Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 113/2019

Αριθμός 113/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Οι από 12.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……….., ειδ. αριθμ. καταθ. ………) και 13.07.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …….., ειδ. αριθμ. καταθ. …….) εφέσεις των ενάγουσας και δεύτερης εναγόμενης, ήδη εναγουσών, κατά των τρίτης εναγόμενης και ενάγουσας, ήδη εφεσιβλήτων, και της εκδοθείσης κατά την τακτική διαδικασία υπ΄ αριθμ. 4191/15.09.2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, που έκρινε ερήμην της πρώτης εναγόμενης και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων επί της από 10.06.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …….., ειδ. αριθμ. καταθ. ……..) αγωγής  έκανε δε αυτή δεκτή εν όλω ως προς την ερημοδικασθείσα  πρώτη εναγόμενη, εν μέρει ως προς την δεύτερη εναγόμενη  και απέρριψε αυτή ως προς την τρίτη εναγόμενη, ασκήθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με πρωτοβουλία της τρίτης αναγόμενης προς την ενάγουσα στις 16.11.2017 (βλ. την από 16.11.2017 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……… επί του επιδοθέντος φωτοτυπικού αντιγράφου της αποφάσεως) και το πρωτότυπο του δικογράφου της από 12.12.2017 εφέσεως κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 15.12.2017 (βλ. την από 15.12.2017 έκθεση καταθέσεως που υπογράφεται αρμοδίως) ενώ δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως κατά τα λοιπά. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518 και 520§1 Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, αφού διαταχθεί η ένωση και η συνεκδίκασή τους, εφόσον αφορούν τους αυτούς διαδίκους, εκδικάζονται κατά την αυτή τακτική διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους θα επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης, κατά τα άρθρα 246 και 524§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Στην από 10.06.2016 αγωγή της, που απευθύνθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα), η ενάγουσα ναυτική εταιρεία («……..»), πλοιοκτήτρια του Φ/Γ – Ο/Γ πλοίου με το όνομα «Π», ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως που κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία («………»), πλοιοκτήτρια του πλοίου με το όνομα «A», που βρισκόταν σε διαλυτήριο πλοίων στην πόλη Alang της Ινδίας, αγόρασε από αυτή (πρώτη εναγόμενη) τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής εξαρτήματα, τα οποία προέρχονταν από το διαλυθησόμενο πλοίο της. Ότι, δυνάμει συμβάσεως διεθνούς μεταφοράς, που καταρτίστηκε μεταξύ της δεύτερης εναγόμενης αλλοδαπής αλλά νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα εταιρείας («……..»), διαχειρίστριας του πλοίου που επρόκειτο να διαλυθεί, και της τρίτης εναγόμενης εταιρείας («………..»), παραγγελειοδόχου μεταφοράς, η τρίτη εναγόμενη ανέλαβε την οργάνωση της μεταφοράς και την μεταφορά των πωληθέντων εξαρτημάτων από τον χώρο του διαλυτηρίου στο λιμάνι του Πειραιώς. Ότι, σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, τα αγορασθέντα εξαρτήματα μεταφέρθηκαν σε αποθήκη στο λιμάνι Jpnt της Ινδίας, τοποθετήθηκαν σε εμπορευματοκιβώτιο, το οποίο φορτώθηκε στο πλοίο με το όνομα «Ζ» και εκφορτώθηκε στο λιμάνι του Πειραιώς, στις 09.06.2015, ενώ εκδόθηκε φορτωτική με παραλήπτρια του φορτίου την τρίτη εναγόμενη. Ότι, εξαιτίας οικονομικών διαφορών μεταξύ των εναγομένων, αφορωσών την εξόφληση των χρηματικών ποσών για την αποθήκευση και την μεταφορά των εξαρτημάτων για τα οποία έγινε λόγος, συνεπεία των οποίων η πράκτορας της τρίτης εναγόμενης στην Ινδία («……..») παρακρατούσε την φορτωτική και η τρίτη εναγόμενη προέβη στην άσκηση δικαιώματος επισχέσεως του ένδικου εμπορευματοκιβωτίου εωσότου η δεύτερη εναγόμενη προβεί σε εξόφλησή της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτή (ενάγουσα) δεν μπορούσε να παραλάβει το ένδικο εμπορευματοκιβώτιο το οποίο παραλήφθηκε από αυτή στις 20.04.2016, αφού εκδόθηκε νέα φορτωτική με παραλήπτρια την ίδια και αφού υποχρεώθηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.788,07€ για έξοδα παραμονής του εμπορευματοκιβωτίου στο λιμάνι του Πειραιώς, σταλίες και πρακτορειακά έξοδα κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, με