Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 97/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   97/2024

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του Εκκαλούντος: ………….. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Βασίλειο Παπαδόπουλο του Νικολάου (ΑΜ/Δ.Σ.Πατρών …………. ), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………../11-01-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ. Πατρών – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Της Εφεσίβλητης: Της τελούσας υπό εκκαθάριση εταιρείας, με την επωνυμία «……….»,  εδρεύουσας στο ……. Αττικής, όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπείται από τον Εκκαθαριστή αυτής …………., με την ιδιότητα της εκπροσώπου της εδρεύουσας στην Κύπρο  εταιρείας <<………….>>, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Ο εκκαλών …… άσκησε σε βάρος της εφεσίβλητης Εταιρείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 31/12/2012 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ../2012 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./2012, δικάσιμος δε ορίστηκε αρχικά η 7η Φεβρουαρίου 2013 και μετά από αναβολή η 26η Νοεμβρίου 2013.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 238/2014 (μη οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την ένδικη υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και δη στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών ένεκα της φύσης αυτής, ως ναυτική διαφορά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 1 περ. α΄, 2,  3Α , 3Β περ. α΄ και 9β  του Ν. 2172/1993.

Ακολούθως, ο εκκαλών- ενάγων άσκησε την από 12-07-2014 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2014, δικάσιμος δε ορίστηκε η 6η Οκτωβρίου 2014, οπότε εκδικάστηκε η ένδικη υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 5.202/2014 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ.), με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων ………. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), με την από 18/06/2015 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτή Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …../2015 και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …../22-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.)……../22-12-2015, δικάσιμος δε ορίστηκε η 26/05/2016, και κατόπιν αναβολών, η 01-02-2018, οπότε η εκδίκαση αυτής ματαιώθηκε.

Ακολούθως, ο εκκαλών- ενάγων άσκησε την από  15-07–2021 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2021  και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2021, δικάσιμος δε ορίστηκε η 05η Μαΐου 2022.

Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 602/2022 (μη οριστική) απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως κηρύχθηκε απαράδεκτη για όσους λόγους εκτίθενται σε αυτήν.

Στη συνέχεια, ο εκκαλών άσκησε την από 30-01-2023 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./2023, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε ερήμην της εφεσίβλητης  Εταιρείας.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και ζήτησε να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεσή του για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………/17-02-2023 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποία προσκομίζει με επίκληση ο καλών- ενάγων, ως επισπεύδων την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου διάδικος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., ακριβές αντίγραφο της από 30-01-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/ (Ε.Α.Κ.Δ.) …/2023 κλήσης του εκκαλούντος …….. επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η κλήση- εναγόμενη-  εφεσίβλητη Εταιρεία, προκειμένου η τελευταία δια του Εκκαθαριστή να λάβει γνώση της προκείμενης δίκης και να συμμετάσχει στην εκδίκαση της ένδικης έφεσης, κατά τον προσήκοντα τρόπο. Όμως, αυτή δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.  Ωστόσο, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι διάδικοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου  524 παρ. 4 εδ. α Κ.Πολ.Δ.

(ΙΙ) Νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση με την από 30-01-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …../ (Ε.Α.Κ.Δ.) ..…/ 2023 κλήση του εκκαλούντος …………. η από 18/06/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./(Ε. Α.Κ.Δ.) …../22-12-2015 έφεση του τελευταίου, μετά την εκτέλεση των όσων ορίστηκαν με την υπ’ αριθμόν 602/2022 (μη οριστική) απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αφού προσκομίζονται με επίκληση αντίγραφο των προτάσεων, που κατατέθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου από τους διαδίκους, κατά εκδίκαση της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Η κρινόμενη από 18/06/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …/(Ε.Α.Κ.Δ.) …./22-12-2015 έφεση του ενάγοντος …….. κατά της υπ’ αριθμόν 5202/2014 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (Διαδικασία Άρθρων 663 και επ. Κ.Πολ.Δ), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των τριών (3) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την 19η Δεκεμβρίου 2014, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., πριν αυτό αντικατασταθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.07.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με σχετική επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 16η Δεκεμβρίου 2015], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Συνεπώς, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρων 663 και επ. Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρο 495 §4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά τις τροπο ποιήσεις του Ν. 4335/2015 – σχ. Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου δε έχουν κατατεθεί από τον υπόχρεο προς τούτο πληρεξούσιο Δικηγόρο του εκκαλούντος τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμόν  …………./14-12-2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ. Σ. Πατρών).

