Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 111/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   111/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Εταιρίας παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων κατά το ν. 4354/2015 με την επωνυμία “…………….» και τον διακριτικό τίτλο «…………..», όπως μετονομάστηκε η εταιρία με την επωνυμία “………….» (…………..), με έδρα την Αθήνα, επί της ………… (Α.Φ.Μ. ………, Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως νόμιμης εκπροσώπου και διαχειρίστριας, δυνάμει της από 16.3.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. …./17.3.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … με αριθμό … την 17.3.2021, των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο …. Ιρλανδίας, καταχωρημένης στο Γραφείο Μητρώου Εταιριών υπό τον αριθμό …, εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………”, νομίμως εκπροσωπούμενης, ούσας ειδικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «……..», με έδρα την Αθήνα (Α.Φ.Μ. ………., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), νομίμως εκπροσωπούμενης, οιονεί καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση από αυτή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….», που έδρευε στην Αθήνα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ.2 και 78 του Κ.Ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 16 του ν. 2515/1997 «περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων» και των άρθρων 1-5 του ν. 2166/1933 (ΦΕΚ 8678/9.12.2013, τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ), δυνάμει της από 16.3.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο και τα άρθρα 10 και 14 ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. ../17.3.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … με αριθμό … της 17.3.2021, της δε ως άνω …….. ούσας καθολικής διαδόχου της διασπασθείσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» με αριθμό ΓΕΜΗ …. και Α.Φ.Μ. ….. Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών (Διασπώμενης), δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της τελευταίας με τη σύσταση της νέας εταιρίας- πιστωτικού ιδρύματος με την αυτή επωνυμία («………..»), με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …. και με Α.Φ.Μ. ….., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών (Επωφελούμενης), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Παναγιώτη- Εμμανουήλ Σταμαδιάνο [ΣΤΑΜΑΔΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Του εφεσίβλητου: ……………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο νυν εφεσίβλητος άσκησε κατά της νυν εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 15.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) ανακοπή του, επί της οποίας αφού δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 3124/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δέχθηκε αυτή και ακύρωσε την …./3-6-2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….. και τη δυνάμει αυτής επιβληθείσα κατάσχεση στην περιγραφόμενη σε αυτή ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος.

Η καθ’ης η ανακοπή προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 4-2-2022 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 4.2.2022 με Γ.Α.Κ. ../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …/2022 και δικάσιμος ορίστηκε η 2.3.2023, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως αυτό εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 2.3.2023, η από 4.2.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2022 και Ε.Α.Κ. ../2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2022 και Ε.Α.Κ. …/2022) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως καθ’ης η ανακοπή εταιρείας παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων κατά το ν. 4354/2015 με την επωνυμία «…………» κατά του ……….. προς εξαφάνιση της 3124/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, άρθρα 937 παρ.3, 614επ. ΚΠολΔ), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, την από 15.7.2021 (με αριθμό κατάθεσης …………/2021) ανακοπή του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την υπ’ αριθ. ……/3.6.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……… και τη δυνάμει αυτής επιβληθείσα κατάσχεση στην περιγραφόμενη σε αυτή ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, στη μετ’ αναβολή δικάσιμο, ο εφεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. …/17.2.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .. …… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου (2.3.2023) και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας, στον εφεσίβλητο νόμιμα κατά τα άρθρα 124 παρ.2, 128 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, οπότε η αναβολή της υπόθεσης από το πινάκιο από την αρχική δικάσιμο για τη δικάσιμο της 1.3.2024 ισχύει κατ’ άρθρο 226 παρ.4 εδ.4 σε συνδυασμό με το άρθρο 498 παρ.2 τελ. εδ. ΚΠολΔ ως κλήτευση του εφεσίβλητου στη μετ’ αναβολή δικάσιμο. Επομένως, αυτός θα δικασθεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτός παρών κατά το άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό της συζήτησης του εν λόγω ένδικου μέσου, η εκκαλούσα προσκόμισε εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 τελ. εδ. ΚΠολΔ αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου της ανακοπής, των προτάσεων του ανακόπτοντος που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 περ.α’ του ΚΠολΔ για να δικασθεί με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ.3, 614επ. ΚΠολΔ) κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ίδιου Κώδικα, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη επιδόθηκε στην καθ’ης η ανακοπή στις 11.1.2022 (βλ. την επισημείωση της δικ. επιμελήτριας ………………. στο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα ακριβές αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης) και αυτή άσκησε την έφεσή της, εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών, στις 4.2.2022. Συνεπώς η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου, η εκκαλούσα κατέθεσε κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ το με κωδικό …….. e-Παράβολο ποσού 100 ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών, εξοφλημένο (βλ. συνημμένο στο εφετήριο το e-Παράβολο και την με κωδικό συναλλαγής ………….. εξόφληση e-Παράβολου της Τράπεζας Πειραιώς).