τις ιδιότητες της αντισυμβαλλόμενης στην σύμβαση πωλήσεως των ένδικων εξαρτημάτων σε σχέση με την πρώτη εναγόμενη, της κυρίας της υποθέσεως (οργάνωση της μεταφοράς των εξαρτημάτων και μεταφοράς αυτών) την οποία διεξήγαγε σύμφωνα με την βούλησή της αλλά χωρίς εντολή της η δεύτερη εναγόμενη και της παραλήπτριας του εμπορευματοκιβωτίου, που παρελήφθη καθυστερημένα,  σε σχέση με την, παραγγελειοδόχο μεταφοράς, τρίτη εναγόμενη, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλλουν το καταβληθέν από αυτή (ενάγουσα) ποσό των 20.788,07€ νομιμοτόκως και, επειδή οι προπεριγραφόμενες συμπεριφορές των εναγομένων πληρούν και το πραγματικό του κανόνα 914 Α.Κ. αυτή δε (ενάγουσα)  έχει υποστεί ηθική βλάβη από αυτές (συμπεριφορές), ποσό 10.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του αρχικά μεν έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, τοπική, υλική και λειτουργική αρμοδιότητα για να επιληφθεί της υποθέσεως ακολούθως δε έκρινε ότι η αγωγή, με το προαναφερόμενο περιεχόμενό της, είναι εν μέρει νόμιμη ως προς τις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες, αλλά μη νόμιμη ως προς την τρίτη εναγόμενη. Μετά ταύτα, απέρριψε την αγωγή ως προς την τρίτη εναγόμενη καταψηφίζοντας παραλλήλως τα δικαστικά έξοδα υπέρ αυτής, προήλθε στην εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής κατά τα λοιπά, δέχτηκε αυτή εν μέρει προς τις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες, τις οποίες υποχρέωσε να καταβάλουν εις ολόκληρον  στην ενάγουσα ποσό 20.788,07€ νομιμοτόκως όπως και τα έξοδα της δίκης.
  1. Κατά της αποφάσεως που έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται παραπονούνται οι ηττηθείσες ενάγουσα και δεύτερη εναγόμενη. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα με την από 12. 12.2017 έφεσή της που διαρθρώνεται σε τρεις λόγους παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου γεγονός που οδήγησε αυτό (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) στην απόρριψη ως μη νόμιμης της αγωγής της αναφορικά με την τρίτη εναγόμενη. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την μερική εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση αυτής, την παραδοχή της αγωγής της ως προς την δεύτερη εναγόμενη και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος της αντιδίκου της. Περαιτέρω, η δεύτερη εναγόμενη με την από 13.07.2018 έφεσή της που διαρθρώνεται σε τρεις λόγους παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όπως και για κακή εκτίμηση του εισφερθέντος ενώπιόν του αποδεικτικού υλικού. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως καθόσον με αυτή έγινε δεκτή εν μέρει η κατ΄ αυτής στρεφόμενη αγωγή, την διακράτηση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση αυτής, την απόρριψή της ως προς αυτή 9δεύτερη εναγόμενη) και την καταδίκη της ενάγουσας στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
  2. Με το άρθρο πρώτο του ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, εσωτερικό κανόνα δικαίου, με υπερνομοθετική ισχύ, η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.08.1924 «Για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23.02.1968 και της 26.12.1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. β΄, 2, 3§1, 5§2 και 10§§2, 3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Συμβάσεως (στο εξής, για λόγους συντομίας, Σύμβαση) προκύπτει, ότι η εν λόγω Σύμβαση έχει εφαρμογή στην Ελλάδα: α) Σε κάθε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, εφόσον η μεταφορά αυτή καλύπτεται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για την θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) σε κάθε θαλάσσια μεταφορά μεταξύ Ελληνικών λιμένων, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι. Η χρησιμοποίηση του όρου «εμπορεύματα», στις πιο πάνω διατάξεις δεν σημαίνει ότι αναφέρεται σε ειδική κατηγορία πραγμάτων, αλλά αναφέρεται σε φορτωθέντα πράγματα και στον τρόπο αποζημιώσεως του δικαιούχου σε περίπτωση βλάβης ή απώλειας των, σύμφωνα δε με το άρθρο 1 στοιχ. γ΄ της Συμβάσεως ο όρος «πράγματα» περιλαμβάνει πράγματα, αντικείμενα και είδη οιασδήποτε φύσεως με εξαίρεση ζωντανά ζώα καθώς και φορτίο, που έχει δηλωθεί στην σύμβαση μεταφοράς, ως φορτίο καταστρώματος και μεταφέρεται έτσι (Εφ.