 (ΙΙΙ) Ο εκκαλών- ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετάσχει, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος στους πλόες του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<IQ>>, διαχειρίστρια του οποίου τυγχάνει η εναγόμενη Εταιρεία, προκειμένου να προσφέρει την εργασία του, ως ναυτικός, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής, όπως αυτή καθορίζεται στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.) των πληρωμάτων Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων, καθώς και ότι από την 01/01/2011 έως την 10/12/2012 προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη Εταιρεία, κατά τον προσήκοντα τρόπο και αδιαλείπτως, πλην όμως την 10/12/2012 αναγκάστηκε με αποκλειστική υπαιτιότητα της τελευταίας να υποβάλει την παραίτησή του λόγω μη καταβολής από την πλευρά της των δεδουλευμένων αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο 2012 έως και το μήνα Δεκέμβριο 2012, χρηματικού ποσού 25.377,77 €. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα, που αυτός παρείχε την εργασία του στην εναγόμενη Εταιρεία, και ειδικότερα από την 01/01/2011 έως την 30/06/2011, απασχολείτο και πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, πραγματοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπερωρίες, για τις οποίες του οφείλεται το χρηματικό ποσό των 15.673,01 €. Ότι αναγκάστηκε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του λόγω της ως άνω επικαλουμένης από τον ίδιο αποκλειστικής υπαιτιότητας της εναγόμενης Εταιρείας και εξ αυτού του λόγου του οφείλεται αποζημίωση απόλυσης χρηματικού ποσού 523,56 Ευρώ (€). Επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί κατά κύριο λόγο από τη σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, η οποία τον συνδέει με την εναγόμενη Εταιρεία (με επικουρικό αίτημα της επιδίκαση της αντίστοιχης απαίτησής του κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις) να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα τεσσάρων Ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (41.574,34) Ευρώ  (€), με το νόμιμο τόκο του, κατά τον τρόπο, όπως και ο ίδιος επιμερίζει στην ένδικη αγωγή του. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται το δικόγραφο της ένδικης αγωγής του, αναφέρεται ότι η εναγόμενη Εταιρεία τύγχανε διαχειρίστρια του παραπάνω πλοίου και ως εκ τούτου ενεργούσε στα πλαίσια αντιπροσωπευτικής δραστηριότητας και όχι ως πλοιοκτήτρια Εταιρεία. Συνεπώς, αυτή  τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και δεκτική δικαστικής εκτίμησης – αξιολόγησης, ως προς τη νομική βασιμότητά της, επιτρέποντας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις προς διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής- αίτησης παροχής έννομης προστασίας, αλλά και στην εναγόμενη Εταιρεία να αμυνθεί κατ’ αυτής, προτείνοντας όχι μόνο καταλυτικούς του επικαλούμενου αγωγικού δικαιώματος αυτοτελείς ισχυρισμούς- ενστάσεις αλλά και δυνατότητα αιτιολογημένης και ειδικής άρνησης της ιστορικής βάσης αυτής. Συνεπώς, η σχετική αιτίαση της εναγόμενης Εταιρείας τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη, δεδομένου ότι, προκειμένου να προχωρήσει το Εφετείο στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής, προϋποτίθεται κατ` ανάγκην ότι ερεύνησε και διαπίστωσε το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα αυτής, αφού διαφορετικά, ακόμη και στην περίπτωση, που δεν υπήρχε σχετικός λόγος έφεσης, αλλά με αυτήν διατυπώνονταν παράπονα μόνο για το κατ` ουσία βάσιμο της αγωγής, ήταν υποχρεωμένο αυτεπαγγέλτως, λόγω του κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να απορρίψει την αγωγή, εάν την έκρινε αυτήν αόριστη ή νομικά αβάσιμη (Α.Π. 1291/2022 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εξέλαβε την ένδικη αγωγή, ως επαρκώς ορισμένη και δεκτική δικαστικής αξιολόγησης, εξετάζοντας στη συνέχεια τους διαλαμβανόμενους σε αυτό ισχυρισμούς ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 5.202/2014  (οριστική) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, κατ’ αποδοχή της ενστάσεως παραγραφής σε επιδικία, ως βάσιμης, την οποία πρότεινε η εναγόμενη Εταιρεία, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του, ενώ συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κατά της παραπάνω απόφασης ο ενάγων, ως ηττηθείς διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεσή του, με την οποία επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και συγκεκριμένα του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο  101 παρ. 1 του Ν. 4.139/2013 (Φ.Ε.Κ. Α 74/20.03.2013) και ίσχυε, κατά την πρώτη συζήτηση, νοούμενη αυτή ως τη συζήτηση  ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Οι κατά τα παραπάνω αιτιάσεις ουσιαστικά συγκροτούν έναν και μόνο λόγο, ο οποίος τυγχάνει επαρκώς ορισμένος, δεκτικός δικαστικής εκτίμησης- αξιολόγησης και ως εκ τούτου προβάλλεται παραδεκτά, πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών (άρθρο 614 περ. 3Κ.Πολ.Δ.- πρώην Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

 (VI) Το θεσμό της παραγραφής, που είναι δημόσιας τάξης, επιβάλλει το συμφέρον της έννομης τάξης, το οποίο απαιτεί εκκαθάριση των εννόμων σχέσεων, που ανάγονται στο παρελθόν. Ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής αποτελεί η παραγραφή εν επιδικία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής θεωρείται η αδράνεια του δικαιούχου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του, της δε εν επιδικία παραγραφής η αδράνεια του δικαιούχου, η οποία εκδηλώνεται κατά την επιδικία. Η διαιώνιση της επιδικίας αποτρέπεται με την τέλεση διαδικαστικών πράξεων είτε από τους διαδίκους, είτε από το Δικαστήριο (Σημαντήρας, Γενικές Αρχές του Δικαίου, 4, σελ. 601 επ). Με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν αποσβήνεται η αξίωση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει, ως ατελής ή φυσική ενοχή, αλλά ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτής ανατρεπτική ένσταση από το άρθρο 272 ΑΚ και να αρνηθεί την παροχή. Έχει δηλαδή στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης κεκτημένο δικαίωμα έναντι του δανειστή για άρνηση της παροχής προς αυτόν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013) “Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής με αυτή, που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του είδους της, ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους, από την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου, που ίσχυε γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Έτσι, εφόσον η αξίωση είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορούσε να συμπληρωθεί εν επιδικία, στην περίπτωση απραξίας των διαδίκων. Κατά την έννοια δε της παραπάνω διάταξης, διαδικαστική πράξη, συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής, θεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της Δικαστικής Αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Απαιτείτο δηλαδή επιχείρηση λυσιτελούς δικονομικής ενέργειας και εντασσόμενης στην κατά το νόμο συστηματική οργάνωση της διαδικασίας, δηλαδή ενέργειας, που κατά νόμο προσφέρεται και μπορεί να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα στην κίνηση της δίκης και δεν αρκούσε, για τη διακοπή της παραγραφής, που έτρεχε εν επιδικία, οποιαδήποτε ενέργεια του διαδίκου, ενδεικτική της έλλειψης αδράνειας (ΟλΑΠ 1/2011). Προς αντιμετώπιση των δυσμενών για το δικαιούχο συνεπειών από την παραγραφή της αξίωσής του εν επιδικία, ιδίως  στην περίπτωση βραχυχρόνιων παραγραφών, το άρθρο 261 ΑΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 toy N. 4139/2013. Κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013: “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση, που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.” Στην παραπάνω διάταξη του νέου άρθρου 261 ΑΚ περιέχεται διάταξη διαχρονικού δικαίου (παρ. 3 αυτού), στην οποία ρυθμίζεται η εν επιδικία παραγραφή εκκρεμών δικών. Ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της νέας διάταξης στις εκκρεμείς δίκες τίθεται να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ενώ δεν τίθεται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, να μην έχει ήδη επέλθει εν επιδικία, κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 4139/2013 (20-03- 2013) η παραγραφή της αξίωσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε προηγουμένως. Έτσι, με τη διάταξη αυτή, της παραγράφου 3 του άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, εισάγεται εξαίρεση από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου των παραγραφών, που θεσπίζεται με το άρθρο 18 παρ. 1 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο “οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις, που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του”. Οι διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά όχι μόνο  στις διατάξεις για την παραγραφή του Αστικού Κώδικα και του πριν από αυτόν δικαίου, αλλά και σε κάθε άλλη διάταξη για παραγραφή, που θεσπίζεται με νεότερο νόμο, ο οποίος ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής εκείνου του προϊσχύσαντος δικαίου. Έτσι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου, καθιερώνουν μακρότερο χρόνο παραγραφής σε σχέση με το χρόνο παραγραφής, που καθόριζε ο προηγούμενος νόμος, εφαρμόζεται ο νεότερος νόμος και για τις αξιώσεις αξιώσεων, που είχαν γεννηθεί υπό την ισχύ του προηγούμενου νόμου, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Αν όμως έχει ήδη επέλθει το αποτέλεσμα αυτό (της παραγραφής), δεν ανατρέπεται από το νέο νόμο, εκτός αν ο νομοθέτης προσδώσει στη νέα διάταξη αναδρομική δύναμη, εντός των επιτρεπτών συνταγματικών ορίων (ΑΠ 848/2018, ΑΠ 258/2002, Γ. Ράμμος σε Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρο 18 ΕισΝΑΚ, αριθ. 1). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο, που ίσχυε, όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη- εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος έφεσης εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα (Ολ ΑΠ 654/1984, ΑΠ 1311/2010). Στην περίπτωση του νέου άρθρου 261 ΑΚ, προβλέποντας ο ν. 4139/ 2013 ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στις εκκρεμείς δίκες, για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει, κατ’ αρχήν, σύμφωνα πάντα με τη γραμματική ερμηνεία του, την άσκηση έφεσης από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παρα εγραμμένη, με την επίκληση της επελθούσας νομοθετικής μεταβολής και κατ’ επέκταση της “εσφαλμένης” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς απόρριψης της σχετικής αγωγής του, με τη συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων του νέου άρθρου 261 ΑΚ. Επιβάλλεται όμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η έρευνα της, με την αναδρομική εφαρμογή του νέου άρθρου 261 ΑΚ, παραβίασης ή μη συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, επιβάλλει ιδίως τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, που πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις, που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους. Προς αυτήν δε, συγκρούονται ευθέως νόμοι, οι οποίοι ρυθμίζουν αναδρομικά και κατά τρόπο επαχθή ήδη περατωθείσες βιοτικές σχέσεις (ΣτΕ 1508/2002). Βασικό δε στοιχείο της παραγραφής σε ένα κράτος δικαίου είναι η προβλεψιμότητα του χρόνου συμπλήρωσής της, με βάση τις διατάξεις, οι οποίες ισχύουν κατά το χρόνο γένεσης της αξίωσης (ΟλΣτΕ 1738/2017, που έκρινε αντισυνταγματικές φορολογικές διατάξεις, δεχόμενο, κατ’ εφαρμογή της παραπάνω συνταγματικής αρχής, της ασφάλειας του δικαίου, υπό τις προαναφερόμενες εκδηλώσεις της, ότι η διάρκεια του χρόνου της παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων πρέπει να προσδιορίζεται στο νόμο εκ των προτέρων). Προς την κατεύθυνση αυτή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση ΔΕΕ 2-6-2016 C-81/5 αναφέρει ότι η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής και η εφαρμογή της προβλέψιμη από τους υποκείμενους σε αυτή, η δε επιταγή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις, που μπορούν να έχουν οικονομικές επιπτώσεις, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων, που οι διατάξεις αυτές τους επιβάλλουν (Α.