Ο ανακόπτων (νυν εφεσίβλητος) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 15.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπή του προς ακύρωση της υπ’ αριθ. …../3.6.2021 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, με την οποία η καθ’ης (νυν εκκαλούσα) κατάσχεσε οριζόντιες ιδιοκτησίες του επί οικοπέδου στη ………., στον Δήμο Κερατσινίου προς ικανοποίηση απαιτήσεών της από στεγαστικό δάνειο για το οποίο εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2020 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του δέχθηκε ως ουσία βάσιμο τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο ο ανακόπτων υποστήριζε ότι η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση πάσχει λόγω αοριστίας του περιορισμού του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση σε σχέση με το συνολικό ποσό που επιτάχθηκε εκείνος να καταβάλει με την από 12.5.2021 επιταγή προς πληρωμή της καθ’ης, όπου αναλυτικά προσδιορίζονταν οι απαιτήσεις της καθ’ης, ήτοι 1) 265.547,62 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 2) 48.090,02 ευρώ από την επομένη της επίδοσης της καταγγελίας έως 12.5.2021 για νομίμως υπολογισμένους τραπεζικούς τόκους υπερημερίας, 3) 7.900 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 4) 50 ευρώ για έξοδα σύνταξης επιταγής και 5) 100 ευρώ για έξοδα κοινοποίησης της επιταγής, ήτοι συνολικά 321.687,64 ευρώ, στο οποίο θα προστίθετο σε περίπτωση μη εξόφλησης και το ποσό των 30 ευρώ για τη σύνταξη εντολής εκτέλεσης, ενώ με την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση μόνο για το ποσό των 200.000 ευρώ, με τη μνεία ότι το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης παραμένει απαιτητό, χωρίς ωστόσο, να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και την επιβληθείσα με αυτή κατάσχεση.

Ήδη με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα- καθ’ης η ανακοπή αιτιάται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με τον παραπάνω λόγο ανακοπής και ζητεί την εξαφάνισή της, ούτως ώστε να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή στο σύνολό της. Ειδικότερα, αναφέρει ότι από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απαίτηση του δανειστή, ως προϋπόθεση παροχής έννομης προστασίας υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως, πρέπει να είναι βέβαιη, όπως επιβάλλει το άρθρο 915, αλλά και εκκαθαρισμένη, δηλαδή ορισμένη κατά το ποσόν και το ποιόν της, ώστε ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει εις βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Διαφορετικά ο εκτελεστός τίτλος δεν είναι νόμιμος και θεωρείται ως ανύπαρκτος, πλην όμως ότι είναι εκκαθαρισμένη η απαίτηση, αν μπορεί να καθορισθεί κατά αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία. Ότι προσέτι, από την αρχή της διαθέσεως κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα αυτή εκδηλώνεται στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνάγεται ο ειδικότερος κανόνας ότι ο επισπεύδων δανειστής διατηρεί πλήρη την εξουσία να προσδιορίζει ελεύθερα το ποσό της απαίτησης, την ικανοποίηση της οποίας θα επιδιώξει με αναγκαστική εκτέλεση. Ότι ο επισπεύδων δικαιούται, δηλαδή, παρά την απαρχής ύπαρξη εκτελεστού τίτλου για το σύνολο της απαίτησής του και την επίδοση εκ μέρους του επιταγής προς πληρωμή επίσης για το σύνολο της απαίτησης, να επιβάλλει στη συνέχεια αναγκαστική κατάσχεση για ένα συγκεκριμένο και μόνο μέρος της απαίτησης. Ότι ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού γίνονται για τον περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης, που τελικά βαρύνουν τον ίδιο και, άλλωστε, ο προσδιορισμός του ποσού γίνεται προς ικανοποίηση της απαίτησης του άρθρου 954 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά την οποία πρέπει να αναφέρεται στην έκθεση το ποσό, για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση. Ότι περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 954 παρ.2 και 993 ΚΠολΔ, που καθορίζουν το περιεχόμενο της έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου, η μνεία σε αυτήν ότι η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός γίνεται για την ικανοποίηση απαίτησης ανερχόμενης σε ποσό μικρότερο από το αναγραφόμενο στη σχετική επιταγή, στο οποίο και περιορίζεται, δεν καθιστά άκυρες τις πράξεις αυτές της εκτέλεσης, ακόμη κι αν δεν εκτίθεται ο λόγος του περιορισμού. Δηλαδή η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βέβαια ο περιορισμός αυτός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 905, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου. Ότι εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε και η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, καθώς ο δεύτερος λόγος ανακοπής του εφεσίβλητου τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος και ως τέτοιος θα έπρεπε να απορριφθεί καθώς και μετά τον περιορισμό του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε τελικά η επίμαχη κατάσχεση στα 200.000 ευρώ, δεν κατέστη η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αόριστη και ουδόλως επήλθε μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, δεδομένου ότι η ανωτέρω καταγραφή- δήλωση περιορισμού (7ο, 8ο και 9ο φύλλο της έκθεσης) είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ποσότητα της παροχής, η ποιότητα της οποίας προσδιορίζεται από τα εμπεριεχόμενα στην έκθεση κατάσχεσης στοιχεία με απλή μαθηματική εφαρμογή των όσων επιτάσσει το άρθρο 423 ΑΚ περί καταλογισμού σε περίπτωση που το χρέος αποτελείται από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, όπως και το άρθρο 422 ΑΚ περί καταλογισμού σε περίπτωση περισσότερων χρεών, δεδομένου ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις συνιστούν ερμηνευτικό κανόνα, ο οποίος υπηρετεί τα συμφέροντα του δανειστή. Ότι σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και το εν μέρει έγκυρο της επιταγής (αν ήθελε κριθεί πως και η τελευταία πάσχει μερικής ακυρότητας για κάποιο λόγο) αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση και την επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση, εφόσον ο οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούμενου τίτλου, κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, προσφορά που δεν συντρέχει στην εξεταζόμενη περίπτωση, ενώ το ζήτημα του ακριβούς ύψους της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, εξετάζεται αποκλειστικά μόνο κατά την κατάταξη.

Επί του τελευταίου επικουρικού σκέλους του παραπάνω λόγου έφεσης ότι και το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση και την επιβληθείσα κατάσχεση, σημειώνεται ότι ως λόγος έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως απαράδεκτος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο λόγος της ανακοπής που έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ένεκα του οποίου αυτό ακύρωσε την ανακοπτόμενη έκθεση κατάσχεσης αφορούσε την αοριστία και κατά συνέπεια το έγκυρο της ίδιας της έκθεσης κατάσχεσης και όχι της προηγουμένως επιδοθείσας στον οφειλέτη επιταγής προς πληρωμή. Ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς του παραπάνω λόγου έφεσης λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση προϋποθέτει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη η εκτελούμενη απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1543/2014 ΧρΙΔ 2015, σελ. 203). Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1543/2014 ό.π., ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013, σελ. 546). Στην αντίθετη περίπτωση, η με έγγραφο διαπιστούμενη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτέλεσης. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη, αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη, είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλομένου (ΕφΑθ 4901/2000 ΕλλΔικ 2001, σελ.776, Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, τόμ. Ε’, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία σε σχέση με το ζήτημα για ποια κονδύλια της απαίτησης αυτή διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια, για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε, αφετέρου δε ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (βλ. ΜονΕφΠειρ 156/2023 σε efeteio-peir.gr, ΜονΕφΔωδ 303/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑνατΚρητ 278/2023,  ΜονΕφΑθ 3761/2022 στην ΤΝΠ QUALEX, ΜονΕφΑθ 2472/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 472/2022, ΜονΕφΠειρ 86/2022, ΜονΕφΠειρ 399/2020 και οι τρεις δημ. σε efeteio-peir.gr, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Ε’, άρθρο 954, σελ. 708, Γνωμοδότηση Παν. Μάζη, Κατάσχεση για ποσό μικρότερο της εκτελεστέας απαίτησης, Δίκη 25, σελ. 666 επ., Παρατηρήσεις Αλεξίας Χ. Φλώρου κάτω από την ΜονΠρΑθ 1682/2023, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2023, σελ. 1490-αντίθετες ΜονΕφΠειρ 549/2023, 585/2022 στην efeteio-peir.gr). Αν ο επισπεύδων την εκτέλεση δανειστής επιβάλλει κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη για μικρότερο ποσό από εκείνο της προεπιδοθείσας επιταγής προς πληρωμή, χωρίς να διευκρινίσει σε τι συνίσταται το περιορισμένο ποσό της κατάσχεσης (σε κεφάλαιο, τόκους, έξοδα) και για ποια συγκεκριμένα ποσά επιβάλλεται η κατάσχεση για κάθε αιτία, ή έστω να δηλώσει ότι ο περιορισμός γίνεται π.