 26-9-2016 πλοιοκτήτρια του υπό σηµαία Παναµά πλοίου «F.M.» µε ΙΜΟ …….. Κ.Ο.Χ. 14.397 και διεθνές διακριτικό σήµα ……. νηολογίου κατά το χρόνο της µεταβίβασης Λιβερίας και έκτοτε νηολογίου Παναµά, το οποίο εκµεταλλεύεται διενεργώντας µεταφορές έναντι ναύλων. Ειδικότερα, ότι η ήδη εκκαλούσα εναγοµένη απέκτησε την κυριότητα του εν λόγω πλοίου δυνάµει της από 26-9-2016 σύµβασης αγοραπωλησίας που συνήψε µε την µέχρι τότε πλοιοκτήτρια «………», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη … της … αλλά στην πραγµατικότητα στην … και ότι µέχρι το χρόνο της µεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου διαχειρίστρια αυτού ήταν η εταιρεία «……..», η οποία εδρεύει στις …… αλλά έχει εγκαταστήσει νόµιµα γραφείο στην … Ότι κατά το χρόνο της µεταβίβασης του πλοίου αυτή (η ενάγουσα) διατηρούσε απαίτηση κατά της πωλήτριας εταιρείας ύψους 23.740 ευρώ κατά κεφάλαιο που προερχόταν από τη µη πληρωµή αεροπορικών εισιτηρίων για τη µετάβαση των µελών του πληρώµατος του πλοίου σε διάφορα λιµάνια, καθώς δυνάµει συµβάσεων πώλησης αεροπορικών εισιτηρίων που καταρτίστηκαν στην Αθήνα µεταξύ της ιδίας και της προαναφερθείσας διαχειρίστριας του πλοίου, που ενεργούσε στο όνοµα και για λογαριασµό της µέχρι τότε πλοιοκτήτριας «…….», αυτή (η εφεσίβλητη) πώλησε και παρέδωσε τα αναλυτικά αναφερόµενα στην αγωγή κατά δικαιούχο, προορισµό και ηµεροµηνία εκδόσεως αεροπορικά εισιτήρια εκδίδοντας παράλληλα τα σχετικά τιµολόγια πώλησης τα οποία ήταν πληρωτέα εντός 30 ηµερών από την έκδοσή τους, συνολικής αξίας κατά κεφάλαιο 23.740 ευρώ. Ότι τέλος κατά το χρόνο της από 26-9-2016 µεταβίβασης του πλοίου στην ήδη εκκαλούσα εναγοµένη από την δικαιοπάροχό της, αυτή γνώριζε ότι το πλοίο αποτελεί επιχείρηση κατά το άρθρο 479 ΑΚ και το µοναδικό, άλλως το σηµαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της δικαιοπαρόχου της «……..» και εποµένως ότι και η ίδια (η εναγοµένη) θα ευθύνετο για την ένδικη απαίτηση ύψους 23.740 ευρώ κατά κεφάλαιο, η οποία είχε συµφωνηθεί να καταβληθεί στην Αθήνα σε λογαριασµό που διατηρεί η εφεσίβλητη στην τράπεζα HSBC. Με βάση τα ιστορικό αυτό η ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγοµένη ήδη εκκαλούσα µε προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει το ποσό των 23.740 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την εποµένη ηµέρα της δήλης ηµέρας των ένδικων τιµολογίων άλλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής και µέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης που εμφάνιζε στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω της έδρας της εναγομένης στην αλλοδαπή και τη θεμελίωσε στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 4 και 63 του Κανονισµού (ΕΚ) 1215/2012 που αντικατέστησε τον Κανονισµό (ΕΚ) 44/2001 του Συµβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις», στον οποίο έκρινε ότι καθιερώνεται ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγοµένου και τίθενται διαζευκτικά ως κριτήρια για την έδρα που έχει το νοµικό πρόσωπο :η καταστατική έδρα ή η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση του νοµικού προσώπου. Κατέληξε δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του για το λόγο ότι πέραν της έδρας της ήδη εφεσίβλητης στην …. Αττικής, στην Αθήνα βρισκόταν υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η κεντρική διοίκηση της δικαιοπαρόχου της εναγοµένης εκκαλούσας, δηλαδή της προσθέτως παρεμβαίνουσας πωλήτριας του πλοίου, επειδή στην Αθήνα ασκείτο η διαχείριση του ενδίκου πλοίου και λαµβάνονταν οι επιχειρηµατικές αποφάσεις. Επιπλέον θεώρησε ως ενισχυτικό στοιχείο για την κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πλοίο, που κατά τα εκτιθέµενα στην αγωγή αποτελούσε το µοναδικό περιουσιακό στοιχείο της αλλοδαπής εναγοµένης ήδη εκκαλούσας (µε την επωνυµία πλέον «B.V.»), ναυλοχούσε στο λιµάνι της Ελευσίνας κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Τέλος έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ενοχές από την εκ του άρθρου 479 ΑΚ αξίωση ιδρύουν σωρευτική αναδοχή χρέους οπότε η ευθύνη του νέου οφειλέτη είναι ίδια µε εκείνη του παλαιού οφειλέτη που συµβλήθηκε µε τον δανειστή και ακολούθως ότι συντρέχει η δωσιδικία της δικαιοπραξίας και επομένως των διαδοχικών συµβάσεων πωλήσεων εισιτηρίων που σύμφωνα με τα όσα εκτίθονταν στην αγωγή ήταν η Αθήνα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ακολούθως έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, ενώ εφαρμοστέο ως προς την αγωγή έκρινε το ελληνικό δίκαιο σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Κανονισµού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Koινoβoυλίου και του Συµβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρµοστέο δίκαιo στις συµβατικές ενοχές (Ρώµη Ι). Ειδικότερα έκρινε ότι το ελληνικό δίκαιο πρέπει να εφαρμοστεί με βάση τις επικαλούμενες στην αγωγή περιστάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 25 του ΑΚ καθώς οι ενοχές από σύµβαση ρυθµίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συµβαλλόµενα µέρη. Στις πωλήσεις εισιτηρίων τα μέρη δεν όρισαν συγκεκριμένο εφαρμοστέο δίκαιο αλλά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι συμβάσεις συνδέονται στενότερα με την Ελλάδα διότι : α) οι συµβάσεις πωλήσεων των αεροπορικών εισιτηρίων καταρτίστηκαν στην Αθήνα µεταξύ της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης και της διαχειρίστριας του μεταβιβασθέντος πλοίου στην ήδη εκκαλούσα εναγομένη, β) η ενάγουσα πωλήτρια, η διαχειρίστρια του πλοίου αλλά και η αρχική πλοιοκτήτρια είχαν πραγµατική έδρα κατά τον χρόνο συνάψεως της συµβάσεως πώλησης στην Ελλάδα, εκπροσωπούµενες αµφότερες από Έλληνα υπήκοο (……….) και δη η µεν πρώτη στην … Αττικής, οι δε δεύτερες στην …, στην οδό ….. και γ) το τίμημα των εισιτηρίων συµφωνήθηκε να καταβληθεί σε ευρώ σε λογαριασµό της ενάγουσας που τηρούσε σε υποκατάστηµα τράπεζας στην Αθήνα. Η εναγοµένη ήδη εκκαλούσα αιτήθηκε τη συνεκδίκαση της αγωγής µε την από 13-12-2016 µε ΓΑΚ/ΕΑΚ : ….. προσεπίκλησή της µε την ενωµένη σε αυτή παρεµπίπτουσα αγωγή της κατά της πωλήτριας «………» και µε την από 22-2-2017 πρόσθετη παρέµβαση της «…….» υπέρ της ιδίας. Το δικόγραφο προσεπίκλησης με τη σωρευομένη παρεμπίτουσα αγωγή απορρίφθηκε διότι το εισαγωγικό δικόγραφο δεν φερόταν προς εκδίκαση, ούτε είχε προσδιοριστεί προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της συζήτησης της κύριας αγωγής, ενώ αντιθέτως η πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγομένης ήδη εκκαλούσας συνεκδικάστηκε με την αγωγή. Η αγωγή κρίθηκε ότι έχει έρεισμα στις διατάξεις τους ελληνικού δικαίου δηλαδή στα άρθρα 341, 346, 361, 472, 477, 479, 480, 513 επ. ΑΚ, 84 ΚΙΝΔ, και στη συνέχεια αυτή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και με δεδομένο ότι, όπως αναγράφεται στην εκκαλουμένη απόφαση, είχε καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά, υποχρεώθηκε η ήδη εκκαλούσα αγοράστρια του πλοίου να καταβάλει στην εφεσίβλητη ενάγουσα το ποσό των 12.380 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη η εναγομένη εκκαλούσα αγοράστρια του πλοίου και η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εκκαλούσα πωλήτρια του πλοίου για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον κρίθηκε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο και όχι το συμφωνηθέν αγγλικό στη σύμβαση μεταβίβασης του πλοίου λόγω αγοραπωλησίας. Αυτός είναι κοινός λόγος σε αμφότερα τα δικόγραφα εφέσεως ενώ επιπλέον η αγοράστρια του πλοίου παραπονείται ότι εσφαλμένη απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμος ο ισχυρισμός της ότι η γνωστοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης μετά τη μεταβίβαση του πλοίου δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος. Οι εκκαλούσες ακολούθως ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου διά το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) με έναρξη εφαρμογής την 17.12.2009 «1. Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβαση. 2. Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασης σε δίκαιο άλλο από εκείνο που τη διείπε προηγουμένως, είτε δυνάμει προηγούμενης επιλογής κατά το παρόν άρθρο είτε δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου που γίνεται μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει, κατά το άρθρο 11, το τυπικό κύρος της σύμβασης ούτε επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα τρίτων. 3. Όταν, κατά το χρόνο της επιλογής, όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα διαφορετική από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη, η επιλογή των μερών δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου αυτής της άλλης χώρας από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία. 4. Όταν, κατά τον χρόνο της επιλογής, όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε ένα ή σε περισσότερα κράτη μέλη, η επιλογή από τα μέρη εφαρμοστέου δικαίου άλλου από εκείνο κράτους μέλους δεν θίγει, όταν συντρέχει περίπτωση, την εφαρμογή διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτές εφαρμόζονται στο κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή, από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία…». Στο άρθρο 4 εισάγονται διατάξεις περί εφαρμοστέου δικαίου ελλείψει επιλογής και ειδικότερα «1. Ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 8, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση καθορίζεται ως εξής: α) η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του β) η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του…2. Όταν η σύμβαση δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1 ή όταν τα στοιχεία της σύμβασης καλύπτονται από περισσότερα του ενός από τα στοιχεία α) έως η) της παραγράφου 1, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του. 3. Όταν από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα με χώρα άλλη από εκείνη στην οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας.4. Εφόσον το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να καθορισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα.». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με το άρθρο 25 εδ. β` του ΑΚ συνάγονται τα εξής: Το κατά πόσον εκείνος, που με πράξη εν ζωή απέκτησε από τον άλλο περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο, καθίσταται αυτομάτως και σε ποια έκταση συνυπεύθυνος με τον παλαιό κτήτορα της περιουσίας ή επιχειρήσεως για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή επιχείρηση, διέπεται ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο που, εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών, συνδέεται στενότερα με αυτή τη σχέση και εντεύθεν αρμόζει σ` αυτή. Πρωτίστως πρέπει να αναφερθεί ότι η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο γίνεται με δήλωση βουλήσεως τους, ρητή ή σιωπηρή (ΕφΘεσ 2820/1990 Αρμ 