Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 103/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  

Αριθμός  απόφασης :    103/ 2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ :  …………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιού της δικηγόρου Ανδρέα Ματσακά.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ  : …………  ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελένη Διονυσάτου.

Η ενάγουσα και ήδη  εκκαλούσα άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  19/04/2019, και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ………../2019 αγωγή της,  με την ειδική διαδικασία των διαφορών από οικογένεια το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και ο εναγόμενος – αντενάγων την από 18/11/2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ ΕΑΚ …………/2019 ανταγωγή του. Επί των άνω υποθέσεων που συνεκδικάσθηκαν εκδόθηκε η με αρ. 512/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 27-5-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 έφεσή της η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο  της 7.4.2002 οπότε και αναβλήθηκε γι΄αυτήν που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους .

AΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από  27-5-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021, έφεση της ενάγουσα και ήδη εκκαλούσας, κατά της με αριθμό 512/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από οικογένεια το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 28/04/2021 η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 27-5-2021 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρο 681 Β ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 674 § 2 α’ αυτού και ήδη άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1, άρθρο ένατο του ν.4335/2015). Έχει κατατεθεί ακόμα  το με αρ. κωδικό παραβόλου ………….. παράβολο ποσού 100,00 €  παρόλο που για το παραδεκτό αυτής  δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθόσον οι διαφορές των άρθρων  ΚΠολΔ, όπως η προκειμένη, εξαιρούνται ρητά από το νόμο (άρθρο 495 § 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ), ώστε ανεξαρτήτως ης έκβασης της δίκης θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοσή του στην εκκαλούσα.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα,  με την 19/04/2019 αγωγή και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2019 αγωγή της ζήτησε να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο,  για λόγους που αφορούσαν  το πρόσωπο του εναγόμενου συζύγου της. Εξέθετε περαιτέρω, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου που έλαβε χώρα  κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης (εξυβρίσεις, χειροδικίες καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής  και ειδικότερα 2 έτη μετά την τέλεση του γάμου  1996 στο Λονδίνο και στις 29.4.2017 κι επιπλέον τοποθέτηση καμερών  παρακολούθησης στην συζυγική οικία) προσβλήθηκε η προσωπικότητά της. Ζήτησε δε να λυθεί ο γάμος  της με το σύζυγό  της και αφού παραδεκτά  παραιτήθηκε από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής με τις προτάσεις της και προφορική δήλωση της πληρεξούσιας του Δικηγόρου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση 100.000 €, για την άνω συμπεριφορά του αφαιρουμένου του ποσού των 50 €, που θα δήλωνε παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό Δικαστήριο. Ο εναγόμενος/αντενάγων με την  από 18/11/2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ ΕΑΚ …………/2019 ανταγωγή του ζήτησε και αυτός τη λύση του γάμου του με την ενάγουσα/αντεναγόμενη για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπό της και να του καταβάλει για χρηματική του ικανοποίηση Α) το ποσό των 10.000 € για γεγονότα που είχαν λάβει χώρα πριν τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, β) το ποσό των 35.000 € που έλαβαν χώρα μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης  γ) το ποσό των 29.000 € για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τη συμπλήρωση της διάστασης και πρίν τη λύση του γάμου (συκοφαντική δυσφήμηση ηθική αυτουργία σε ψευδείς καταθέσεις και ψευδή καταμήνυση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του,  αφού  συνεκδίκασε την αγωγή και ανταγωγή, απέρριψε ως αόριστο το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της αγωγής και  διέταξε τον χωρισμό του σωρευόμενου στην ως άνω ανταγωγή αιτήματος για χρηματική ικανοποίηση του αντενάγοντος λόγω ηθικής βλάβης,  όσον αφορά στα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των  διαδίκων. Στη συνέχεια έκανε δεκτή την αγωγή και  απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων, ενώ απέρριψε την ανταγωγή του εναγόμενου  με το ίδιο αίτημα τη λύση του γάμου και ως προς το σκέλος αυτής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης για τα περιστατικά που έλαβαν χώρα έως την διακοπή της συμβίωσης, που είχε διακρατήσει να δικάσει.  Κατά της απόφασης κατά το μέρος που η εκκαλούμενη απόφαση  απέρριψε το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης,  παραπονείται η ενάγουσα της αγωγής με την έφεσή της, ενώ ο εναγόμενος δεν έχει ασκήσει έφεση.