Π. Ολομ. 8/2022 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επομένως, η παραγραφή, που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων Δικηγόρων τους ή του Δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ, για την έναρξη, συνέχιση, διεξαγωγή ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω παραγραφή, όπως το άρθρο 261 ΑΚ ίσχυε, πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί «εν επιδικία», αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Όμως, για να αρχίσει και πάλι η διακοπείσα παραγραφή από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, η οποία (=παραγραφή) είναι ισόχρονη με την διακοπείσα, και να μπορεί να συμπληρωθεί, με την παρέλευση του χρόνου, που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι, αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Τέτοια διαδικαστική πράξη αποτελεί μεταξύ άλλων και η κατάθεση κλήσης για τον ορισμό δικασίμου προς περαιτέρω συζήτηση μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και μάλιστα χωρίς ανάγκη επίδοσής της (ΑΠ 1683/1984), όπως και ο ορισμός δικασίμου, αφού με αυτήν συντελείται συνέχιση προς ολοκλήρωση της δίκης (ΑΠ 53/2002), εφαρμοζόμενη συνακόλουθα και στην περίπτωση της κατάθεσης κλήσης για τον ορισμό δικασίμου ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, προς το οποίο γίνεται η παραπομπή από αναρμόδιο Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής, ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά τη διακοπή της παραγραφής, που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, που ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης σε επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή σε επιδικία, μόνο στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης, επιδεικνύοντας αδράνεια και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί και πάλι να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου (Α.Π 950/2015, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>). Υπό τη νέα ρύθμιση, η αναστολή, η οποία αρχίζει από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι (6) μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται διαδικαστικές πράξεις από τους διαδίκους.Κατ’ αποτέλεσμα, η παραγραφή συμπληρώνεται, όταν παρέλθει ίσος χρόνος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι (6) μήνες. Αν στο μεταξύ διενεργηθεί από τον διάδικο κάποια αναγκαία διαδικαστική πράξη, τότε νέος χρόνος παραγραφής προσαυξανόμενος κατά έξι (6) μήνες αρχίζει και πάλι από την επόμενη της τελεσθείσας διαδικαστικής πράξης. Ήδη υπό τη νέα ρύθμιση, το εξάμηνο ουσιαστικά τρέπεται σε δωδεκ(12)μηνο, διότι η παραγραφή, που διακόπηκε με την επίδοση της αγωγής αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά τη διακοπή και όχι από την επομένη της διακοπής, συμπληρώνεται δε, αφού παρέλθει και το εξάμηνο της παραγραφής, ώστε για την παραγραφή σε επιδικία να απαιτούνται πλέον δώδεκα μήνες, υπό την προϋπόθεση πάντοτε της αδράνειας των διαδίκων (βλ. μελέτη της Κ. Μακρίδου, «Η νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ (Άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013) για την παραγραφή “εν επιδικία”», ΝοΒ 62 τ. Φεβρουαρίου 2014, σελ. 17 επ.).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σύνολο των προσκομιζόμενων με επίκληση από τον εκκαλούντα εγγράφων, η υπ’ αριθμόν 238/2014 (μη οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε την 21η Ιανουαρίου του έτους 2014. Στη συνέχεια, ο εκκαλών- ενάγων άσκησε την από  12-07-2014 και με αριθμό ………/2014 κλήση του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστη ρίου (=Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), με την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 6η Οκτωβρίου του έτους 2014, οπότε και διακόπηκε η παραγραφή, χωρίς να απαιτείται για τη διακοπή της παραγραφής η επίδοση της κατατεθείσας κλήσης στην εναγόμενη Εταιρεία, με συνέπεια να μην έχει συμπληρωθεί το εξάμηνο της παραγραφής σε επιδικία, συνεκτιμώμενης και της επίσπευσης της δίκης τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από την πλευρά του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ……….., ενέργειες, οι οποίες δεν καταδεικνύουν αδράνεια του διαδίκου, αλλά αντίθετα επιμέλεια, ως προς τη διεξαγωγή της δίκης. Ως εκ τούτου, δεν επήλθε παραγραφή σε επιδικία, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και προέβη σε απόρριψη της ένδικης αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμης, κατ’ αποδοχή της σχετικής ένστασης της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης Εταιρείας, αλλά αντίθετα η επικαλούμενη αξίωση του ενάγοντος, που κατήχθη σε δίκη, εξακολουθεί να διατηρεί τον αγώγιμο χαρακτήρα αυτής και να τυγχάνει δικαστικά επιδιώξιμη, όπως βάσιμα διατείνεται ο ενάγων και ήδη εκκαλών …………, με την υπό κρίση έφεσή του, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα το Νόμο. Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της υπό κρίση εφέσεως του ………….., ως βάσιμος, και στη συνέχεια, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διακρατηθεί η ένδικη υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να εξεταστεί αυτή, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 535  παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.