Πειρ. 543/2003 ΕΝΔ 2003.437). Συνεπώς, είναι ευρύτατος ο ορισμός των πραγμάτων που συνιστούν το φορτίο, περιλαμβάνει δε κάθε είδους ενσώματο αντικείμενο, στερεό, υγρό ή αέριο, αρκεί να είναι δεκτικό ανθρώπινης εξουσιάσεως, χωρίς, κατ΄ εξαίρεση, να περιλαμβάνονται στην έννοια των πραγμάτων τα ζωντανά ζώα και το φορτίο που έχει δηλωθεί ως  φορτίο καταστρώματος και μεταφέρεται έτσι (βλ. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2005, τ. ΙΙ, σελ. 395). Ο νομοθέτης, πράττοντας επιτρεπτά, επεξέτεινε την ισχύ της ανωτέρω Συμβάσεως και στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές, σύμφωνα με την ευχέρεια που του είχε παράσχει η τρίτη παράγραφος του άρθρου 10 της Συμβάσεως, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου του 1968, η οποία ορίζει ότι: «Το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος από του να εφαρμόζει τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής για φορτωτικές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις προηγούμενες παραγράφους» (Α.Π. 376/2008 ΝοΒ 2008.1885). Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα υφίσταται, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 135 Κ.Ι.Ν.Δ. και του άρθρου 3 της Συμβάσεως, έναντι οποιουδήποτε προσώπου που έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, υπό την έννοια ότι είναι φορέας δικαιώματος που απορρέει από την σύμβαση και μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνεται αμέσως από την απώλεια ή βλάβη αυτού. Τέτοια πρόσωπα μπορεί να είναι ο φορτωτής, ο παραλήπτης που είναι νόμιμος κομιστής φορτωτικής, ο ασφαλιστής του φορτίου που αποζημίωσε την ζημία του ασφαλισμένου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαιτήσεως καθώς και ο ενεχυρούχος δανειστής του φορτίου ή ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του παραλήπτη (βλ. Κοροτζή, οπ. π., σελ. 98-99). Πρέπει να σημειωθεί ότι η σύμβαση της φορτωτικής (άρθρα 130, 171 Κ.Ι.Ν.Δ., 211 Α.Κ.) συνάπτεται μεταξύ φορτωτή και του εκναυλωτή ή του θαλάσσιου μεταφορέα. Ο πλοίαρχος του μεταφέροντος τα εμπορεύματα πλοίου εκδίδοντας την φορτωτική συμβάλλεται ως αντιπρόσωπος του εκναυλωτή ή του μεταφορέα διά της παραδόσεως του εγγράφου της φορτωτικής από τον δεύτερο στον πρώτο, είναι δηλαδή σύμβαση καταρτιζόμενη re και αποτελεί σύμβαση υπέρ τρίτου κατά τις διατάξεις των άρθρων 410 επόμ. Α.Κ. Τρίτος εν προκειμένω είναι ο παραλήπτης των εμπορευμάτων δηλαδή ο τρίτος κομιστής της εις διαταγήν ή της ονομαστικής φορτωτικής δηλαδή ο κομιστής της φορτωτικής στον τόπο εκφορτώσεως τους και τούτο διότι ο παραλήπτης έχει πάντοτε αυτοτελές δικαίωμα ανεξάρτητο του δικαιώματος του φορτωτή (Εφ.Πειρ. 186/2006 ΕΝΔ 2006.275,1. Κοροτζή, οπ. π., σελ. 177, 371). Περαιτέρω, το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα είναι όμοιο με αυτό των άρθρων 134 επόμ. Κ.Ι.Ν.Δ. και βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στην νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, που προβλέπεται στο άρθρο 4§1 εδάφ. 2 της Συμβάσεως (Εφ.Πειρ. 835/2010 ΔΕΕ 2011.483 = ΕΕμπΔ 2011.656 = ΕΝΔ 2011.181, 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, 76/2006 ΕΝΔ 2006.278, Κοροτζή, οπ. π.,  σελ. 429). Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της αποδείξεως ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα (Εφ.Πειρ. 631/2007 ΕΝΔ 2007.443,  914/2006 ΕΕμπΔ 2007.679). Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στην συμβατική ευθύνη (άρθρα 330 και 334 Α.Κ.), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα αφορά καταρχήν τις απώλειες ή βλάβες πραγμάτων, αν και αυτό δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 4 των ως άνω κανόνων. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι η απώλεια ή η βλάβη πρέπει να συνδέεται με την φόρτωση, μεταχείριση, στοιβασία, μεταφορά, φύλαξη, φροντίδα και εκφόρτωση των πραγμάτων (άρθρο 2 της Συμβάσεως). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. ε΄ της Συμβάσεως, η θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων καλύπτει μόνο την χρονική περίοδο της θαλάσσιας αποστολής, που αρχίζει από την φόρτωση των εμπορευμάτων και τελειώνει με την εκφόρτωσή  τους. Έτσι, οι ως άνω κανόνες δεν καλύπτουν την ευθύνη του μεταφορέα για τα ακραία στάδια της μεταφοράς, δηλαδή από την παράδοση των πραγμάτων μέχρι την παραλαβή τους από τον παραλήπτη, για τα οποία έγκυρα αυτός μπορεί να συμφωνήσει μείωση ή απαλλαγή από την ευθύνη, του για απώλειες ή βλάβες που επέρχονται κατά την διάρκεια των δύο αυτών φάσεων της μεταφοράς (άρθρο 7 των κανόνων), το δε βάρος της αποδείξεως για την ύπαρξη της απαλλακτικής ρήτρας έχει ο εναγόμενος μεταφορέας, με βάση την αρχή της νόθου αντικειμενικής ευθύνης. Το πταίσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4§§1, 2 της  Συμβάσεως, διακρίνεται σε ναυτικό και διοικητικό (εμπορικό). Ο εκναυλωτής (θαλάσσιος μεταφορέας) δεν ευθύνεται για το ναυτικό πταίσμα, για το πταίσμα δηλαδή περί την διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου από τους προστηθέντες αυτού, δηλαδή για πράξεις που ανάγονται στις ειδικές τεχνικές γνώσεις και ικανότητες προς διακυβέρνηση και χειρισμό του πλοίου κατά τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, οι οποίες ενεργούνται προς το συμφέρον του πλοίου. Ευθύνη φέρει ο εκναυλωτής μόνον όταν υφίσταται ίδιον αυτού πταίσμα καθώς επίσης και σε περίπτωση διαχειριστικού ή διοικητικού (εμπορικού) πταίσματος του πλοιάρχου, δηλαδή για πράξεις που βλάπτεται μόνο το συμφέρον του ενδιαφερόμενου επί του φορτίου, το οποίο καλύπτει ο εκναυλωτής δια της ευθύνης του (Εφ.Πειρ. 194/2009 ΕΝΔ 2009.417, 735/2005 ΕΝΔ 2005.409, 325/2004 ΕΝΔ 2004.124,1. Κοροτζή, οπ. π., σελ. 206,  Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο,  2003, β΄ μέρος σελ. 502, 505, Καμβύση, Ιδιωτικόν  Ναυτικόν Δίκαιον,  1982, σελ. 387 και 398). Περαιτέρω, με το άρθρο 4§5 εδάφ.  β΄ της  Συμβάσεως, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου του έτους 1968, ορίζεται ότι «… σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως θα υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και τον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με την σύμβαση μεταφοράς. Η αξία των εμπορευμάτων θα υπολογίζεται σύμφωνα με την χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά, ελλείψει δε αμφοτέρων, με βάση την συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας …». Επομένως, η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με την χρηματιστηριακή τιμή ή σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, θα υπολογίζεται με βάση την συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον τόπο και χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί, σύμφωνα με την σύμβαση μεταφοράς. Από την διάταξη αυτή που πηγή έχει την παρεμφερή διάταξη του άρθρου 23 της C.M.R., συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των πραγμάτων, είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την αξία τους στον τόπο και χρόνο εκφορτώσεως. Αποκαθίσταται δε η αξία που εξευρίσκεται με την απόδειξη της τιμής του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, εάν δε δεν υπάρχει τέτοια τιμή λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα τιμή της αγοράς και αν δεν υπάρχει ούτε αυτή, η συνηθισμένη τιμή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποσότητας. Απαραίτητο και ουσιώδες επομένως στοιχείο της ιστορικής βάσεως της σχετικής αγωγής είναι η αναφορά μίας από τις αξίες αυτές στον ως ανωτέρω  τόπο και και κατά τον ανωτέρω χρόνο, η έλλειψη του οποίου καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο (Εφ.Πειρ. 201/2006 ΕΝΔ 2006.199,  447/2005 ΕΝΔ 2005.331, 305/2005 ΕΝΔ 2005.101). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4β των ως άνω Κανόνων, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου του έτους 1968: 1) Υιοθετείται η αρχή της επενεργούσας συρροής των αξιώσεων, κατά την οποία οι περιορισμοί που ισχύουν στην συμβατική ευθύνη επεκτείνονται και στην εξωσυμβατική, όταν η τελευταία στηρίζεται στο ίδιο βιοτικό γεγονός, 2) επεκτείνεται η αρχή της παροχής προστασίας, που απολαύει ο μεταφορέας, και στους προστηθέντες του, που αναφέρονται στο κείμενο της πιο πάνω διατάξεως ως «υπάλληλος» και «πράκτορας», και 3) νομιμοποιούνται τα πρόσωπα αυτά (ο πλοίαρχος ή άλλος προστηθείς του μεταφορέα), εναγόμενοι κατά τις διατάξεις για την αδικοπραξία, να προβάλουν προς απαλλαγή τους τις ενστάσεις του μεταφορέα (π.