Υπό το προισχύσαν δίκαιο υπήρχε η διάταξη του άρθρ. 1453 ΑΚ, που όριζε ότι εάν το γεγονός, που αποτέλεσε το λόγο του διαζυγίου, συντελέστηκε υπό περιστάσεις τέτοιες που επήλθε βαριά προσβολή στο πρόσωπο του αναίτιου συζύγου, μπορεί το δικαστήριο με την απόφασή του για το διαζύγιο να υποχρεώσει τον μόνον υπαίτιο του διαζυγίου σύζυγο να καταβάλει στον αναίτιο χρηματικό ποσό λόγω ηθικής βλάβης. Ωστόσο η κατάργηση της ως άνω διάταξη (ν. 1329/1983) δεν αποκλείει την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για συζυγικά παραπτώματα, εφόσον συντρέχει κατά το άρθρ. 299 ΑΚ νόμιμη περίπτωση κατά τις διατάξεις των άρθρ. 57, 59 και 932 του ίδιου Κώδικα, που συμβαίνει όταν τα παραπτώματα αυτά, οφειλόμενα σε υπαιτιότητα του ενός των συζύγων και αυτοτελώς κρινόμενα, δηλαδή ανεξάρτητα από τη συζυγική σχέση, είναι πρόσφορα και ικανά να προκαλέσουν προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή γενικότερα συνιστούν σε βάρος του αδικοπραξία (ΑΠ 1444/2008, 686/2004, ΑΠ 566/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι δεν αρκεί για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης η οποιαδήποτε κλονιστική του γάμου αντισυζυγική συμπεριφορά και η ψυχική δοκιμασία που αναπόφευκτα αυτή προκαλεί, εφόσον κατά τα λοιπά δεν συνιστά και αυτοτελώς προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου. Με την έννοια συνεπώς αυτή δεν επιφέρουν προσβολή της προσωπικότητας οι παραβάσεις των υποχρεώσεων συνοίκησης, συμπαράστασης και επίδειξης του επιβαλλόμενου ενδιαφέροντος από τον ένα σύζυγο για τον άλλο ή ακόμα και η παράβαση της υποχρέωσης συζυγικής πίστης αφού πρόκειται για υποχρεώσεις σύμφυτες με την έγγαμη σχέση, για την παράβαση των οποίων ο νόμος αντιλαμβάνεται ως επαρκή προστασία την παροχή στο θιγόμενο σύζυγο δικαιώματος διάζευξης (ΑΠ 125/2019, ΑΠ 1233/2014,  ΑΠ 558/2006, ΕφΘρ 67/2015, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την προσβολή της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρονται σ΄ αυτήν το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην τελευταία και στην προσβολή της προσωπικότητας και η υπαιτιότητα του εναγομένου. Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση, η κοινωνική θέση των διαδίκων κ.α, αποτελούν είτε ιδιότητες στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος, δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται γι΄ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010.453, ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46.822, ΕφΑθ 217/2018, ΕφΑθ 6982/2007 ΕπισκΕμπΔ 2008.189).  Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1387 περ.β ΑΚ η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού τους βίου πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της προσωπικότητας του. Κάθε σύζυγος διατηρεί στο πλαίσιο του γάμου τον ιδιωτικό του χώρο. Δικαιούται έτσι να έχει τους δικούς του φίλους να επικοινωνεί ελεύθερα με τρίτα πρόσωπα, να καλλιεργεί τα πνευματικά, καλλιτεχνικά και αθλητικά ενδιαφέροντά του, να επιδίδεται στις δικές του ενασχολήσεις χωρίς η υποχρέωση για έγγαμη συμβίωση να στέκεται εμπόδιο σε αυτό. Η ρύθμιση επομένως του κοινού βίου πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 1386 παρ. 2 ΑΚ να επιτρέπει σε καθέναν από τους συζύγους να αναπτύσσει ελεύθερα παρόμοιες δραστηριότητες και να διασφαλίζει τον ιδιωτικό του χώρο. Σε καμία περίπτωση