Από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. ΑΠ 23/ 2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα παραπάνω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005, δημοσιευμένες αμφότερες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, (ΑΠ 154/1992, ΕλλΔνη 33-814, ΑΠ 796/1983, ΕλλΔνη 1983.1398, ΕφΑθ 9440/1986, ΕλλΔνη 1986,869), από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια τους, δεδομένου ότι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ, η δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη σε βάρος εκείνου, που ομολόγησε, είναι εκείνη, η οποία έλαβε χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου, που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου Δικαστή, ενώ κάθε άλλη ομολογία, όπως και εκείνη, που έγινε στο πλαίσιο άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), τυγχάνει εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, νοούμενης αυτής, ως αποδεικτικό μέσο, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, με την προϋπόθεση όμως της ρητής, σαφούς και συγκεκριμένης παραδοχής με πρόθεση ομολογίας, της αλήθειας στοιχείου κατά νόμο αυτοτελούς ισχυρισμού του αντιδίκου ή της αναλήθειας τέτοιου ισχυρισμού εκείνου, που προβαίνει στην παραδοχή (ΑΠ 271/2021, ΑΠ 1538/2001),  καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η τελούσα πλέον υπό εκκαθάριση εταιρεία, με την επωνυμία «……….», όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή αυτής ………., αποτελεί ναυτιλιακή εταιρία, με έδρα στο …… Αττικής, δραστηριοποιούμενη στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας, εκπροσωπώντας εν προκειμένω την εδρεύουσα στην Κύπρο εταιρεία <<………………>>, ως προς τη διαχείριση του επιβατηγού — οχηματαγωγού πλοίου, με το διακριτικό τίτλο Ε/Γ – Ο/Γ <<IQ>>, υπό Κυπριακή σημαία, το οποίο εκτελεί δρομολόγια στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Ιταλία. Ο ενάγων ………., αντίστοιχα, τυγχάνει νόμιμος κάτοχος άδειας ναυτικής ικανότητος, διαθέτοντας προς τούτο το υπ’ αριθμόν …. Φυλλάδιο Ναυτικού της Ναυτικής Περιφέρειας -Β-, με αριθμό μητρώου -….-, απογραφείς ως ναυτικός. Περαιτέρω, προέκυψε ότι, με την από 01.01. 2011 σύμβαση ναυτικής εργασίας (σύμβαση ναυτολόγησης), η οποία καταρτίστηκε στο …… Αττικής ανάμεσα στον πλοίαρχο του παραπάνω πλοίου για λογαριασμό της εναγόμενης εταιρίας, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετάσχει, ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του παραπάνω πλοίου ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης εργασίας, είτε πρόκειται για αμιγώς ναυτική είτε για οποιουδήποτε άλλου είδους εργασία. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η από πλευράς του ενάγοντος ανάληψη υποχρέωσης για παροχή ναυτικής εργασίας έναντι αμοιβής περιλαμβάνουσας του βασικού μισθού του και των δικαιούμενων επιδομάτων, τα οποία προβλέπονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.) Πληρωμάτων Ε/Γ – Ο/Γ. Στα πλαίσια αυτά ο ενάγων ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο παραπάνω πλοίο και εργάστηκε σε αυτό και για λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας, προσφέροντας πραγματικά τις υπηρεσίες του, κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2011 μέχρι την 10.12.2012, οπότε και αποχώρησε ουσιαστικά λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, αποναυτολογούμενος. Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, η  εναγόμενη Εταιρεία κατέβαλε σε αυτόν τον ελάχιστο νόμιμο μισθό και όχι την προβλεπόμενη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, την άδεια με αποδοχές και την αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ένεκα αθέτησης των όρων αυτής, με συνέπεια να του οφείλει για τους μήνες από Ιούλιο έτους 2012 έως και Δεκέμβριο έτους 2012 τα ακόλουθα χρηματικά ποσά για τις παρακάτω αιτίες: (Α) Για το μήνα Ιούλιο έτους 2012, το από το βασικό μισθό του χρηματικού ποσού 1.047,11 Ευρώ (Ε), πλέον έξτρα αμοιβών, το χρηματικό ποσό των 955,57 ευρώ, πλέον επιδόματος εργασίας καθ’ όλες τις Κυριακές του μήνα, ποσού 230,36 Ευρώ (Ε), πλέον επιδομάτων, τα οποία προβλέ πονται από τις οικείες  Συλλογικές Συμβάσεις, ποσού 71,19 Ευρώ (Ε), πλέον εργασίας του καθ’ όλα τα Σάββατα και τις αργίες του μήνα ποσού 317,76 Ευρώ (Ε), πλέον της άδειας και του επιδόματος άδειας εκ ποσού 598,21 Ευρώ (Ε) (τροφή αδείας 127,42 ευρώ και άδεια/επίδομα αδείας 470,79 Ευρώ (Ε), αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και τρίτων, χρηματικού ποσού 323,10 Ευρώ (Ε). Επίσης, κατά μήνα Ιούλιο έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου, επί τριάντα μία (31) ημέρες, ήτοι, συνολικά 248 ώρες. Ως εκ τούτου, αυτός δικαιούται να λάβει αποζημίωση ποσού (248 ώρες επί 9,00 ευρώ η ώρα υπερωριακής απασχολήσεως=) 2.232,00 Ευρώ (Ε). Επομένως, και για μήνα Ιούλιο έτους 2012, η εναγόμενη Εταιρεία του οφείλει το χρηματικό ποσόν των (1.047,11 + 955,57 + 230,36 + 71,19 + 317,76 + 598,21 – 323,10 + 2.232,00 =) πέντε χιλιάδων εκατόν είκοσι εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (5.129,10 €), (Β) Για μήνα Αύγουστο έτους 2012, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το από το βασικό μισθό του ποσού 1.047,11 Ευρώ (Ε), πλέον έξτρα αμοιβών χρηματικό ποσό των 939,20 Ευρώ (Ε), πλέον επιδόματος εργασίας καθ’ ύλες τις Κυριακές του μήνα ποσού 230,36 Ευρώ (Ε), πλέον επιδομάτων των οικείων συλλογικών συμβάσεων (Σ.Σ.) ποσού 71,19 Ευρώ (Ε), πλέον εργασίας του καθ’ όλα τα Σάββατα και τις αργίες του μήνα ποσού 408,55 Ευρώ (Ε), πλέον άδειας και επιδόματος αδείας εκ ποσού 598,21 Ευρώ (Ε) (τροφή άδειας 127,42 ευρώ και άδεια/επίδομα άδειας 470,79 Ευρώ (Ε), αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και τρίτων, εκ ποσού 323,10 Ευρώ (Ε). Επίσης, κατά το μήνα Αύγουστο έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τριανταμία (31) ημέρες, ήτοι, συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δικαιούται να λάβει αποζημίωση ποσού ευρώ (248 ώρες επί 9,00 Ευρώ (Ε) η ώρα υπερωριακής απασχολήσεως=) 2.232,00 Ευρώ (Ε). Επομένως, και για το μήνα Αύγουστο έτους 2012, η εναγόμενη Εταιρεία του οφείλει το χρηματικό ποσό των (1.047,11 + 939,20 + 230,36 + 71,19 +-408,55 + 598,21 – 323,10 + 2.232,00 =) πέντε χιλιάδων διακοσίων τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (5.203,52 €). Για το μήνα Σεπτέμβριο έτους 2012, η εναγόμενη Εταιρεία του οφείλει το από το βασικό μισθό του, εκ ποσού ευρώ 1.047,11, πλέον έξτρα αμοιβών του, το χρηματικό ποσό των 939,20 ευρώ, πλέον επιδόματος εργασίας καθ’ όλες τις Κυριακές του μήνα εκ ποσού 230,36  Ευρώ (Ε), πλέον επιδομάτων των οικείων συλλογικών συμβάσεων (Σ.