45.1210). Περαιτέρω κατά, την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 10 του Αστικού Κώδικα αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκηση του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Τον ως άνω καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δεν μετέβαλε ο νόμος 791/1978 ο οποίος, με το μοναδικό του άρθρο 1 εισάγει, κατ` απόκλιση του γενικού κανόνος του ως άνω άρθρου 10 του ΑΚ, διαφορετική ρύθμιση, ειδικώς ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες και μόνον ως προς τα θέματα της συστάσεως και της ικανότητος δικαίου αυτών, αφού ορίζει ότι ταύτα θα διέπονται υπό το δικαίου της Πολιτείας στην περιοχή της οποίας ευρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους, και ότι είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται η πραγματική έδρα τους. Η πραγματική έδρα περιλαμβάνεται επομένως στα συνδετικά στοιχεία που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες που αναφέρθηκαν παραπάνω, έστω και αν αυτή είναι διαφορετική από την καταστατική τους έδρα, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Η ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου περί αυτόματης ευθύνης αυτού που με πράξη εν ζωή απέκτησε από τον άλλο περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο, για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή επιχείρηση, επομένως δεν διέπεται από το δίκαιο βάσει του οποίου κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως (λ.χ. πώληση), που είναι σύμφωνα με το άρθρο 3 κατ` αρχήν το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 591/ 2002 ΕΝΔ 30.306, ΕφΠειρ 94/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ, 2011, 721, ΕφΠειρ 548/2006, ΕφΠειρ 619/2003, ΕφΠειρ 97/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 94/2002 ΕΝΔ 30.286, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 30.389, ΕφΠειρ 573/2004 ΕΝΔ 2004.204, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΕφΠειρ 1195/1995 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Συμφώνα με το άρθρο 479 του ΑΚ, εκ της συμβατικής μεταβιβάσεως περιουσίας ή επιχειρήσεως δημιουργείται, παθητική σωρευτική εκ του νόμου αναδοχή των υφισταμένων μέχρι του χρόνου της μεταβιβάσεως χρεών του μεταβιβάζοντος μεταξύ αυτού και του αποκτώντος εις ολόκληρον, και ο δεύτερος ευθύνεται μέχρι της αξίας του μεταβιβαζόμενου περιουσιακού στοιχείου, εφ` όσον όταν αποκτούσε γνώριζε ότι το μεταβιβασθέν αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικώτερο μέρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν, λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, αυτός ου απέκτησε γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβασθείσα σ` αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικώτερο τμήμα αυτής. Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάστηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τοιαύτη, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει εξ αυτής της ιδίας της συμβάσεως και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαιτέρα επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 377/87 ΝοΒ 36.562, ΑΠ 424/95 ΕΝΔ 24.124, Εφ.Αθ. 33/2002, ΔΕΕ 2003.561, Εφ.Αθ. 1647/2002 ΕλλΔνη 2003.236, ΕφΑθ 3544/78 ΕΝΔ 6.384, ΕφΠειρ 87/95 ΕΝΔ 24.18, Γ. Μπαλή, Ενοχ. Δικ. Εκδ Γ παρ. 174 εδαφ. 7 παρ. 4, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ στο άρθρο 479 εδ. 14, 15, 21, 22, Σπυριδάκη, ΑΚ άρθρο 479 εδ. 67, Μιχαηλίδου-Νουάρου, ΕρμΑΚ άρθρο 479, 18α). Επιχείρηση αποτελεί και το εν λειτουργία πλοίο (βλ. ΑΠ 1129/83 ΝοΒ 32.667), τοσούτον δε καθ` όσον συνηθέστατος τύπος οργανώσεως της εκμεταλλεύσεως πλοίου είναι η εταιρεία, η έχουσα στην κυριότητα της εν μόνον πλοίο («μονοβάπορη») (Εφ.