Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 77/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   77/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Γεωργίου Τρανταλίδη και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) της εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στα Νησιά Μάρσαλ και   εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στα Νησιά Μάρσαλ και διατηρεί γραφείο στον Πειραιά, ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στα Νησιά Μάρσαλ και διατηρεί γραφεία στο Κατάρ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 4) ………… οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Μαρία Τσακίρη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../13.7.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 935/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, ως απαράδεκτη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ηττηθείς ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 5.5.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/5.5.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../5.5.2022 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 5.5.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./5.5.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./5.5.2022 έφεση του εκκαλούντος, ………., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 935/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε, ως απαράδεκτη, ένεκα αοριστίας, την από 13.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/13.7.2020 αγωγή του κατά των εναγομένων εδρευουσών στα Νησιά Μάρσαλ εταιρειών «………….», «. …………..», που διατηρεί γραφείο στον Πειραιά και «………..», που διατηρεί γραφεία στο Κατάρ, όπως εκπροσωπούνται νόμιμα και του ……., ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 13.7.2020 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της από 7.11.2018 συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου, στο υπό σημαία Παλάου πλοίου τύπου καταμαράν M/V T, με αριθμό IMO …., ολικής χωρητικότητας 3032, με αριθμό νηολογίου …., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, αντί κλειστού μηνιαίου μισθού ποσού 5.000 ευρώ και απασχολήθηκε σ’αυτό μέχρι και την 29η.7.2019, που έληξε η επαγγελματική του άδεια (business visa), οπότε του ζητήθηκε από τον τέταρτο εναγόμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης, να επιστρέψει στην Ελλάδα για την ανανέωση της, πλην όμως αρνήθηκε μέχρι να εξοφληθεί τους δεδουλευμένους μισθούς τριών μηνών και έτσι αναγκάστηκε να εκδώσει τουριστική βίζα και να παραμείνει στο Κατάρ μέχρι 31η.8.2019, χωρίς να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλοίο, ενώ οι εργασίες επισκευής δεν είχαν ολοκληρωθεί και συνεχίστηκαν σε άλλο ναυπηγείο, ο ίδιος όμως αποκλείστηκε από τη παροχή της εργασίας του, με το πρόσχημα ότι οι επισκευές θα σταματούσαν. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιόρισε τα εξ ολοκλήρου καταψηφιστικά αγωγικά κονδύλια, συνολικού ποσού 96.466,44 ευρώ, σε εν μέρει αναγνωριστικά : α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των 5.666,44 ευρώ για τους μισθούς, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 29.7.2019 έως 31.8.2019, που παρέμεινε στο Κατάρ, το ποσό των 800 ευρώ για τα έξοδα μετακίνησης από το Κατάρ στο Ομάν για την έκδοση της τουριστικής βίζας και το ποσό των 10.000 ευρώ εκ του ποσού των 90.000 ευρώ, για τους διαφυγόντες μισθούς 18 μηνών μέχρι την πιθανή αποπεράτωση των εργασιών επισκευής, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2019 έως 28.2.2021 και συνολικά το ποσό των 16.466 ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση τους να του καταβάλουν εις ολόκληρον το υπόλοιπο ποσό των 80.000 ευρώ για την απώλεια μισθών, με το νόμιμο τόκο από την 29.7.2019 ευρώ, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012  για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, έκρινε την αγωγή αόριστη και ακολούθως, την απέρριψε.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ενάγων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το Δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα, που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 1005/2022, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 487/2020, ΑΠ 803/2019, ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 769/2017, ΑΠ 481/2012, ΑΠ 1097/2013).

Εξάλλου, στη ναυτιλιακή επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως είναι ευρέως γνωστό, παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) Οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το έτος 1988 τυποποιημένες συμφωνίες για τη διαχείριση πλοίων, όπως ανανεώθηκαν το έτος 2009 και είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της καταρτιζόμενης σύμβασης διαχείρισης, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες, που αφορούν την τεχνική, είτε τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων, που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. (ΕφΠειρ 19/2019, ΕφΠειρ 740/2018, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 195/2015 ΔΕΕ 2015, 718, ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 63/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013, 824 – ΕΝΔ 2013, 110 – ΕΕμπΔ 2013, 950, Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε ΕλλΔνη 2004, 973 επ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003, 603 επ. [606]).)