Σ.) εκ ποσού ευρώ 71,19, πλέον εργασίας του καθ’ όλα τα Σάββατα και τις αργίες του μήνα εκ ποσού ευρώ 408,55, πλέον άδειας και επιδόματος άδειας εκ ποσού ευρώ 598,21 (τροφή αδείας 127,42 ευρώ και άδεια/επίδομα άδειας 470,79 ευρώ), αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφα λιστικών Ταμείων και τρίτων, εκ ποσού  323,10 Ευρώ (Ε). Επίσης, κατά το μήνα Σεπτέμβριο έτους 2012, ο ενάγων έχει εργαστεί υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του, επί τριάντα (30) ημέρες, ήτοι, συνολικά διακόσιες σαράντα (240) ώρες και ως εκ τούτου δικαιούται αυτός να λάβει, ως αποζημίωση εκ ποσού ευρώ (240 ώρες επί 9,00 ευρώ η ώρα υπερωριακής απασχολήσεως = 2.160,00 ευρώ. Επομένως, και για μήνα Ιούλιο έτους 2012, η εναγόμενη Εταιρεία του οφείλει το ποσό των (1.047,11 + 939,20 + 230,36 + 71,19 + 408,55 + 598,21 – 323,10 + 2.160,00 =) πέντε χιλιάδων εκατόν τριάντα ενός ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (5.131,52 €). Για το χρονικό διάστημα από 01/10/2012 έως 15/10/2012, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα τον αναλογούντα για το διάστημα αυτό βασικό μισθό του, εκ ποσού 523,56, πλέον επιδόματος εργασίας καθ’ όλες τις Κυριακές του ημίσεως του μήνα εκ ποσού ευρώ 115,18, πλέον επιδομάτων της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης εκ ποσού ευρώ 35,60, πλέον εργασίας του καθ’ όλα τα Σάββατα και τις αργίες του ημίσεως του μήνα εκ ποσού 158,88 Ευρώ (Ε), πλέον αδείας και επιδόματος αδείας εκ ποσού ευρώ 299,10 (τροφή αδείας 63,71 ευρώ και άδεια/επίδομα άδειας 235,39 ευρώ), αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και τρίτων, εκ ποσού 163,38 Ευρώ (Ε). Επίσης, για το χρονικό διάστημα από 1/10 έως 15/10/2012, ο ενάγων έχει εργαστεί υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του, επί δεκαπέντε (15) ημέρες, ήτοι, συνολικά εκατόν είκοσι (120) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει, ως αποζημίωση εκ ποσού ευρώ (120 ώρες επί 9,00 ευρώ η ώρα υπερωριακής απασχόλησης=) 1.080,00 ευρώ. Επομένως, και για το χρονικό διάστημα από 01/10/2012 έως 15/10/2012, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των (523,56 + 115,18 + 35,60 + 158,88 + 299,10 – 163,38 + 1.080,00=) δύο χιλιάδων σαράντα οκτώ ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών, (2.048,94 €). Για το χρονικό διάστημα από 15/10/2012 έως 31710/2012, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα τον αναλογούντα για το χρονικό αυτό διάστημα βασικό μισθό, εκ ποσού ευρώ 523,55, πλέον επιδόματος εργασίας καθ’ όλες τις Κυριακές του ημίσεως του μήνα εκ ποσού ευρώ 115,18, πλέον επιδομάτων της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης εκ ποσού ευρώ 35,60, πλέον άδειας και επιδόματος άδειας εκ ποσού ευρώ 295,99 (τροφή αδείας 63,72 ευρώ και άδεια/επίδομα αδείας 232,27 ευρώ), αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και τρίτων, εκ ποσού ευρώ 161,54. Επίσης, για το χρονικό διάστημα από 16/10 έως 31/10/2012, ο ενάγων έχει εργαστεί υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του, επί δεκαπέντε (15) ημέρες, ήτοι, συνολικά εκατόν είκοσι (120) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση εκ ποσού ευρώ (120 ώρες επί 9,00 ευρώ η ώρα υπερωριακής απασχολήσεως=) 1.080,00 ευρώ. Επομένως, και για το χρονικό διάστημα από 16/10/2012 έως 31/10/2012 η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των (523,55 + 1 15,18 + 35,60 + 295,99 – 161,54 +1.080,00=) χιλίων οκτακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών. Για  το μήνα Νοέμβριο του έτους 2012 (01/11/2012 έως 30/11/2012) η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το  από το βασικό μισθό του, εκ ποσού ευρώ 1.047,11, πλέον έξτρα αμοιβών χρηματικό ποσό των 939,20 ευρώ, πλέον επιδόματος εργασίας καθ’ όλες τις Κυριακές του μήνα· εκ ποσού ευρώ 23 0,36, πλέον επιδομάτων της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης εκ ποσού ευρώ 71,19, πλέον αδείας και επιδόματος αδείας εκ ποσού ευρώ 591,97 (τροφή άδειας 127,44 ευρώ και άδεια/επίδομα αδείας 464,53 ευρώ), αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και τρίτων, εκ ποσού ευρώ 323,09. Επίσης, κατά το μήνα Νοέμβριο έτους 2012, ο ενάγων έχει εργαστεί υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του, επί τριάντα (30) ημέρες, ήτοι συνολικά διακόσιες σαράντα (240) ώρες και ως εκ τούτου, αυτός δικαιούται να λάβει αποζημίωση εκ ποσού ευρώ (240 ώρες επί 9,00 ευρώ η ώρα υπερωριακής απασχόλησης=) 2.160,00 ευρώ. Επομένως, και για μήνα Νοέμβριο έτους 2012, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των (1.047,11 + 939,20 + 230,36 + 71,19 + 591,97 – 323,09 + 2.160,00 = ) τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων δέκα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (4.176,74) Ευρώ (Ε). Για το χρονικό διάστημα από 01/12/2012 έως 10/12/2012 οπότε και αποναυτολογήθηκε, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα τον αναλογούντα για το διάστημα αυτό βασικό μισθό του, εκ ποσού ευρώ 349,03, πλέον επιδόματος εργασίας καθ’ όλες τις Κυριακές του ενός τρίτου του μήνα εκ ποσού ευρώ 76,79, πλέον επιδομάτων της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης (Σ.