η επίκληση της έγγαμης συμβίωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ανεπίτρεπτες ηθικά και νομικά απαγορεύσεις ή παρεμβάσεις. Παρόμοιες ενέργειες συνιστούν λόγους κλονιστικούς του γάμου και οδηγούν στο διαζύγιο. Η σύγχρονη ερμηνεία της σύνδεσης της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής κατά το άρθρο 9 παρ.1 Σ, η ομογενειακή και ιδιωτική ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη επιβάλλει το συμπέρασμα ότι και στο πλαίσιο του γάμου και της οικογένειας θα πρέπει να προστατεύεται η προσωπική ελευθερία και ανάπτυξη των συζύγων και η ιδιωτικότητά τους, όπως και η ιδιωτικότητα και των άλλων μελών της οικογένειας. Η κεντρική αυτή συνταγματικής περιωπής αρχή υλοποιείται στην κοινή νομοθεσία η οποία ρυθμίζει μια σειρά από δικαιώματα και υποχρεώσεις τόσο στο πλαίσιο συζυγικών σχέσεων όσο και στο πεδίο της γονικής μέριμνας. Η αρχή αυτή, χρήσιμη για την κάλυψη κενών ή για τη διόρθωση νομοθετικών ρυθμίσεων δεν είναι δυνατόν να φτάσει μέχρι το σημείο να αναιρεί το ίδιο το νόημα της κοινής νομοθεσίας. Δεν είναι όμως δυνατόν να παραβλεφθεί ότι στο πλαίσιο του γάμου, των συζυγικών σχέσεων και της οικογένειας τα υποκείμενα εκχωρούν ή πάντως περιορίζουν ένα σημαντικό μέρος της ελευθερίας τους έναντι της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των άλλων μελών της οικογένειας. Η εκχώρηση όμως αυτή δεν μπορεί να φτάνει στην υποδούλωση των συζύγων αλλά στην εξασφάλιση της λειτουργίας της οικογένειας και του προστατευτικού για τα μέλη της θεσμού της. Έτσι δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν η ανάκριση και παρακολούθηση του άλλου συζύγου παρά μόνο όταν υπάρχουν σαφείς και δικαιολογημένες υποψίες ή και σαφείς ενδείξεις για παραβιάσεις των συζυγικών υποχρεώσεων και ο σύζυγος θέλει να αποδείξει τις παραβιάσεις αυτές, ενώ  γενικώς η αποτύπωση  η αποτύπωση με μηχανικά μέσα όσων συμβαίνουν στη συζυγική εστία όπως εξάλλου και γενικότερα κάθε επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα, που συντελείται με την υποκλοπή της συνομιλίας, προσβάλλει πρωτίστως τον άβατο πυρήνα της προσωπικότητας, θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 Ι 2, 19 Συντ.), αλλά και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου (άρθρο 2 Ι Συντ (ΕφΛαρ 212/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, Σταθόπουλος/Παπαδοπούλου σε ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλο 2007, άρθρο 1387 αρ. 27-28,  Ακριβοπούλου εις ΕΦΔΔ 2012,220 και Φερενίκη Παναγοπούλου – Κουτανατζή ΕφΔΔ 2013,704, σελ. ιδίως 714).  Εξάλλου  κατά  το άρθρο 444 αριθ. 3 του ΚΠολΔ ως  ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, ακόμα και η  φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Αντιπροσωπευτικές απεικονίσεις είναι η κινηματογραφική απεικόνιση, μαγνητοταινία, ενώ ήδη χρησιμοποιούνται πιο σύγχρονα μέσα αποθήκευσης εικόνας και ήχου  λ.χ.  Η  επίκληση  παρόμοιων απεικονίσεων (υλικών φορέων εγγραφής) κατά το άρθρο 444 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να συνοδεύεται με ποινή, στο πλαίσιο ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 454 Κ.Πολ.Δ., απαραδέκτου από έγγραφο κείμενο που περιέχει την αποτυπωθείσα συνέντευξη και  πιστοποίηση του αρμοδίου οργάνου, που να βεβαιώνει την ακρίβεια της μεταφοράς,  όπως είναι ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων,  ΑΠ 1133/2013, ΕφΘρ 71/2014 σε ΝΟΜΟΣ).  