Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 8/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     8/2024

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Δ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο …. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Αλεβίζου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στον …. Αττικής, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει τυπικά στο …. Μ. Βρετανίας, οδός …………, ουσιαστικά δε στον ……… Αττικής, οδός …………, όπου έχει την έδρα το υποκατάστημά της στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα,  οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Κωνσταντίνας Φιλοπούλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε κατά των εφεσίβλητων την από 21-3-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ ……/28-3-2019 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της άνω αγωγής και επί της ασκηθείσας ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου από 21-5-2019 και με ΓΑΚ ……/21-5-2019 ανταγωγής των εναγόμενων κατά της ενάγουσας, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 2445/8-7-2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν αγωγή και ανταγωγή, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και απορρίφθηκε η ανταγωγή ως προς τη δεύτερη αντενάγουσα και έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη αντενάγουσα. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλε η ενάγουσα με την από 20-10-2016 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …./25-10-2016 έφεσή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε αρχικά, ερήμην των εφεσίβλητων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 56/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, υπό άλλη σύνθεση, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση.  Ήδη, με την από 16-3-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/8-4-2022 κλήση  της εκκαλούσας – ενάγουσας, η άνω έφεση επαναφέρεται στο Δικαστήριο τούτο προς συζήτηση, η οποία ορίστηκε αρχικά για την 16-3-2023 και κατόπιν νόμιμης αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (16-11-2023), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          1.Με την από 16-3-2022 και με ΓΑΚ … και EAK …./8-4-2022 κλήση της εκκαλούσας εταιρίας «………..» κατά των εφεσίβλητων εταιριών «……….» και «…………» ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 12-9-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/15-9-2020 έφεση της καλούσας – εκκαλούσας, η οποία στρέφεται κατά της με αριθ. 2445/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία α) επί της από 2177-3-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/28-3-2019 αγωγής της εκκαλούσας κατά των εφεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β) επί της από 21-5-2019 και με ΓΑΚ …./2019 και ΕΑΚ …./2019 ανταγωγής των εφεσίβλητων κατά εκκαλούσας ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, μετά την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης της άνω έφεσης κατά την αρχική δικάσιμο της 21-10-2021 με τη με αριθ. 56/2022 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.

2. Με την προαναφερθείσα αγωγή της, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, η εκκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία εξέθεσε ότι δραστηριοποιείται στη συντήρηση – επισκευή – ανακατασκευή σκαφών και πλωτών μέσων, υπό μορφή αρχικά ατομικής επιχείρησης στο όνομα του ……….. και στη συνέχεια, από 2-2-2018, υπό τη σημερινή της μορφή, ήτοι της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………». Ότι ενεργών για λογαριασμό της (ενάγουσας) ο ……… συμβλήθηκε στη φέρουσα χρονολογία 26-1-2018 έγγραφη συμφωνία με την πρώτη εναγόμενη εταιρία, με την οποία η ίδια ανέλαβε την εκτέλεση των περιγραφόμενων εργασιών, οι οποίες θα εκτελούνταν στο πλαίσιο ανακατασκευής του υπό σημαία Νήσων Κέιμαν σκάφους αναψυχής «SF» (πρώην «M»), κυριότητας της εδρεύουσας τυπικά στο ….. Μ. Βρετανίας και ουσιαστικά στην ημεδαπή δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, αντί κατ’ αποκοπήν αμοιβής, η οποία συμφωνήθηκε στο ποσό των 110.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ποσού 26.400,00 ευρώ. Ότι στο άνω έγγραφο συμφωνητικό η εργοδότρια πρώτη εναγόμενη αναφέρονταν ως πλοιοκτήτρια του σκάφους, με νόμιμο εκπρόσωπό της τον … …, ενώ συμπεριλήφθη όρος (αναβλητική αίρεση), ότι, σε περίπτωση που το έργο ολοκληρωνόταν μέχρι τις 15-4-2018, θα της καταβαλλόταν το επιπλέον ποσό των 30.000,00 ευρώ. Ότι παρά την δυνατότητά της να παραδώσει το έργο την προαναφερόμενη ημερομηνία, αυτό δεν κατέστη δυνατό με αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης εργοδότριας, αφενός λόγω του αναποτελεσματικού συντονισμού από μέρους της τόσο των σχεδιαστών των αλλαγών που γίνονταν στο σκάφος όσο και των άλλων πλην της ίδιας συνεργείων από διάφορες ειδικότητες που εργάζονταν παράλληλα σ’ αυτό, οι εργασίες των οποίων έπρεπε να προηγηθούν για να ολοκληρώσει η ίδια το εναπομένον τμήμα του αναληφθέντος έργου, αφετέρου λόγω συνεχούς ανάθεσης σ’ αυτήν προφορικά από την εργοδότρια πρόσθετων εργασιών. Ότι για τις πρόσθετες αυτές εργασίες διατηρεί αξίωση σε βάρος των εναγόμενων ποσού 80.211,26 ευρώ, αναλυόμενη σε 64.686,5 ευρώ αμοιβή και σε 15.525,76 ευρώ αναλογούντα Φ.Π.Α. 24%, όπως η συμφωνημένη αμοιβή της για τις επιμέρους εκτελεσθείσες πρόσθετες εργασίες αναλύεται με βάση το χρόνο απασχόλησης του προσωπικού της, με ημερήσιο κόστος απασχόλησης για κάθε τεχνίτη 82,72 ευρώ και για κάθε βοηθό τεχνίτη 79,40 ευρώ και αναφορά του κόστους των υλικών και του εργολαβικού της κέρδους, υπολογιζόμενου σε ποσοστό 40% επί του συνολικού κόστους εργασιών και υλικών. Ότι, αφού εν τέλει τοποθετήθηκαν μόλις στις 28-6-2018 οι μηχανές στο σκάφος, γεγονός που ήταν αναγκαίο για να συνεχίσει η ίδια τις εργασίες που είχε αναλάβει στο σαλόνι, ολοκλήρωσε προσηκόντως στις 28-7-2018 το ένδικο έργο και το παρέδωσε στην εργοδότρια, διατηρώντας γι’ αυτό έναντι των εναγόμενων τις ακόλουθες αξιώσεις: α) υπόλοιπο αμοιβής της, σύμφωνα με το αρχικά συμφωνηθέν έργο 22.880,00 ευρώ (της καταβλήθηκαν σταδιακά 113.520,00 ευρώ μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών), β) ποσό  30.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% ως πρόσθετη αμοιβή που συμφωνήθηκε υπό τον όρο (αναβλητική αίρεση) της παράδοσης του έργου έως τις 15-4-2018, ο οποίος δεν πληρώθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα της εργοδότριας και γ) ποσό 80.211,26 ευρώ, όπως αναλύθηκε παραπάνω, ως αμοιβή για τις πρόσθετες εργασίες που εκτέλεσε στο άνω σκάφος. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη κυρίως ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, άλλως και επικουρικά ευθύνη αυτής ως εφοπλίστριας, της δε δεύτερης ευθύνη για τις ένδικες αξιώσεις της ως κυρίας του σκάφους και επικουρικά ευθύνη αμφοτέρων κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία: α) το ποσό των 22.880,00 ευρώ, ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ολοκλήρωσης των αρχικών εργασιών, β) το ποσό των 37.500,00 ευρώ, ως επιπλέον αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%, λόγω πλασματικής πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης παράδοσης του έργου στις 15-4-2018, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ολοκλήρωσης των αρχικών εργασιών και γ) το ποσό των 80.211,26 ευρώ, ως αμοιβή για τις πρόσθετες εργασίες, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ολοκλήρωσης των πρόσθετων εργασιών, άλλως από την επίδοση του από 5-10-2018 εξώδικου εγγράφου της, άλλως το συνολικά αιτούμενο ποσό των (22.880,00 + 37.500,00 + 80.211,26 =) 140.591,26 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

3. Οι εναγόμενες, με την από 21-5-2019 ανταγωγή τους, όπως ορθά εκτιμήθηκε το δικόγραφό της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον δεν μπορεί να συμπέσει η ιδιότητα του πλοιοκτήτη και εφοπλιστή στο ίδιο πρόσωπο, αφού ο πλοιοκτήτης είναι ο ιδιοκτήτης σκάφους που ο ίδιος ασκεί την κατά προορισμό εκμετάλλευσή του, εξέθεσαν ότι, με σύμβαση που καταρτίσθηκε εγγράφως κατά τον αναφερόμενο χρόνο μεταξύ της αντεναγόμενης – ενάγουσας και της πρώτης εξ αυτών (εφοπλίστριας) του υπό σημαία Νήσων Κέιμαν σκάφους αναψυχής «SF» (πρώην «M»), κυριότητας της δεύτερης εξ αυτών, η πρώτη εξ αυτών ανέλαβε την εκτέλεση των περιγραφόμενων ξυλουργικών εργασιών ανακατασκευής του σκάφους, αντί κατ’ αποκοπήν αμοιβής που συμφωνήθηκε στο ποσό των 110.000,00 ευρώ, πλέον αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, ποσού 26.400,00 ευρώ, με συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης την 15-4-2018. Ότι με όρο που συμπεριλήφθηκε στη σύμβαση ορίσθηκε ότι κάθε παράβαση των όρων παρείχε το δικαίωμα στην εργοδότρια να κηρύξει έκπτωτη την εργολάβο και να ολοκληρώσει το έργο σε βάρος της και για λογαριασμό της, με επίδοση σχετικής εξώδικης δήλωσης προς αυτήν, καθώς και ότι προβλέφθηκε ενδεικτικά ότι η εργοδότρια δικαιούνταν να κηρύξει έκπτωτη την εργολάβο σε περίπτωση που η τελευταία επιδείκνυε προφανή αδυναμία για την ορθή και εμπρόθεσμη εκτέλεση των εργασιών, άρνηση ή αδιαφορία για την τήρηση των όρων της σύμβασης, των κανονισμών, νόμων και κανόνων ασφαλείας, καθώς επίσης και στην περίπτωση που από υπαιτιότητά της καθυστερούσε την έναρξη των εργασιών ή διέκοπτε αναιτιολόγητα την εκτέλεση των εργασιών για δέκα ημερολογιακές ημέρες. Ότι με έτερο όρο που συμπεριλήφθηκε στη σύμβαση προβλέφθηκε η επιβάρυνση της εργολάβου με το ποσό των 3.000,00 ευρώ ανά ημέρα, ως ποινική ρήτρα, για χρονικό διάστημα μέχρι δέκα ημερολογιακών ημερών, για την περίπτωση που αυτή δεν ολοκλήρωνε το αναληφθέν έργο μέχρι την 15-4-2018. Ότι, ενώ το έργο ήταν σε εξέλιξη, συμφωνήθηκε προφορικά με την εργολάβο και η εκτέλεση των περιγραφόμενων πρόσθετων εργασιών, αντί αμοιβής που συμφωνήθηκε βάσει έγγραφου προϋπολογισμού, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με την ανταγωγή. Ότι το έργο που ανέλαβε να εκτελέσει η αντεναγόμενη εργολάβος με την έγγραφη σύμβαση δεν ολοκληρώθηκε εντός της συμφωνημένης προθεσμίας, δηλαδή μέχρι την 15-4-2018, ούτε εντός της νέας προθεσμίας των δέκα ημερών που έταξε η εργοδότρια με το από 4-7-2018 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ότι με το από 25-9-2018 εξώδικο έγγραφό της, η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση λόγω καθυστέρησης στην ολοκλήρωση του έργου και ζήτησε από την αντεναγόμενη να της καταβάλει: α) το ποσό των 30.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας και β) το ποσό των 8.761,00 ευρώ, που αφορούσε αμοιβές που κατέβαλε σε τρίτους για να εκτελέσουν τις εργασίες που είχαν ανατεθεί με την αρχική σύμβαση στην εργολάβο και η τελευταία δεν τις εκτέλεσε, σε δαπάνη για την αγορά υλικών που βάρυνε την εργολάβο δυνάμει σχετικού συμβατικού όρου και σε δαπάνη αποκατάστασης της περιγραφόμενης κακοτεχνίας. Ότι, ειδικότερα, η εργοδότρια ανέθεσε σε τρίτους την εκτέλεση των περιγραφόμενων με το δικόγραφο εργασιών, τις οποίες είχε αναθέσει στην εργολάβο με την αρχική σύμβαση και δεν εκτελέσθηκαν από την τελευταία και κατέβαλε για την αιτία αυτή σε τρίτους το συνολικό ποσό των (3.280,00 + 650,00 + 700,00 + 2.342,00 =) 6.972,00 ευρώ, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις. Ότι επιπλέον η αντεναγόμενη εργολάβος, κατά παράβαση συμβατικού όρου με τον οποίο είχε αναλάβει το κόστος προμήθειας δαπέδου μέχρι του ποσού των 30,00 ευρώ/τ.μ, επιβάρυνε την πρώτη εξ αυτών με τη σχετική δαπάνη, ποσού 1.517,00 ευρώ, καθώς και ότι η τελευταία ζημιώθηκε και με το ποσό των 272,00 ευρώ για την αγορά υφάσματος για την επένδυση της οροφής καμπίνας προκειμένου να αποκαταστήσει κακοτεχνία που προκλήθηκε από την εργολάβο σε τμήμα του εκτελεσθέντος έργου. Ότι, περαιτέρω, το εκτελεσθέν από την εργολάβο έργο, από υπαιτιότητα της τελευταίας, εμφάνισε και τα περιγραφόμενα ελαττώματα, για την αποκατάσταση των οποίων θα απαιτηθεί το ποσό των 46.050,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ποσού 11.052,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό οι αντενάγουσες ζήτησαν να υποχρεωθεί η αντεναγόμενη να τους καταβάλει: α) Το ποσό των 30.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 25-9-2018 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας τους, άλλως από την επίδοση της ανταγωγής, β) Το ποσό των 57.102,00 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των κακοτεχνιών και ελαττωμάτων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ανταγωγής και γ) Το ποσό των 8.761,00 ευρώ ως αποζημίωση για ποσά που κατέβαλε σε άλλα συνεργεία για να πραγματοποιήσουν εργασίες, να αγοράσουν υλικά και να αποκαταστήσουν κακοτεχνίες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 25-9-2018 εξώδικης δήλωσής τους, άλλως από την επίδοση της ανταγωγής.