Σ.) εκ ποσού ευρώ 23,73, πλέον άδειας και επιδόματος άδειας εκ ποσού ευρώ 197,32 (τροφή άδειας 42,48 ευρώ και άδεια/επίδομα αδείας 154,84 ευρώ), αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και τρίτων, εκ ποσού 107,70 Ευρώ (Ε). Επίσης, για το χρονικό διάστημα από 01/12 έως 10/12/2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του, επί δέκα (10) ημέρες, δηλαδή συνολικά ογδόντα  (80) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση εκ ποσού ευρώ. (80 ώρες επί 9,00 ευρώ η ώρα υπερωριακής απασχόλησης=) 720,00 ευρώ. Επομένως, και για το χρονικό διάστημα από 01/12/2012 έως 10/12/2012, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των (349,03 + 76,79 + 23,73 + 197,32 – 107,70 + 720,00 =) χιλίων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και δέκα επτά. Συνεπώς, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα για τις παραπάνω αιτίες το χρηματικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (25.377,77 €), αναλυόμενο αυτό, ως εξής:  (5.129, 10 + 5.203,52 + 5.131,52 + 2.048,94+ 1.888,78 + 4.716,74 + 1.259,17 =). Επιπλέον, προέκυψε ότι ο ενάγων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του εργαζόταν πέραν του  οκταώρου (8ωρου) του, από 08:00 π.μ. μέχρι 17:00 μ.μ.. Πλέον συγκεκριμένα, αυτός αναλάμβανε εργασία περί την 07η πρωτινή  μέχρι και την 19:30 μ.μ.. Μετά από το ωράριο αυτό, ο ενάγων εργαζόταν σε τετράωρες κατά μέσο όρο νυκτερινές βάρδιες φυλακής γέφυρας ή καταστρώματος (βατσιμάνης) συνήθως 21:00 έως 01:00 π.μ.  ή και 20:00 έως 24:00 ή και κατά τη διάρκεια των πρώτων πρωινών ωρών. Δηλαδή, κατά μέσο όρο αυτός εργαζόταν επί δεκαέξι (16) ώρες, από τις οποίες μία (1) ώρα πριν από την έναρξη του καθημερινού οκταώρου, τρεις (3) ώρες αμέσως μετά τη λήξη αυτού και άλλες τέσσερις (4) ώρες, κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ειδικότερα, για  το μήνα Ιανουάριο έτους 2011, αυτός εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του επί τριάντα μία (31) ημέρες, ήτοι, συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως  αποζημίωση ποσού ευρώ (248 ώρες επί 6 ευρώ η ώρα = ) 1. 488,00. Συνεπώς, η εναγόμενη Εταιρεία του οφείλει το χρηματικό ποσό των εξακοσίων δεκαεπτά Ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (617,93) ευρώ (Ε), καθώς από το δικαιούμενο συνολικά για το συγκεκριμένο μήνα υπερωριακής απασχόλησης ποσό 1.488,00 Ευρώ (Ε) η εναγόμενη Εταιρεία του κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του επί είκοσι οκτώ (28) ημέρες, ήτοι συνολικά διακόσιες είκοσι τέσσερις (224) ώρες και ως εκ τούτου, αυτός δικαιούται να λάβει αποζημίωση ποσού ευρώ (224 ώρες επί 6 ευρώ η ώρα =) 1.344,00 Ευρώ (Ε), από το οποίο του έχει καταβληθεί από την εναγόμενη Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 899,70 Ευρώ (Ε), απομένοντος ως χρεωστικού υπολοίπου το χρηματικό ποσό των 444,93 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Μάρτιο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του επί τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα (248) ώρες και ως εκ τούτου, αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 443,12 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο χρηματικό ποσό υπερωριακής απασχόλησης του  ευρώ (248 ώρες επί 6 ευρώ η ώρα = 1.488,00 Ευρώ (Ε), του έχει καταβληθεί το χρηματικό ποσό των  1.044,08 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Απρίλιο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του, επί τριάντα (30) ημέρες και συνολικά  διακόσιες σαράντα (240) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 569,93 Ευρώ (Ε), καθώς από το δικαιούμενο χρηματικό ποσό υπερωριακής απασχόλησης για το συγκεκριμένο μήνα των  1.440,00 Ευρώ (Ε) έχει καταβληθεί από την εναγόμενη Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Μάιο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του επί τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 617,93 Ευρώ (Ε), καθώς από το δικαιούμενο για υπερωριακή απασχόληση του  το συγκεκριμένο μήνα χρηματικό ποσό των 1.488,00 Ευρώ (Ε), έχει καταβληθεί από την εναγόμενη  Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Ιούνιο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του επί τριάντα (30) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα  (240) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει. αποζημίωση χρηματικού ποσού 569,93 Ευρώ (Ε), καθώς από το δικαιούμενο βάσει τα υπερωριακής απασχόλησής του το συγκεκριμένο μήνα χρηματικό ποσό των 1.440,00 Ευρώ (Ε) του έχει καταβληθεί από την εναγόμενη Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Ιούλιο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του επί τριάντα μία (31 ημέρες, και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 617,93 Ευρώ (Ε), καθώς έχει καταβληθεί σε αυτόν από την εναγόμενη Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Αύγουστο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του επί τριάντα μία (31) ημέρες, και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 617,93 Ευρώ (Ε), καθώς από το δικαιούμενο για την υπερωριακή απασχόλησή του το συγκεκριμένο μήνα χρηματικό ποσό των 1.488,00 Ευρώ (Ε) η εναγόμενη Εταιρεία του κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του επί τριάντα (30) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα (240) ώρες, με συνέπεια να δικαιούται αυτός να λάβει το χρηματικό ποσό των 569,93 Ευρώ (Ε), καθώς η εναγόμενη Εταιρεία έχει καταβάλλει σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του για τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 617,93 Ευρώ (Ε), καθώς η εναγόμενη Εταιρεία κατέβαλε σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Νοέμβριο έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του για τριάντα (30) ημέρες και συνολικά για διακόσιες σαράντα (240) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει το χρηματικό ποσό των 569,93 Ευρώ (Ε), καθώς από το δικαιούμενο χρηματικό ποσό για υπερωριακή απασχόληση το συγκεκριμένο μήνα των 1.440,00 Ευρώ (Ε) του έχει καταβληθεί το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011, ο ενάγων εργάστηκε  υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του  νόμιμου ωραρίου του για τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 617,93 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο χρηματικό ποσό για υπερωριακή απασχόλησή του το συγκεκριμένο μήνα  χρηματικό ποσό των 1.488,00 Ευρώ (Ε) έχει καταβληθεί σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του για τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει αποζημίωση το χρηματικό ποσό 1.593,95 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο χρηματικό ποσό για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος το συγκεκριμένο μήνα έχει καταβληθεί σε αυτόν από την εναγόμενη Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 638,05 Ευρώ (Ε). Για το μήνα  Φεβρουάριο του έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του για είκοσι οκτώ (28) ημέρες και συνολικά διακόσιες είκοσι τέσσερις (224) ώρες και  ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 1.145,93 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο χρηματικό ποσό των 2.016,00 Ευρώ (Ε) η εναγόμενη Εταιρεία του έχει καταβάλλει το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Μάρτιο του έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του για τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 1.593,95 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο για υπερωριακή απασχόληση το συγκεκριμένο μήνα χρηματικό ποσό των 2.232,00 Ευρώ (Ε) η εναγόμενη Εταιρεία του έχει καταβάλλει το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Απρίλιο του έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου  ωραρίου του για τριάντα (30) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα (240) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 1.434,94 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο χρηματικό ποσό υπερωριακής απασχόλησης του το συγκεκριμένο μήνα 2.160,00 Ευρώ (Ε) η εναγόμενη Εταιρεία έχει καταβάλλει σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 725,06 Ευρώ (Ε). Για το μήνα Μάιο του έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του για τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα οκτώ (248) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό 1.593,95 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο για το συγκεκριμένο μήνα υπερωριακής απασχόλησης ποσό των 2.232,00 ευρώ (Ε) η εναγόμενη Εταιρεία έχει καταβάλλει σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 870,07 Ευρώ (Ε). Τέλος, για το μήνα Ιούνιο του έτους 2012, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά για οκτώ (8) ώρες πλέον του νόμιμου ωραρίου του για τριάντα (30) ημέρες και συνολικά διακόσιες σαράντα (240) ώρες και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 1.434,94 Ευρώ (Ε), καθώς από το συνολικά δικαιούμενο για υπερωριακή απασχόληση το συγκεκριμένο μήνα χρηματικό ποσό των 2.160,00 Ευρώ (Ε) η εναγόμενη Εταιρεία έχει καταβάλλει σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 725,06 Ευρώ (Ε). Συνολικά από την παραπάνω αιτία η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και ενός λεπτού (15.673,01) Ευρώ (Ε). Τέλος, προέκυψε ότι ο ενάγων λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, όπως επίσης και των αποδοχών του για υπερωριακή απασχόλησή του κατέθεσε αίτηση για παραίτηση από την εναγόμενη Εταιρεία, ήτοι, προέβη ουσιαστικά σε δήλωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του με την εναγόμενη Εταιρεία από υπαιτιότητα αποκλειστικά της τελευταίας, καθώς αυτή δεν του κατέβαλε τα παραπάνω χρηματικά ποσά, με συνέπεια να δικαιούται το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων είκοσι τριών Ευρώ και πενήντα έξι (523,56) Ευρώ (Ε), που αντιστοιχεί στο ήμισυ του μηνιαίου μισθού, ανερχόμενου τούτου στο χρηματικό ποσό των 1.047,11 Ευρώ (Ε). Η κατά τα παραπάνω απαίτηση του ενάγοντος δεν αμφισβητήθηκε παντάπασιν από την πλευρά της εναγόμενης Εταιρείας, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς ούτε αμφισβήτησε την αιτία αυτής ούτε και το ύψος των επιμέρους χρηματικών ποσών, αντιτείνοντας οποιονδήποτε αρνητικό ισχυρισμό ή ένσταση, (άρθρα 261, 262 παρ. 1 και 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ με συνέπεια να τεκμαίρεται έμμεση ομολογία αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Α.Π. 1662/2022 δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, η εναγόμενη Εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα τεσσάρων Ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (41.574,34) Ευρώ (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι δεν προέκυψε επακριβώς η δήλη ημέρα, κατά την οποία τα αξιούμενα χρηματικά ποσά, κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, ούτε και όχληση από την πλευρά του ενάγοντος προς την εναγόμενη Εταιρεία για την καταβολή αυτών πλην της επίδοσης της ένδικης αγωγής. Συνεπώς, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη Εταιρεία να καταβάλλει στον ενάγοντα το παραπάνω χρηματικό ποσό. Περαιτέρω, πρέπει να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης Εταιρείας, ως διαδίκου, που ηττήθηκε, κατόπιν αποδοχής του σχετικού αιτήματος του, ως και ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 183 Κ.Πολ.Δ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην της εφεσίβλητης Εταιρείας

-ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής κατά της παρούσας σε διακόσια πενήντα (250,00) Ευρώ (Ε)

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  κατ’ ουσίαν την έφεση.

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμόν 5.202/2014 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ.),

ΚΡΑΤΕΙ  την ένδικη υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ αυτήν.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη Εταιρεία να καταβάλλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των σαράντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα τεσσάρων Ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (41.574,34) Ευρώ (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης Εταιρείας τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων  (1.600,00) Ευρώ (Ε).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ενάγοντος-εκκαλούντος ……………., την  1η Μαρτίου 2024.

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