Η εν αγνοία, όμως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας (όπως και η βιντεοσκόπηση) ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Γι’ αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία, στην οποία αυτή, χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών, αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλ. έστω κι αν πρόκειται για πρόσωπο που μετέσχε στη μαγνητοφωνηθείσα συζήτηση. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει – υπό την επίκληση της ανάγκης αποκτήσεως αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα – στη γενίκευση της χρήσεως μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στα πλαίσια μιας προφορικής ιδιωτικής συζητήσεως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοιώσεως του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Άλλωστε, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κυρώσεως (ποινής φυλακίσεως), που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρος κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007, ΕφΠειρ 586/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, στο δικόγραφο της αγωγής η ενάγουσα, εκτός από τα περιστατικά αντισυζυγικής συμπεριφοράς του εναγόμενου (σύναψη εξωσυζυγικών σχέσεων, αδιαφορία)  εξέθετε επιπλέον και περιστατικά που αποτελούσαν προβολή της προσωπικότητάς της/αδικοπραξία και μάλιστα πληρούσαν το πραγματικό ποινικών διατάξεων (σωματικής βλάβης, εξύβρισης, απειλής, ενδοοικογενειακής, άρθρο 370 Α του ΠΚ).  Εκτός από γενική αναφορά (με χτυπούσε, εξύβριζε κτλ.) αναφέρονται και συγκεκριμένα περιστατικά κατά τόπο και χρόνο και ειδικότερα  περιστατικό στο Λονδίνο 2 χρόνια μετά την τέλεση του γάμου τους, όπου ο εναγόμενος την εξύβρισε και χτύπησε,  από το έτος 2013 σε καθημερινή  εξύβριση χειροδικία και εντός  του άνω διαστήματος θραύση με χτύπημα της οδοντοστοιχίας της,  περαιτέρω περιστατικό  της   29.4.2017, όπου ο εναγόμενος την εξύβρισε και χτύπησε και τέλος την 3.4.2017 τοποθέτηση καμερών παρακολούθησης στην οικία  εν αγνοία της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη την αγωγή ως προς το άνω  αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης  στο σύνολο αυτού, με το σκεπτικό ότι δεν αναφέρονται με λεπτομέρεια τα περιστατικά που αυτοτελώς κρινόμενα, συνιστούν ταυτόχρονα  προσβολή της προσωπικότητας αυτής  κατά τόπο, χρόνο μέσο και ειδικότερες συνθήκες που έλαβαν χώρα, όμως έσφαλε ως προς την ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, καθώς αναφέρονταν συγκεκριμένα περιστατικά και κατά τόπο και χρόνο, τα οποία δεν έχρηζαν περισσότερης εξειδίκευσης (λχ. ως προς το είδος των σωματικών βλαβών, το οποίο θα προέκυπτε από τις αποδείξεις). Συνακόλουθα ως προς τα άνω περιστατικά της αγωγής, που αποτελούν προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσα και αδικοπραξία  θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς τo κεφάλαιο της από  19/04/2019, και με αρ. καταθ. ΓΑΚ …………/2019 αγωγής, που αναφέρεται στην χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας λόγω ηθικής βλάβης, να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο  και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Θα πρέπει δε να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην ενάγουσα,  που προεκτέθηκε, το οποίο ούτως ή άλλως είχε καταβάλει εκ περισσού (άρθρο 495 ΚΠολΔ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και  τις ανωμοτί καταθέσεις των  διαδίκων (βλ. πρακτικά συνεδρίασης),  από τις με αριθ. …………../2-7-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………………….., οι οποίες λήφθηκαν επιμελεία της ενάγουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών και κατοίκου ….. Αττικής ……………….., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου  (βλ.