4. Επί των άνω αγωγής και ανταγωγής εκδόθηκε η 2445/2020 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτό, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να εκδικάσει την ενώπιόν του διαφορά που εμπεριείχε στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω της έδρας στην αλλοδαπή της δεύτερης εναγόμενης–δεύτερης αντενάγουσας, συνεκδίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτικήδιαδικασία, τις προαναφερόμενες αγωγή και ανταγωγή και αφού, με βάση το ελληνικό δίκαιο Ι) απέρριψε Α) το κονδύλι (64.685,50 + 15.524,76) 80.211,26 ευρώ της αγωγής για αμοιβή πρόσθετων εργασιών και αναλογούντος Φ.Π.Α. ως αόριστο, Β) το κονδύλι (30.000,00 + ΦΠΑ 24%) 37.500,00 ευρώ της αγωγής ως επιπλέον αμοιβή για εμπρόθεσμη παράδοση του έργου ως αβάσιμο κατ’ ουσία, Γ) την επικουρική βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό ως μη νόμιμη και Δ) την ένσταση συμψηφισμού της πρώτης εναγόμενης α) για ανταπαίτησή της, ποσού (46.050,00 + 11.052,00) 57.102,00 ευρώ για δαπάνη αποκατάστασης κακοτεχνιών και πραγματικών ελαττωμάτων τμήματος του εκτελεσθέντος έργου μετά Φ.Π.Α. ως αόριστη και β) για ανταπαίτησή της, ποσού 30.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, λόγω κατάπτωσης ποινικής ρήτρας, ως αβάσιμη κατ’ ουσία, ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον την καθεμία (τη δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, δια του αναφερθέντος σκάφους της και μέχρι της αξίας του), ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής το ποσό των 22.880,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 28-7-2018 μέχρι την εξόφληση Και ΙΙ) απέρριψε την ανταγωγή Α) κατά το σκέλος που εγείρεται από τη δεύτερη αντενάγουσα, ως μη νόμιμη και Β) ως προς τα κονδύλια της α) ποσού 57.102,00 ευρώ για την αποκατάσταση κακοτεχνιών και πραγματικών ελαττωμάτων τμήματος του εκτελεσθέντος έργου μετά Φ.Π.Α. ως αόριστο και β) ποσού 700,00 ευρώ για την κατασκευή μεταλλικών βάσεων, ποσού 2.342,00 ευρώ για την κατασκευή πάγκων για τα τραπέζια στο σαλόνι, ποσού 1.506,30 ευρώ για το πέραν των 30,00 ευρώ / τ.μ. κόστος προμήθειας δαπέδου για το σαλόνι και ποσού 30.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, για ποινική ρήτρα που κατέπεσε, ως αβάσιμα κατ’ ουσία, ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την ανταγωγή ως προς την πρώτη αντενάγουσα και υποχρέωσε την αντεναγόμενη να της καταβάλει ως αποζημίωση για αθέτηση λοιπών συμβατικών υποχρεώσεών της το συνολικό ποσό των 5.708,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 25-9-2018 μέχρι την εξόφληση. Ήδη η ενάγουσα – αντεναγόμενη, με την υπό κρίση έφεση πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση και με την επίκληση λόγων που ανάγονται κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της α) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς τις κρίσεις της i) περί αοριστίας του αγωγικού κονδυλίου 80.211,26 ευρώ για αμοιβή των πρόσθετων εργασιών (πρώτος λόγος) και ii) περί μη νόμιμου της επικουρικής βάσης της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό (τρίτος λόγος) και β) σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις κρίσεις της i) περί αβασίμου κατ’ ουσία του κονδυλίου 30.000,00 ευρώ της αγωγής για επιπλέον αμοιβή λόγω εμπρόθεσμης ολοκλήρωσης των εργασιών της αρχικής σύμβασης (δεύτερος λόγος, κατά το σχετικό μέρος του) και ii) περί βάσιμου κατ’ ουσία των κονδυλίων της ανταγωγής ποσού 3.280,00 ευρώ για γωνιακό καναπέ, δυο σκαμπό και τραπέζι για το σαλόνι του σκάφους, ποσού 1.506,30 ευρώ για τη διαφορά του κόστους του δαπέδου σαλονιού και ποσού 272,00 ευρώ για αγορά υφάσματος για την οροφή της master καμπίνας (τέταρτος λόγος), υποβάλλει αίτημα εξαφάνισης της εκκαλουμένης καθ’ ο μέρος δεν έκανε δεκτή την αγωγή της και δεν απέρριψε εντελώς την ανταγωγή των αντιδίκων της, με σκοπό την αναδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή και να απορριφθεί εντελώς η ανταγωγή. Σημειώνεται εδώ ότι κατά της άνω εκκαλουμένης απόφασης έχει εκδοθεί, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αναφορικά με τα επιμέρους κονδύλια της άνω ανταγωγής, ποσού 30.000,00 ευρώ λόγω κατάπτωσης ποινικής ρήτρας και ποσών 700,00 ευρώ για την κατασκευή μεταλλικών βάσεων και 2.342,00 ευρώ για την κατασκευή πάγκων για τα τραπέζια στο σαλόνι, η με αριθ. 57/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (υπό άλλη σύνθεση), με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσία η από 12-9-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../8-10-2020 έφεση των εναγόμενων ως προς τα κονδύλια αυτά, ως προς τα οποία δεν πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση με την υπό κρίση έφεση και συνακόλουθα έχει τελεσιδικήσει (Α.Π. 1543/2012, Α.Π. 1489/2008, Α.Π. 802/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

5. Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσεώς του, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 14 ή 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 681 Α.Κ, με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο έτερος, αποκαλούμενος εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης από δικονομική άποψη, με την έννοια του ορισμένου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, της αγωγής, ο ενάγων για την καταβολή της αμοιβής εργολάβος οφείλει να επικαλεστεί στο δικόγραφο αυτής τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση που τον βαρύνει με την παράδοση του έργου. Η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού (Α.Π. 1454/2022, Α.Π. 633/2021, Α.Π. 786/2019, Α.Π. 682/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά το σύστημα καθορισμού της αμοιβής απολογιστικώς,  η αμοιβή του εργολάβου υπολογίζεται με βάση το πραγματικό κόστος του εργολάβου για την εκτέλεση του έργου (έξοδα προμήθειας υλικών, αξία αμοιβών εργατοτεχνικού προσωπικού, γενικές δαπάνες της εργολαβίας), επί του οποίου προστίθεται το συμφωνημένο καθαρό εργολαβικό κέρδος (cost plus fee), το οποίο συνήθως συνίσταται σε ποσοστό επί του αθροίσματος των πραγματικών δαπανών (Α.Π. 786/2019, Α.Π. 682/2010, Α.Π. 346/2010, Α.Π. 257/2009, Εφ.Πειρ. 372/2014, Εφ.Λαμ. 155/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 146/2023, www.efeteio-peir.gr). Τα έξοδα εκτέλεσης του έργου καταβάλει ο εργοδότης είτε εκ των προτέρων είτε τμηματικά με την πρόοδο των εργασιών και οι σχετικές συμβάσεις (αγοράς υλικών, εργασίας προσωπικού) συνάπτονται από τον εργολάβο στο όνομα και για λογαριασμό του εργοδότη. Ο εργολάβος περιορίζεται στο συντονισμό και στη διεύθυνση των εργασιών, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και την ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα (Ι. Δεληγιάννη, σε Ι. Δεληγιάννη / Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 1992, σ. 37 επομ, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, 2007, παρ. 10, αρ. 16, σ. 253, Α. Καρδαρά, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, υπ’ άρθρο 681, αρ. 12, Β. Τσούμα, Η εργολαβική σύμβαση, 2010, σ. 32). Ουσιαστικά πρόκειται για εκτέλεση του έργου με χρήματα του εργοδότη (Κ. Καυκά, Ενοχικόν Δίκαιον, ερμηνεία κατ’ άρθρον, 1955, υπ’ άρθρο 682, σ. 591), ο οποίος για το λόγο αυτό φέρει τον οικονομικό κίνδυνο, αφού το συνολικό κόστος του έργου θα εξαρτηθεί από τις δαπάνες που θα του παρουσιάσει τελικά ο συγκεκριμένος εργολήπτης. Πράγματι, κατ’ αντίθεση προς το σύστημα του κατ’ αποκοπή καθορισμού της εργολαβικής αμοιβής, εδώ γνωστό εκ των προτέρων, και συμφωνημένο, είναι καταρχήν μόνον το ποσοστό του καθαρού κέρδους του εργολάβου, ενώ ο τελικός καθορισμός του ύψους του συνολικού εργολαβικού ανταλλάγματος θα γίνει μετά την αποπεράτωση του έργου επί τη βάσει λεπτομερούς απολογισμού των εργασιών και των δαπανών που έγιναν για την εκτέλεσή του. Αν πάλι με την εργολαβική σύμβαση δεν προσδιορίστηκε το ποσό της αμοιβής ούτε η μέθοδος του υπολογισμού του, η παράλειψη αυτή δεν επιδρά στο κύρος της και ο καθορισμός του εργολαβικού ανταλλάγματος θα γίνει με βάση, κατά σειρά, είτε την τυχόν ισχύουσα νόμιμη αμοιβή, αυτή δηλαδή που καθορίζεται ως προς τα ανώτατα ή κατώτατα όριά της με πολιτειακή πράξη (διατίμηση), είτε την ειθισμένη για παρόμοια έργα αμοιβή, αυτήν δηλαδή που συνηθίζεται να καταβάλλεται από άλλους εργοδότες για όμοιες εργασίες σε εργολάβους της αυτής κατηγορίας στις ίδιες τοπικές και χρονικές συνθήκες είτε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 379 Α.Κ. από τον εργολάβο με δίκαιη κρίση και εν τέλει από το δικαστήριο κατ’ άρθρο 371 Α.Κ. (Α.Π. 1383/2010, Α.Π. 2004/2007, Εφ.Πειρ. 548/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 146/2023, ό.α.). Πάντως, στην επιδίκαση της ειθισμένης αμοιβής θα προσφύγει το δικαστήριο μόνον αν δεν έχει καθοριστεί το ύψος της συμβατικά (Α.Π. 941/2002, Εφ.Πειρ. 485/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 146/2023, ό.α).

6. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση, ως διαδικαστικού εγγράφου, της από 21-3-2019 αγωγής της εκκαλούσας όσον αφορά το κονδύλι 80.211,26 ευρώ για προφορικά συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή της για πρόσθετες εργασίες που της ανατέθηκαν από την εργοδότρια πρώτη εναγόμενη κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της αρχικής σύμβασης έργου, προκύπτει ότι αναφέρονται στην αγωγή οι ανατεθείσες πρόσθετες αυτές εργασίες, η αμοιβή των οποίων δεν περιλαμβάνονταν στο αρχικό εργολαβικό αντάλλαγμα (βλ. παρ. 18 της αγωγής, σ. 11, στιχ. 7 έως και σ. 22, στιχ. 7), η προσήκουσα εκτέλεση και παράδοσή τους στην πρώτη εναγόμενη (βλ. παρ. 23 της αγωγής, σ. 24, στιχ. 7 έως και 14) και οι τιμές για τον (απολογιστικό) υπολογισμό της εργολαβικής αμοιβής για τις πρόσθετες αυτές εργασίες, με ειδική διάκριση για την καθεμιά τους [ήτοι, το συμφωνημένο κόστος εργατικών και υλικών (υπολογιζόμενο απολογιστικά, ενόψει του ότι η αναφορά στα ημερομίσθια του προσωπικού της ενάγουσας εργολάβου και ο υπολογισμός των εξόδων της με βάση αυτά αποκτά νόημα μόνο εάν η εργολαβική αμοιβή των πρόσθετων εργασιών είχε συμφωνηθεί με τέτοιο υπολογισμό–Εφ.Πειρ. 146/2023, ό.α.) και το συμφωνημένο εργολαβικό κέρδος της ενάγουσας – βλ. παρ. 18 της αγωγής, σ. 11, στιχ. 7 έως και σ. 22, στιχ. 7]. Ειδικότερα, στην παρ. 18 της αγωγής εκτίθενται οι ανατεθείσες πρόσθετες εργασίες κατά το χρόνο ανάθεσης της καθεμιάς τους, το είδος τους, ο αριθμός και το ποσό των ημερομισθίων τεχνιτών και βοηθών τεχνιτών που απαιτήθηκαν, το κόστος των υλικών και το εργολαβικό κέρδος της ενάγουσας για κάθε πρόσθετη εργασία, ποσοστού 40%, υπολογιζόμενο επί του κόστους εργασιών και υλικών. Ακολούθως, στην παρ. 23 της αγωγής, γίνεται ρητή αναφορά σε  «συμφωνημένη αμοιβή» για τις περιγραφόμενες στην παρ. 18 πρόσθετες εργασίες και συγκεκριμένα αναφέρεται «… Τέλος, οι εναγόμενες πρέπει να μας καταβάλουν και το παραπάνω αναφερόμενο υπό παρ. 16 ποσό των 64.686,50 ευρώ (πλέον ΦΠΑ 24% 15.524,76 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 80.211,26 ευρώ για τις εργασίες που εκτελέσαμε πλήρως κατόπιν συνεχών δικών της εντολών και υποδείξεων και έναντι της παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενης συμφωνημένης αμοιβής, το οποίο και έπρεπε να μας έχει καταβάλει άμεσα μετά από την ολοκλήρωση εκτέλεσης και αυτών των εργασιών που αναφέρονται παραπάνω στην παρ. 18, ήτοι μέχρι 5-8-2018….». Ακόμη, στην παρ. 25 της αγωγής, γίνεται αναφορά, έστω έμμεσα, σε «συμφωνημένη αμοιβή» για τις πρόσθετες εργασίες και συγκεκριμένα αναφέρεται «… η πρώτη των εναγόμενων είναι υποχρεωμένη να μας καταβάλλει τα παραπάνω ποσά δυνάμει των μεταξύ μας συμβάσεων, αλλά και με την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτριας, όπως μας δήλωσε, του παραπάνω σκάφους κατά το χρόνο σύναψης και εκτέλεσης των συμβάσεων, αλλά και επικουρικά με την ιδιότητά της ως εφοπλιστή του παραπάνω σκάφους κατά το χρόνο σύναψης και εκτέλεσης των συμβάσεων αλλά και μέχρι σήμερα..». Οι παραπάνω αναφορές αρκούν για να καταστήσουν ορισμένη την αγωγή όσον αφορά τη δημιουργία έγκυρης και ρητής συμφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, κατά την οποία η ενάγουσα θα λάβει για κάθε περιγραφόμενη πρόσθετη εργασία την αναφερόμενη συμφωνημένη αμοιβή, συνολικού ποσού 80.211,26 ευρώ για όλες τις εκτελεσθείσες πρόσθετες εργασίες, για τις οποίες απαιτήθηκε ο αναφερόμενος αριθμός τεχνιτών και βοηθών και δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονταν στο δικόγραφό της περισσότερα στοιχεία για να πληροί τους όρους των άρθρων 681, 682, 694 Α.Κ. και 216 Κ.Πολ.Δ, σχετικά με τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο τα σχετικά επιμέρους κονδύλια, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στην υπ’ αριθ. 5 νομική σκέψη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, εκτιμώντας το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, με βάση τις ίδιες άνω διατάξεις, διέγνωσε απαράδεκτο, λόγω αοριστίας του, ως προς το άνω αίτημα, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι «…..η ενάγουσα, παρόλο που με το αγωγικό δικόγραφο υπολογίζει το αιτούμενο ποσό, με αναγραφή των πρόσθετων εργασιών, του χρόνου απασχόλησης και του αριθμού του προσωπικού που απασχολήθηκε για την εκτέλεση κάθε επιμέρους εργασίας, του κόστους απασχόλησης ανά ημέρα (ημερομίσθιο) για κάθε τεχνίτη και για κάθε βοηθό τεχνίτη, του κόστους των υλικών και στο άθροισμα υπολογίζει και εργολαβικό κέρδος σε ποσοστό 40%, δεν ισχυρίζεται ότι με τη συμφωνία με την οποία η πρώτη εναγόμενη της ανέθεσε την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών, καθορίστηκε η αμοιβή της με συγκεκριμένο τρόπο, βάσει απολογισμού, με ποσοστό εργολαβικού οφέλους 40% επί του πραγματικού κόστους των εργασιών που θα εκτελούνταν, ούτε όμως ισχυρίζεται ότι η αμοιβή της αφέθηκε μεν ακαθόριστη κατά την κατάρτιση της συμφωνίας με την οποία της ανατέθηκαν οι πρόσθετες εργασίες, πλην όμως ότι τα αιτούμενα για τις πρόσθετες εργασίες ποσά αποτελούν την ειθισμένη αμοιβή, δηλαδή την αμοιβή που συνηθίζεται για όμοιες εργασίες που εκτελούνται υπό τις ίδιες συνθήκες», έσφαλε κατά την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθόσον, αφενός μεν, για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του, απαίτησε περισσότερα απ’ όσα απαιτούνται από τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου προς θεμελίωση του δικαιώματος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας για την καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος για τις πρόσθετες εργασίες που συμφωνήθηκαν, αφετέρου δε, λαμβάνοντας υπόψη τα αναγκαία για τη θεμελίωση της αγωγής και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, κήρυξε παρά το νόμο ακυρότητα. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία και στη συνέχεια να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει στην ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

7. Από την διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι,  εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, όταν η αγωγή ασκείται με μόνη βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. Α.Κ, πρέπει για την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Πολ.Δ. πληρότητα του περιεχομένου της να γίνεται στο δικόγραφό της μνεία των περιστατικών που συνεπάγονται την ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας της περιουσιακής μετακίνησης. Και όταν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 Κ.Πολ.Δ.), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής (λ.χ. από σύμβαση), είναι απαραίτητη η επίκληση της ανυπαρξίας ή της ακυρότητας της συμβάσεως, έστω και χωρίς αναφορά των λόγων που την προκάλεσαν, αφού, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση (ή αδικοπραξία), είναι νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ’ αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Για το λόγο αυτό στην ίδια περίπτωση είναι αναγκαία η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, καθώς η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγόμενου και, τότε, αν δηλαδή η κύρια αγωγική βάση αποδικαστεί επειδή η κατάρτιση σύμβασης ή η τέλεση αδικοπραξίας έμεινε αναπόδεικτη, η επικουρική βάση θα ερευνηθεί, για να διαπιστωθεί αν η περιουσιακή μετακίνηση έγινε αχρεωστήτως ή για αιτία παράνομη ή ανήθικη ή για αιτία που είτε έληξε είτε δεν επακολούθησε (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 23/2003, Ολ.ΑΠ. 22/2003, Α.Π. 61/2022, Α.Π. 1325/2019, Α.Π. 412/2019, Α.Π. 170/2016, Α.Π. 449/2014, Α.Π. 1319/2013, Α.Π. 680/2011, Εφ.Πειρ. 5/2023, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, παρ. 16, αριθ. 24, σ. 1060 επομ, Στ. Ματθία, Η έννοια της «επικουρικότητας» των απαιτήσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού και η επικουρική άσκησή τους, σε ΕλλΔνη 1990, 497, Π. Αρβανιτάκη, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, παρ. 7, σ. 163 επομ.).

8. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική θεμελίωση στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού των ενδίκων αξιώσεων απόδοσης αμοιβής για έργο που εκτελέστηκε, διαπιστώνοντας σωστά ότι ο ενάγων είχε παραλείψει εντελώς να επικαλεστεί  ακυρότητα της σχετικής σύμβασης. Έτσι που έκρινε ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο έφεσης της ενάγουσας σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος να αποδώσουν οι εναγόμενες την ωφέλεια που αποκόμισαν από τη βελτίωση του σκάφους τους με τις εργασίες που εκείνη εκτέλεσε σ’ αυτό χωρίς να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, δηλαδή για αιτία που δεν επακολούθησε, είναι αβάσιμα.

9. Από τις με αριθ. ……../8-7-2019, …../8-7-2019 και ……/8-7-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……….. αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα – αντεναγόμενη, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. τις υπ’ αριθ. …./3-7-2019 και ……./3-7-2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, με τις συνημμένες σ’ αυτές από 2-7-2019 κλήσεις), τις με αριθ. …/5-7-2019, …./5-7-2019 και …/5-7-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …………. αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …. ., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες – αντενάγουσες, με πρωτοβουλία των οποίων λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας – αντεναγόμενης κατ’ άρθρο 422 παρ. 1  Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. …/2-7-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., σε συνδυασμό με την από 1-7-2019 κλήση), τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) [με την επισήμανση ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας – αντεναγόμενης ότι οι προσαγόμενες από τους αντιδίκους της φωτογραφίες (ΣΧΕΤ. 22-37) δεν τραβήχτηκαν στις ημερομηνίες που αναγράφονται στην ένδειξη GPS αυτών δεν συνιστά άρνηση γνησιότητας αλλά αμφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας τους (Α.Π. 296/2019, Α.Π. 378/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], καθώς και από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπου ειδικά αναφέρεται παρακάτω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της εκκαλούσας – ενάγουσας – αντεναγόμενης εταιρίας «………..» και  το διακριτικό τίτλο «………», με την ιδιότητα της εργολάβου και της πρώτης εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης – πρώτης αντενάγουσας εταιρίας  «…………..», με την ιδιότητα της κυρίας του έργου, συμφωνήθηκε, με το φέρον ημερομηνία 26-1-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, η πρώτη να αναλάβει την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών στο υπό γενική ανακατασκευή σκάφος αναψυχής «M», το οποίο ήδη έχει νηολογηθεί υπό ελληνική σημαία στο νηολόγιο Πειραιά και έχει μετονομασθεί σε «SF», όπως δεν αμφισβητούν οι διάδικοι, ανήκε δε στον επίδικο χρόνο στην κυριότητα της δεύτερης εφεσίβλητης – δεύτερης αντενάγουσας – δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, μη συμβληθείσας στο άνω συμφωνητικό. Οι αναληφθείσες εργασίες περιεγράφηκαν στη με αριθμό 3 παράγραφο αυτού, η έναρξη των οποίων ορίστηκε στις 29-1-2018 (4 παράγραφος του συμφωνητικού). Στη συνέχεια καθορίστηκε η κατ’ αποκοπή αμοιβή της εκκαλούσας στο ποσό των 110.000,00 ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο ανάλογος Φ.Π.Α. 24%, ο οποίος συμφωνήθηκε να βαρύνει τον εργοδότη (5η παράγραφος),  στη δε  6η παράγραφο συμφωνήθηκε αφενός ότι η εργολάβος ανέλαβε  να αποπερατώσει το σύνολο των εργασιών που της ανατέθηκαν μέχρι την 15-4-2018 (παράγραφος 6.1) και αφετέρου ότι,  για την περίπτωση της μη ολοκλήρωσης των εργασιών στην προβλεπόμενη ημερομηνία (ολοκλήρωσης αυτών, στις 15-4-2018), η εργολάβος θα επιβαρύνεται με ημερήσια  ποινική ρήτρα, ποσού 3.000,00 ευρώ, «για διάστημα όχι μεγαλύτερο των 10 – δέκα – ημερολογιακών ημερών. Η πληρωμή της εργολαβικής αμοιβής συμφωνήθηκε να γίνει τμηματικά μέχρι την παράδοση του έργου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 7.1, 7.2, 7.3 και 7.4 του συμφωνητικού, ενώ στην παράγραφο 7.5 αυτού προβλέφθηκαν επί λέξει τα εξής «Ρητά συμφωνείται πως ο Πλοιοκτήτης θα καταβάλλει στον Εργολάβο το ποσό των 30.000 ευρώ, πέραν του αρχικά συμφωνημένου τιμήματος, σε περίπτωση που ο εργολάβος έχει ολοκληρώσει και παραδώσει το σύνολο των εργασιών που του έχουν ανατεθεί και αναλάβει την προκαθορισμένη ημερομηνία ολοκλήρωσης αυτών, ήτοι στις 15-4-2018». Όπως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη οι εργασίες πράγματι ξεκίνησαν στη συμφωνηθείσα χρονολογία αλλά δεν ολοκληρώθηκαν στις 15-4-2018. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της εργολάβου – εκκαλούσας εταιρίας, καθώς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της τελευταίας, οι οποίες δεν αντικρούονται από άλλα, αντίθετα, αποδεικτικά μέσα, μάλιστα ενισχύονται από τα προσκομιζόμενα και μη αμφισβητούμενα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails) που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της εργολάβου και της κυρίας του έργου, αποδεικνύεται ότι στο σκάφος εκτελούνταν εργασίες από διαφορετικά συνεργεία (ηλεκτρολόγων, υδραυλικών, βαφέων, κ.ά), ενόψει της εκτεταμένης ανακαίνισης και γενικής ανακατασκευής αυτού. Αυτό είχε ως συνέπεια οι εργασίες που όφειλε να εκτελέσει η εκκαλούσα να παρεμποδίζονται από τις εργασίες και την παρουσία άλλων συνεργείων που έπρεπε να προηγηθούν (σχετ. το από 3-3-2018 e-mail της εργολάβου προς την κυρία του έργου και το από 4-7-2018 e-mail της τελευταίας, στο οποίο συνομολογεί την παρουσία άλλων συνεργείων), με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις εργασίες που δεν μπορούσε να ολοκληρώσει στο σαλόνι του σκάφους,  αφού το δάπεδό του παρέμενε ανοικτό μέχρι να τοποθετηθούν κάτω από αυτό οι μηχανές του, οι οποίες τελικά τοποθετήθηκαν στις 4-7-2018.  Ειδικά δε για τις εργασίες αυτές, η κυρία του έργου, στο από 4-7-2018 e-mail της προς την εφεσίβλητη, δηλώνει σαφώς ότι δεν την θεωρεί υπεύθυνη  για την καθυστέρησή τους, της αποδίδει όμως καθυστέρηση στις λοιπές εργασίες. Η δε εργολάβος, απαντώντας στο εν λόγω e-mail, αυθημερόν και με τον ίδιο τρόπο (e-mail), αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη για την καθυστέρηση του όλου έργου, την οποία αποδίδει στην έλλειψη διαχείρισης από μέρους της εργολάβου των λοιπών συνεργείων, που δεν είχαν παραδώσει τις δικές τους εργασίες μέχρι τις 2-7-2018, στην πλήρη έλλειψη συντονισμού αυτών, γεγονός που  επιβεβαιώνουν οι τρεις μάρτυρές της στις ένορκες βεβαιώσεις τους. Αποδεικνύεται ακόμα ότι κατά την έναρξη των ένδικων εργασιών  δεν είχαν παραδοθεί στην  εκκαλούσα – ενάγουσα τα τελικά σχέδια με βάση τα οποία όφειλε να εκτελεί αυτές, καθώς άλλα εξ αυτών καθυστέρησαν να της παραδοθούν, ενώ  άλλα τροποποιούνταν. Ενδεικτικά, στις 29-3-2018 παραδόθηκαν στην εργολάβο τα τελικά σχέδια για τα μπάνια, ξυλουργικά – υδραυλικά – όψεις και τομές στις ντουζιέρες και στις 14-5-2018 παραδόθηκαν τα αντίστοιχα των καμπινών (βλ. τα με ίδιες ημερομηνίες e-mails της εργολάβου). Εξάλλου στο από 29-6-2018 e-mail της κυρίας του έργου προς την εργολάβο, περιέχονται  οδηγίες  για εργασίες στο tv-room του σκάφους, ενώ με το από 18-9-2018 e-mail η τελευταία διαμαρτύρεται στην πρώτη, διότι, όταν άρχισε εργασίες παρουσιάστηκε ψυκτικός ο οποίος, προκειμένου να εκτελέσει εργασίες της ειδικότητάς του, αποξήλωσε την επένδυση στη δεξιά πλευρά  του σαλονιού. Το γεγονός ότι στις εργασίες της εκκαλούσας παρεμβάλλονταν άλλα συνεργεία και την καθυστερούσαν αποδεικνύεται και από το από 18-9-2018 e-mail που απέστειλε ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εφεσίβλητης, στο οποίο εμφατικά αναφέρει ότι δεν θεωρεί την εργολάβο υπεύθυνη για ζημιές που προκάλεσαν άλλα συνεργεία και αυτό που της ζητά είναι να του υποδείξει από ποια συνεργεία έγιναν αυτές και να τον ενημερώσει για το κόστος αποκατάστασής τους.  Ενόψει του αναμφισβήτητου γεγονότος ότι οι εν γένει εργασίες ανακατασκευής του σκάφους συνεχίζονταν καθ’ όλο το αναφερόμενο ανωτέρω χρονικό διάστημα, από αρχές του έτους 2018 έως τουλάχιστον και τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, με περαιτέρω συνέπεια να καθυστερεί η εκτέλεση των εργασιών που η εφεσίβλητη ανέλαβε με το από 26-1-2018 συμφωνητικό, αλλά και να προκύπτει η ανάγκη για επιπλέον των αρχικά συμφωνηθέντων εργασίες, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούσαν ζημιές τις οποίες προκαλούσαν τα άλλα συνεργεία και τεχνίτες που απασχολούνταν στο σκάφος,  αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα- αντεναγόμενη δεν είχε ευθύνη για την αδυναμία της να παραδώσει το έργο στις 15-4-2018, όπως αρχικά συμφώνησε, εκτιμώντας ότι η έγκαιρη ολοκλήρωση και παράδοση του (αρχικά) συμφωνηθέντος έργου ήταν εφικτή με βάση την  εμπειρία της και τους τεχνίτες που διέθετε. Ωστόσο, παράγοντες που ήταν εκτός της δικής της σφαίρας επιρροής, όπως η παρουσία και άλλων συνεργείων που εμπόδιζαν την εργασία του δικού της συνεργείου και προξενούσαν επιδιορθωτέες ζημιές, η ανάθεση προφορικά πρόσθετων εργασιών (τις οποίες συνομολογούν οι εναγόμενες με τις προτάσεις που κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπου αποδέχονται  τέτοιες εργασίες, πρόσθετες αλλά και προς αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών) με προϋπολογισθέν κόστος 22.900,00 ευρώ και η έλλειψη επιτυχούς συντονισμού όλων των εμπλεκομένων στην ανακατασκευή του σκάφους, συνέβαλαν στην καθυστέρηση των δικών της εργασιών. Επομένως, η μη έγκαιρη ολοκλήρωση του ένδικου έργου και η παρέλευση άπρακτης της δήλης ημέρας παράδοσης αυτού δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της εργολάβου αλλά σε γεγονότα απρόβλεπτα, σύμφωνα με τις αναλυθείσες παραπάνω σκέψεις και ως εκ τούτου η εργολάβος δεν οφείλει να καταβάλει σ’ αυτήν ποινική ρήτρα, με βάση τον άνω όρο 6.6 της σύμβασης, όπως κρίθηκε τελεσίδικα μεταξύ των διαδίκων με την άνω με αριθ. 57/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Αποδείχθηκε ακόμη ότι την 28-7-2018 η ενάγουσα παρέδωσε το έργο που ανέλαβε να εκτελέσει με την από 26-1-2018 αρχική σύμβαση, παραλείποντας ωστόσο να έχει εκτελέσει τις εργασίες κατασκευής ενός γωνιακού καναπέ, δύο σκαμπό και ενός τραπεζιού για το σαλόνι του σκάφους τις οποίες είχε αναλάβει με τον όρο 3.1.8 της σύμβασης αυτής, των οποίων η εκτέλεση ανατέθηκε στη συνέχεια σε άλλα συνεργεία, επιλογής της πρώτης εναγόμενης – πρώτης αντενάγουσας, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα παρακάτω. Ακολούθως, με την από 25-9-2018 εξώδικη δήλωση της πρώτης εναγόμενης – πρώτης αντενάγουσας, που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα – αντεναγόμενη την ίδια ημέρα, η πρώτη κατήγγειλε την από 26-1-2018 σύμβαση έργου λόγω καθυστέρησης ολοκλήρωσης του έργου και κάλεσε τη δεύτερη να της καταβάλει αφενός το συνολικό ποσό των 8.761,00 ευρώ για υλικά που αγοράστηκαν και για αμοιβή που κατέβαλε σε άλλα συνεργεία για εργασίες που εκτελέσθηκαν από αυτά, παρόλο που είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα, αφετέρου το ποσό των 30.000,00 ευρώ, λόγω κατάπτωσης της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας. Με την παραπάνω εξώδικη δήλωση η πρώτη εναγόμενη άσκησε το δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, σύμφωνα με τους Όρους 9.1 και 9.2 της σύμβασης, ενώ η δήλωση αυτή,  ερμηνευόμενη κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ, δηλαδή όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, είχε το χαρακτήρα καταγγελίας της σύμβασης σε σχέση με το μικρής έκτασης και αξίας μη εκτελεσθέν τμήμα του έργου, χωρίς να θίγει τη σύμβαση ως προς το εκτελεσθέν τμήμα της. Την 9-10-2018 η ενάγουσα αντεναγόμενη κοινοποίησε προς την πρώτη εναγόμενη την από 5-10-2018 εξώδικη δήλωση, με την οποία αρνήθηκε την υπαιτιότητά της σε σχέση με την καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου της αρχικής σύμβασης, ισχυρίσθηκε αναφορικά με τις εργασίες που εκτελέσθηκαν από άλλα συνεργεία ότι δεν συμπεριλαμβάνονταν στο έργο που η ίδια είχε αναλάβει να εκτελέσει, και περαιτέρω ζήτησε την καταβολή του ποσού των 87.268,40 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής από την αρχική σύμβαση έργου, αλλά και ως αμοιβή για τις πρόσθετες εργασίες που εκτέλεσε, δηλαδή για τις εργασίες που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική σύμβαση. Στη συνέχεια, την 19-10-2018 η πρώτη εναγόμενη κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 17-10-2018 εξώδικη απάντηση, με την οποία καλούσε εκ νέου την αντίδικό της να της καταβάλει τα ποσά των 8.761,00 ευρώ και των 30.000,00 ευρώ.  Όπως, δε, συνομολογείται από τους διαδίκους (άρθρο 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), η πρώτη εναγόμενη έχει καταβάλει τμηματικά στην ενάγουσα από 2-2-2018 έως 10-8-2018 ως αμοιβή για το αρχικά συμφωνηθέν έργο το συνολικό ποσό των 113.520,00 ευρώ, επομένως, από τη συμφωνηθείσα αμοιβή, πλέον Φ.Π.Α. 24%, εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα το ποσό των [(110.000,00 + 26.400,00 =) 136.400,00 – 113.520,00 =] 22.880,00 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα, χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης.

10. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα εργολάβος παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση ερμήνευσε εσφαλμένα τον όρο 7.5 της σύμβασης, ο οποίος προβλέπει ρητά επιπλέον αμοιβή της, ποσού 30.000,00 ευρώ, σε περίπτωση ολοκλήρωσης των εργασιών εντός προθεσμίας 2,5 μηνών από την ανάθεσή τους και συγκεκριμένα μέχρι την 15-4-2018. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρων 173 και 200 Α.Κ.) και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των πραγμάτων και εν γένει του αποδεικτικού υλικού, κρίθηκε ότι ο συνομολογηθείς άνω όρος δεν είχε ανάγκη ερμηνείας με προσφυγή στις ερμηνευτικές διατάξεις των άνω άρθρων προκειμένου να κριθεί εάν πληρώθηκε πλασματικά, μετατιθέμενης αναλογικά της ημερομηνίας της 15-4-2018, όπως θα έπρεπε να έχει κριθεί υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης εάν δεν είχε εξεταστεί εσφαλμένως  αποσπασματικά, αλλά σε συνδυασμό με την υπόλοιπη σύμβαση και ιδίως με τον άνω όρο 6.6 αυτής που προέβλεπε ποινική ρήτρα σε βάρος της ως εργολάβου σε περίπτωση παράδοσης του έργου μετά την άνω ημερομηνία, ενόψει του ότι ο συνολικός χρόνος εκτέλεσης των εργασιών δεν υπερέβη τους 2,5 μήνες από της αναθέσεώς τους, όπως είχε συμφωνηθεί, ενώ την  πλήρωση του άνω όρου εμπόδιζε με αποκλειστική υπαιτιότητά της και προς όφελός της επί 2,5 μήνες από της αναλήψεως του έργου και μέχρι την 15-4-2018 η εναγόμενη εργοδότρια, συμπεριφορά που σε κάθε περίπτωση ήταν  αντίθετη και προς τις διατάξεις του άρθρου 694 Α.Κ. περί χρόνου πληρωμής της αμοιβής του εργολάβου και των άρθρων 381 επ. Α.Κ. περί αδυναμίας παροχής από υπαιτιότητα του άλλου.

11. Κατά μεν το άρθρο 201 του Α.Κ, αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αίρεσης), κατά δε το άρθρο 207 παρ. 1 του ιδίου Α.Κ. η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωση της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης που τέθηκε σε δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία αυτή και επέρχονται τα αποτελέσματά της, επομένως δε και ότι β) όποιος ασκεί δικαίωμα από δικαιοπραξία το οποίο εξαρτήθηκε με αυτήν (δικαιοπραξία) από αναβλητική αίρεση, που πληρώθηκε ή που την πλήρωση της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωση της αίρεσης (πλασματική πλήρωση), αυτός (που ασκεί το δικαίωμα) οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τα ανωτέρω περιστατικά της πραγματικής ή πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης, από την οποία και γεννάται (εξαρτάται) το δικαίωμά του, ως αποτέλεσμα της υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξίας, κατά τα προεκτεθέντα. Για την κατά τα ανωτέρω πλασματική πλήρωση της αίρεσης απαιτείται παρακωλυτική συμπεριφορά του ζημιουμένου από την πλήρωση και δη πράξη ή παράλειψη, αντιτιθέμενη στην καλή πίστη βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπου συνεκτιμάται και το ενδεχόμενο πταίσμα, στην περίπτωση δε, ειδικότερα, της παράλειψης, κατά κανόνα δεν θα υφίσταται τέτοια αντίθεση (στην καλή πίστη) αν δεν υπάρχει υποχρέωση προς ενέργεια από το νόμο, τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη (Α.Π. 178/12). Γίνεται δε δεκτό ότι ο έλεγχος της παρακωλυτικής συμπεριφοράς του ζημιουμένου από την πλήρωση πραγματοποιείται με βάση μεν τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ, προκειμένου περί των καθαρώς εξουσιαστικών αιρέσεων, δηλαδή, εκείνων επί των οποίων η ενέργεια του υπόχρεου έχει αναταθεί στην απόλυτη εξουσία αυτού, με βάση δε τη διάταξη του άρθρου 207 Α.Κ. προκειμένου περί των λοιπών εξουσιαστικών αιρέσεων, δηλαδή εκείνων επί των οποίων η ενέργεια του υποχρέου έχει αφεθεί στη “δυναμένη να ελεγχθεί κρίση του” ή, άλλως, στην αντικειμενική και δικαστικώς ελεγκτέα κρίση του (Α.Π. 408/2018, Α.Π. 122/2014, Α.Π. 1826/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έννοια της καλής πίστης, κατά τη διάταξη του άρθρου 207 Α.Κ, εκτιμάται αντικειμενικά, όπως στα άρθρα 200, 281, 288 του Α.Κ. Δεν αποκλείεται η, αντίθετα προς την καλή πίστη, συμπεριφορά, που εκδηλώνεται συνήθως με θετικές ενέργειες, να γίνεται και με παράλειψη οφειλομένης, κατά νόμον ή κατά την συμφωνία ή κατά τα συναλλακτικά ήθη, ενέργεια. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως εκείνου που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της και της ματαιώσεως της αιρέσεως. Απλή δυσχέρανση της πληρώσεως της αιρέσεως δεν αρκεί, αλλά απαιτείται να επήλθε από τη συμπεριφορά εκείνου που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της η ματαίωση της αιρέσεως (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, κατ’ άρθρον ερμηνεία, 1978, Ι, υπ’ άρθρο 207, αριθ. 1, 2, 3). Τέλος, γίνεται δεκτό ότι ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί νομικές διατάξεις επί των οποίων στηρίζει τον ισχυρισμό του, αφού η υπαγωγή στον κατάλληλο νομικό κανόνα γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστή (iura novit curia, – Α.Π. 373/2023, Α.Π. 77/2022, Α.Π. 83/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το δικαστήριο αναζητεί αυτεπαγγέλτως την κατάλληλη νομική διάταξη (ή διατάξεις) που πρέπει να εφαρμο­σθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να εμπο­δίζεται από την μη επίκληση αυτών από τους διαδίκους ή να δεσμεύεται από την επίκληση απ’ αυτούς συγκεκριμένων διατάξεων (Α.Π. 431/2005,  Εφ.Πειρ. 639/2022, Εφ.Αθ. 3428/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

12. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, η τελευταία απέρριψε το αίτημα επιπλέον αμοιβής της ενάγουσας με βάση τον όρο 7.5 της σύμβασης ως αβάσιμο κατ’ ουσία, με την εξής αιτιολογία: «Ωστόσο, από το σαφές περιεχόμενο του  παραπάνω αναφερόμενου όρου 7.5 της σύμβασης, χωρίς να ανακύπτει ανάγκη προσφυγής στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, συνάγεται ότι η επιπλέον αμοιβή της ενάγουσας συμφωνήθηκε μόνο για την περίπτωση που το έργο παραδιδόταν μέχρι την 15.04.2018, χωρίς η καταβολή του επιπλέον αυτού ποσού να εξαρτηθεί από την τήρηση άλλων συνθηκών ή προϋποθέσεων. Επομένως, εφόσον η ενάγουσα – αντεναγόμενη δεν ολοκλήρωσε τις εργασίες που ανέλαβε με την από 26.01.2018 σύμβαση εντός του χρόνου που ορίσθηκε με τη σύμβαση, δηλαδή μέχρι την 15.04.2018, δεν δικαιούται την επιπλέον αμοιβή που συμφωνήθηκε με τον προαναφερόμενο όρο, και μάλιστα ανεξάρτητα από την έλλειψη υπαιτιότητάς της ως προς την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου, καθώς με βάση τις σαφείς δηλώσεις βούλησης των συμβαλλόμενων, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στον προαναφερόμενο όρο, μοναδική προϋπόθεση που τέθηκε ήταν η παράδοση του έργου μέχρι την παραπάνω αναφερόμενη ημερομηνία». Πλην όμως, κατά τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. 9 άνω σκέψη, αποδείχθηκε ότι η μη έγκαιρη ολοκλήρωση του έργου της αρχικής συμφωνίας και η παρέλευση άπρακτης της δήλης ημέρας παράδοσης αυτού οφείλονταν σε απρόβλεπτους παράγοντες που δεν ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της ενάγουσας εργολάβου αλλά σε εργασίες και παρουσία διαφορετικών συνεργείων (ηλεκτρολόγων, μηχανικών, κ.ά.) που η εναγόμενη εργοδότρια συντόνιζε, σε ζημίες που προκαλούσαν τα συνεργεία αυτά και οι τεχνίτες που απασχολούσε στο σκάφος και στην καθυστέρησή της να παραδώσει στην ενάγουσα τα τελικά σχέδια με βάση τα οποία η τελευταία όφειλε να εκτελεί τις εργασίες (λχ. για τα μπάνια, ξυλουργικά – υδραυλικά, όψεις και τομές στις ντουζιέρες), δηλαδή σε παράγοντες που ανήκαν αποκλειστικά στη σφαίρα επιρροής της εναγόμενης εργοδότριας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η τελευταία, από αποκλειστική υπαιτιότητά της, αποβλέποντας στο να μη ζημιωθεί η ίδια από την πλήρωση της άνω αίρεσης καταβάλλοντας στην ενάγουσα τη συμφωνηθείσα επιπλέον αμοιβή για την εμπρόθεσμη παράδοση του έργου, προκάλεσε αιτιωδώς τη ματαίωση της άνω αίρεσης αντίθετα προς την καλή πίστη, χωρίς να της παρέχει ο νόμος ή η σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη τέτοιο δικαίωμα, ενώ γνώριζε ότι ενάγουσα είχε εξαρχής ετοιμότητα για εμπρόθεσμη εκτέλεση και παράδοση του έργου, το οποίο και της παρέδωσε προσηκόντως στις 28-7-2018, οπότε μόνο κατέστη τεχνικά εφικτή η παράδοσή του, λόγω της καθυστερημένης άρμωσης των μηχανών στο σημείο του σαλονιού. Στην άνω κρίση οδηγείται το Δικαστήριο από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας …………., οι οποίες συγκλίνουν μεταξύ τους περί των ανωτέρω και προέρχονται από μάρτυρες που έχουν άμεση σχετική γνώση, καθώς συμμετείχαν στις ένδικες επισκευές ως τεχνίτες – ξυλουργοί. Η κρίση αυτή ενισχύεται από τα από 3-3-2018, 23-2-2018, 29-3-2018, 14-5-2018 και 29-6-2018 e-mail εκπροσώπων των αντισυμβαλλομένων διαδίκων μερών που αναφέρονται στις σελίδες 6 έως και 13 των προτάσεων της εκκαλούσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και επίσης συνηγορούν υπέρ της άνω άποψης περί κακόπιστης παρεμπόδισης (όχι απλώς δυσχέρανσης) της ολοκλήρωσης και παράδοσης του έργου από πλευράς της εναγόμενης εργοδότριας, ενώ δεν αναιρούνται κατά τρόπο πείθοντα από αντίθετο αξιόπιστο στοιχείο. Να σημειωθεί ότι τέτοιο στοιχείο δεν αποτελεί η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος των εναγόμενων ………. (μόνου εκ των τριών μαρτύρων τους που καταθέτει για την αιτία καθυστέρησης της παράδοσης του αρχικού έργου, ως επιβλέπων για λογαριασμό της εργοδότριας τις ένδικες εργασίες επισκευής), ενόψει του ότι αυτός καταθέτει ότι οι εργασίες στις μηχανές του σκάφους είχαν ολοκληρωθεί από τις αρχές Απριλίου και ότι κανένα άλλο συνεργείο δεν εμπόδιζε το συνεργείο της ενάγουσας, ενώ, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο εργασιών που συντάχθηκε από τον ίδιο, οι μηχανές τοποθετήθηκαν στο σκάφος την 4-7-2018, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εκτελεστούν από την ενάγουσα οι ανατεθείσες εργασίες στο σαλόνι. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται περαιτέρω από τη συνδυαστική εκτίμηση των άνω όρων 7.5 και 6.6, εκ των οποίων ο πρώτος τέθηκε προφανώς ως αντιστάθμισμα του δεύτερου (που προβλέπει ποινική ρήτρα σε βάρος του εργολάβου σε περίπτωση υπαίτιας καθυστέρησής του στην παράδοση του έργου), προς εξυπηρέτηση των εκατέρωθεν συμφερόντων, που ήταν για την εργολάβο η είσπραξη της συνομολογηθείσας υψηλής επιπλέον αμοιβής της και για την εργοδότρια η ακριβόχρονη περάτωση του έργου. Θα ήταν άλλωστε ασύμβατο με την καλή πίστη, η εργοδότρια να δικαιούται ποινική ρήτρα σε περίπτωση που ο εργολάβος περιερχόταν υπαίτια σε υπερημερία ως προς την παράδοση του έργου, ενώ σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης παράδοσης του έργου από αποκλειστική υπαιτιότητα εκείνης, ο εργολάβος να μη δικαιούται τη συμφωνηθείσα πρόσθετη αμοιβή. Υπό τα δεδομένα αυτά, κατ’ αντιστοιχία προς την άνω κρίση του Δικαστηρίου τούτου επί του αιτήματος της ανταγωγής των εναγόμενων για απόδοση ποινικής ρήτρας βάσει του όρου 6.6 της σύμβασης, κρίνεται ότι ο όρος 7.5 έχει ανάγκη ερμηνείας με βάση την υπόλοιπη σύμβαση και ιδίως τον όρο 6.6 αυτής. Ακολούθως, κατόπιν ερμηνείας του άνω όρου σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και υπό το πρίσμα των άρθρων 173 και 200 Α.Κ, κρίνεται ότι η πλήρωση της άνω αίρεσης που αυτός προβλέπει εμποδίστηκε από την εναγόμενη εργοδότρια αντίθετα προς την καλή πίστη, διότι αυτή γνώριζε ότι η ενάγουσα είχε εξαρχής διαθέσιμο προσωπικό και απόλυτη ετοιμότητα για την εμπρόθεσμη εκτέλεση και παράδοση του αρχικού έργου και παρά ταύτα με την άνω συμπεριφορά της απέκλεισε στην εναγόμενη τη δυνατότητα να το εκτελέσει εμπρόθεσμα. Μετά ταύτα, η αίρεση του όρου 7.5 της σύμβασης θεωρείται ως (πλασματικά) πληρωθείσα (άρθρο 207 παρ. 1 Α.Κ.) και το έργο αυτό (πλασματικά) παραδοθέν εμπρόθεσμα στις 28-7-2018, ήτοι, εντός 2,5 μηνών από της αναθέσεως των εργασιών, όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί, με συνέπεια να οφείλεται στην ενάγουσα η συμφωνηθείσα επιπλέον αμοιβή (30.000,00 + 24% Φ.Π.Α.) 37.200,00 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι ο όρος 7.5 της σύμβασης δεν έχει ανάγκη ερμηνείας με προσφυγή στις άνω ερμηνευτικές διατάξεις και ότι η προβλεπόμενη με αυτόν επιπλέον αμοιβή της ενάγουσας αφορά αποκλειστικά  την περίπτωση που αυτή θα παρέδιδε το έργο μέχρι την 15-4-2018, όπως δεν έπραξε, με συνέπεια να μην της οφείλεται η άνω αμοιβή και απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία το άνω κονδύλι, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 Α.Κ. και εσφαλμένα εκτίμησε την ένδικη σύμβαση έργου και τις λοιπές αποδείξεις. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός, κατά το σχετικό μέρος του, ο δεύτερος λόγος της έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττεται η πρωτόδικη απόφαση κατά το άνω κεφάλαιο.

13. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δέχθηκε κατ’ ουσία τα επιμέρους κονδύλια της ανταγωγής των εναγόμενων για ποσά 3.280,00 ευρώ για γωνιακό καναπέ, δυο σκαμπό και τραπέζι για το σαλόνι του σκάφους, 1.506,30 ευρώ για τη διαφορά του κόστους του δαπέδου σαλονιού και 272,00 ευρώ για αγορά υφάσματος για την οροφή της master καμπίνας, ως αποζημίωση για εργασίες τις οποίες προέβλεπε η αρχική σύμβαση και δεν ολοκληρώθηκαν, παρότι δεν αποδείχθηκαν τα κονδύλια αυτά της ανταγωγής, τα οποία η ίδια είχε αρνηθεί πλήρως με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών της, όπου ισχυρίζονταν επί λέξει: «Όσον αφορά στα τιμολόγια (σχετ. 53-58) και στα αιτήματα που δήθεν καλύπτονται απ’ αυτά και αναζητούνται με την ένδικη ανταγωγή, αυτά τα αρνούμαστε πλήρως: – το μεν 55 πέραν του ότι αφορά άλλη εταιρία (τη ………..), είναι για μάρμαρα και άλλες άσχετες εργασίες – το δε 54 και το 53 περιέχουν πέραν του γωνιακού καναπέ και των σκαμπώ και άλλα, άσχετα προς εμάς πράγματα – ενώ για το 56 δεν το αποδεχόμαστε γιατί περιλαμβάνει υπολογισμό μ2 πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που αναλάβαμε εμείς (50 αντί για 30 που ήταν η επιφάνεια του σαλονιού) και επομένως δεν μπορεί να μας επιβαρύνει». Όμως από την εκτίμηση των ίδιων ως άνω αποδεικτικών μέσων δεν αποδεικνύεται η βασιμότητα του άνω ισχυρισμού της εκκαλούσας, διότι α) το τιμολόγιο – σχετ. 55 της πρώτης αντενάγουσας (τιμολόγιο …../1-8-2018 της ………… προς την εταιρία ……..) δεν το έλαβε υπόψη της η εκκαλουμένη και δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση, β) τα τιμολόγια – σχετ. 54 και 53 της πρώτης αντενάγουσας (τιμολόγια ../8-8-2018 …….. και …/11-10-2018 ……….) ναι μεν περιέχουν πέραν του γωνιακού καναπέ, των σκαμπώ και του σαλονιού τραπεζιού και άλλα άσχετα πράγματα, όμως η εκκαλουμένη δεν τα έλαβε υπόψη της αλλά επιδίκασε ποσά 3.020,00, 260,00 και 650,00 ευρώ, που σύμφωνα με τα άνω τιμολόγια, αφορούν αποκλειστικά στο γωνιακό καναπέ, στα σκαμπώ και στο τραπέζι σαλονιού αντίστοιχα και γ) σε σχέση με το τιμολόγιο – σχετ. 56  της πρώτης αντενάγουσας (τιμολόγιο …/5-7-2018 ………….) αποδεικνύεται ότι απαιτήθηκαν για το δάπεδο του σαλονιού 50,21 τμ ξυλείας δρυός DSX DESERT OAK PAR-KY DELUXE 06 διαστάσεων 1800 Χ 166 Χ 12 που προμηθεύτηκε με δαπάνη της η κυρία του έργου πρώτη αντενάγουσα, ενόψει της φύρας που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει κατά την επεξεργασία και τοποθέτηση του υλικού αυτού, συνεκτιμημένου και του ότι δεν αποδεικνύεται ότι η επιφάνεια του σαλονιού ήταν μόνο 30 τ.μ, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα αντεναγόμενη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι με τον όρο 3.1.8 της από 26-1-2018 σύμβασης η αντεναγόμενη είχε αναλάβει να κατασκευάσει έναν γωνιακό καναπέ, δύο σκαμπό, καθώς και τραπέζι για το σαλόνι του σκάφους, κατασκευή που δεν πραγματοποίησε, κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής της υποχρέωσης και η εκτέλεσή τους ανατέθηκε σε άλλα συνεργεία, επιλογής της κυρίας του έργου. Ειδικότερα, η κατασκευή του γωνιακού καναπέ, διαστάσεων 3 μ. Χ 2,80 μ., και η κατασκευή των δύο σκαμπό, διαστάσεων 50 εκ. Χ 50 εκ., ανατέθηκε στο …………… και εκτελέσθηκε από αυτόν, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής (χωρίς τον αναλογούντα Φ.Π.Α.) 3.020,00 ευρώ και 260,00 ευρώ, αντίστοιχα (βλ. το υπ’ αριθ. 303/08.08.2018 τιμολόγιο), δηλαδή, αντί συνολικού ποσού (3.020,00 + 260,00 =) 3.280,00 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη πρώτη αντενάγουσα. Επίσης, η κατασκευή ενός τραπεζιού για το σαλόνι ανατέθηκε στο ………….. και εκτελέσθηκε από αυτόν, αντί αμοιβής (χωρίς Φ.Π.Α.) 650,00 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθ. 78/11.10.2018 τιμολόγιο), ποσό το οποίο καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη – πρώτη αντενάγουσα. Επιπλέον, με βάση τον προαναφερόμενο όρο 3.1.9, το κόστος προμήθειας δαπέδου για το σαλόνι βάρυνε την ενάγουσα – αντεναγόμενη μέχρι του ποσού των 30,00 ευρώ ανά τ.μ., ενώ όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …../05.07.2018 τιμολόγιο, για την τοποθέτηση νέου δαπέδου χρειάστηκαν 50,21 τ.μ. ξύλου, τύπου Desert Oak, τα οποία προμηθεύθηκε η πρώτη αντενάγουσα, με δική της δαπάνη, αντί τιμήματος 60,00 ευρώ ανά τ.μ.  Επομένως, η ενάγουσα – αντεναγόμενη πρέπει να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα για την παραπάνω αιτία το ποσό των (50,210 μ.τ. Χ 30 ευρώ ανά μ.τ. =) 1.506,30 ευρώ. Επιπλέον, η πρώτη αντενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 272,00 ευρώ για την αγορά υφάσματος για την οροφή της master καμπίνας, προκειμένου να αποκατασταθεί κακοτεχνία που προκλήθηκε από το συνεργείο της αντεναγόμενης εργολάβου κατά την αρχική εφαρμογή του υφάσματος, γεγονότα που προκύπτουν από την επισκόπηση της φωτογραφίας που προσάγει με επίκληση η πρώτη αντενάγουσα ως σχετικό 36/37, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. ……./13.09.2018 τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους ως άνω ισχυρισμούς της αντεναγόμενης, έστω με  πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας, δεν έσφαλε ως προς την  εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του τέταρτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