Πειρ. 176/1999 ΕΕμπΔ 1999.786). Το προαναφερόμενο άρθρο 479 ΑΚ, στηρίζεται στις γενικώτερες αρχές της συναλλακτικής ευθύτητος και της καλής πίστεως. Συγκεκριμένα οι δανειστές παρέχουν πίστη στον οφειλέτη εν όψει του ενεργητικού της περιουσίας του, στο οποίο υπολογίζουν δια την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους. Η διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ θεσπίζει περίπτωση σωρευτικής ex lege αναδοχής χρέους: Δεν προστίθεται στη θέση του αρχικού οφειλέτη ένας άλλος οφειλέτης χωρίς τη σύμπραξη του δανειστή, αλλά προστίθεται ένας νέος οφειλέτης (ο αποκτών) δίπλα στον αρχικό οφειλέτη (τον μεταβιβάζοντα). Η διασφάλιση του δανειστή δεν επιτυγχάνεται με τη διατήρηση της υπεγγυότητας του ενεργητικού ορισμένης περιουσίας, μεταβιβαζόμενης από τον αρχικό οφειλέτη σε κάποιο άλλο πρόσωπο, αλλά με τη δημιουργία μιας πρόσθετης προσωπικής οφειλής του αποκτώντος την επιχείρηση ή την περιουσία, ο οποίος, πάντως, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, υπέχει υποχρέωση ως εις ολόκληρον οφειλέτης, όχι απεριορίστως, αλλά μέχρι της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων (ευθύνη pro viribus, ήτοι ευθύνη δια της όλης ιδίας περιουσίας του αποκτώντος, αφού πρόκειται για σωρευτική ex lege αναδοχή χρέους – ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32 433, ΕφΠειρ 702/1994 ΕλλΔνη 36 677, Φ. Δωρής, Η νομική θέση των δανειστών του πλοίου σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας του, εις 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου, Η Προστασία των Ναυτικών Δανειστών, Πειραιάς, 28 – 30 Μαΐου 1992, Πρακτικά και Εισηγήσεις, σ. 305 επ., Γ. Αρχανιωτάκης, Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης – Ένταξη της ΑΚ 479 στο σύστημα προστασίας των δανειστών από την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, 1997, σ. 335 επ.). Συνέπεια όλων των προαναφερθέτων είναι ότι εφ` όσον ο αποκτών περιουσία ή επιχείρηση προσλαμβάνει τη θέση εις ολόκληρον υπόχρεου, δύναται, κατ` επιλογή του ενάγοντος δανειστού, να εναχθεί είτε αυτοτελώς είτε συγχρόνως με τον μεταβιβάζοντα είτε διαδοχικώς (Κρητικός, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τ. II, Γενικό Ενοχικό, 1979, υπό το άρθρο 479, αριθ. 41, Γ. Αρχανιωτάκης, όπ. π., σ. 347) και δεν δύναται να προβάλει ενστάσεις κατά του αποκτώντος που αφορούν τη σχέση του με αυτόν που μεταβίβασε (ΕφΠειρ 618/2003 δημ. Νόμος).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η με αριθμό ……….. αγωγή με το περιεχόμενο και αίτημα που προεκτέθηκαν συνδεόταν στενότερα με το ελληνικό δίκαιο καθόσον η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη είχε την έδρα της στην Ελλάδα δηλαδή την … Αττικής, ενώ και η διαχειρίστρια του πλοίου μέχρι το χρόνο πώλησης του με έδρα τα …… είχε εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην …. Ανάμεσα στις παραπάνω καταρτίστηκαν οι διαδοχικές πωλήσεις των αεροπορικών εισιτηρίων στην Αθήνα που αφορούσαν την πλοιοκτησία. Δηλαδή αυτές καταρτίστηκαν ανάμεσα στη διαχειρίστρια που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της τότε πλοιοκτήτριας εταιρείας «………» και της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας. Ειδικότερα η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα πώλησε και παρέδωσε τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή κατά δικαιούχο, προορισμό και ημερομηνία εκδόσεως αεροπορικά εισιτήρια εκδίδοντας παράλληλα τα εξής (αναφερόμενα στην αγωγή με τους αριθμούς 1 εως και 9) τιμολόγια πώλησης συνολικού