χ. την ένσταση παραγραφής του άρθρου 3§6 εδάφ. 4 της Συμβάσεως, την αμελή διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου, αν και η ζημία οφείλεται σε προσωπικό του πταίσμα, ή την πυρκαγιά), χωρίς όμως να υποκαθίστανται στα δικαιώματα του μεταφορέα. Συνεπώς, αν το σφάλμα στη διακυβέρνηση ή την πυρκαγιά οφειλόταν σε πταίσμα του μεταφορέα και πάλι ο προστηθείς δικαιούται να προβάλει την απαλλαγή του. Όμως τόσο οι πράκτορες, όσο και οι βοηθοί εκπληρώσεως (άρθρο 334 Α.Κ.) του μεταφορέα, δεν μπορούν να επωφεληθούν των πλεονεκτημάτων του θαλάσσιου μεταφορέα, εάν είναι τρίτοι συμβαλλόμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες. Έτσι, ως υπάλληλος και πράκτορας κατά την πιο πάνω έννοια θεωρούνται ο πλοίαρχος, το πλήρωμα, ο διευθυντής της ναυτιλιακής επιχειρήσεως και ο αρχιπλοίαρχος. Όμως δεν θεωρούνται ως υπάλληλοι ή αντιπρόσωποι και, επομένως, δεν μπορούν να επωφεληθούν των δικαιωμάτων του θαλάσσιου μεταφορέα, ο πράκτορας του πλοίου, ο φορτοεκφορτωτής και ο στοιβαδόρος, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν προσληφθεί με σύμβαση εργασίας από τον μεταφορέα ή τον πλοίαρχο  (Κοροτζή, οπ. π., σελ. 454-457). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4β της  Συμβάσεως ρυθμίζονται ειδικά και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες εγείρεται αγωγή από αδικοπραξία, είτε κατά του μεταφορέα, είτε κατά των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, προβλέπεται δε ότι τα προαναφερθέντα όρια ευθύνης ισχύουν για κάθε αξίωση κατ΄ αυτών για απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων, ανεξάρτητα από το αν η αξίωση αποζημιώσεως θεμελιώνεται σε συμβατική, είτε σε εξωσυμβατική (αδικοπρακτική) ευθύνη (Εφ.Πειρ. 835/2010 οπ. π.,  194/2009 οπ. π.,  830/2004 ΕΝΔ 2004.294,  160/2003 ΕΝΔ 2003.261,  142/2003 ΕΕμπΔ 2003.680,   Κιάντου – Παμπούκη, οπ. π., σελ. 515). Έτσι, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, είτε η αγωγή θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική είτε στην εξωσυμβατική ευθύνη, ισχύουν οι προαναφερθέντες περιορισμοί και αποκαταστατέα είναι η αξία των βλαβέντων εμπορευμάτων στον τόπο και κατά τον χρόνο της εκφορτώσεως και όχι το κατ΄ άρθρο 298 Α.Κ. διαφυγόν κέρδος, ή άλλη περαιτέρω ζημία θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από βλάβη ή απώλεια του πράγματος ή από την στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από την χρησιμοποίησή του, για αποκατάσταση διαφυγόντων κερδών, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κτλ, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, θα παρέμεναν ανεφάρμοστες οι ευεργετικές υπέρ του μεταφορέα και των προστηθέντων του διατάξεις της ανωτέρω Συμβάσεως (Εφ.Πειρ. 835/2010 οπ. π., 516/2009 οπ. π.,   76/2006 ΕΝΔ 2006.278,  672/2005 ΠειρΝ 2005.513, 201/2005 ΕΝΔ 2005.199,  Κιάντου-Παμπούκη, οπ. π., σελ. 515). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 95 – 98 Εμπ.Ν. σαφώς προκύπτει ότι στην σύμβαση μεταφοράς (χερσαίας ή θαλάσσιας) μπορεί να παρεμβληθεί, εκτός του αποστολέα ή φορτωτή, του αγωγιάτη ή μεταφορέα και του παραλήπτη, και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από τον μεταφορέα ή αγωγιάτη, κατά το ότι ο τελευταίος ενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος επιφορτίζεται με την εξεύρεση του μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει τη σύμβαση μεταφοράς, είτε ιδίω ονόματι είτε επ΄ ονόματι του παραγγελέα, πάντοτε όμως για λογαριασμό του τελευταίου. Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται ως εγγυητής για την εκτέλεση της μεταφοράς εκ μέρους του μεταφορέα και είναι εις ολόκληρον υπεύθυνος με αυτόν ή τον διαδοχικό παραγγελιοδόχο για κάθε ζημία που επέρχεται από την απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων στον κύριο ή στον ασφαλιστή που κατέβαλε την ασφαλιστική αποζημίωση και υποκαταστάθηκε στην θέση του ασφαλισμένου έναντι τρίτων (άρθρα 97 και 98 Εμπ.Ν.). Η ευθύνη αυτή είναι αντικειμενική και εγγυητική, ανακύπτει δε, όταν υφίσταται ευθύνη του μεταφορέα, προς την οποία εξομοιώνεται και επιμετράται αντιστοίχως, οπότε ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς καθίσταται υπόχρεος προς αποζημίωση για την ζημία από την απώλεια ή βλάβη των πραγμάτων. Οι διατάξεις και τα όσα εκτέθηκαν για την ευθύνη αυτού είχαν εφαρμογή και επί θαλάσσιας μεταφοράς, ενόψει του ότι τόσο τα άρθρα του Κ.