14. Περαιτέρω, αναφορικά με το αίτημα 8211,26 ευρώ (με ΦΠΑ) για αμοιβή της ενάγουσας για τις προφορικά ανατεθείσες πρόσθετες εργασίες που περιγράφονται στην παρ. 18 της αγωγής, το οποίο πρωτόδικα απορρίφθηκε ως αόριστο, σε συνέχεια όσων εκτέθηκαν στην υπ’ αριθ. 6 άνω σκέψη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατά τη διάρκεια των εργασιών που είχαν συμφωνηθεί με το από 26-01-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό προέκυψαν πρόσθετες εργασίες, οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί στην ανωτέρω σύμβαση και συμφωνήθηκε προφορικά να εκτελεστούν από την ενάγουσα εργολάβο, καθώς τούτο ήταν επιβαλλόμενο για την απρόσκοπτη πρόοδο των εργασιών και το αρτιότερο αισθητικό αποτέλεσμα των εσωτερικών χώρων του άνω πολυτελούς σκάφους αναψυχής. Οι εργασίες αυτές ήταν: 1) η κατασκευή καινούριου επίπλου μπάνιου στη master καμπίνα, 2) η κατασκευή καινούριου επίπλου μπάνιου στην καμπίνα κάτω δεξιά, καινούριες κουρτινιέρες, καμπίνα και μπάνιο στη καμπίνα κάτω δεξιά, οροφές στο μπάνιο και στη ντουζιέρα, μεγάλωμα οροφής στη ντουζιέρα, 3) ένα έπιπλο ντουζιέρας στο TV room cabin, 4) καινούρια κουρτινιέρα και μεγάλωμα οροφής στην αριστερή καμπίνα, 5) στη καμπίνα του πληρώματος ξήλωμα στο υπάρχον έπιπλο και κατασκευή καινούριου κρεβατιού, όπως το προϋπάρχον, 6) το μεγάλωμα στο καπάκι του τραπεζιού 1,10 X 3.50 από κόντρα πλακέ στο εξωτερικό τραπέζι στη πρύμνη, 7) επενδύσεις στις ντουζιέρες με μασίφ ξύλο δρυός περιμετρικά σε όλες τις καμπίνες και 8) ξήλωμα στο ντεκ (deck) (δάπεδο εξωτερικού χώρου) στη πλατφόρμα, ξανά τοποθέτηση και τρίψιμο σε όλο το ντεκ, τσεκαρίσματα αρμού σε μερικά σημεία του δαπέδου για ηλιοθεραπεία (sun deck) και του κυρίως δαπέδου (main deck). Η ενάγουσα προϋπολόγισε το κόστος των ενδιάμεσων (extra) εργασιών αυτών στο ποσό των 22.900,00 ευρώ, υποβάλλοντας έγγραφη πρόταση, η οποία έχει ως εξής: «Έξτρα δουλειές στο M, Master cabin: 1. Οροφές και κουρτινιέρες στα δεξιά και αριστερά του βεστιάριου και του μπάνιου, 2. Έπιπλο κάτω από την TV, 3. Τοποθέτηση μηχανισμού στο κρεβάτι. 4. Έπιπλο μπάνιου. Τιμή προσφοράς 7.000,00 ευρώ. Καμπίνα κάτω δεξιά: 1. Καινούργιο έπιπλο μπάνιου. 2. Καινούργιες κουρτινιέρες, καμπίνα και μπάνιο. 3. Οροφές στο μπάνιο και στη ντουζιέρα. 4. Μεγάλωμα οροφής στην καμπίνα. Τιμή προσφοράς 4.000,00 ευρώ. TV room cabin: Ένα έπιπλο ντουζιέρας. Τιμή προσφοράς 400,00 ευρώ. Σαλόνι: Καινούργια πλάτη στο γωνιακό καναπέ στη μια πλευρά για να κλείσουν τα air condition. Τιμή προσφοράς 500,00 ευρώ. Αριστερή καμπίνα. 1. Καινούργια κουρτινιέρα καμπίνας. 2. Μεγάλωμα η οροφή. Τιμή προσφοράς 800,00 ευρώ. Κουζίνα: Βάψιμο κουζίνας. Τιμή προσφοράς 1.800,00 ευρώ. Καμπίνα πληρώματος: 1. Ξήλωμα το υπάρχον έπιπλο. 2. Κατασκευή του καινούργιου κρεβατιού, όπως το υπάρχον. Τιμή προσφοράς 700,00 ευρώ. Τραπέζι εξωτερικό στην πρύμνη: Μεγάλωμα το καπάκι του τραπεζιού 1.10 Χ 3,50 από κόντρα πλακέ. Τιμή προσφοράς 400,00 ευρώ. Σε όλες τις καμπίνες: Επενδύσεις στις ντουζιέρες με μασίφ ξύλο δρυς περιμετρικά. Τιμή προσφοράς 1.300,00 ευρώ. Ζημιές που έγιναν από άλλα συνεργεία: 1. Στο διάδρομο στη δεξιά πλευρά και στην αριστερή κολώνα, όπως κατεβαίνεις. 2. Στο αριστερό έπιπλο της master καμπίνας, το καπάκι. 3. Στα κρεβάτια των καμπινών. 4. Στο βεστιάριο της master. 5. Διάφορα ξηλώματα και ξανατοποθέτηση. 6. Επισκευές και λούστρα για τα παραπάνω. Τιμή προσφοράς : 4.000,00 ευρώ. Deck: Ξήλωμα το deck στην πλατφόρμα, ξανατοποθέτηση και τρίψιμο όλο το deck. Τσεκαρίσματα αρμού σε μερικά σημεία του sun deck και main deck. Τιμή προσφοράς 2.000,00 ευρώ. Σύνολο προσφοράς 22.900,00 ευρώ. Με εκτίμηση, ……..». Η άνω πρόταση έγινε μερικά αποδεκτή από την εργοδότρια πρώτη εναγόμενη, η οποία δεν αποδέχθηκε τα αιτούμενα ποσά για ζημίες που έγιναν από άλλα συνεργεία, καθώς κατά τη εκτέλεση της ένδικης σύμβασης απ’ αυτά η ενάγουσα ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή την ενημέρωσε για τις ζημίες που φέρονται αυτά να προκάλεσαν και συμφώνησε να καταβάλει για τις πρόσθετες εργασίες συνολικά το ποσό των 11.234,40 ευρώ, όπως συνομολογεί στη σελ. 26 των προτάσεών της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Η αμοιβή αυτή της ενάγουσας αφορούσε πρόσθετες εργασίες, κατά την αρίθμηση της αγωγής: α) Για την αλλαγή οροφής στη μάστερ καμπίνα (ξήλωμα παλιάς οροφής και ξανατοποθέτηση νέας), ποσού 4.201,60 ευρώ, β) Για τη κατασκευή και τοποθέτηση κουρτινιέρων στις κάτω καμπίνες ποσού 2.117,00 ευρώ, κ) Για τη κατασκευή και τοποθέτηση του επίπλου στην ντουζιέρα ποσού 400,00 ευρώ, κα) Για τη κατασκευή, τα λούστρα και τοποθέτηση της επιμετρικής κορνίζας στο εσωτερικά και εξωτερικά μέρη των ντουζιέρων, ποσού 1.300,00 ευρώ, κβ) Για το μεγάλωμα του τραπεζιού, ποσού 400,00 ευρώ, κγ, κδ και κε) Για το σύνολο των εργασιών αυτών (ξήλωμα το deck στη πλατφόρμα, ξανά τοποθέτηση και τρίψιμο όλο το ντεκ, τσεκαρίσματα αρμού σε μερικά σημεία του sun deck και main deck) ποσού 2.000,00 ευρώ, κστ) Για το ξήλωμα στο υπάρχον έπιπλο στη καμπίνα πληρώματος και κατασκευή καινούριου κρεβατιού, ποσού  700,00 ευρώ, κη) Για την εργασία του ανοίγματος καινούριων οπών δεξιά και αριστερά από την είσοδο του σαλονιού για να περαστούν καινούρια καλώδια και να γίνει τοποθέτηση απλικών και κάδρων, ποσού 115,80 ευρώ, ήτοι εργασίες συνολικής αξίας 11.234,40 ευρώ. Οι λοιπές επικαλούμενες στην αγωγή (παρ. 18) πρόσθετες εργασίες, τις οποίες αρνούνται οι εναγόμενες, δεν αποδεικνύεται ότι έγιναν, ενόψει του ότι δεν υπάρχει γι’ αυτές κάποια επιμέτρηση ή φωτογραφίες και ουσιαστικά επιχειρείται να τεκμηριωθούν αποκλειστικά στην ένορκη βεβαίωση του πατέρα του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας και ουσιαστικού ιδιοκτήτη της …………….., που δεν κρίνεται πειστική, ενόψει και του ότι αναιρείται και από την κατηγορηματική περί του αντιθέτου κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης …………… (αρμοδίου να ενημερώνει τα ημερολόγια εργασιών στο σκάφος και να επιβλέπει τα διάφορα συνεργεία). Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται και συμφωνία των διαδίκων για αμοιβή τέτοιων εργασιών απολογιστικά με τις αναφερόμενες τιμές ημερομισθίου τεχνίτη και βοηθού, κόστους υλικών και εργολαβικού κέρδους. Επομένως, ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος του για την απόδειξη των πρόσθετων εργασιών αυτών και του κόστους τους απολογιστικά, πέραν του συνομολογούμενου ποσού των 11.234,40 ευρώ και για το λόγο αυτό το συναφές αγωγικό κονδύλι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία, πέραν του άνω συνομολογούμενου ποσού. Να σημειωθεί εδώ ότι η ένσταση συμψηφισμού που επαναφέρεται από την πρώτη εναγόμενη με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έγγραφες προτάσεις της για ανταπαιτήσεις της συνολικού ποσού συνολικού ποσού (46.050,00 + 11.052,00 =) 57.102,00 ευρώ για ελαττώματα και κακοτεχνίες του εκτελεσθέντος έργου και ποσού 30.000,00 ευρώ για κατάπτωση ποινικής ρήτρας, δεν ερευνάται μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για άλλο λόγο έφεσης, καθώς έπρεπε, ως ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, να έχει μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό με έφεση, πρόσθετους λόγους ή αντέφεση (Μ. Μαργαρίτη / Άντ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, 2018, Ι, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 46, σ. 816, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, σ. 310, αριθ. 1195, Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον Κ.Πολ.Δ, Εισήγηση στο 39ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, σ. 17, contra Χ. Απαλαγάκη, Κ.Π.Δ, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η έκδοση, υπ’ άρθρο 522, σ. 1047-1048), σε κάθε περίπτωση πάντως είναι απορριπτέα και ως απαράδεκτη α) λόγω αοριστίας καθ’ ο μέρος αφορά το άνω κονδύλι των 57.102,00 ευρώ, διότι δεν περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων (Α.Π. 43/2022, Α.Π. 84/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη / Άντ. Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 262, αριθ. 10, σ. 452), ενόψει του ότι προκύπτει ασάφεια ως προς την έκταση των εργασιών αποκατάστασης και επιπλέον δεν εκτίθενται κατά είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας τα υλικά που απαιτούνται για την αποκατάσταση των αναφερόμενων κακοτεχνιών και ελλείψεων, ούτε ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής κάθε απαιτούμενης επιμέρους εργασίας, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα και β) λόγω δεδικασμένου καθ’ ο μέρος αφορά το κονδύλι 30.000,00 ευρώ για κατάπτωση ποινικής ρήτρας (Α.Π. 266/2022, Α.Π. 1443/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη / Άντ. Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 330, αριθ. 18, σ. 578), ενόψει του ότι αυτό ήδη απορρίφθηκε κατ’ ουσία με την προαναφερθείσα με αριθ. 57/2022 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (υπό άλλη σύνθεση).

15. Με βάση τις άνω παραδοχές, οι εναγόμενες – αντενάγουσες ευθύνονται, εις ολόκληρον η καθεμία, για την πληρωμή ποσού 22.880,00 ευρώ ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής από την αρχική σύμβαση, ποσού 37.200,00 ευρώ ως επιπλέον αμοιβή για εμπρόθεσμη εκτέλεση των εργασιών της αρχικής σύμβασης και ποσού 11.234,40 ευρώ ως αμοιβή για πρόσθετες εργασίες που ανατέθηκαν προφορικά κατά τη διάρκεια των εργασιών της αρχικής σύμβασης, ήτοι συνολικά οφείλουν ποσό 71.314,40 ευρώ, η μεν πρώτη εναγόμενη με την ιδιότητα της αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας – εργοδότριας και η δεύτερη εναγόμενη εκ του νόμου, με την ιδιότητα της κυρίας του σκάφους «M» (που έχει μετονομασθεί σε «SF»), διότι η εν λόγω απαίτηση πηγάζει από την εκμετάλλευσή του από την πρώτη από αυτές – εφοπλίστρια. Επίσης, η αντεναγόμενη – ενάγουσα ευθύνεται έναντι της αντισυμβαλλομένης της – πρώτης αντενάγουσας για την καταβολή του συνολικού ποσού των (3.280,00 + 650,00 + 1.506,30 + 272,00 =) 5.708,30 ευρώ. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου της έφεσης προς εξέταση, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να συνεκδικαστούν η αγωγή και η ανταγωγή που αναφέρονται στο σκεπτικό και Α) να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή (η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 681, 694 Α.Κ, 106 εδάφ. β’ ν. 3816/1958, 1, 8 περ. α’ Ν. 2859/2000, 176 Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθούν  οι εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία (η δεύτερη απ’ αυτές περιορισμένα, δια του αναφερθέντος στο σκεπτικό σκάφους της και μέχρι της αξίας του) το ποσό των (22.880,00 + 37.200,00) 60.080 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ολοκλήρωσης των εργασιών της αρχικής σύμβασης και την παράδοση του έργου (28-7-2018) που είχε συμφωνηθεί ως συγκεκριμένος χρόνος για την καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής (άρθρο 341 Α.Κ.) και το ποσό των 11.234,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ολοκλήρωσης και παράδοσης του συνόλου των επιπλέον εργασιών (5-8-2018), που επίσης είχε συμφωνηθεί ως συγκεκριμένος χρόνος για την καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής και να καταδικαστούν οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρα 58 παρ. 3, 63 παρ.1 περ. iδ, 68 παρ.1, 69 παρ. παρ. 1, 2 και 84 του Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Β) Να απορριφθεί η ανταγωγή ως προς τη δεύτερη αντενάγουσα, χωρίς να επιδικαστούν δικαστικά έξοδα σε βάρος της και υπέρ της αντεναγόμενης, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η αντεναγόμενη υποβλήθηκε σε χωριστά έξοδα και Γ) Να γίνει δεκτή η ανταγωγή ως προς την πρώτη αντενάγουσα και να υποχρεωθεί η αντεναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 5.708,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 25-9-2018, ημερομηνία όχλησης της αντεναγόμενης (βλ. το από 25-9-2018 εξώδικο έγγραφο, σε συνδυασμό με τη συνημμένη σε αυτό υπ’ αριθ. ….. Δ’/25-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) και μέχρι την εξόφληση. Ακόμη πρέπει να καταδικαστεί η αντεναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, σε μέρος των δικαστικών εξόδων της πρώτης αντενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρα 58 παρ. 3, 63 παρ.1 περ. iδ, 68 παρ.1, 69 παρ. παρ. 1, 2 και 84 του Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η κρινόμενη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου άσκησης έφεσης στην εκκαλούσα που νίκησε (άρθρο 495 παρ. 3 Γ’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 2445/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά τις αναφερθείσες στο σκεπτικό α) από 21-3-2019 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../28-3-2019 αγωγή και β) από 21-5-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./22-5-2019 ανταγωγή.

Ι.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσία.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον την καθεμία (τη δεύτερη απ’ αυτές περιορισμένα, δια του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας σκάφους της και μέχρι της αξίας του) α) το ποσό των εξήντα χιλιάδων ογδόντα (60.080,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 28-7-2018 και μέχρι την εξόφληση και β) το ποσό των έντεκα χιλιάδων, διακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα  (11.234,40) λεπτών, με το νόμιμο τόκο από 5-8-2018 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500,00) ευρώ. Και

ΙΙ.

Απορρίπτει την ανταγωγή ως προς τη δεύτερη αντενάγουσα.

Δέχεται εν μέρει την ανταγωγή ως προς την πρώτη αντενάγουσα.

Υποχρεώνει την αντεναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη αντενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών  (5.708,30), με το νόμιμο τόκο από 5-8-2018 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την αντεναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της πρώτης αντενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του με κωδικό ………… ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 8-1-2024, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.           

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