χ. συμμέτρως ως προς τα παραπάνω κονδύλια σε σχέση με το συνολικό ποσό της προεπιδοθείσας επιταγής προς πληρωμή, ή ότι αφορά μόνο το κεφάλαιο ή μόνο τους τόκους ή μόνο τα έξοδα, ή να ορίσει ο ίδιος ως βάση περιορισμού τα κριτήρια του άρθρου 423 ΑΚ, η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση μεταπίπτει σε ανεκκαθάριστη, χωρίς η αοριστία αυτή να μπορεί να αρθεί με αυτεπάγγελτη εφαρμογή των άρθρων 422 και 423 ΑΚ, διατάξεις που εφαρμόζονται όταν γίνεται οικειοθελής προσφορά παροχής από τον οφειλέτη στον δανειστή (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Β’ Τόμος, Γενικό Ενοχικό, έκδοση 2003, σελ. 508 παρ.9 και 511 παρ.3) και όχι όταν ο δανειστής περιορίζει γενικά, κατά το στάδιο της επιβολής κατάσχεσης στην ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, το ποσό της συνολικής απαίτησης, την ικανοποίηση της οποίας ζητούσε με την επιταγή προς πληρωμή που προηγουμένως του είχε επιδώσει.

Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εκκαλούσα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. …/2.4.2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και της αρχικής δικαιούχου της απαίτησης και πιστούχου τράπεζας με την επωνυμία «………», την οποία διαδέχθηκε η «………….», ειδική διάδοχος της οποίας είναι ήδη η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………”, τις απαιτήσεις της οποίας διαχειρίζεται κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 10 παρ.14 του ν. 3156/2003 και 1 παρ.1 εδ. γ’ του ν. 4354/2015 η καθ’ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα έντοκο δάνειο ποσού 280.347 ελβετικών φράγκων (CHF) με την εγγύηση τρίτων μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, με σκοπό την κατασκευή- αποπεράτωση κατοικίας, τηρηθέντος για τις ανάγκες της σύμβασης αρχικά του υπ’ αριθ. ………….. λογαριασμού. Η εν λόγω σύμβαση δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθώς ο ανακόπτων δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές του υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα η «……………» που είχε υπεισέλθει ως οιονεί καθολική διάδοχος της αρχικής δανείστριας, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από την ένδικη σύμβαση, να καταγγείλει αυτή στις 20.3.2019 και να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του άληκτου κεφαλαίου, το οποίο εκείνη την ημέρα, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 299.803,27 ελβετικών φράγκων. Ακολούθως, η καθ’ης η ανακοπή, προσκομίζοντας σχετικά όλα τα νομιμοποιητικά της έγγραφα, αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. …../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία μεταξύ άλλων και ο ανακόπτων διατάχθηκε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τρίτους μη διαδίκους για την ανωτέρω αιτία σε εκείνη (την καθ’ης) το ποσό των 265.547,62 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ακριβές και νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με την από 12.5.2021 επιταγή προς πληρωμή επέδωσε η καθ’ης στον ανακόπτοντα στις 13.5.2021, επιτασσομένου του τελευταίου να καταβάλει: 1. Για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 265.547,62 ευρώ, 2. Για νομίμως υπολογισμένους τραπεζικούς τόκους υπερημερίας επί της ανωτέρω επιδικασθείσας απαίτησης, υπολογισθέντων αυτών από 14.6.2019, ήτοι από την επομένη της επίδοσης προς τους καθ’ων της εξώδικης καταγγελίας μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής στις 12.5.2021, το ποσό των 48.090,02 ευρώ, 3. Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 7.900 ευρώ, 4. Για έξοδα σύνταξης της ανωτέρω επιταγής το ποσό των 50 ευρώ και 5. Για έξοδα κοινοποίησης της επιταγής το ποσό των 100 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 321.687,64 ευρώ, εντόκως με το προβλεπόμενο στη σύμβαση και το νόμο επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό από την επομένη της σύνταξης της επιταγής (ήτοι από 13.5.2021) μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και στο οποίο θα προσετίθετο σε περίπτωση μη εξόφλησης και το ποσό των 30 ευρώ για τη σύνταξη εντολής εκτέλεσης. Επομένως, οι απαιτήσεις για την ικανοποίηση των οποίων επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση αποτελούνται από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος. Κατά της διαταγής πληρωμής και της ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή, ο ανακόπτων-νυν εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τη με αριθμό κατάθεσης ………/3.6.2021 ανακοπή των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, ειδική διάδοχος της «………..», εκπροσωπούμενη από την καθ’ης διαχειρίστρια εταιρεία, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../3.6.2021 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. επέβαλε κατάσχεση στα ακίνητα κυριότητας του ανακόπτοντος, ήτοι επί των οριζόντιων ιδιοκτησιών του με ΚΑΕΚ ……/. (ισόγειο κατάστημα), ΚΑΕΚ …… (πατάρι), ΚΑΕΚ …… (γραφείο πρώτου ορόφου), ΚΑΕΚ ….