Ι.Ν.Δ. για την ναύλωση, όσο και οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, όπως ισχύουν σήμερα μετά την κύρωση τους με τον ν. 2107/1992 και εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις θαλάσσιες μεταφορές με φορτωτική, όπου τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, δεν περιέχουν διατάξεις για τον παραγγελιοδόχο μεταφοράς που μεσολαβεί στην ναύλωση ή στην θαλάσσια μεταφορά. Έτσι, ο τελευταίος δικαιούται να επικαλεστεί τους σχετικά προβλεπόμενους λόγους απαλλαγής ή περιορισμού της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα που απορρέουν από την  Σύμβαση, όταν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της, επειδή η ευθύνη του είναι εγγυητική και υπάρχει στο μέτρο της ευθύνης του μεταφορέα, εκτός αν η ολική ή μερική απώλεια των μεταφερόμενων εμπορευμάτων οφείλεται σε δική του αυτοτελή συμπεριφορά. Ειδικότερα, τέτοια συνιστούν πταίσματα που είναι ανεξάρτητα από την πράξη της μεταφοράς και αναφέρονται αποκλειστικά στην εκπλήρωση της αποστολής του παραγγελιοδόχου (Α.Π. 180/ 1995 ΕλλΔνη 37.660, 152/1991 ΕλλΔνη 33.1612, Εφ.Πειρ. 112/2012 ΕΝΔ 2012.197 = ΕΕμπΔ 2012.930 = ΔΕΕ 2012.962, 253/1999 ΕΕμπΔ 2000.77, Μητρούλη, Δίκαιο Χερσαίων Μεταφορών, εκδ. 2η, §§ 415, 420). Εξάλλου, η διοίκηση αλλότριων που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730 έως 740 Α.Κ., είναι ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως εκ του νόμου μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υποθέσεως και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 730§1 και 736 Α.Κ., όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να την διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου. Αν ο διοικητής αλλότριων ανέλαβε την διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή που εφαρμόζονται αναλόγως. Και πραγματική μεν βούληση υπάρχει όταν ο κύριος της υποθέσεως είχε εκφραστεί περί της ανάγκης της ενέργειας των πράξεων. Εικαζόμενη δε βούληση του κυρίου είναι όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως. Αν ο διοικητής αλλότριων ενεργεί παρά την ενάντια ρητώς εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργεια του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για την διοίκηση της υποθέσεως, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Αντίθετη θέληση του κυρίου για την διοίκηση της υποθέσεως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 730§2 Α.Κ., δεν λαμβάνεται υπόψη μόνον αν αντιβαίνει στο νόμο ή τα χρηστά ήθη. Περαιτέρω, αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενοι όροι των άρθρων 730 και 736 Α.Κ., δηλαδή της γνήσιας θεμιτής διοικήσεως αλλότριων, ο διοικητής αλλότριων δικαιούται να ζητήσει την απόδοση των δαπανών, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 737 Α.Κ., που οριοθετεί, κατά τρόπο αρνητικό, την γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλότριων, μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π. 581/2018 δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος, 668/2007 ΔΕΕ 2007.831, Εφ.ΑΘ. 3706/2008 ΕλλΔνη 2010.146, 406/2002 ΔΕΕ 2002.859,  448/1995 Αρμ. 1995.1002, Μον.Εφ.Λαρ.  303/2015 Δικογραφία 2015.760). Τέλος, σύμφωνα με την  διάταξη του άρθρου 731 Α.Κ.  «Ο διοικητής αλλότριων ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Αν ανέλαβε τη διοίκηση εναντίον της πραγματικής ή της εικαζόμενης θέλησης του κυρίου και έπρεπε να το είχε διαγνώσει, ευθύνεται και για τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και χωρίς την ανάμειξή του» προκύπτει ότι ο διοικητής αλλότριων από μόνη την ανάμειξή του στην διοίκηση αλλότριων (θεμιτή ή αθέμιτη) έχει ευθύνη για κάθε πταίσμα, δηλαδή δόλο, βαριά και ελαφρά αμέλεια, προκειμένου δε για αθέμιτη διοίκηση αλλότριων η ευθύνη του διοικητή αλλότριων (άρθρο 731 εδάφ.  β΄ Α.Κ.) διαπλάσσεται αυστηρότερα εκτεινόμενη και στα τυχηρά, απαλλασσομένου τούτου μόνο στην περίπτωση της ανώτερης βίας (Παπανικολάου σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου,  Αστικός Κώδιξ, 1980, άρθρο 731, §§ 1-5, σελ. 779).