την με αρ. ……/29-6-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………..), με την επισήμανση ότι οι 4 πρώτες παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ότι ελήφθησαν ενώπιον αναρμόδιου συμβολαιογράφου (εκτός της έδρας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ή της κατοικίας των μαρτύρων που  είναι ο Πειραιάς), καθώς δεν γίνεται επίκληση δικονομικής βλάβης από τον εναγόμενο – εφεσίβλητο,  από τις με αριθμό ……………./28-11-2019 και …………./2-7-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………………….., που λήφθηκαν με την επιμέλεια  του εναγόμενου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….. κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας  (βλ. τις με αρ. …… ‘/25-11-2019 και  ……. /29-6-2020, ως προς την τελευταία, εκθέσεις  επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………..),  καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα προς άμεση απόδειξη και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, όπως οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια προηγούμενων δικών μεταξύ των ίδιων διαδίκων, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη α) οι εκτυπώσεις  ηλεκτρονικών μηνυμάτων που δεν έχουν ανταλλαγεί μεταξύ των διαδίκων, αλλά αφορούν και τρίτους κι επιπλέον β), με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, εκτυπώσεις  φωτογραφιών,  που προσκομίζει ο εναγόμενος από ψηφιακό δίσκο που αποτυπώνουν σκηνές  μεταξύ των διαδίκων,  που όμως προέχεται από ποινική δικογραφία που σχηματίσθηκε με τον ίδιο  ως κατηγορούμενο μεταξύ άλλων για   παράβαση του άρθρου 370 Α ΠΚ, σε βάρος της συζύγου του,  ώστε η λήψη αυτών είναι   προϊόν παράνομης πράξης και  δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού δεν προσκομίζονται  για την απόδειξη της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, αλλά για  τον ισχυρισμό του ότι δεν προκάλεσε σωματική βλάβη στη σύζυγό του στις 29.4.2017 κι εκτός αυτών δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη, αφού δεν πιστοποιείται η ακρίβειά τους (της μεταφοράς τους) από την  αρμόδια αρχή (προανακριτική ή πληρεξούσιο Δικηγόρο),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό …………………. στη ………. Αττικής, την 17η Δεκεμβρίου 1994 (βλ. αντίγραφο αποσπάσματος της υπ’ αριθ. ………….. 1995 ληξιαρχικής πράξης γάμου, που συνέταξε ο Ληξίαρχος Γλυφάδας) από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Η εκκαλούμενη απόφαση έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας και απέρριψε την ανταγωγή του εναγόμενου, απαγγείλοντας τη λύση του γάμου των διαδίκων,   δεχόμενη ότι ο γάμος αυτός έχει κλονισθεί σοβαρά από λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά στον εναγόμενο. Για το  σκέλος αυτό της απόφασης  δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα από τους διαδίκους.  