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο και τον ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην περίπτωση αγωγής, με την οποία ο δανειστής αξιώνει την εκπλήρωση συμβατικής απαίτησης του προερχόμενης από σύμβαση, που εξυπηρετεί τη λειτουργία του πλοίου, γίνεται ρητή επίκληση της ιδιότητας του εναγομένου, ως διαχειριστή του πλοίου και επομένως, της συμμετοχής του στη σύμβαση καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, ο ενάγων υπέχει καταρχάς το βάρος επικλήσεως των περιστατικών, που δικαιολογούν την άσκηση της προσωπικά εναντίον του (άρθρο 216 § 1 περ. α ΚΠολΔ) και ταυτόχρονα θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση του εναγομένου (Φ. Δωρής, Ζητήματα νομιμοποίησης των διαδίκων, ιστορικής βάσης της αγωγής και κατανομής του «βάρους απόδειξης» επί διαφορών από συμβάσεις συναπτόμενες δια πληρεξουσίου, σε Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Νικόλαο Κλαμαρή, 2016, σελ. 159 επομ. [160], ο ίδιος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρο 211, αρ. 118, σελ. 1038, ο ίδιος, Η δι’ αντιπροσώπου συναλλαγές στο ιδιωτικό δίκαιο, 2021, σελ. 189) και μόνον αν ανταποκριθεί σ’ αυτό ενεργοποιείται το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσης της αγωγής του, εφόσον, βεβαίως, αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο. Οφείλει δηλαδή ο στρεφόμενος με αγωγή κατά του διαχειριστή του πλοίου να επικαλεστεί το λόγο για τον οποίο ο εναγόμενος κατέστη, κατ’ εξαίρεση, ο από τη σύμβαση ατομικά υπόχρεος και κατ’ ουσίαν, να διευκρινίσει ότι ο τελευταίος, αν και διαχειριστής του πλοίου, είτε συμβλήθηκε χωρίς κατά την κατάρτιση της σύμβασης να δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ούτε τούτο προέκυπτε από τις περιστάσεις, είτε ότι συμβαλλόμενος υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας. Αν τέτοια αναφορά ελλείπει και το αγωγικό δικόγραφο δεν συμπληρωθεί με τη μνεία των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του διαχειριστή μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, δημιουργείται ασάφεια ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου από τη σύμβαση και, επομένως, περί το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και η αγωγή απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της. Αν πάλι ο ενάγων προσδώσει στον εναγόμενο, που συμβλήθηκε μαζί του, την ιδιότητα του διαχειριστή του πλοίου και συγχρόνως από το περιεχόμενο της αγωγής καθίσταται σαφές είτε ότι ο τελευταίος δήλωσε ρητώς ότι ενεργούσε επ’ ονόματι και για λογαριασμό τρίτου, όπως συμβαίνει όταν από τους αγωγικούς ισχυρισμούς προκύπτει η ταυτότητα του τρίτου αυτού είτε ότι η αντιπροσώπευση του τρίτου από τον εναγόμενο συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν εκτίθεται η, εν γνώσει του ενάγοντος, παραλαβή των πωληθέντων εμπορευμάτων ή η αποδοχή των προσφερόμενων υπηρεσιών από ναυτικό, απασχολούμενο στο πλοίο και ενεργούντα για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, τρίτου σε σχέση με το διαχειριστή του πλοίου, η αγωγή θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως παθητικά ανομιμοποίητη, επειδή υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ο εναγόμενος διαχειριστής δεν υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση της υποχρέωσης από την επίδικη σύμβαση. Το ίδιο θα συμβεί ακόμα και αν η ίδια αγωγή στραφεί κατ’ αμφοτέρων, δηλαδή του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και του διαχειριστή τούτου με αίτημα καταδίκης τους στην εις ολόκληρον εκπλήρωση της συμβατικής παροχής. Και τούτο διότι η εναγωγή του πρώτου αποκλείει την ταυτόχρονη συνεναγωγή του δεύτερου για το ίδιο χρέος, αφού αυτό μπορεί να έχει γεννηθεί μόνο στο πρόσωπο είτε του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή από τη δράση του διαχειριστή, ως αμέσου αντιπροσώπου του, είτε στο