  3. Η ενάγουσα – εκκαλούσα με τους τρεις λόγους της από 12.12.2017 εφέσεώς της παραπονείται διατεινόμενη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο με αποτέλεσμα να απορρίψει την αγωγή της ως μη νόμιμη τόσο ως προς την ενδοσυμβατική (Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών 1924/1968/1972, Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ) αυτής βάση όσο και ως προς την αξωσυμβατική (αδικοπρακτική) αυτής βάση. Οι λόγοι αυτοί της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβλήθηκαν πλην όμως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι γιατί, καίτοι η αγωγική διαφορά αναφέρεται σε διεθνή μεταφορά πραγμάτων για την οποία εκδόθηκε φορτωτική, η ενάγουσα με την αγωγή της ζητεί αποζημίωση από την εναγόμενη παραγγελειοδόχο μεταφοράς εταιρεία επικαλούμενη όχι απώλεια (μερική ή ολική) ή βλάβη (μερική ή ολική) των μεταφερόμενων πραγμάτων αλλά περαιτέρω ζημία, η οποία, σύμφωνα με όσα αναλύονται ανωτέρω, υπό στοιχείο V, δεν αποκαθίσταται (βλ. επιπλέον Καταβάτη, Παρατηρήσεις 2 κάτω από την Π.Π.Πειρ. 200/2000, Ναυτική Δικαιοσύνη, 2001, σ. 111 – 114). Συνεπώς, η από 12.12.2017 έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσίαν στο σύνολό της.
  • Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως ……ο οποίος κατέθεσε ενώπιον της ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς .. ….., αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ………εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……..), συνταγείσης της υπ΄ αριθμ. ….. ένορκης βεβαιώσεως, και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Η ενάγουσα ναυτική εταιρεία, πλοιοκτήτρια του με Ελληνική σημαία Φ/Γ – Ο/Γ πλοίου, με το όνομα «Π», νηολογίου Χίου, με αριθμό …., περί το τέλος του έτους 2014, πληροφορήθηκε από την δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή, αλλά έχουσα νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, εταιρεία, η οποία είχε ασκήσει την διαχείριση του πλοίου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, με το όνομα «A», σημαίας Παναμά, ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία (μη διάδικος στην παρούσα δίκη) είχε αποφασίσει να προβεί στην διάλυση του πλοίου σε διαλυτήριο πλοίων κείμενο στο Alang της Ινδίας πλην όμως ήταν διατεθειμένη να πωλήσει τμήματα του μηχανικού εξοπλισμού του προς διάλυση πλοίου σε ενδιαφερόμενους τρίτους. Η ενάγουσα εταιρεία, εκτιμώντας ότι τα προς πώληση μηχανήματα θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στο ανωτέρω πλοίο της και θεωρώντας ότι η σχέση ποιότητας – τιμής ήταν γιαυτή συμφέρουσα, συμφώνησε στην αγορά των αναφερόμενων αναλυτικά στην αγωγή μηχανημάτων και ανταλλακτικών και κατέβαλε το συμφωνηθέν ποσό, στο οποίο περιλαμβάνονταν τόσο η αξία των αγορασθέντων όσο και το κόστος μεταφοράς αυτών από το διαλυτήριο της Alang στο λιμάνι JNPT και από εκεί στο λιμάνι του Πειραιώς. Πράγματι, από το διαλυθέν πλοίο αποξηλώθηκαν το αγορασθέν μέρος του εξοπλισμού του, το οποίο μεταφέρθηκε στο λιμάνι αποστολής, τοποθετήθηκε στο με στοιχεία ………. εμπορευματοκιβώτιο, που σφραγίστηκε με σφραγίδα της οποίας τα στοιχεία ήσαν …….. και φορτώθηκε στο πλοίο, με το όνομα «Ζ», έχοντας προορισμό το λιμάνι του Πειραιώς. Την πρωτοβουλία της προαναφερόμενης διαδικασίας (αποξήλωση αντικειμένων, μεταφορά αυτών εντός της Ινδίας, φόρτωση αυτών στο πλοίο μεταφοράς τους, μεταφορά αυτών στο λιμάνι του Πειραιώς) είχε η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, διαχειρίστρια του διαλυθέντος πλοίου, χωρίς για την διαδικασία αυτή να προηγηθεί συμφωνία αυτής με την ενάγουσα εταιρεία. Περαιτέρω, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι κατά την φόρτωση των ένδικων αντικειμένων στο πλοίο μεταφοράς τους εκδόθηκε αρμοδίως η από 19.05.2015 φορτωτική (……….) με κατονομαζόμενη παραλήπτρια του φορτίου την τρίτη εναγόμενη εταιρεία πλην όμως το πρωτότυπο της εν λόγω φορτωτικής δεν της απεστάλη με αποτέλεσμα, όταν το ανωτέρω εμπορευματοκιβώτιο εκφορτώθηκε στο λιμάνι του Πειραιώς, στις 09.06.2015, η τρίτη εναγόμενη να μην μπορεί να παραλάβει το εμπορευματοκιβώτιο. Η μη αποστολή της ανωτέρω φορτωτικής από την πράκτορα της τρίτης εναγόμενης εταιρείας στο λιμάνι Alang της Ινδίας εταιρείας («………») οφειλόταν σε μεταξύ τους αναφυείσες οικονομικές διαφορές που τελικά διευθετήθηκαν με αποτέλεσμα αργότερα να αποσταλεί άλλη φορτωτική με κατονομαζόμενη παραλήπτρια την ενάγουσα εταιρεία. Ωστόσο, η τελευταία δεν μπόρεσε να παραλάβει το εμπορευματοκιβώτιο παρά μόνο στις 20.04.2016 και τούτο διότι η τρίτη εναγόμενη εταιρεία παρακρατούσε την νέα από 28.05.2015 φορτωτική με κατονομαζόμενη παραλήπτρια την ενάγουσα εταιρεία ασκώντας δικαίωμα επισχέσεως έναντι της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας λόγω της υπάρξεως μεταξύ αυτών (δεύτερης και τρίτης εναγόμενων εταιρειών) οικονομικών διαφορών εν μέρει άσχετων με την ένδικη υπόθεση. Για την παραλαβή όμως του εμπορευματοκιβωτίου η ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει τα εξής χρηματικά ποσά για μεταφορικά, πρακτορειακά έξοδα, σταλίες κτλ στους αντίστοιχους δικαιούχους: α. Ποσό 12.122,96€ στον ……… σύμφωνα με το υπ΄ αριθμ. ……. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, β. ποσό 8.480,60€ στην εταιρεία «………..» σύμφωνα με το υπ΄ αριθμ. …. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών και γ. ποσό 184,51€ στην αυτή ανώνυμη εταιρεία σύμφωνα με το υπ΄ αριθμ. ……. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ήτοι, συνολικά, ποσό 20.788,07€ (12.122,96€ + 8.480,60€ + 184,51€). Περαιτέρω, από όσα εκτίθενται ανωτέρω συνάγεται ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία ενήργησε όπως περιγράφεται προς το συμφέρον και κατά την εικαζόμενη βούληση της ενάγουσας εταιρείας η οποία ενδιαφερόταν για την ταχεία και ασφαλή μεταφορά των αγορασθέντων πραγμάτων αδιαφορώντας για άλλες λεπτομέρειες όπως για το ποιο πρόσωπο θα επιμεληθεί αυτών. Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία ευθύνεται για την ανόρθωση της επενεχθείσης στην ενάγουσα εταιρεία ζημίας εφόσον, αμελώς ενεργώντας, δεν φρόντισε να ενεργήσει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκληθεί διαφορά με την τρίτη εναγόμενη και να καθυστερήσει η παραλαβή και παράδοση της φορτωτικής που θα νομιμοποιούσε την ενάγουσα εταιρεία να παραλάβει το ένδικο εμπορευματοκιβώτιο. Ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας ότι από τις 10.12.2014 είχε παύσει να έχει την διαχείριση του διαλυθέντος πλοίου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας ακόμη και αν είναι αληθής δεν ασκεί νόμιμη επιρροή ενόψει του ότι στην παρούσα εξωδικαιοπρακτική σχέση ενήργησε όχι για λογαριασμό της τελευταίας, αλλά ιδίω ονόματι όπως προκύπτει (ενδεικτικά και όχι αποκλειστικά) από το από 03.08.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα της τρίτης εναγόμενης εταιρείας προς αυτή (δεύτερη εναγόμενη) με το οποίο ενημερώνεται ότι αποστέλλεται σ΄ αυτή (δεύτερη εναγόμενη) διορθωμένη φορτωτική για το ένδικο εμπορευματοκιβώτιο, όπως είχε ζητηθεί από αυτή, γεγονός που αποδεικνύει την ιδίω ονόματι εμπλοκή της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας στην υπόθεση σε χρονικό σημείο κατά το οποίο είχε παύσει η διαχειριστική της εξουσία. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη εταιρεία για το ανωτέρω χρηματικό ποσό με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με αυτή της αποφάσεως αυτής ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα εκτίμησε. Επομένως, οι παραδεκτά προβληθέντες τρεις λόγοι της από 13.07.2018 εφέσεως πρέπει να απορριφθούν κατ΄ ουσίαν όπως και η εν λόγω έφεση στο σύνολό της.
  • Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικών αιτημάτων των νικησασών εφεσιβλήτων, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των ηττηθεισών εκκαλουσών, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ., 57§1, 58§§ 1, 4 στοιχ. α΄, 68§1, 63§1 στοιχ. i περ. α΄, 69§1 και Παραρτήματος Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 12.12.2017 και 13.07.2018 εφέσεις.

Δέχεται αυτές κατά τύπους και απορρίπτει αυτές κατ΄ ουσίαν. Και

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων προσδιορίζει δε το ποσό αυτών σε εξακόσια πενήντα ευρώ (650,00€) εις βάρος εκάστης τούτων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25  Φεβρουαρίου  2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων τους.

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