Είναι άξιο μνείας ότι  δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου σε καμία περίπτωση δεν επεκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας, ώστε εφόσον επέλθει  η διάπλαση της λύσης του γάμου οι διάδικοι δεν  έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν έφεση για το κεφάλαιο αυτό της απόφασης (ΑΠ 1471/2019, ΑΠ 315/2018, ΑΠ 660/2016). Εξάλλου από τα ως άνω  αποδεικτικά  μέσα αποδείχθηκαν τα εξής : Κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων ο εναγόμενος  συμπεριφερόταν απαξιωτικά κατά της ενάγουσας συζύγου του  και ενίοτε η συμπεριφορά αυτού έφθανε μέχρι τα όρια της χειροδικίας. Το έτος 1996 σε ταξίδι των διαδίκων στο Λονδίνο της Μ. Βρετανίας, στο οποίο είχαν μεταβεί με την αδελφή του εναγόμενου και το σύζυγό της,  συνέβη επεισόδιο κατά το οποίο ο εναγόμενος εξύβρισε και χτύπησε τη σύζυγό του, υπολαμβάνοντας ότι είχε αναφερθεί μειωτικά στην αδελφή του.  Το περιστατικό αυτό πράγματι έλαβε χώρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, παρά το ότι (ως προς την ενέργεια αυτή του εναγόμενου) δεν το επιβεβαίωσε η αδελφή αυτού,  που εξετάστηκε στον ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς όμως την ένταση που επικαλείται η ενάγουσα,  ισχυριζόμενη ότι η αδελφή του  κυριολεκτικά την έσωσε από τα χέρια του εναγόμενου.  Από το έτος 2014 η συμπεριφορά του εναγόμενου έγινε περισσότερη  αδιάφορη και  καταφρονητική κατά της συζύγου του την οποία αποκαλούσε «ψυχοπαθή, υστερική και αγία πουτάνα». Περί τις αρχές του 2015 ο εναγόμενος χτύπησε την ενάγουσα στο πρόσωπο και η τελευταία ισχυρίστηκε   ότι υπέστη βλάβη στην οδοντοστοιχία της,  ώστε να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε εξαγωγές οδόντων και εμφυτεύσεις άλλων, ωστόσο  για το ζήτημα αυτό,  ως προς το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής του εναγόμενου δεν υπάρχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, πέραν από μαρτυρίες (όχι αυτοπτών μαρτύρων) ήτοι απόδειξη παροχής υπηρεσιών ή ιατρική γνωμάτευση του οδοντιάτρου. Στις 29.4.2017 έλαβε επεισόδιο, μεταξύ των διαδίκων με αφορμή υποψίες της ενάγουσας για εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε ο εναγόμενος κατά το οποίο οι διάδικοι, εκτός από φραστικές αντεγκλήσεις  χειροδίκησαν ο ένας σε βάρος του άλλου, καθώς ο εναγόμενος  χτύπησε την ενάγουσα στο πρόσωπο και  την κοιλιακή χώρα και την απώθησε  στον τοίχο, αλλά και η ενάγουσα προκάλεσε  ελαφρά σωματική βλάβη σε βάρος του εναγόμενου (βλ.  την από 5.5.2017 ιατρική γνωμάτευση από το Νοσοκομείο ΚΑΤ που προσκομίζει ο εναγόμενος, κατά την οποία ο εναγόμενος προσήλθε στην εφημερία του Στ’ Ορθοπαιδικού τμήματος και μετά από κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάκωση κεφαλής και κάκωση θώρακος). Τα άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν ιδίως από την κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων της ενάγουσας (βλ. ένορκες βεβαιώσεις αυτής). Δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων του εναγόμενου, από τους οποίους κανένας δεν ήταν παρών σε επεισόδιο (από  τα παραπάνω) μεταξύ των διαδίκων, εκτός από την μάρτυρα αδελφή του εναγόμενου (περιστατικό στην Αγγλία), όπως ήδη εκτέθηκε, η οποία δεν επιβεβαίωσε τη χειροδικία του εναγόμενου, χωρίς όμως  κρίνεται πειστική η κατάθεσή της, αφού εξεταζόμενη δεν ανέφερε λεπτομέρειες για το περιστατικό.  