ποσού 12.380 σε ευρώ δηλαδή το νόμισμα που κυκλοφορεί στην Ελλάδα και όχι σε δολλάρια ΗΠΑ (νόμισμα που καταβλήθηκε για την αγορά του πλοίου, σύμφωνα με το από 26.9.2016 bill of sale). Τα παραπάνω τιμολόγια πώλησης ήταν πληρωτέα εντός 30 ημερών από την έκδοσή τους στην Αθήνα σε λογαριασμό που διατηρεί η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα στην τράπεζα HSBC. Στα παραπάνω τιμολόγια, όπως και στις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής αναγράφεται το όνομα του πλοίου F.M.. Ο ισχυρισμός της αγοράστριας του πλοίου που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο έφεσης της ότι εφαρµοστέο εν προκειµένω είναι το αγγλικό δίκαιο σύµφωνα µε τον όρο 16 του που περιελήφθη στο από 22-8-2016 Μνηµόνιο Συµφωνίας (Memorandum of Agreement) που συνήψε ως αγοράστρια του πλοίου µε την «…………», ήτοι την τέως μονοβάπορη πλοιοκτήτρια και πωλήτρια του ένδικου πλοίου και σύμφωνα με τον οποίο όρο η σύµβαση διέπεται και ερµηνεύεται σύµφωνα µε το Αγγλικό Δίκαιο και οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει από την εν λόγω σύµβαση υπάγεται σε διαιτησία Λονδίνου σύµφωνα µε το Νόµο περί διαιτησίας του 1996 προβάλλεται αλυσιτελώς. Και τούτο αφενός διότι δεν ενδιαφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση το δίκαιο που διέπει και οι ειδικές περιστάσεις που αφορούν τη σύµβαση πώλησης του πλοίου, αλλά ενδιαφέρει το δίκαιο που αρμόζει και οι ειδικές περιστάσεις που αφορούν τις συµβάσεις πώλησης των αεροπορικών εισιτηρίων. Επιπλέον, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε η εκ του νόµου απορρέουσα από το άρθρο 479 ΑΚ ευθύνη δεν διέπεται από το δίκαιο βάσει του οποίου κρίνεται η υφιστάµενη υποσχετική σύµβαση περί µεταβιβάσεως της περιουσίας κι εν προκειµένω της πώλησης του πλοίου, αλλά το ελληνικό δίκαιο ουσιαστικό που εφαρμόζεται ότι ως προς την παλαιά όσο και την νέα οφειλέτρια αγοράστρια του πλοίου. Όσον αφορά το αγγλικό δίκαιο η µεν συµβατική υπαγωγή σ’ αυτό της αγοράστριας µε την δικαιοπάροχό της µε το µεταξύ τους συµφωνητικό (“MEMORANDUM OF AGREEMENT”) έχει αξία µόνο για τις µεταξύ αυτών σχέσεις και δεν µπορεί να προβληθεί, έναντι τρίτων, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, ούτε βέβαια εξετάζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση περιστατικά που συνδέουν τα μέρη που υποβλήθηκαν σε αυτό με το δίκαιο αυτό, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη αντιτείνει ότι η θεώρηση της υπογραφής του μοναδικού διευθυντή της πωλήτριας έγινε στο προξενείο της Λιβερίας στην Ελλάδα και επομένως ότι η μεταβίβαση έγινε στην Ελλάδα και ότι σε αυτή απασχολήθηκαν Έλληνες Δικηγόροι όπως προκύπτει από το από 21.9.2016 προσκομιζόμενο πληρεξούσιο. Σε κάθε περίπτωση το αγγλικό δίκαιο δεν θεωρείται ως αρµόζον, “από όλες τις ειδικές σύνθηκες” για να εφαρµοσθεί στη συγκεκριµένη υπόθεση που αφορά οφειλή που προέρχεται από συμβάσεις πωλήσεων εισιτηρίων στη Ελλάδα σε νόμισμα ευρώ που καταρτίστηκαν μεταξύ συμβαλλομένων με εγκατάσταση την Ελλάδα, ενώ όταν το πλοίο έχει σημαία ευκαιρίας όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση το δίκαιο της σημαίας θεωρείται χαλαρό σημείο συνδέσμου με το δίκαιο του κράτους της σημαίας και δεν εφαρμόζεται (ΕφΠειρ 266/2014 δημ. Νόμος). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούσες η μεν αγοράστρια με τον πρώτο λόγο έφεσης, η δε πωλήτρια προσθέτως παρεμβαίνουσα με το μοναδικό λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Σύμφωνα με το άρθρο 281 του Α.Κ. η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Η δε κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/2001).