… (διαμέρισμα τέταρτου ορόφου) και ΚΑΕΚ …….. (διαμέρισμα πέμπτου ορόφου), ευρισκόμενων επί της ……… στον Δήμο Κερατσινίου, τα οποία περιήλθαν στην κυριότητα του ανακόπτοντος δυνάμει της υπ’ αριθ. …/11-12-2006 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Αιγάλεω ……………, νομίμως μεταγεγραμμένης. Στη σχετική έκθεση ο συντάξας αυτή δικαστικός επιμελητής αναφέρει τα εξής: «Η κατάσχεση θα επιβληθεί για το ποσό των 200.000,00 Ευρώ, αποκλειστικά και μόνο για τον περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης, επιφυλασσόμενης της επισπεύδουσας να επιδιώξει την είσπραξη του συνολικά οφειλομένου σε αυτήν ποσού (πλέον τόκων και εξόδων), το οποίο έχει ως εξής: 1. Για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των …(265.547,62 Ε), 2. Για νομίμως υπολογισμένους τραπεζικούς τόκους υπερημερίας επί της ως άνω επιδικασθείσας απαίτησης, υπολογισθέντων αυτών σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό της παραπάνω διαταγής πληρωμής, από 14-6-2019, ήτοι από την επομένη της επίδοσης προς τους καθ’ ων της εξωδίκου καταγγελίας, μέχρι την ημέρα σύνταξης της παρούσας επιταγής, ήτοι 12-5-2021, το ποσό των…(48.090,02 Ε), 3. Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των…(7.900 Ε), 4. Για έξοδα σύνταξης της παρούσας επιταγής, το ποσό των… (50 Ε), 5. Για έξοδα κοινοποίησης της παρούσας επιταγής το ποσό των…(100,00 Ε). Ήτοι οι καθών επιτάσσονται να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των τριακοσίων είκοσι μίας χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (321.687,64 Ε), εντόκως, με το προβλεπόμενο στη σύμβαση και το νόμο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό από την επομένη της σύνταξης της παρούσας επιταγής (ήτοι από 13-5-2021) μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως…ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ…επιλήφθηκα της εκτέλεσης και κατέσχεσα αναγκαστικά τις παρακάτω ακίνητες περιουσίες, ιδιοκτησίας κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον ως άνω οφειλέτη, για το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 Ε), το οποίο ποσό αποτελεί μέρος της ως άνω επιταχθείσης έντοκης απαίτησης της επισπεύδουσας σύμφωνα με την από 12-05-2021 επιταγή της προς πληρωμή (εκτέλεση) και σύμφωνα με τις στην επιταγή της αναφερόμενες διακρίσεις, ρητώς επιφυλασσόμενη για την είσπραξη του συνόλου αυτής, εντόκως, νομίμως μετά των εξόδων της εκτελέσεως, έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σ’ άλλον πλειστηριασμό…». Έτσι, όμως, στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ενώ γίνεται περιορισμός του ποσού για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, δεν προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός αυτός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση (κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και για ποιο για κάθε αιτία ποσό), με αποτέλεσμα ο περιορισμός αυτός να τυγχάνει αόριστος, επιφέροντας τη μετάπτωση της εκτελούμενης απαίτησης σε ανεκκαθάριστη. Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του τον δεύτερο λόγο ανακοπής και ακύρωσε την υπ’ αριθ. …./3-6-2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………… και τη δυνάμει αυτής επιβληθείσα κατάσχεση στην περιγραφόμενη σε αυτή ακίνητη περιουσία, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα-καθ’ης η ανακοπή τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση του ένδικου μέσου παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου καθώς δικάστηκε ερήμην, οπότε δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, ενώ δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας, καθώς στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας ούτε στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 937 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 4.2.2022 έφεση κατά της 3124/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, άρθρων 937 παρ.3, 614επ. ΚΠολΔ).

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα με κωδικό …………… e-Παράβολου ποσού εκατό (100) ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 7.3.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