πρόσωπο του τελευταίου, αν αυτός κατά την κατάρτιση της σύμβασης δε δήλωσε ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ούτε τούτο προέκυπτε από τις περιστάσεις είτε όταν υπήρξε υπέρβαση της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας. Παθητικώς νομιμοποιημένη θα είναι η ίδια αγωγή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων επικαλεστεί με το δικόγραφο της, ως νόμιμο λόγο παραγωγής παράλληλης ευθύνης διαχειριστή και εκμεταλλευόμενου το πλοίο, την κατάρτιση άλλης συμβάσεως, διαφορετικής από αυτήν εξ ης απορρέει η επίδικη απαίτηση, δυνάμει της οποίας ο πρώτος είτε κατέστη παρεπομένως υπόχρεος, επειδή εγγυήθηκε το ξένο χρέος ως αυτοφειλέτης είτε αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του δεύτερου. Από την άλλη, ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλΔνη 2009 103, ΑΠ 929/2004 ΕλΔνη 46 1661, ΕφΠειρ 510/2022 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2044/1998 ΕλΔνη 39 606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46 650, ΕφΑθ 9826/1989 ΕλΔνη 32 1631).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν.3816/1959), όπως ίσχυε, προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνον κυριότητα και αφετέρου μόνον εφοπλισμό. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, δηλαδή τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, δηλαδή μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός, που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμεταλλεύσεως) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Ακόμη, βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Αντιθέτως, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικώς με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους, ως άμεσος αντιπρόσωπος του, κατά την έννοια του άρθρου 211 του ΑΚ, τα έννομα αποτελέσματα δε κάθε επιχειρούμενης ενέργειας απ’ αυτόν, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος (πλοιοκτήτης) ευθύνεται προς τους δανειστές του. Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014 65, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013 190, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝαυτΔ 2008 315). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ενώ ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού. Ειδικότερα, κατ’ άρθρο 1 Ν.551/1915, υπόχρεος προς αποζημίωση για εργατικό ατύχημα του παθόντος και των εξ αυτού δικαιουμένων προσώπων είναι «ο κύριος της επιχείρησης». Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου, κύριος της ναυτικής επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, εκτός δε αυτού και ο εφοπλιστής, καθώς και ο απλός κύριος του πλοίου, που δεν έχει τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή). (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011 478, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝαυτΔ 2010 385, ΕφΠειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008 401).

Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337, 338 και 559 αριθ. 1 και 8 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος ή υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και τη νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό αυτής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή. Αντίθετα, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το Δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το Δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αίτιας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1859/2011). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το Δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1. Με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. Ειδικότερα, μέσω του παρόντος λόγου ελέγχονται και τα όρια του παραδεκτού της μεταβολής της βάσης της αγωγής (ΑΠ 477/2021, ΑΠ 579/2019, ΑΠ 309/2011, ΑΠ 2078/2009).

Ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, η ένδικη αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, είναι πράγματι αόριστη, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη διαλαμβάνουσα τα, κατ’ άρθρο 216§1 ΚΠολΔ, απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο αυτής, αφού δεν εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, οι λόγοι, που δικαιολογούν την άσκηση της σε βάρος εκάστου των εναγομένων, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος των διαδίκων, προς την επίδικη έννομη σχέση και να είναι εφικτό να διαγνωσθεί η ύπαρξη της και η ατομική ευθύνη καθενός βάσει αυτής. Ειδικότερα, ο ενάγων, ως υπέχων το βάρος επικλήσεως των περιστατικών, που δικαιολογούν την άσκηση της προσωπικά εναντίον κάθε εναγομένου και ούτως θεμελιώνουν την παθητική νομιμοποίηση τους, όφειλε να επικαλεστεί με σαφήνεια και πληρότητα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά της κατ’ιδίαν ευθύνης της πρώτης, δεύτερης και τρίτης των εναγομένων εταιρειών, όπως και του τέταρτου εναγομένου, ως νόμιμου εκπρόσωπου της δεύτερης τούτων, από την επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας και δη εις ολόκληρον, πλην όμως ουδόλως εκτίθενται τέτοια, καθόσον δεν αρκεί για την θεμελίωση της ευθύνης τους, μόνη η επίκληση της ιδιότητας της πρώτης τούτων αλλοδαπής εταιρείας, ως πλοιοκτήτριας του επίδικου πλοίου, που ναυτολογήθηκε ο ενάγων και της τρίτης αλλοδαπής εταιρείας με γραφεία στο Κατάρ, ως συμβαλλόμενης στην σύμβαση ναυτολόγησης του, χωρίς περαιτέρω να διευκρινίζεται αν αυτή συμβλήθηκε στο όνομα της πλοιοκτήτριας και για δικό της λογαριασμό, ως αντιπρόσωπος της, ή χωρίς κατά την κατάρτιση της σύμβασης να δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για την πλοιοκτήτρια, ούτε τούτο μπορούσε να διαγνωστεί από τις περιστάσεις, είτε ότι συμβαλλόμενη υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής της εξουσίας, ούτως ώστε να υπέχει προσωπική ευθύνη. Εξάλλου, ουδόλως στοιχειοθετείται στο αγωγικό δικόγραφο με την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών η επικαλούμενη εις ολόκληρον ευθύνη της δεύτερης εναγομένης και του νομίμου εκπροσώπου της, τέταρτου των εναγομένων, ούτως ώστε να ευθύνονται εις ολόκληρον με τους λοιπούς για τις απορρέουσες υποχρεώσεις από την επίδικη σύμβαση εργασίας έναντι του ενάγοντος ναυτικού.

Η εκτιθέμενη αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις προτάσεις του ενάγοντος, άλλωστε δεν επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, καθόσον δεν πρόκειται για ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά για νομική αοριστία αυτής, αφού δεν περιέχονται στην αγωγή τα αναγκαία περιστατικά, που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση των αγωγικών υποχρεώσεων, πολλώ μάλλον η εν λόγω αοριστία δεν μπορεί να καλυφθεί με την παραπομπή με την ένδικη έφεση στα επικαλούμενα από τον ενάγοντα έγγραφα, που αποδίδουν στην πρώτη εναγομένη την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του επίδικου πλοίου, στην τρίτη εναγόμενη την ιδιότητα της διαχειρίστριας της και όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη, ότι έχει λάβει άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα με εκπρόσωπο τον τέταρτο εναγόμενο και φέρεται σε ιδιωτικές επιστολές να εκτελεί συγκεκριμένες εντολές της εναγομένης πλοιοκτήτριας, καθόσον ανεξαρτήτως της ανεπίτρεπτης θεραπείας της αοριστίας της αγωγής με άλλα έγγραφα της δίκης, τα αναφερόμενα σ’ αυτά περιστατικά δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την κοινή εναγωγή τους και δεν συνιστούν άνευ άλλου τινός όρους παραγωγής ατομικής ευθύνης ενός εκάστου των εναγομένων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και δεν κήρυξε παρά τον νόμο απαράδεκτο, ως εκ τούτων, πρέπει αντικαθισταμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν.

III. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, προς έρευνα, παρελκομένης της εξέτασης του τέταρτου λόγου περί επαναφοράς του αγωγικού αιτήματος επίδειξης των αναφερομένων εγγράφων και του πέμπτου περί δικαστικών εξόδων, καθισταμένων άνευ αντικειμένου, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον  εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.935/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 19 Φεβρουαρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