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα εναγομένη επαναφέρει τον πρωτοβαθμίως υποβληθέντα ισχυρισμό της περί καταχρηστικής άσκησης διακιώματος παραπονούμενη ότι εσφαλμένως δεν υπήχθη στο νόμω βάσιμο του άρθρου 281 ΑΚ καθόσον όπως εκθέτει η αγωγή ασκήθηκε μετά από τη μεταβίβαση του ένδικου πλοίου ενώ κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν η απαίτηοη της ενάγουσας υπήρχε για χρόνια ολόκληρα (από το έτος 2012) και ότι ο λόγος για τον οποίο αυτή αδράνησε επί τόσα χρόνια και δεν διεκδίκησε δικαστικά την απαίτησή της είναι ότι η πλοιοκτήτρια ήταν κατάχρεη και το πλοίο ήταν βεβαρημένο με υποθήκη για ποσό 1.300.000 Ευρώ και συντηρητικά κατεσχημένο στην Ελευσίνα για απαιτήσεις τρίτων συνολικού ποσού 300.000 Ευρω περίπου, αvτιλαμβάνovταν ότι δεν θα εισέπραττε τίπoτα από ένα δικαστικό αγώνα και καραδοκούσε να πωληθεί το πλοίο για να στραφεί δικαστικά κατά του ανυποψίαστου και αθώου αγοραστή και αυτό υπερβαίνει προφανέστατα τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός δικαιώματος. Όμως τα παραπάνω εκτιθέμενα δεν μπορούν να υπαχθούν στο νόμω βάσιμο του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς αφενός η απλή αδράνεια στην άσκηση του δικαιώματος, και αν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκήσει ποτέ πλέον το δικαίωμά του, δεν καθιστά την επακολουθούσα άσκησή του καταχρηστική με την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες η ικανοποίηση του δανειστή θα επιφέρει τόσο δυσβάσταχτες για τον οφειλέτη συνέπειες, ώστε, προς αποτροπή τους, να κρίνεται –με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη- ότι επιβάλλεται η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (ΑΠ 170/1994 ΔΕΝ 1996, 154). Για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού είναι αναγκαίο να αναφέρονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι επικαλούμενες δυσβάσταχτες για τον εργοδότη συνέπειες, όπως η οικονομική του κατάσταση και ο βαθμός έως τον οποίο επηρεάζεται δυσμενώς η κατάσταση αυτή από την τυχόν ικανοποίηση των αξιώσεων του δανειστή (ΑΠ 1105/1991 ΕΕργΔ 1992, 669). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αγοράστρια που απέκτησε ένα πλοίο στις 26.9.2016 καταβάλλοντας το ποσό των 1.950.000 δολλαρίων ΗΠΑ πρωτίστως δεν εξηγεί γιατί η άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης με αγωγικό δικόγραφο που κατατέθηκε στις 24.10.2016 και που αφορά ποσό ύψους 12.380 ευρώ (όπως επιδικάστηκε πρωτοδίκως) θα επιβαρύνει ιδιαιτέρως την οικονομική της κατάσταση, και συνεπώς ο ισχυρισμός της κρίνεται απορριπτέος.
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως αβάσιμες κατ’ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων των ηλεκτρονικών παραβόλων εφέσεως με αριθμούς ……… και …….. ύψους 100 ευρώ το καθένα, στο δημόσιο ταμείο αφού τα ένδικα μέσα απορρίπτονται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθεισών εκκαλουσών στην παρούσα έκκλητη δίκη (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις με αριθμούς …….. εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 4387/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της με αριθμό ……. αγωγής της εφεσίβλητης κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών
Δέχεται αυτές τυπικά και τις απορρίπτει κατ’ουσίαν
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των ηλεκτρονικών παραβόλων εφέσεως με αριθμούς ……. και ………. ύψους 100 ευρώ το καθένα
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ευρώ (1.300) τα οποία τις βαρύνουν κατ’ίσα μέρη
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