Σημειώνεται ότι ο εναγόμενος για την πράξη σε βάρος της ενάγουσας συζύγου του, που έλαβε χώρα την 29.4.2017  με την με αρ. 1944, 1949/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς  έχει κριθεί σε πρώτο βαθμό ένοχος κατά πλειοψηφία, για την πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, σε φυλάκιση 14 μηνών. Για τις λοιπές περιπτώσεις δεν έχουν σχηματισθεί ποινικές  δικογραφίες, ούτε υπάρχουν και ιατροδικαστικές εκθέσεις  για να κριθεί αν η ενάγουσα   είχε υποστεί και σωματικές βλάβες και ποιας έκτασης, ώστε  αξιολογούνται ως απλές χειροδικίες,  ενέργειες  μειωτικές της προσωπικότητας της ενάγουσας.   Εξάλλου, πριν τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, στις αρχές Απριλίου 2017 εγκαταστάθηκε στην οικία των διαδίκων στον Κορυδαλλό  σύστημα  «……» καταγραφής εικόνας και ήχου,  το οποίο είχε τη δυνατότητα να καταγράφει εικόνες, που  αποθηκεύονταν σε υλικό φορέα – σκληρό δίσκο,  ενσωματωμένο μέσα στην άνω μηχάνημα  κι επιπλέον συσκευή  καταγραφής των τηλεφωνικών κλήσεων – συνδιαλέξεων του σταθερού τηλεφώνου της οικίας τους. Κατόπιν της από 2.8.2019  έγκλησης της ενάγουσας. σχηματίσθηκε ποινική δικογραφία σε βάρος του εναγόμενου και των τεχνικών που εγκατέστησαν τα άνω συστήματα για παράβαση του άρθρου 370 Α ΠΚ.  Ο ορισθείς πραγματογνώμονας στην ποινική δικογραφία  δεν μπόρεσε να ελέγξει τη συνδεσιμότητα της συσκευής με τις κάμερες της οικίας των διαδίκων (στην οποία δεν έκανε αυτοψία), ούτε να προσπελάσει τα δεδομένα του σκληρού  δίσκου  αυτής. Όμως, όπως διαπιστώθηκε από έλεγχο του  τελευταίου από την Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ.,  το διάστημα από τον Απρίλιο έως το Μάϊο του 2017, μέσω του άνω συστήματος καταγράφηκαν 1043 αρχεία ήχου και εικόνας που προέρχονταν από την οικία των διαδίκων κι επίσης από την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων προέκυψε ότι  καταγράφηκαν σε υλικό φορέα  4 συνομιλίες της ενάγουσας με τον αδελφό της, του διαστήματος μεταξύ 3.4.2017 έως 29.4.2017 (βλ. την από 18.6.2021 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ)  Το σύστημα αυτό ήταν πάντως  εγκατεστημένο σε μεταλλικό κιβώτιο στον τοίχο του γραφείου και συνδεδεμένο με κρυφές κάμερες τύπου ραντάρ, καταγραφής εικόνας και ήχου (βλ. την από 22.5.2017 Έκθεση έρευνας της εταιρίας «………» και την από 17.12.2019 βεβαίωση της εταιρίας ………..»).  Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι στις 3.4.2017 έγινε μία απλή συντήρηση  του ήδη λειτουργούντος συστήματος συναγερμού, το δε σύστημα καταγραφής εικόνας και ήχου εγκατέστησε αργότερα  (εντός του Απριλίου 2017) η ίδια η ενάγουσα  με τη συναίνεσή του (αφού τον είχε ενημερώσει), χωρίς να ασχοληθεί ο ίδιος,  ενώ επικαλέσθηκε άγνοια  για την συσκευή που αποτύπωνε τις τηλεφωνικές διαλέξεις. Κανένας από τους διαδίκους δεν προσκόμισε τιμολόγια αγοράς  για την παροχή των εν λόγω συσκευών. Ωστόσο, η καταγραφή των εικόνων σταμάτησε στις 2.5.2017, με την αποχώρηση  του εναγόμενου από την οικία,   που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός που έλεγχε την καταγραφή ήταν  ο εναγόμενος, άλλως  σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε αποτύπωση εικόνων και έως τις 22.5.2017 (που ισχυρίστηκε η ενάγουσα ότι ανακάλυψε τις επίμαχες συσκευές). Εξάλλου ο εναγόμενος δούλευε πολλές ώρες επιστρέφοντας  αργά στην οικία του   και είχε συχνά επαγγελματικά ταξίδια, ενώ η ενάγουσα,  που εργαζόταν στο Δημόσιο, τις απογευματινές ώρες ήταν στην οικία της. Αν  η ενάγουσα ήθελε να παρακολουθεί τις κινήσεις του εναγόμενου (υποπτευόμενη εξωσυζυγικές σχέσεις) θα προσλάμβανε ιδιωτικό ερευνητή και δεν θα τοποθετούσε κάμερες στην συζυγική οικία, καθώς δεν ήταν δυνατό ο εναγόμενος  να υποπέσει σε παραπτώματα παρόμοιας φύσης εντός αυτής, στην οποία παρέμενε αραιότερα.  Συνεπώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτός που τοποθέτησε  τις άνω συσκευές ήταν ο εναγόμενος. Με την καταγραφή των τηλεφωνικών κλήσεων ήθελε σαφώς να παρακολουθεί τις συνομιλίες του σταθερού τηλεφώνου της οικίας του, (το οποίο ο ίδιος χρησιμοποίησε μόνο μία φορά για  παραγγελία πίτσας, ενώ η ενάγουσα είχε συνομιλήσει με τον αδελφό της τέσσερις φορές) και με την εγκατάσταση του συστήματος καταγραφής εικόνας και ήχου,   εκτός από καλύτερη κατόπτευση του χώρου για την αποτροπή κλοπής, ήθελε να  καταγράφει τις κινήσεις της συζύγου του, εν αγνοία αυτής και χωρίς να υπάρχουν υπόνοιες αντισυζυγικής συμπεριφοράς σε βάρος της. Η ενέργεια αυτή του εναγόμενου, όσον αφορά την εγκατάσταση συστήματος καταγραφής εικόνας και ήχου, που αναφέρεται στην αγωγή, για την οποία ζητείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, προσβάλλει την προσωπικότητα της ενάγουσας συζύγου του, καθώς δεν είναι δυνατό να αποτυπώνεται η εικόνα της ενάγουσας (σε όσες περιπτώσεις απεικονίζεται η ίδια) εν αγνοία αυτής, στερώντας από αυτή κάθε ιδιωτικότητα, που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της προσωπικότητας κάθε ατόμου και η οποία προστατεύεται και εντός της έγγαμης συμβίωσης.  Τα ανωτέρω ισχύουν,  ανεξάρτητα του αν η συμπεριφορά αυτή του εναγόμενου πληρεί ενδεχομένως και το πραγματικό  διάταξης του ποινικού κώδικα (άρθρο 370 Α ΠΚ). Συνακόλουθα για όλες τις παραπάνω ενέργειες του εναγόμενου η ενάγουσα δικαιούται χρηματικής  ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Για την αποκατάσταση  αυτής  πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες, που έλαβαν χώρα οι άνω προσβολές της προσωπικότητας της ενάγουσας,   η ιδιότητα του εναγόμενου ως συζύγου, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, το συνολικό ποσό των 3.500 €, ήτοι 1.500 € για τις χειροδικίες  (που δεν προέκυψε ότι έφταναν στο επίπεδο απλής σωματικής βλάβης) – εξυβρίσεις και 2.000 € για την καταγραφή της εικόνας (ενόψει του βραχέος διαστήματος καταγραφής). Το ποσό αυτό, κρίνεται εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ. Συνεπώς η αγωγή ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης  θα πρέπει  να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος  οφείλει να καταβάλει στην   ενάγουσα το ποσό των 3.500 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Σε βάρος του εναγόμενου θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 179 κα 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, με αρ. 512/2021  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως το κεφάλαιο της από  19/04/2019, και με αρ. καταθ. ΓΑΚ …………/2019 αγωγής, που αναφέρεται στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του παραβόλου της έφεσης  στην εκκαλούσα που κατέθεσε αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από  19/04/2019, και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ……………/2019 αγωγή, ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των χιλιάδων  (3.500) €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4.3.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